Χωράει ένα Μουσείο Εκπαιδευτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο;

Διεθνή και ελληνικά προηγούμενα

 

 

 

Χαράλαμπος  ΧΑΡΙΤΟΣ

Καθηγητής ΠΤΔΕ Παν/μίου Θεσσαλίας

 

 

 

    

     Θα ήθελα να σας μιλήσω για το είδος των θεματικών μουσείων που αναφέρονται στην ιστορία της εκπαίδευσης και που εντάσσονται ή όχι στην πανεπιστημιακή διαδικασία. Οι πληροφορίες μου αντλούνται από τη διεθνή  και την ελληνική εμπειρία παλαιότερα και πρόσφατα. Θα αναφερθώ στο θεσμικό πλαίσιο, τις απόπειρες εμπέδωσης του θεσμού στην Ελλάδα και θα προσθέσω τις προσωπικές μου περιπέτειες.

     Η ανακοίνωση -στη σύντομη διάρκειά της- θα προσπαθήσει να απαντήσει στο αφελές ερώτημα του τίτλου. Σπεύδω να δώσω την απάντηση: ορθά κοφτά: όχι, ή πιο ρεαλιστικά: ναι υπό ορισμένες συζητήσιμες προϋποθέσεις, που στην ευρωπαϊκή και στην ελληνική πανεπιστημιακή πραγματικότητα αναζητούνται. Μένει να εξηγήσω γιατί η συμπερίληψη ενός Μουσείου εκπαιδευτικής Ιστορίας στα πανεπιστημιακά δρώμενα  είναι έως σήμερα αδύνατο να συμβεί υπό τις παρούσες θεσμικές συνθήκες. Διευκρινίζω ότι το ίδιο συμβαίνει και στα ιδρύματα του εξωτερικού, για διαφορετικούς πάντως λόγους.

 

     Ο λόγος γίνεται για τα ιδρύματα που αποκαλούνται Μουσεία και εν προκειμένω αυτά που εντάσσονται στις πανεπιστημιακές δραστηριότητες. Το Ashmolean Museum  από το 1683 στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, υπήρξε το πρώτο μουσείο με τη σύγχρονη έννοια του όρου· περιελάμβανε ένα σχολείο φυσικής ιστορίας, με αίθουσες μαθημάτων και επίδειξης, ένα εργαστήριο χημείας, μια βιβλιοθήκη και μια αίθουσα της έκθεσης. Σήμερα ανακαινισμένο πρόσφατα αποτελεί μουσείο ιστορίας της επιστήμης. και συντηρεί μια μοναδική στον κόσμο συλλογή επιστημονικών αντικειμένων. Χιλιάδες πανεπιστήμια ανά τον κόσμο έχουν εμπνευστεί απ’ αυτό το πρότυπο, Οι μελέτες που γίνονται σ’ αυτά καλύπτουν σχεδόν όλους τους τομείς της έρευνας. Το πανεπιστημιακό μουσείο επί αρκετούς αιώνες συμπορεύτηκε με το πανεπιστήμιο εξυπηρετώντας μια τριπλή λειτουργία: την έρευνα, την κατάρτιση και τη συντήρηση των συλλογών. Ωστόσο η εξέλιξη των επιστημών, οι νέες τεχνολογίες, και άλλοι παράγοντες μετατόπισαν το ρόλο του μουσείου που δεν αποτελεί πια τον κύριο άξονα της έρευνας.[1]

     Ως πανεπιστημιακό μουσείο στην Ευρώπη (και στη χώρα μας) νοείται πάντα -σύμφωνα με το ισχύον σε κάθε χώρα θεσμικό πλαίσιο- ένας χώρος, όπου έχει συγκεντρωθεί μεγάλο ή μικρό πλήθος αντικειμένων, που κάποτε είχε χρησιμεύσει για τη μελέτη επιστημονικών φαινομένων. π.χ. γεωλογικά ευρήματα, απολιθώματα, ταριχευμένα όντα, προπλάσματα ανθρώπινων ή ζωικών οργανισμών, ή ακόμη εργαλεία και συσκευές που είχαν χρησιμοποιηθεί άλλοτε στη διδασκαλία. Έτσι τα υπάρχοντα Μουσεία στα ευρωπαϊκά (και όχι μόνο) πανεπιστήμια είναι όσα αφορούν τις ιατρικές, τις φυσιογνωστικές και τις αστρονομικές επιστήμες και τεχνολογίες.  Σπανιότερα ένα πανεπιστημιακό Μουσείο περιέχει τεκμήρια της ιστορίας του ίδιου του ιδρύματος ή της περιοχής όπου ανήκει. Αυτά συμβαίνουν και σήμερα στα πανεπιστήμια όλων των χωρών. Πουθενά δεν συνάντησα πανεπιστημιακό Μουσείο με περιεχόμενο και αποστολή την εκπαίδευση. Προφανώς τούτο επιβάλλεται από τον ισχύον θεσμικό πλαίσιο, ενώ είναι βέβαιο ότι οι τεκμηριωτικές και εποπτικές ανάγκες για τη διδασκαλία και την εκπαίδευση εξυπηρετούνται στο πλαίσιο δραστηριοτήτων των ποικίλων εργαστηρίων, σπουδαστηρίων και μορφωτικών κέντρων στα πανεπιστήμια. Στις περισσότερες χώρες -όπως θα δείξω στη συνέχεια- η έρευνα και η μελέτη των τεκμηρίων του εκπαιδευτικού παρελθόντος διεξάγεται από εξωπανεπιστημιακούς φορείς σε ειδικά ιδρύματα, ορισμένα από τα οποία έχουν εθνικό χαρακτήρα[2].

     Στην ελληνική πανεπιστημιακή πραγματικότητα το πρώτο φερόμενο ως «προσάρτημα» στο Πανεπιστήμιο Αθηνών υπήρξε το «Νομισματικόν Μουσείον», Από το 1858 εντάχθηκε στο ίδιο Πανεπιστήμιο το «Φυσιογραφικόν και Βοτανικόν Μουσείον - Φροντιστήρια Ζωολογίας, Ορυκτολογικού και Γεωλογικού Μουσείου και Βοτανικής». Στο Νομοσχέδιο του 1899 του Αθ. Ευταξία και στο άρθρο 43 προβλέπονται: «Μουσεία, υπαγόμενα εις την δικαιοδοσίαν του Πανεπιστημίου τα εξής 1) Το Ζωολογικόν 2) το Ανθρωπολογικόν 3) το Ορυκτολογικόν 4) το Γεωλογικόν και Παλαιοντολογικόν και 5) το Φυτολογικόν. Τούτων προΐσταντα ως διευθυνταί οι Καθηγηταί των οικείων μαθημάτων». Παρομοίως ο νόμος ΓΩΚΓ΄ του 1911 προβλέπει τα ίδια πανεπιστημιακά μουσεία. Σ’ αυτά ο νόμος 2905 του 1922 (άρθρ. 353) πρόσθεσε: το «Μουσείον Υγιεινής» και το «Εγκληματολογικόν». Το ίδιο καθεστώς ισχύει ως σήμερα στο αθηναϊκό Πανεπιστήμιο, στο οποίο υφίστανται θεσμοποιημένα (με διατάγματα) 13 Μουσεία.

 

     Αντίθετα ο ισχύων νόμος για τα ΑΕΙ (Ν. 1268/1982, άρ. 3 § 1) επιτρέπει την ίδρυση στα Τμήματα «Εργαστηρίων και Κλινικών» και καθορίζει τη λειτουργία τους, με βάση τον οποίο έχουν ιδρυθεί άπειρα ονομαζόμενα Εργαστήρια (και στα Παιδαγωγικά Τμήματα). Η έκφραση που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης παραπέμπει σε μια παλιά ακαδημαϊκή νοοτροπία που συναρτούσε τα Εργαστήρια με τις ιατρικές/ τεχνολογικές ασχολίες. Ακούγεται λοιπόν μάλλον άκομψα ο τίτλος «Εργαστήριο Εκπαιδευτικής Ιστορίας» που διευθύνω -μολαταύτα- νομότυπα από το 1993 στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας[3]

 

     Ως προς τα Μουσεία που αναφέρονται στο παρελθόν της εκπαίδευσης και της παιδικής ηλικίας, υπάρχουν σε όλο τον κόσμο εκατοντάδες , κάθε είδους και μεγέθους με προφανή παιδαγωγική αποστολή. Κοινό παρονομαστή αποτελεί η αιτία της δημιουργίας τους και οι στόχοι που εξυπηρετούν. Όλα ιδρύθηκαν από συλλόγους ή ιδιώτες, με πρωτοβουλία συνήθως εκπαιδευτικών, στεγάζονται κατά κανόνα σε παλαιά διδακτήρια, ανήκουν και χρηματοδοτούνται από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, στο έργο τους συμβάλλουν ουσιαστικά σύλλογοι φίλων των μουσείων, οι συλλογές τους εμπλουτίζονται από προσφορές και αγορές και έχουν καθιερώσει -εκτός από την υποδοχή και ξενάγηση των μαθητών και του κοινού- ποικίλες εκδηλώσεις (περιοδικές εκθέσεις, σεμινάρια, εκπαιδευτικά προγράμματα, εκδόσεις βιβλίων και φωτογραφιών κλπ).

     Στη Γαλλία για παράδειγμα -από όπου μπορώ να έχω καλή ενημέρωση- λειτουργούν αυτή τη στιγμή μια εικοσάδα περίπου επαρχιακών ή τοπικών μουσείων με σπουδαίες συλλογές εκπαιδευτικού υλικού, που εκτίθεται διαθέσιμο σε όλους. Στην ίδια χώρα πάντως υπάρχει και λειτουργεί με θαυμάσιες επιδόσεις το Εθνικό Μουσείο της Εκπαίδευσης (Musée National de l'Education) εγκατεστημένο από το 1980 στο Mont-Saint-Aignan (προάστιο της Rouen) και εκθετήριο στο Maison des Quatre Fils Aymon (ξύλινο κτίσμα του 17ου αιώνα), στο κέντρο της παλιάς πόλης. Το ΜΝΕ αποτελεί μετεξέλιξη του Centre national de Documentation pédagogique (C.N.D.P), από το 1976, οπότε εγκαταστάθηκε στην rue dUlm όπου το γνωστό σε πολλούς Institut National des Recherches Pédagogiques  (I.N.R.P), στο οποίο ανήκει διοικητικά. Σημειώνεται ότι το πρώτο ανάλογο ίδρυμα, το «Παιδαγωγικό Μουσείο» ( Musée pédagogique) είχε ιδρύσει ήδη στα 1879 ο υπουργός παιδείας Jules Ferry. Σήμερα το Μ.Ν.Ε. στεγάζει ένα πλήθος ντοκουμέντων και παράγει υλικό, καταλόγους, βάσεις δεδομένων, βοηθώντας πολλούς γάλλους και αλλοδαπούς ερευνητές της εκπαιδευτικής ιστορίας.

     Παρόμοια Μουσεία και ερευνητικά κέντρα έχουν ιδρυθεί και λειτουργούν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, και σ’ όλον τον κόσμο, συγκεντρώνουν και συντηρούν την εκπαιδευτική παράδοση, οργανώνουν εκθέσεις, σεμινάρια, συνέδρια, εκδόσεις συμβάλλοντας ουσιαστικά στην έρευνα και προαγωγή των γνώσεων σχετικά με το παρελθόν της εκπαίδευσης και τα ιστορικά κατάλοιπα των εκπαιδευτηρίων. Σε όλα αυτά τα Μουσεία της εκπαίδευσης, κινητήριο μοχλό αποτελεί η ιδιωτική (ατομική ή συλλογική) πρωτοβουλία, με τη στήριξη των δήμων ή και του δημοσίου.

 

     Στη χώρα μας, στα πρόσφατα χρόνια, η συζήτηση για την ίδρυση και λειτουργία ενός Μουσείου για την ιστορία της εκπαίδευσης στον πανεπιστημιακό χώρο άρχισε με ένα άρθρο, με τίτλο «Μια πρόταση: Μουσείο εκπαιδευτικής ιστορίας», που δημοσιεύτηκε τελικά στο περιοδικό “Σύγχρονη Εκπαίδευση”, τχ. 57 τον Μάρτη του 1991. Είχαν προηγηθεί ατελέσφορα υπομνήματα στη διοίκηση του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, όπου υπηρετούσε ο συντάκτης. Με βάση τα γαλλικά πρότυπα, που είχα υπόψη μου, περιέγραφα εκεί όλες τις προϋποθέσεις και τις αναγκαιότητες που απαιτούσε η υλοποίηση της πρότασης. Η πρόταση εκείνη, διατυπωμένη δημόσια και με επάρκεια νομίζω, αποτέλεσε την αφορμή να προτείνουν ή και να ενεργοποιήσουν άλλοι ανάλογα ιδρύματα. Ίσως επρόκειτο για χρονική σύμπτωση, αλλά όσα επακολούθησαν επανέλαβαν τις προτάσεις του άρθρου, χωρίς να αναφέρονται στην πηγή των «εμπνεύσεών» τους. Βλέπετε η αρχική πρόταση έγινε από έναν απλό Λέκτορα επαρχιακού Πανεπιστημίου, τις πρωτοβουλίες του οποίου δεν υποστήριξε ούτε καν το δικό του ίδρυμα!

     Στα επόμενα χρόνια πράγματι αρκετοί συνάδελφοι του πανεπιστημιακού χώρου, αλλά και ιδιώτες, μίλησαν, πρότειναν, συνέταξαν καταστατικά και στέγασαν τις συλλογές ενθυμίων από τη σχολική ζωή, ονοματίζοντάς τις με διάφορα ονόματα. Αναφέρομαι στα ακόλουθα που γνωρίζω.

 

1. Το «Ιστορικό Αρχείο Νεοελληνικής Εκπαίδευσης», που άρχισε να λειτουργεί το 1990 στους κόλπους του Τομέα Παιδαγωγικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, με πρωτοβουλία του καθηγητή κ. Νίκου Τερζή, περιέχει συγκεντρωμένες σημαντικές πηγές από την ιστορία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και θεσμών της Βόρειας Ελλάδα, κατά κανόνα αρχειακό (έντυπο) υλικό. Το ΙΑΝΕ έχει πραγματοποιήσει ενδιαφέρουσες εκδόσεις συνεργατών του και μεταπτυχιακών φοιτητών, στους οποίους κυρίως αναφέρεται, και δεν μπορεί να λογισθεί ως Μουσείο, με την έννοια που εδώ συζητούμε.

 

2.  Το «Εθνικό Μουσείο Εκπαίδευσης – Παιδαγωγικό Μουσείο», με έδρα τη Θεσσαλονίκη, ως παράρτημα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Η πρωτοβουλία και το καταστατικό ανήκαν στον καθηγητή κ. Χρίστο Τσολάκη· ο ίδιος και οι συνεργάτες του συγκέντρωσαν πράγματι πολύ υλικό, ιδιαίτερα σχολικά εγχειρίδια, που παρέμεναν αποθηκευμένα σε προθήκες στο γραφείο του καθηγητή. Στα 1996 έγιναν συζητήσεις εγκατάστασης του Μουσείου σε σχολείο του Δήμου Σίνδου. Σήμερα μαθαίνω ότι οι συλλογές έχουν μεταφερθεί στη Βέροια και πρόκειται να εκτεθούν σε χώρο του παλαιού στρατοπέδου Βαρβάρας. Στις σχετικές ανακοινώσεις δεν αναφέρεται ο ομότιμος πια καθηγητής Τσολάκης.  

 

3. Το «Μουσείο της Παιδείας» της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών  έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού είναι το μόνο από τα ανάλογα προταθέντα που λειτουργεί σήμερα θεσμοποιημένο από το 2003. Η πρωτοβουλία της ίδρυσής του ανήκε στον ήδη συνταξιοδοτηθέντα καθηγητή κ. Θεόδωρο Παπακωνσταντίνου από το 1993. Ο καθηγητής είχε την τύχη να βρει ανταπόκριση στην πρότασή του από τη Σύγκλητο, να του δοθεί χώρος 60 τ.μ., και να συνεργαστούν μαζί του αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί, όπως ο Γιώργος Δάλκος και η Σόνια Γελαδάκη. Τη διεύθυνση του Μουσείου, μετά την αποχώρηση του κ. Παπακωνσταντίνου, ανέλαβε η καθηγήτρια κ. Λαμπράκη-Παγανού, Βασικό περιεχόμενο του Μουσείου αποτέλεσαν τα όργανα του παλαιού Εργαστηρίου πειραματικής Παιδαγωγικής. Εμπλουτίστηκε με προσκτήσεις και αγορές σκευών, φωτογραφιών, εγχειριδίων κλπ. Ήδη έχει προβεί στην έκδοση τριών δημοσιευμάτων και δύο CdRom, κατάρτισε ψηφιακή βάση των συλλογών του και διατηρεί ιστοσελίδα (που πάντως έχει να ενημερωθεί από το 2003).

 

4. Στο πνεύμα των προηγουμένων επιρροών, ο τότε καθηγητής Κοινωνιολογίας του ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Πατρών κ. Θεόδωρος Μυλωνάς, σχεδίασε ένα ανάλογο Μουσείο για την Ιστορία της Εκπαίδευσης και άρχισε να συγκεντρώνει τεκμήρια. Η συνταξιοδότησή του φαίνεται ότι ανέστειλε την προσπάθεια. Ήδη έχει αναγγελθεί η δημιουργία του «Μουσείου Παιδείας» από τον καθηγητή του ίδιου Τμήματος κ. Σήφη Μπουζάκη, στο οποίο φαντάζομαι κληροδοτήθηκαν τα αντικείμενα και η εμπειρία που είχε συγκεντρώσει ο κ. Μυλωνάς.

5. Στο «Μουσείο Εκπαιδευτικής Ιστορίας» του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας θα αναφερθώ εκτενέστερα για προφανείς λόγους και από καημό!

     Για τη μικρή και θλιβερή του ιστορία θα σας διαβάσω ένα μικρό απόσπασμα από πρόσφατο άρθρο[4]. «Κάποτε υπήρχε στο Βόλο ένα “Μουσείο Εκπαιδευτικής Ιστορίας”, δημιούργημα και όραμα ενός ανθρώπου που σπούδασε Μουσειογραφία, που αγωνίστηκε για την ίδρυση του και τη συλλογή υλικού, αλλά έκανε το λάθος (;) να το εντάξει στις δραστηριότητες του Πανεπιστημίου, όπου ο ίδιος υπηρετεί. Σκοπός του ήταν το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας να φιλοξενήσει ένα ίδρυμα, κατάλληλο για διαφύλαξη και παιδαγωγική χρήση των τεκμηρίων από το εκπαιδευτικό παρελθόν. Το Μουσείο αυτό είχε ιδρυθεί με πράξη της διοίκησής του. Διέθετε ιδρυτική απόφαση, κανονισμό λειτουργίας, διευθύνουσα επιτροπή, διευθυντή, πλούσιες συλλογές αντικειμένων, εξοπλισμό, αλλά δεν λειτούργησε ποτέ από το ανεξήγητο πείσμα του τότε πρύτανη [αναφέρομαι στον καθηγητή Παντελή Λαζαρίδη], ο οποίος μόλις ανέλαβε κατάργησε προηγούμενες αποφάσεις της Διοικούσας Επιτροπής του Πανεπιστημίου, που είχε διαθέσει χώρο και ποσό 3,5 εκατ. δραχμών και επί πλέον έπιπλα και ηλεκτρονικό εξοπλισμό. Τότε μάλιστα συγκροτήθηκε και σωματείο συμπολιτών με την επωνυμία “Φίλοι του Μουσείου Εκπαιδευτικής Ιστορίας” για να συνδράμει τη λειτουργία του. Όλα αυτά καταργήθηκαν, ο χώρος εγκατάστασης του Μουσείου αφαιρέθηκε, ο εξοπλισμός διασκορπίστηκε, προσωπικό δεν προσλήφθηκε, κάθε χρηματοδότηση σταμάτησε, το υλικό που με χίλιους κόπους είχε συλλεγεί παρέμεινε στα κουτιά, το σωματείο αδρανοποιήθηκε και ο διευθυντής του Μουσείου θεωρήθηκε γραφικός διεκδικητής μιας ουτοπίας, ώσπου στο τέλος έπαψε να ενδιαφέρεται άμεσα».

     Η αναφορά γίνεται στην προσπάθεια που ξεκινήσαμε στο Βόλο, μετά την επιστροφή μου από τη Γαλλία, το 1995. Μετά από συνεχείς οχλήσεις και αναστολές, αλλά και τη συνηγορία προσωπικοτήτων της πόλης, η Διοικούσα Επιτροπή (τότε) του Πανεπιστημίου αποφάσισε (πρ. 201/25-10-96) την ίδρυση του «Μουσείου Εκπαιδευτικής Ιστορίας» αναθέτοντας τη διοίκηση του σε Διευθύνουσα Επιτροπή, η οποία και όρισε τον επιστημονικό υπεύθυνο/ διευθυντή του Μουσείου. Παράλληλα εγκρίθηκε (πρ. 204/ 29-11-96) και άρχισε να ισχύει ο «Κανονισμός λειτουργίας» του ΜΕΙ. Η λειτουργία του Μουσείου φάνηκε ότι μπορούσε να αρχίσει. Ταυτόχρονα στο διάστημα αυτό, εκτός από την συγκέντρωση υλικού, παρουσιάστηκε στο κοινό της πόλης μέρος από τις δραστηριότητες του Μουσείου, όπως π.χ. Έκθεση αναμνηστικών από την ζωή στα σχολεία της Μαγνησίας (τον Μάρτιο του 1995), Έκθεση τεκμηρίων από την ζωή και το έργο του Αλεξ. Δελμούζου με παράλληλες εκδηλώσεις (26 Μαΐου - 1 Ιουνίου 1997), ενώ οργανώθηκαν επαφές και ανταλλαγές με ομόλογα μουσεία του εξωτερικού. Η απήχηση των γεγονότων αυτών υπήρξε τεράστια, όπως φαίνεται στα δημοσιεύματα της εποχής. Πανεπιστημιακοί παράγοντες, μαθητές και εκπαιδευτικοί γέμισαν με προσδοκίες.

     Σήμερα, αφού και η διάδοχος Πρυτανική αρχή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας αρνήθηκε την εγκατάσταση του Μουσείου, τα οράματα και οι προσδοκίες αδρανούν. Το αρχειακό υλικό αυτή τη στιγμή βρίσκεται αποθηκευμένο, καταγραμμένο σε καρτέλες και ηλεκτρονική μορφή, έτοιμο -μετά από απαραίτητες εργασίες συντήρησης- να εκτεθεί και να μελετηθεί από τους ενδιαφερομένους. Ένα μέρος του υλικού εκτίθεται σε ειδική προθήκη του Εργαστηρίου Εκπαιδευτικής Ιστορίας που λειτουργεί ως «Διαρκής έκθεση σχολικών ενθυμίων». Έχω συνειδητοποιήσει ωστόσο ότι το Μουσείο που ονειρεύτηκα δεν πρόκειται να λειτουργήσει. Γι’ αυτό και ένα μέρος των σκευών και αναμνηστικών που διαθέταμε (όλα προσφορές φίλων) παραχωρήθηκε στο υπό λειτουργία «Μουσείο ιστορίας της πόλης (του Βόλου)», όπου ελπίζεται θα αξιοποιηθούν καταλλήλως[5].

     Δεν αναφέρομαι εδώ στην έννοια του «σχολικού μουσείου», φαινόμενο σχετικά παλαιό στην Ελλάδα και αρκετά διαφορετικό από αυτό που εμείς σήμερα εννοούμε ως Μουσείο εκπαιδευτικής ιστορίας. Σε πολλά σχολεία κάθε βαθμίδας είχε δημιουργηθεί χώρος, όπου φυλάσσονταν για λόγους κυρίως εποπτικούς, διάφορα όργανα διδασκαλίας, πετρώματα και άλλα, που μαζί με τη σχολική βιβλιοθήκη αποτέλεσαν την αποθήκη εποπτικού υλικού στα σχολεία.

 

     Κατά την τελευταία 15ετία στη χώρα μας -από σύμπτωση άραγε-  με ιδιωτική πάντα πρωτοβουλία (ατόμων, συνήθως εκπαιδευτικών, και συλλόγων) έχουν ιδρυθεί μουσεία με περιεχόμενο την τοπική εκπαιδευτική ιστορία. Οι προσπάθειες αυτές -παρά το ληξιπρόθεσμό της διάρκειάς τους- αποτελούν αισιόδοξη εμπέδωση της ανάγκης να συντηρηθούν τα τεκμήρια της σχολικής ζωής. Θα ήθελα να αναφέρω τα παραδείγματα α) το «Μουσείο Ιστορίας της Εκπαίδευσης», που είχε αναγγείλει το περιοδικό “Σύγχρονη Εκπαίδευση” το 1994, β) το «Θρακικό Μουσείο Παιδείας», που ίδρυσε το 1992 η Εταιρεία Παιδαγωγικών Επιστημών στην Κομοτηνή. Σήμερα στεγάζεται στο παλαιό 5ο Νηπιαγωγείο που παραχώρησε ο Δήμος της πόλης, γ) το «Δημοτικό Μουσείο Ιστορίας Ελληνικής Εκπαίδευσης» στον Αμνάτο του Δήμου Αρκαδίου στην Κρήτη, από το 2002,  και δ) το «Μουσείο σχολικής ζωής», που ίδρυσε η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων, τα εγκαίνια του οποίου έγιναν πρόσφατα, στις 6 Μαΐου 2006.

     Ανάλογες προσπάθειες έγιναν σε κάποια σχολεία, οφειλόμενα σε ατομικές πρωτοβουλίες. Για παράδειγμα το «Σχολικό Μουσείο» του 1ου Λυκείου Βόλου, ο διευθυντής του οποίου το 1993 -αφού χρησιμοποίησε τις γνώσεις μου και την αρωγή μου, χωρίς να αναφερθεί ποτέ σ’ αυτές-  «έστησε» το μουσείο «του» σ’ ένα διάδρομο του σχολείου, με ενδιαφέροντα εκθέματα. Μετά τη συνταξιοδότηση του Λυκειάρχη, αγνοείται η τύχη του μουσείου.

     Ας μη λησμονούμε επίσης το Παιδικό Μουσείο στην Αθήνα ή τα λαογραφικά/ ιστορικά ανάλογα στην περιφέρεια, όπου και υλικό σχετικά με το παρελθόν του σχολείου υπάρχει και αντίστοιχα εκπαιδευτικά προγράμματα εκπονούνται. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: το Λαογραφικό και Ιστορικό Μουσείο στη Λάρισα (με την έμπνευση της κ. Λένας Γουργιώτη) και το Κέντρο Ιστορίας και Πολιτισμού στα Τρίκαλα (με την έμπνευση της κ. Μαρούλας Κλιάφα).

 

     Συνοψίζοντας επισημαίνω σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία θεματικών Μουσείων για την Ιστορία της εκπαίδευσης τα ακόλουθα:

*       Η κατάρτιση των εκπαιδευτικών απαιτεί τη λειτουργία ιδρυμάτων που να περιέχουν το ορατό μέρος της ιστορίας της ελληνικής εκπαίδευσης.

*       Μουσεία που αφορούν τα τεκμήρια ιστορίας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι λογικό να ιδρύονται σε πανεπιστημιακά Τμήματα, που έχουν ως κύριο έργο την εκπαίδευση εκπαιδευτικών.

*       Το θεσμικό πλαίσιο που θα κατοχύρωνε την ύπαρξη τέτοιων Μουσείων στο ελληνικό Πανεπιστήμιο δεν υφίσταται.

*       Μουσεία σχολικά ή τοπικής εμβέλειας έχουν ιδρυθεί από ιδιώτες ή συλλόγους ανά την Ελλάδα με όλες τις συνέπειες για τη λειτουργία τους που συνεπάγεται η ιδιωτική πρωτοβουλία στη χώρα μας.

*       Όλα ανεξαιρέτως τα Μουσεία (ή όπως αλλιώς ονομάζονται) για την ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης αποτέλεσαν πρωτοβουλία ατόμων, από την ενεργητικότητα και τις δυνατότητες των οποίων εξαρτάται η συνέχιση της λειτουργίας τους. Κανείς πάντως από τους ως τώρα εμπνευστές/ ιδρυτές των μουσείων αυτών δεν διέθετε ειδίκευση στον τομέα αυτό, ούτε προηγούμενη εμπειρία.

*       Τα Μουσεία για την εκπαίδευση (σε όλες τους τις παραλλαγές και με οποιαδήποτε ονομασία) στην Ελλάδα δεν συνδέονται μεταξύ τους με κανένα τρόπο και δεν συντονίζουν τις δραστηριότητές τους ως τώρα. Το ίδιο πολύ περισσότερο ισχύει για τα ιδρυμένα ανάλογα πανεπιστημιακά ιδρύματα.



[1] Βλ. την πολύ ενδιαφέρουσα εισήγηση «Musées et collections universitaires en Europe» του Dominique Ferriot, (professeur des universités au CNAM, membre du bureau du comité international pour les musées universitaires ICOM-UMAC), στο Εθνικό Διυπουργικό Σεμινάριο «Regards sur le patrimoine culturel des universités - Patrimoines artistique, scientifique, ethnologique», που πραγματοποιήθηκε από το Université des sciences et technologies de Lille, στις 1-2 Απριλίου 2004.

[2]  Στην Ευρώπη παρατηρείται αύξηση του ενδιαφέροντος για τα πανεπιστημιακά μουσεία, με εκδόσεις, σεμινάρια και συνέδρια. Το πιο πρόσφατο -που γνωρίζω-  με τίτλο «Inventorying and preserving university collections - what for?», έγινε στο Strasbourg (22, 23 & 24 Ιουνίου 2006).

[3] Π.Δ. 286/ 9-8-96, ΦΕΚ 200/ 27-8-96

[4] περιοδ. «Εν Βόλω», τχ. 22 / καλοκαίρι 2006, σ. 144

[5] Για όλα αυτά ο ενδιαφερόμενος μπορεί να δει στο  περιοδικό «Εν Βόλω» τχ. 9 / άνοιξη 2003.