Απόπειρες μεταρρύθμισης της ανώτατης εκπαίδευσης:

η περίπτωση των νομοσχεδίων του Α. Ευταξία (1899)

                                                                                

 

 

 

Χρήστος ΤΖΗΚΑΣ

Επ. Καθηγητής  Π.Τ.Δ.Ε. Α.Π.Θ.

 

 

                                                                                     

Το ελληνικό πανεπιστήμιο οργανώθηκε σύμφωνα με το γερμανικό - χουμπολτιανό πρότυπο, που σημαίνει ότι αποτελεί αυτοτελές εκπαιδευτικό ίδρυμα με οικονομική επιχορήγηση και χαλαρή εξάρτηση από το κράτος, ότι στηρίζεται στην αντίληψη της ενότητας των επιστημών και της ελεύθερης έρευνας και συγκροτείται από τέσσερις σχολές (Θεολογική, Φιλοσοφική, Νομική και Ιατρική).

Το ελληνικό πανεπιστήμιο, όμως, παρουσιάζει πιο έντονα τα φιλελεύθερα χαρακτηριστικά από εκείνα της γερμανικής εκδοχής, καθώς στο Βασιλικό Διάταγμα του 1837 που τέθηκε σε εφαρμογή παραλείφθηκαν ορισμένα κομβικά χαρακτηριστικά που περιέχονταν στο Διάταγμα του 1836, το οποίο ακυρώθηκε.

Έτσι αφέθηκε σε εκκρεμότητα ο διορισμός κυβερνητικού εκπροσώπου: Σύμφωνα με το άρθρο 14 του Βασιλικού Διατάγματος του 1836 «η Κυβέρνησις διορίζει [. . .] και έναν επίτροπο παρά τω Πανεπιστημίω, εκτελούντα παρ’ αυτώ χρέη επιτρόπου της επικρατείας και οφείλοντα να επιβλέπη εις την ακριβή φυλακήν των διδομένων εις το πανεπιστήμιον ορισμών και έχοντα επομένως καθήκον και δικαίωμα να παρευρίσκεται αυτοπροσώπως εις τας σπουδαίας του συμβουλίου γενικάς συνελεύσεις [. . .] να λαμβάνη γνώσιν [. . .] και ν’ αναφέρη τα δέοντα εις την προϊσταμένην  αυτού αρχήν» (Β. Δ. 31 Δεκ. 1836, αρθ. 14 και  Μπουζάκης, 2006: 107), αλλά στον κανονισμό του 1837 στο άρθρο 32 αναφέρεται: «Περί του διορισμού ενός Βασιλικού επιτρόπου ή επιτροπής, επιφυλαττόμεθα να αποφασίσωμεν» (Β. Δ. 14 Απρ. 1837, άρθ. 32 και  Μπουζάκης, 2006: 141).

Παράλληλα περιορίστηκε - στον κανονισμό του 1837 - ο μακρύς κατάλογος των απαγορεύσεων για τους φοιτητές, που περιλαμβανόταν στο Διάταγμα του 1836,[1] καθώς οι απαγορεύσεις - μεταφερμένες από το βαυαρικό κανονισμό του 1827 - είχαν να κάνουν με την προσπάθεια περιορισμού των επαναστατικών ιδεών - εθνικιστικών ή φιλελεύθερων - που αναπτύσσονταν ανάμεσα στους φοιτητές των γερμανικών πανεπιστημίων και δεν ανταποκρινόταν στις ελληνικές συνθήκες (Λάππας, 2004: 85-88).

Ο απόφοιτος του γυμνασίου, κατά τον κανονισμό, εγγράφεται σε όποια σχολή επιθυμεί, επιλέγει τη σειρά των μαθημάτων που θα παρακολουθήσει με απόλυτη ελευθερία και υφίσταται μία μόνο εξέταση στο τέλος των σπουδών του. Σύμφωνα με το άρθρο 18: «Αλλ’ εις τους φοιτητάς δεν επιβάλλεται ως προς την σπουδήν ουδεμία βία. Δύναται δε έκαστος ελευθέρως να εκλέξη οποιονδήποτε κλάδον και οποιοδήποτε μάθημα προαιρείται. Ομοίως ανατίθεται εις αυτούς η εκλογή τάξεως, καθ’ ην θέλουν αποκτάσθαι τας διαφόρους γνώσεις, και μόνος έλεγχος αυτών είναι αι εξετάσεις, τας οποίας πρέπει να κάμουν, δια να αναβούν εις ακαδημαϊκόν βαθμόν και να λάβουν θέσιν δημόσιον» (Β. Δ. 14 Απρ. 1837, άρθ. 18). 

Στην πράξη, βέβαια, περιοριζόταν η αυτοτέλεια και η αυτοδιοίκηση του πανεπιστημίου, εφόσον οι καθηγητές διορίζονταν από την κυβέρνηση και η εξουσία αναδεικνυόταν σε σημαντικό παράγοντα τόσο της πανεπιστημιακής σταδιοδρομίας των καθηγητών (Φασουλάκης, 1989:101, Λάππας, 1989: 138-140) όσο και ελέγχου της επιστημονικής και ιδεολογικής κατεύθυνσης του ιδρύματος. Η κατάσταση αυτή αρχίζει να αλλάζει μόνο μετά το 1882, όταν θεσμοθετείται η συμμετοχή των σχολών στην εκλογή των καθηγητών (Πανταζίδης, 1889: 197-198). 

Έμεινε, όμως, σε εκκρεμότητα και η ίδρυση της σχολής των φυσικών επιστημών, εφόσον - σύμφωνα με το χουμπολτιανό μοντέλο - οι επιστήμες των φυσικών και των μαθηματικών εντάσσονταν στην «της φιλοσοφίας και της άλλης εγκυκλίου παιδείας» σχολή. Καθώς στα διάφορα σχέδια για την ίδρυση του πανεπιστημίου, είχε αναπτυχθεί σημαντική συζήτηση για την ίδρυση ή όχι ανεξάρτητης σχολής των φυσικομαθηματικών επιστημών, ο προσωρινός κανονισμός όριζε ότι «περί του αν ήναι καταλληλότερον ή όχι, αντί της φιλοσοφικής σχολής, να διαιρεθώσι δύο άλλαι [. . .] απόκειται εις τους ορισμούς των οριστικών διατυπώσεων του Πανεπιστημίου, αι οποίαι εκδοθήσονται παρ’ Ημών και επομένως, και προς σύνταξιν, των οποίων θέλομεν συστήση μετ’ ου πολύ ιδιαιτέραν επιτροπήν» (Β. Δ. 1837, άρθ. 3).   

O κανονισμός του 1837 θεωρήθηκε προσωρινός, πράγμα που δηλωνόταν και με την ονομασία του, ώστε αναγνωριζόταν με την έκδοσή του η ανάγκη συμπλήρωσης και τροποίησης διατάξεων μέσα από την πείρα της εφαρμογής του. Ωστόσο, ολόκληρο το 19ο αιώνα ούτε εφαρμόστηκε στο σύνολό του ούτε αντικαταστάθηκε.

Ορισμένες ρυθμίσεις στη διάρκεια του αιώνα, όπως η αύξηση των μελών της Συγκλήτου το 1841, αλλαγές στον τρόπο εκλογής των διοικητικών οργάνων, η ίδρυση φροντιστηρίων και προσαρτημάτων, η επιβολή εκπαιδευτικών τελών, που ξεκίνησε δειλά το 1853 και οριστικοποιήθηκε μόνο το 1892 με το νόμο ΒΝΔ΄, και οι εξετάσεις στα γενικά μαθήματα μετά το δεύτερο έτος σπουδών που καθιερώθηκαν το 1882, δεν άλλαξαν τη φυσιογνωμία, τη δομή και τον τρόπο λειτουργίας του πανεπιστημίου. Τα βασικά χαρακτηριστικά του παρέμειναν σταθερά για 80 περίπου χρόνια παρά τη σειρά νομοσχεδίων που ετοιμάσθηκαν για να το αλλάξουν. Μέχρι το τέλος του αιώνα εντοπίζονται 13 τουλάχιστον σχέδια κανονισμού του πανεπιστημίου,[2] περισσότερα από τα νομοσχέδια που συντάχθηκαν για οποιαδήποτε άλλη εκπαιδευτική βαθμίδα. Άλλα συντάχθηκαν από υπηρεσιακούς παράγοντες του υπουργείου και άλλα από  κοινοβουλευτικούς ερήμην του πανεπιστημίου, άλλα από επιτροπές πανεπιστημιακών και άλλα με συνεργασία της πανεπιστημιακής κοινότητας και του υπουργείου. Ορισμένα από αυτά δεν υποβλήθηκαν καθόλου στη Βουλή, ορισμένα υποβλήθηκαν αλλά δεν συζητήθηκαν και ορισμένα, τέλος, συζητήθηκαν αλλά δεν ψηφίστηκαν.

Το νομοσχέδιο του Ευταξία αποτελεί ένα από τα αψήφιστα - για τον οριστικό οργανισμό του πανεπιστημίου - νομοσχέδια, το τελευταίο του 19ου αιώνα. Στα 50 άρθρα του αναφέρεται σε όλα τα ζητήματα του πανεπιστημίου από τη διοίκηση μέχρι τις εξετάσεις των φοιτητών και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ορισμένους λόγους, όπως ότι αποτελεί μέρος πρότασης συνολικής μεταρρύθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος, ότι συσχετίζει ορισμένες αλλαγές στο πανεπιστήμιο με αλλαγές στην μέση εκπαίδευση, ότι ενσωματώνει παλιότερες προτάσεις και περιλαμβάνει ορισμένες εντελώς πρωτότυπες και, τέλος, ότι εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο τις τάσεις αστικού εκσυγχρονισμού της περιόδου.

Στην εργασία επιχειρείται, με τη μέθοδο ανάλυσης περιεχομένου, η διερεύνηση των αλλαγών που προτείνει ο Α. Ευταξίας για το πανεπιστήμιο, η κατανόηση και η ερμηνεία των προτάσεών του στο πλαίσιο των συνθηκών της χώρας, στην περίοδο που διαμορφώνεται το αίτημα του αστικού εκσυγχρονισμού και λίγο πριν από τη δυναμική εμφάνιση του εκπαιδευτικού δημοτικισμού.   

Βασικό υλικό της εργασίας αποτέλεσε η «Αιτιολογική έκθεσις  του Νομοσχεδίου περί του Οργανισμού του Πανεπιστημίου» και το «Νομοσχέδιον περί Οργανισμού του Εθνικού Πανεπιστημίου» που υπέβαλε στη Βουλή ο υπουργός της Παιδείας - της κυβέρνησης Θεοτόκη - Α. Ευταξίας, το καλοκαίρι του 1899, ως μέρος των νομοσχεδίων που αφορούσαν ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα. Επιπλέον χρησιμοποιήθηκαν εργασίες του Ευταξία και παρεμβάσεις του στη Βουλή που αφορούσαν την εκπαίδευση, ορισμένα από τα (δημοσιευμένα) σχέδια κανονισμών και βιβλιογραφία για το πανεπιστήμιο κατά το 19ο αιώνα.

Ο Αθανάσιος Ευταξίας - μια δυναμική πολιτική προσωπικότητα, όπως φαίνεται μέσα από τα πρακτικά της Βουλής και τα δημοσιεύματά του - έχει διαμορφώσει τις βασικές του θέσεις για τη θεραπεία των κοινωνικών και εκπαιδευτικών προβλημάτων - με τελικό στόχο τη λύση του εθνικού ζητήματος - στο διάστημα της πολιτικής του δράσης, ιδιαίτερα μετά το 1885 που βρίσκεται στο κοινοβούλιο και στις δύο (μέχρι το 1899) θητείες του στο Υπουργείο της Παιδείας 1893 και 1897. 

Εκφράζοντας τις τάσεις του αστικού εκσυγχρονισμού της περιόδου, ενδιαφέρεται κυρίως για τη λειτουργικότητα της γνώσης και τη συμβολή της εκπαίδευσης στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Άρα τον απασχολεί η αποτελεσματικότητα των αποφάσεων και των μέτρων και δεν ταυτίζεται στην πολιτική του σταδιοδρομία με ένα κόμμα. Το 1885 εκλέγεται βουλευτής Λοκρίδας «επί τη βάση ιδίου πολιτικού προγράμματος» ως ανεξάρτητος ανάμεσα στα κόμματα του Χ. Τρικούπη και Θ. Δηλιγιάννη. Αργότερα γίνεται συνιδρυτής του κόμματος του οποίου ηγούνταν ο Δ. Ράλλης και υπουργός της Παιδείας το 1893 με την κυβέρνηση Σωτηρόπουλου (κυβέρνηση συνεργασίας Σωτηρόπουλου και Ράλλη). Το 1897 διετέλεσε για δεύτερη φορά υπουργός στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως με κυβέρνηση Δ. Ράλλη, ενώ το 1899, όταν υπέβαλε τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια στη Βουλή συνεργαζόταν με το κόμμα του Γ. Θεοτόκη (Βοβολίνης: 122-142). Η τελευταία συνεργασία με το κόμμα - με τον αρχηγό του οποίου είχε έρθει σε επανειλημμένες ρήξεις στο παρελθόν - πραγματοποιήθηκε στη βάση αρχών και κοινού προγράμματος κι όχι στη βάση προσωπικής σχέσης ή αποδοχής του αρχηγού του κόμματος. Σύμφωνα με τον ίδιο: «ουδέν άλλο ελατήριον ή μόνος ο ακραιφνής πόθος όπως μεταρρυθμίσεις όντως σωστικαί λάβωσι σάρκα δια νόμων και εφαρμοσθώσιν εν ημίν επί τη βάσει αρχών και προγράμματος ωρισμένου, ουχί δ’ εξ  απλής υπολήψεως και προτιμήσεως του ηγουμένου αυτής πολιτικού ανδρός» (Ευταξίας, 1899α: δ΄).

Οι παρεμβάσεις του Ευταξία στα εκπαιδευτικά ήταν συχνές και οι σχετικές αγορεύσεις του στη Βουλή μακροσκελείς και εμβριθείς, ενώ κατά την πρώτη υπουργία του (1893) είχε ετοιμάσει και κανονισμό του πανεπιστημίου - χρησιμοποιώντας στοιχεία αντίστοιχων γαλλικών και γερμανικών κανονισμών - τον οποίο είχε υποβάλει στον έλεγχο καθηγητών (Ευταξίας, 1894: 38-39). Μετά την ήττα του 1897 θεωρούσε ότι ο εκσυγχρονισμός των θεσμών αποτελούσε όρο απαραίτητο για την επιβίωση και το μέλλον του έθνους. Σε δυο εργασίες του με τους συμβολικούς τίτλους «Η Ελλάς εν τω Μεταιχμίω ζωής και θανάτου» (1897) και «Μεταρρύθμισις και ανόρθωσις» (1899α) καταθέτει τις απόψεις του για τον εκσυγχρονισμό των θεσμών και την ανόρθωση της ελληνικής κοινωνίας. Στην πρώτη εργασία συζητά πολιτειακά, διοικητικά και υπαλληλικά ζητήματα και στη δεύτερη ζητήματα της Εκκλησίας και της Παιδείας. Παρουσιάζει την κατάσταση της κάθε εκπαιδευτικής βαθμίδας και προχωρεί σε προτάσεις αναμόρφωσής της (Ευταξίας 1899α: 37-59). Στην εργασία αυτή περιέχονται τα βασικά σημεία των εκπαιδευτικών νομοσχεδίων που θα καταθέσει την ίδια χρονιά στη Βουλή.

Τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια του Ευταξία εκφράζουν με τον καλύτερο - μέχρι τότε - τρόπο την κατεύθυνση του αστικού εκσυγχρονισμού, όχι μόνο με τις διατυπώσεις των σκοπών των εκπαιδευτικών βαθμίδων, στους οποίους προστίθεται κοντά στην ηθική, θρησκευτική και εθνική αγωγή η προετοιμασία για τον πρακτικό βίο,[3] αλλά και με ρυθμίσεις, όπως είναι η χρονική επέκταση και η υποχρεωτικότητα της βασικής εκπαίδευσης, η στοιχειώδης απόπειρα δημιουργίας διπλού εκπαιδευτικού δικτύου, η βαρύτητα στα θετικά και πρακτικά μαθήματα με το δεύτερο κύκλο του δημοτικού σχολείου, η διαίρεση του λυκείου σε θεωρητικό και πρακτικό και η πρόταση αυτονόμησης της Φυσικομαθηματικού τμήματος.

Το πανεπιστήμιο αποτελούσε την κορωνίδα της εκπαίδευσης όχι μόνο ως το ανώτερο ίδρυμα και το τέρμα μιας εκπαιδευτικής πορείας, το ίδρυμα που θα καλλιεργούσε τις επιστήμες, θα ετοίμαζε τους επιστήμονες και την ανώτερη υπαλληλία (γιατρούς, δικηγόρους, ανώτερους κληρικούς, στελέχη της διοίκησης, δικαστικούς, εκπαιδευτικούς), αλλά και ως το ίδρυμα στο οποίο ενσωματώνεται και μέσω του οποίου - κυρίως - γίνεται η διαχείριση της ιδεολογίας του έθνους. Το ίδρυμα που θα συνέδεε την αρχαία με τη νέα Ελλάδα, τον υπόδουλο με τον ελεύθερο ελληνισμό, θα φώτιζε την Ανατολή με τα φώτα της Δύσης ξεπληρώνοντας το παλαιό δάνειο, θα αναδεικνυόταν σε σύμβολο της εθνικής ενότητας, θα καλλιεργούσε την εθνική συνείδηση και θα συνέβαλε καταλυτικά στην υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Πρόκειται για την ιδεολογία που κατατίθεται ήδη από το 1837 στο περιεχόμενο των λόγων που εκφωνήθηκαν κατά την τελετή των εγκαινίων του ιδρύματος από τους σχολάρχες (κοσμήτορες) και τον Πρύτανη (Δημαράς, Κ, Θ. 1987) και γνωρίζει ένταση κατά τη διάρκεια του αιώνα (Λάππας, 2004: 123-132).

Ο Ευταξίας αναγνωρίζει τον πολλαπλό ρόλο του πανεπιστημίου, αλλά θεωρεί πως δεν κατόρθωσε να εκλπηρώσει κανένα από τους σκοπούς του. Δεν κατόρθωσε να παράγει επιστήμονες, ούτε άξιους υπαλλήλους, αφού οι περισσότεροι από τους καθηγητές δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους ως προς την επιστήμη, τη διδασκαλία και την έρευνα, ενώ οι περισσότεροι φοιτητές δεν αφοσιώνονται στις σπουδές τους. Από την άλλη δεν κατόρθωσε να διαμορφώσει εθνικές συνειδήσεις, εφόσον απόφοιτοι του πανεπιστημίου έστρεψαν τα βέλη εναντίον της πατρίδας. Στην εισηγητική έκθεση αναφέρεται στην περίπτωση του  Γ. Σταυρίδη, ο οποίος, ενώ βραβεύτηκε από το πανεπιστήμιο σε ποιητικό διαγωνισμό, όταν αποφοίτησε και έφυγε από τη χώρα έγινε «αμείλικτος διώκτης του Ελληνισμού και πρόμαχος του Βουλγαρισμού». Επομένως «όταν τέλος αναλογισθώμεν ότι και μεταξύ Ελλήνων αποφοίτων αυτού ευρέθησαν οι αρνησιπάτριδες, οι αποσκιρτήσαντες εις τας τάξεις των αλλοφύλων [. . .] αδύνατον να μη ανομολογήσωμεν ότι το Πανεπιστήμιον ημών δεν αποφέρει, ους οι πρώτοι ιδρυταί του ανέμενον παρ’ αυτού καρπούς» (Ευταξίας, 1899β: 950-951). Η κρίση του Ευταξία για τη συμπεριφορά αποφοίτων και για το ίδιο το πανεπιστήμιο είναι υπερβολική και μπορεί να κατανοηθεί μόνο στο πλαίσιο των εθνικιστικών υπερβολών της περιόδου. Ο πραγματικός αριθμός φοιτητών από τις περιοχές της Βαλκανικής, Ελλήνων ή ελληνοφώνων, που ανέπτυξαν αντεθνική δράση ήταν στην πραγματικότητα αμελητέος (Λάππας, 2004: 341-346).

Το νομοσχέδιο για τον κανονισμό του πανεπιστημίου πρέπει να είναι αποκλειστικά έργο του Ευταξία (Ζαγγογιάννης, 1901: 113), εφόσον δεν συγκρότησε επιτροπή πανεπιστημιακών ή ειδικών, ούτε ζήτησε τις γνώμες των σχολών. Είχε υπόψη του, όμως, και συμπεριέλαβε στο κείμενο που κατέθεσε στη βουλή, όταν εισηγούνταν τον νέο κανονισμό, τις γνωμοδοτήσεις της συγκλήτου και των σχολών στα ερωτήματα, τα σχετικά με τις έδρες και τα μαθήματα, το χρόνο διδασκαλίας και τις εξετάσεις, το θεσμό της υφηγεσίας και των έκτακτων καθηγητών. Τα ερωτήματα αυτά είχε υποβάλει στο πανεπιστήμιο ο υπουργός της παιδείας Δημήτριος Πετρίδης με έγγραφο στις 7 Οκτωβρίου 1895 και οι απαντήσεις δόθηκαν στο τέλος τη ίδιας χρονιάς (Ευταξίας 1899β: 1004-1014). 

Θα παρουσιάσω και θα σχολιάσω ορισμένες από τις μεταρρυθμίσεις που επιχειρεί ο Ευταξίας στο πανεπιστήμιο για να φανεί αν κινούνται στην κατεύθυνση του αστικού εκσυγχρονισμού και, επομένως, αν συνάδουν με τις κατευθύνσεις των νομοσχεδίων του για τις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης.

 

α) Διοίκηση του πανεπιστημίου

 

Ως προ τη διοίκηση του πανεπιστημίου ο Ευταξίας συντηρεί τον τρόπο εκλογής και διορισμού του πρύτανη και των κοσμητόρων. Ο υπουργός θα συνεχίσει να διορίζει στη θέση του πρύτανη - για ένα έτος - έναν εκ των τριών που έχει προτείνει - με εκλογή - η συνέλευση των τακτικών και επίτιμων καθηγητών (Ευταξίας 1899γ: αρθ. 2). Ως κοσμήτορας θα διορίζεται, επίσης από τον υπουργό, για ένα έτος ένας από τους δύο που πρότεινε η συνέλευση της σχολής (Ευταξίας 1899γ: αρθ. 4). Παρόμοιες ρυθμίσεις προβλέπονταν και σε ορισμένα προηγούμενα νομοσχέδια, όπως του Θ. Ζαϊμη το 1860 (Ζαΐμης, 1860: 1259, άρθρα 48-50) και του Δ. Πετρίδη το 1896 (Πετρίδης, 1896: 370-371, άρθρα 5, 17), που εξέφραζαν μια καθιερωμένη ήδη πρακτική. 

Υπήρχαν, όμως, και διαφοροποιήσεις στον τρόπο εκλογής και διορισμού των πανεπιστημιακών αρχών, όπως στα νομοσχέδια των Α. Μαυρομιχάλη (Μαυρομιχάλης, 1869: 1730, άρθρα 54-55), Δ. Σαράβα (Σαράβας, 1869: 1884, άρθρα 49-50) και Γ. Α. Βακαλόπουλου (Βακαλόπουλος, 1870: 2216, άρθρα. 60-65). Στα παράπανω νομοσχέδια ως πρύτανης διορίζεται ένας εκ των τριών εκλεγμένων, αλλά ως κοσμήτορας εκλέγεται μόνο ένας απ’ ευθείας από κάθε σχολή χωρίς υπουργική παρέμβαση. 

Στο νομοσχέδιο του Ευταξία αυξάνεται ο αριθμός των συγκλητικών από 10 σε 12, εφόσον, εξαιτίας της αύξησης του αριθμού των σχολών, προστίθεται ένας ακόμη κοσμήτορας και ένας συγκλητικός καθηγητής (Ευταξίας 1899γ: άρθ. 4). Η συνέλευση της σχολής δεν εκλέγει, όμως, το συγκλητικό της, εφόσον αυτοδίκαια διορίζεται στη θέση αυτή ο πρώην κοσμήτορας, όπως ακριβώς ο πρώην πρύτανης που καταλαμβάνει τη θέση του αντιπρύτανη (Ευταξίας 1899γ: άρθ. 4). 

Έχουμε δηλαδή ένα είδος περιορισμού της αντιπροσώπευσης στη σύγκλητο με την ετήσια ανανέωση του ½ μόνο των μελών της, του πρύτανη και των πέντε κοσμητόρων. Αν λάβουμε υπόψη ότι πολλά από τα προηγούμενα σχέδια προβλέπουν δύο μόνο από τα δέκα μέλη της προηγούμενης συγκλήτου να συμμετέχουν αυτοδίκαια στη νέα σύγκλητο (σχέδια 1860, 1869, 1896) και άρα η συντριπτική πλειοψηφία των μελών της να ανανεώνεται, καταλαβαίνουμε ότι με τον τρόπο αυτό ο Ευταξίας επιχειρούσε να εξασφαλίσει τη συνέχεια στις αποφάσεις και στη λειτουργία του ιδρύματος. Εξάλλου για τον ίδιο λόγο εισηγείται και το θεσμό του Εποπτικού Συμβουλίου.

Ο Ευταξίας πρότεινε - κατά το μοντέλο των συμβουλίων μέσης και δημοτικής εκπαίδευσης και έχοντας στο νου του γαλλικά πρότυπα (Ευταξίας 1899β:  970) -  τη σύσταση Εποπτικού Συμβουλίου Ανώτατης Εκπαίδευσης. Το επταμελές Συμβούλιο θα απαρτιζόταν από τον τμηματάρχη ως πρόεδρο, που ήταν πανεπιστημιακός, το νομικό σύμβουλο του υπουργείου και πέντε πανεπιστημιακούς είτε αφυπηρετήσαντες είτε υπηρετούντες με δεκαπενταετή τουλάχιστον υπηρεσία, οι οποίοι ελάμβαναν επιπλέον αμοιβή 550 δρχ. ο πρόεδρος και 500 δρχ. τα μέλη.  Ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου διορίζονται, απολύονται, απαλλάσσονται και αποχωρούν από την υπηρεσία όπως και τα μέλη των αντίστοιχων συμβουλίων μέσης και δημοτικής εκπαίδευσης (Ευταξίας 1899γ: άρθ. 17).

Έργα του Συμβουλίου θα ήταν: α) Να συντάσσει σχέδια νόμων και διαταγμάτων του πανεπιστημίου και των προσαρτημάτων και να αποφαίνεται περί του προϋπολογισμού και του απολογισμού, οπότε προεδρεύει του Συμβουλίου ο υπουργός της παιδείας. β) Να επεξεργάζεται τους προτεινόμενους από τους διευθυντές των προσαρτημάτων κανονισμούς και να γνωμοδοτεί για όλα τα ζητήματα της ανώτατης εκπαίδευσης που απαιτούν έγκριση ή απόφαση του υπουργείου. γ) Να υποβάλλει στον υπουργό ετήσια λεπτομερή έκθεση για την κατάσταση του πανεπιστημίου και των προσαρτημάτων του και να προτείνει βελτιωτικά μέτρα (Ευταξίας, 1899γ: άρθ. 17)[4].

Τόσο η κατ’ έτος αλλαγή των πανεπιστημιακών οργάνων, όσο και οι συχνές αλλαγές  υπουργών συνέβαλαν ώστε να μην υπάρχει - κατά τον Ευταξία - σταθερότητα και συνέχεια στη διοίκηση του ιδρύματος. Το εποπτικό συμβούλιο παρεμβαίνει μεταξύ του υπουργείου και του πανεπιστημίου εξασφαλίζει σταθερότητα στις αποφάσεις και στη λειτουργία, ενώ περιορίζει τόσο την αποκέντρωση και την αυτονομία του πανεπιστημίου όσο και το συγκεντρωτισμό και την αυθαιρεσία του υπουργού και των μονοπρόσωπων οργάνων του υπουργείου.

 

 β) Σχολές και τμήματα του πανεπιστημίου

 

Το 1899 λειτoυργούσαν ακόμη μόνο οι σχολές που πρόβλεπε το διάταγμα του 1837. Παρά το ότι απασχόλησε πολλές επιτροπές σύνταξης κανονισμών η αυτονόμηση των φυσικομαθηματικών επιστημών από τη Φιλοσοφική σχολή, μόνο στο σχέδιο του Περτρίδη το 1896 προβλεπόταν η ίδρυση ξεχωριστής σχολής (Πετρίδης, 1896: 369, άρθ. 15). 

Ο Ευταξίας, αν και αντίπαλος του Πετρίδη σε πολλά εκπαιδευτικά ζητήματα και κριτικός απέναντι στο Νόμο ΒΤΜΘ΄ του 1895 (Ευταξίας, 1895: 22-50), με αφορμή την επιχειρηματολογία του για την αυτονόμηση των φυσικομαθηματικών επιστημών αποδέχεται ότι το νομοσχέδιο του Πετρίδη για το πανεπιστήμιο «ήτο το κράτιστον των νομοσχεδίων των συνταχθέντων επί της υπουργίας του» (Ευταξίας, 1899α: 972).

Ο  Ευταξίας τοποθετείται αναφανδόν υπέρ της ίδρυσης αυτόνομης Φυσικομαθηματικής σχολής και θεωρεί αναχρονισμό την επιμονή των φιλολόγων της Φιλοσοφικής σχολής για συνύπαρξη των φυσικομαθηματικών επιστημών με τη φιλοσοφία στη γνωμοδότηση του 1895.

Τα επιχειρήματα είναι ήδη γνωστά την περίοδο αυτή. Έχουν κατατεθεί από τους καθηγητές του Φυσικομαθηματικού τμήματος της Φιλοσοφικής σχολής με χωριστό υπόμνημα προς τον πρόεδρο της Κυβέρνησης και τον υπουργό των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ήδη από το 1895 (Χριστομάνος, 1898: 121-127) και έχουν γίνει αποδεκτά από τον Ευταξία: Οι φυσικομαθηματικές επιστήμες με τη μεγάλη ανάπτυξη και εφαρμογή που γνώρισαν, τις ιδιαίτερες μεθόδους και τα μέσα που χρησιμοποιούν, όχι μόνον θεωρούνται αυτόνομες επιστήμες, αλλά τείνουν να δώσουν το όνομά τους στον ΙΘ΄αιώνα.

 Εκτός από το γεγονός ότι το ρεύμα σ’ όλο τον κόσμο κινείται υπέρ του διαχωρισμού των φυσικομαθηματικών από τη φιλοσοφία, εξαιρουμένων των συντηρητικότερων από τα πανεπιστήμια της Γερμανίας, υπάρχει - για τον Ευταξία - και μια σειρά εγχώριων λόγων που συνηγορούν υπέρ του διαχωρισμού. Τέτοιοι είναι το γεγονός ότι καθώς δεν υπάρχει Ακαδημία και καλείται το πανεπιστήμιο να εκφέρει γνώμη για επιστημονικά ζητήματα, λατινιστές αποφασίζουν για ζητήματα φυσικής και χημείας και αντίστροφα φυσικοί και χημικοί για ζητήματα λατινικών, ότι οι φυσικομαθηματικές επιστήμες δεν αντιπροσωπεύονται στη Σύγκλητο, όπου ο Κοσμήτορας - του φιλολογικού κατά κανόνα τμήματος - υποστηρίζει τα ζητήματα της σχολής και, τέλος, το γεγονός ότι στην Ελλάδα οι φυσικομαθηματικές επιστήμες βρίσκονται στην αρχή της ανάπτυξής τους συνηγορεί, επίσης, στο να αυτονομηθούν και να αναπτυχθούν ανεμπόδιστα (Ευταξίας, 1899β: 973). 

Το πανεπιστήμιο επομένως θα σύγκειται από πέντε (5) σχολές: Θεολογική, Νομική, Ιατρική, Φιλοσοφική και Φυσικομαθηματική (Ευταξίας, 1899γ: άρθ. 6). 

Το πιο σημαντικό, όμως, στο νομοσχέδιο του Ευταξία είναι τα τμήματα που προβλέπονται σε ορισμένες σχολές: Η Φυσικομαθηματική θα αποτελείται από το Φυσικό και το Μαθηματικό τμήμα, αλλά και η  Νομική πρέπει να διαιρεθεί στο Νομικό τμήμα και το τμήμα Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών

Η Νομική σχολή δε μορφώνει μόνο δικαστικούς και δικηγόρους αλλά και ανώτερους υπαλλήλους όλων των κλάδων, που πρέπει να εισάγονται στην Κοινωνιολογία, στην Πολιτειολογία, στο Δημόσιο και Διοικητικό Δίκαιο, στο Δημόσιο και Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, αλλά κυρίως στην Πολιτική Οικονομία, στην Οικονομική Πολιτική, στη Δημοσιονομία και στη Στατιστική. Έτσι μόνο θα ετοιμάζει - εκτός από νομικούς και πολιτικούς - ικανούς υπαλλήλους, μεγάλους εμπόρους και βιομήχανους για τους οποίους θα είναι προορισμένο το νέο τμήμα (Ευταξίας, 1899β: 974).

Αν όμως σκέψεις για διαίρεση της Νομικής είχαν διατυπωθεί και στο παρελθόν (1860), με άλλη βέβαια ονομασία και περιεχόμενο (Λάππας, 2004: 272-273), εντελώς καινοτόμα στάθηκε η πρόταση του Ευταξία να διαιρεθεί η Φιλοσοφική σχολή στα τμήματα της Αρχαίας και της Νεότερης Φιλολογίας. Στο τελευταίο τμήμα  θα  διδάσκονται γλώσσες όπως γαλλική, αγγλική και γερμανική, ανατολικές γλώσσες όπως αραβική, τουρκική και περσική και σλαβωνικές όπως ρωσική και βουλγαρική (Ευταξίας, 1899γ: άρθ. 19).

Η διδασκαλία τόσων γλωσσών έχει δύο στόχους: Να προετοιμάσει καλούς δασκάλους των ξένων γλωσσών για τη μέση εκπαίδευση και να ανταποκριθεί στα εθνικά ζητήματα. Μόνο αν οι υπάλληλοι της εξωτερικής υπηρεσίας γνωρίζουν τις γλώσσες των λαών μπορούν να συνάψουν γρηγορότερα στενότερες σχέσεις τόσο με τους κατοίκους όσο και με τις αρχές και να αποβούν αποτελεσματικοί στα οικονομικά και στα εθνικά συμφέροντα της χώρας (Ευταξίας, 1899β: 974). Μας λέει δηλαδή - για παράδειγμα - ότι αν δεν γνωρίζεις τη βουλγαρική γλώσσα ούτε να κατανοήσεις μπορείς, ούτε να αντιμετωπίσεις, ούτε να ωφεληθείς από τους Βούλγαρους.

 

γ) Πανεπιστημιακές έδρες

 

Αυξάνοντας τον αριθμό των σχολών και πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό των τμημάτων και των επιστημονικών αντικειμένων ήταν επόμενο να αυξάνονται και οι έδρες των καθηγητών. 

Όλα τα σχέδια κανονισμών που συντάχθηκαν το 19ο αιώνα πρόβλεπαν αύξηση του αριθμού των εδρών, που κυμαινόταν από 4 (1845) μέχρι 12 (1896), εκτός από τα σχέδια του 1870 και του 1874 που πρόβλεπαν μικρή μείωση (από 53 σε 49 έδρες το πρώτο και από 54 σε 53 το  δεύτερο) (Λάππας, 2004: 264, 276).

Ο Ευταξίας, όμως, πρότεινε τον μεγαλύτερο αριθμό εδρών (τακτικών και έκτακτων) σε σχέση με τις υπάρχουσες στο πανεπιστήμιο. Κι αν ακόμη λάβουμε υπόψη ότι εκτός από την αυτονόμηση της Φυσικομαθηματικής, ιδρυόταν δύο νέα τμήματα (το Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών στη Νομική και της Νεότερης Φιλολογίας στη Φιλοσοφική) παραμένει η πιο γεναιόδωρη πρόταση ολόκληρο το 19ο αιώνα, αφού η αύξηση του αριθμού των εδρών δεν αφορά μόνο τα νέα τμήματα. Αυξάνονται οι έδρες της Θεολογικής κατά 4 (από 6 σε 10) και της Ιατρικής κατά 12 (από 15 σε 27). Συνολικά αυξάνονταν οι πανεπιστημιακές έδρες κατά 48ֺδηλαδή από 55 σε 103, εκ των οποίων οι 72 τακτικές και οι 31 έκτακτες, ενώ πρέπει να προστεθούν και οι έξι (6) θέσεις δασκάλων - αντί έκτακτων εδρών - για τις νεότερες φιλολογίες (Ευταξίας 1899γ: άρθρα 19-20). Πρόκειται για αριθμό υπεβολικά μεγάλο, όταν με την προηγούμενη πρόταση του Πετρίδη, το 1896, οι έδρες αυξάνονταν συνολικά κατά 12 (από 55  σε 67).

Οι έκτακτες έδρες είναι δύο κατηγοριών: οι έκτακτες επικουρικές των τακτικών για τα κύρια μαθήματα και οι έκτακτες αυτοτελείς για τα δευτερεύοντα μαθήματα, κατά το γαλλικό πρότυπο των professeurs adjoints και professeurs agreges (Ευταξίας, 1899β: 992).

Για το διορισμό τακτικών καθηγητών - σύμφωνα με τα νομοσχέδια - προτείνει η σχολή (η συμμετοχή των σχολών είχε καθιερωθεί ήδη με νομοθεσία του Τρικούπη κατά την περίοδο 1882-1883, Πανταζίδης, 1889: 197-198) και η απόφασή της είναι υποχρεωτική για τον υπουργό μόνο αν η πρόταση γίνει παμψηφεί, διαφορετικά ο υπουργός μπορεί να αποδεχτεί τη γνώμη της μειοψηφίας, έπειτα και από γνωμοδότηση του Εποπτικού Συμβουλίου (Ευταξίας, 1899γ: 1020-1021, άρθρ. 22). Για το διορισμό έκτακτων καθηγητών καθιερώνεται ο διαγωνισμός με δημόσια - ενώπιον της σχολής - υποστήριξη και ανάλυση των μονογραφιών των υποψηφίων και την ανάπτυξη θέματος. Ο υπουργός διορίζει τον πρωτεύσαντα και μόνο αν η σχολή δεν διεξάγει τη διαδικασία αποφασίζει ο ίδιος, έπειτα από γνωμοδότηση του Εποπτικού Συμβουλίου (Ευταξίας, 1899γ: 1021, άρθρ. 23).

Ο Ευταξίας - ως θιασώτης του αστικού εκσυγχρονισμού, που σήμαινε επιστημονική ανάπτυξη και χρήση των γνώσεων για βελτίωση της παραγωγής και οικονομική ανάπτυξη - επιχειρεί να συμβάλει στην εξειδίκευση των σπουδών και των επιστημόνων, γιατί μόνο έτσι θα είναι παραγωγικοί τόσο στην οικονομία όσο και στους άλλους θεσμούς του κράτους και της κοινωνίας, όπως στη διοίκηση, στη δικαιοσύνη, στην εκπαίδευση. Αξίζει να σημειωθεί, ακόμη, ότι ο Ευταξίας ίδρυσε το 1899 την έδρα της Γενικής Παιδαγωγικής στη Φιλοσοφική Σχολή και διόρισε καθηγητή - έπειτα από γνωμοδότηση της Σχολής - το Δ. Ζαγγογιάνη, ο οποίος είχε διατελέσει παλαιότερα υφηγητής της Παιδαγωγικής (Παπακωνσταντίνου, 1989: 456-457, Ζαγγογιάννης, 1901: 3,5, 88-89).

 

δ) Οι υφηγητές

 

Ο θεσμός των υφηγητών, καθιερωμένος ήδη από την ίδρυση του Πανεπιστημίου, άρχισε να γνωρίζει αριθμητική επέκταση μετά το 1862. Ωστόσο, οι υφηγητές στερούνταν ουσιαστικά δικαιωμάτων, καθώς ούτε στη διοίκηση συμμετείχαν, ούτε μισθοδοτούνταν, ούτε μπορούσαν να δίνουν στους ακροατές τους - φοιτητές αποδείξεις ακροάσεως. Αποτέλεσμα ήταν να ασκούν παράλληλο επάγγελμα, να έχουν μικρά ακροατήρια και να εγκαταλείπουν συχνά τις παραδόσεις στο πανεπιστήμιο. Από τη δεκαετία του 1880, όταν αυξάνεται σημαντικά ο αριθμός τους αρχίζουν να προβάλουν αξιώσεις απόκτησης επαγγελματικών δικαιωμάτων, όπως να δίνουν αποδείξεις ακροάσεως στους φοιτητές, να αναπληρώνουν τους καθηγητές στη διδασκαλία και τις εξετάσεις και να προτιμούνται στην εκλογή καθηγητών (Λάππας, 2004: 165-172).

Ο Ευταξίας προσπάθησε να εξορθολογήσει το θεσμό, να τον κάνει λειτουργικό και παράλληλα να του δώσει κύρος και να εξασφαλίσει τα δικαιώματά του στη διδασκαλία και στις άλλες εκπαιδευτικές δραστηριότητες του πανεπιστημίου. (Ευταξίας, 1899α: 58-59). Οι υφηγητές δεν μπορεί να είναι πάνω από δύο για κάθε έδρα, οι διδάκτορες δεν γίνονται δεκτοί σε δοκιμασία επί υφηγεσία μόλις πάρουν το πτυχίο τους, αλλά μετά από ορισμένο χρόνο (3 έτη), καλύτερα καταρτισμένοι και πιο ώριμοι, ενώ η δοκιμασία τους γίνεται αυστηρότερη. Είναι υποχρεωμένοι να διδάσκουν τρεις τουλάχιστον ώρες την εβδομάδα και επιπλέον φροντιστηριακό μάθημα με αμοιβή. Χρησιμοποιούν τα μέσα της σχολής και τα εργαλεία των εργαστηρίων, ενώ οι αποδείξεις ακροάσεως που παραχωρούν στους σπουδαστές που παρακολουθούν τα μαθήματά τους έχουν την ίδια ισχύ με εκείνες των καθηγητών. Τέλος, οι υφηγητές προτιμούνται από άλλους - επί ίσων προσόντων - εξωτερικούς υποψηφίους για την πλήρωση πανεπιστημιακής έδρας (Ευταξίας, 1899β: 992, Ευταξίας 1899γ: άρθρα 27-28). 

 

ε) Εξετάσεις

 

Όπως αναφέρθηκε ήδη, σύμφωνα με τον κανονισμό του 1837 οι απόφοιτοι του γυμνασίου μπορούσαν να εγγραφούν σε όποια σχολή ήθελαν και να οργανώσουν τις σπουδές τους και τη σειρά των μαθημάτων που θα παρακολουθούσαν ελεύθερα, ενώ υπόκεινταν σε μία μόνο εξέταση στο τέλος των σπουδών τους.

Ολόκληρο το 19ο αιώνα παρέμειναν σε εκκρεμότητα, αν και βρίσκονταν σε συνεχή συζήτηση, δύο κατηγορίες εξετάσεων: οι εισιτήριες και οι τμηματικές - ετήσεις ή ενδιάμεσες των σπουδών - εξετάσεις.

Οι εισιτήριες εξετάσεις υποδηλώνουν ότι επιδιώκουν να εξασφαλίσουν το επίπεδο των νέων φοιτητών, ώστε να είναι ικανοί να παρακολουθήσουν τα πανεπιστημιακά μαθήματα. Ωστόσο, φαίνεται να σχετίζονται περισσότερο με τον έλεγχο της εκπαιδευτικής κινητικότητας και - στην περίπτωσή μας - την ανάγκη περιορισμού της ροής των νέων προς το πανεπιστήμιο. Οι εισιτήριες εξετάσεις περιλαμβάνονται για πρώτη φορά στο σχέδιο κανονισμού του 1868 (Μαυρομιχάλης, 1869: 1725 - 1726, άρθρα 36-37), την ίδια δηλαδή περίοδο που καθιερώνονται και οι εισιτήριες εξετάσεις από το δημοτικό προς το ελληνικό σχολείο. Η πρόταση για εισαγωγή των εισιτηρίων εξετάσεων επαναλαμβάνεται και σε επόμενα σχέδια κανονισμών - με τρόπο πανομοιότυπο με εκείνον του Μαυρομιχάλη - όπως του Σαράβα (Σαράβας 1869: 1887-1888, άρθρα 30-31), του Βακαλόπουλου (Βακαλόπουλος 1870: 2212-2213, άρθρα 23-24) και του Πετρίδη. Σύμφωνα με το τελευταίο νομοσχέδιο οι εισιτήριες εξετάσεις θα διεξάγονται από τους καθηγητές των σχολών Θεολογικής, Φιλοσοφικής και Φυσικομαθηματικής και θα αφορούν τα λατινικά τα αρχαία ελληνικά και ένα ακόμη μάθημα του γυμνασίου, οριζόμενο με κλήρο (Πετρίδης, 1896: 374-375, άρθρα 53-55).

Σύμφωνα με το νομοσχέδιο του Ευταξία, για να εγγραφεί κάποιος στο πανεπιστήμιο όφειλε να φέρει απολυτήριο γυμνασίου και να υποστεί εισιτήριο εξέταση. Απαλλάσσονται της δοκιμασίας οι - εγγραφόμενοι στη Θεολογική - απόφοιτοι των σχολών Ριζαρείου, Χάλκης και Ιεροσολύμων, ως άριστα προετοιμασμένοι για θεολογικές σπουδές, ενώ απαγορεύεται σε αυτούς η μετεγγραφή σε άλλη σχολή.

Σε περίπτωση μετεγγραφής σε άλλη σχολή ο χρόνος φοίτησης στην πρώτη σχολή δεν υπολογίζεται. Η μετεγγραφή, όμως, από θεωρητική (Θεολογική, Φιλοσοφική, Νομική) σε θετική (Ιατρική, Φυσικομαθηματική) και αντίστροφα συνεπάγεται εκ νέου εισιτήριο εξέταση (Ευταξίας, 1899γ: 1023-1024, άρθρ. 29).

Ωστόσο, το μέτρο των εισιτηρίων εξετάσεων ήταν προσωρινό. Για τους μελλοντικούς αποφοίτους των Φιλολογικών ή Πρακτικών Λυκείων του Βασιλείου δεν απαιτούνται εξετάσεις. Ο Ευταξίας θέλει - όπως και οι προηγούμενοι υπουργοί - να περιορίσει τον αριθμό των φοιτητών και να εξασφαλίσει την ποιότητά τους, αλλά αυτό προσπαθεί να το πετύχει με την κατάλληλη οργάνωση της μέσης εκπαίδευσης. Οι υποψήφιοι φοιτητές θα έχουν υποστεί εισιτήριες εξετάσεις από το δημοτικό προς το γυμνάσιο και από το γυμνάσιο προς το λύκειο, όπου με το κατάλληλο πρόγραμμα σε κάθε τμήμα θα έχουν προετοιμαστεί για τις αντίστοιχες (θετικές ή θεωρητικές) πανεπιστημιακές σπουδές. Το πρόβλημα της υπερπληθώρας και της «κατώτερης» ποιότητας φοιτητών προσπαθεί να το λύσει μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα συνολικά, με κατάλληλη προετοιμασία των υποψηφίων φοιτητών, αλλά και με τη θεσμοθέτηση άλλων εκπαιδευτικών δρόμων, όπως τον πρακτικό κύκλο του δημοτικού σχολείου και το δίκτυο των «ειδικών (εμπορικών και βιομηχανικών) και επαγγελματικών καθόλου σχολών» κατώτερων και ανώτερων, τις οποίες η κυβέρνηση υποσχόταν να ιδρύσει (Ευταξίας, 1900: 22-23).

Οι εσωτερικές (τμηματικές και αποφοιτήριες) εξετάσεις.

Σύντομα διαπιστώθηκε η ανάγκη οι φοιτητές να ακολουθούν μια συγκεκριμένη σειρά στην παρακολούθηση των μαθημάτων και να ελέγχεται η πρόοδός τους μέσω εξετάσεων. Σε ορισμένα σχέδια κανονισμών περιλαμβάνονται, εκτός από τις πτυχιακές ή διδακτορικές εξετάσεις στο τέλος των σπουδών, είτε ετήσιες είτε προκαταρκτικές - μετά τη διετία - εξετάσεις σε προκαθορισμένα γενικά ή βοηθητικά μαθήματα. 

Στο σχέδιο κανονισμού του 1860 προβλέπονται ετήσιες εξετάσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 36: «Εις το τέλος εκάστου πανεπιστημιακού έτους ή κατά την έναρξιν του προσεχούς έτους έκαστος φοιτητής υποβάλλεται εις προφορικήν εξέτασιν επί των μαθημάτων των κατ’ έτος διδαχθέντων..» (Ζαΐμης, 1860: 1258, άρθ. 36). Παρόμοιες εξετάσεις προβλέπονταν και στο σχέδιο του 1867 του υπουργού Χ. Χριστόπουλου. Η τάση για ετήσιες εξετάσεις διαμορφώνεται κυρίως στους γαλλοσπουδαγμένους καθηγητές. Υπάρχουν, όμως, και εκείνοι (όπως ο καθηγητής της Νομικής Π. Καλλιγάς) που εκφράζουν ιδεολογικές διαφωνίες με τις ετήσιες εξετάσεις. Θεωρούν ότι οι συχνές εξετάσεις στοχεύουν όχι μόνο στον έλεγχο της προόδου των φοιτητών στο πανεπιστήμιο, αλλά στο να παράγουν «νευρόσπαστα και κι όχι συγκροτημένους επιστήμονες». Η ανώτερη εκπαίδευση αποτείνεται στην κρίση και δεν επιδέχεται κανένα περιορισμό στη μάθηση». Η σύγκλητος, επίσης, έβλεπε δυσκολίες στην εφαρμογή των ετήσιων εξετάσεων, επειδή θα χανόταν πολύς χρόνος και επειδή οι καθηγητές ήταν πολύ λίγοι και ο καθένας θα έπρεπε να εξετάζει 300 – 400 φοιτητές (Λάππας, 2004: 287- 288). 

Σε επόμενα σχέδια κανονισμών θα προταθούν οι προκαταρτικές εξετάσεις στα γενικά και βοηθητικά μαθήματα μετά το δεύτερο έτος σπουδών και οι εξετάσεις στα ειδικά μαθήματα κάθε επιστήμης στο τέλος των σπουδών (Μαυρομιχάλης, 1869: 1729 - 1730, Σαράβας, 1869: 1888 - 1889, Βακαλόπουλος, 1870: 2213 - 2214).

Ανάμεσα, λοιπόν, στις δύο τάσεις (μία μόνο εξέταση στο τέλος των σπουδών ή ετήσιες εξετάσεις) διαμορφώνεται μια συμβιβαστική που θεσποθετήθηκε και εφαρμόστηκε από το 1882. Πρόκειται για τις εξετάσεις στα γενικά μαθήματα μετά το δεύτερο έτος σπουδών και τις εξετάσεις στο τέλος των σπουδών.

Ο Ευταξίας γενικεύει τη δεύτερη - προκαταρκτική - εξέταση, αφού σύμφωνα με τα νομοσχέδιά του οι φοιτητές όλων των σχολών και του φαρμακευτικού σχολείου υποβάλλονται σε δύο εξετασεις: Προπαιδευτικές αρχομένου του πέμπτου εξαμήνου και επιστημονικές ή επί πτυχίω, (Ευταξίας, 1899γ: 1025, άρθρ. 36). Οι φοιτητές της Ιατρικής, όμως, υποβάλλονται και σε τρίτη, τη διδακτορική και πρακτική εξέταση, αφού υποστούν ευδόκιμα τις επιστημονικές εξετάσεις και φοιτήσουν για δύο εξάμηνα ακόμη (Ευταξίας, 1899γ: 1026-27, άρθρ. 38).

Για να συμμετάσχει κανείς στις προπαιδευτικές - προφορικές και γραπτές - εξετάσεις πρέπει να προσκομίσει αποδεικτικά τακτικής ακρόασης των μαθημάτων, συμμετοχής στα φροντιστήρια και τις πρακτικές ασκήσεις και καταβολής πενήντα δραχμών δικαίωμα εξετάσεων (Ευταξίας, 1899γ: 1025, άρθρ. 36). Για τη συμμετοχή στις επιστημονικές - προφορικές και γραπτές επίσης - εξετάσεις απαιτούνταν επιτυχία στις προπαιδευτικές, τέσσερα εξάμηνα φοίτησης, αποδείξεις παρακολούθησης των μαθημάτων, συμμετοχής στα φροντιστήρια και τις ασκήσεις με σύνολο βαθμών τουλάχιστον καλώς και γραμμάτιο καταβολής εκατό δραχμών για εξέταστρα. Οι αποτυγχάνοντες για δεύτερη φορά των επιστημονικών εξετάσεων αποκλείονται από το πανεπιστήμιο (Ευταξίας, 1899γ: 1025 - 1026, άρθρ. 37).

Οι επιτυχόντες «καλώς» ονομάζονται τελειοδίδακτοι της οικείας επιστήμης, οι επιτυχόντες «λίαν καλώς» και «άριστα» δικαιούνται να λάβουν διδακτορικό πτυχίο. Για να αναγορευτεί, όμως, κάποιος διδάκτορας πρέπει να συγγράψει διατριβή, η οποία, αφού εγκριθεί από τον αρμόδιο καθηγητή, τυπώνεται και υποστηρίζεται δημόσια μαζί με την ανάπτυξη ενός θέματος - οριζόμενο πριν από 24 ώρες από τον Κοσμήτορα - με βάση μόνο σημειώσεις. Σε περίπτωση θετικής κρίσης ονομάζεται διδάκτορας και δίνει τον όρκο στη μεγάλη αίθουσα του πανεπιστημίου. Διδακτορικό δίπλωμα μπορεί να δοθεί και σε επιστήμονα που στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό συνέγραψε σημαντική εργασία (Ευταξίας, 1899γ: 1025, άρθρ. 37).

 

στ) Εκπαιδευτικά τέλη

 

Ο Ευταξίας αποδέχεται, λοιπόν, τα εξέταστρα 50 δραχμών στις προπαιδευτικές και 100 δραχμών στις επιστημονικές εξετάσεις. Επιπλέον, στο κεφάλαιο περί  εγγραφής, μετεγγραφής και φοιτήσεως (άρθρο 29) γράφει: «Δια πάσαν εγγραφήν, ανανέωσιν ταύτης και μετεγγραφήν εις Σχολήν του Πανεπιστημίου . . . οι φοιτηταί υποβάλλονται εις τα τέλη τα καθοριζόμενα δια του νόμου ΒΝΔ΄ της 24 Ιουλίου 1892 …», αυξάνοντας τα ισχύοντα εκπαιδευτικά τέλη, εφόσον το 1895 είχαν μειωθεί τα προβλεπόμενα με το νόμο ΒΝΔ΄ του 1892.

Παλαιότερα διαφωνούσε και δεν ψήφισε το νόμο για τα εκπαιδευτικά τέλη που εισήχθησαν το 1892, ούτε την ελάττωσή τους το 1895. Θεωρούσε το μέτρο αντισυνταγματικό, εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 16 του συντάγματος, η ανωτέρα εκπαίδευση ενεργείται δαπάνη του κράτους.

Η κριτική δεν στρέφεται τόσο εναντίον του Τρικούπη που το 1892 εισήγαγε τα εκπαιδευτικά τέλη, γιατί του αναγνώριζε το θάρρος να δηλώσει τον εισπρακτικό του σκοπό, όσο απέναντι στην κυβέρνηση Δηλιγιάννη που παρά τη διαφωνία της το 1892 τα συντήρησε το 1895: «Τότε ο εισηγητής της πλειοψηφίας και του νομοσχεδίου εκείνου κ. Τρικούπης προέβαλε τον λόγον ότι δεν έμελλε να εισπράξωμεν δι’ αυτού φόρον, όπως τον διαθέσωμεν αποκλειστικώς υπέρ της εκπαιδεύσεως, αλλά προέκειτο απλώς να εξεύρωμεν ένα νέον πόρον υπέρ του δημοσίου ταμείου. Είχε το θάρρος ο τότε πρωθυπουργός να δηλώση τούτο απροκαλύπτως» (Ευταξίας. 1895: 58). Το 1892 ο Δηλιγιάννης διαφωνούσε με τα εκπαιδευτικά τέλη, επειδή θεωρούσε ότι δεν έπρεπε σε περίοδο οικονομικών δυσχεριών να προσφύγουν σε επιβολή οικονομικών βαρών στο λαό. Το 1895 - που ο  Δηλιγιάννης κυβερνούσε - τα εκπαιδευτικά τέλη δεν καταργήθηκαν, αλλά μετριάστηκαν, ενώ η οικονομική κατάσταση - κατά τον  Ευταξία - είχε  χειροτερέψει (Ευταξίας. 1895: 57).

Το 1895, όταν η Κυβέρνηση Δηλιγιάννη συντηρούσε, ελαττώνοντας τα εκπαιδευτικά τέλη, ο Ευταξίας - παράλληλα με την κριτική στην κυβέρνηση - δήλωνε ότι θα μπορούσε να συμφωνήσει στην επιβολή εκπαιδευτικών τελών με την προϋπόθεση να διατεθούν «εις ίδρυσιν εμπορικών, βιομηχανικών και καθόλου επαγγελματικών σχολών, ων κατ’ εξοχήν έχει ανάγκην την σήμερον η ημετέρα χώρα και περί ων ουδεμία πρόνοια ελήφθη.. . .» (Ευταξίας, 1895: 59). Ο «εκπρόσωπος» του αστικού εκσυγχρονισμού μπορεί να παραβλέψει τη συνταγματική επιταγή μόνο για έναν πολύ σημαντικό σκοπό: την ίδρυση επαγγελματικών σχολείων, τα οποία αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την οικονομική ευημερία των πολιτών και την ευρωστία της χώρας. Γιατί δυστυχώς οι Έλληνες έχουν μείνει - κατά τον Ευταξία -  πίσω στον τομέα αυτό και έχουν ξεπεραστεί από λαούς που βρίσκονταν σε χειρότερη μοίρα: «Νυν οι νέοι Έλληνες κατατρίβουσι τα ακμαιότερα έτη του βίου των σπουδάζοντες εν τοις Ελληνικοίς σχολείοις και τοις Γυμνασίοις, αποφοιτώντες δε τούτων ουδέν στάδιον έχουσιν ενώπιόν των. . .  Και καθ’ ον χρόνον, κύριοι, άλλοι λαοί, προς ους μέχρι της χθες μετά περιφρονήσεως προσεβλέπομεν, οι Αρμένιοι, οι Βούλγαροι, οι Ρωμούνοι και αυτοί οι Εβραίοι, εννοήσαντες το πρακτικόν πνεύμα του αιώνος ημών, συνιστώσι πρακτικά λύκεια, εμπορικάς και βιομηχανικάς σχολάς πολλαχού της Τουρκίας και μορφούντες εν αυτοίς τα τέκνα των παρασκευάζουσι στάδιον ευρύ δι’ αυτά εις το εμπόριον, εις την βιομηχανίαν, εις τας διαφόρους εταιρίας, μόνοι οι Ελληνόπαιδες μένουσιν απόκληροι των σταδίων τούτων» (Ευταξίας, 1895: 59).

Το 1899 συνδέει άμεσα την αύξηση των εκπαιδευτικών τελών στο πανεπιστήμιο με την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που εισηγείται στο ίδιο ίδρυμα. Αφού οι φοιτητές θα διδάσκονται ανελλιπώς από πολλούς καθηγητές όλων των ειδικοτήτων και θα έχουν όλα τα μέσα στα φροντιστήρια, στα εργαστήρια και στις κλινικές και αφού το κράτος αδυνατεί να καλύψει όλες τις σχετικές δαπάνες, είναι δίκαιο οι ίδιοι να συμβάλλουν με εκπαιδευτικά τέλη, όταν μάλιστα απαλλάσσονται από δίδακτρα τα οποία πληρώνουν σε πανεπιστήμια άλλων χωρών (Ευταξίας, 1899β: 1001).

Μόνο έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε το γεγονός της συντήρησης και της αύξησης των εκπαιδευτικών τελών από τον Ευταξία, με τη διάθεσή τους στην ενίσχυση της ίδιας της εκπαίδευσης και μάλιστα στην κατεύθυνση της πρακτικοποίησής της.

Για να μην αποκλειστούν, όμως, οι επιμελείς αλλά φτωχοί φοιτητές απαλλάσσονται από κάθε εκπαιδευτικό τέλος όσοι προσάγουν απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης με βαθμό άριστα ή πετυχαίνουν άριστα στις προπαιδευτικές εξετάσεις, στα φροντιστήρια και στα εργαστήρια (Ευταξίας, 1899γ: 1024, άρθρ. 35).

 

ζ) Φοίτηση, σωματειακή οργάνωση και ποινές των φοιτητών.

 

Οι σπουδές στο πανεπιστήμιο διαρκούν τέσσερα έτη, που διαιρούνται σε οκτώ εξάμηνα. Οι φοιτητές οφείλουν να παρακολουθούν ανελλιπώς τουλάχιστον τα μαθήματα των τακτικών εδρών, τα εργαστήρια και τις πρακτικές ασκήσεις σύμφωνα με το έτος σπουδών τους. Φοιτητής που απουσίασε πλέον του μηνός χάνει ολόκληρο το εξάμηνο, ποινή που επιβάλλεται από το Εποπτικό Συμβούλιο έπειτα από πρόταση του καθηγητή (Ευταξίας, 1899γ: 1023, άρθρ. 30).

Οι φοιτητές δικαιούνται να συστήνουν επιστημονικά ή συναδελφότητος σωματεία  με άδεια της Συγκλήτου, η οποία εγκρίνει τα καταστατικά τους. Την άδεια μπορεί να ανακαλέσει η Σύγκλητος αν τυχόν το σωματείο παρεκτραπεί από το σκοπό του. Οι φοιτητές, ως άτομα και μέλη σωματείων, υπόκεινται στις διαδικασίες παράβασης των νόμων, όπως όλοι οι πολίτες. Καταδίκη που συνεπάγεται στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων σημαίνει, επιπλέον, και οριστική αποβολή από το πανεπιστήμιο.

Οι φοιτητές υπόκεινται και σε πειθαρχικές ποινές, όπως επίπληξη, πρόστιμο, κράτηση, απώλεια εξαμήνου, προσωρινή και οριστική αποβολή (Ευταξίας, 1899γ: 1024, άρθρ. 31) για  παρεκτροπές, όπως  ύβρεις κατά συμφοιτητών και προκλήσεις σε μονομαχία, προσβολή των ηθών, αταξίες και θόρυβο κατά τις παραδόσεις ή παρεμπόδιση παραδόσης μαθήματος, αποδοκιμασία καθηγητή ή υφηγητή, αποδοκιμασία και απείθεια κατά των ακαδημαϊκών αρχών και ιδιαίτερα κατά των κοσμητόρων και του πρύτανη. Παρεκτροπές που γίνονται ομαδικά επιφέρουν πιο σκληρές ποινές (Ευταξίας, 1899γ: 1023 - 1024, άρθρ. 32).

Ο πρύτανης επιβάλλει μόνο την ποινή της επίπληξης. Τις υπόλοιπες ποινές επιβάλλει το ακαδημαϊκό δικαστήριο απαρτιζόμενο από τον πρύτανη ως πρόεδρο και δύο εφέτες διορισμένους κάθε έτος με πρόταση του υπουργού. Προτάσεις για ποινές κράτησης άνω των τριών ημερών, πρόστιμο πέραν των 50 δρχ., απώλεια εξαμήνου, προσωρινή ή οριστική αποβολή υποβάλλονται στον υπουργό δια της Συγκλήτου συνοδευόμενες από γνωμοδότησή της. Για πράξεις που επιβλήθηκαν πειθαρχικές ποινές από το πανεπιστήμιο δεν απαλλάσσονται οι φοιτητές από τις ποινικές ευθύνες στα αρμόδια δικαστήρια (Ευταξίας, 1899γ: 1023 - 1024, άρθρ. 32).

 

Επιλογικά

 

Από παλιότερους διανοητές αναγνωρίστηκε ότι ο Ευταξίας εκφράζει με τα νομοσχέδια για τη γενική εκπαίδευση την καλύτερα και επιστημονικά διατυπωμένη - πριν από την έκρηξη του εκπαιδευτικού δημοτικισμού -  πρόταση οργάνωσης του εκπαιδευτικού συστήματος στη κατεύθυνση του αστικού εκσυγχρονισμού. Ο Δημήτρης Γληνός στην εισηγητική έκθεση των εκπαιδευτικών νομοσχεδίων το 1913 θα γράψει ότι τα νομοσχέδια του Ευταξία «αποτελούσι σπουδαιοτάτην και δυνάμεθα να είπωμεν την πρώτην επιστημονικήν συμβολήν εις την μελέτην των εκπαιδευτικών ημών πραγμάτων» (Γληνός, 1925: 104). Ο Αλέξανδρος Δελμούζος - σαράντα περίπου χρόνια αργότερα - θα γράψει ότι «ο νομοθέτης προσπαθεί να ικανοποιήση τις πραχτικές ανάγκες του ελληνικού λαού συγχρονίζοτας την παιδεία του, να καλλιεργήση το θετικό πνεύμα . . .» (Δελμούζος, 1950: 16).  

Με τις απόψεις αυτές θα συμφωνήσουν και νεότεροι ερευνητές επικεντρώνοντας κυρίως την οπτική τους στα νομοσχέδια για τη γενική - πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια - εκπαίδευση (Δημαράς, 1974: μστ΄,  Φραγκουδάκη, 1986: 22).

Η κριτική που ασκεί ο Ευταξίας στην κατάσταση της ανώτατης εκπαίδευσης γίνεται από την πλευρά μιας φιλελεύθερης αστικής προοπτικής.  Οι προτάσεις του για την αναμόρφωσή της φαίνεται πως κινούνται κατ’ ευθείαν στην . . .  καρδιά του αστικού ορθολογισμού, καθώς επιδιώκεται με αυτές να εξορθολογισθεί η διοίκηση, να διαχωριστούν και να εξειδικευτούν οι επιστήμες και οι επιστήμονες, να στελεχωθούν οι σχολές και τα τμήματα, να εξασφαλιστούν τα δικαιώματα και να ξεκαθαριστούν οι υποχρεώσεις όλων των φορέων της πανεπιστημιακής κοινότητας, ώστε να γίνει, τελικά, παραγωγικότερη και κοινωνικά χρήσιμη η εργασία διδασκόντων και διδασκομένων.

 

Βιβλιογραφία

 

Βακαλόπουλος, Γ., (1870) «Σχέδιον νόμου περί οργανισμού του Πανεπιστημίου»,  Εφημερίς των Φιλομαθών, αρ. 752,753,754, Νοέμβριος, σσ. 2211 - 2216.

Β. Δ. 31 Δεκ. 1836, «Περί συστάσεως πανεπιστημίου», ΦΕΚ, αρ. 86, 31 Δεκ. 1836,  αρθρο 14.

Β. Δ. 14 Απρ. 1837 «Περί προσωρινού κανονισμού του εν Αθήναις συστηθησομένου πανεπιστημίου»,   ΦΕΚ, αρ. 16, 14 Απρ. 1837,  άρθρο 32.

Βοβολίνης (χ. χ.) Μέγα Ελληνικόν Βιογραφικόν Λεξικόν, τομ 3ος (Αθήναι: Έκδ. «Βιομηχανικής Επιθεωρήσεως»).

Γληνός, Δ., (1925) Ένας άταφος νεκρός. Μελέτες για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, (Αθήνα: Εκδ. Εταιρεία «Αθηνά»).

Δελμούζος, Α., (1950) Το κρυφό σκολειό 1908-1911, (Αθήνα: Collection de LInstitut Francais).

Δημαράς, Α., (1974) Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε: τεκμήρια ιστορίας, τομ. Β΄ 1895-1967, (Αθήνα: Ερμής).

Δημαράς, Κ. Θ., (1987) Εν Αθήναις τη 3 Μαΐου 1837,  (Αθήνα: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών).

Ευταξίας, Α., βουλευτής Λοκρίδος, (1894) Το έργον μου και το έργον του Χ. Τρικούπη εν τη Παιδεία και τη Εκκλησία, Αγόρευσις εν τη Βουλή  κατά την συνεδρίαν της 20 Δεκεμβρίου 1893, (Αθήναι: Τύποις «Εφημερίδος».

Ευταξίας, Α., βουλευτής Λοκρίδος, (1895)  Εκπαιδευτικαί αγορεύσεις εν τη βουλή, (Αθήναι: Εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου). 

Ευταξίας, Α., (1899α) Μεταρρύθμισισς και ανόρθωσις (Αθήναι: Τυπογρ. Π. Δ. Σακελλαρίου)..

Ευταξίας, Α., (1899β) «Αιτιολογική Έκθεσις του νομοσχεδίου Περί Οργανισμού του Πανεπιστημίου», Παράρτημα της Εφημερίδος της Βουλής της Α΄ Συνόδου της ΙΕ΄ βουλευτικής περιόδου (Εν Αθήναις: Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου), σσ. 950- 1003.

Ευταξίας, Α., (1899γ) «Νομοσχέδιον Περί Οργανισμού του Εθνικού Πανεπιστημίου», Παράρτημα της Εφημερίδος της Βουλής της Α΄ Συνόδου της ΙΕ΄ βουλευτικής περιόδου (Εν Αθήναις: Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου), σσ. 1015- 1030.

Ευταξίας, Α., βουλευτής Λοκρίδος, (1900)  Τα νομοσχέδια του υπουργείου της παιδείας, (Αθήναι: Εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου). 

Ζαγγογιάννης, Δ., (1901) Λόγοι απολύσεως από της εν τω πανεπιστημίω καθηγεσίας, (Εν Αθήναις: Καταστ. «Ακροπόλεως»).

Ζαΐμης, Θ., (1860) «Καταστατικός νόμος του Πανεπιστημίου Όθωνος», Εφημερίς των Φιλομαθών, αρ. 356, 19 Μαρτίου, σσ. 1251-1254, συνέχ.  αρ. 357, 29 Μαρτίου σσ. 1258 -1261.

Λάππας, Κ., (1989) «Το διδακτικό προσωπικό του πανεπιστημίου Αθηνών το 19ο αιώνα», στο: Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και Παιδεία. Ιστορική διάσταση και προοπτικές, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, (Αθήνα: Ι.Α.Ε. Ν. - Γ.Γ.Ν.Γ.), τομ. Α΄, σσ. 137- 147.   

Λάππας, Κ., (2004) Πανεπιστήμιο και φοιτητές στήν Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα, (Αθήνα: Ι.Α.Ε.Ν. - Γ.Γ.Ν.Γ.).

Μαυρομιχάλης, Α.,  (1869)  «Νομοσχέδιον περί οργανισμού του Πανεπιστημίου», Εφημερίς των Φιλομαθών, αρ. 693, 3 Φεβρουαρίου, σσ. 1722- 1726, συνέχ. αρ. 694, 13 Φεβρουαρίου, σσ. 1729-1733.

Μπουζάκης, Σ., (2006) Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση στην Ελλάδα (1836-2005), Τεκμήρια  Ιστορίας, τόμ. Α΄ (1836-1925), (Αθήνα: Gutenberg).

Πανταζίδης,  Ι., (1889) Χρονικόν της πρώτης πεντηκονταετίας του Ελληνικού Πανεπιστημίου, (Αθήνησι: Τυπ. «Παλιγγενεσία»).

Παπακωνσταντίνου, Π., (1989) «Το πανεπιστήμιο Αθηνών και η παιδαγωγική κατάρτιση των εκπαιδευτικών της Mέσης Εκπαίδευσης (1880-1970)», στο: Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και Παιδεία. Ιστορική διάσταση και προοπτικές, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, (Αθήνα: Ι.Α.Ε. Ν. - Γ.Γ.Ν.Γ.), τομ. Β΄, σσ. 445-460.   

Πετρίδης, Δ., (1896) «Προς την βουλήν [Εισηγητική Έκθεση] και Σχέδιον Νόμου Περί οργανισμού του Εθνικού Πανεπιστημίου», Παράρτημα της Εφημερίδος της Βουλής της Β΄ Συνόδου της ΙΔ΄ βουλετικής περιόδου (Εν Αθήναις: Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου), σσ. 368-376.

Σαράβας, Δ., (1869) «Έκθεσις επί του οργανισμού του Πανεπιστημίου νομοσχεδίου» και «Σχέδιον νόμου περί οργανισμού του Πανεπιστημίου», Εφημερίς των Φιλομαθών, αρ. 713 – 714, Σεπτέμβριος, σσ. 1881 - 1893.

Τζήκας, Χ. (επίβλεψη), Γκουγκουσίδου, Α. - Γκουνέλας, Π. - Γκουντούρας, Θ. - Παπατζέλος Ν. - Παυλής, Δ. - Τοκμακίδου Ε. - Χριστοφορίδου Μ., (2002) «Τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια του Α. Ευταξία», στο: Α.Π.Θ. - Π.Τ.Δ.Ε. - Διδασκαλείο «Δημήτρης Γληνός», Πρακτικά Ημερίδων Εκπαιδευτικής Έρευνας, τομ. 3ος, (1999-2001), ( Θεσσαλονίκη), σσ. 209-240.

Φασουλάκης, Σ., (1989) «Γερμανικές καταβολές του ελληνικού πανεπιστημίου και ελληνικές αμφισβητήσεις του γερμανικού πανεπιστημίου», στο: Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και Παιδεία. Ιστορική διάσταση και προοπτικές, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, (Αθήνα: Ι.Α.Ε. Ν. - Γ.Γ.Ν.Γ.), τομ. Α΄, σσ. 991- 104.   

Φραγκουδάκη, Α., (1986 δ΄) Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και φιλελεύθεροι διανοούμενοι. Άγονοι αγώνες και ιδεολογικά αδιέξοδα  στο μεσοπόλεμο (Αθήνα: Κέδρος).

Χριστομάνος, Α., (1898) Λόγοι και ευθύναι, Μέρος Α΄ λόγοι πρυτανικοί, εκθέσεις καθηγητών και δικαστικαί υποθέσεις, (Εν Αθήναις: Τυπ. Ανέστη Κωνσταντινίδου).

 



[1] Τον κατάλογο απαγορεύσεων βλ. στα άρθρα 59, 62, 87-116 του κανονισμού του 1836. Στον κανονισμό του 1837 τα περί παραπτωμάτων και ποινών περιορίζονταν στα άρθρα 19, 31 και 32.

[2] Σχέδια κανονισμών συντάχθηκαν το 1844, το 1846 και 1847 με 26 και 27 άρθρα αντίστοιχα, το 1848 με 59 άρθρα, το 1860 με 71 άρθρα, το 1865, το 1867 με 100 άρθρα, το 1868 με 85 άρθρ., το 1869 με 82 άρθρα, το 1870 με 87 άρθρα, το 1874 με 81 άρθρα, το 1896 με 85 άρθρα (Λάππας, 2004: 260).

[3] Η παιδεία αποκτά τώρα ένα δεύτερο σκοπό. Εκτός, δηλαδή, από την εθνική, ηθική και θρησκευτική διάπλαση των πολιτών και μέσω αυτών τη διαμόρφωση χαρακτήρων και γενναίου φρονήματος θα πρόσφερε βιοτικά εφόδια στους πολίτες και θα εξασφάλιζε καλύτερε προϋποθέσεις οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, γιατί «εν ταυτώ θα μετέδιδε, ως στοιχειώδης μεν, πάσας τας αναγκαίας γενικάς γνώσεις εις τον λαόν, ως μέση δε και ανωτέρα εκπαίδευσις θα κατήρτιζεν, ως δει τους μέλλοντας παραγωγούς, εμπορευομένους και ναυτιλομένους, προς δε τους υπαλλήλους και επιστήμονας» (Ευταξίας 1899α: σ. 37). Οι σκοποί του δημοτικού σχολείου και του γυμνασίου στα νομοσχέδια του Ευταξία ορίζονται ως εξής: «Η δημοτική παίδευσις θρησκευτικόν, ηθικόν και εθνικόν έχουσα τον χαρακτήρα προτίθεται να αναδείξη τους δι’ αυτής παιδευομένους πολίτας χρηστούς και επιτηδείους εις τον πρακτικόν βίον αναπτύσσουσα αρμονικώς τας ψυχικάς και σωματικάς δυνάμεις και μεταδίδουσα αυτοίς τας προσηκούσας γνώσεις και δεξιότητας». «Το γυμνάσιον έχει διττόν σκοπόν το μεν προπαιδεύει τους μαθητάς δια τον ανώτερον του Λυκείου κύκλον, το δε παρέχει αρτίαν πως γενικήν μόρφωσιν και θετικάς γνώσεις και δεξιότητας ικανάς εις τους βουλομένους  να επιδοθώσιν εις πρακτικόν τι του βίου στάδιον». Για τα νομοσχέδια του Ευταξία (περί δημοτικής και μέσης εκπαιδεύσεως) βλ. Τζήκας, Χ. (επίβλεψη), Γκουγκουσίδου, Α. - Γκουνέλας, Π. - Γκουντούρας, Θ. - Παπατζέλος Ν. - Παυλής, Δ. - Τοκμακίδου Ε. - Χριστοφορίδου Μ., 2002: σσ. 209-240.

[4] Με πρόταση του Εποπτικού συμβουλίου διορίζονται: Γραμματέας με λογιστικές γνώσεις, γραφέας και κλητήρας, υπαγόμενοι στις συνθήκες εργασίας και εποπτείας των υπαλλήλων του υπουργείου (Ευταξίας 1899γ: άρθ. 8).