Αλλοδαποί
φοιτητές στην Ελλάδα (1929 – 2000):
χώρες
προέλευσης διακυμάνσεις ποσοστών
και
επιλογή σπουδών
Πέτρος ΤΡΑΝΤΑΣ Δρ. Εκπ/κής και
Κοιν/κής Έρευνας Παν/μίου Αιγαίου |
Γιώργος ΚΟΚΚΙΝΟΣ Αν. Καθηγητής Παν/μίου Αιγαίου |
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στην
ανακοίνωση αυτή επιχειρείται μια πρώτη προσέγγιση του ζητήματος της φοίτησης
αλλοδαπών φοιτητών στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα και συγκεκριμένα από το έτος
1929, οπότε ανευρίσκονται τα πρώτα στατιστικά στοιχεία, έως το ακαδημαϊκό έτος
1999-2000.
Η πρώτη αυτή προσέγγιση έχει χαρακτήρα καταγραφής και
στατιστικής διερεύνησης και ανάλυσης των διαθέσιμων στοιχείων ώστε να υπάρξει
μια πρώτη βάση δεδομένων για περαιτέρω αξιοποίηση από την ιστορική έρευνα.
Τα διαθέσιμα στοιχεία, είναι ειλημμένα από την Γενική
Γραμματεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος με βάση τις διαθέσιμες
στατιστικές πηγές. Για το χρονικό διάστημα 1929-1939 γνωρίζουμε μόνο τον αριθμό
των αλλοδαπών φοιτητών που σπουδάζουν στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Θεσσαλονίκης.
Μεταξύ 1939 και 1955 δεν υπάρχουν, για ευνόητους λόγους, διαθέσιμα στοιχεία.
Τέλος, από το 1955 έως τα τέλη του 20ού αιώνα (πλην ελαχίστων ετών) υπάρχουν
στοιχεία όχι μόνο για το συνολικό αριθμό των αλλοδαπών φοιτητών στην Ελλάδα,
αλλά και για τη γεωγραφική τους προέλευση, τη διάκρισή τους με βάση το
κοινωνικό φύλο, καθώς και για την επιλογή των σπουδών τους και την εγγραφή τους
σε συγκεκριμένα πανεπιστημιακά τμήματα.
Ελπίζουμε ότι η στατιστική αυτή καταγραφή και
επεξεργασία μπορεί να συμβάλει στην ουσιαστικότερη κατανόηση του ρόλου των
ελληνικών πανεπιστημίων στο χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων και
της Μεσογείου.
ABSTRACT
The present study is an attempt to approach the issue of foreign
students in
This first approach involves registration and statistical analysis of
all the available data, in order to create a database for further exploitation
in historical research.
The available data, provided by the General Secretariat of National
Statistics Service of
We hope that this registration and statistical analysis will contribute
in the thorough understanding regarding the role of Greek Universities in
South-eastern Europe, Balkans and the
Την
έρευνα «Αλλοδαποί φοιτητές στην Ελλάδα» διατρέχει ένα κεντρικό ζήτημα. Αυτό
αφορά τη διερεύνηση του ρόλου του ελληνικού πανεπιστημίου από την ίδρυσή του
έως τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, αναφορικά με το περιεχόμενο της
λειτουργίας του ως «φάρου» του δυτικού πολιτισμού στην Ανατολή˙ και,
ειδικότερα, ως φορέα του πνεύματος του ουμανισμού, του ορθολογισμού, της προόδου
και της επιστήμης στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιο-ανατολικής Ευρώπης και της
Ανατολικής Μεσογείου (Κ. Θ. Δημαράς, 1987·
Κ. Τσουκαλάς, 1992·
Το κεντρικό αυτό ζήτημα θα εξετασθεί σε συνάρτηση με
επιμέρους ερωτήματα τα οποία περιστρέφονται γύρω από τον κρίσιμης, κατά τη
γνώμη μας, σημασίας προβληματισμό για τα χαρακτηριστικά και τις λειτουργίες της
φοιτητικής μετανάστευσης στην Ελλάδα τόσο κατά τον 19ο όσο και κατά τον 20ό
αιώνα. Συνέχειες και ασυνέχειες, ρήξεις και τομές θα αναδειχθούν με πλαίσιο
αναφοράς τη διαχρονία και την αναζήτηση και συγκριτική προσπέλαση στατιστικών
δεδομένων.
Στην πρώτη φάση της έρευνας, τα αποτελέσματα της
οποίας παρουσιάζονται με την παρούσα ανακοίνωση, καταβάλλεται προσπάθεια να
αποτυπωθούν οι γενικότερες «συνθήκες» που αφορούν τους αλλοδαπούς φοιτητές και οι οποίες συνδέονται με το ποσοστό
των αλλοδαπών φοιτητών στην ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα, το
κοινωνικό τους φύλο, τη γεωγραφική προέλευση και την επιλογή των σπουδών τους.
Μερικά από τα ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν είναι
τα ακόλουθα:
με δεδομένο ότι η Ελλάδα αποτέλεσε σε μικρό βαθμό κατά
τον «μακρό 19ο αιώνα» χώρα υποδοχής φοιτητών, άλλαξε κάτι ως προς
τον ρόλο της ως σπουδαστικού προορισμού κατά την εποχή των μεγάλων γεωπολιτικών
μετασχηματισμών του 20ού αιώνα;
ποιες είναι οι ευρύτερες γεωγραφικές ζώνες αποστολής
μεταναστών φοιτητών στην Ελλάδα και ποια η ποσοστιαία κατανομή τους; Στις
βασικές χώρες αποστολής του 20ού αιώνα εξακολούθησαν να συγκαταλέγονται αυτές
της Βαλκανικής Χερσονήσου και όσες είχαν δεξιωθεί την ελληνική Διασπορά στη
λεκάνη της Μεσογείου, στην Εγγύς και Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική, στη
διάρκεια του 19ου αιώνα ή παρέδωσαν τη σκυτάλη σε άλλες;
πότε εμφανίζονται σημαίνουσες πυκνώσεις και πότε
αραιώσεις της φοιτητικής μετανάστευσης στον ελληνικό χώρο και με ποιους
ιστορικούς ή συστημικούς παράγοντες σχετίζονται;
η φοιτητική μετανάστευση προς την Ελλάδα έχει
χαρακτήρα ελεύθερης επιλογής και ατομικής μετακίνησης ή όχι; Προκύπτει από
ατομικές στρατηγικές ή οι διαδρομές της συνδέονται με διακρατικές συμφωνίες,
πολιτισμικές συγκλίσεις και γεωπολιτικούς παράγοντες;
και, τέλος, εντάσσεται άραγε η φοιτητική μετανάστευση
στην Ελλάδα στο γνωστό δομικό φαινόμενο της μετανάστευσης από το Νότο στο Βορρά
-κυρίως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο- καθιστώντας την Ελλάδα ρεαλιστικό
προορισμό; Και αυτό, λόγω κυρίως του χαρακτήρα της οικονομίας της, αδύνατης και
προσβάσιμης ως προς τα μεγέθη και τις τιμές της, αλλά και λόγω του ρόλου της
μετά την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ως πύλης της Ενωμένης
Ευρώπης και γενικότερα της Δύσης;
Τα ερωτήματα αυτά αποτελούν τη βασική στόχευση της
έρευνάς μας. Όμως αυτή έχει να αναμετρηθεί με το πρώτο μεγάλο πρόβλημα, που
είναι η συγκέντρωση και ταξινόμηση των αριθμητικών στοιχείων για τους
αλλοδαπούς φοιτητές στην Ελλάδα. Πρόκειται λοιπόν, για έργο που εξελίσσεται με
κόπο, καθώς τα στοιχεία είναι δυσεύρετα, ελλιπή και ασυνεχή, ενώ και η
κατηγοριοποίησή τους υπακούει συχνά σε οργανωτικές ανελαστικότητες, γενικεύσεις
και ιδεολογικούς καταναγκασμούς.[1]
Συλλέγονται με επιμέλεια και αρχίζουν ήδη να μας οδηγούν, κατά βάση, σε
ποσοτικά συμπεράσματα. Τα ίδια αυτά στοιχεία αποτελούν την αφετηρία για να
επιχειρήσουμε και ορισμένες ερμηνευτικές απόπειρες, οι οποίες δεν είναι δυνατό
να συστηματοποιηθούν παρά μόνο εάν διασαφηνιστεί πλήρως και το νομικό καθεστώς
μετανάστευσης αλλοδαπών φοιτητών στην Ελλάδα.[2]
Η ελληνική ιστοριογραφία έχει ήδη να παρουσιάσει
ορισμένες θεμελιώδεις εργασίες για την ελληνική φοιτητική μετανάστευση στη
διάρκεια του 17ου, 18ου και 19ου αιώνα. Αξίζει
να γίνει αναφορά στα βιβλία: Αλόη Σιδέρη, Έλληνες
φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Πίζας (1806-1861), 2 τόμοι, ΙΑΕΝ, Αθήνα 1989
και Βασιλική Μπόμπου-Σταμάτη, Τα
καταστατικά του Σωματείου (Nazione) των Ελλήνων
φοιτητών του Πανεπιστημίου της Πάδοβας (17ος – 18ος
αιώνας), ΙΑΕΝ-ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 1995.
Όμως το φαινόμενο της μετανάστευσης αλλοδαπών φοιτητών
προς την Ελλάδα άρχισε να προσεγγίζεται πρόσφατα και μόνο για τον 19ο
και τις αρχές του 20ου αιώνα. Αναφερόμαστε στη θεμελιώδη εργασία του
Κώστα Λάππα, Πανεπιστήμιο και φοιτητές στην
Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα, ΙΑΕΝ/ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 2004. Ο Λάππας
σχετικοποιεί την ιδεολογική αύρα που περιέβαλλε το ελληνικό πανεπιστήμιο τον 19ο
αιώνα ως πομπού των «φώτων» στην Ανατολή και ως προκεχωρημένου φυλακίου του
δυτικού επιστημονισμού στα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο, τη Μικρά Ασία και
την Εγγύς και Μέση Ανατολή. Αν και αναγνωρίζει τη δυσκολία του προσδιορισμού
της εθνικότητας των αλλοδαπών φοιτητών και τη ρευστότητα της εθνικής συνείδησης,
διαπιστώνει παρ’όλα αυτά ότι «[…] η επίδραση του ελληνικού Πανεπιστημίου δεν
ήταν αμελητέα στην πνευματική και κυρίως την πολιτική διαμόρφωση των βαλκάνιων
φοιτητών».[3]
Ωστόσο, ο Λάππας επισημαίνει ότι «[…] οι “αλλοδαποί” βαλκάνιοι φοιτητές του ελληνικού
Πανεπιστημίου, παρότι δεν είναι εύκολο να εντοπισθούν όλοι, ήταν σχετικά
ολιγάριθμοι. Και πάντως πολύ λιγότεροι από όσους προσδοκούσε να προσελκύσει
τόσο το Πανεπιστήμιο, που είχε θέσει ως στόχο να γίνει το ανώτερο εκπαιδευτήριο
όλων των χριστιανικών λαών της Ανατολής, όσο και η ελληνική πολιτεία, που
επιδίωκε να αυξήσει μέσω του Πανεπιστημίου την επιρροή της στους “αδελφούς”
λαούς της βαλκανικής χερσονήσου».[4]
Συγκεκριμένα, ο αριθμός των αλλοδαπών φοιτητών στο χρονικό διάστημα 1837-1890,
αν εξαιρεθούν οι δηλωμένα ελληνικής καταγωγής, φρονήματος ή εθνοπολιτισμικής
ταυτότητας που προέρχονταν από τις αλύτρωτες περιοχές και τη Μικρά Ασία, καθώς
και οι Αλβανοί που εντάσσονταν στη μικτή κατηγορία «Ηπειρώτες» (η οποία
περιλαμβάνει 877 ονόματα),[5]
ανερχόταν σε 174 σε σύνολο 16.651 φοιτητών.[6]
Όμως και από τους 174 αυτούς φοιτητές ο Λάππας υπολογίζει ότι μόλις ποσοστό 30%
ήταν διαπιστωμένα αλλοεθνείς και δεν προέρχονταν από πόλεις με «οργανωμένες
ελληνικές κοινότητες», όπως η Αλεξάνδρεια, το Κάϊρο, το Βουκουρέστι, το
Γαλάτσι, η Βράϊλα, η Βιέννη και η Τεργέστη.[7]
Αν και δεν προέρχεται από το γνωστικό πεδίο της
ιστορικής επιστήμης, αλλά από αυτά της κοινωνιολογίας και της εκπαιδευτικής και
κοινωνικής πολιτικής, αξίζει ιδιαίτερης μνείας η πρόσφατη διατριβή της Π. Παπαδιαμαντάκη,
Η κινητικότητα ξένων φοιτητών προς την
Ελλάδα: 1975-1995, η οποία αποτελεί ουσιαστική συμβολή στη μελέτη του
θέματος. Το χαρακτηριστικό ίσως γνώρισμα της διατριβής της Παπαδιαμαντάκη είναι
η ένταξη του πραγματολογικού υλικού σε σύνθετα ερμηνευτικά και θεωρητικά
πλαίσια τα οποία έχουν ως αφετηρία τη μελέτη της φοιτητικής κινητικότητας σε
συνάρτηση με την προϊούσα διεθνοποίηση και παγκοσμιοποίηση της πανεπιστημιακής
εκπαίδευσης και βεβαίως με τη δομική ενσωμάτωση της ελληνικής τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης στα διεθνή ακαδημαϊκά δρώμενα. Η ένταξη της ελληνικής περίπτωσης
στο διεθνές πλαίσιο, οδηγεί σε αναπροσαρμογή κάθε ιστοριογραφική προσέγγιση που
επιμένει αποκλειστικά στην εθνοκρατική διάσταση του θέματος προσφέροντας
πλούσιο θεωρητικό οπλισμό και νέα αναλυτικά εργαλεία.
Στο επίπεδο της πραγματολογικής έρευνας, η διατριβή
της Παπαδιαμαντάκη, συνεισφέρει ενδιαφέροντα στοιχεία για την πολύπλευρη
κατανόηση και ερμηνεία της φοιτητικής κινητικότητας προς την Ελλάδα για το
χρονικό διάστημα 1975-1995 στη βάση της κατηγοριοποίησης των ομάδων των ξένων
φοιτητών στην Ελλάδα σε ελεύθερα και ατομικά μετακινούμενους, υπότροφους του
ελληνικού κράτους και, τέλος, διακινούμενους στο πλαίσιο των κοινοτικών
εκπαιδευτικών προγραμμάτων).
Εάν ο αποκλειστικός σχεδόν πομπός αλλοδαπών φοιτητών
στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα υπήρξαν τα Βαλκάνια, στον 20ο
αιώνα τα σκήπτρα παίρνουν οι χώρες της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.
Στο Διάγραμμα 1, το οποίο προκύπτει από τα διαθέσιμα
στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, αποτυπώνεται η εξέλιξη του
αριθμού των αλλοδαπών φοιτητών στην Ελλάδα από την περίοδο του Μεσοπολέμου
(1929) έως το τέλος της δεκαετίας του 1990.
Είναι εμφανές ότι κατά το χρονικό διάστημα 1929-1955
είναι σχεδόν ασήμαντη και στάσιμη η παρουσία αλλοδαπών φοιτητών στην Ελλάδα.
Αντιθέτως, μετά την πολεμική χιονοστιβάδα της δεκαετίας του 1940 (Δεύτερος
Παγκόσμιος Πόλεμος και Εμφύλιος Πόλεμος) και την είσοδο της χώρας στη φάση του
ραγδαίου εκδυτικισμού, της πατερναλιστικής οικονομικής ανασυγκρότησης, της
εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης, της επιλεκτικής κοινωνικής ενσωμάτωσης
και του σπασμωδικού εκδημοκρατισμού των πολιτικών και εκπαιδευτικών θεσμών, ο
αριθμός των αλλοδαπών φοιτητών σημειώνει κλιμακούμενη και σταθερή αύξηση χωρίς
βεβαίως να παρακολουθεί την κατακόρυφη αύξηση του γηγενούς φοιτητικού
δυναμικού.
Είναι ευνόητο ότι η κλιμακούμενη αύξηση του αριθμού
των αλλοδαπών φοιτητών στην Ελλάδα συνδέεται οργανικά με εξωγενείς παράγοντες,
όπως η ραγδαία αύξηση των μεταναστευτικών εκροών από τον Τρίτο Κόσμο προς τις
μητροπόλεις της Δύσης και τις χώρες που λειτουργούν ως πύλες εισόδου της, μετά
την κατάρρευση του συστήματος της αποικιοκρατίας, ενώ, παράλληλα, διευκολύνεται
και από ενδογενείς παράγοντες. Αυτοί παραπέμπουν στη διεύρυνση της ζήτησης και
της προσφοράς πανεπιστημιακών σπουδών και τίτλων στην Ελλάδα, γεγονός που
πρέπει να συναρτηθεί: α) με την εσωτερική μετανάστευση λόγω της ερήμωσης και
της εγκατάλειψης της υπαίθρου, β) με τις πιέσεις των αγροτικών και μικροαστικών
στρωμάτων για αναβάθμιση της κοινωνικής τους κατάστασης, γ) με τη λειτουργία
της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ως μοναδικού σχεδόν μηχανισμού ανοδικής κοινωνικής
κινητικότητας σε συνάρτηση όμως με την προνομιακή λειτουργία του κράτους ως
βασικού εργοδότη και αναδιανομέα εισοδήματος. Παραπέμπουν επίσης στην πολιτική
βούληση για προσέλκυση αλλοδαπών φοιτητών στην Ελλάδα και στη θέσπιση ειδικού
νομοθετικού πλαισίου ήδη από το 1926, καθώς και στην ιδιαίτερα ευχερή πρόσβαση
των αλλοδαπών φοιτητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κατά το χρονικό διάστημα
1930-1965 (βλέπε παρακάτω υποσημείωση 15).
Διάγραμμα 1: Γενικά σύνολα φοιτητών και σύνολα αλλοδαπών φοιτητών
της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα (1929-2000).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η αύξηση του
αριθμού των αλλοδαπών φοιτητών στην Ελλάδα δεν ανακόπτεται ούτε κατά την
περίοδο της Δικτατορίας (1967-1974) φθάνοντας μάλιστα στο ζενίθ της στα πρώτα
χρόνια της Μεταπολίτευσης. Από το 1974 έως το 1977 το ποσοστό των αλλοδαπών
φοιτητών στην Ελλάδα ξεπερνά το ποσοστό του 10% επί του συνολικού αριθμού
φοιτητών. Όμως, όπως παρατηρούμε, τη φάση αυτή της σημαντικής αύξησης
διαδέχεται μια αντίστροφη φάση ύφεσης, που διαρκεί μέχρι το 1992, έως ότου το
ποσοστό των αλλοδαπών φοιτητών στην Ελλάδα ανακάμψει από το 1994 για να φτάσει
και πάλι στο 9,64% το 1996 (Διάγραμμα 2). Η ύφεση αυτή συνδέεται και με την
επιβολή ποσοστώσεων που κατά κύριο λόγο αφορούν τις σχολές θεωρητικής
κατεύθυνσης (βλέπε παρακάτω υποσημείωση 14).
Διάγραμμα 2: Ποσοστιαία κατανομή φοιτητών και αλλοδαπών φοιτητών
της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα (1929-1998).
Αναφορικά με την εκπροσώπηση των δύο φύλων στη
φοιτητική μετανάστευση στην Ελλάδα για το χρονικό διάστημα 1957-1998
διαπιστώνουμε αυξανόμενη παρουσία γυναικών με αποκορύφωμα την τριετία 1991-1993
οπότε το ποσοστό της γυναικείας μετανάστευσης υπερβαίνει αυτό της ανδρικής
(Διάγραμμα 3). Για ευνόητους λόγους οι γυναίκες από την Ασία και την Αφρική
υποαντιπροσωπεύονται σε σχέση με τους άνδρες (βλέπε παρακάτω Διάγραμμα 6).
Διάγραμμα 3: Ποσοστιαία κατανομή των αλλοδαπών φοιτητών στην
Ελλάδα (1957-1998)
με βάση την αναλυτική κατηγορία «κοινωνικό φύλο»
(άνδρες:μπλε διαγράμμιση / γυναίκες: κίτρινη διαγράμμιση)
Το Διάγραμμα 4 θα μπορούσε να δημιουργήσει μια
πλασματική εικόνα για τον γεωγραφικό χώρο προέλευσης των αλλοδαπών φοιτητών
στην Ελλάδα,[8] η οποία θα ερχόταν μάλιστα
σε αντίθεση τόσο με τη γενικότερη αντίληψη της «αποστολής» της ελληνικής
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης όσο και με την πανθομολογούμενη χαμηλή αξιολόγηση του
διδακτικού και ερευνητικού έργου στη βάση διεθνών συγκριτικών κριτηρίων. Η
πλασματική εικόνα θα μπορούσε να δημιουργηθεί από την εντυπωσιακή υπεροχή της
ευρωπαϊκής ηπείρου ως χώρου προέλευσης των αλλοδαπών φοιτητών εάν είχε ενταχθεί
στην γεωγραφική κατηγορία «Ευρώπη» και η Κύπρος.[9]
Όμως η Κύπρος αποτυπώθηκε τελικά ως ξεχωριστή κατηγορία για να είναι εφικτός ο
υπολογισμός του πραγματικού ποσοστού της «Ευρώπης» στη φοιτητική μετανάστευση
στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα δηλαδή η υπεροπλία της Ευρώπης θα οφειλόταν
στην ηγεμονική θέση της Κύπρου ως κύριας τροφοδότριας του ρεύματος των
αλλοδαπών φοιτητών προς την Ελλάδα για λόγους που σχετίζονται αφενός με την
ανυπαρξία ακαδημαϊκών θεσμών στην Κύπρο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990
και αφετέρου με ιδεολογικούς προσανατολισμούς, πολιτικές αναγκαιότητες και
διμερείς μορφωτικές και εκπαιδευτικές συμφωνίες που παραπέμπουν στην σύμπτωση
της εθνολογικής ταυτότητας Κυπρίων και Ελλήνων και στη δημιουργία ενός ενιαίου
χώρου πολιτισμικής επικοινωνίας.
Μετά τους Κυπρίους, στη σχετική ιεραρχική κλίμακα (και
βάσει του συνόλου των αλλοδαπών φοιτητών από το 1968 έως το 1998) ακολουθούν οι
Ασιάτες (20%), κατ’ εξοχήν προερχόμενοι από τη Μέση Ανατολή και την Τουρκία,[10]
οι Αφρικανοί και οι Ευρωπαίοι φοιτητές, με ποσοστό 7% κάθε ομάδα, ενώ σημαντικά
μικρότερος είναι ο αριθμός των φοιτητών που προέρχονται από την αμερικανική
ήπειρο (4%) και την Ωκεανία (1%), αν και πρέπει να διευκρινιστεί η σχέση των
δύο τελευταίων κατηγοριών, όπως, άλλωστε, και της κατηγορίας των αλλοδαπών που
προέρχονται από την Τουρκία, με την ελληνική Ομογένεια και Διασπορά.
Διάγραμμα 4: Γεωγραφική κατανομή προέλευσης των αλλοδαπών
φοιτητών
στην Ελλάδα
(1968-1998).
Η ποσοστιαία αυτή αναλογία και ποσοτική ιεραρχία
εξακολουθεί να ισχύει σε γενικές γραμμές και κατά την τελευταία δεκαετία του
20ού αιώνα. Όμως, πρέπει να επισημανθεί η διαρκώς αυξανόμενη παρουσία ευρωπαίων
φοιτητών στην Ελλάδα κατά την προαναφερθείσα δεκαετία, γεγονός που παραπέμπει
στις διαδικασίες ενοποίησης, αλλά και στην αποδιάρθρωση των κρατών της
Ανατολικής Ευρώπης. Ειδικότερα: στην εφαρμογή προγραμμάτων φοιτητικής
κινητικότητας (σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο), στην αλβανική
μετανάστευση, καθώς και στη μετανάστευση που δημιουργήθηκε από την κατάρρευση
των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη και κυρίως στις
σοσιαλιστικές δημοκρατίες της τέως Σοβιετικής Ένωσης.
Διάγραμμα 5: Ποσοστιαία κατανομή αλλοδαπών φοιτητών και
φοιτητριών στην Ελλάδα
σε σχέση με τη γεωγραφική προέλευσή τους (1968-1998) .
Διάγραμμα 6: Ποσοστιαία κατανομή των αλλοδαπών φοιτητών στην
Ελλάδα με βάση το κοινωνικό τους φύλο και σε σχέση με την γεωγραφική προέλευσή
τους (1968-1998)
Η χωρική κατανομή των αλλοδαπών φοιτητών στα διάφορα
ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας δεν εξετάζεται μόνο
συγχρονικά, αλλά και διαχρονικά, δεδομένου ότι η ίδρυση, η θεσμική συγκρότηση
και η λειτουργία νέων πανεπιστημίων, η ένταξη σχολών σε ήδη λειτουργούντες
οργανισμούς, καθώς και η ανωτατοποίηση άλλων στη διάρκεια του 20ού αιώνα
αποτέλεσαν φάσεις μιας μακράς και σύνθετης ιστορικής διεργασίας με σημείο
εκκίνησης το 1925.[11]
Στο Διάγραμμα 7, που αφορά την εικοσαετία 1968-1986,[12]
αποτυπώνεται η κατανομή της φοιτητικής μετανάστευσης στην Ελλάδα σε σχέση με
την επιλογή του πεδίου σπουδών.
Διάγραμμα 7: Ποσοστιαία κατανομή αλλοδαπών φοιτητών στην Ελλάδα
με βάση την επιλογή σπουδών (1968-1986)
Συγκεκριμένα, στον πίνακα αυτό έμμεσα απεικονίζονται
ανάγλυφα οι κοινωνικο-οικονομικές προσδοκίες των αλλοδαπών φοιτητών, όπως όμως
αυτές διαμεσολαβούνται αφενός από την αγορά εργασίας τόσο στο πλαίσιο της
ελληνικής κοινωνίας όσο και -κυρίως- στο πλαίσιο της χώρας προέλευσης και αφετέρου
από τα διανοητικά προσόντα και τη γλωσσική επάρκεια των φοιτητών, αλλά και από
το κοινωνικό status και το πολιτισμικό κεφάλαιο
του περιβάλλοντός τους. Έτσι, σε πολυτεχνικές σχολές εγγράφεται (ή σπουδάζει)
μόλις το 5% των αλλοδαπών φοιτητών (γι’ αυτό βεβαίως ευθύνονται και οι
περιοριστικές ποσοστώσεις), στις οικονομικές σχολές (ΑΣΟΕΕ, Ανωτάτη Βιομηχανική
Πειραιά και Ανωτάτη Βιομηχανική Θεσσαλονίκης) το 12%, σε διάφορες σχολές (Γεωπονική
Σχολή, Σχολή Καλών Τεχνών, Χαροκόπειος Σχολή Οικιακής Οικονομίας-Χαροκόπειο
Πανεπιστήμιο, και Ακαδημίες Σωματικής Αγωγής) το 3%, στις παιδαγωγικές σχολές
(Παιδαγωγικές Ακαδημίες και Σχολές Νηπιαγωγών), οι οποίες ανωτατοποιούνται
μόλις το 1983,[13] το 1%, ενώ στη γενική
κατηγορία «Α.Ε.Ι.» εγγράφεται η μερίδα του λέοντος, δηλαδή ποσοστό 79%. Είναι
ευνόητο ότι το αδιαφοροποίητο αυτό σύνολο του 79% συσκοτίζει την πραγματικότητα
και απαιτεί εσωτερική διαφοροποίηση σε επιμέρους σχολές και τμήματα ώστε να
γίνει κατανοητό όλο το φάσμα των αλληλένδετων προσδοκιών, προσόντων,
οικονομικών και κοινωνικών καταναγκασμών που διέπει τη φοιτητική μετανάστευση
στην Ελλάδα.
Βάσει των στοιχείων της ίδιας χρονικής περιόδου
(1968-1986), οι γυναίκες επιλέγουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τις παιδαγωγικές
σχολές, ενώ οι άνδρες τις πολυτεχνικές και οικονομικές σχολές αναπαράγοντας
εδραιωμένες σχέσεις ανισότητας στην εργασία και τους κοινωνικούς ρόλους
(Διάγραμμα 8).
Διάγραμμα 8: Ποσοστιαία κατανομή αλλοδαπών φοιτητών, ανδρών και
γυναικών, στην Ελλάδα με βάση την επιλογή σπουδών (1968-1986)
Παράλληλα, ως πρώτη επιλογή, ανεξάρτητα από την
γεωγραφική προέλευση των μεταναστών φοιτητών, αναδεικνύονται τα πανεπιστημιακά
τμήματα. Δεύτερη επιλογή στις προτιμήσεις όσων προέρχονται από την Κύπρο και
γενικότερα τον ευρωπαϊκό χώρο είναι οι οικονομικές σχολές, ενώ όσων προέρχονται
από την Αφρική και την Ασία οι
πολυτεχνικές σχολές με ποσοστά 11% και 9% αντίστοιχα (Διάγραμμα 9).
Διάγραμμα 9: Ποσοστιαία κατανομή αλλοδαπών φοιτητών στην Ελλάδα
με βάση την επιλογή σπουδών ανά γεωγραφική περιοχή προέλευσης (1968-1986)
Πρέπει να παραδεχθούμε ότι οι ξένοι απόφοιτοι δεν βρίσκουν
εύκολα το δρόμο της επανόδου όταν οι πολιτικές συνθήκες στην χώρα τους
παραμένουν αρνητικές, ενώ η επιστροφή θεωρείται δεδομένη όταν λόγω της
επιστημονικής τους εξειδίκευσης και των ευνοϊκών συνθηκών της αγοράς εργασίας
πρόκειται να ενταχθούν στην αρχηγεσία της χώρας τους ή να επωφεληθούν από τη
συγκρότηση μηχανισμών ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Με δεδομένη την
αυξημένη δυσκολία εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας που εκ των πραγμάτων
δυσχεραίνει την πρόσβαση, στους παράγοντες που καθιστούν τα ελληνικά
πανεπιστήμια στη διάρκεια του 20ού αιώνα ελκυστικούς προορισμούς για τους
αλλοδαπούς προπτυχιακούς φοιτητές περιλαμβάνονται: α) η έλλειψη «πολιτισμικής
απόστασης» μεταξύ των χωρών αποστολής και της χώρας υποδοχής, β) η πολιτική
προσέλκυσης αλλοδαπών φοιτητών εκ μέρους του ελληνικού κράτους στο πλαίσιο
διακρατικών συμφωνιών ή γεωπολιτικών συμμαχιών η οποία καταλήγει στη θέσπιση
συγκεκριμένων ποσοστώσεων εισαγωγής αλλοδαπών φοιτητών[14],
γ) η σχετικά ευχερής εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, δ) η ελαστικότητα
της φοίτησης και η παροχή ατελεύτητων ευκαιριών για την κατοχύρωση μαθημάτων,
ε) η θέσπιση χαμηλών διδάκτρων και εξετάστρων ή και η δωρεάν φοίτηση, καθώς και
στ) οι διόλου σπάνιες χαριστικές εξεταστικές διατάξεις[15].
Κατά συνέπεια, πρέπει μάλλον να υποστηρίξουμε την άποψη ότι η προσέλκυση
αλλοδαπών φοιτητών δεν αποτελεί απόρροια της φήμης που απολαμβάνουν τα ελληνικά
πανεπιστημιακά ιδρύματα στο διεθνές ακαδημαϊκό περιβάλλον. Απεναντίας, η
φοιτητική μετανάστευση στην Ελλάδα προκύπτει μάλλον από παράγοντες που οδηγούν
στη λειτουργική σύνδεση πολιτικών επιλογών, οικονομικών σκοπιμοτήτων και
πολιτισμικών συγκλίσεων. Ανταποκρίνεται δηλαδή στη φυγή των μεταναστών φοιτητών
από τις χώρες αποστολής για λόγους που σχετίζονται με την ανυπαρξία ακαδημαϊκών
θεσμών ή το υποβαθμισμένο επίπεδο της παρεχόμενης εκπαίδευσης, την πολιτική
καταπίεση, την εμπλοκή σε πολεμικές συρράξεις, τη δημογραφική πίεση και την
οικονομική εξαθλίωση, αλλά και στην ετοιμότητα του ελληνικού εκπαιδευτικού
συστήματος που χωρίς να έχει τις απαραίτητες εκπαιδευτικές-θεσμικές υποδομές
κατόρθωνε δίχως κραδασμούς να εντάσσει τους μετανάστες φοιτητές στα ελληνικά
εκπαιδευτικά δρώμενα. Στην Ελλάδα διαπιστώνεται ιστορικά ότι υπάρχει βούληση
προσέλκυσης ξένων φοιτητών, αλλά όχι πάντα συστηματική πολιτική, συγκροτημένη
σε θεσμικά πλαίσια για την παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών.
ΑΡΧΕΙΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Επετηρίδες της Εκπαίδευσης (1928-1998), Εθνική
Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.).
Για το νομικό καθεστώς της φοιτητικής μετανάστευσης
στην Ελλάδα αντλούμε στοιχεία από τις ακόλουθες πηγές:
Κόκκινος Ν. (Αστυν.Α), Μεταξάς Δ. (Υπομοίραρχος),
«Τακτοποίησις αλλοδαπών φοιτητών των Εθνικών Πανεπιστημίων και μαθητών των
Εθνικών Οικοτροφείων» στο: Αλλοδαποί εν
Ελλάδι και Ημεδαποί Ταξειδεύοντες, Υπουργείο Εσωτερικών, Κεντρική Υπηρεσία
Αλλοδαπών, Αθήνα 1935.
Παναγούλιας Γ., (Αστ.Α), Αλλοδαποί. Συλλογή νομοθεσίας. Συλλογή νομοθεσίας Υπουργείου Εσωτερικών,
Τυπογραφείο Βασ. Χωροφυλακής, Αθήνα 1958.
Νομοθετικό Διάταγμα της 10ης Μαρτίου 1926.
Ν. 4310/1929
Ν. 5405/1932
Ν. 719/28-06-1948
Ν. 1351/28/04/1983, (ΦΕΚ 56), Τεύχος Πρώτο: Εισαγωγή
σπουδαστών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και άλλες διατάξεις
Ν. 1771/19-04-1688, (ΦΕΚ 71), Τροποποίηση και
συμπλήρωση του συστήματος εισαγωγής σπουδαστών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και
άλλες διατάξεις
Ν. 2525/1997 (ΦΕΚ 188-Α)
Υπουργική απόφαση Φ 152/Β6/1504, (ΦΕΚ 659 /
30-05-2001)
Υπουργική απόφαση Φ151/17104/Β6/17-02-2006
Koutsoubakis Georges, Repertoire des accords internationaux
conclus par la Grèce (1822-1978), Editions Avlos, Athenes 1979.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Ανθόπουλος Κ., Μπουζάκης Σ., Τζήκας Χ., Η κατάρτιση των δασκάλων – διδασκαλισσών και των νηπιαγωγών στην Ελλάδα, τόμος 2: Η περίοδος των παιδαγωγικών ακαδημιών και των σχολών νηπιαγωγών (1933-1987), Gutenberg, Αθήνα 2002.
Βούρη, Σοφία, Εκπαίδευση
και εθνικισμός στα Βαλκάνια: Η περίπτωση της βορειοδυτικής Μακεδονίας 1870-1904,
Παρασκήνιο, Αθήνα 1992.
Βούρη, Σοφία,
Οικοτροφεία και υποτροφίες στη Μακεδονία: 1903-1913, Τεκμήρια ιστορίας, Gutenberg, Αθήνα 2005.
Δημαράς, Κ. Θ., Εν
Αθήναις τη 3 Μαΐου 1837. Μελέτη ιστορική και φιλολογική, Εθνικό και
Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 1987.
Κιμουρτζής, Παναγιώτης, Πανεπιστήμιο Αθηνών 1837-1862: Οι πρώτες γενιές των διδασκόντων,
ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης
Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 2001, ιδίως το κεφάλαιο «Και άλλα ιδεολογήματα στην
αφετηρία του Πανεπιστημίου Αθηνών».
Κιντής, Οικονομικό
Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ιστορική ανασκόπηση και προοπτικές. 70 χρόνια,
Παπαζήσης, Αθήνα 1990.
Κριμπάς Κώστας, «Η Ανώτατη Παιδεία, 1922-1940», στο: Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιστημονική επιμέλεια), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμος 7: Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940: Από την Αβασίλευτη Δημοκρατία στη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003.
Κριμπάς Κώστας,
«Ανώτατη Παιδεία και έρευνα», στο: Βασίλης Παναγιωτόπουλος, ό.π., τόμος 9: Νικητές και ηττημένοι 1949-1974. Νέοι ελληνικοί προσανατολισμοί:
ανασυγκρότηση και ανάπτυξη.
Λάππας, Κώστας, Πανεπιστήμιο
και Φοιτητές στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα, Ιστορικό Αρχείο
Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών
Ε.Ι.Ε., Αθήνα 2004.
Λάππας, Κώστας, «Πανεπιστήμιο Αθηνών. Θεσμικό πλαίσιο,
οργάνωση, ιδεολογική λειτουργία», στο: Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000,
τόμος 4ος : Το ελληνικό
κράτος, 1833-1871. Η εθνική εστία και ο Ελληνισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003.
Παπαδιαμαντάκη Π., Η
κινητικότητα ξένων φοιτητών προς την Ελλάδα: 1975-1995, αδημοσίευτη
διδακτορική διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών,
Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Αθήνα 2001.
Πυργιωτάκης Ι.Ε., Η
Οδύσσεια του διδασκαλικού επαγγέλματος, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992.
Σταμέλος, Γιώργος, Τα πανεπιστημιακά παιδαγωγικά τμήματα: καταβολές, παρούσα κατάσταση, προοπτικές, Gutenberg, Αθήνα 1999.
Τσουκαλάς
Κωνσταντίνος, Εξάρτηση και αναπαραγωγή: Ο
κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα: 1830-1922,
Θεμέλιο, Αθήνα 1992.
[1] Οι βασικές πηγές για τη σύνταξη των στατιστικών πινάκων είναι οι Επετηρίδες της Εκπαίδευσης, που εκδίδει η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.). Αυτές προκύπτουν από τα ατομικά δελτία φοιτητών και τις συγκεντρωτικές καταστάσεις και τα απογραφικά δελτία των γραμματειών των τμημάτων. Η ταυτόχρονη χρήση και των δύο αυτών πηγών έχει ως αποτέλεσμα την ύπαρξη διαφορετικών αριθμητικών δεδομένων, μεταξύ των πινάκων, για το ίδιο ακαδημαϊκό έτος. Επιπλέον, δεν διευκρινίζεται σε όλες τις περιπτώσεις εάν τα δεδομένα αυτά αφορούν το σύνολο των φοιτητών ή όσων παρέδωσαν συμπληρωμένο το απογραφικό τους δελτίο. Ακόμα, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τις περιόδους (ακαδημαϊκά έτη): 1932-1933, 1939-1955, 1966-1968, 1986-1988 και 1989-1991, καθώς και για τα δύο τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα (1998-2000) για τα οποία δεν έχει ολοκληρωθεί η επεξεργασία των δεδομένων. Ο εντοπισμός των αλλοδαπών φοιτητών μέχρι το 1966 καθίσταται προβληματικός από το γεγονός ότι δεν είχε προβλεφθεί η παράμετρος «Αλλοδαποί». Για το λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκε ως ένδειξη φοιτητικής μετανάστευσης η δήλωση της εθνικότητας (παράμετρος «Ξένη») μέχρι το 1939 και το «Διαμέρισμα Γέννησης» (παράμετρος «Εξωτερικό») από το 1955 μέχρι το 1966. Για το λόγο αυτό οι ομογενείς συνυπολογίζονται στα ποσοστά της φοιτητικής μετανάστευσης αλλοδαπών. Η ανυπαρξία των στοιχείων σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και ο διαφορετικός τρόπος συλλογής και παρουσίασης των αριθμητικών δεδομένων, όπως η καταμέτρηση των αλλοδαπών φοιτητών (στο σύνολό τους μέχρι το 1982-83 και μόνο των πρωτοεγγραφομένων από το 1983 έως το 1998), μας υποχρεώνει ώστε η συγκριτική παρουσίαση των δεδομένων μας να βασιστεί σε ποσοστά και όχι σε απόλυτες τιμές. Από το 1983 η σύγκριση του συνόλου των αλλοδαπών φοιτητών με το γενικότερο φοιτητικό πληθυσμό στην Ελλάδα πρέπει να γίνεται βάσει του συνολικού αριθμού των πρωτοετών φοιτητών (Διάγραμμα 1) επειδή δεν υπάρχουν για τους αλλοδαπούς φοιτητές συγκρίσιμα στοιχεία σε σχέση με αυτά του συνόλου των φοιτητών. Πρέπει να επισημανθεί τέλος, ότι για το χρονικό διάστημα 1975-1995 διαθέτουμε την εμπεριστατωμένη και εξαντλητική διατριβή της Π. Παπαδιαμαντάκη Η κινητικότητα ξένων φοιτητών προς την Ελλάδα: 1975-1995, η οποία όμως χρησιμοποιεί ως πηγή δεδομένων τους ονομαστικούς πίνακες κύρωσης επιτυχόντων ξένων φοιτητών (αλλοδαποί/αλλογενείς, Έλληνες του εξωτερικού, Κύπριοι) τους οποίους συντάσσει και συγκεντρώνει το Τμήμα Εισιτηρίων Εξετάσεων του ΥΠΕΠΘ. Αντίθετα, η δική μας έρευνα επεξεργάζεται τα στατιστικά στοιχεία που παρέχει η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ΕΣΥΕ). Πρέπει να τονίσουμε επίσης την ανάγκη σύγκρισης των στοιχείων των δύο πηγών ώστε να σταθμιστούν οι διαθέσιμες πληροφορίες και να προκύψουν ασφαλέστερα ερευνητικά πορίσματα, δεδομένου ότι για το χρονικό διάστημα των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα υπάρχουν σημαίνουσες αποκλίσεις.
[2] Για το νομικό καθεστώς της φοιτητικής μετανάστευσης
στην Ελλάδα αντλούμε στοιχεία από τις ακόλουθες πηγές:
Κόκκινος Ν. (Αστυν.Α), Μεταξάς Δ. (Υπομοίραρχος),
«Τακτοποίησις αλλοδαπών φοιτητών των Εθνικών Πανεπιστημίων και μαθητών των
Εθνικών Οικοτροφείων» στο: Αλλοδαποί εν
Ελλάδι και Ημεδαποί Ταξειδεύοντες, Υπουργείο Εσωτερικών, Κεντρική Υπηρεσία
Αλλοδαπών, Αθήνα 1935.
Παναγούλιας Γ., (Αστ.Α), Αλλοδαποί. Συλλογή νομοθεσίας. Συλλογή νομοθεσίας Υπουργείου Εσωτερικών,
Τυπογραφείο Βασ. Χωροφυλακής, Αθήνα 1958.
Νομοθετικό Διάταγμα της 10ης Μαρτίου 1926.
Ν. 4310/1929
Ν. 5405/1932
Ν. 719/28-06-1948
Ν. 1351/28/04/1983, (ΦΕΚ 56), Τεύχος Πρώτο: Εισαγωγή σπουδαστών
στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και άλλες διατάξεις
Ν. 1771/19-04-1688, (ΦΕΚ 71), Τροποποίηση και
συμπλήρωση του συστήματος εισαγωγής σπουδαστών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και
άλλες διατάξεις
Ν. 2525/1997 (ΦΕΚ 188-Α)
Υπουργική απόφαση Φ 152/Β6/1504, (ΦΕΚ 659 /
30-05-2001)
Υπουργική απόφαση Φ151/17104/Β6/17-02-2006
Γενικότερα
για τις διεθνείς, διακρατικές ή διμερείς συνθήκες με μορφωτικό και εκπαιδευτικό
περιεχόμενο που συνυπέγραψε το ελληνικό κράτος και αφορούσαν και τη φοιτητική
μετανάστευση βλέπε Koutsoubakis Georges, Repertoire des accords internationaux conclus par
[3]Λάππας Κ. , 346, βλέπε και Σοφία Βούρη, Οικοτροφεία και υποτροφίες στη Μακεδονία: 1903-1913, Τεκμήρια ιστορίας, Gutenberg, 2005· της ίδιας, Εκπαίδευση και εθνικισμός στα Βαλκάνια: Η περίπτωση της βορειοδυτικής Μακεδονίας 1870-1904, Παρασκήνιο, Αθήνα 1992.
[4] Λάππας, ό.π., 345
[5] Από αυτούς αλβανική εθνική συνείδηση ίσως είχαν ή διαμόρφωσαν αργότερα ορισμένοι από όσους προέρχονταν από τα σαντζάκια του Αργυροκάστρου, του Μπερατίου και της Σκόδρας. Και αυτοί δεν υπερέβαιναν τους 43 (Λάππας, 336).
[6] Ειδικότερα, από τις περιοχές Συρίας-Παλαιστίνης προέρχονταν 9 φοιτητές, από την Αίγυπτο 27, από τη Σερβία 5, από τη Ρουμανία 62, από την Αυστροουγγαρία 16, από τη Ρωσία 21, από την Ιταλία 9, από τη Γαλλία 4, από τη Γερμανία 5, από την Αγγλία 7, από τη Σουηδία 2, από τις ΗΠΑ 5, ενώ για δύο αλλοδαπούς φοιτητές δεν υπάρχουν στοιχεία καταγωγής και προέλευσης (Λάππας, 313, πίνακας 9: Γεωγραφική προέλευση φοιτητών)
[7] Ό.π., 339.
[8] Η μελέτη και παρουσίαση της κατανομής σε σχέση με τη γεωγραφική προέλευση των αλλοδαπών φοιτητών στην Ελλάδα έγινε με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία που αφορούν την χρονική περίοδο 1968-1998 για το λόγο ότι μόνο σε αυτή υπάρχουν αναλυτικά στοιχεία ανά ήπειρο και χώρα για όλες τις σχολές, τμήματα και ακαδημίες ώστε να είναι δυνατή η συγκριτική παρουσίασή τους.
[9] Η Κύπρος, σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, εντάσσεται γεωγραφικά στην Ασία.
[10] Είναι αδιευκρίνιστος ο αριθμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Κωνσταντινούπολης οι οποίοι είχαν την τουρκική υπηκοότητα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ομογενείς φοιτητές.
[11] Το Πανεπιστήμιο Αθηνών ιδρύεται το 1837 και ο πρώτος νόμος και κανονισμός, ταυτόχρονα, λειτουργίας που το διέπει κατά την εξεταζόμενη περίοδο είναι ο 5343 του 1932. Ο ιδρυτικός νόμος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης είναι ο 3341/14 Ιουνίου 1925 που ψηφίζεται από την Δ’ Συντακτική Συνέλευση, ενώ η έναρξη λειτουργίας του γίνεται το 1926. Η Γεωπονική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ιδρύεται το 1920, ανωτατοποιείται το 1930 και επανιδρύεται το 1943 μετά τη –μεταξική επινεύσει και βουλήσει- ένταξή της στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Η Πάντειος ιδρύεται το 1930 και ανωτατοποιείται το 1937. Το 1920 ιδρύεται η Ανωτάτη Σχολή Εμπορικών Σπουδών, η οποία υπάγεται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και θεωρείται ισότιμη με τα Πανεπιστήμια (Ν. 2191/18-7-1920). Το 1926 η Ανωτάτη Σχολή Εμπορικών Σπουδών μετονομάζεται σε Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Σπουδών (ΑΣΟΕΕ) και κυρώνεται ο οργανισμός λειτουργίας της (Ν.Δ. 5/17/5/1926). Το 1939 η Σχολή υπάγεται στο Υπουργείο Παιδείας, αναγνωρίζεται ως ισότιμη με το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το ΕΜΠ και τάσσεται ιεραρχικά μετά το ΕΜΠ (Α.Ν. 1622/1939 και Ν.Δ. 2007/1939). Βλέπε σχετικά Ανδρέας Κιντής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ιστορική ανασκόπηση και προοπτικές. 70 χρόνια, Παπαζήσης, Αθήνα 1990. Οι Βιομηχανικές Σχολές Πειραιώς και Θεσσαλονίκης γίνονται ανώτατα πανεπιστημιακά ιδρύματα στα τέλη της δεκαετίας του 1950, παρά το γεγονός ότι η πρώτη λειτουργεί από το 1938 και η δεύτερη από το 1948. Το Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης ιδρύεται το 1955. Το 1964 ιδρύεται το Πανεπιστήμιο Πατρών, ενώ το ίδιο έτος αρχίζει να λειτουργεί και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων αρχικά ως παράρτημα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και από το 1970 ως αυτόνομο ίδρυμα. Τέλος, το 1973 ιδρύονται τα Πανεπιστήμια Κρήτης και Θράκης, το 1977 το Πολυτεχνείο Κρήτης, το 1984 το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και το 1985 το Πανεπιστήμιο Αιγαίου και το Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
[12] Η μελέτη και παρουσίαση της ποσοστιαίας κατανομής, σε συγκριτική βάση, σχετικά με την επιλογή σπουδών έγινε από τα διαθέσιμα στοιχεία που αφορούν την χρονική περίοδο 1968-1986 για το λόγο ότι μόνο σε αυτή υπάρχουν δεδομένα για όλες τις σχολές, τμήματα και ακαδημίες.
[13]
Η ανωτατοποίηση των Παιδαγωγικών Σχολών γίνεται πραγματικότητα με το Προεδρικό
Διάταγμα 320 / 1983, με το οποίο καταργούνται οι Παιδαγωγικές Ακαδημίες διετούς
φοίτησης, οι οποίες είχαν συσταθεί με το Νόμο 5802 / 1933. Βλ. σχετικά:
Σταμέλος Γιώργος, Τα πανεπιστημιακά
παιδαγωγικά τμήματα: καταβολές, παρούσα κατάσταση, προοπτικές, Gutenberg, Αθήνα 1999·
Πυργιωτάκης Ι.Ε., Η Οδύσσεια του
διδασκαλικού επαγγέλματος, Εκδοτικός
Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992· Ανθόπουλος Κ., Μπουζάκης Σ.,
Τζήκας Χ., Η κατάρτιση των δασκάλων –
διδασκαλισσών και των νηπιαγωγών στην Ελλάδα, τόμος 2: Η περίοδος των παιδαγωγικών ακαδημιών και των σχολών νηπιαγωγών
(1933-1987), Gutenberg,
Αθήνα 2002.
[14] Από το 1965 άρχισαν να θεσπίζονται ποσοστώσεις για την εισαγωγή ομογενών και Ελλήνων του εξωτερικού φοιτητών στις σχολές θετικής κατεύθυνσης (5% επί του συνολικού αριθμού εισακτέων και 5% Κύπριοι και από το 1970 10%), χωρίς αυτές να αφορούν τους εισαγόμενους σε σχολές θεωρητικής κατεύθυνσης. Από το 1971 θεσπίζονται ποσοστώσεις και για τους αλλοδαπούς-αλλογενείς που εισάγονται σε σχολές θετικής κατεύθυνσης (10% επί του συνολικού αριθμού εισακτέων) χωρίς το μέτρο αυτό να θίγει τους εισαγόμενους στις σχολές θεωρητικής κατεύθυνσης. Όμως στο χρονικό διάστημα 1976-1986 τα όρια των ποσοστώσεων πέφτουν δραματικά φθάνοντας για τους αλλοδαπούς-αλλογενείς φοιτητές μόλις το 1%, κατάσταση που ανατρέπεται από το 1988, μόνο όμως για τις θεωρητικές επιστήμες, ανεβάζοντας την ποσόστωση εισαγωγής στο 2-3% (βλ. Παπαδιαμαντάκη, ό.π., 183-184).
[15] Από την ίδρυση του Παν/μίου Αθηνών θεσπίζεται η «Επί
των Αλλοδαπών Εξεταστική Επιτροπή» που αποτελούνταν [συνήθως] από καθηγητές της
Φιλοσοφικής Σχολής με αρμοδιότητα να κρίνουν, με σχετική ελαστικότητα, τους
αλλοδαπούς μαθητές, συμπεριλαμβανομένων και όσων προέρχονταν από τον χώρο του
«έξω ελληνισμού» προκειμένου να φοιτήσουν στο Πανεπιστήμιο. Η επιτροπή αυτή
λειτούργησε έως το 1863 σε εφαρμογή του πνεύματος που διείπε την ίδρυση του
Παν/μίου: να απευθύνεται στην «εθνική ολομέλεια» και στους γειτονικούς λαούς. Η
βασική όμως διαδικασία εγγραφής στο Πανεπιστήμιο στηριζόταν στην προσκόμιση
απολυτηρίου Γυμνασίου. Άρα η ένταξη των αλλοδαπών ή ομογενών υποψηφίων φοιτητών
στο Γυμνάσιο ήταν πλέον μετά το 1863 απαραίτητη προϋπόθεση για την
πανεπιστημιακή τους φοίτηση. Βλ. Κώστας Λάππας, «Πανεπιστήμιο Αθηνών. Θεσμικό
πλαίσιο, οργάνωση, ιδεολογική λειτουργία», στο: Βασίλης Παναγιωτόπουλος
(επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού
1770-2000, τόμος 4ος : Το
ελληνικό κράτος, 1833-1871. Η εθνική εστία και ο Ελληνισμός της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, 154-155. Έως το 1925 η πρόσβαση των αλλοδαπών φοιτητών
στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση εξασφαλίζεται μετά από επιτυχή εξέταση ενώπιον
επιτροπής καθηγητών. Γενικότερα, η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση
διαφοροποιούνταν κατά ίδρυμα και χρονική συγκυρία. Η πρόσβαση λόγου χάριν στο
Πολυτεχνείο ήταν δυσκολότερη και λάμβανε χώρα μετά από αυστηρές εισιτήριες
εξετάσεις. Πάντως το εξεταστικό σύστημα που επικράτησε έως το 1964 έδινε εξ
ολοκλήρου την αρμοδιότητα της επιλογής στα ίδια τα πανεπιστημιακά ιδρύματα.
Έκτοτε το σύστημα αυτό αντικαταστάθηκε κατά σειρά από τις κρατικές εξετάσεις με
κατανομή των υποψηφίων φοιτητών σε τέσσερις δέσμες, από το ακαδημαϊκό
απολυτήριο δύο τύπων, από τις πανελλήνιες εξετάσεις, από την επιστροφή στις
τέσσερις δέσμες με συνυπολογισμό του βαθμού του απολυτηρίου του Λυκείου και,
τέλος, από το 2000 από τις πανελλαδικές εξετάσεις στο πλαίσιο του εθνικού απολυτηρίου.
Μετά από επώδυνα ιστορικά γεγονότα, όπως οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, η Μικρασιατική
Καταστροφή και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, θεσπίζονταν χαριστικές διατάξεις
και φοιτητικές διευκολύνσεις που διόγκωναν υπέρμετρα τον αριθμό των εισαγομένων
φοιτητών για να αντιμετωπιστεί η κοινωνική πίεση. Βλέπε σχετικά Κώστας Κριμπάς,
«Η Ανώτατη Παιδεία, 1922-1940», στο: Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιστημονική
επιμέλεια), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού
1770-2000, τόμος 7: Ο Μεσοπόλεμος
1922-1940: Από την Αβασίλευτη Δημοκρατία στη Δικτατορία της 4ης
Αυγούστου, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, 189 και 194, και του ίδιου,
«Ανώτατη Παιδεία και έρευνα», στο: Βασίλης Παναγιωτόπουλος, ό.π., τόμος 9: Νικητές και ηττημένοι 1949-1974. Νέοι ελληνικοί προσανατολισμοί:
ανασυγκρότηση και ανάπτυξη, 156. Η Παπαδιαμαντάκη ό.π., 121, μας πληροφορεί ότι «[…] η πρόσβαση των ξένων φοιτητών
στην ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση είναι ελεύθερη [από τη δεκαετία του 1930]
μέχρι το 1965. Αλλοδαποί-αλλογενείς και ομογενείς-Έλληνες του εξωτερικού
εγγράφονται στις ανώτερες και ανώτατες σχολές άνευ εξετάσεων και καθ’ υπέρβαση
του αριθμού εισακτέων. Η παρέμβαση της πολιτείας περιορίζεται στη ρύθμιση των
προϋποθέσεων για την υπαγωγή ενός ατόμου στους υποψηφίους ειδικών κατηγοριών».
Το καθεστώς αυτό ανατρέπεται το 1965 με την καθιέρωση του ακαδημαϊκού
απολυτηρίου ως προϋπόθεσης για την εγγραφή στα ΑΕΙ. Το 1983, με τη ψήφιση του
νόμου 1351 (ο οποίος τροποποιείται και συμπληρώνεται το 1988 με το νόμο 1771),
καθορίζεται ο αριθμός των θέσεων εισαγομένων, οι ομάδες Σχολών, το δικαίωμα
συμμετοχής και τα κριτήρια επιλογής υποψηφίων σπουδαστών στην Τριτοβάθμια
εκπαίδευση. Στο άρθρο 3 γίνεται αναφορά στους υποψηφίους ειδικών κατηγοριών
μέσα στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι Έλληνες του εξωτερικού, τα παιδιά των
Ελλήνων υπαλλήλων στο εξωτερικό, οι Κύπριοι, οι Αλλογενείς-Αλλοδαποί, οι
Αλλογενείς-Αλλοδαποί υπότροφοι του ελληνικού κράτους και οι Ομογενείς υπότροφοι
του ελληνικού κράτους. Το 2001, με την υπουργική απόφαση Φ152/Β6/1504 (ΦΕΚ
659/30-05-2001), θεσπίζονται οι προϋποθέσεις υπαγωγής, οι σχολές και τα τμήματα
πρόσβασης, τα ποσοστά θέσεων, τα δικαιολογητικά και ο τρόπος επιλογής,
εισαγωγής και εγγραφής στις σχολές των υποψηφίων που υπάγονται στις ειδικές
κατηγορίες που είναι: 1) Τέκνα Ελλήνων του εξωτερικού που έχουν αποφοιτήσει από
ελληνικά Λύκεια, 2) Τέκνα Ελλήνων υπαλλήλων αποσπασμένων σε ελληνικές δημόσιες
υπηρεσίες στο εξωτερικό ή σε διεθνείς οργανισμούς στους οποίους μετέχει η
Ελλάδα, που έχουν αποφοιτήσει από ελληνικά Λύκεια, 3) Έλληνες απόφοιτοι ξένων
Λυκείων ή αντίστοιχων σχολείων που λειτουργούν στο εξωτερικό, 4)
Αλλοδαποί-Αλλογενείς, 5) Αλλογενείς-Αλλοδαποί υπότροφοι του ελληνικού κράτους,
6) Ομογενείς υπότροφοι του ελληνικού κράτους, 7) Κύπριοι, και 8) Μουσουλμανική
μειονότητα της Θράκης. Σύμφωνα με την υπουργική απόφαση
Φ151/17104/Β6/17-02-2006 (η οποία ισχύει μέχρι και σήμερα), στις ειδικές
κατηγορίες εντάσσεται και η κατηγορία «Κοινοτικοί Αλλοδαποί». Εκτός των άλλων
οδηγιών για την εισαγωγή Αλλοδαπών-Αλλογενών στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση,
προβλέπεται το κριτήριο γλωσσομάθειας, βάσει του οποίου ο υποψήφιος για να
εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο θα πρέπει να έχει βεβαίωση των Πανεπιστημίων Αθήνας,
Θεσσαλονίκης ή πιστοποιητικό 3ου επιπέδου του Κέντρου Ελληνικής
Γλώσσας, καθώς και η καταβολή διδάκτρων (με τα οποία καλύπτεται ένα μικρό
ποσοστό των δαπανών φοίτησης και των διδακτικών βιβλίων που τους χορηγούνται)
για όσους όμως προέρχονται από χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.