Η  ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ  ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ  ΣΤΗΝ  ΚΥΠΡΟ

 ΑΠΟ  ΤΗΝ  ΕΠΟΧΗ  ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ (1960) ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ: 

ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ

 

                                                    

 

 

Χρήστος ΘΕΟΦΙΛΙΔΗΣ

Δρ., πρώην Καθηγητής Παν/μίου Κύπρου

 τ. Πρόεδρος Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας

 

 

 

            Αρχίζω την εισήγησή μου με αναφορά σε μια πρώτη παραδοξότητα.  Ενώ από την αρχαιότητα ως σήμερα η Κύπρος παρέμεινε χώρος καλλιέργειας φιλομάθειας, μόλις πριν από 27 χρόνια κατόρθωσε να οριστικοποιήσει την απόφασή της για ίδρυση κρατικού πανεπιστημίου.  Η επισήμανση αυτή δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξε ενδιαφέρον ή ευκαιρίες για ίδρυση πανεπιστημίου στην Κύπρο.  Γνωρίζουμε ότι ενδιαφέρον για ίδρυση πανεπιστημίου στην Κύπρο εκδηλώθηκε ήδη από το 1600. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Βενιαμίν στις διαβουλεύσεις που είχε με τον απεσταλμένο του οίκου της Σαβοΐας Φραγκίσκο Ακκίδα για την απελευθέρωση της Κύπρου από τον Οθωμανικό ζυγό ζήτησε, και το αίτημά του έγινε αποδεκτό, να ιδρυθεί πανεπιστήμιο στην Κύπρο1. 

 

Γνωρίζουμε, επίσης, ότι ο κυβερνήτης της Κύπρου Sir Richmond Palmer προσπάθησε μετά την επανάσταση του 1931 και συγκεκριμένα το 1935 να ιδρύσει πανεπιστήμιο στην Κύπρο, ιδέα η οποία εγκαταλείφθηκε αργότερα για οικονομικούς, πρακτικούς αλλά και πολιτικούς λόγους2. Το 1961 ο Αμερικανός Πρόεδρος John F. Kennedy πρότεινε στον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να ιδρυθεί πανεπιστήμιο στην Κύπρο με απώτερο στόχο την καλλιέργεια πνεύματος συνεργασίας μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων φοιτητών για να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ των δυο κοινοτήτων.  Παρόμοιοι ήταν και οι στόχοι του Αμερικανού πρέσβη David Popper το 1970 για ίδρυση περιφερειακού πανεπιστημίου στην Κύπρο υπό την αιγίδα της UNESCO και των Ηνωμένων Εθνών3.  Και οι δυο αυτές εισηγήσεις απορρίφθηκαν, επειδή πολλοί Ελληνοκύπριοι υποπτεύονταν πως πίσω απ’ αυτές κρυβόταν η πρόθεση υπονόμευσης των εθνικών τους επιδιώξεων.  Το συμπέρασμα είναι σαφές:  οι ιδεολογίες, οι θεσμοί και οι περιστάσεις4 που επικράτησαν κατά τις διάφορες περιόδους της πρόσφατης ιστορίας της Κύπρου δεν ευνόησαν την ίδρυση πανεπιστημίου.

            Συνεχίζω με αναφορά σε μια δεύτερη παραδοξότητα.  Ενώ χρειάστηκαν οκτώ συνολικά εκθέσεις και έντεκα χρόνια μετά την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να ιδρυθεί πανεπιστήμιο στην Κύπρο, μέσα στην τελευταία πενταετία εξασφαλίστηκαν οι προϋποθέσεις για ίδρυση δυο νέων κρατικών πανεπιστημίων και τέθηκαν οι βάσεις για αναβάθμιση στο πανεπιστημιακό επίπεδο ιδρυμάτων ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

            Προχωρώ στο ουσιαστικό μέρος της εισήγησής μου.  Θα αναφερθώ περιληπτικά στην ιστορική εξέλιξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Κύπρο κατά την ιστορική περίοδο της ανεξαρτησίας του νησιού (1960 ως σήμερα).  Διακρίνω τρεις περιόδους σ’ αυτήν την εξέλιξη, οι οποίες σχετίζονται με τρεις αντίστοιχες νομοθεσίες:

*       περίοδος αναποφασιστικότητας και αμφιταλάντευσης (1960-1989) για ίδρυση κρατικού πανεπιστημίου (Ν.144/19895).

*       περίοδος βεβαιότητας (2001-2005) με την ίδρυση δυο νέων κρατικών πανεπιστημίων (Ν.198(Ι)/2003 και Ν.234(Ι)/20036).

*       περίοδος πλουραλισμού (2005+) με την πρόθεση αναβάθμισης σε πανεπιστημιακό επίπεδο ιδιωτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (Νόμος 109(Ι)/20057).

Θα αναφερθώ συνοπτικά στις λεπτομέρειες κάθε περιόδου, ακολουθώντας την αρχή της ιστορικότητας8.  Θα περιγράψω δηλαδή το πλέγμα των παραγόντων που αλληλοδιαπλέκονται και αλληλοκαθορίζονται στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο κατά την οποία λήφθηκαν οι σχετικές αποφάσεις.

 

Περίοδος αναποφασιστικότητας και αμφιταλάντευσης

            Η περίοδος της αναποφασιστικότητας και αμφιταλάντευσης αρχίζει με την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ανεξάρτητου κράτους το 1960 και τελειώνει με την ψήφιση του σχετικού νόμου το 1989 για ίδρυση του πρώτου κρατικού πανεπιστημίου στην Κύπρο.  Πρόκειται για μια περίοδο αναποφα-σιστικότητας ως προς το αν έπρεπε να ιδρυθεί πανεπιστήμιο, ως προς το ποιος έπρεπε να είναι ο χαρακτήρας και η μορφή του, ως προς τις σχολές και τα τμήματα που θα έπρεπε να δημιουργηθούν, ως προς τη γλώσσα διδασκαλίας και ως προς το χώρο ανέγερσης του πανεπιστημίου.

            Στο δοτό σύνταγμα που επιβλήθηκε στην Κύπρο το 1960, καμιά αναφορά δεν γινόταν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.  Με το ίδιο σύνταγμα επιβλήθηκε μια διαχωριστική διευθέτηση στη δημόσια εκπαίδευση των δύο βασικών κοινοτήτων του νησιού μέσω δυο ξεχωριστών Κοινοτικών Συνελεύσεων με αρμοδιότητα στα εκπαιδευτικά-πολιτιστικά θέματα.  Η διευθέτηση αυτή έμελλε να διαδραματίσει αρνητικό ρόλο στη δημιουργία κρατικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.

            Διευκρινίζω, ωστόσο, ότι στο νησί υπήρχαν και λειτουργούσαν μη πανεπιστημιακές σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από την περίοδο της βρετανικής διακυβέρνησης, οι οποίες συνέχισαν τη λειτουργία τους και μετά τη μεταπολίτευση του 1960.  Η Νοσηλευτική Σχολή και το Δασικό Κολέγιο ιδρύθηκαν από την αποικιοκρατική κυβέρνηση το 1945 και 1951, αντίστοιχα.  Το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο και το Ανώτερο Ξενοδοχειακό Ινστιτούτο ιδρύθηκαν το 1968 και 1969, αντίστοιχα, από την κυπριακή κυβέρνηση, μέσω του Ταμείου Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (UNDP).  Το 1960 ιδρύθηκε επίσης από την κυπριακή κυβέρνηση η Παιδαγωγική Ακαδημία σε αντικατάσταση του Διδασκαλικού Κολεγίου που λειτούργησε επί αποικιοκρατίας.  Το 1976 προστέθηκε το Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης, για μονοετή κύκλο μεταπτυχιακών σπουδών στη «Διοίκηση Επιχει-ρήσεων».  Θα επανέλθω αργότερα στις εν λόγω σχολές για να σχολιάσω, από τη μια, την προσφορά τους, και, από την άλλη, τη μετεξέλιξή τους σε πανεπιστήμιο. 

            Παράλληλα με τις σχολές δημόσιας, μη πανεπιστημιακής, τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δημιουργήθηκαν σταδιακά και ιδιωτικές σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίες λειτουργούσαν είτε αυτοδύναμα είτε σε συνεργασία με πανεπιστήμια του εξωτερικού για συγκεκριμένα προγράμματα.  Μέχρι το 1996 που ιδρύθηκε το Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης Πιστοποίησης, οι εν λόγω σχολές λειτούργησαν χωρίς αξιολόγηση-πιστοποίηση των προγραμμάτων τους.

            Το ενδιαφέρον για ίδρυση πανεπιστημίου στην Κύπρο εκδηλώθηκε από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας.  Κορύφωση αυτού του ενδιαφέροντος ήταν  η πρώτη επίσημη εγγραφή και συζήτηση του θέματος στη Βουλή των Αντιπροσώπων το 1968.  Ταυτόχρονα, όμως, εμφανίστηκαν και οι διαφωνίες αναφορικά με το είδος και το χαρακτήρα του πανεπιστημίου.  Φάνηκε από την πρώτη στιγμή ότι η ίδρυση πανεπιστημίου ήταν πρόβλημα σύνθετο με πολλές ιδεολογικές και πολιτικές διαστάσεις.  Για θέματα όπως η γλώσσα του πανεπιστημίου, η στελέχωση και ο χώρος ανέγερσης υπήρξαν ατέρμονες συζητήσεις με αντεγκλήσεις, επιχειρήματα και αντιπαραθέσεις, γεγονός που οδήγησε σε αμφιταλάντευση κατά πόσο έπρεπε να ιδρυθεί πανεπιστήμιο, μια αμφιταλάντευση που κράτησε 29 χρόνια.

Διάφοροι παράγοντες συνέβαλαν ώστε να δημιουργηθεί η παραπάνω αμφιταλάντευση.  Πρώτο και κύριο, δυο κυρίαρχες ιδεολογίες επέδρασαν καταλυτικά στη λήψη της απόφασης για ίδρυση πανεπιστημίου.  Η προοδευτική ιδεολογία, από τη μια, ευνοούσε ένα ανεξάρτητο πανεπιστήμιο για εκπαιδευτικούς, πολιτικούς, πολιτιστικούς και οικονομικούς λόγους.  Κατά την άποψη των οπαδών αυτής της ιδεολογίας, η δημιουργία πανεπιστημίου θα ενίσχυε την κρατική υπόσταση της κυπριακής πολιτείας, η ύπαρξη της οποίας ήταν υπό δοκιμασία και αμφισβήτηση μετά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963, θα συνέβαλλε στη διατήρηση της πολιτιστικής ταυτότητας του τόπου και θα επηρέαζε την οικονομία του νησιού, η οποία βρισκόταν σε μετεξέλιξη και από οικονομία γεωργικής παραγωγής εξελισσόταν σε οικονομία βιοτεχνίας, ελαφράς βιομηχανίας και υπηρεσιών9.

            Η εθνικιστική ιδεολογία, από την άλλη, που συγκέντρωνε σημαντικές προσωπικότητες του πνευματικού κόσμου, ήθελε το πανεπιστήμιο να είναι μηχανισμός διατήρησης του ελληνικού πολιτισμού και της εθνικής ταυτότητας.  Γι’ αυτήν την ομάδα, η αποστολή ενός πανεπιστημίου στην Κύπρο θα μπορούσε να εκπληρωθεί και με τη δημιουργία παραρτήματος ελλαδικού πανεπιστημίου.

            Συνακόλουθα, εξίσου σημαντικός για τη δημιουργία πανεπιστημίου στην Κύπρο υπήρξε και ο ρόλος της Εκκλησίας καθώς και αυτός του σωματείου «Φίλοι του Πανεπιστημίου».  Για αιώνες, οι πολιτικές συνθήκες στην Κύπρο ήταν τέτοιες που τόνιζαν τη σημασία της εκπαίδευσης με στόχο τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και του εθνικού συναισθήματος.  Τα δυο αυτά ιδεώδη ενέπνεε και συντηρούσε η εθναρχούσα Εκκλησία της Κύπρου.  Για παράδειγμα, στο σκεπτικό της ίδρυσης του πρώτου ελληνικού σχολείου στην υπό τουρκική κατοχή Κύπρο το 1812, το μετέπειτα Παγκύπριο Γυμνάσιο, ο τότε Αρχιεπίσκοπος εθνομάρτυρας Κυπριανός διακήρυξε πως ο τόπος είχε ανάγκη ενός σχολείου στο οποίο «να μορφώνονται τα παιδιά και να μάθουν να χειρίζονται ορθά τη δική τους γλώσσα10».  Εξάλλου, υποδεχόμενος το 1878 ο Επίσκοπος Κιτίου Κυπριανός στην πόλη της Λάρνακας τον πρώτο Άγγλο κυβερνήτη Sir W. Wolseley τόνισε την προσδοκία των Ελληνοκυπρίων να τύχουν της ίδιας μεταχείρισης της οποίας έτυχαν και οι κάτοικοι των νησιών του Ιονίου και «να τους επιτραπεί να ενωθούν με την Ελλάδα με την οποία συνδέονται εθνικά» 11.  Το ενδιαφέρον της Εκκλησίας για τα εκπαιδευτικά δρώμενα συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια της βρετανικής διακυβέρνησης και λειτούργησε ως εμπόδιο στα σχέδια των Βρετανών να αποκτήσουν πλήρη έλεγχο της εκπαίδευσης.  Δεν ήταν, συνεπώς, δυνατό η Εκκλησία ως θεσμός να μείνει αδιάφορη στην ίδρυση πανεπιστημίου, και μάλιστα ενός πανεπιστημίου με εθνικό χαρακτήρα.

            Παράλληλα, το 1980 δημιουργήθηκε το σωματείο «Φίλοι του Πανε-πιστημίου».  Αντικειμενικός σκοπός της ίδρυσής του ήταν να λειτουργήσει ως ομάδα πίεσης για ίδρυση πανεπιστημίου στην Κύπρο.  Ιδρυτές του σωματείου ήταν κυρίως απόφοιτοι ευρωπαϊκών και αμερικανικών πανεπιστημίων.  Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ήταν εξέχουσες προσωπικότητες της κυπριακής κοινωνίας.  Με συνεχή συνέδρια και ημερίδες, το σωματείο αυτό κράτησε έντονη τη συζήτηση για μια δεκαετία και πρόβαλε συστηματικά το αίτημα για ίδρυση κρατικού πανεπιστημίου12.

            Πέρα από τις ιδεολογίες και τους θεσμούς, στην ίδρυση πανεπιστημίου επέδρασαν και οι κρατούσες περιστάσεις κατά την περίοδο 1960-1990.  Οι εν λόγω περιστάσεις μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε εκπαιδευτικές, πολιτικές και οικονομικές.

            Αρχίζοντας από τις οικονομικές περιστάσεις, επισημαίνουμε ότι το 1985 η Κύπρος διέθετε δυο σύγχρονα λιμάνια, δυο αεροδρόμια, και μόλις είχε ολοκληρώσει την κατασκευή του πρώτου δαπανηρού υπεραστικού αυτοκινητόδρομου.  Παράλληλα, το κατά κεφαλήν εισόδημα το 1984 ήταν $4.00013. Περαιτέρω, παρά τις καταστροφικές επιπτώσεις της τουρκικής εισβολής στην οικονομία, αυτή ήταν υπό πλήρη ανάκαμψη σε βαθμό που χαρακτηρίστηκε οικονομικό θαύμα.

            Προχωρώντας στις εκπαιδευτικές περιστάσεις, σημειώνω τη δεδηλωμένη αγάπη και εκτίμηση των Ελληνοκυπρίων προς την παιδεία.  Διακρίνουμε αυτή τη φιλομάθεια από τα εξής στοιχεία.  Το 1937 φοιτούσαν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών 189 Ελληνοκύπριοι14. Ενώ το ακαδημαϊκό έτος 1970/71 ο αριθμός των Κυπρίων φοιτητών του εξωτερικού ανερχόταν σε 9.236, το 1980/81 ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 11.90015, που συνιστά αύξηση κατά 29% περίπου.  Ο αριθμός Κυπρίων φοιτητών το 1981 κατά χιλιάδα κατοίκων ήταν 23, αριθμός που κατέτασσε την Κύπρο στη 14η θέση ανάμεσα σε 139 χώρες16.  Κατά την ίδια περίοδο, το ποσοστό εγγραφής στη μέση εκπαίδευση ήταν 94%17.  Ήταν και είναι διάχυτη η αντίληψη ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους ότι η μόρφωση συναρτάται με την οικονομική και κοινωνική κινητικότητα του ατόμου.

            Οι πολιτικές περιστάσεις, τέλος, ήταν πιεστικές για ίδρυση πανεπιστημίου. Πρώτο, οι συνομιλίες για λύση του κυπριακού προβλήματος κατέρρευσαν το 1986 και η ελπίδα για μια συμφωνία των δυο κοινοτήτων να ιδρυθεί κρατικό πανεπιστήμιο εξέλιπε.  Δεύτερο, η ίδρυση πανεπιστημίου θα είχε πολιτική σημασία με την έννοια ότι θα συνιστούσε αναγνώριση και ηθική υποστήριξη στο κυπριακό κράτος, το οποίο βρισκόταν υπό την απειλή της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής. Τρίτο, η αποφασι-στικότητα των Ελληνοκυπρίων να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργούσε προοπτική ανοικτών οριζόντων.  Στο νέο αυτό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό συγκείμενο έπρεπε να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για ίσες ευκαιρίες των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας, ώστε αυτοί να είναι σε θέση να ανταγωνίζονται τους λαούς των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

            Από την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτει ότι το σκηνικό ίδρυσης κρατικού πανεπιστημίου στην Κύπρο ήταν σύνθετο και αμφιλεγόμενο.  Ενώ το αίτημα για ίδρυση πανεπιστημίου έγινε σταδιακά καθολικό, υπήρχαν αντιπαραθέσεις και διαφωνίες ως προς το χαρακτήρα, τη μορφή και τη γλώσσα του πανεπιστημίου, οι οποίες οδήγησαν σε αμφιταλάντευση και δυσχέραναν τη λήψη της σχετικής απόφασης.  Η αμφιταλάντευση και αναποφασιστικότητα αντανακλάται στο γεγονός ότι χρειάστηκαν οκτώ μελέτες18 και εικοσιεννέα χρόνια διαβουλεύσεων για την ψήφιση του σχετικού νόμου.  Ανθολογώ τα κύρια στάδια αυτής της πορείας.

1968:

Εγγράφεται το θέμα στη Βουλή

 

1976:

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξαγγέλλει στο πλαίσιο του Έτους Παιδείας την πρόθεση της Κυβέρνησης να ιδρύσει Πανεπιστήμιο.  Ταυτόχρονα, το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει τη Διυπουργική Επιτροπή Μελέτης Ίδρυσης Πανεπιστημίου.

 

1978:

Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίζει την ίδρυση πανεπιστημίου.

 

1981:

Η Βουλή αποφασίζει ομόφωνα να ζητήσει από την Εκτελεστική Εξουσία να προχωρήσει στην ίδρυση πανεπιστημίου χωρίς άλλη καθυστέρηση.

 

1988: 

Διορίζεται η Προπαρασκευαστική Επιτροπή

 

1989:

Ψηφίζεται ο σχετικός νόμος (Ν.144/1989) και διορίζεται η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή.

 

1992:

Το Πανεπιστήμιο δέχεται τους πρώτους φοιτητές.

 

            Από την άλλη, πρέπει να επισημάνουμε τα θετικά της παραπάνω αμφιτα-λάντευσης και αναποφασιστικότητας.  Θεωρώ ότι οι συζητήσεις και αντιπαραθέσεις γύρω από το ζήτημα βοήθησαν, ώστε το αίτημα για ίδρυση πανεπιστημίου να γίνει καθολικό και να διευκρινιστούν οι προσδοκίες από την ίδρυσή του.  Υποβάλλοντας την έκθεσή του ο καθηγητής R. Bell τον Απρίλη του 1986 σημείωσε τα παρακάτω σχετικά:

 

Χωρίς αμφιβολία, αυτή είναι μια στιγμή που δίνει ανοίγματα και ευκαιρίες στη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου.  Πιστεύω πως ο λαός της Κύπρου επιθυμεί να γίνει το πανεπιστήμιο, και πως το πανεπιστήμιο είναι επιβεβλημένο για οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους, δικαιολογημένο από το υπάρχον επίπεδο μόρφωσης και εξειδίκευσης ανάμεσα στους Κυπρίους, στην Κύπρο και στο εξωτερικό, και αναγκαίο για το μέλλον της Κύπρου σαν μιας ολοκληρωμένης κοινωνίας.  Πιστεύω πως η έναρξη λειτουργίας των πρώτων σχολών το 1988 είναι εφικτή, δεδομένου ότι θα γίνει έγκαιρα το κατάλληλο ξεκίνημα.  Συστήνω όπως η Κυβέρνηση της Κύπρου δεσμευτεί προς αυτή την κατεύθυνση και όπως αρχίσει το συντομότερο συγκεκριμένη εργασία19.

 

            Με βάση τον ιδρυτικό νόμο, το Πανεπιστήμιο Κύπρου άρχισε τη λειτουργία του με τρεις σχολές (Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών, Σχολή Θετικών και Εφαρμοσμένων Επιστημών, Σχολή Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης) και δέκα τμήματα. Τα προπτυχιακά προγράμματα εμπλουτίστηκαν σταδιακά με μεταπτυχιακά, οι Σχολές αυξήθηκαν σε έξι και τα τμήματα σε εικοσιπέντε20.  Ο φοιτητικός πληθυσμός ανέρχεται σήμερα σε 5.162.  Η νομοθετική ρύθμιση για τη γλώσσα του Πανεπιστημίου και ο χώρος ανέγερσής του αφήνουν ανοικτό παράθυρο για συμμετοχή της Τουρκοκυπριακής κοινότητας.  Οι εξελίξεις γύρω από το πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου θα αποβούν αποφασιστικός παράγοντας κατά πόσο το Πανεπιστήμιο Κύπρου θα αποβεί όντως κρατικό πανεπιστήμιο για όλο τον πληθυσμό του νησιού.

 

Από την αμφιταλάντευση στη βεβαιότητα

            Σε αντίθεση με την περίπτωση του Πανεπιστημίου Κύπρου για την οποία χρειάστηκαν εικοσιεννέα χρόνια για την ψήφιση του σχετικού νόμου, μέσα σε μια τετραετία (2001-2005) ψηφίστηκαν δυο νόμοι για την ίδρυση δυο νέων κρατικών πανεπιστημίων, του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου και του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου.  Προηγήθηκε μάλιστα το 1999 απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (αρ. 49.010, ημερ. 13.1.1999) με την οποία εγκρίθηκε πρόγραμμα δράσης για επίλυση των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι ιδιωτικές σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και για τη μετατροπή της Κύπρου σε διεθνές περιφερειακό εκπαιδευτικό κέντρο.  Έτσι, η αμφιταλάντευση για τη δημιουργία κρατικού πανεπιστημίου αντικαθίσταται με τη βεβαιότητα ότι η πρόοδος του ατόμου και της κοινωνίας προϋποθέτουν περισσότερες ευκαιρίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.  Η Κυβέρνηση ενέκρινε τη δημιουργία των δυο νέων κρατικών πανεπιστημίων στις αρχές του 2001 και κατάρτισε τις αντίστοιχες Προπαρασκευαστικές Επιτροπές, οι οποίες συμπλήρωσαν και κατέθεσαν τις σχετικές εκθέσεις το Δεκέμβριο του ιδίου έτους21. Σε διάστημα δυο χρόνων ετοιμάστηκαν τα σχετικά νομοσχέδια και ψηφίστηκαν σε νόμους από τη Βουλή των Αντιπροσώπων.  Το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου άρχισε τη λειτουργία του το Σεπτέμβριο 2006.  Το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο θα αρχίσει τη λειτουργία του το Σεπτέμβριο 2007.

            Η δημιουργία του Ανοικτού Πανεπιστημίου αντανακλά κυβερνητική πολιτική που παρέχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε δια βίου εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση και η οποία είναι σύμφωνη με τη Διακήρυξη της Μπολόνια για συνεχή εκπαίδευση και κατάρτιση προκειμένου να δημιουργηθεί «Κοινωνία της Γνώσης», αλλά και της γενικότερης ευρωπαϊκής πολιτικής για προώθηση της δια βίου εκπαίδευσης.  Όπως διευκρινίζεται στην έκθεση της Προπαρασκευαστικής Επιτροπής, το Ανοικτό Πανεπιστήμιο «θα δώσει την ευκαιρία σε μη προνομιούχες ομάδες του πληθυσμού να αποκτήσουν πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και να αναβαθμίσουν τις γνώσεις και τα προσόντα τους» 22.  Η γενική αυτή αρχή μεταφράστηκε σε τρεις λειτουργικούς στόχους του Ανοικτού Πανεπιστημίου, οι οποίοι και αποτέλεσαν μέρος της νομοθεσίας.  Αντιγράφω:

*       παροχή πτυχιακής και μεταπτυχιακής εκπαίδευσης και επιμόρφωσης, με την ανάπτυξη και αξιοποίηση κατάλληλου εκπαιδευτικού υλικού και μεθόδων διδασκαλίας.

*       παροχή ειδικών επιμορφωτικών προγραμμάτων σύντομης διάρκειας.

*       συνεχή επιμόρφωση και μετεκπαίδευση των Κυπρίων πολιτών και Κυπρίων αποδήμων, ως επίσης και αλλοδαπών23.

Η διάρθρωση του Ανοικτού Πανεπιστημίου προβλέπει την ίδρυση των παρακάτω τριών σχολών και πέντε προγραμμάτων24.

*       Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών (Πτυχιακό Πρόγραμμα Ελληνικού Πολιτισμού, Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Ειδίκευσης στην Εκπαίδευση)

*       Σχολή Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης (Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Διοίκησης και Διοίκησης Επιχειρήσεων, Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Διοίκησης Μονάδων Υγείας)

*       Σχολή Θετικών και Εφαρμοσμένων Επιστημών (Πτυχιακό Πρόγραμμα Πληρο-φορικής).

Το Ανοικτό Πανεπιστήμιο άρχισε ήδη τη λειτουργία του με την ενεργοποίηση δύο προγραμμάτων και την εισδοχή 162 φοιτητών, 100 στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Ειδίκευσης στην Εκπαίδευση και 62 στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Διοίκησης Μονάδων Υγείας.  Κατά το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008 θα προστεθούν δυο ακόμα προγράμματα, ένα μεταπτυχιακό στην πληροφορική και ένα προπτυχιακό στον ελληνικό πολιτισμό.

Η δημιουργία του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου έγινε με πρόθεση αναβάθμισης σε επίπεδο πανεπιστημίου των κρατικών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που, όπως ήδη διευκρινίστηκε, λειτουργούν, για δεκαετίες τώρα, στην Κύπρο και οι οποίες προσφέρουν είτε διετή είτε τριετή κύκλο σπουδών.  Τα εν λόγω ιδρύματα αποτέλεσαν βασικά το σύστημα κρατικής, μη πανεπιστημιακής, τριτο-βάθμιας εκπαίδευσης στην Κύπρο.  Η ίδρυση και λειτουργία τους ήταν συνειδητή απόφαση για υλοποίηση κυβερνητικής πολιτικής και, συνεπώς, η δράση και η προσφορά τους σχετίζεται άμεσα με τις αναπτυξιακές ανάγκες της Κύπρου κατά την περίοδο 1960-2000.  Μέσα από ελεγχόμενο σύστημα εισδοχής και την προσφορά κατάλληλων εκπαιδευτικών προγραμμάτων, έγινε κατορθωτή η εξασφάλιση του απαραίτητου εργατικού δυναμικού τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα.  Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστεί ότι δεν πρόκειται για συνένωση ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά για δημιουργία ενός νέου οργανισμού με πανεπιστημιακή δομή και διάρθρωση με στόχο την αναβάθμιση σε πανεπιστημιακό επίπεδο των κρατικών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.  Τα υπό ένταξη εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι:  Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο, Ανώτερο Ξενοδο-χειακό Ινστιτούτο, Νοσηλευτική Σχολή, Δασικό Κολέγιο, Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης.  Η Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου, που επίσης λειτουργούσε ως δημόσια σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τερμάτισε τη λειτουργία της το 1993 με την ίδρυση του Τμήματος Επιστημών Αγωγής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

Το σκεπτικό της  ίδρυσης του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου διαλαμβάνει ότι σκοπός του είναι να προσφέρει πανεπιστημιακού επιπέδου σπουδές σε τομείς των εφαρμοσμένων επιστημών και τεχνών, να προσφέρει μεταπτυχιακά προγράμματα σε τομείς της αρμοδιότητάς του και να διεξάγει έρευνα στις επιστήμες που καλύπτει, με ιδιαίτερη έμφαση στην εφαρμοσμένη έρευνα25.

Το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο θα αποτελείται από τις εξής σχολές:  Τεχνολογικών Εφαρμογών, Υπηρεσιών Υγείας, Διοίκησης και Οικονομίας, Γεωτεχνικών Επιστημών και Διαχείρισης Περιβάλλοντος, Εφαρμοσμένων Τεχνών και Επικοινωνίας.

 

Από τη βεβαιότητα στον πλουραλισμό

            Η λειτουργία του Πανεπιστημίου Κύπρου και του Ανοικτού Πανεπιστημίου, καθώς και η λειτουργία του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου από το επόμενο ακαδημαϊκό έτος 2007-2008 δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τη ζήτηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Κύπρο.  Η ετήσια ζήτηση τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπολογίστηκε από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης (εφεξής ΕΕΜ), που συστάθηκε από την κυβέρνηση Τάσσου Παπαδόπουλου για αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος και υποβολή σχετικής έκθεσης για την ανασυγκρότησή του, σε 6.100 θέσεις περίπου προπτυχιακών φοιτητών και σε 1.500 θέσεις μεταπτυχιακών φοιτητών26.

Το Πανεπιστήμιο Κύπρου προσφέρει ετησίως περίπου 1.000 θέσεις για προπτυχιακές και 400 θέσεις για μεταπτυχιακές σπουδές.  Το κενό που δημιουργείται, περίπου 6.100 θέσεις, καλύπτεται από τα Πανεπιστήμια και τις άλλες δημόσιες σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της Ελλάδας, καθώς και από πανεπιστήμια άλλων χωρών, κυρίως της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.  Ενδεικτικά, σημειώνω ότι κατά το τρέχον ακαδημαϊκό έτος 2006-2007 έγιναν δεκτοί σε κρατικά πανεπιστήμια και κρατικές σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της Ελλάδας 4.732 πρωτοετείς φοιτητές.  Παρ’ όλο, λοιπόν, που η «φοιτητική μετα-νάστευση» της Κύπρου θα μειωθεί με τη λειτουργία δυο νέων κρατικών πανεπιστημίων, αυτή θα εξακολουθήσει να ευρίσκεται σε υψηλά επίπεδα.  Είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτή θα μειωθεί δραστικά εφόσον και όταν λειτουργήσουν στην Κύπρο  ιδιωτικά πανεπιστήμια. 

Δύο χρόνια μετά την έγκριση των αντίστοιχων νόμων για το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο και το Ανοικτό Πανεπιστήμιο, η Κυβέρνηση επανήλθε στο θέμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και προώθησε πολιτική (Ν.109(Ι)/2005)27 για αναβάθμιση ιδιωτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με το νόμο για ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων.  Στο πλαίσιο αυτού του νόμου, τέσσερα υφιστάμενα ιδιωτικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, κοινώς γνωστά ως κολέγια – Cyprus College, Frederick Institute of Technology, Intercollege, The Philips College – υπέβαλαν αίτηση για πανεπιστημιοποίηση.  Στο πλαίσιο του ίδιου νόμου υπέβαλε αίτηση για να λειτουργήσει εξαρχής ως πανεπιστήμιο και πέμπτο ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την επωνυμία Πανεπιστήμιο Νεάπολης.  Η διαδικασία ιδρυματικής αξιολόγησης και λήψης σχετικών αποφάσεων βρίσκεται σε εξέλιξη.

            Την ίδια περίοδο δημοσιοποιήθηκαν και οι απόψεις της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης για την ανασυγκρότηση του κυπριακού εκπαιδευ-τικού συστήματος.  Αναφερόμενη στο θέμα της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, η ΕΕΜ έθεσε τέσσερις προϋποθέσεις, που πρέπει να διέπουν το εγχείρημα.  Πρώτο, τα προς μετεξέλιξη ιδιωτικά κολέγια πρέπει να προσφέρουν ολοκληρωμένη εκπαίδευση και όχι απλώς προγράμματα προσανατολισμένα στις άμεσες και συνήθως παροδικές ανάγκες της αγοράς.  Δεύτερο, πρέπει να έχουν ελάχιστο όριο σε αριθμό φοιτητών, προσωπικού και υλικοτεχνικής υποδομής.  Τρίτο, πρέπει να διαθέτουν διδακτικό προσωπικό υψηλής στάθμης.  Τέταρτο, η απόφαση για πανεπιστημιοποίηση πρέπει να είναι το αποτέλεσμα ανεξάρτητης αξιολόγησης και πιστοποίησης ποιότητας28.

            Ο Πρόεδρος της ΕΕΜ καθηγητής Ανδρέας Καζαμίας επανήλθε στο θέμα της πανεπιστημιοποίησης των ιδιωτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και σε δυο επιφυλλίδες του στον ημερήσιο τύπο υποστήριξε ότι κανένα από τα κολέγια δεν είναι έτοιμο για μετεξέλιξη γιατί, ανάμεσα σε άλλα, δεν προσφέρουν προγράμματα υψηλής ποιότητας τα οποία να καλύπτουν όλο το φάσμα της εκπαίδευσης, δεν είναι εναρμονισμένα με έγκυρα διεθνή πρότυπα για προαγωγή της επιστήμης και της έρευνας, προσφέρουν κυρίως εργαλειακή γνώση και υποβαθμίζουν τη σημασία της γενικής παιδείας και, τέλος, είναι ξενόγλωσσα και, ως εκ τούτου, μειώνεται η μορφωτική και εκπολιτιστική αποστολή τους29.

            Κάπως διαφορετική είναι η άποψη του καθηγητή Ανδρέα Δημητρίου, προέδρου της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου.  Σε δική του επιφυλλίδα, στην ίδια πιο πάνω εφημερίδα κατά την ίδια μάλιστα ημερομηνία, σημειώνει τα παρακάτω:

Η Ιδιωτική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Κύπρο άρχισε νωρίς μετά την ανεξαρτησία και ήρθε να καλύψει το μεγάλο κενό στην παροχή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που προκαλούσε η απροθυμία του κράτους να δημιουργήσει δημόσια πανεπιστήμια.  Συνεπώς, αφενός η λειτουργία των ιδιωτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης κατά ένα μέρος κάλυψε υπαρκτές εκπαιδευτικές, οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες…Αφετέρου, όμως, τα ιδρύματα αυτά, για λόγους που σχετίζονται με την πλήρη έλλειψη ακαδημαϊκής παράδοσης στον τόπο για πολλά χρόνια πριν και μετά την ανεξαρτησία, … παρέμειναν προσανατολισμένα προς την παροχή επαγγελματικών κυρίως σπουδών ή σπουδών που είχαν άμεσο αντίκρισμα στην αγορά εργασίας… Η έγκριση του νόμου για τη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων… άνοιξε το δρόμο για την αναβάθμιση των κολεγίων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πληρούν τους όρους του νόμου σε πανεπιστήμια.  Θεωρώ ότι η ιστορία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Κύπρο… δικαιολογεί την εξέλιξη αυτή.  Ειδικότερα, δικαιώνει την παρουσία των ιδρυμάτων αυτών σε καιρούς κατά τους οποίους η κυπριακή πολιτεία απέφυγε να πάρει τις ευθύνες της προς τους πολίτες της ως προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση και επιτρέπει, επίσης, τη δημιουργία μιας μεγάλης ακαδημαϊκής κοινότητας στη χώρα που δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο από το κράτος.  Συνεπώς, τα ιδιωτικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης καλούνται να αντιμετωπίσουν την πρόκληση και να ολοκληρώσουν την ιστορική τους διαδρομή αλλάζοντας από κολέγια επαγγελματικής εκπαίδευσης σε πραγματικά πανεπιστήμια30.

 

Ποια είναι η ιστορική διαδρομή στην οποία αναφέρεται ο Α. Δημητρίου;  Τα ιδιωτικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δημιουργήθηκαν αρχικά στο πλαίσιο του νόμου 1/1987 και αργότερα του τροποποιητικού νόμου Ν.67(Ι)/1996.  Άρχισαν με ιδιωτική πρωτοβουλία πριν από την ψήφιση του σχετικού νόμου και, σε κάποιες περιπτώσεις, σε συνεργασία με ξένα πανεπιστήμια.  Η νομοθεσία έγινε αργότερα για την επιβολή τάξης στην εν πολλοίς ανεξέλεγκτη δραστηριότητά τους.  Η λειτουργία τους ρυθμίστηκε με τους παραπάνω νόμους και τον μετέπειτα επίσης τροποποιητικό νόμο Ν.67(Ι)199731.  Για τη βελτίωση της ποιότητας εκπαίδευσης που πρόσφεραν, αλλά και για την προστασία και την κατοχύρωση των φοιτητών που φοιτούσαν         σ’ αυτά, η Κυβέρνηση ίδρυσε το 1995-96 το Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης Πιστοποίησης (ΣΕΚΑΠ) για αξιολόγηση και πιστοποίηση προγραμμάτων32.  Ο Πίνακας 1 παρουσιάζει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα προγράμματα που προσφέρουν τα προς πανεπιστημιοποίηση ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και για τα ήδη μέχρι σήμερα αξιολογημένα-πιστοποιημένα προγράμματα εκ μέρους του ΣΕΚΑΠ.

 

Πίνακας 1

Προσφερόμενα και εγκεκριμένα-πιστοποιημένα προγράμματα Ιδρυμάτων Ιδιωτικής Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην Κύπρο

 

 

Ίδρυμα

Προπτυχιακά

Μεταπτυχιακά

Σύνολο

Προσφε-ρόμενα

Εγκεκριμένα

Προσφε-ρόμενα

Εγκεκριμένα

Προσφε-

ρόμενα

Εγκεκριμένα

 

Cyprus College

 

39

 

29

 

5

 

1

 

44

 

30

 

 

Frederick Institute of  Technology

 

32

 

29

 

1

 

--

 

33

 

29

 

 

Intercollege

73

37

16

2

89

39

 

 

The Philips College

 

15

9

3

1

18

10

 

Σύνολο

159

104

25

4

184

108

 

 

 

Η επίδραση του ΣΕΚΑΠ στην ποιότητα και γενικά στις εξελίξεις που αφορούν στην ιδιωτική, μη πανεπιστημιακή, τριτοβάθμια εκπαίδευση της Κύπρου ανακεφαλαιώθηκαν πρόσφατα από τον Πρόεδρό του καθηγητή Κώστα Παπανικόλα στη λογοδοσία του που έγινε με την ευκαιρία συμπλήρωσης δεκαετούς λειτουργίας του ΣΕΚΑΠ33.  Σταχυολογώ τα παρακάτω ενδιαφέροντα στοιχεία:

*       Ο αριθμός των Κυπρίων φοιτητών που επιλέγουν την ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση της Κύπρου διπλασιάστηκε.

*       Ο αριθμός των ξένων φοιτητών που επιλέγουν την Κύπρο για σπουδές πενταπλασιάστηκε.

*       Ο αριθμός του διδακτικού προσωπικού των κολεγίων τετραπλασιάστηκε.

*       Το ΣΕΚΑΠ βοήθησε σημαντικά στην αναβάθμιση και ανάπτυξη των ιδιωτικών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.  Σημαντική προς αυτή την κατεύθυνση υπήρξε και η συμβολή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού που είναι κατά νόμο επιφορτισμένο με την ίδρυση, λειτουργία και έλεγχο των ιδιωτικών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Η διαδικασία για μετεξέλιξη των ιδιωτικών ιδρυμάτων σε πανεπιστήμια βρίσκεται σε εξέλιξη. Η μετεξέλιξη αυτών των ιδρυμάτων σε πανεπιστήμια καθορίζεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, από το νόμο Ν.109(Ι)/2005.  Ανάμεσα στις προϋποθέσεις που καθορίζει ο νόμος για πανεπιστημιοποίηση είναι και οι παρακάτω:

1.       Σκοπός κάθε πανεπιστημίου είναι:

1.1      η προαγωγή της επιστήμης, της γνώσης, της μάθησης και της παιδείας, μέσω της διδασκαλίας και της έρευνας προς όφελος του κοινωνικού συνόλου·

1.2      η καλλιέργεια, η μετάδοση, η εφαρμογή και η διεπιστημονική ανταλλαγή των γνώσεων· και

1.3      η παροχή υψηλής ποιότητας πτυχιακής ή και μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, η οποία να τυγχάνει διεθνούς αναγνώρισης34. 

2.       Η νομική υπόσταση του πανεπιστημίου θα είναι οργανισμός ιδιωτικού δικαίου κερδοσκοπικού ή μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα35. 

3.       Ο αριθμός των φοιτητών δεν πρέπει να είναι κατώτερος των 1.000 με ελάχιστο αριθμό 250 φοιτητών στο πρώτο έτος σπουδών36. 

4.       Κατά την έναρξη λειτουργίας πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον τρεις Σχολές οι οποίες θα καλύπτουν διαφορετικούς επιστημονικούς τομείς και να φοιτούν στο ίδρυμα σε εκπαιδευτικά αξιολογημένους–πιστοποιημένους κλάδους σπουδών τουλάχιστον 700 φοιτητές37. 

5.       Εντός περιόδου δέκα ετών από την έναρξη ισχύος του Νόμου αυτού, στο πανεπιστήμιο πρέπει να δημιουργηθεί ένα τουλάχιστον μεταπτυχιακό πρόγραμμα δωδεκάμηνης διάρκειας επιπέδου μάστερ38. 

6.       Να υπάρχει σαφές σχέδιο ανάπτυξης του πανεπιστημίου, στο οποίο περιλαμβάνονται αναλυτικά οι τρόποι και μέθοδοι επίτευξης των σκοπών του και χρονοδιάγραμμα εφαρμογής του σχεδίου για τα πρώτα τέσσερα χρόνια της λειτουργίας του39.  

Η ετοιμότητα των ιδρυμάτων ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να μετεξελιχθούν σε πανεπιστημιακά ιδρύματα θα κριθεί από επταμελή Επιτροπή Αξιολόγησης, όπως προνοείται από τη νομοθεσία40.  Η απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης πρέπει να υποβληθεί στον Υπουργό Παιδείας εντός έξι μηνών μετά την υποβολή της αίτησης.  Ωστόσο, η Επιτροπή Αξιολόγησης μπορεί να αναβάλει τη λήψη απόφασης για περίοδο που μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ ενός και δυο χρόνων41.  Την τελική απόφαση για έγκριση ή απόρριψη της αίτησης θα λάβει το Υπουργικό Συμβούλιο, το αργότερο σε τρεις μήνες μετά την υποβολή της σχετικής εισήγησης42. 

Συμπερασματικά, η ιστορία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Κύπρο από την εποχή της ανεξαρτησίας ως σήμερα έχει την ιδιαιτερότητά της.  Από τη μια, παρά την εκτεταμένη και επί σειράν ετών «φοιτητική μετανάστευση», η δημιουργία κρατικού πανεπιστημίου καθυστέρησε για τρεις δεκαετίες εξαιτίας αμφιταλάντευσης για τη σκοπιμότητα ίδρυσής του, μιας αμφιταλάντευσης που είχε τις ρίζες της στις κυρίαρχες ιδεολογίες της εποχής, στην επίδραση διαφόρων θεσμών και στις τότε κρατούσες πολιτικές και οικονομικές περιστάσεις.  Από την άλλη, η αμφιταλάντευση παραχώρησε πρόσφατα τη θέση της στη βεβαιότητα, με αποτέλεσμα να είναι σήμερα καθολικά αποδεκτό το αίτημα για ύπαρξη επιλογών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.  Έχουν ήδη δημιουργηθεί πρόσφατα δυο νέα κρατικά πανεπιστήμια και ψηφίστηκε ο νόμος που προβλέπει αναβάθμιση σε επίπεδο πανεπιστημίου ιδιωτικών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.  Η διαδικασία αναβάθμισης των εν λόγω σχολών βρίσκεται σε εξέλιξη.  Θα υπάρξει πράγματι πλουραλισμός με αυξημένες ευκαιρίες σπουδών σε πανεπιστημιακό επίπεδο;  Προσωπικά, είμαι αισιόδοξος.

 

Σημειώσεις

 

1.       Βάκης, Ν. (2005).  Η ίδρυση πανεπιστημίου στην Κύπρο:  από το όραμα στη λειτουργία.  Λευκωσία, σ.1.

 

2.       Περσιάνης, Π. (2002).  Προκλήσεις και προβλήματα του Πανεπιστημίου Κύπρου.  Λευκωσία, σσ. 199-206.

 

3.       Στο ίδιο, σ. 215-216.

 

4.       Το τρίπτυχο «ιδεολογίες-θεσμοί-περιστάσεις» αποτελεί τις βασικές συνιστώσες ενός μοντέλου συγκριτικής ανάλυσης αποφάσεων, ιστορικών περιόδων, κ.λπ.  Το μοντέλο περιγράφεται ευκρινώς στο βιβλίο:  Περσιάνης, Π. (1978).  Church and state in Cyprus education.  Λευκωσία, σσ. 35-52.

 

5.       Ο νόμος Ν. 144/1989 – Νόμος που προβλέπει για την ίδρυση και λειτουργία του Πανεπιστημίου Κύπρου δημοσιεύτηκε στην υπ’ αριθμό 2430 Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 28.7.1989.

 

6.       Και οι δυο νόμοι ψηφίστηκαν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων το 2003.  Ο πρώτος νόμος –Ν.198(Ι)/2003– έχει ως τίτλο Νόμος που προνοεί για την ίδρυση και λειτουργία Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου καθώς και για άλλα συναφή θέματα και δημοσιεύτηκε στην υπ’ αριθμό 3792 Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 31.12.2003.  Ο δεύτερος νόμος Ν.234(Ι)/2003– έχει ως τίτλο Νόμος που προνοεί για την ίδρυση και λειτουργία του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου και δημοσιεύτηκε στην υπ’ αριθμό 3670  Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 31.12.2002.

 

7.       Ν. 109(Ι)/2005, Ο περί ιδιωτικών πανεπιστημίων ίδρυση, λειτουργία και έλεγχος νόμος του 2005 δημοσιεύτηκε στην υπ’ αριθμό 4019 Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας με ημερομηνία 29.7.2005.

 

8.       Για βαθύτερη ανάλυση της έννοιας βλέπε Μπουζάκης, Σ. (2006).  Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ελλάδα, Τόμος Α΄  (1836-2005).  Αθήνα: Gutenberg, σ. 27.

 

9.       Οι απόψεις αυτές υποστηρίχτηκαν κατά τη διάρκεια των συζητήσεων του θέματος στη Βουλή των Αντιπροσώπων.  Βλέπε Πρακτικά της Βουλής των Αντιπροσώπων – Γ΄ Βουλευτική Περίοδος – Σύνοδος Ε΄ με ημερομηνία 6.11.1980.

 

10.    Φιλίππου, Λ. (1930).  Τα ελληνικά γράμματα εν Κύπρω κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.  Λευκωσία. σ. 83.

 

11.   Περσιάνης, Π. (1978), όπου παραπάνω, σ. 35.

 

 

 

12.   Βλέπε σχετικά Βάκης, Ν. (1986).  Θέσεις του σωματείου «Φίλοι του Πανε-πιστημίου» για το Κυπριακό Πανεπιστήμιο.  Μορφή και χαρακτήρας          του Κυπριακού Πανεπιστημίου.  Λευκωσία: Φίλοι του Πανεπιστημίου,        σσ. 17-23.

 

13.    Μάτσης, Σ. (1985).  Πανεπιστήμιο και επιπτώσεις πάνω στο κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα.  Ο ρόλος του πανεπιστημίου στη σύγχρονη κυπριακή κοινωνία.  Λευκωσία:  Φίλοι του Πανεπιστημίου, σσ. 19-23.

 

14.   Περσιάνης, Π. (2002), όπου παραπάνω, σ. 202.

 

15.   Στατιστικές της εκπαίδευσης 2004-2005, αρ. έκθεσης 37.   Λευκωσία:  Κυπριακή Δημοκρατία, συνοπτικός πίνακας V.

 

16.   Μάτσης, Σ., όπου παραπάνω.

 

17.   Στο ίδιο

 

18.   Οι οκτώ μελέτες είναι, κατά χρονολογική σειρά, οι παρακάτω:

*       Έκθεση Διυπουργικής Επιτροπής για την ίδρυση Πανεπιστημίου στην Κύπρο.  Δεκέμβρης, 1976, 97 σελ., συν παραρτήματα.

*       Έκθεση του Καθηγητή J. Lewis για το Πανεπιστήμιο με απόψεις και σχόλια σε σχέση με την έκθεση της ΔΕΜΙΠ. 1976, 19 σελ.

*       Έκθεση J. Bolibaugh et al. της ΟΥΝΕΣΚΟ. Εκπαιδευτικά θέματα στην Κύπρο, με ειδική αναφορά στο Πανεπιστήμιο, 1977.

*       Έκθεση D. Hykin και B. Ostergen, της ΟΥΝΕΣΚΟ. To Πανεπιστήμιο της Κύπρου: Μελέτη Σκοπιμότητας: 1977-78 σελ.

*       Προκαταρκτική μελέτη για την τοποθεσία του Κυπριακού Πανεπιστημίου από τους R. Mckie και J. Greer του Πανεπιστημίου Queen´s  του Μπέλφαστ, 1979.

*       Αναθεωρημένες εκθέσεις της ΔΕΜΙΠ 1981 και 1982.

*       Μελέτη του πρώην Υπουργού Παιδείας Χρ. Σοφιανού.  Σχολές και Τμήματα του Κυπριακού Πανεπιστημίου, Φεβράρης, 1986, 37 σελ. συν 38 σελ. πίνακες και γραφικές παραστάσεις.

*       Έκθεση του Καθηγητή R.E. Bell, του Πανεπιστημίου McGill (Καναδά).  Η ίδρυση του Πανεπιστημίου της Κύπρου. Απρίλης 1986, 55 σελ.

 

19.   Bell, R.E. (1986).  The establishment of the University of Cyprus.  Report to the Minister of Education of Cyprus. Nicosia, p. 14.

 

20.   Οδηγός Προπτυχιακών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Κύπρου, 2006.

 

21.   Εισηγητική Έκθεση της Προπαρασκευαστικής Επιτροπής για την ίδρυση του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου.  Λευκωσία, Δεκέμβριος 2001 και Εισηγητική Έκθεση για την ίδρυση Πανεπιστημίου Εφαρμοσμένων Επιστημών και Τεχνών.  Λευκωσία, Δεκέμβριος 2001.

 

22.   Βλέπε Εισηγητική Έκθεση για το Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πρόλογος.

 

23.   Όπου παραπάνω Ν. 234(Ι)/2003, άρθρο 6, σ. 6.

 

24.   Στο ίδιο, άρθρο 8, σ. 7.

 

25.   Όπου παραπάνω, Ν. 198(Ι)/2003, άρθρο 4.

 

26.   Βλέπε έκθεση με τίτλο Δημοκρατική και ανθρώπινη παιδεία στην Ευρωκυπριακή Πολιτεία:  Προοπτικές ανασυγκρότησης και εκσυγχρονισμού.  Λευκωσία: Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, 2004, σσ. 200-201.

 

27.   Νόμος (Ν.109(Ι)/2005).

 

28.   Βλέπε έκθεση ΕΕΜ όπου παραπάνω, σ. 203

 

29.   Καζαμίας, Α. (2005) Λείπουν τα εχέγγυα για «πανεπιστημιοποίηση» Εφημ. Ο Φιλελεύθερος, 11.9.2005 Και όμως δεν έχουν τα εχέγγυα για πανεπι-στημιοποίηση. Εφημ. Ο Φιλελεύθερος, 25.9.2005.

 

30.   Δημητρίου, Α. (2005). Χρειάζεται υπέρβαση παγιωμένων πρακτικών.  Εφημ.  Ο Φιλελεύθερος, 2.10.2005.

 

31.   Ο νέος νόμος –Ν.67(Ι)/1997– τροποποιεί προηγούμενο νόμο με αριθμό 1/1987.  Ο τροποποιητικός νόμος τιτλοφορείται Νόμος που τροποποιεί τον περί σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης νόμο και δημοσιεύτηκε στην υπ’ αριθμό 3168 Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 18.7.1997.

 

32.   Η αποστολή, οργάνωση και λειτουργία του ΣΕΚΑΠ περιγράφεται στην ενοποιημένη νομοθεσία για τις Σχολές Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, Ν.67(Ι)/94-2004, άρθρα 31-38.  Το ΣΕΚΑΠ συνεπικουρείται στο έργο του από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού και από το ΚΥΣΑΤΣ που αποφαίνεται για την ισοτιμία και αντιστοιχία πτυχίων.

 

33.   Κυριακίδου, Χ. (2006). Καθιερώνεται η ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση. Εφημ. Ο Φιλελεύθερος, 13.9.2006.

 

34.   Όπου παραπάνω, Ν.109(Ι)/2005, άρθρο 3(1), σ. 733.

 

35.   Στο ίδιο, άρθρο 6(Ι), σ. 735.

 

36.   Στο ίδιο, άρθρο 8(Ι)(ε), σ. 738.

 

37.   Στο ίδιο, άρθρο 8(Ι)(θ), σ. 738 και άρθρο 8(4)(α), σ. 740.

 

38.   Στο ίδιο, άρθρο 8(Ι)(ια), σ. 739.

 

39.   Στο ίδιο, άρθρο 8(Ι)(στ), σ. 738.

 

40.   Στο ίδιο, άρθρο 10(Ι), σ. 742.

 

41.   Στο ίδιο, άρθρο 11(Ι).

 

42.   Στο ίδιο, άρθρο 12, σ. 745