Στρογγυλό Τραπέζι: Μεταρρυθμιστικές προσπάθειες 1974-2004

 

 

 

Μιχάλης ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ

τ. Πρύτανης Παν/μίου Αθηνών, τ. Υπουργός

 

 

 

 

Οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση της τελευταίας τριακονταετίας είναι τόσο πολλές, ώστε θα χρειαζόταν πολύωρη εισήγηση, αν ήθελε κανείς να τις καλύψει με πληρότητα. Έτσι θα περιορισθώ σε τρία θέματα, επιλεγμένα μεν αποσπασματικά από το μακρύ οδοιπορικό των μεταρρυθμίσεων για τις οποίες συζητούμε, που όμως ίσως είναι χαρακτηριστικά τουλάχιστον για ορισμένες κρίσιμες πτυχές του προβλήματος και επιπλέον δικαιολογούν κάποιες γενικεύσεις τις οποίες θα ήθελα να επισημάνω. Το πρώτο θέμα αφορά μια ελάχιστα γνωστή, αλλά νομίζω ενδιαφέρουσα μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Το δεύτερο μια από τις σπουδαιότερες τομές στον χώρο, που όμως δεν χρειάσθηκε νομοθετική μεταρρύθμιση για να γίνει. Και το τρίτο μια σύντομη ματιά στη σημερινή κατάσταση. 

 

Ι. Μία ατυχήσασα συναινετική μεταρρύθμιση

 

            Όλοι μιλάμε για την ανάγκη υπερκομματικού διαλόγου ειδικά για την Παιδεία, άρα για την ανάγκη συναινετικών διαδικασιών, όπου την προτεραιότητα θα έχει το γενικό συμφέρον και όχι το μερικότερο συμφέρον μιας κοινωνικής ομάδας ή μιας πολιτικής παράταξης ή μερίδας μόνο των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας. Βεβαίως δεν αντιλαμβάνονται όλοι όμοια το γενικό συμφέρον, αλλά εδώ είναι που πρέπει να λειτουργήσει η συναινετική διαδικασία, χωρίς πολώσεις, με σεβασμό για την άλλη άποψη, με ανταλλαγή όχι συνθημάτων, αλλά επιχειρημάτων επί της ουσίας, ωσότου διαμορφωθούν οι κρατούσες απόψεις με την ευρύτερη δυνατή στήριξη, απόψεις τις οποίες πλέον θα πρέπει να σεβασθούν και οι μειοψηφούντες.

            Αυτά ίσως είναι κοινός τόπος και νομίζω ότι όλοι ή, έστω, σχεδόν όλοι τα θεωρούμε λογικά και τα υποστηρίζουμε στα λόγια. Η πράξη είναι όμως τελείως αντίθετη. Οι μεταρρυθμίσεις στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση κατά την τελευταία 30ετία είχαν ένα μόνο πολιτικό χρώμα και γενικότερα είχαν μονόπλευρη στήριξη. Και σ’ αυτό δεν είναι υπεύθυνες μόνο οι εκάστοτε κυβερνητικές παρατάξεις που στην ουσία, παρά τις φραστικές διακηρύξεις, θέλουν να περάσουν τη δική τους και όχι μια συναινετική πολιτική. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχει και η εκάστοτε αντιπολίτευση που δεν θέλει, για κομματικούς λόγους, να πιστωθεί η κυβέρνηση με την επίτευξη μιας συναινετικής λύσης.

            Υπάρχει μια εξαίρεση στην πρακτική αυτή. Ίσως να έχουν υπάρξει και άλλες που μου διαφεύγουν (εννοώ μεταρρυθμίσεις μείζονος σημασίας), αλλά, όσο και αν κινητοποιώ τη μνήμη μου, θυμάμαι μόνο αυτήν. Πρόκειται για τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια του 1980-1981. Θυμίζω το ιστορικό: Είχε ψηφισθεί ο ν. 815/1978, που προκάλεσε αντιδράσεις και μεγάλη αναταραχή στα Πανεπιστήμια. Καταλήψεις, αποχές, διαδηλώσεις με αίτημα τη μη εφαρμογή του νόμου, τον εκδημοκρατισμό των Πανεπιστημίων κλπ. Η αναταραχή εντάθηκε με την έναρξη του πανεπιστημιακού έτους 1979-1980, τα Πανεπιστήμια ήταν στην ουσία κλειστά ή υπολειτουργούσαν και ο τότε Πρωθυπουργός Κων. Καραμανλής πήρε την απόφαση να αναθέσει στα ίδια τα Πανεπιστήμια (και συγκεκριμένα στους τότε εκπροσώπους τους, τους Πρυτάνεις, συγκροτούμενους σε Επιτροπή) τη σύνταξη και πρόταση προς την Κυβέρνηση Σχεδίου Νόμου για τη δομή και διοίκηση των ΑΕΙ.

Το μέτρο αυτό, που όχι μόνο ενίσχυε την αυτοδιοίκηση των Πανεπιστημίων, αλλά τους παραχωρούσε στην ουσία αυτονομία, έγινε δεκτό ασμένως από τα Πανεπιστήμια. Αυτά θα καθόριζαν πλέον, με την έγκριση της Πολιτείας, το περιεχόμενο ενός νέου νόμου-πλαισίου για τα ΑΕΙ.

Η Επιτροπή Πρυτάνεων, υπό την προεδρία του τότε Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών, άρχισε να λειτουργεί, ανέθεσε δε το έργο της εισήγησης της πρότασης νόμου σε ομάδα εργασίας που θα κατέστρωνε, ξεκινώντας από μηδενική βάση, ένα κείμενο για το πώς πρέπει να είναι οργανωμένα και να λειτουργούν τα Πανεπιστήμια. Η ομάδα εργασίας είχε αντιπροσωπευτική σύνθεση. Απαρτιζόταν από καθηγητές, υφηγητές, επιμελητές, βοηθούς, φοιτητές, διοικητικούς υπαλλήλους, παρασκευαστές, τεχνικό προσωπικό κλπ. Τα μέλη της δε αυτά εκπροσωπούσαν συγχρόνως ιδεολογικά και πολιτικά όλες τις απόψεις της εποχής, από τη δεξιά ως την άκρα αριστερά. Δηλαδή και τα κοινοβουλευτικά κόμματα (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, ΚΚΕεσ. κλπ.) στην ουσία μετείχαν έμμεσα στην Ομάδα, μέσω μελών της που ήταν προσκείμενα προς τους κομματικούς αυτούς χώρους και είχαν συνεννόηση μαζί τους για τα συζητούμενα θέματα. Δεν υπήρχε συνεπώς άρνηση διαλόγου από καμία πλευρά. Όλοι είχαν δεχθεί να μετάσχουν στον διάλογο και να αναζητήσουν τις καλλίτερες δυνατές λύσεις.

Η μακρά και εντατική εργασία στην ομάδα υπήρξε καρποφόρα και κατέληξε σε λύσεις-τομές, που είχε ανάγκη το ελληνικό Πανεπιστήμιο: Κατάργηση της έδρας και μαζί της του μονοπωλίου της γνώσης από τους λίγους-εκλεκτούς, κατάργηση των τότε σχέσεων εξάρτησης, εκδημοκρατισμός του Πανεπιστημίου με μεταφορά των κύριων αρμοδιοτήτων σε συλλογικά όργανα και με συμμετοχή στα όργανα αυτά για πρώτη φορά εκπροσώπων και του νεότερου διδακτικού προσωπικού και των φοιτητών καθώς και των διοικητικών υπαλλήλων κλπ. Το κείμενο εγκρίθηκε από την Επιτροπή Πρυτάνεων (μάλλον εγκρινόταν σταδιακά, όπως της υποβαλλόταν κατά κεφάλαια), με ορισμένες δευτερεύουσας σημασίας αλλαγές. Είχε τη στήριξη ευρέος φάσματος της πανεπιστημιακής κοινότητας καθώς και των πολιτικών δυνάμεων της χώρας, αφού άλλωστε είχε συνδιαμορφωθεί απ’ αυτές. Εξαίρεση αποτελούσαν εκπρόσωποι του λεγόμενου καθηγητικού κατεστημένου που δεν ήθελαν να χάσουν τα ως τότε προνόμιά τους.

Και ενώ τα πράγματα ήταν ώριμα για να μετατραπούν οι τομές εκείνες σε νόμο του Κράτους με την ευρύτατη συναίνεση που είχε επιτευχθεί, τα κόμματα και οι άτυποι εκπρόσωποί τους στην ομάδα εργασίας ανέκρουσαν ξαφνικά πρύμναν, έκαναν στροφή 180 μοιρών και με προβολή διάφορων προσχημάτων αποκήρυξαν το Σχέδιο, με το περιεχόμενο του οποίου ως τότε συμφωνούσαν. Το είχαν άλλωστε, όπως είπαμε, συγκαθορίσει. Η αιτία της στροφής: Απλούστατα πλησίαζαν οι βουλευτικές εκλογές και η μεν Ν.Δ. φοβόταν δυσαρέσκεια της συντηρητικότερης μερίδας των οπαδών της, η δε αντιπολίτευση ήθελε για δικούς της λόγους να επιφυλάξει στον εαυτό της (και όχι στο σύνολο των πολιτικών δυνάμεων) την πρωτοβουλία της μεταρρύθμισης.

            Ο νόμος-πλαίσιο που στη συνέχεια ψηφίσθηκε επί ΠΑΣΟΚ (ο ν. 1268/1982) υιοθέτησε κατά βάση τις κύριες ρυθμίσεις του Σχεδίου της Επιτροπής Πρυτάνεων (συνήθως με άλλο λεκτικό) και αποτέλεσε πράγματι μια μεγάλη τομή για τα Πανεπιστήμια της χώρας, περιέλαβε όμως και διατάξεις που δεν είχαν ευρύτερη συναίνεση (ιδίως κάποιες υπερβολικές και ακραίες ρυθμίσεις ή κάποιες άλλες διατάξεις όχι και τόσο άμοιρες σκοπιμοτήτων εξυπηρετικών στενά ομαδικών συμφερόντων), διατάξεις που δυσκόλεψαν πολύ την εφαρμογή του.  

            Επιμύθιο: Ας μην πιστεύουμε τόσο εύκολα ότι εμείς ή η ομάδα μας είμαστε οι μόνοι κάτοχοι της αλήθειας και οι μόνοι γνώστες του ορθού. Όπως έχει λεχθεί, η απόλυτη βεβαιότητα είναι συνήθως η αρχή του λάθους. Και στον χώρο των μεταρρυθμίσεων στα Πανεπιστήμια έχουν γίνει πολλά τέτοια λάθη λόγω διεκδίκησης του μονοπωλίου της ορθής κρίσης.

 

ΙΙ. Μια αφανής πρόοδος

 

            Τομές στην ανώτατη παιδεία δεν γίνονται μόνο με νομοθετικές μεταρρυθμίσεις. Επέλεξα για σχολιασμό ένα μέτρο, που ακριβώς υλοποιήθηκε μάλλον αθόρυβα και σταδιακά χωρίς νέους νόμους και που αφορά όχι ευθέως τη λειτουργία των Πανεπιστημίων, αλλά το κρίσιμο πρόβλημα της πρόσβασης των νέων στα ΑΕΙ. Εδώ είχαμε μια αλματώδη αύξηση του αριθμού των εισερχομένων κάθε χρόνο στα ΑΕΙ, αύξηση που έγινε, πρέπει να το αναγνωρίσουμε αυτό, κυρίως επί υπουργίας Αρσένη. Τα Πανεπιστήμια άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες τους, όχι μόνο με τα κριτήρια της οικονομίας της αγοράς. Πρόκειται για μια σημαντική κατάκτηση. Γιατί σκοπός της ανώτατης εκπαίδευσης δεν είναι να προσφέρει μόνο ειδική επαγγελματική κατάρτιση υψηλής στάθμης, αλλά και να δώσει ανώτερη μόρφωση, ανεξάρτητα από οικονομικοεπαγγελματικούς παράγοντες. Η ανώτερη μόρφωση, που προάγει την καλλιέργεια του ατόμου και του δίνει μια εσωτερική πνευματική ικανοποίηση, συμβάλλει στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και με την έννοια αυτή δεν μετριέται μόνο με τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης, αλλά αποτελεί αυτοσκοπό. Έτσι πρέπει να είναι δικαίωμα του κάθε πολίτη, εφόσον όμως αυτός διαθέτει τα στοιχειωδώς απαιτούμενα προσόντα για την ανώτατη εκπαίδευση.

            Με την αύξηση του αριθμού των θέσεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση φθάσαμε μάλιστα στο σημείο, οι θέσεις να είναι περισσότερες από τους υποψηφίους που περνούν τη βάση. Δείγμα μεν της μεγάλης αλλά λίγο εκτιμηθείσας προόδου που έχει γίνει με το άνοιγμα αυτό των Πανεπιστημίων · αλλά και δείγμα της ανάγκης για θέσπιση και τήρηση της βάσης ως προϋπόθεσης εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό που μπορεί να συζητηθεί είναι, αν η βάση θα πρέπει να είναι υψηλή ή χαμηλή, όχι το αν θα πρέπει να υπάρχει βάση.

Άδικος είναι ο διαγωνισμός για περιορισμένο αριθμό θέσεων, που αφήνει έξω από τα Πανεπιστήμια ικανούς υποψηφίους οι οποίοι έχουν τις απαραίτητες γνώσεις  και την επιθυμία να παρακολουθήσουν πανεπιστημιακές σπουδές, αλλά δεν χωρούν στις περιορισμένες θέσεις. Τα πράγματα δεν είναι όμως έτσι με τις εξετάσεις. Αυτές αποβλέπουν μόνο στην κρίση αν κάθε υποψήφιος χωριστά έχει τη στοιχειώδη πνευματική ωριμότητα και τις απαραίτητες γνώσεις που απαιτούν οι σπουδές. Όποιος υπολείπεται του ορίου αυτού, θα πρέπει να παραπεμφθεί σε νέα εξέταση, ώστε στο μεταξύ να καλύψει, αν θέλει και μπορεί, τα κενά, για να φθάσει τη βάση. Αν η αυτονόητη αυτή προϋπόθεση πιστοποιείται ήδη με το απολυτήριο του λυκείου, βεβαίως δεν θα χρειαζόταν άλλη εξέταση. Έτσι π.χ. γίνεται στη Γαλλία και στη Γερμανία, όπου όμως υπάρχουν οι εγγυήσεις της αντικειμενικότητας και της αξιοπιστίας των απολυτηρίων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (baccalauréat και Abitur).

Στην Ελλάδα την αξιοπιστία αυτή μπορούν να εγγυώνται αδιάβλητες εξετάσεις (με κλειστά τα ονόματα των υποψηφίων και με τρίτους εξεταστές) και όχι οι κατά λύκειο εξετάσεις όπου η διάθεση «χαριστικής» βαθμολόγησης των «δικών μας παιδιών» δεν είναι καθόλου άγνωστη, έστω με καλή προαίρεση. Η εγκατάλειψη του κριτηρίου της βάσης και η είσοδος σε μια πανεπιστημιακή Σχολή ενός υποψηφίου που έχει έστω βαθμούς 3 ή 4 με άριστα το 20 εκτρέφει την αρχή της ήσσονος προσπαθείας, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση του επιπέδου των σπουδών αλλά και του γενικότερου μορφωτικού επιπέδου όλης της κοινωνίας. Πάντως νομίζω ότι όποιος μοχθήσει λίγο περισσότερο θα μπορέσει, πλην εξαιρέσεων, στην επόμενη ή μεθεπόμενη εξέταση να πετύχει τη βάση, χωρίς και πάλι ανάγκη να ξεπεράσει κάποιους άλλους, ανάγκη που κυρίως δημιουργεί το άγχος. Για τις εξαιρέσεις υπάρχουν και άλλες δυνατότητες σταδιοδρομίας, ενδεχομένως άλλα ταλέντα κλπ.

Χωρίς την προϋπόθεση της αξιοσύνης δεν υπάρχει σοβαρό σύστημα σπουδών. Οι εξετάσεις δεν είναι παρά προϋπόθεση προαγωγής σε ανώτερο επίπεδο σπουδών. Αν θέλουμε σπουδές ευκολίας, ας καταργήσουμε κάθε είδους εξετάσεις (π.χ. και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση) και κάθε είδους έλεγχο των γνώσεων.

 

ΙΙΙ. Η σημερινή κατάσταση

 

            Πολύς λόγος γίνεται σήμερα για τη νέα, ετοιμαζόμενη από το Υπουργείο Παιδείας μεταρρύθμιση. Η γνώμη μου είναι ότι ασφαλώς χρειάζονται ορισμένες νομοθετικές βελτιώσεις, αλλά τα κρίσιμα προβλήματα του σημερινού ελληνικού ΑΕΙ είναι άλλα.

            Θα επισημάνω δύο από αυτά:

            Το ένα είναι η υποχρηματοδότησή του, με αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην υποδομή του Πανεπιστημίου όσο και στην εκπαιδευτική και ερευνητική παραγωγικότητά του. Ίσως η πολιτική είναι, λιγότερες δαπάνες από τον Κρατικό Προϋπολογισμό για την παιδεία για να ανοίξει ευκολότερα ο δρόμος στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια.

            Το δεύτερο είναι μια χαλάρωση που νομίζω ότι υπάρχει στα Πανεπιστήμια, τόσο από την πλευρά των φοιτητών όσο και από την πλευρά των διδασκόντων, έκφραση της οποίας είναι η διάθεση συνολικά για το κύριο, το πανεπιστημιακό μας έργο λιγότερου χρόνου από τον απαραίτητο. Βεβαίως θα ήταν άδικη μια γενίκευση και έξαρση των αρνητικών φαινομένων που υπάρχουν στα Πανεπιστήμια, όπως συμβαίνει από ορισμένες πλευρές που ακολουθούν πολιτική δυσφήμησης του δημόσιου Πανεπιστημίου. Υπάρχουν πολλοί χώροι στα ελληνικά ΑΕΙ, όπου διδάσκοντες και διδασκόμενοι προσφέρουν καλό ή και εξαιρετικό έργο. Η υπερβολή στην απαξίωση του δημόσιου Πανεπιστημίου είναι, κατά ένα μέρος, εκ του πονηρού. 

            Η εναλλακτική προς τη χαλάρωση λύση δεν είναι βέβαια (όπως μερικοί νομίζουν) η αγχώδης εντατικοποίηση της εργασίας, αλλά η συνειδητοποίηση ότι χωρίς μόχθο -σε συνθήκες φυσικά άνεσης- και χωρίς επαρκή ουσιαστική παρουσία στο Πανεπιστήμιο και στα πανεπιστημιακά μας καθήκοντα δεν μπορεί να έχουμε καλά αποτελέσματα. Όλοι έχουμε να προτείνουμε μέτρα για την αναβάθμιση των σπουδών, αλλά στο ατομικό επίπεδο της δικής μας προσφοράς και της δικής μας ευθύνης συνήθως υπολειπόμαστε. Οι νόμοι δεν μπορούν ούτε να επιβάλουν αλλά ούτε και να παρεμποδίσουν την ευσυνειδησία, την εργατικότητα, τη διάθεση προσφοράς. Η ποιότητα του προσφερόμενου έργου είναι και θέμα ατομικής και κοινωνικής ευθύνης του καθενός. Ο έλεγχος και η αξιολόγηση του έργου μας ασφαλώς χρειάζεται. Την ακαδημαϊκή ελευθερία δεν μπορεί να την αφήνουμε να μετατρέπεται σε ακαδημαϊκή ασυδοσία ή σε απυρόβλητη περιοχή, περιοχή ανευθύνου. Εκείνο όμως που με ανησυχεί είναι, ποιος θα ασκεί τον έλεγχο και την αξιολόγηση. Εδώ ταιριάζει η φράση του Juvenalis: «Et quis custodiet ipsos custodes». Αντικειμενικότερο και ίσως αποτελεσματικότερο μέτρο θεωρώ τη διαφάνεια, τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια για το έργο του καθενός, άρα και την αποκάλυψη της ανεπάρκειας του έργου, εκεί που αυτή υπάρχει, ώστε η κοινή γνώμη, η πανεπιστημιακή κοινότητα και όποιοι άλλοι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν αν και τι ερευνητικό και εκπαιδευτικό έργο προσφέρει ο καθένας.