«Η καλλικέλαδος έδρα του αξιοτίμου κ. Όνου καθηγητού»: ο μυκτηρισμός
του πανεπιστημιακού καθηγητικού σώματος από τον Εμμ. Ροΐδη
Αντώνιος ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ,
Σχ. Σύμβουλος Π.Ε. , Δρ. Φιλοσοφίας
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Με την ίδρυση του αθηναϊκού Πανεπιστημίου το 1837
επιχειρήθηκε να εκπληρωθεί το παλαιό κοραϊκό αίτημα της εκπαιδευτικής
εξομοίωσης με την Ευρώπη. Αλλά, σύντομα, οι εγγενείς δυσλειτουργίες του
νεοελληνικού κράτους συμπεριέλαβαν και το Πανεπιστήμιο στη δίνη τους. Έτσι, ενώ
ο σταθερός υπερελλαδικός προορισμός του διατηρήθηκε σχεδόν άθικτος ολόκληρο το
19ο αιώνα, το ίδιο διάστημα το ενδοελλαδικό σύνδρομο της κριτικής
αλλά και της σάτιρας εναντίον του καθηγητικού σώματος αποτέλεσε μια ιδιαίτερα
προσφιλή δημοσιογραφική έξη. Ανάμεσα στους επικριτές του ήταν και ο Εμμ. Ροΐδης
(1836 – 1904), κυρίως μέσα από τα σατιρικά του σημειώματα στο περιοδικό Ασμοδαίος (1875 – 1876). Η αριστοκρατική
του στάση απέναντι σε κάθε πτυχή του νεοελληνικού βίου, η έντονη ευρωπαϊκή
αναστροφή του, το αίσθημα μορφωτικής υπεροχής που τον διακατείχε απέναντι στους
συμπατριώτες του, η ανικανότητα του να καταρτιστεί σε πανεπιστημιακό επίπεδο
(εξαιτίας της κώφωσης), αλλά και η εν γένει επαγγελματοποίηση της σάτιρας στην
οποία προέβη κατά τη διάρκεια της ζωής του, αποτέλεσαν τις θεμελιώδεις
προϋποθέσεις του ροΐδιου μυκτηρισμού. Η αμάθεια ή η δοκησισοφία κάποιων καθηγητών,
όπως λ.χ. ο Σαρίπολος, ο Τζιβανόπουλος ή ο Πύρλας, καθώς και η εγγενής
διασύνδεση του ελλαδικού κομματισμού με τις έδρες του Πανεπιστημίου, ήταν απλώς
τα προσχήματα για την άρθρωση μιας ανηλεούς σάτιρας, η οποία δοκίμαζε να
εφαρμόσει, για άλλη μια φορά, τη γνωστή μέθοδο της «κολοκυνθοπληγίας» του J. Swift
στην περίπτωση της τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης του 19ου αιώνα.
ABSTRACT
With the establishment of the
Με την ίδρυση του αθηναϊκού Πανεπιστημίου στα 1837
επιχειρήθηκε από τις αρχές του νεοελληνικού κρατιδίου να εκπληρωθεί επιτέλους και
το παλαιό κοραϊκό αίτημα της παιδευτικής εξομοίωσης με την Ευρώπη. Είναι γνωστό
ότι η καποδιστριακή απόπειρα εισόδου της χώρας στην κοινωνία των
«πεπολιτισμένων εθνών» είχε εξαιρέσει αυτήν την τρίτη και υψηλότερη βαθμίδα από
τον αναγκαίο για την αναγεννώμενη Ελλάδα εκπαιδευτικό σχεδιασμό, μια επιλογή
την οποία οι κοραϊκοί δε συγχώρησαν ποτέ. Έτσι, ο ερχομός των Βαυαρών, με την
κραταιά πανεπιστημιακή παράδοση, γέμισε ελπίδες για την οικοδόμηση ενός
εκπαιδευτικού ιδρύματος αντάξιου και της μεγάλης αρχαιοελληνικής κληρονομιάς
και της σύγχρονης δυτικοευρωπαϊκής ανέλιξης.
Σύντομα, όμως, οι πάγιες και εγγενείς
δυσλειτουργίες της ελλαδικής πραγματικότητας συμπεριέλαβαν και το Πανεπιστήμιο
στη δίνη τους. Κατ’ αρχήν, η «ταυτόχρονη
αναγωγή και προς την αρχαιότητα και προς τη σύγχρονη Ευρώπη» (Σκοπετέα,
1988, 136), ένας χαρακτηριστικός νεοελληνικός αλληθωρισμός, αλλά και η σύγχυση
μεταξύ παιδείας και εκπαίδευσης στη διάρκεια του 19ου
αιώνα, καθιστούσαν προβληματικό το περιεχόμενο της παιδείας και οδηγούσαν σε
μια υπερφόρτιση της λέξης, η οποία τελικά έχανε το νόημά της. Επιπλέον, οι
συχνότατες αλλαγές των Υπουργών Παιδείας και η απουσία μιας σταθερής
εκπαιδευτικής πολιτικής, δηλαδή, η, παρά τις δεδηλωμένες προθέσεις, ουσιαστική έλλειψη μιας «οργανωμένης κρατικής ιδεολογίας που να διοχετεύεται μέσω του
εκπαιδευτικού μηχανισμού στους Έλληνες πολίτες» (Σκοπετέα, 1988, 139 –
140), επιδείνωσαν τη ρευστότητα και την αναποτελεσματικότητα της νεοελληνικής
εκπαίδευσης, καθιστώντας την πολιτική ρητορεία για το ζήτημα αυτό πραγματικά
τραγελαφική. Τέλος, η εισβολή στους πανεπιστημιακούς χώρους του ιού της
πατρωνίας και του κομματισμού, καθώς και η πλειοδοσία στη δοκησισοφία και στην
αμάθεια, συμπτώματα που γέμιζαν από τα μέσα του 19ου αιώνα τις
σελίδες του τύπου, αποτύπωναν μια ζοφερή εικόνα για το αθηναϊκό Πανεπιστήμιο, η
οποία σαγήνευε και προκαλούσε ολοένα και περισσότερο τους σατιρογράφους.
Μετά την πολιτειακή μεταβολή του Γεωργίου του
Α΄, παρουσιάζεται μάλιστα μια αλματώδης επιδείνωση της κατάστασης του
Πανεπιστημίου, καθώς συνειδητοποιείται πλέον η «ανικανότητά του να επανδρώσει
ικανοποιητικά την εκπαιδευτική μηχανή», αλλά και η αποτυχία του να λειτουργήσει
«σαν κέντρο επιστημονικής έρευνας, που θα
δικαίωνε τους αρχικούς πόθους ισοτιμίας πνευματικής με την Ευρώπη» (Σκοπετέα,
1988, 150). Η νοσταλγία για τις «παλιές καλές μέρες» της οθωνικής
διακυβέρνησης, χαρακτηριστική της γενικότερης απογοήτευσης που συνόδευε τα
πρώτα τουλάχιστον χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου, αφορούσε και την
πανεπιστημιακή εκπαίδευση, αφού κάποιοι έφτασαν να αναπολούν εκείνη την παλαιά
και «ηρωική γενιά των καθηγητών», η οποία πλέον παρήλθε ανεπιστρεπτί. Έτσι, στα
1870, ο Αναστάσιος Βυζάντιος θα θρηνωδήσει την καχεξία του Εθνικού
Πανεπιστημίου, που ήταν ομόλογη της γενικότερης ελλαδικής καχεξίας:
«Τοιούτοι καθηγηταί, τοιούτοι μαθηταί!
Διδάσκονται σήμερον από των εδρών του πανεπιστημίου άνθρωποι, ων ημείς επ’
ουδεμία αμοιβή δεν θα εστέργομεν να διορθώσωμεν τα χειρόγραφα, άνθρωποι, ων οι
μεν φρονιμώτεροι δεν δημοσίευσαν τίποτε, οι δε αυθαδέστεροι εδημοσίευσαν τόσα
μόνον, όσα εχρειάζοντο, όπως αποκτήσωσιν δίπλωμα εντελούς αγγραμματοσύνης (…).
Εξευτελίσθη και το αξίωμα τούτο μετά των άλλων, και είναι, τη αληθεία, απορίας
άξιον πως καταδέχονται εισέτι γεραρά τινα λείψανα της παλαιάς ζύμης να
παραγκωνίζωνται προς τοιούτους συναδέλφους» (Σκοπετέα, 1988, 150).
Σε αυτή τη συλλογική σχεδόν καταδίκη του καθηγητικού σώματος, όπου οι ανίκανοι καθηγητές συνωθούνταν πέριξ των λίγων αξίων, αλλά ανεπίτρεπτα ανεκτικών, συναδέλφων τους, παίρνει τη σκυτάλη, πέντε χρόνια αργότερα, από τις σελίδες ενός διάσημου αν και βραχύβιου περιοδικού, του Ασμοδαίου, ο πρύτανης των Ελλήνων σατιρικών συγγραφέων, ο Εμμ. Ροΐδης, μια πολυ-αιρετική προσωπικότητα που σημάδεψε όντως ανεξίτηλα τη συγγραφική παραγωγή του τέλους του 19ου αιώνα. Ήταν πολλοί αυτοί που αισθάνθηκαν τον οξύ του κάλαμο, τη λεπτολόγο και ανηλεή χειρουργική του λαβίδα, η οποία, κάνοντας εξαντλητική χρήση του «παρά προσδοκίαν γράφειν», έπιπτε καταιγιστικά πάνω τους. Ακόμη και ένας από τους εξαιρετικά λίγους ευνοουμένους του, ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ομολογούσε με δέος: «Συ είσαι φοβερός άνθρωπος! Αλλοίμονον εις εκείνον τον οποίον συλλάβης αντιφάσκοντα, αρνούμενον παλαιάν τινα δοξασίαν! Τότε τον προσμένει άφευκτος θάνατος, οδυνηρόν μαρτύριον, καθώς εκείνο το οποίον εφεύρεν ο φίλος μου Αλήπασας δια τον Κατσαντώνην…» (Ροΐδης, 1999, ο΄- οα΄).
Ο Ροΐδης, λοιπόν, «περιποιήθηκε» ιδιαίτερα, όχι τον
πανεπιστημιακό θεσμό, για τον οποίο ως κοραϊστής όφειλε να τρέφει απεριόριστο
θαυμασμό, όσο τις προσωπικότητες, τις δραστηριότητες και τους λόγους των
καθηγητών του. Το σκωπτικό του αυτό εγχείρημα είχε βέβαια τα όριά του. Ο Κων.
Ασώπιος, ο Φίλ. Ιωάννου, ο Δ. Βερναρδάκης ήταν ανάμεσα στους λίγους εκείνους
καθηγητές, οι οποίοι δικαίωναν τη θέση τους. Οι περισσότεροι όμως αποδεικνύονταν
άχρηστοι για μια τέτοια αποστολή: «Πεντακοσίας
χιλιάδας δαπανώμεν κατ’ έτος δραχμάς προς συντήρισιν Πανεπιστημίου,
απαρτιζομένου κατά τα εννέα δέκατα εκ Πυρλών και Τζιβανόπουλων, διδασκόντων την
νεολαίαν πως «άριστον μέσον προς απαλλαγήν από της φυλλοξήρης είναι ευχή εις
τον Άγ. Τρύφωνα» και σκοπός των αεροστάτων η εγγυτέρα εξέτασις των ουρανίων
σωμάτων». Αν τα χρήματα αυτά από τριακονταετίας εξωδεύοντο εις πηγάδια, αντί
Σαχάρας ήθελον είναι όασις αι Αθήναι, οι δε ανωτέρω ευχέται εις τον Άγ. Τρύφωνα
και εξετασταί δι’ αεροστάτου των
ουρανίων σωμάτων, αντί βδελυρών κηφήνων, χρήσιμοι εις την κοινωνίαν υδροφόροι»
(Ροΐδης, 1999, 188).
Η αναφορά, βέβαια, του Ροΐδη στις κρατικές σπατάλες
για τέτοιους, ανάξιους της αποστολής τους, διαχειριστές του θεσμού γινόταν μέσα
στα πλαίσια της δημοσιογραφικής σκηνοθεσίας, με σκοπό να ψηλαφήσει και να
τονώσει το λαϊκό σφυγμό της αγανάκτησης απέναντι στην πολυειδή ανέχεια της
εποχής. Κατήγγειλε λοιπόν την κυβέρνηση, ρωτώντας λ.χ. σε ποιο άλλο μέρος του
κόσμου υπήρχαν «εικοσιδύο πληρωνόμεναι
έδραι της ιατρικής;» (Ροΐδης, 1999,
187), ενώ καλούσε σε πανστρατιά τις «τίμιες», όπως τις αποκαλούσε εφημερίδες
της εποχής του, στις οποίες περιελάμβανε τον Αιώνα, τις Συζητήσεις,
την Εκλεκτική, τον Νεολόγο, την Εφημερίδα, την Αλήθεια,
τη Στοά και τον Εθνοφύλακα, «κατά της
αμαθείας λυμαινομένης Πανεπιστήμιον,
συντηρούμενον δια των φόρων και του ιδρώτος του λαού» (Ροΐδης, 1999, 159).
Αλλά, η δημοσιογραφική πένα της εποχής βοούσε ότι «εν τω εθνικώ ημών Πανεπιστημίω, κατά παράδοξον ανοχήν η σοφία και η
αγραμματοσύνη συζώσιν εν αδελφική αρμονία…» (Ροΐδης, 1978, 157) και η
ανταπόκριση του Ροΐδη σε μια τέτοια πρόκληση ήταν αναμενόμενη.
Βεβαίως, είναι γνωστό ότι η σατιρική του διάθεση δεν
περιοριζόταν μόνο στο πανεπιστημιακό κατεστημένο. Όλοι οι νεοελληνικοί θεσμοί
και τα ποικίλα μορφώματα που εκείνοι δημιουργούσαν πέρασαν από το στόχαστρο του
οξυδερκούς αυτού συγγραφέα: η εκκλησία, η πολιτική, η ιδεολογία, η τέχνη, η
δημοσιογραφία, τα κοινωνικά ήθη και οι ιδιαιτερότητες του ψυχισμού και της
διάνοιας των συμπατριωτών του, ο πατριωτισμός, η τιμή και η αρετή, ο έρωτας και
η αντιπολίτευση, το Σύνταγμα, οι ομογενείς και οι βουλευτές, αποτέλεσαν πάντοτε
αντικείμενο οξύτατης και συχνά ανελέητης κριτικής. Η παιδεία όμως, κατά την
πάγια σύγχυσή της με την εκπαίδευση, αποτελούσε πάντοτε γι’ αυτόν ένα ιδιαίτερα
πρόσφορο πεδίο σατιρικής δεξιοτεχνίας. Έτσι, τον πρώτο κιόλας μήνα της έκδοσης
του Ασμοδαίου (19.1.1875), στο
αλληγορικό «Εμπορικόν Δελτίον»,
ανάμεσα στα «είδη του συρμού» είναι πρόθυμος να περιλάβει και
την Παιδεία, για την οποία επιγραμματικά αποφαίνεται ότι την απαρτίζουν «ολίγαι κάσσαι καλής ποιότητος εις
διαμετακόμισιν, αλλ’ εντελώς αζήτητοι. Το εξοδευμένον πράγμα κατωτάτης
ποιότητος και εις μικράς τιμάς» (Ροΐδης, 1978, 114).
Σύμφωνα με τον πρώτο βιογράφο του, τον ανιψιό του Α.
Ανδρεάδη, «η σύνταξις του Ασμοδαίου
υπήρξεν η γέφυρα, ήτις οδήγησε τον Ροΐδην προς την πολιτικήν» (Αγγέλου,
1979, 141). Κατά τη μετάβαση αυτή προς την πολιτική ευαισθητοποίηση εντάσσονται
λοιπόν και οι πρώτες ροΐδιες διαπομπεύσεις των καθηγητών του Πανεπιστημίου. Ο
λόγος είναι ότι οι καθηγητές αυτοί, πέρα από την όποια ανικανότητα ή
δοκησισοφία τους, συνδέονταν άμεσα ή έμμεσα με κομματικές παρεμβάσεις και η
κατάληψη της έδρας από μέρους τους ήταν, ή τουλάχιστον διατυμπανιζόταν ότι
είναι, προϊόν μιας τέτοιας συναλλαγής. Ο Ροΐδης λοιπόν, μέσα από τον Ασμοδαίο, επιχείρησε να καταγγείλει την αναισθησία που έβλεπε να χαρακτηρίζει
και τους κυβερνώντες αλλά και τους ευνοούμενους των κυβερνώντων καθηγητές,
καθώς και την «νεμομένην τον τόπον
παντοδύναμον αγέλη» του κομματισμού. Ισχυριζόταν λοιπόν ότι «κατά ταύτης μόνης εκήρυξεν τον πόλεμον ο
Ασμοδαίος και ήλπισεν εν τη απλότητι της καρδίας του, ότι ρίπτων ακαταπαύστως
μυίας εις το πινάκιον, όπερ παραθέτει το έθνος εις τους Πύρλας, Τζιβανόπουλους,
Δαραλέξας, Θεοδώρους, Παγκράτας και Γαρδελίνους, ήθελε κατορθώσει ν’ αηδιάσωσι
το φαγητόν. Αλλ’ οι κύριοι ούτοι δεν είναι σικχασιάριδες»! (Ροίδης, 1978,
202).
Έτσι, ο Ροΐδης ψέγει λ.χ. τον Αλ. Κουμουνδούρο, γιατί
διόρισε στο Πανεπιστήμιο ως καθηγητή της θεολογίας τον Κων. Κοντογόνη, όχι,
βεβαίως, γιατί διακρινόταν για τις γνώσεις του στην εβραϊκή γλώσσα, αλλά απλώς
για να «τρέφεται δημοσία δαπάνη».
Μάλιστα, πρόβαλε την υπόθεση ότι ο ατυχής θεολόγος θα μπορούσε να είχε
διοριστεί ακόμη και «καθηγητής της ορχηστρικής», αφού κατά την αιτιολογία του
Κουμουνδούρου «ούτος δεν έχη πόδας ίνα
χορεύη, έχει όμως στόμα ίνα τρώγη» (Ροΐδης, 1978, 166). Αλλά και ο
καθηγητής της ιστορίας Σωκράτης Τζιβανόπουλος, ο οποίος διατεινόταν ότι «ανεκάλυψε το κατά τον μεσαίωνα εμπόριον …των
Φοινίκων», είχε τύχει και αυτός της «αγαθοεργίας» του ίδιου πολιτικού
(Ροΐδης, 1978, 167). Ο Τζιβανόπουλος, μάλιστα, ήταν εκείνος, ο οποίος στο
σύγγραμμά του με τίτλο «Πολιτική Φιλοσοφία» έγραφε αυτολεξεί ότι σκοπός του
αεροστάτου είναι «ν’ ανέλθη ο άνθρωπος
εις τον αιθέρα, όπως εξετάση εγγύτερον τα ουράνια συστήματα» και ο Ροΐδης
κατήγγειλε αυτήν την «εγγυτέραν εξέτασιν
των ουρανίων συστημάτων» στην πτωχή Ελλάδα ως «οπωσούν ακριβοπληρωθείσαν» (Ροΐδης, 1978, 169). Ο Χιώτης λοιπόν
συγγραφέας θεωρούσε ότι επρόκειτο ακριβώς για ανθρώπους, οι οποίοι όφειλαν να
κερδίζουν «εντίμως τον άρτον αυτών διαπρέποντες ως ξυλοσχίσται ή αχθοφόροι»,
αλλά πάντως όχι ως καθηγητές (Ροΐδης, 1978, 170).
Έτσι, η «εμφανής» αυτή ανεπάρκειά τους απέναντι στην
ευρυμάθεια του Ροΐδη ήταν ικανή να δημιουργήσει έναν σατιρικό σπινθήρα, ικανό
να συντρίψει την υπόληψή τους στο αθηναϊκό κοινό, όμως η συναλλαγή τους με τα
κομματικά επιτελεία της εποχής παρείχε την αναγκαία πρόφαση για την εστίαση του
ενδιαφέροντος του κοινού στην περίπτωσή τους. Δηλαδή, η πολιτική πατρωνία ήταν
ο πασιφανής, κοινόχρηστος μύθος, μπρος στον οποίο τίποτε δεν ορωδούσε και ο
Ροΐδης τον πρόβαλε έντεχνα για την περαιτέρω ενίσχυση του μυκτηρισμού του.
Στη Θεολογική Σχολή, εκτός από τον Κοντογόνη,
σατιριζόταν και ο καθηγητής Νικ. Δαμαλάς για τις ογκώδεις πραγματείες τις
οποίες συνέγραφε αλλά και υποσχόταν να συγγράψει, κάνοντας το Ροΐδη να αμφιβάλλει ειρωνικά, «αν θέλη αρκέση ο ημέτερος βίος εις ανάγνωσιν
του σπουδαίου τούτου συγγράμματος» (Ροΐδης, 1978, 155).
Στην Ιατρική
Σχολή, τα σκήπτρα της διακωμώδησης κατείχε ο Πύρλας. Ο Ροΐδης σατιρίζει τις
έκδηλες κομματικές διασυνδέσεις του καθηγητή, οι οποίες μάλιστα τον αναγκάζουν
να δημοσιεύσει και ένα ιδιαίτερο «Πυρλαϊκόν
Δελτίον» αλλά, παράλληλα, και τις απόψεις του περί υγιεινής. Σύμφωνα λοιπόν
με τον Πύρλα, «η Αντιγόνη δεν έθαψε τον
αδελφόν της κινηθείσα υπό στοργής προς τους νεκρούς και θρησκευτικόν καθήκον
επιτελέσασα, αλλά φόβω μη μεταδοθή εν τη πόλει μίασμα του νεκρού ατάφου
μένοντος». Έτσι, ο Ροΐδης, θεωρώντας πάντοτε τον Πύρλα «θησαυρόν ανεξάντλητον» αμάθειας,
επιλέγει ότι ο καθηγητής με τις απόψεις του αυτές «δυο τινά απέδειξε, πρώτον επέχυσε φως εις την επιστήμην της υγιεινής
και δεύτερον ανύψωσε την μεγαλοφυΐαν του Σοφοκλέους, όστις από ένα τοιούτον
ευτελή μύθον κατώρθωσε να πλάση την Αντιγόνην του» (Ροΐδης, 1978, 193).
Αλλά και ο
καθηγητής της Φαρμακολογίας Αφεντούλης συγκέντρωνε επίσης τα βέλη του Ροΐδη. Ο
Αφεντούλης μάλιστα κατείχε τον επίμαχο ροϊδικό τίτλο του «όνου πατριώτη», γιατί φαινόταν να συγκροτεί εκείνο ακριβώς τον
αντιπροσωπευτικό τύπο για τον οποίο έγραψε κάποτε ο Χιώτης συγγραφέας: «Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του, η Αγγλία
την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τον
πατριωτισμόν» (Ροΐδης, 1978, 196). Ο Αφεντούλης λοιπόν είναι ο καθηγητής
εκείνος ο οποίος «ογκάται» με τρεις
τρόπους: «φιλολογικώς, επιστημονικώς,
πατριωτικώς». Για την πρώτη περίπτωση, το φιλολογικό ογκηθμό, αρκούσε στο
Ροΐδη η κρίση του Αφεντούλη σε κάποιο ποιητικό διαγωνισμό της εποχής, στον
οποίο ο καθηγητής της Φαρμακολογίας έφτασε στο σημείο να συμπεράνει ότι στα
υποψήφια ποιήματα «υπάρχουσιν ήχοι τινες,
οι οποίοι αφεύκτως πρέπει να φευχθούν!». Όσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση, ο
Ροΐδης επιμένει ότι «οι δε επιστημονικοί
ογκηθμοί του, οι άγνωστοι στους επιστήμονας, επιβάλλονται υπό το όνομα
Φαρμακολογία εις πάντα φοιτητήν, ίνα μη αποτύχει εις τας εξετάσεις και εις
πάντα υποψήφιον Αττικής ίνα επιτύχει εις τας εκλογάς». Οι πατριωτικοί του
όμως ογκηθμοί ήταν αυτοί που όφειλαν να αναβιβαστούν σε εξαιρετική περιωπή,
γιατί ήταν «αναντιρρήτως ηχηρότεροι»,
«αποπνέοντες άρωμα δάφνης του Ολύμπου και
πίσσης πυρπολικού». Τέλος, ο καθηγητής Αφεντούλης ελεγχόταν και για την
κλοπή του δημοσίου χρήματος, εφόσον «τακτικώς
μεν μισθοδοτούμενος ως καθηγητής, ογκάται δε από της έδρας του ατάκτως,
πολλάκις δε τρις μόνον ή τετράκις κατ’ έτος» (Ροΐδης, 1978, 197).
Έτσι, δινόταν η αφορμή στο Ροΐδη να προβάλει ένα
φανταστικό «Διάταγμα των Απόκρεω»
κάποιου δήθεν «Αντιβασιλέως του Μαρόκου»,
στο οποίο ισχυριζόταν ότι θα έπρεπε να αναγραφεί: «Αποφασίσαμεν και διατάσσομεν: Συνιστάται παρά τη Ιατρική Σχολή του
Εθνικού Πανεπιστημίου ειδική έδρα της διακωμωδήσεως της ιατρικής. Ομοίως
θέλομεν προσεχώς ικανοποιήσει τας λοιπάς σχολάς πλην της Φιλοσοφικής, περί ης
ελάβομεν προ καιρού πρόνοιαν δια του εν αυτη διορισμού του κ. Τζιβανόπουλου»
(Ροΐδης, 1978, 183).
Αλλά στη Φιλοσοφική Σχολή, εκτός από τον Τζιβανόπουλο,
δίδασκε και ο υπέρμαχος του αρχαϊσμού Κων. Κόντος, ο «καθηγητής της ελληνικής υβρεολογίας», όπως τον προσαγορεύει ο
Ροΐδης, του οποίου ο Χιώτης σατιρογράφος προσπαθούσε επίμονα να εξευτελίσει την
αποστολή ως «γλωσσοαμύντορος»: «Ο πολύς κ. Κόντος εξέδωσε κατ’ αυτάς και
άλλον ογκώδη τόμον. Οσάκις αναγινώσκωμεν σοφήν τινα ξυγγραφήν του Κροίσου
τούτου της ελληνικής σοφίας, το ύφος αυτού ευθύς ενθυμίζει ημάς την δημώδη
παροιμίαν, καθ’ ην εξ όλων των θνητών ο πλέον ανυπόδητος είναι ο υποδηματάς και
ο ράπτης ο πλέον κουρελλιάρης» (Ροΐδης, 1978, 194).
Σημαντική όμως θέση μέσα στο πλαίσιο αυτών των
μυκτηρισμών κατείχε και ο γνωστός καθηγητής της Νομικής Σχολής Νικόλαος
Σαρίπολος, τον οποίο ο Ροΐδης ονόμαζε απερίφραστα, μέσα από τις σελίδες του Ασμοδαίου, «Ο Όνος καθηγητής».
Είναι γνωστό
ότι ο Χιώτης συγγραφέας χρησιμοποιούσε συχνά το σύμβολο του όνου, θέλοντας να
πλήξη καταστάσεις ή πρόσωπα της επικαιρότητας, τα οποία συγκέντρωναν, κατά την
αντίληψή του, τις περισσότερες από τις ιδιοτροπίες του συμπαθούς τετραπόδου:
την ασχήμια, το φθόνο, το πείσμα, τον εγωισμό, την χαμέρπεια, την ανοησία κλπ.
Μάλιστα, θεωρώντας τον όνο ως το χαρακτηριστικό σύμβολο των συμπατριωτών του,
ανήγγειλε κάποτε στον Ασμοδαίο ότι
σκόπευε να παρουσιάσει «κατά σειράν τον όνον
πολιτικόν, τον όνον καθηγητήν,
τον μουσόληπτον όνον, τον υποψήφιον όνον, τον κομψόν όνον και τον όνον
ομογενή»( Ροΐδης, 1978, 118).
Ο Σαρίπολος,
ως ο κατ’ εξοχήν «όνος καθηγητής»,
διακρινόταν ιδιαίτερα για το ευμετάβλητο της γνώμης του, ήταν ακριβώς «ο Πρωτεύς του δικαίου» (Ροΐδης, 1978,
119), ο οποίος «αλλάσσει τας γνώμας του
ως τα υποκάμισα…Χθές μάλιστα, παρατηρήσαντες αυτόν μετά προσοχής, επείσθημεν
ότι την γνώμην αλλάσσει συχνότερον του υποκαμίσου» (Ροΐδης, 1978, 118). Με
την πρωτεϊκότητα όμως του καθηγητή ήταν συνδεδεμένη και η πλουτοθηρία του,
γιατί, «…αλλάσσων φρόνημα κατά τας
περιστάσεις, κατόρθωσεν να πλουτήση και ν’ ανεγείρη γοτθικόν πύργον, ον
προτίθεται να περιφράξη και δια τάφρου προς πλειοτέραν ασφάλειαν των εκεί
φυλασσομένων χειρογράφων και άλλων του θησαυρών» (Ροΐδης, 1978, 119). Ένα
άλλο επίσης χαρακτηριστικό του ήταν, σύμφωνα πάντοτε με το Ροΐδη, η έκδηλη
αλαζονεία του: «‘Εγώ’, ‘Εγώ’ και ουδέν
άλλο κελαδεί από τριακονταετίας η εγωιστική έδρα του κ. Σαριπόλου» (Ροΐδης,
1978, 129, 130). Τέλος, ο καθηγητής αυτός της Νομικής, ενώ διακρινόταν για την
αποστροφή του «προς την ευπρέπειαν, την
λογικήν και την γραμματικήν», είχε ως ιδιάζων χαρακτηριστικό του την
υποτακτικότητά του προς την εξουσία, στην οποία πρόσφερε τις νομικές του
γνώσεις για να τη βγάλει από δύσκολες περιστάσεις. Έτσι, ο Ροΐδης μας
πληροφορεί ότι «το υπουργείον λαβόν
ανάγκην δημίου προς σφαγιασμόν οχληρού τινος άρθρου του Συντάγματος, αδιστάκτως
απετάθη εις τον αξιότιμον Όνον Καθηγητήν ίνα στήση την λαιμητόμον. Ευτυχώς ο
πέλεκυς της μηχανής ωμοίαζε την κεφαλήν του σοφού καθηγητού, δεν έκοπτε καθόλου»
(Ροΐδης, 1978, 119).
Ο Ροΐδης μάλιστα θεωρούσε ότι, όπως έσκιζαν το αφτί
στα γερασμένα άλογα του γαλλικού ιππικού της εποχής και τα πουλούσαν στους
καραγωγείς και τους αλογοφάγους, μια διαδικασία την οποία οι Γάλλοι ονόμαζαν μετασχηματισμό (réforme), έτσι και
η κυβέρνηση όφειλε να ενεργήσει έναν «αντίστροφο» μετασχηματισμό στο Πανεπιστήμιο, «απαλλάττουσα πλέον τους δυστυχείς φοιτητάς από των κρότων της
καλλικελάδου έδρας του Σαριπόλου» (Ροΐδης, 1978, 120). Όμως, η πτώση του
από την καθηγητική έδρα, τον Ιούνιο του 1875, έδωσε και πάλι την αφορμή στον
Ροΐδη σκωπτικά να θρηνήσει, «διότι έχασε
έν ακόμη αντικείμενον λόγου. Ουδόλως πλέον δύνασθε να γράφητε περί Σαριπόλου,
διότι Σαρίπολος άνευ έδρας δεν εννοείται, ως ουδέν όνος άνευ σάγματος»
(Ροΐδης, 1978, 140).
Ποιοι ήταν όμως οι λόγοι αυτής της απολαυστικής
ροΐδιας ιοβολίας προς το καθηγητικό σώμα του Εθνικού Πανεπιστημίου, στο
τελευταίο εκείνο τέταρτο του 19ου αιώνα;
Στο πρώτο που γυρνάει ο νους μας είναι, βεβαίως, η
ίδια η γενεαλογία του σατιρικού πνεύματος: αυτή η αντεστραμμένη ηθικολογία,
αυτό το «μίγμα ηθικολογίας και χλευασμού», σύμφωνα με τον Ίταλο Καλβίνο
(Μουλλάς, 1984, 20), στην οποία εδράζεται ακριβώς η μεταμφιεσμένη επιθετικότητα
του σατιρικού. Γιατί δεν ευθύνεται κυρίως η εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα,
με τις ποικίλες ατέλειες και συμβάσεις της, αλλά η μανιχαϊστική διαστολή που
υφίσταται και επιμελώς καλλιεργείται εντός του σατιρικού συγγραφέα ανάμεσα στην
επιθυμία ενός ανέφικτου ιδανικού και στην υλοποίησή του εδώ και τώρα, τη στιγμή
ακριβώς που το επιζητεί ο σατιρικός και με τους όρους και τις προϋποθέσεις που
εκείνος αρέσκεται να επιβάλλει. Η σάτιρα αποτελεί μια μορφή πουριτανισμού, η
διακωμώδηση μιας βαθιάς αντινομίας και μιας βαθιάς λαχτάρας για ολοκλήρωση, για
καθολίκευση, για βεβαιότητα και προοπτική. Η σάτιρα αποτελεί το ευφυές προϊόν
μιας ακηδίας, η οποία γεννάται πάνω στα ερείπια της συνάντησης μιας ορθολογικής
διάνοιας που ολοένα επιζητεί να οικοδομεί με μια ανορθολογική πραγματικότητα
που μονίμως αυτοαποδομείται. Και ο Ροΐδης, όντας εξαιρετικά ευαίσθητος, μια
φυσιογνωμία εξ ολοκλήρου ειρωνική, έχοντας απορροφήσει ως τα τρίσβαθα την
προτεσταντική του αγωγή, την οποία υπέστη στο «Ελληνικόν Λύκειον» της
Ερμούπολης, όπως σε ένα άλλο μας κείμενο είχαμε επιχειρήσει να τεκμηριώσουμε
(Σμυρναίος, 2006, 13 – 58), χειρίστηκε αυτήν τη βαθιά του αντινομία σε τέτοιο
βαθμό, ώστε να την καταστήσει στο τέλος «επάγγελμα».
Ένας δεύτερος λόγος, ο οποίος συνδέεται στενά με τον
πρώτο, ήταν η απογοήτευση του Ροΐδη από τον εξευτελισμό της αποστολής του
Εθνικού Πανεπιστημίου, του περίφημου δηλαδή «εκπολιτισμού της Ανατολής», της
ειρηνόφιλης, μορφωτικής διείσδυσης του ελληνισμού στην αντίπερα όχθη του
Αρχιπελάγους. Όντας ένα πνεύμα μεγαλοϊδεατικό, παρά την σαρκαστική αντιμετώπιση
που επιφύλασσε και σε αυτήν κάποτε τη Μεγάλη Ιδέα, δεν μπορούσε να ανεχθεί ένας
τόσο απαξιωμένος θεσμός να αποτελέσει τον προπομπό μια τέτοιας μεγαλειώδους
αποστολής. Η κραταιά ηθικολογική διάσταση της προσωπικότητάς του, τον βοηθούσε
να οικοδομήσει μέσα στην παροιμιώδη και ανυπόφορη ελλαδική ρευστότητα αυτήν τη
«θρηνωδία του ιδανικού», όπως την ονομάσαμε αλλού: αυτή τη λαχτάρα, την άσβεστη
δίψα, για την έγερση μιας ιδέας, ενός προσανατολισμού, για την εκσκαφή ενός
θεμελίου, για την ανάληψη μιας ιερής αποστολής του ελληνισμού.
Ο σατιρικός πληθωρισμός του Χιώτη συγγραφέα αποτελούσε
ακριβώς μια πλειοδοσία απόγνωσης για τον αναγκαστικό εγκλεισμό του μέσα σε μια
χώρα, η οποία, όντας ήδη πολύ μακριά από το μεγαλειώδες παρελθόν της Ελληνικής
Επανάστασης, δεν ήταν ακόμη ικανή να αρθρώσει ούτε καν το αίτημα ενός ιδανικού,
γιατί έμοιαζε ακριβώς να μην αισθάνεται την ίδια την αναγκαιότητά του, σε
αντίθεση με τη σύγχρονή του Ευρώπη, η οποία έπασχε ακριβώς από την «πνευματική
νόσο» που ο ίδιος ο Ροΐδης ονόμαζε «δίψα του ιδανικού».
Έτσι, το Πανεπιστήμιο της Αθήνας αποδεικνυόταν πολύ
ισχνό για να αναλάβει μια τέτοια αποστολή την οποία φαινόταν να υποστηρίζει,
κυρίως αρνητικά, και ο Ροΐδης. Ήταν συνήθως οι ανεπαρκείς, αλαζόνες, μικρόνοες
και ματαιόσπουδοι καθηγητές, ο Σαρίπολος, ο Κόντος, ο Τζιβανόπουλος, ο Πύρλας ή
ο Αφεντούλης, οι οποίοι πρόβαλαν άτεχνα μια καταγέλαστη γνωστική προπέτεια και
ο Ροΐδης ξεκλειδώνοντας σαρκαστικά τα κείμενά τους και τις δραστηριότητές τους
μεγέθυνε στο έπακρο τις αστοχίες τους. Η αριστοκρατική του στάση απέναντι σε
κάθε πτυχή του νεοελληνικού βίου και η εξασφαλισμένη, μέχρι την εποχή των
Λαυρεωτικών, οικονομική του αυτάρκεια τον ωθούσε να αντιμετωπίζει με υπεροψία
την άγνοια, την αφέλεια, την προπέτεια και τους άνομους βιοποριστικούς ή
πλουτοθηρικούς ελιγμούς των συγχρόνων του.
Ένας τρίτος λόγος για αυτόν τον ιοβόλο μυκτηρισμό των
καθηγητών του Πανεπιστημίου θεωρούμε ότι ήταν τα αισθήματα μειονεξίας και
υπεραναπλήρωσης που κυοφορούσε μέσα του ήδη από την εφηβική του ηλικία,
εξαιτίας της σωματικής του ανικανότητας να λάβει οποιαδήποτε πανεπιστημιακή
κατάρτιση.
Ενώ λοιπόν είχε όλες τις προϋποθέσεις να αποκτήσει μια
γερά θεμελιωμένη μόρφωση στα καλύτερα πανεπιστήμια της Ευρώπης, εφόσον ήταν
γόνος πλούσιας μεγαλοαστικής οικογένειας, ήταν ιδιαίτερα ευφυής και
απαλλαγμένος υποχρεώσεων, η κώφωσή του τον εμπόδισε να συνεχίσει τις σπουδές
του: στο Βερολίνο, στο οποίο μετέβη μετά τη Σύρο, προσπάθησε μάταια για ενάμισι
χρόνο να ακροασθεί τις παραδόσεις στο εκεί πανεπιστήμιο και έκτοτε εγκατέλειψε
για πάντα την θεσμοθετημένη εκπαίδευση. Αυτή η αποτυχία γιγάντωσε μέσα του την
επιθυμία για αυτομόρφωση, με συνέπεια να αποκτήσει σύντομα μια ευρύτατη
πνευματική καλλιέργεια, την οποία, βεβαίως, με κάθε ευκαιρία διατυμπάνιζε.
Έτσι, η διάσταση ανάμεσα στην προσωπική του ανικανότητα να αποκτήσει τυπικούς
τίτλους σπουδών, σε αντίθεση με τους διαπομπευόμενους απ’ αυτόν καθηγητές, και
το αίσθημα της προσωπικής του υπεροχής σε μια ευρωπαϊκών προδιαγραφών
ευρυμάθεια, απέναντι στην καθηγητική δοκησισοφία, συνιστά μια ερμηνευτική
κλείδα του σατιρικού του καταιγισμού. Με κριτήριο και αυτήν τη διάσταση λοιπόν
προσέλαβε τον πανεπιστημιακό θεσμό και τα πρόσωπα που τον διαχειρίζονταν,
διύλισε τις σχέσεις τους και αξιολόγησε την προσφορά τους.
Ο Εμμ. Ροΐδης, αυτή η παράδοξη φυσιογνωμία του
ελληνικού 19ου αιώνα, με τις βαθιές πουριτανικές ρίζες και την
εξαιρετικά ελευθεριάζουσα διαχείριση των καρπών τους, επεφύλαξε στο καθηγητικό
σώμα του Εθνικού Πανεπιστημίου μια ευφυή λοιδωρία, εφαρμόζοντας και σε αυτό τη,
γνωστή και από τα άλλα σατιρικά του εγχειρήματα, μέθοδο της «κολοκυνθοπληγίας»
του αγαπημένου του συγγραφέα Jonathan
Swift. Έζησε μέσα σε μια ατμόσφαιρα σατιρικής έξης και
ώθησε την ανατρεπτική της δυναμική στο έπακρο. Το αν οι προσωπικότητες του
Σαρίπολου, του Κόντου, του Τζιβανόπουλου ή του Πύρλα οφείλουν να εξαντληθούν
αποκλειστικά μέσα στους μυκτηρισμούς του Ροΐδη μένει να το αναδείξει, βεβαίως,
κάποια άλλη ιστορική έρευνα. Ας κρατήσουμε όμως το εξής: σε κάθε κριτική και,
πάνω απ’ όλα, σε κάθε σατιρική προσέγγιση προσώπων, κειμένων ή δραστηριοτήτων εμφιλοχωρεί
πάντοτε ένας αμοιβαίος και τραγικός συνάμα παρασιτισμός ανάμεσα στα δυο μέρη, η
έρευνα του οποίου μπορεί πιθανόν να προσπορίσει ενδιαφέροντα και γόνιμα
στοιχεία για μια επανεξέταση των αγιοποιημένων ή δαιμονοποιημένων μορφών του
ιστορικού παρελθόντος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αγγέλου, Άλκης (1979) Εμμανουήλ Ροΐδης, στο Σάτιρα και Πολιτική στη νεώτερη Ελλά-
δα. Από το Σολωμό ως τον Σεφέρη. (Αθήνα, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Σχολής
Μωραΐτη).
Μουλλάς, Παν. (1984) Για το ήθος και το ύφος του Ροΐδη. Τρία σημειώματα, Διαβάζω, 96, σσ.
17 – 20.
Ροΐδης, Εμμ. (1978) Άπαντα, τόμ. Β΄ (1868 – 1879). (Αθήνα, Ερμής).
Ροΐδης, Εμμανουήλ (1999) Σκαλαθύρματα, επιμ. Άλκης Αγγέλου. (Αθήνα, Εστία).
Σκοπετέα, Έλλη (1988) Το Πρότυπον Βασίλειον και η Μεγάλη Ιδέα.
Όψεις του εθνικού
προβλήματος στην Ελλάδα (1830 – 1880). (Αθήνα, Πολύτυπο).
Σμυρναίος, Αντώνης (2006) Μετέωρος Ζήλος. Προτεσταντική προπαιδεία και
νεοελληνική
εκπαίδευση κατά το 19ο αιώνα. (Αθήνα, Ψηφίδα).