Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΤΟΥ 1913.

ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ

 

 

 

 

Περσεφόνη  ΣΙΜΕΝΗ

Υπ. Δρ. Παν/μίου Πατρών

 

 

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Το 1913 ο υπουργός Παιδείας, Ιωάννης Τσιριμώκος (Κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου) συγκροτεί μία επιτροπή από καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, με στόχο την αναθεώρηση των πανεπιστημιακών νόμων του 1911. Τα πορίσματά της τα διατυπώνει με μορφή άρθρων σχεδίου νόμου. Αφορούν στη διοίκηση του Πανεπιστημίου, στο διδακτικό προσωπικό, στη διδασκαλία και στη φοίτηση. Κινούνται δε προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της αυτονομίας του Πανεπιστημίου και της μείωσης των θεσμικών περιορισμών που οι νόμοι του 1911 είχαν θέσει στη δικαιοδοσία της έδρας. Δε θα υλοποιηθούν έως το 1922, οπότε ψηφίζεται ο νέος νόμος για το Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 

ABSTRACT

In 1913 the Minister of education, I. Tsirimokos (E. Venizelos Government) forms committee consisting of professors of the University of Athens. The aim is to revise the University Laws of 1911. The findings of the committee are put forward in the form of articles of a bill and concern the University administration, the teaching staff, the teaching and studying. These findings are more towards the direction of supporting the university autonomy and reducing the institutional restrictions that the Laws of 1911 had put under the university authority. They won’t be realized until 1922 when the new Law about University of Athens is passed.

 

Αντικείμενο της παρούσας ανακοίνωσης αποτελούν τα πορίσματα της «γνωμοδοτικής επιτροπείας» του 1913, την οποία ο Ιωάννης Τσιριμώκος, υπουργός Παιδείας της Κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου, συγκροτεί με έξι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών και με στόχο την αναθεώρηση των νόμων ΓΩΚΓ΄ (3823) «Περί Εθνικού Πανεπιστημίου» και ΓΩΚΕ΄ (3825) «Περί Καποδιστριακού Πανεπιστημίου» του 1911[1]. 

Στις 31 Μαΐου του 1912 ο Ιωάννης Τσιριμώκος αντικαθιστά τον πρώτο υπουργό Παιδείας της Κυβέρνησης Ε. Βενιζέλου, Απόστολο Αλεξανδρή. Η αλλαγή ηγεσίας στο Υπουργείο Παιδείας σύντομα θα σημάνει και αλλαγή στην εκπαιδευτική πολιτική. Τα νομοσχέδια που είχαν αποτελέσει «το εκπαιδευτικόν πρόγραμμα της Κυβερνήσεως»[2], όπως το είχε αποκαλέσει ο Απόστολος Αλεξανδρής το Μάρτιο του 1911, εγκαταλείπονται στην πλειοψηφία τους[3]. Δύο χρόνια μετά, το 1913, ο Ι. Τσιριμώκος θα υποβάλλει στη Βουλή νομοσχέδια για τις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης, έκφραση κυρίως της δικής του εκπαιδευτικής πολιτικής[4]. Πρόκειται για ένδειξη υπουργικής παρά κυβερνητικής πολιτικής, καθώς, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια των κυβερνήσεων του Ε. Βενιζέλου, όπως έχει επισημάνει και ο Αλέξης Δημαράς, η εκπαιδευτική πολιτική δεν είναι ξεκάθαρη και στη διαμόρφωσή της το πρόσωπο του υπουργού διαδραματίζει σημαντικό ρόλο[5].

Υπό το πρίσμα αυτό θα μπορούσε επίσης να δει κανείς την ενέργεια του Ι. Τσιριμώκου, να προχωρήσει τον Απρίλιο του 1913 στη συγκρότηση της επιτροπής των πανεπιστημιακών καθηγητών, έργο της οποίας είναι να υποδείξει τα «δεόμενα αναθεωρήσεως εκ της κειμένης και δη της προσφάτως τεθείσης Πανεπιστημιακής νομοθεσίας»[6], δηλαδή των δύο πανεπιστημιακών Οργανισμών που είχαν υποβληθεί στη Βουλή από τον προκάτοχό του στο Υπουργείο της Παιδείας και είχαν ψηφιστεί μόλις πριν δύο σχεδόν χρόνια. Πρόεδρος της επιτροπής αυτής ορίζεται ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών και καθηγητής της Ιατρικής Σχολής, Θεόδωρος Ζαΐμης και μέλη της ο αντιπρύτανης και καθηγητής της Θεολογικής Σχολής, Γεώργιος Ι. Δέρβος, ο κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Νικόλαος Πολίτης, ο καθηγητής της Φυσικομαθηματικής Δημήτριος Αιγινήτης και οι καθηγητές της Νομικής Σχολής Δημήτριος Παππούλιας και Κωνσταντίνος Βασιλείου. Ο τελευταίος, καθηγητής του δικονομικού δικαίου και νομικός σύμβουλος του Πανεπιστημίου[7], επιφορτίζεται με το έργο της διατύπωσης των νομοθετικών μεταβολών και της σύνταξης της έκθεσης της επιτροπής[8]. Η επιτροπή συζητώντας επί του αρχικού σχεδίου της έκθεσης του Κ. Βασιλείου, θα προχωρήσει σε τροποποιήσεις και συμπληρώσεις[9]. Το τελικό κείμενο της έκθεσης με τα πορίσματα της επιτροπής θα ανακοινωθεί οκτώ μήνες αργότερα, το Δεκέμβριο του ίδιου έτους[10], ενώ το Μάρτιο του 1914 ο Ιωάννης Τσιριμώκος θα δηλώσει την απόφασή του να υποβάλλει στη Βουλή σχετικό νομοσχέδιο που να τροποποιεί τους δύο πανεπιστημιακούς Οργανισμούς[11].

Η επιτροπή κατ’ αρχήν, κρίνοντας τους δύο πανεπιστημιακούς Οργανισμούς, παραδέχεται ότι έχουν επιφέρει βελτιώσεις στα πανεπιστημιακά πράγματα. Διαπιστώνει όμως, ότι εισάγοντας διατάξεις που προσιδιάζουν στο γαλλικό πανεπιστημιακό πρότυπο, «διετάραξαν την υφεστώσαν ενότητα και αρμονίαν», σε αντιδιαστολή προς τον Προσωρινό Κανονισμό του 1837, ο οποίος, οργανώνοντας το Πανεπιστήμιο κατά τα γερμανικά πρότυπα, «είχε το μέγιστον πλεονέκτημα της ενότητος»[12]. Ειδικότερα, προτείνει τροποποιήσεις που αφορούν στη διοίκηση του Πανεπιστημίου, στο διδακτικό προσωπικό, στη διδασκαλία και στη φοίτηση, διατυπώνοντάς τες στην έκθεσή της με τη μορφή άρθρων σχεδίου νόμου.

Ως προς τη διοίκηση του Πανεπιστημίου, αφού τονίζει την ανάγκη ύπαρξης ενός μόνο κοινού πανεπιστημιακού Οργανισμού, προτείνει μεταβολές στη σύνθεση της πανεπιστημιακής Συγκλήτου του «ενός και μόνου Ελληνικού Πανεπιστημίου.»[13] Μειώνει κατά δύο τον αριθμό των μελών της και προσθέτει στη σύνθεσή της τον προπρύτανη, ενώ αφαιρεί τους προκοσμήτορες[14]. Έτσι, η Σύγκλητος, σύμφωνα με την πρόταση της επιτροπής, αποτελείται από τον πρύτανη, τον αντιπρύτανη, τον προπρύτανη, τους πέντε κοσμήτορες των Σχολών και τέσσερις καθηγητές, δύο από το Εθνικό και δύο από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο[15]. Παράλληλα, η επιτροπή αφαιρεί από τους έκτακτους καθηγητές το δικαίωμα ψήφου για την εκλογή του κοσμήτορα της οικείας Σχολής[16], δικαίωμα που είχαν αποκτήσει με τους Οργανισμούς του 1911 (άρθρο 6).

Σε σχέση προς τους διδάσκοντες, προτείνει τροποποιήσεις στο ζήτημα του διορισμού και της διδασκαλίας των τακτικών και έκτακτων καθηγητών. Για τους τακτικούς καθηγητές, προτείνει μεταβολές στο «κρατούν σύστημα, κατά βάσιν διατηρούμενον ως ορθώς έχον.»[17] Οι κυριότερες από αυτές αφορούν στη διαγραφή του πτυχίου της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, ως προσόν διορισμού σε θέση τακτικού καθηγητή (άρθρο 8), στα της αναβολής της πλήρωσης τακτικής έδρας, στις προνομιακές διατάξεις διορισμού, όπως σημειώνει, καθηγητών άλλων Πανεπιστημίων, καθώς και στον καθορισμό της διδασκαλίας των τακτικών καθηγητών του Αθηναϊκού Πανεπιστημίου στην αλλοδαπή[18]. Ως προς τους έκτακτους καθηγητές, η επιτροπή προτείνει διάταξη, κατά την οποία καθιστά μόνιμο τον επί θητεία έκτακτο καθηγητή μετά τη λήξη της θητείας του. Η τελευταία, σύμφωνα με την πρόταση της επιτροπής, μειώνεται σε πέντε από επτά έτη[19], όπως όριζαν οι Οργανισμοί του 1911 (άρθρο 9).

Η επιτροπή θέτει για πρώτη φορά το ζήτημα ευρύτερης πειθαρχικής εξουσίας του κοσμήτορα «περί την διεύθυνσιν των Συνεδριάσεων της Σχολής»[20], ενώ εισάγει για τους καθηγητές, νέο «πειθαρχικόν σύστημα κατά το εφικτόν μέτρον συνδυάζον και την αυτονομίαν του Πανεπιστημίου, [...] αλλά και την προσήκουσαν πειθαρχικήν επί των Καθηγητών ως δημοσίων υπαλλήλων εποπτείαν»[21]. Στη νέα επίσης, πρόταση της επιτροπής μεταβάλλεται σε προαιρετικό το υποχρεωτικό όριο ηλικίας αποχώρησης των τακτικών καθηγητών από το Πανεπιστήμιο στο 70ο έτος της ηλικίας, που είχε τεθεί για πρώτη φορά το 1911.

Ως προς τις σχετικές με τη φοίτηση και τις εξετάσεις, ρυθμίσεις των πανεπιστημιακών νόμων, η επιτροπή καταργεί τη διάκριση των δύο εξαμήνων, ως αντίθετη με το σύστημα των τμηματικών εξετάσεων που εισήχθη με τους νόμους του 1911, το οποίο απαιτεί «ενιαίον ενιαύσιον πρόγραμμα διδασκαλίας.»[22]. Διατυπώνεται παράλληλα στην έκθεσή της ένα «σύστημα τριχοτομίας των εξετάσεων»[23] σε τμηματικές, γενικές επί πτυχίω και διδακτορικές εξετάσεις. Εισάγει το θεσμό των ακροατών[24], αλλά και νέα τέλη, τα λεγόμενα φροντιστηριακά, τα οποία οι Οργανισμοί του 1911 δεν είχαν καθιερώσει. Περιορίζει το ποσό και την ενιαύσια καταβολή των φροντιστηριακών τελών «εις το ελάχιστον επιτετραμμένον όριον»[25], ανάλογα με τη Σχολή και ανεξάρτητα από τον αριθμό των φροντιστηρίων[26]. Η νέα αυτή οικονομική υποχρέωση των φοιτητών φαίνεται να είναι αρκετά μεγάλη, ώστε η εφημερίδα Εστία θα σχολιάσει ότι στο Πανεπιστήμιο «θα πληρώνεται ακόμη και το δικαίωμα του αναπνέειν.» Συμπληρώνοντας, «Μόνον ο φόρος των δημοσίων θεαμάτων δεν εγκαταστάθη ακόμη εις τα Προπύλαια.»[27]. Η επιτροπή επιλαμβάνεται και του ζητήματος της γυμναστικής των φοιτητών, με το οποίο οι Οργανισμοί του 1911 δεν ασχολήθηκαν. Έξι χρόνια μετά τα «γυμναστικά», όπως ονομάστηκαν τα γεγονότα του 1907, όπου με μαζικά συλλαλητήρια, βίαιες συμπεριφορές, απεργίες και καταλήψεις, οι φοιτητές είχαν απαιτήσει την απαλλαγή τους από την υποχρεωτική άσκηση και εξέταση στη γυμναστική, ως προϋπόθεση συμμετοχής στις πτυχιακές και διδακτορικές εξετάσεις[28], η επιτροπή καταργεί την υποχρέωση αυτή των φοιτητών. Στην έκθεσή της θεωρεί τη φοίτηση στο Ακαδημαϊκό Γυμναστήριο για τους περισσότερους φοιτητές, «ωρών απώλειαν»[29].

Με βάση τα παραπάνω, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι τα πορίσματα της επιτροπής των καθηγητών, αφενός κινούνται προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της αυτονομίας του Πανεπιστημίου, την οποία οι Οργανισμοί του 1911 παρέχουν μέσω της δυνατότητας αναπαραγωγής του καθηγητικού σώματος από τους ίδιους τους τακτικούς καθηγητές[30]. Αφετέρου η επιτροπή επιχειρεί να προασπίσει τη θέση των τακτικών καθηγητών μέσα στην εσωτερική πανεπιστημιακή ιεραρχία, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά το 1911 με την προσθήκη της βαθμίδας των έκτακτων καθηγητών στο ανώτερο διδακτικό προσωπικό.

Στο πλαίσιο αυτό της μεγαλύτερης αυτονόμησης του καθηγητικού σώματος κινούνται οι προτάσεις της επιτροπής, οι οποίες εστιάζονται κυρίως στη σχέση των τακτικών καθηγητών με την πολιτική εξουσία, καθορίζοντας τα όρια παρέμβασης της τελευταίας. Η επιτροπή επικεντρώνει τις προτεινόμενες αλλαγές στις προβλεπόμενες στους δύο πανεπιστημιακούς νόμους του 1911, επεμβάσεις του υπουργού Παιδείας αναφορικά με τα της αναβολής της πλήρωσης των τακτικών εδρών (άρθρο 8). Αφαιρεί από τον υπουργό το δικαίωμα να διορίζει στη θέση του τακτικού καθηγητή τον υποψήφιο, που σε δύο συνεχόμενες ψηφοφορίες πετυχαίνει την πάνω από το ήμισυ πλειοψηφία του συνόλου των παρόντων καθηγητών της Σχολής. Επίσης, αφαιρεί το δικαίωμα του υπουργού να διορίζει στην τακτική έδρα, όπου κανείς εκ των υποψηφίων δεν βρέθηκε από την οικεία Σχολή κατάλληλος, τον έκτακτο επικουρικό καθηγητή της έδρας αυτής για μία τριετία. Σύμφωνα με την πρόταση της επιτροπής για την τελευταία αυτή περίπτωση, η Σχολή αναβάλλει την πλήρωση της τακτικής έδρας για μία διετία, διάστημα στο οποίο αναθέτει στον επικουρικό έκτακτο καθηγητή τη διδασκαλία του μαθήματος, ή διορίζει τον ικανότερο εκ των υποψηφίων ως έκτακτο καθηγητή[31]. Παράλληλα, η επιτροπή αφαιρεί από τον υπουργό τη δυνατότητα του απ’ ευθείας διορισμού στο Αθηναϊκό Πανεπιστήμιο Έλληνα καθηγητή, ο οποίος έχει διδάξει ή διδάσκει σε ξένο Πανεπιστήμιο. Ο διορισμός του τελευταίου, όπως αναφέρεται στην έκθεση της επιτροπής, γίνεται έπειτα από ερώτημα του Υπουργείου προς την οικεία Σχολή και τη θετική απόφαση της τελευταίας[32].

Το δικαίωμα επίσης του υπουργού Παιδείας να απολύει προσωρινώς τους καθηγητές βρίσκεται στο στόχαστρο των νέων ρυθμίσεων στο «πειθαρχικόν σύστημα», το οποίο η επιτροπή εισηγείται για τους τακτικούς καθηγητές. Με τις ρυθμίσεις της επιτροπής, οι «ελαφρύτερες» πειθαρχικές ποινές, της παραίνεσης και της επίπληξης, επιβάλλονται από τη Σύγκλητο και όχι, σύμφωνα με τους Οργανισμούς του 1911 (άρθρο 10), από τον υπουργό Παιδείας. Στον τελευταίο, η επιτροπή αναγνωρίζει το δικαίωμα επιβολής των ποινών της επίπληξης και του χρηματικού προστίμου, μόνο εάν η Σύγκλητος παραπέμψει την υπόθεση στο Υπουργείο. Από τον υπουργό Παιδείας αφαιρείται επίσης το δικαίωμα της προσωρινής απόλυσης των καθηγητών μέχρι τριών μηνών, που του παρείχαν οι Οργανισμοί του 1911. Σύμφωνα με την άποψη της επιτροπής, το Πειθαρχικό Συμβούλιο, αποτελούμενο από τη Σύγκλητο και δέκα ακόμη μέλη, εκ των οποίων τα πέντε ορίζεται να είναι μέλη του Αρείου Πάγου και τα άλλα πέντε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, αποφαίνεται για την προσωρινή ή οριστική απόλυση των καθηγητών[33]. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις, κατά την παραδοχή ενός μέλους της επιτροπής, του Νικόλαου Πολίτη, διέπονται «από της ιδέας της καθιερώσεως επιεικεστέρων διατάξεων και διαδικασιών διά τους καθηγητάς»[34].

Η ίδια λογική, των επιεικέστερων διατάξεων, θα μπορούσε κανείς να πει ότι διέπει επίσης τις προτάσεις της επιτροπής και στο ζήτημα της διδασκαλίας των καθηγητών, «το ουσιώδες μέρος παντός Πανεπιστημιακού Οργανισμού»[35] κατά το χαρακτηρισμό της. Έτσι, προτείνει να καταργηθεί, διότι «ουδένα εκπλήρου σκοπόν»[36], το δικαίωμα του υπουργού Παιδείας να εγκρίνει το πρόγραμμα μαθημάτων των Σχολών, όπως όριζαν οι Οργανισμοί του 1911 (άρθρο 13), προκειμένου να εξαλειφθεί ο κίνδυνος, όπως αναφέρει στην έκθεσή της, η παροχή προς το Υπουργείο «απεριορίστου εξουσίας εγκρίσεως του όλου ή μέρους»[37] του προγράμματος, να οδηγήσει στον περιορισμό της ελευθερίας της διδασκαλίας. Αναφορικά με τη διδασκαλία των τακτικών καθηγητών, στην έκθεση της επιτροπής καθορίζεται ότι κανένας καθηγητής δεν δικαιούται, χωρίς την έγκριση της Σχολής, να ορίσει υποχρεωτική θεωρητική διδασκαλία που να υπερβαίνει τις τέσσερις ώρες και φροντιστηριακή τις δύο ώρες εβδομαδιαίως[38]. Παράλληλα, εισηγείται τη θέσπιση «ιδιαιτέρων επ’ αμοιβή μαθημάτων»[39] των τακτικών καθηγητών, που θα έχουν τη μορφή διαλέξεων ή πρακτικών ασκήσεων προορισμένων για τους πτυχιούχους ή τους διδάκτορες και θα διοργανώνονται στο χώρο του Πανεπιστημίου «εν χρόνω διακοπών»[40].

Προς την κατεύθυνση επίσης, του καθορισμού των ορίων των υποχρεώσεων των τακτικών καθηγητών, κινείται η επιτροπή σχετικά με το «ευσύνοπτο σύγγραμμα», που οι Οργανισμοί του 1911 θέτουν για πρώτη φορά ως υποχρέωση των καθηγητών. Η επιτροπή προτείνει την κατάργηση της υποχρεωτικής έκδοσης συγγραμμάτων των καθηγητών εντός τριετίας από το διορισμό τους, όπως προβλέπουν οι Οργανισμοί του 1911, κρίνοντάς την υποχρέωση αυτή ως «επιστημονικώς τι ακατάληπτον»[41]. Κινδυνολογεί σχετικά, υποστηρίζοντας ότι η «καταναγκαστική εντός τεταγμένου χρόνου σύνταξις και έκδοσις πλήρους συστήματος εκάστου διδασκομένου μαθήματος,» θα έχει ως αποτέλεσμα αφενός την παραγωγή συγγραμμάτων «άτινα θα φέρωσι μοιραίως και αναποδράστως την σφραγίδα της ατελείας»[42], αφετέρου την παραμέληση των ακροάσεων των μαθημάτων από την πλευρά των φοιτητών[43]. Στην πραγματικότητα, προϋπόθεση για τη συμμετοχή στις εξετάσεις, είναι η πιστοποίηση της ακρόασης των μαθημάτων και φροντιστηριακών, πρακτικών ασκήσεων, την οποία οι πανεπιστημιακοί Οργανισμοί θέτουν για τους φοιτητές (άρθρο 13) και η επιτροπή διατηρεί, καθιερωμένου για το σκοπό αυτό μάλιστα, «του συστήματος των βιβλιαρίων ακροάσεως»[44]. Κατά την άποψή της, άλλωστε, χωρίς την τήρηση γραπτών σημειώσεων, «η ακρόασις ουδένα έχει πρακτικόν σκοπόν.»[45] Προκειμένου να στηρίξει την άποψή της χρησιμοποιεί ιδιαιτέρως στην περίπτωση αυτή το συγκριτικό επιχείρημα[46], επικαλούμενη «τα εννέα δέκατα των Καθηγητών» στην υπόλοιπη Ευρώπη, που «ουδαμώς απησχολήθησαν εις συγγραφήν συστημάτων»[47], για να καταλήξει: «Τι είδους μάλιστα εντύπωσις θα παραχθή και εν τη ξένη όταν γνωσθή ότι Καθηγηταί του Πανεπιστημίου κατεδικάσθησαν εντός τριετίας να συγγράψωσι τόσα συστήματα όσοι είναι οι διδάσκοντες»[48]. Στην έκθεσή της, τελικώς, ακόμη και η αντιπρότασή της για την επιμήκυνση της χρονικής προθεσμίας συγγραφής των συγγραμμάτων από τριετία σε δεκαετία[49], θα παραλειφθεί κατά την τελική διατύπωση του σχετικού άρθρου, όπως θα παραλειφθεί και η διετής διάρκεια διδασκαλίας κάθε μαθήματος, όριο που θέτουν στους τακτικούς καθηγητές για πρώτη φορά οι Οργανισμοί του 1911 (άρθρο 14). Με το ίδιο σκεπτικό προτείνει την απάλειψη της διάταξης για την υποχρέωση του Πανεπιστημίου να εκδίδει τα συγγράμματα των καθηγητών του (άρθρο 14), «και δη και των εκτάκτων, αφ’ ου ο Νόμος ΓΩΚΕ΄ ομιλεί γενικώς περί Καθηγητών, αν ούτοι προτιμώσι την τοιαύτην έκδοσιν»[50].

Ζήτημα τριβής για το καθηγητικό σώμα του Πανεπιστημίου αποτελεί το όριο ηλικίας. Η υποχρέωση των τακτικών καθηγητών να αποχωρήσουν από το Πανεπιστήμιο στο 70ο έτος της ηλικίας μεταβάλλεται από την επιτροπή σε «δικαίωμα προαιρετικής ασκήσεως»[51]. Ο τακτικός καθηγητής που έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας μπορεί να παραμείνει στο Πανεπιστήμιο διατηρώντας όλες τις εξουσίες που του παρέχει η θέση του, παρά το διορισμό δεύτερου τακτικού καθηγητή σε δεύτερη ομοειδή προς την τακτική, έδρα. Όπως προβλέπει μάλιστα η επιτροπή, ιδιαιτέρως στην περίπτωση κατά την οποία με την τακτική έδρα συνδέεται η λειτουργία κλινικής ή εργαστηρίου, ο «παλαιός» καθηγητής διατηρεί τον τίτλο του διευθυντή, ενώ ο νέος διοριζόμενος καθηγητής καθίσταται υποδιευθυντής της κλινικής ή του εργαστηρίου[52].

Είναι φανερή η προσπάθεια της επιτροπής να εδραιωθεί η θέση των τακτικών καθηγητών εντός της πανεπιστημιακής ιεραρχίας, περιορίζοντας τα δικαιώματα των έκτακτων καθηγητών ως προς τη θέση και το ρόλο τους στο Πανεπιστήμιο. Ουσιαστικά, εισηγείται τη μείωση προνομίων, τα οποία οι δύο πανεπιστημιακοί Οργανισμοί έχουν παραχωρήσει στους έκτακτους καθηγητές, με το επιχείρημα ότι οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις συντελούν «εις την σκοπιμωτέραν του θεσμού διαρρύθμισιν»[53], εφόσον ο θεσμός της έκτακτης καθηγεσίας χωρίς να έχει δοκιμασθεί, θα αποτύχει στο ελληνικό Πανεπιστήμιο αν οι σχετικές διατάξεις μείνουν αμετάβλητες. Προς την κατεύθυνση αυτή, η επιτροπή αποκρούει την υποχρεωτική διδασκαλία των έκτακτων καθηγητών επικουρικών εδρών. Σύμφωνα με τους Οργανισμούς του 1911, ο έκτακτος επικουρικός καθηγητής ασκεί φροντιστηριακώς τους φοιτητές μία φορά την εβδομάδα στα υπό του τακτικού καθηγητή διδαχθέντα μαθήματα, δύο φορές διδάσκει ειδικό κλάδο του κύριου μαθήματος και μία φορά την εβδομάδα ασκεί φροντιστηριακώς τους φοιτητές σε αυτόν (άρθρο 14 νόμου ΓΩΚΕ΄). Η υποχρεωτική αυτή διδασκαλία των έκτακτων καθηγητών «εκρίθη εξοβελιστέα» από την επιτροπή, αφού «καθορίζεται κατά τρόπον απάδοντα εις την ελευθερίαν του τρόπου της διδασκαλίας και εις την μέθοδον του επιστημονικώς διδάσκειν»[54]. Αποκλείει επίσης, τους έκτακτους καθηγητές από τις διαδικασίες εκλογής των κοσμητόρων των Σχολών, προκειμένου, όπως επισημαίνει στην έκθεσή της, να μείνουν «αμέτοχοι των δυναμένων πολλάκις να προκύψωσιν επί τούτου προσωπικών ζητημάτων εν τη Σχολή υπό τήν ψήφον των μελών της οποίας υπόκειται ο έκτακτος Καθηγητής όπως καταστή μόνιμος ή τακτικός.»[55] Η επισήμανση αυτή της επιτροπής έχει ενδεχομένως πρακτική αξία, αν κανείς τη συσχετίσει με την πρότασή της για τη μονιμοποίηση των έκτακτων καθηγητών. Επιχειρώντας να ανασκευάσει τις υπό «όρους προσωρινότητος», κατά το χαρακτηρισμό της, συνθήκες πρόσληψης των έκτακτων καθηγητών, προτείνει τη μείωση της θητείας του έκτακτου καθηγητή, «ώστε η θητεία ν’ αποβή χρόνος δοκιμασίας της ικανότητος»[56]. Ωστόσο, η δικαιοδοσία της αναγνώρισης του επιστημονικού κύρους του έκτακτου καθηγητή περνάει στα χέρια των τακτικών καθηγητών[57], καθόσον για την απόφαση «υπέρ της διατηρήσεως του εκτάκτου Καθηγητού»[58] μετά το πέρας της θητείας του, απαιτείται η πλειοψηφία του όλου αριθμού των τακτικών καθηγητών της οικείας Σχολής. Ακόμη και ως προς τον καθορισμό των εδρών των έκτακτων καθηγητών, η επιτροπή αφαιρεί από τον υπουργό Παιδείας το δικαίωμα της πρότασης, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (άρθρο 9), θέτοντας μόνο ως απαραίτητη προϋπόθεση τη γνωμοδότηση της Συγκλήτου[59], ενώ και ο χρόνος παραμονής τους στο Πανεπιστήμιο οριοθετείται αυστηρά. Αν η αποχώρηση των τακτικών καθηγητών στο 70ο έτος αφήνεται στη δική τους προαίρεση, για τους έκτακτους καθηγητές η επιτροπή ορίζει διαφορετικά. Θέτει το 60ο έτος της ηλικίας ως όριο υποχρεωτικής αποχώρησης[60].

Συνοψίζοντας, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η συγκρότηση μίας «γνωμοδοτικής επιτροπείας», αποτελούμενης καθ’ ολοκληρίαν από καθηγητές και των πέντε Σχολών, αφήνει το ζήτημα της ανώτατης εκπαίδευσης στα χέρια του καθηγητικού σώματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο οποίο το Υπουργείο Παιδείας αναγνωρίζει κατ’ αρχήν το δικαίωμα να γνωμοδοτεί για τα όποια προβλήματα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και να προτείνει λύσεις. Στις απόψεις και στις προτάσεις της επιτροπής υπερτερεί η καθηγητική ιδιότητα των έξι μελών της. Ως τακτικοί καθηγητές, λειτουργούν περισσότερο ως υποστηρικτές των “συμφερόντων” του καθηγητικού σώματος: με δεδομένη τη δυνατότητα αναπαραγωγής τους στο πλαίσιο ενός σχετικά αυτόνομου επιστημονικού πεδίου[61], επιχειρούν να προασπίσουν τα δικαιώματα και να καθορίσουν τα όρια των υποχρεώσεων, όχι συνολικά του διδακτικού προσωπικού αλλά κυρίως της ανώτατης βαθμίδας του. Έτσι, θα μπορούσε κανείς να κατανοήσει το γεγονός ότι τα πορίσματα της επιτροπής, απευθυνόμενα προς μία φιλελεύθερη κυβέρνηση, η οποία έχει διαμορφωμένο σύστημα ιδεών μεταρρυθμίζοντας την πανεπιστημιακή εκπαίδευση με τους ισχύοντες Οργανισμούς του 1911[62], δεν υιοθετούνται τελικώς από την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Η τελευταία, παρά τη διατυπωμένη ευχή στο τέλος της έκθεσης της επιτροπής, τα πορίσματα να αποτελέσουν για τον υπουργό και το Κοινοβούλιο «αφετηρίαν εις πεφωτισμένον έργον […] ίνα κατά το λυσιτελέστερον συμπληρωθή και διασκευασθή η πανεπιστημιακή ημών νομοθεσία»[63], αρκείται στην ψήφιση του νόμου 574 της 31ης Δεκεμβρίου 1914. Με αυτόν τροποποιούνται ελάχιστα σημεία των Οργανισμών του 1911[64], σε αντίθεση με την έκθεση της επιτροπής, η οποία, κατά το σχόλιο του καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής, Παναγιώτη Καββαδία, «μεταρρυθμίζει σχεδόν άρδην τους νόμους τούτους, παρουσιάζει δε όχι πλέον τροποποιήσεις αλλά νέον Νόμον»[65]. Θα χρειαστεί να περάσουν εννέα χρόνια, ώστε με μία άλλη πολιτική παράταξη στην εξουσία και σε μία χρονική περίοδο κρίσιμη στην εξωτερική πολιτική της χώρας[66], να μπορέσει το καθηγητικό σώμα του Πανεπιστημίου Αθηνών να επιβάλλει διά της νομοθετικής οδού, τους δικούς του όρους λειτουργίας του πανεπιστημιακού θεσμού. Ο νόμος 2905 «περί οργανισμού του Αθήνησιν Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου»[67], που ψηφίζεται το καλοκαίρι του 1922 και με τον οποίο θα νομοθετηθούν οι βασικότερες προτάσεις της επιτροπής του 1913, εκείνες που αφορούν στην ενοποίηση των δύο Πανεπιστημίων, στη σύνθεση της Συγκλήτου, στους θεσμικούς περιορισμούς στους έκτακτους καθηγητές, στο πειθαρχικό σύστημα των τακτικών καθηγητών, στο όριο ηλικίας και στην υποχρέωση συγγραφής συγγραμμάτων των τακτικών καθηγητών, είναι έργο των καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών και κυρίως ενός μέλους της επιτροπής του 1913, του Δ. Παππούλια. Χαρακτηριστική είναι η σχετική προτροπή του καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής, Ν. Εξαρχόπουλου, προς τη Σύγκλητο, το Μάρτιο του 1922: «Ας συγχαρούμεν αλλήλους, διότι επερατώσαμεν την επί του Οργανισμού εργασία ημών, και ας εκφράσωμεν ευχαριστίας προς τον κ. Παππούλιαν διά τον πεφωτισμένον ζήλον και την αφοσίωσιν μεθ’ ην ηργάσθη όπως φέρη εις πέρας το έργον τούτο.»[68]

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

 

Αντωνίου, Δ. (2004). Απόστολος Γ. Αλεξανδρής: ο πρώτος υπουργός Παιδείας των Κυβερνήσεων Ελευθερίου Βενιζέλου. Προφορική ανακοίνωση στο συνέδριο «Η εκπαιδευτική πολιτική στα χρόνια του Ελευθερίου Βενιζέλου» (22-24/1/2004). Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος» & Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας.

Βρυχέα, Α. & Γαβρόγλου, Κ. (1982). Απόπειρες μεταρρύθμισης της ανώτατης εκπαίδευσης 1911-1981. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σύγχρονα θέματα.

Δημαράς, Α. (1980). Προθέσεις των πρώτων Κυβερνήσεων Βενιζέλου (1910-1913) στα εκπαιδευτικά. Ενδείξεις από νομοθετικά κείμενα. Στο Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του. Αθήνα: Εκδόσεις Φιλιππότη.

Έκθεσις επί της αναθεωρήσεως των πανεπιστημιακών νόμων υποβληθείσα τω υπουργώ υπό της προς τούτο κατασταθείσης εκ καθηγητών επιτροπείας. (1913). Αθήνα: Τυπογραφείο Σ. Κ. Βλαστού.

Καραμανωλάκης, Ευ. (2004). Η συγκρότηση της ιστορικής επιστήμης στην Ελλάδα. Η διδασκαλία της Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών 1837-1932. Διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Ιστορίας–Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Μπουζάκης, Σ., Κουστουράκης, Γ. & Μπερδούση, Ε. (2001). Εκπαιδευτική πολιτική και συγκριτική επιχειρηματολογία στο παράδειγμα των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων της γενικής και τεχνικο–επαγγελματικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Μεταρρυθμιστικά επεισόδια 1913,1929,1959, 1964, 1976/77, 1985 και 1997/98. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.

Μπουρνάζος, Σ. (2001). Η εκπαίδευση στο ελληνικό κράτος. Στο Χατζηιωσήφ, Χ. (Επιμ.). Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. Οι απαρχές 1900-1922. Τόμος Α΄, Μέρος 2ο. Αθήνα: Εκδόσεις Βιβλιόραμα.

Νόμος 2905 «Περί οργανισμού του Αθήνησιν Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου». Εφημερίς της Κυβερνήσεως, αριθμός φύλλου 127, 27/7/1922, τχ. Α΄. Στο Μπουζάκης, Σ. (2006). Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ελλάδα (1836-1925). Τεκμήρια ιστορίας. Τόμος Α΄ (1836-1925), σ. 425-534.

Νόμος 574 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των νόμων ΓΩΚΓ΄, ΓΩΚΕ΄ και Γ@Ξ^΄ [3966] περί οργανισμού των Πανεπιστημίων και 221 περί παρατάσεως της εγγραφής κλπ.». Εφημερίς της Κυβερνήσεως, αριθμός φύλλου 15, 12/1/1915, τχ. Α΄.

Νόμος ΓΩΚΓ΄ (3823) «Περί Εθνικού Πανεπιστημίου». Εφημερίς της Κυβερνήσεως, αριθμός φύλλου 178, 12/7/1911, τχ. Α΄. Στο Μπουζάκης, Σ. (2006). Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ελλάδα (1836-1925). Τεκμήρια ιστορίας. Τόμος Α΄ (1836-1925), σ. 344-374.

Νόμος ΓΩΚΕ΄ (3825) «Περί Καποδιστριακού Πανεπιστημίου». Εφημερίς της Κυβερνήσεως, αριθμός φύλλου 183, 17/7/1911, τχ. Α΄. Στο Μπουζάκης, Σ. (2006). Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ελλάδα (1836-1925). Τεκμήρια ιστορίας. Τόμος Α΄ (1836-1925), σ. 378-402.

Πρακτικά Συγκλήτου 1921-1922. Τόμος 33.

Πρακτικά Συνεδριάσεων Φιλοσοφικής Σχολής [Π.Σ.Φ.Σ.] 1904-1914. Τόμος 9.

Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Διπλής Αναθεωρητικής Βουλής. (1911). Συνεδρίαση ΝΕ΄, 21/3/1911. Τόμος Α΄ (8/1/1911-12/7/1911). Αθήνα: Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου.

Σιμενή, Π. Α. (2004). Φοιτητικές ταραχές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η περίπτωση των «γυμναστικών» του 1907. Στα Πρακτικά του 3ου Διεθνούς Συνεδρίου Ιστορίας εκπαίδευσης, Πάτρα, 1-3/10/2004. (Εργαστήριο Ιστορικού Αρχείου Νεοελληνικής και Διεθνούς Εκπαίδευσης, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Πατρών). CD-ROM.

Σταυρίδη-Πατρικίου, Ρ. (1999). Γλώσσα, εκπαίδευση και πολιτική. Αθήνα: Εκδόσεις Ολκός.

 

Εφημερίδες

«Τα τέλη των φροντιστηρίων», στην εφ. Εστία, 3/4/1913, έτος ΙΖ΄, αρ. 6882, σ. 2.

«Το Πανεπιστημιακόν», στην εφ. Εστία, 5/4/1913, έτος ΙΖ΄, αρ. 6884, σ. 2.

«Η έκθεσις της πανεπιστημιακής επιτροπής», στην εφ. Εστία, 15/12/1913. Έτος ΙΖ΄, αριθ. 7134, σ. 3.

«Η συζήτησις των εκπαιδευτικών νομοσχεδίων», στην εφ. Νέα Ελλάς, 10/3/1914. Έτος Α΄, αριθ.181, σ. 5.

 

 



[1] Νόμος ΓΩΚΓ΄ (3823) «Περί Εθνικού Πανεπιστημίου». Φ.Ε.Κ.178, 12/7/1911, τ. Α΄. Νόμος ΓΩΚΕ΄ (3825) «Περί Καποδιστριακού Πανεπιστημίου». Φ.Ε.Κ. 183, 17/7/1911, τ. Α΄.

[2] Συνεδρίαση ΝΕ΄, 21/3/1911. Στα Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Διπλής Αναθεωρητικής Βουλής. (1911). Τόμος Α΄ (8/1/1911-12/7/1911). Αθήνα: Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, σ. 772.

[3] Πρόκειται για δεκατέσσερα, αρχικά, νομοσχέδια που αφορούσαν στις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης και άλλα τέσσερα που έπονταν. Από αυτά μόνο πέντε ψηφίστηκαν από τη Βουλή, αποτελώντας νόμους του κράτους. Ήταν οι νόμοι ΓΩΚΖ΄/18 Ιουλίου 1911 «Περί διδακτηρίων», ΓΩΚΗ΄/18 Ιουλίου 1911 «Περί Κεντρικού Εποπτικού Συμβουλίου Δημοτικής Εκπαιδεύσεως» και ΓΞΑ΄/14 Δεκεμβρίου 1911 «Περί τροποποιήσεως του νόμου ΓΣΑ΄, περί διδακτικών βιβλίων» και οι νόμοι ΓΩΚΕ΄ «Περί Καποδιστριακού Πανεπιστημίου» και ΓΩΚΓ΄ «Περί Εθνικού Πανεπιστημίου». Δημαράς, Α. (1980). Προθέσεις των πρώτων Κυβερνήσεων Βενιζέλου (1910-1913) στα εκπαιδευτικά. Ενδείξεις από νομοθετικά κείμενα. Στο Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του. Αθήνα: Εκδόσεις Φιλιππότη, σ. 31 και Μπουρνάζος, Σ. (2001). Η εκπαίδευση στο ελληνικό κράτος. Στο Χατζηιωσήφ, Χ. (Επιμ.). Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. Οι απαρχές 1900-1922. Τόμος Α΄, Μέρος 2ο. Αθήνα: Εκδόσεις Βιβλιόραμα, σ. 244.

[4] Βλ. Δημαράς, Α. (1980), ό.π., σ. 32. Όπως πρόσφατα επισήμανε ο Δαυίδ Αντωνίου, σε ανέκδοτη ακόμη ανακοίνωσή του, στην πραγματικότητα τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια του Ι. Τσιριμώκου έχουν βασιστεί στα προηγούμενα νομοσχέδια για τις δύο πρώτες εκπαιδευτικές βαθμίδες, του Α. Αλεξανδρή. Η διαπίστωση αυτή δε μεταβάλλει, ωστόσο, την πρόθεση  του νέου υπουργού Παιδείας να αποτυπώσει στην εκπαιδευτική πολιτική το δικό του στίγμα. Αντωνίου, Δ. (2004). Απόστολος Γ. Αλεξανδρής: ο πρώτος υπουργός Παιδείας των Κυβερνήσεων Ελευθερίου Βενιζέλου. Προφορική ανακοίνωση στο συνέδριο «Η εκπαιδευτική πολιτική στα χρόνια του Ελευθερίου Βενιζέλου» (22-24/1/2004). Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος» & Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας.

[5] Βλ. Δημαράς, Α. (1980), ό.π., σ.31

[6]  Έκθεσις επί της αναθεωρήσεως των πανεπιστημιακών νόμων υποβληθείσα τω υπουργώ υπό της προς τούτο κατασταθείσης εκ καθηγητών επιτροπείας. (1913). Αθήνα: Τυπογραφείο Σ. Κ. Βλαστού, σ. 3.

[7] Ο Κωνσταντίνος Βασιλείου είχε διοριστεί στη Νομική Σχολή το 1911.

[8] Η επιτροπή κατά το πρώτο στάδιο της εργασίας της ανέθεσε στον Κ. Βασιλείου ως εισηγητή, το έργο της διατύπωσης των νομοθετικών μεταβολών και της σύνταξης της προκειμένης έκθεσης. Τη διατύπωση συγκεκριμένων, ελάχιστων, νομοθετικών μεταβολών ανέλαβαν οι Ν. Πολίτης, Δ. Αιγινήτης και Δ. Παππούλιας. Βλ. Έκθεσις… (1913), ό.π., σ. 4, 5.

[9] Κατά το δεύτερο αυτό στάδιο των εργασιών της επιτροπής δε συμμετείχε ο Δημήτριος Αιγινήτης, ο οποίος στο διάστημα των πανεπιστημιακών διακοπών, όπως αναφέρεται στην έκθεση, απουσίαζε στην Εσπερία. Στο ίδιο, σ. 5.

[10] «Η έκθεσις της πανεπιστημιακής επιτροπής», στην εφ. Εστία, 15/12/1913. Έτος ΙΖ΄, αριθ. 7134, σ. 3.

[11] «Η συζήτησις των εκπαιδευτικών νομοσχεδίων», στην εφ. Νέα Ελλάς, 10/3/1914. Έτος Α΄, αριθ.181, σ. 5.

[12] Βλ. Έκθεσις… (1913), ό.π., σ. 6-7.

[13]  Στο ίδιο, σ. 14.

[14] Σύμφωνα με τους Οργανισμούς του 1911, η Πανεπιστημιακή Σύγκλητος είναι δεκατετραμελής, αποτελούμενη από τον πρύτανη, τον αντιπρύτανη, τους πέντε κοσμήτορες των Σχολών, τους πέντε προκοσμήτορες και δύο άλλα μέλη εκλεγμένα από την ολομέλεια των Σχολών του Εθνικού Πανεπιστημίου.

[15] Βλ. Έκθεσις… (1913), ό.π., σ. 15.

[16] Στο ίδιο, σ. 17.

[17] Στο ίδιο, σ. 20.

[18] Στο ίδιο, σ. 20-21.

[19] Στο ίδιο, σ. 25.

[20] Παρέχεται στον κοσμήτορα το δικαίωμα να ανακαλεί «εις την τάξιν» τον «απρεπώς ή προσβλητικώς» συμπεριφερόμενο κατά τη συνεδρίαση της Σχολής καθηγητή. Στο ίδιο, σ. 18-19.

[21]  Στο ίδιο, σ. 32.

[22] Στο ίδιο, σ. 51.

[23] Στο ίδιο, σ. 81.

[24] Στο ίδιο, σ. 60.

[25] Στο ίδιο, σ. 53.

[26] Για τους φοιτητές της Θεολογικής, της Φιλοσοφικής και του Μαθηματικού τμήματος της Φυσικομαθηματικής Σχολής, στις οποίες αναγνωρίζει ότι οι φοιτητές δεν είναι κατά το πλείστον εύποροι, προβλέπει την καταβολή του μικρότερου φροντιστηριακού τέλους, ενώ εξαιρεί τελείως από την υποχρέωση αυτή, τους φοιτητές που προέρχονται από τις νέες επαρχίες και από τη Θράκη. Στο ίδιο, σ. 53, και «Το Πανεπιστημιακόν», στην εφ. Εστία, 5/4/1913, έτος ΙΖ΄, αρ. 6884, σ. 2.

[27] «Τα τέλη των φροντιστηρίων», στην εφ. Εστία, 3/4/1913, έτος ΙΖ΄, αρ. 6882, σ. 2.

[28] Σιμενή, Π. Α. (2004). Φοιτητικές ταραχές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η περίπτωση των «γυμναστικών» του 1907. Στα Πρακτικά του 3ου Διεθνούς Συνεδρίου Ιστορίας εκπαίδευσης, Πάτρα, 1-3/10/2004. (Εργαστήριο Ιστορικού Αρχείου Νεοελληνικής και Διεθνούς Εκπαίδευσης, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Πατρών). CD-ROM.

[29] Βλ. Έκθεσις... (1913), ό.π., σ. 128.

[30] Σταυρίδη-Πατρικίου, Ρ. (1999). Γλώσσα, εκπαίδευση και πολιτική. Αθήνα: Εκδόσεις Ολκός, σ. 118.

[31] Βλ. Έκθεσις… (1913), ό.π., σ. 22.

[32] Στο ίδιο, σ. 22.

[33] Στο ίδιο, σ. 33-39.

[34] Συνεδρίαση της Φιλοσοφικής Σχολής, 9/12/1913. Στα Πρακτικά Συνεδριών Φιλοσοφικής Σχολής 1904-1914. Τόμος 9, σ. 264.

[35] Βλ. Έκθεσις… (1913), ό.π., σ. 61.

[36] Στο ίδιο, σ. 62.

[37] Στο ίδιο, σ. 63.

[38] Στο ίδιο, σ. 76.

[39] Στο ίδιο, σ. 72.

[40] Στο ίδιο, σ. 80.

[41] Στο ίδιο, σ. 67.

[42] Στο ίδιο, σ. 69.

[43] Στο ίδιο, σ. 68.

[44] Στο ίδιο, σ. 63.

[45] Στο ίδιο, σ. 68.

[46] Αναλυτικότερα για τη χρήση του συγκριτικού παραδείγματος, βλ. Μπουζάκης, Σ., Κουστουράκης, Γ. & Μπερδούση, Ε. (2001). Εκπαιδευτική πολιτική και συγκριτική επιχειρηματολογία στο παράδειγμα των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων της γενικής και τεχνικο–επαγγελματικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Μεταρρυθμιστικά επεισόδια 1913,1929,1959, 1964, 1976/77, 1985 και 1997/98. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg, σ. 20-22.

[47] Βλ. Έκθεσις… (1913), ό.π., σ. 67.

[48] Στο ίδιο, σ. 69.

[49] Στο ίδιο, σ. 71.

[50] Στο ίδιο, σ. 71.

[51] Στο ίδιο, σ. 39.

[52] Στο ίδιο, σ. 40-41.

[53] Στο ίδιο, σ. 25.

[54] Στο ίδιο, σ. 66.

[55] Στο ίδιο, σ. 17.

[56] Στο ίδιο, σ. 25.

[57] Καραμανωλάκης, Ευ. (2004). Η συγκρότηση της ιστορικής επιστήμης στην Ελλάδα. Η διδασκαλία της Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών 1837-1932. Διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Ιστορίας–Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, σ. 255.

[58] Βλ. Έκθεσις… (1913), ό.π., σ. 28.

[59] Η σχετική διάταξη στην έκθεση της επιτροπής αναφέρει: «Ο καθορισμός των εδρών των εκτάκτων Καθηγητών θα γίνη εφ’ άπαξ διά Β. Διατάγματος μετά γνωμοδότησιν της Συγκλήτου, μη υποχρεωτικήν διά τον Υπουργόν.» Στο ίδιο, σ. 28.

[60] Στο ίδιο, σ. 40.

[61] Βλ. Καραμανωλάκης, Ευ. (2004), ό.π., σ. 256.

[62] Σε αυτό το διαμορφωμένο σύστημα ιδεών διακρίνονται, σύμφωνα με τη Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, δύο κατευθύνσεις: κάποιες αρχές φιλελευθερισμού και μία σαφή τάση εκσυγχρονισμού. Βλ. Σταυρίδη-Πατρικίου, Ρ. (1999), ό.π., σ. 117.

[63] Βλ. Έκθεσις… (1913), ό.π., σ. 138.

[64] Οι κυριότερες μεταβολές αφορούν στη νέα σύνθεση του ανώτατου Συμβουλίου, το οποίο αποφαίνεται για τις πειθαρχικές ποινές της πρόσκαιρης απόλυσης μέχρι ενός έτους και της οριστικής απόλυσης από την υπηρεσία, αποτελούμενο από τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου και ακόμη έξι μέλη του Αρείου Πάγου (άρθρο 2). Μία δεύτερη μεταβολή είναι ο καθορισμός της χρονικής προθεσμίας, εντός της οποίας οι τακτικοί καθηγητές οφείλουν να συγγράψουν σύγγραμμα, από τριετή σε πενταετή διάρκεια (άρθρο 3). Στις μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 11) επιτρέπεται στον υπουργό Παιδείας, εντός ενός έτους από την ισχύ του νόμου, να διορίσει τους έκτακτους καθηγητές σε όλες ή ορισμένες από τις κενές έδρες, ύστερα από αιτιολογημένη πρόταση της οικείας Σχολής, χωρίς διαγωνισμό. Νόμος 574 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των νόμων ΓΩΚΓ΄, ΓΩΚΕ΄ και Γ@Ξ^΄ [3966] περί οργανισμού των Πανεπιστημίων και 221 περί παρατάσεως της εγγραφής κλπ.» Φ.Ε.Κ. 15, 12/1/1915, τ. Α΄.

[65] Συνεδρία Φιλοσοφικής Σχολής, 5/12/1913. Στα Πρακτικά Συνεδριών Φιλοσοφικής Σχολής 1904-1914. Τόμος 9. σ.260

[66] Η κατάσταση που επικρατεί στο μικρασιατικό μέτωπο το καλοκαίρι του 1922, στρέφει την προσοχή όλων στον πόλεμο της Μικράς Ασίας. Βρυχέα, Α. & Γαβρόγλου, 1982, σ.28). Απόπειρες μεταρρύθμισης της ανώτατης εκπαίδευσης 1911-1981. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σύγχρονα θέματα, σ.28

[67] Νόμος 2905 «Περί οργανισμού του Αθήνησιν Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου» Φ.Ε.Κ. 127, 27/7/1922, τ. Α΄.

[68] Συνεδρία 18η, 22/3/1922. Στα Πρακτικά Συγκλήτου 1921-1922. Τόμος 33, σ. 324.