Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
ΑΠΟ ΤΟ 15Ο ΩΣ ΤΟΝ 20Ο ΑΙΩΝΑ
Αγαθή ΡΟΓΔΑΚΗ Εκπαιδευτικός, Μεταπτ. φοιτήτρια ΤΕΕΑΠΗ Παν/μίου Πατρών |
Αναστάσιος ΣΤΑΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ Εκπαιδευτικός, Πολιτικός Επιστήμονας |
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η μορφοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης στη Γερμανία
αρχίζει από τα μέσα του 15ου αι. με την εισαγωγή της «Νέας Γνώσης». Η
κρίση του θεσμού των Πανεπιστημίων το 16ο αι., που πηγάζει από τις
θρησκευτικές εντάσεις, επηρεάζει τα προτεσταντικά γερμανικά Πανεπιστήμια, που
βρίσκονται πλέον υπό τον έλεγχο της κοσμικής εξουσίας. Σταθμοί για την Ανώτατη
εκπαίδευση της Γερμανίας αποτελούν: η ίδρυση του Πανεπιστημίου της Halle το 1694 και η ίδρυση του Πανεπιστημίου της Göttingen το 1734.
Οι αρχές του 19ου αι. βρίσκουν τα Πανεπιστήμια σε μια εξελικτική
πορεία, που διαπνέεται από το Διαφωτισμό, τις σημαντικές πολιτικές και
οικονομικές εξελίξεις, αλλά και τη Γαλλική Επανάσταση. Το «Νέο» Πανεπιστήμιο
του Βερολίνου ιδρύθηκε το 1809 και εισήγαγε καταλυτικές καινοτομίες για την
πορεία της ανώτατης εκπαίδευσης, αποτελώντας πρότυπο ως σήμερα. Η Ανώτατη
Εκπαίδευση στη Γερμανία στις αρχές του 20ου αι. διακατέχεται από
ταξικό χαρακτήρα κι από μια διαρκή τάση ανανέωσης με στροφή στην επαγγελματική
εκπαίδευση και σύνδεση της γνώσης με την οικονομία και τον καταμερισμό
εργασίας.
ABSTRACT
The Higher education in
Η Ανώτατη Εκπαίδευση αρχίζει να μορφοποιείται στη Γερμανία
από τα μέσα του 15ου αιώνα
με την εισαγωγή της «Νέας Γνώσης», μιας πρωτοποριακής θεωρίας, που ακολουθεί τη
φιλοσοφία των ανθρωπιστών ως προς τη γνώση, που έχει σαν κύριο άξονά της τον
άνθρωπο. Θεωρείται ότι η «Νέα Γνώση» έρχεται σε αντίθεση με τις ως τότε
επικρατούσες βασικές αρχές και σκοπούς της Ανώτατης Εκπαίδευσης, που ήταν: η
προώθηση της χρήσιμης γνώσης και η επιβολή της προστασίας της χριστιανικής
πίστης.
Στην
πραγματικότητα η «Νέα Γνώση» θεωρείται ως απειλή στα συμφέροντα της συντεχνίας
των καθηγητών. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε τη διαφορά του Βορειοευρωπαϊκού
Διαφωτισμού από εκείνον του Νότου, που χαρακτηρίζεται από την ευσέβεια και όχι
την εκκοσμίκευση, όπως στην Ιταλία. Οι Βορειοευρωπαίοι Ανθρωπιστές (German Humanists)
κρίνουν αρνητικά την καθολική Εκκλησία, στρέφονται στη μελέτη της κλασικής
αρχαιότητας και μελετούν τη Βίβλο από το πρωτότυπο, για να ανακαλύψουν το
αυθεντικό πνεύμα του Χριστιανισμού. Ο Johann Huss στη Βοημία οδηγεί τη χώρα του
σε σχίσμα με την παπική εκκλησία, αμφισβητώντας την «παπική αυθεντία». Στην
παπική εκκλησία εμφανίζονται πολλά φαινόμενα διαφθοράς, όπως η έκδοση
συχωροχαρτιών, χρηματισμοί, υπέρογκες δαπάνες, εξαγορά αξιωμάτων, φιλαργυρία
και ευνοιοκρατία. Αυτή η κατάσταση διαφθοράς της παπικής εκκλησίας έχει μεγάλο αρνητικό
αντίκτυπο στις γερμανικές χώρες. Οι Γερμανοί ηγεμόνες οδηγούνται σε δυναμικές
αντιδράσεις με σκοπό να απαλλαγούν από την παπική επιρροή. Αφορμή αντίδρασης
δόθηκε με το «εμπόριο» συχωροχαρτιών του μοναχού Τέντζελ. Πρωτοστάτης στην
αντίδραση αυτή ήταν ο Martin
Luther, καθηγητής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Wittenberg. Ο Λούθηρος θυροκολλά
στις 31/10/1517 έξω από τον καθεδρικό ναό της πόλης ένα κατάλογο 95
θέσεων σχετικά με τα δογματικά ζητήματα και την κατάσταση της εκκλησίας,
ζητώντας διάλογο. Οι συνάδελφοί του πανεπιστημιακοί του Πανεπιστημίου Wittenberg, αλλά και άλλων γερμανικών Πανεπιστημίων συναινούν με
τις θέσεις του, τις πολλαπλασιάζουν και τις διαδίδουν στο πρόσφορο για
κοινωνικές μεταβολές και επαναστατικές σκέψεις έδαφος της Γερμανίας. Οι θέσεις
του Λούθηρου δημοσιοποιούνται και διώκεται από την παπική εκκλησία, όμως τον
στηρίζει ο Δούκας της Σαξονίας, ο οποίος τον απαλλάσσει. Οι Γερμανοί
διανοούμενοι της καθολικής εκκλησίας, με
πιο σημαντικό τον John Eck, καθηγητή θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Ingolstadt, στηρίζουν τον Πάπα. Στις 27/6/1519 πραγματοποιείται
μια δημόσια συζήτηση μεταξύ Λούθηρου και Eck για τις 95 «θέσεις», παρουσία λογίων, πανεπιστημιακών
και διανοουμένων. Η συνάντηση αυτή αποτέλεσε την αφετηρία της Προτεσταντικής
Μεταρρύθμισης, διασπώντας τελικά την ενότητα της Γερμανίας και φέρνοντας το
σχίσμα με τη Δυτική εκκλησία.
Ο ρόλος των Πανεπιστημίων σε αυτή τη φαινομενικά
θρησκευτική διαμάχη ήταν καταλυτικός. Τα Πανεπιστήμια άσκησαν μέσα από αυτή τη
μεταρρυθμιστική έκρηξη, επίδραση στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική
πραγματικότητα της Γερμανίας, αλλά και της Ευρώπης γενικά. Η επίδραση αυτή
είναι αμφίδρομη, καθώς ο προτεσταντισμός επηρεάζει σημαντικά τις κατευθύνσεις
των Πανεπιστημίων. Το θεολογικό σχίσμα επιφέρει ανάλογο χωρισμό και στα
Πανεπιστήμια και επηρεάζει το καθεστώς εξάρτησής τους από την εκκλησία. Τα
καθολικά Πανεπιστήμια ακολουθούν τη δική τους πορεία, ενώ τα Προτεσταντικά τις
ανάλογες με το δόγμα αντιλήψεις, καθώς οι προτεστάντες χωρίζονται σε τρεις
ομάδες: του Ζβίγγλιου, του Καλβίνου και της αγγλικανικής εκκλησίας. Τα
Πανεπιστήμια μετά την προτεσταντική μεταρρύθμιση ελέγχονται από την κοσμική
εξουσία (ηγεμόνας και τοπική
αυτοδιοίκηση), αντί της εκκλησίας, που επιφέρει αλλαγές στη διοικητική τους
οργάνωση, αρνείται να τους επιτρέψει αυτονομία και ελευθερία στους
πανεπιστημιακούς δασκάλους.
Το 16ο
αιώνα οι θρησκευτικές εντάσεις και διαμάχες στη Ευρώπη είναι χειρότερες από
τις πολιτικές. Η εναλλαγή στην εξουσία καθολικών και προτεσταντών κάθε είδους
θεωρείται η πιο καταστροφική εμπειρία στην ιστορία των Ευρωπαϊκών
Πανεπιστημίων: Πανεπιστήμια κλείνουν και άλλα ανοίγουν, φοιτητές απαγορεύεται
να σπουδάζουν σε ξένα Πανεπιστήμια, περιουσίες πανεπιστημίων απαλλοτριώνονται
και οι πανεπιστημιακοί καθηγητές υποχρεώνονται σε όρκο αφοσίωσης στον ηγεμόνα,
την πολιτική του και το επίσημο θρησκευτικό δόγμα, που υποστηρίζει. Άλλοι
διώκονται, απολύονται ή επαναπροσλαμβάνονται, ανάλογα με τις αλλαγές εξουσίας.
Ο φοιτητικός πληθυσμός αυξάνεται, αλλά η σύνθεσή του αλλάζει, καθώς οι ιδέες
του Προτεσταντισμού προωθούν τα παιδιά της αριστοκρατίας και των ανώτερων
αστικών οικογενειών.
Το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα με τις εξελίξεις, που έχουν συντελεστεί στην
πολιτική και οικονομία, βρίσκει τα Πανεπιστήμια στη Γερμανία να αναζητούν μια
αναπροσαρμογή, καθώς δε μπορούν να παράγουν τους ειδικούς επιστήμονες, που
απαιτούνται για να στελεχώσουν κύρια τις κρατικές υπηρεσίες.
Σταθμό για την Ανώτατη εκπαίδευση της Γερμανίας, αλλά
και όλης της Ευρώπης αποτελεί η ίδρυση του Πανεπιστημίου
της Halle το 1694, με πρώτιστο σκοπό την εκπαίδευση των
κρατικών υπαλλήλων του πρωσικού κράτους. Σε αυτό το νέο Πανεπιστήμιο διδάσκουν
τρεις σημαντικές προσωπικότητες: ο φιλόλογος Herman Franke, ο
φιλόσοφος-νομικός Christian Tomasius και ο γιατρός-φυσικός επιστήμονας Ernest Stahl. Οι
καινοτομίες, που επιχειρήθηκαν στη μορφή της διδασκαλίας και την εισαγωγή στο
πρόγραμμα σπουδών νέων γνωστικών
αντικειμένων, όπως οι κοινωνικές επιστήμες, με ταυτόχρονη αντικατάσταση
της λατινικής γλώσσας στη διδασκαλία από την γερμανική, αποτέλεσαν πρότυπο για
τα άλλα Πανεπιστήμια. Για πρώτη φορά δίνεται ακόμα στους καθηγητές ελευθερία να
διδάσκουν αυτό που θεωρούν ορθό στο εκπαιδευτικό τους αντικείμενο και δίνεται
έμφαση στην πρακτική γνώση και την σύνδεση πανεπιστημίου και κοινωνικής ζωής
για την εξέλιξη κοινωνίας και ανθρώπου.
Στις αρχές του 18ου
αιώνα πάνω στα χνάρια του Πανεπιστημίου της Halle ιδρύεται το 1734 το Πανεπιστήμιο της Göttingen, που
διεπόταν από το φιλελεύθερο και ορθολογικό πνεύμα, που χαρακτήριζε την Ευρώπη
το 18ο αιώνα (εποχή των εφευρέσεων και επαναστατικών θεωριών).
Σημαντική ήταν η προσφορά του τότε υπουργού Adolph Von Munchousen, που θεωρώντας την Ανώτατη Εκπαίδευση καθοριστική για
τις κοινωνικές εξελίξεις, θεσμοθετεί την οικονομική και θεσμική ευθύνη της
λειτουργίας του Πανεπιστημίου στο κράτος, δημιουργώντας έτσι μια σχέση
αλληλεξάρτησης. Το Πανεπιστήμιο της Göttingen λειτούργησε με τις
τέσσερις παραδοσιακές σχολές Νομική, Φιλοσοφία, Ιστορία και Θεολογία,
αλλά και επιπλέον με Σπουδές Διοίκησης
και Πολιτικών Επιστημών και Φυσικές Επιστήμες. Καθιερώθηκε ακόμα η ακαδημαϊκή
ελευθερία στη διδασκαλία και την έρευνα.
Οι αρχές του 19ου
αιώνα βρίσκουν τα Πανεπιστήμια σε μια εξελικτική πορεία, που διαπνέεται από
το Διαφωτισμό, τις σημαντικές πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, αλλά και τη
Γαλλική Επανάσταση. Στη Γερμανική εκπαίδευση επικρατούν τρεις ιδεολογικές
τάσεις: η Εθνικιστική, η Συντηρητική και η Νεοανθρωπιστική.
«Εθνικιστική» : Υπερτονισμός της εθνικής συνείδησης του γερμανικού
λαού (κύριος εκπρόσωπος ο Jonathan
G. Fichte).
Σκοπός της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης: να διατηρήσει, να
μελετήσει και να προάγει τα εθνικά στοιχεία του γερμανικού πολιτισμού.
«Συντηρητική»
: Συντηρητική στροφή της γερμανικής
κοινωνίας και ταυτόχρονη προσπάθεια επιστροφής στα μεσαιωνικά πρότυπα.
Σκοπός της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης: Η διατήρηση της κατεστημένης δομής τους.
«Νεοανθρωπιστική»
: Επηρεασμός από την Αρχαία Ελλάδα,
τους Έλληνες κλασικούς και τις αξίες τους. (κύριος εκπρόσωπος ο Mathias Gesner, καθηγητής Παν/μίου Göttingen, 1730).
Σκοπός της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης: Εσωτερική αναδιάρθρωση των πανεπιστημίων, μελέτη των
κλασικών σπουδών και άνοδος της Φιλοσοφικής .
Το 1809 ιδρύεται
το «Νέο» Πανεπιστήμιο του
Βερολίνου από τον σπουδαίο ανθρωπιστή διανοητή Willhelm Von Humboldt, που σκοπό είχε να
ανταποκριθεί στις κοινωνικές ανάγκες της εποχής. Ο Willhelm Von Humboldt ήταν επικεφαλής στο
Υπουργείο Παιδείας, όταν πρωθυπουργός ήταν ο βαρώνος Von Stein, σπουδαίος
πολιτικός μεταρρυθμιστής, που επιδίωκε την ανασυγκρότηση της εκπαίδευσης όλων
των βαθμίδων. Στα πλαίσια της κοινωνικής και πολιτικής ανασυγκρότησης του
πρωσικού κράτους και μετά την απώλεια του Πανεπιστημίου της Halle λόγω αλλαγών στ σύνορα του κράτους (συνθήκη Tilsit 1807), ο Humboldt εισηγείται την
ίδρυση του Πανεπιστημίου του Βερολίνου. Το πρωτοποριακό αυτό Πανεπιστήμιο
διέπεται από το πνεύμα του Νεοανθρωπισμού, ανοίγει τις πόρτες του σε κάθε νέο
γνωστικό αντικείμενο, έρευνα και διδασκαλία και δεν έχει σα μοναδικό στόχο πια
το στενό επαγγελματισμό των φοιτητών
του. Ο σπουδαίος ανθρωπιστής Humboldt
διαφωνεί με το χωρισμό της γνώσης σε θεωρία και πράξη και την ύπαρξη των
πανεπιστημίων μόνο για προετοιμασία κληρικών, νομικών, γιατρών και κρατικών
λειτουργών. Αντιλαμβάνεται ότι η γνώση δεν είναι στατική, ότι απαιτείται η
έρευνα και προωθεί μια νέα σχέση πανεπιστημιακών δασκάλων και φοιτητών με στόχο
την προαγωγή της νέας γνώσης και την προώθηση της επιστημονικής έρευνας. Ο Humboldt πίστευε ακόμα στην περιορισμένη δύναμη του κράτους
και την ελεύθερη αυτοέκφραση των ανθρώπων ως κίνητρο εξέλιξης. Έτσι το
Πανεπιστήμιο του Βερολίνου από την ίδρυσή του ήταν οικονομικά ανεξάρτητο και
αυτόνομο, γιατί ο ιδρυτής του το θεωρούσε αυτό ως απαραίτητη προϋπόθεση για να
προωθηθούν οι στόχοι του. Το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου αποτέλεσε σταθμό στην
ιστορία της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Προκάλεσε αντιδράσεις στους
συντηρητικούς, δεν κατέστη όμως δυνατό να αναχαιτιστεί η πορεία του. Το 1840 το
Πανεπιστήμιο αυτό ήταν το μεγαλύτερο της Γερμανίας με 1772 σπουδαστές.
Αποτέλεσε και αποτελεί πρότυπο για όλα τα άλλα Πανεπιστήμια, καθώς εισήγαγε
καινοτομίες καταλυτικές για την πορεία της ανώτατης εκπαίδευσης. Τέτοιες ήταν:
η προώθηση της ανιδιοτελούς και αμερόληπτης
επιστημονικής έρευνας,
η αλλαγή στις σχέσεις καθηγητών και σπουδαστών,
η ανεξαρτησία του σε οικονομικό και διοικητικό επίπεδο
από την κοσμική εξουσία.
Μετά το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου τα γερμανικά
Πανεπιστήμια εξελίσσονται διαρκώς και αναδεικνύονται σε πρότυπα μίμησης για
άλλα αμερικανικά και ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια. Ανανεώνουν το περιεχόμενο της
εκπαίδευσης με «άνοιγμα» σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα, δίνουν μεγάλη σημασία
και ώθηση στην επιστημονική έρευνα και αλλάζουν τις διδακτικές μεθόδους. Η
ελευθερία της διδασκαλίας (Lehrfreiheit) και της επιλογής του διδακτικού αντικειμένου (Lernfreiheit),
σε συνδυασμό με την πολιτικοποίηση των φοιτητών και την επικράτηση του
ριζοσπαστικού πνεύματος αποτελούν γερμανικές καινοτομίες. Σημαντικότερο στόχο
μέσα από αυτές τις αλλαγές αποτελεί η ανάδειξη της σημασίας της άμεσης σύνδεσης
Πανεπιστημίων και κοινωνίας.
Η ανανέωση των Πανεπιστημίων, που είχε αρχίσει το 19ο
αι. συνεχίζεται τον 20ο αιώνα.
Τα Πανεπιστήμια αναβαθμίζονται σε φοιτητικό δυναμικό και υλικοτεχνική υποδομή
και εξαπλώνονται. Το κύρος των Πανεπιστημίων και των καθηγητών τους
αυξάνεται στη γερμανική κοινωνία. Διατηρείται ωστόσο ο ταξικός χαρακτήρας τους.
Αίτια
αυτής της ανανέωσης :
Ταχεία εκβιομηχάνιση της κοινωνίας και ανάγκη
εξειδικευμένου επιστημονικά και τεχνολογικά ανθρώπινου δυναμικού.
Ισχυροποίηση της αστικής τάξης
Σταδιακή υποχώρηση του θεολογικού πνεύματος προς
όφελος των διαφωτιστικών ιδεών
Εκκοσμίκευση των Πανεπιστημίων και αποδέσμευσή τους
από την επιρροή της Εκκλησίας, καθώς ως τότε η σχέση Εκκλησίας-Πανεπιστημίου
λειτουργούσε ως τροχοπέδη στην αναβάθμισή τους.
Αλματώδης γνωστική ανάπτυξη και θεαματικές
επιστημονικές ανακαλύψεις
Στροφή στην εμπειρική γνώση
Σταθεροποίηση ενός ισχυρού εθνικού κράτους
Πρωτοστάτης σε αυτή την ανανεωτική πορεία είναι το
Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Μετά το 1850 η δομή του αλλάζει και οι τέσσερις
βασικές σχολές του οριοθετούνται στεγανά ως προς τα γνωστικά τους αντικείμενα.
Η εικόνα αυτή διατηρείται ως το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Η μεταπολεμική γερμανική
κοινωνία υφίσταται κρίση συνείδησης και εσωτερικές ανακατατάξεις, που
επηρεάζουν την εκπαιδευτική πολιτική.
Η αλλαγή στην
Εκπαιδευτική πολιτική επιβάλλεται για τους παρακάτω λόγους:
Στροφή της κοινωνίας στην επαγγελματική εκπαίδευση
Απαίτηση των μεσαίων τάξεων για εξασφάλιση
επαγγελματικών προσόντων των παιδιών τους με στόχο την επαγγελματική
αποκατάσταση και την κοινωνική καταξίωση
Σύνδεση της εκπαίδευσης με την οικονομία και τον
καταμερισμό εργασίας
Η κοινωνία στρέφεται στην επαγγελματική εκπαίδευση και τη σύνδεση της γνώσης με την οικονομία
και τον καταμερισμό εργασίας. Ιδρύονται έτσι Ανώτατα Ιδρύματα Επαγγελματικής
κατεύθυνσης (Τεχνολογικές Σχολές, Ινστιτούτα και Ακαδημίες). Αυτά τα
Εκπαιδευτικά Ιδρύματα ωστόσο δεν απέκτησαν το ίδιο πανεπιστημιακό status με τα Πανεπιστήμια ως το 1899, ύστερα από πιεστικές διεκδικήσεις και παρέμβαση του Kaiser Wilhelm. Αιτία
γι’ αυτό ήταν ότι η πλειοψηφία των σπουδαστών τους είναι κατώτερης κοινωνικής
τάξης και απόφοιτοι τεχνικής κατεύθυνσης (Realgymnasium ή Oberrealschule),
αντίθετα από τους φοιτητές των Πανεπιστημίων, που στην πλειονότητά τους είναι
απόφοιτοι των κλασικών γυμνασίων (Gymnasium)
και έχουν αναγνωρισμένο πτυχίο (Arbitur),
ανήκουν δε στα ανώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα.
Στον παρακάτω πίνακα φαίνεται η κοινωνικο-οικονομική
κατάσταση των φοιτητών των γερμανικών Πανεπιστημίων κατά το ακαδημαϊκό έτος 1902-03, όπως αυτή
ορίζεται από την επαγγελματική απασχόληση του πατέρα τους. Διακρίνεται καθαρά
από τα στοιχεία αυτά ο ταξικός χαρακτήρας της Ανώτατης εκπαίδευσης στη Γερμανία,
που αντανακλάται στο μεγάλο κύρος των Πανεπιστημίων την εποχή αυτή.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
(πηγή: Σπ. Ράσης «Τα Πανεπιστήμια χθες και σήμερα»,
σ.203)
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΓΟΝΕΩΝ |
ΠΟΣΟΣΤΟ |
1. Αξιωματικοί, στρατιωτικοί
υπάλληλοι και στρατιωτικοί γιατροί |
1,9% |
2. Ανώτατοι κρατικοί υπάλληλοι,
δικαστές και δικηγόροι |
6,1% |
3. Εκπαιδευτικοί με τριτοβάθμια
εκπαίδευση |
4,5% |
4. Κληρικοί και θεολόγοι |
5,8% |
5. Γιατροί, φαρμακοποιοί,
κτηνίατροι |
5,0% |
6.Δάσκαλοι, μεσαίοι και κατώτεροι κρατικοί
υπάλληλοι χωρίς πανεπιστημιακές σπουδές, υπαξιωματικοί |
22,1% |
7. Ενοικιαστές ακινήτων |
0,6% |
8. Μεγαλοκτηματίες |
5,2% |
9. Ανεξάρτητοι αγρότες |
6,3% |
10. Επιχειρηματίες, βιομήχανοι και
υψηλόβαθμα στελέχη βιομηχανίας |
9,7% |
11. Μικροί ανεξάρτητοι έμποροι και
καταστηματάρχες |
26,3% |
12.Μικροί και μεσαίοι ιδιωτικοί
υπάλληλοι |
2,3% |
13. Εργάτες |
1,2% |
14. Άλλα επαγγέλματα |
2,6% |
Στη δεκαετία του
’60 εκδημοκρατίζεται η αριστοκρατική δομή της Ανώτατης Εκπαίδευσης και
πολλά από τα Ανώτατα αυτά Επαγγελματικά Ιδρύματα προσαρτίζονται στα υπάρχοντα
Πανεπιστήμια.
Η δομή των
Γερμανικών Πανεπιστημίων είναι αυστηρή.
Στην κορυφή της ιεραρχίας υπάρχει ο Τακτικός Καθηγητής (Ordinarius), ο οποίος έχει:
Διδακτική αυτονομία και διοικητική εξουσία
Ισόβια κατοχή της Πανεπιστημιακής έδρας (φέουδο)
Μοναδικότητα της έδρας του στη συγκεκριμένη επιστήμη
Δικαιοδοσία και υπευθυνότητα για το ερευνητικό έργο
στο αντικείμενό του
Υπ’ αυτόν είναι ο Λέκτορας
(Priratdozent) που διδάσκει, αλλά είναι άμισθος (κατά περίπτωση
πληρωνόταν από τους φοιτητές του).
Συνεργάτες και βοηθοί του οι φοιτητές-ερευνητές,
ωστόσο τις επιστημονικές ανακαλύψεις των ερευνητικών ομάδων καρπούται μόνο ο
καθηγητής. Κατά περίπτωση εξειδικευμένο διδακτικό έργο αναλάμβαναν οι
αναπληρωτές καθηγητές (Extra
Ordinarii), που είχαν εξειδικευμένο διδακτικό αντικείμενο, αλλά
καμιά διοικητική εξουσία.
Η εκλογή ενός
νέου Πανεπιστημιακού Δασκάλου σε κενή θέση τακτικού καθηγητή για την
πλήρωση νέας θέση σε άλλο γνωστικό τομέα
διενεργούνταν από το Συμβούλιο των Τακτικών Καθηγητών, ωστόσο προϋπόθεση
για το διορισμό του ήταν η επικύρωση της
απόφασης του συμβουλίου από το Υπουργείο Παιδείας, αν συμφωνούσε. Έτσι η εξάρτηση
από το Υπουργείο ήταν άμεση και περιόριζε την πανεπιστημιακή ελευθερία.Η δομή
αυτή των γερμανικών Πανεπιστημίων διατηρείται αναλλοίωτη ως το δεύτερο μισό του
20ου αιώνα.
Στη σημερινή
Γερμανία το Gymnasium οδηγεί μετά από εξετάσεις (Abitur) στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ το Hauptschule και το Realschule
οδηγούν στις Ανώτερες Επαγγελματικές Σχολές.
Στον πίνακα, που παρατίθεται αποτυπώνεται σχηματικά η
σημερινή δομή της εκπαίδευσης στη Γερμανία.
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
(πηγή: Μπουζάκη Σ., Συγκριτική Παιδαγωγική, σ.151, Gutenberg, Αθήνα 2001)
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
: ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ