Το φοιτητικό κίνημα του ’60 στις Η.Π.Α.: Ελπιδοφόρα αρχή– Άδοξη κατάληξη

 

 

 

 

                   

Σπυρίδων ΡΑΣΗΣ

Καθηγητής Α.Π.Θ.

Μαρία ΑΔΑΜΟΥ-ΡΑΣΗ

Σχ. Σύμβουλος, Δρ. Επιστ. της Αγωγής

 

 

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Κατά τη δεκαετία του ’60 και στα πλαίσια της υποχώρησης του Μακαρθισμού και της άμβλυνσης του ψυχροπολεμικού κλίματος, ξεσπά στις Η.Π.Α. μια πρωτόγνωρα δυναμική φοιτητική εξέγερση ενάντια στο ισχύον status, σύμπτωμα της ιδιαίτερης πολιτικής συγκυρίας -αμερικανικής και διεθνούς- και απότοκο των κοινωνικών, πολιτικών, διανοητικών και ιδεολογικών επανατοποθετήσεων που συντελούνται ως παρακολούθημά της. Το φοιτητικό κίνημα, που μαζί με την ειρηνική επανάσταση για τη διεύρυνση και κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων και το αντιπολεμικό κίνημα με αφορμή τον πόλεμο του Βιετνάμ αποτέλεσαν τους τρεις μεγάλους πολιτικούς αγώνες οι οποίοι σημάδεψαν τη μεταπολεμική αμερικανική ιστορία, απαιτούσε τον επαναπροσανατολισμό των Πανεπιστημίων και τον επαναπροσδιορισμό της δομής, των στόχων και του ρόλου τους, αμφισβητούσε έμπρακτα την αμερικανική καπιταλιστική πραγματικότητα, διεκδικούσε τη δημιουργία μιας δίκαιης και γνήσια δημοκρατικής κοινωνίας, γέννησε ελπίδες για μια πνευματική, κοινωνική και πολιτική ανάταση και έληξε άδοξα παραμένοντας νοσταλγική ανάμνηση και πικρή εμπειρία.

Το παρόν άρθρο επιχειρεί να παρακολουθήσει εν συντομία την πορεία αυτού του κινήματος από την ελπιδοφόρα έναρξή του μέχρι την άδοξη καταστολή του επισημαίνοντας επιτυχίες και αδιέξοδα, υπογραμμίζοντας συσχετίσεις και αντινομίες, διερευνώντας αιτίες και συνέπειες, ερμηνεύοντας εξάρσεις και υφέσεις.

 

 

 

Θεματική της εισήγησής μας, όπως, εξάλλου, συνάγεται κι από τον τίτλο της, είναι το φοιτητικό κίνημα ως κοινωνικό φαινόμενο που σφράγισε τη σύγχρονη αμερικανική ιστορία, συντάραξε -κατά τη δεκαετία του ’60- την αμερικανική κοινωνία και προκάλεσε, ενόσω διαρκούσε, δραστικές αλλαγές στη φιλοσοφία, τους στόχους και τον τρόπο λειτουργίας των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της. Για να κατανοήσουμε το αμερικανικό φοιτητικό κίνημα, το οποίο αποτέλεσε προηγούμενο και πρότυπο, εν πολλοίς, για αντίστοιχες κινητοποιήσεις των φοιτητών σε άλλες βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες, θα πρέπει να το εντάξομε στην τοπική  και τη διεθνή συγκυρία του τέλους της δεκαετίας του ’50 και των αρχών του ’60, να το εξετάσομε ως καρπό μιας γενικής τάσης αντίστασης των φοιτητών απέναντι στο κατεστημένο με στόχο την κοινωνική αναδιάρθρωση και να το ερμηνεύσομε ως προσπάθειά τους αφενός να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στην πανεπιστημιακή και την κοινωνική ζωή, αφετέρου να αποκτήσουν μια ταυτότητα, μια θέση στην κοινωνία τους αντιμετωπίζοντας τις δυσλειτουργίες της κριτικά[1].

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, λοιπόν, το ψυχροπολεμικό κλίμα, που είχε εγκαινιάσει η λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και συντηρούσε η παρατεινόμενη διεθνής κατάσταση επείγουσας ανάγκης στα πλαίσια του πολωτικού διπολικού ανταγωνισμού, αρχίζει να αμβλύνεται συντείνοντας στη μείωση του καθολικού μουδιάσματος απέναντι στο θερμοπυρηνικό τρόμο και της γενικευμένης ανασφάλειας για την «επόμενη μέρα». Το γεγονός αυτό, σε συνάρτηση με τις μεγάλες ανακατατάξεις που λαμβάνουν χώρα διεθνώς και την οικονομικο-κοινωνική ανάπτυξη που συντελείται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, προκαλεί την υποχώρηση της αντικομμουνιστικής υστερίας και απελευθερώνει την αμερικανική πνευματική ζωή από τη μακαρθική παράνοια, που την καταδίκαζε σε διανοητική τελμάτωση. Ως αποτέλεσμα, στα τέλη του ’50 οι Η.Π.Α. αρχίζουν να βιώνουν μια πρωτόγνωρη για τα αμερικανικά δεδομένα πνευματική άνθηση συνοδευμένη από έντονη διανοητική δραστηριότητα, η οποία βρίσκει την έκφρασή της -εκτός των άλλων- σε πολυπληθείς έρευνες και μελέτες κοινωνικών επιστημόνων ενταγμένες στο πλαίσιο μιας πιο νηφάλιας και κριτικής αποτίμησης της μεταπολεμικής διπολικής κατάστασης και έντονα επηρεασμένες από τις ιδέες και τις θέσεις μιας νέας Ριζοσπαστικής Αριστεράς, που πρωτοεμφανίζεται δυναμικά στην ακαδημαϊκή ζωή της Αγγλίας[2].

Τους προβληματισμούς και τις θεωρητικές αναζητήσεις των ριζοσπαστών διανοουμένων, που εκπηγάζουν από τη γενικότερη τάση αμφισβήτησης του καπιταλιστικού συστήματος, εισπράττει μια μερίδα νεαρών φοιτητών -προερχόμενων στην πλειονότητά τους από μεσοαστικές οικογένειες- που στο κατώφλι της ενηλικίωσής τους ανακαλύπτουν με οδυνηρή έκπληξη ότι η εικόνα της ιδανικής δημοκρατικής κοινωνίας της αφθονίας, με την οποία είχαν γαλουχηθεί, μακράν απέχει από την πραγματική. Την αμαυρώνουν, κατ’ αρχήν, η εξαθλίωση ενός μεγάλου αριθμού Αμερικανών[3] και οι φυλετικές διακρίσεις που κυριαρχούν στις Νότιες, ιδιαίτερα, Πολιτείες[4] και εκφράζονται, στην πιο απλή περίπτωση, με απαγόρευση του συγχρωτισμού Λευκών και Μαύρων σε όλες τις εκδηλώσεις της δημόσιας ζωής, στην πιο σύνθετη, με πράξεις βίας και ωμότητες εναντίον των τελευταίων, μηδέ και των δολοφονιών εξαιρουμένων. Ο ρατσιστικός αυταρχισμός, απόλυτος στο Νότο – αμβλυμμένος αλλά υπαρκτός και στο Βορρά, και ο κοινωνικός αποκλεισμός των ασθενέστερων οικονομικά ομάδων, δεν είναι τα μόνα προβλήματα που εντοπίζουν οι κοινωνικά ευαισθητοποιημένοι φοιτητές. Πλάι σ’ αυτά, παρά την ύφεση του μακαρθισμού, εξακολουθεί να επιβιώνει το κλίμα συνωμοσιολογίας, τρομοκρατίας και αστυνόμευσης των συνειδήσεων και να υφίστανται οι επιτροπές πολιτικών διώξεων των «αντεθνικώς» δρώντων και σκεπτόμενων Αμερικανών.

Τα παθογενή, αυτά, σύνδρομα της αμερικανικής κοινωνίας, σε συνδυασμό με το μηχανοποιημένο– αλλοτριωτικό τρόπο ζωής[5] και τον τεχνοκρατικό ολοκληρωτισμό, ο οποίος κυριαρχεί σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, συγκλονίζουν τους μέχρι πρότινος εφησυχασμένους, ασφαλείς, κοινωνικά αδιάφορους και πολιτικά αδρανείς νέους, τους ευαισθητοποιούν στα κοινωνικο-πολιτικά τεκταινόμενα και ενισχύουν τη βούλησή τους να εργαστούν προς την κατεύθυνση ριζικών αλλαγών για τη δημιουργία μιας αυθεντικής δημοκρατικής κοινωνίας. Τη διάθεσή τους αυτή εκφράζει σε πρακτικό επίπεδο η ίδρυση, το Καλοκαίρι του 1960, του Συλλόγου «Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία» (“Students for a Democratic Society” – S.D.S.) (από ένα μικρό αριθμό φοιτητών των ελίτ Πανεπιστημίων του Yale, του Michigan και του Columbia), ο οποίος θα αναδειχθεί σε καταλύτη για τις εξελίξεις στο φοιτητικό κίνημα, και ενισχύει το Κίνημα των Μαύρων αγωνιστών για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων και την εξασφάλιση των πολιτικών δικαιωμάτων τους.

Η ιστορική συγκυρία είναι πρόσφορη για την ιδεολογική ριζοσπαστικοποίηση και την ενεργή δραστηριοποίηση των φοιτητών. Η ανάληψη, το Νοέμβριο του 1960, της Προεδρίας των Η.Π.Α. από τον John F. Kennedy, ένα νεαρό πολιτικό με δημοκρατικό φρόνημα και προγραμματικές θέσεις την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, την κάθαρση της πολιτικής ζωής και την ομαλοποίηση των σχέσεων Αμερικής και Σοβιετικής Ένωσης, καλλιεργεί κλίμα ενθουσιασμού και αισιοδοξίας για την κοινωνική αναδιοργάνωση που ονειρεύονται. Η φιλελεύθερη στροφή στην πολιτική ζωή που, κάτω από την πίεση των αδιεξόδων της καπιταλιστικής ανάπτυξης, υιοθετεί, τους εμπνέει και τους κινητοποιεί μετασχηματίζοντας την ιδεολογία τους σε ακτιβισμό με επίκεντρο αφενός την επέκταση των πολιτικών δικαιωμάτων σ’ όλες τις εθνοτικές ομάδες που, έχοντας συρρεύσει στις Η.Π.Α. με την ευρεία μετανάστευση, διεκδικούν την πλήρη ενσωμάτωσή τους στην αμερικανική κοινωνία, αφετέρου την υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας του λόγου και των συνειδήσεων και την οικοδόμηση μιας γνήσιας δημοκρατίας.

Η μεταστροφή της γενιάς του ’60 σε ενεργά δρώσα και πολιτικά συμμετέχουσα συντελείται μέσα στα Πανεπιστήμια, τα οποία, από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 και υπό την πίεση της επείγουσας ανάγκης να καταστεί το εκπαιδευτικό σύστημα αποτελεσματικό στις προκλήσεις των καιρών, έχουν μεταμορφωθεί, υποβοηθούσης της τοπικής και διεθνούς συγκυρίας, σε επιχειρησιακά κέντρα πλήρως ενσωματωμένα στο κοινωνικό σύστημα και με απεριόριστες δυνατότητες να ρυθμίζουν τη ζωή των φοιτητών -παροντική και μελλοντική- ερήμην τους. Η διαστρέβλωση, όμως,  του κοινωνικού ρόλου του Πανεπιστημίου ως οργανισμού ταγμένου αποκλειστικά στη μετάδοση παιδείας, τη διαμόρφωση ελεύθερων δημοκρατικών πολιτών και την προκοπή του κοινωνικού συνόλου, η μετατροπή της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης σε συστημικό στοιχείο της ανταγωνιστικής τεχνοκρατικής κοινωνίας και η απόλυτη εμπλοκή της στην πολιτική ζωή της χώρας, έχουν μεταφέρει στον πανεπιστημιακό μικρόκοσμο όλα τα προβλήματα της αλλοτριωτικής κοινωνίας της αφθονίας και της κατανάλωσης, των οποίων γίνονται μάρτυρες και μέτοχοι τα νεαρά παιδιά με την είσοδό τους στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Η απομυθοποίηση της αντικειμενικής πραγματικότητας και η συνειδητοποίηση του παραλογισμού της τεχνοκρατικής κοινωνίας, όπως αντανακλώνται σ’ αυτά, προκαλεί την οδυνηρή έκπληξη των κοινωνικά ευαισθητοποιημένων νεαρών φοιτητών -οι οποίοι, κατά «περίεργη» σύμπτωση, φοιτούν στα ελίτ Πανεπιστήμια και αποτελούν τη διανοητική αφρόκρεμα του φοιτητικού πληθυσμού- και την έντονη αντίδρασή τους, την οποία μεταφράζουν στη συγκρότηση μιας ριζοσπαστικά αριστερής φοιτητικής παράταξης, οργανωτικά άμορφης και ιδεολογικά προσανατολισμένης στο μαρξισμό και τον αναρχισμό. Η εν λόγω παράταξη, ολιγάριθμη αλλά δυναμική, διευρύνει, προϊόντος του χρόνου, τον αριθμό των μελών της και διεισδύει σε όλο και περισσότερα Πανεπιστήμια μεταδίδοντας το ριζοσπαστικό της πνεύμα και προσανατολίζοντας τους φοιτητές στη δραστική αντιμετώπιση των βασικών κοινωνικών προβλημάτων, τα οποία, όμως, διαχωρίζουν σαφώς από τα ενδοπανεπιστημιακά ζητήματα, που εξακολουθούν να τα αντιμετωπίζουν στο πλαίσιο των εσωτερικών κανονισμών με απόλυτο σεβασμό στην εξουσία των πανεπιστημιακών αρχών.

Μέχρι το Φθινόπωρο του 1964. Τότε, για πρώτη φορά, αφενός το βαρύ πολιτικό κλίμα, προϊόν της δολοφονίας του John F. Kennedy και της αναδίπλωσης της αμερικανικής κοινωνίας σε συντηρητικότερες θέσεις λόγω της ισχυροποίησης των Ρεπουμπλικάνων, αφετέρου ο αγώνας για τα πολιτικά δικαιώματα των Μαύρων, συνέδεσαν άμεσα την κοινωνική με την πανεπιστημιακή ζωή, μετατόπισαν το ενδιαφέρον των πολιτικοποιημένων φοιτητών από την κοινωνία στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και μετασχημάτισαν την ιδεολογία τους σε μαχητικό ακτιβισμό. Αιχμή του δόρατος αποτέλεσαν τα γεγονότα που αναστάτωσαν το Πανεπιστήμιο του Berkeley το Σεπτέμβριο του 1964, προκάλεσαν την πρώτη εκδήλωση φοιτητικής απείθειας στην πανεπιστημιακή διοικητική ιεραρχία και δρομολόγησαν συνεκτικές φοιτητικές προκλήσεις στο όλο σύστημα εξουσίας των αμερικανικών Πανεπιστημίων.

Την εμπειρία του Berkeley, στην οποία υποστασιώνεται για πρώτη φορά η αμφισβήτηση του κύρους και του δικαιώματος των πανεπιστημιακών αρχών να ρυθμίζουν αυταρχικά τη ζωή των φοιτητών, προκάλεσαν ο διοικητικός αυταρχισμός του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, και ειδικά αυτός του Berkeley, και η ολοκληρωτική υποταγή της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στα πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά κέντρα εξουσίας των Η.Π.Α. Πιο συγκεκριμένα, στις αρχές του Ιουνίου στο Συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων που πραγματοποιείται στο Σαν Φραντσίσκο στο πλαίσιο του σκληρού προεκλογικού αγώνα ανάμεσα στους Δημοκρατικούς και τους Συντηρητικούς, Ριζοσπάστες και Δημοκρατικοί φοιτητές, από κοινού, εναντιώνονται με ασυνήθιστα μαχητική διάθεση στις υπερσυντηρητικές θέσεις του Barry Goldwater, υποψήφιου για την Προεδρία της χώρας και κύριου ομιλητή του Συνεδρίου, στις οποίες χρεώνουν τη δολοφονία τεσσάρων Λευκών φοιτητών – μελών του Συμβουλίου για τη Φυλετική Ισότητα από τους ρατσιστές της Πολιτείας του Mississippi.

Η έντονη αντίδραση των φοιτητών σε πολιτικές θέσεις με το σκεπτικό ότι είναι επικίνδυνες για την κοινωνική-πολιτική ζωή, αποτελεί πρωτοφανές γεγονός για τα πανεπιστημιακά δεδομένα που ανησυχεί τη Διοικητική ιεραρχία του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, καθώς αναδεικνύει ένα φοιτητικό ριζοσπαστισμό ο οποίος όχι μόνον απειλεί τα κεκτημένα της και διαταράσσει τη λειτουργία του πανεπιστημιακού μηχανισμού, αλλά και εγκυμονεί κινδύνους για τη διατήρηση της κοινωνικής ισορροπίας. Υπό την πίεση, λοιπόν, των μελών του διοικητικού συμβουλίου του Πανεπιστημίου του Berkeley που πρόσκεινται στο ρεπουμπλικανικό κόμμα και στην προσπάθειά της να ελέγξει τη διάδοση ανατρεπτικών ιδεών και να αποτρέψει την ενδυνάμωση της φοιτητικής αντίδρασης, η Διοίκηση του μεγαλύτερου και σημαντικότερου αμερικανικού Πανεπιστημίου αποφασίζει να σκληρύνει τη στάση της απέναντι στους αμφισβητίες παγιωμένων εξουσιών περιστέλλοντας -κατά παράβαση του παραδοσιακά ισχύοντος πανεπιστημιακού έθους- τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματά τους ως πολιτών να δραστηριοποιούνται κοινωνικά και να εκφράζονται ελεύθερα. Και σπεύδει να υλοποιήσει άμεσα την ειλημμένη απόφασή της απαγορεύοντάς τους στο εξής την πρόσβαση σε μια πανεπιστημιακή έκταση η οποία εθιμικά για δεκαετίες αποτελούσε έδρα της κοινωνικής - πολιτικής τους δράσης και βήμα ελεύθερης έκφρασής τους[6]. Ο πρωτοφανής, όμως, έλεγχος της κοινωνικο-πολιτικής δράσης των φοιτητών, παράγωγο του διοικητικού αυταρχισμού και καρπός της απεριόριστης εξουσίας των Διοικήσεων των Πανεπιστημίων σε θέματα οργάνωσης και λειτουργίας τους, συσπειρώνει τους φοιτητές όλων των ιδεολογικο-πολιτικών τάσεων ενάντια στις αντιδημοκρατικές διοικητικές πρακτικές και αυθαιρεσίες, διαταράσσει την τυπική συναίνεση Εκπαιδευτικού Ιδρύματος και φοιτητών και μετασχηματίζει τη ριζοσπαστική ιδεολογία των τελευταίων σε μαχητικό ακτιβισμό, τον οποία εκφράζουν με μια σειρά  ειρηνικών μορφών διαμαρτυρίας (διαδηλώσεις, αποχές από τα μαθήματα, κατάληψη του κτηρίου Διοίκησης), με αίτημα την άρση της επίμαχης απαγόρευσης[7].

Οι δραστικές αυτές ενέργειες των φοιτητών όχι μόνο συνιστούν την πρώτη επίσημη μαρτυρία της μεταστροφής της «Σιωπηλής Γενιάς» σε ενεργά πολιτικά υποκείμενα που διεκδικούν δυναμικά την ικανοποίηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων τους, αλλά και σηματοδοτούν την απαρχή μιας ουσιαστικής κρίσης του πανεπιστημιακού κατεστημένου καθώς η πλειονότητα των ακαδημαϊκών δασκάλων τάσσεται αλληλέγγυα των φοιτητών τους[8]. Παρόλα ταύτα, η Διοίκηση του Πανεπιστημίου του Berkeley, υποτιμώντας τη σημασία τους, επιλέγει να διαχειριστεί την κρίση ζητώντας την επέμβαση αστυνομικών για την αποδυνάμωσή της και τιμωρώντας τους πρωταίτιους της «εξέγερσης» με διακοπή της φοίτησής τους. Και χάνει το παιχνίδι. Η παραβίαση του ασύλου του μεγαλύτερου σε ακαδημαϊκό κύρος κρατικού Πανεπιστημίου της Αμερικής από τους μηχανισμούς έννομης βίας μετά από πρόσκληση της ίδιας του Διοίκησης, κατά το πρότυπο επιβολής «του νόμου και της τάξης» στα Λατινοαμερικανικά Πανεπιστήμια, όχι μόνον ενδυναμώνει την αντίδραση των φοιτητών και οξύνει την υπάρχουσα κρίση, αλλά, επιπλέον, διεγείρει το κοινό αίσθημα της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας, προκαλεί ευρεία υποστήριξη των φοιτητικών θέσεων και επισύρει την προσοχή προοδευτικών διανοουμένων και διακεκριμένων Κοινωνικών Επιστημόνων στα κοινωνικά προβλήματα που απασχολούν τη φοιτητιώσα νεολαία, τα οποία αναλαμβάνουν να αναδείξουν και να προωθήσουν[9].

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η Διοίκηση του Πανεπιστημίου του Berkeley αναγκάζεται να εγκαταλείψει την αδιάλλακτη πολιτική και τις αντιδημοκρατικές πρακτικές της ανακαλώντας, δια του νέου καγκελάριου Martin Meyerson, τη διακοπή φοίτησης των «τιμωρημένων» φοιτητών και αίροντας την απαγόρευση διοργάνωσης ανοιχτών συζητήσεων και πολιτικών δράσεων στους χώρους του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος[10]. Την αρχική ευφορία των πολιτικοποιημένων φοιτητών για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους, την οποία επιτείνει η εκ νέου ανάληψη της Προεδρίας της χώρας από τους Δημοκρατικούς το Νοέμβριο του 1964 και οι εξ αυτής απορρέουσες προσδοκίες τους από μια αναμενόμενη κοινωνικο-πολιτική αναδιάρθρωση σύστοιχη με τις επιθυμίες και τα οράματά τους, διαδέχονται πολύ σύντομα η απογοήτευση και η διάψευση των ελπίδων τους. Ο νέος Πρόεδρος των Η.Π.Α. Lyndon Johnson, που πήρε τη θέση του δολοφονημένου προκατόχου του, αποφασίζει την ανοιχτή πολεμική επέμβαση στο Β. Βιετνάμ[11] προκαλώντας με τη συγκεκριμένη επιλογή του ένα κύμα μαζικών αντιπολεμικών εκδηλώσεων, στις οποίες πρωτοστατούν δυναμικά οι φοιτητές καταδικάζοντας την αμερικανική επεκτατική πρακτική και την αποικιακή πολιτική της χώρας τους.

Ο πόλεμος του Βιετνάμ λειτούργησε ως καταλύτης στο φοιτητικό κίνημα.  Αποκαλύπτοντας το βαθμό εμπλοκής της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην πολιτική ζωή της Αμερικής και της ενσωμάτωσης των Πανεπιστημίων στα κέντρα εξουσίας της ως συστήματος υπηρετικού της κυβέρνησης και του στρατιωτικο-βιομηχανικού κατεστημένου[12], συνέβαλε, κατά πρώτον, στη μετατόπιση του κέντρου βάρους των προβληματισμών των φοιτητών από τη γενικότερη κοινωνικο-πολιτική κατάσταση στα καθημερινά προβλήματα που αντιμετώπιζαν σε ενδοπανεπιστημιακό επίπεδο, τα προγράμματα σπουδών, δηλαδή, και το είδος της παρεχόμενης γνώσης, αλλά -κυρίως- την αλλοίωση του αυτόνομου χαρακτήρα του «φιλντισένιου πύργου» τους, με την πρόθυμη συμβολή των πανεπιστημιακών δασκάλων[13]. Η οδυνηρή αποκάλυψη της άλωσης της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης από τον εξωτερικό κόσμο, που γινόταν πιο συγκεκριμένη από τη συνειδητοποίηση της ποικιλότροπης σύνδεσης του Πανεπιστημίου μ’ έναν πόλεμο ο οποίος, αφενός, στη συνείδηση των Ριζοσπαστών φοιτητών είχε εγγραφεί ως άδικος, ανήθικος και καταστροφικός, αφετέρου -σε πολύ πιο πραγματιστικό επίπεδο- συνιστούσε γι’ αυτούς τραγική περιπέτεια ζωής ή θανάτου[14], προσέδωσε στο φοιτητικό κίνημα επαναστατικό χαρακτήρα μετατρέποντας την ιδεολογικο-πολιτική στάση των φοιτητών, η οποία απευθυνόταν στο ήθος και την ηθική, σε μαχητικό ακτιβισμό, που εναντιωνόταν σε κάθε μορφή αυταρχικής εξουσίας στοχεύοντας στην ανατροπή της.

Παράλληλα, ο ριζικός μετασχηματισμός του Κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των Μαύρων σε επαναστατικό κίνημα, γνωστό ως Κίνημα της Μαύρης Δύναμης[15], τον οποίο προκάλεσε η στασιμότητα και το αδιέξοδο της υπόθεσής τους, η διαιώνιση των ρατσιστικών εκτρόπων και η απουσία βελτιωτικών κοινωνικών αλλαγών από μια κυβέρνηση που ευαγγελιζόταν τις φιλελεύθερες και δημοκρατικές αρχές, επέδρασε καθοριστικά στη διαμόρφωση προσανατολισμών και τακτικών του φοιτητικού κινήματος, του παρείχε μια ευρεία γκάμα «τεχνολογιών της επανάστασης» και αγωνιστικών προτύπων και συνέβαλε στην ενδυνάμωσή του μπολιάζοντας τις μεθόδους δομής και οργάνωσής του.

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, κατά τη διετία 1966-68 το φοιτητικό κίνημα, διευρυμένο εξαιτίας της προσέλκυσης ικανού αριθμό νέων μελών, συμπαγές λόγω συγκεκριμενοποίησης κοινά αποδεκτών στόχων, πλάνου δράσης και τακτικών και ισχυροποιημένο χάρη στη διαμόρφωση ενός μεγάλου σώματος συμπαθούντων, αντεπιτίθεται μαζικά και δυναμικά με κυρίαρχα αιτήματα την πλήρη αποδέσμευση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης από τα οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά κέντρα εξουσίας[16] και την εσωτερική αναδιάρθρωση των Πανεπιστημίων[17]. Οι δυναμικές, ωστόσο, διαδηλώσεις και οι μαζικές διαμαρτυρίες των φοιτητών μένουν χωρίς ανταπόκριση από τις πανεπιστημιακές αρχές, ακαδημαϊκές και διοικητικές. Η μεταστροφή του Πανεπιστημίου σε τεχνοκρατικό εταιρικό οργανισμό δημόσιου συμφέροντος, οι σύγχρονες απαιτήσεις για συμβατή με την τεχνοκρατική κοινωνία εκπαίδευση και τα ιδιαίτερα συμφέροντα πανεπιστημιακών και Διοικήσεων, τις ακυρώνουν ως μέσο πίεσης για τις επιθυμητές ριζικές αλλαγές[18].

Mε δεδομένο αυτό το γεγονός, οι Ριζοσπάστες φοιτητές αναγκάζονται -σε δεύτερο στάδιο- να επιλέξουν τις βίαιες κινητοποιήσεις και τις ανοιχτές συγκρούσεις με τις κυρίαρχες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα δυνάμεις εγκαταλείποντας την ιδεολογία της φοιτητικής νομιμοφροσύνης που, μέχρι τότε, αποτελούσε οδηγό των ενεργειών τους. Τη νέα τακτική τους εγκαινιάζουν τον Απρίλιο του 1968 σε μια μετωπική τους σύγκρουση με τη Διοίκηση του Πανεπιστημίου Columbia, την οποία εγκαλούν τόσο για την κυριολεκτική υπαγωγή του πανεπιστημιακού ιδρύματος στους πολεμικούς μηχανισμούς[19] και την αναλγησία της απέναντι σε «απόκληρους» της αμερικανικής κοινωνίας[20], όσο και για την απροθυμία της, στην καλύτερη περίπτωση, να προστατεύσει τους φοιτητές του Πανεπιστημίου από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, αλλά και τις αυταρχικές πρακτικές της, που συνιστούν καταστρατήγηση της κατοχυρωμένης από το Σύνταγμα ελευθερίας τους[21].

Ειδοποιά στοιχεία της συγκεκριμένης βίαιης αναμέτρησης, δεν είναι μόνον ο μαχητικός ριζοσπαστισμός των πολιτικοποιημένων φοιτητών, που, έχοντας εγκαταλείψει τις ειρηνικές διαδηλώσεις τους, προσανατολίζονται σε συνειδητές και εσκεμμένες επαναστατικές ενέργειες παρακώλυσης της λειτουργίας του Πανεπιστημίου[22], και η ιδιαίτερη συσπείρωση απαθών κι αμέτοχων -μέχρι τότε- συμφοιτητών τους. Είναι, επιπλέον, η -για πρώτη φορά από την εκδήλωση του κινήματος- ενεργή στήριξη των φοιτητικών δράσεων από ένα μικρό, έστω, ποσοστό ακαδημαϊκών δασκάλων, οι οποίοι προθυμοποιούνται να αναλάβουν διαμεσολαβητικό ρόλο για την εκτόνωση της κρίσης[23], και η εξαιρετικά έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στο campus έως το Σεπτέμβριο του 1968 ως απότοκο της διοικητικής αδιαλλαξίας και της αστυνομικής επέμβασης (30 Απριλίου) για τη επιβολή της τάξης. Κυρίως, όμως, είναι η καταρράκωση του κύρους της Διοίκησης, το οποίο πλήττει σοβαρά η αναγκαστική, τελικά, παραίτηση του Προέδρου της, Kirk και η ικανοποίηση των περισσότερων φοιτητικών αιτημάτων[24], όπως επίσης και οι αλυσιδωτές αντιδράσεις -με τα ίδια αιτήματα- που ξεσπούν σ’ ένα μεγάλο αριθμό Πανεπιστημίων των Η.Π.Α., στην πλειοψηφία τους υψηλού status, ιδιωτικού καθεστώτος και ελιτιστικού χαρακτήρα[25].

Η εξάπλωση των μαχητικών φοιτητικών αντιδράσεων, οι οποίες γίνονται σφοδρότερες και βιαιότερες προσλαμβάνοντας τη μορφή πραγματικής εξέγερσης στα τέλη του Απριλίου του 1970, όταν η κυβέρνηση Nixon αποφασίζει την αμερικανική επέμβαση στην Καμπότζη[26] ενώ ο πόλεμος του Βιετνάμ διαρκεί ακόμη, μοιάζει να προοικονομεί την ουσιαστική νίκη των φοιτητών επί της καθεστηκυίας τάξης. Ωστόσο, στην πραγματικότητα σηματοδοτεί την απαρχή του τέλους του φοιτητικού αγώνα, καθώς συσπειρώνει όλες τις ταγμένες στη διατήρηση του status quo δυνάμεις -κυβέρνηση, Συντηρητικούς και Φιλελεύθερους πολιτικούς και διανοούμενους, πανεπιστημιακή κοινότητα- σε μια προσεκτικά οργανωμένη και σχολαστικά μεθοδευμένη αντεπίθεση[27] με κυρίαρχα στοιχεία της την κατασυκοφάντηση του ακτιβιστικού κινήματος[28] και την έντεχνη διάσπαση των γραμμών του δια της μεθόδου «διαίρει και βασίλευε»[29], αφενός, την περικοπή δαπανών και τη συρρίκνωση των εκχωρούμενων -μέχρι τότε- πόρων στα Πανεπιστήμια, αφετέρου, στο πλαίσιο νεοφιλελεύθερων σχεδιασμών και στο όνομα της οικονομικής κρίσης που από τις αρχές του ’70 πλήττει το δυτικό κόσμο[30]. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών των μεθοδεύσεων, αρχίζει από το 1972 η σταδιακή υποχώρηση του φοιτητικού ριζοσπαστισμού, στην οποία μερτικό έχει και η ίδια η ζωή με τις πιεστικές απαιτήσεις της[31], και η αποκατάσταση της ηρεμίας στην πανεπιστημιακή ζωή. Οι πανεπιστημιακές αρχές ανενόχλητες διαμορφώνουν το χαρακτήρα του σύγχρονου Πανεπιστημίου προσδίδοντάς του εργαλειακή διάσταση και επιχειρησιακό πνεύμα, συμβατά με τις ανάγκες της οικονομίας και της αγοράς στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία[32]. Και το φοιτητικό κίνημα, από αισιόδοξο μήνυμα κοινωνικών ανατροπών και ελπιδοφόρων προοπτικών για τη δημιουργία μιας γνήσιας δημοκρατικής κοινωνίας, μετατρέπεται σε πικρή εμπειρία, νοσταλγική ανάμνηση και ωφέλιμο δίδαγμα για τις επερχόμενες γενιές, αν, βέβαια, θελήσουν να αντλήσουν συμπεράσματα από την «ιστορία» του.



[1] Βλ. Irving Louis Horowitz and William H. Friedland, The Knowledge Factory: Student Power and Academic Politics in America, Chicago, Adline Publishing Co, 1970, ό.π. σσ. 91, 97.

[2] Συμβατικό γενέθλιο της αγγλικής Νέας Αριστεράς θεωρείται η χρονιά 1957, οπότε πρωτοεκδίδονται από μια ομάδα πανεπιστημιακών δασκάλων δύο περιοδικά κοινωνικού προβληματισμού, το Universities and Left Review και το The New Reasoner, τα οποία συγχωνεύονται το 1959 στο New Left Review. Βλ. Paul Jacobs and Saul Landau, The New Radicals: A Report with Documents, New York, Random House, σσ. 9-10.

[3] Τη φτώχεια και την εξαθλίωση στην οποία ήταν καταδικασμένα να ζουν τριάντα με σαράντα εκατομμύρια Αμερικανοί πολίτες, αποκάλυψε το 1963 ο Michael Harington με τη δημοσίευση του βιβλίου του, The Other America: Poverty in the United States, Baltimore, Peguin, 1963,  το οποίο αναστάτωσε τον τότε Πρόεδρο των Η.Π.Α Kennedy, που ανήγαγε σε προτεραιότητα την καταστολή τους.

[4] Για τις φυλετικές διακρίσεις βλ. ενδεικτικά Arnold Rose, The Negro in America, New York, Harper Torchbooks, 1964 και Bernard E. Segal (ed.), Racial and Ethnic Relations, New York, Thomas Crowell Co. 1966.

[5] Η αλλοτρίωση εμβιώθηκε από τους φοιτητές της Νέας Αριστεράς όχι με τη μαρξιστική έννοιά της, ως αποξένωση του ανθρώπου από τα μέσα και το προϊόν παραγωγής, αλλά ως απονέκρωση της ευαισθησίας του ανθρώπου για τον άνθρωπο και τη ζωή του, ως απαξίωση των στοιχείων της προσωπικότητάς του, που συντελεί, μοιραία, στον υποβιβασμό του σε αντικείμενο και τη συνακόλουθη εμπορευματοποίηση και εκμετάλλευσή του. Βλ. Τheodore Roszak, The Making of a Counter Culture: Reflections on the Technocratic Society and its Youthful Opposition, New York, Doubleday and Co., 1968, σ. 58 και Kenneth Keniston, The Uncommitted: Alienated Youth in American Society, New York, A Delta Book, 1960, σσ. 163-209.

[6] Πρόκειται για την ιστορική οδό Bancroft and Telegraph, τμήμα της πανεπιστημιακής έκτασης όπου εθιμικά εδραζόταν για δεκαετίες η κοινωνική δράση των φοιτητών, διενεργούνταν έρανοι και συλλέγονταν υπογραφές για προώθηση θεμάτων άμεσου κοινωνικού ενδιαφέροντος, πραγματοποιούνταν συζητήσεις και διανέμονταν ενημερωτικά φυλλάδια για σημαντικά κοινωνικά θέματα, εκφράζονταν διαφορετικές απόψεις και διοργανώνονταν δημόσιες διαλέξεις κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου από εξωπανεπιστημιακούς ομιλητές, προσκεκλημένους των φοιτητικών συλλόγων. Βλ. James Cass, “What Happened at Berkeley” στο Christopher G. Katope and Paul C. Zolbrod (eds), Beyond Berkeley: A Sourcebook in Student Values, New York, Harper & Row, 1966, σσ. 7-25 και Joseph Gusfield, “Beyond Berkeley” στο Howard S. Becker (ed.), Campus Power Struggle, Chicago, Aldine Publishing Co., 1970, σσ. 15-26.

[7] Βλ. Samuel Kaplan, “The Revolt of an Elite: Sources of the F.S.M. Victory” στο Christopher G. Katope and Paul C. Zolbrod (eds), Beyond Berkeley: … ό.π. σσ. 89-117.

[8] Hal Draper, Berkeley: The New Student Revolt, New York, Grove Press, 1965, σσ. 130-3.

[9] Ενδεικτικά βλ. Irving Howe, Student Activism, Indianapolis, Bobbs – Merrill Co., 1967, Seymour Martin Lipset, Student Politics, New York, Basic Books, 1967 και Irving L. Horowitz and William H. Friedland, ό.π.

[10] Ας σημειωθεί ότι η ανάκληση της απαγόρευσης είναι μερική, αφού ο Meyerson προσδιορίζει σαφώς συγκεκριμένες ώρες για την πραγματοποίηση κοινωνικο-πολιτικών εκδηλώσεων, και αποσκοπεί βασικά στο να αποσοβηθεί η εκπαιδευτική-κοινωνική κρίση, να επανέλθει η ηρεμία στο πανεπιστημιακό campus και να αποκατασταθεί η ενδοπανεπιστημιακή συναίνεση προσφέροντας στους φοιτητές την ψευδαίσθηση μιας ουσιαστικής νίκης επί του αντιδημοκρατικού διοικητικού αυταρχισμού. Βλ. Hal Draper, Berkeley: The New, ό.π. σσ. 137-145.

[11] Η πολιτική επίδειξης ισχύος και απόδειξης της παντοδυναμίας των Η.Π.Α. στις διεθνείς τους σχέσεις που ο πόλεμος αυτός εξέφραζε, αποτέλεσε αντικείμενο της εκμετάλλευσης της κοινωνικής συναίνεσης την οποία έχει εξασφαλίσει ο νέος Πρόεδρος ως εκφραστής της «Μεγάλης Κοινωνίας» και του πολιτικού εκδημοκρατισμού. Για το θέμα αυτό βλ. Marvin E. Gettleman & David Mermelstein (eds), The Great Society Reader, New York, A Vintage Book, 1967.

[12] Κατά τη δεκαετία του ’60, τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, στο όνομα του γενικότερου τεχνοκρατικού αυταρχισμού που χαρακτηρίζει την αμερικανική κοινωνία, έχουν μεταβληθεί σε οργανισμούς δημόσιου συμφέροντος εντεταλμένους στην παροχή εργαλειακών γνώσεων, απαραίτητων για την ικανοποίηση των διαρκώς αυξανόμενων αναγκών και των εκτεταμένων απαιτήσεων του αμερικανικού κράτους, την «παραγωγή» εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού για τις βιομηχανίες και την εκπόνηση ερευνητικών προγραμμάτων -χρηματοδοτούμενων από την κυβέρνηση, τη C.I.A., το στρατό και τις βιομηχανίες- για την προώθηση των συμφερόντων οικονομικών και πολιτικών κύκλων. Βλ.  Σπ. Ράσης, ό.π. σ. 364-9. Αποδεικτικό στοιχείο αυτής της σχέσης Πανεπιστημίων - κέντρων εξουσίας της αμερικανικής κοινωνίας, αλλά και των καταστροφικών επιπτώσεών της, αποτέλεσε το επιστημονικό σκάνδαλο που ξέσπασε με την αποκάλυψη του -χρηματοδοτούμενου από το Υπουργείο Άμυνας και υλοποιούμενου από ακαδημαϊκούς- προγράμματος “Camelot”. Στα πλαίσια αυτού, αποστέλλονταν σε διάφορες «υπό ανάπτυξιν» χώρες της Ασίας, της Ευρώπης, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής πανεπιστημιακοί με φαινομενικό, μεν, στόχο να προσφέρουν τις επιστημονικές γνώσεις και τις υπηρεσίες τους στον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξή τους, στην πραγματικότητα, όμως, προκειμένου να μελετήσουν και να απεργαστούν σχέδια αντεπίθεσης σε περίπτωση που οι λαοί αυτών των κρατών αντιδράσουν στην επιβολή της αμερικανικής εξουσίας και των θελήσεών της δυτικής υπερδύναμης. Για μια ενδελεχή μελέτη αυτού του φαινομένου αγαστής συνεργασίας της Ανώτατης Εκπαίδευσης και του πολιτικού, στρατιωτικού και βιομηχανικού κατεστημένου βλ. Irving L. Horowitz, The Rise and Fall of Project “Camelot”: Studies in the Relationship between Science and Political Politics, Cambridge, Mass., M.I.T. Press, 1967 και James Ridgeway, The Closed Corporation:. American Universities in Crisis, New York, Random House, 1968.

[13] Μια από τις χαρακτηριστικότερες μαρτυρίες αυτής της σύμπραξης πολεμικών μηχανισμών και Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και της υπαγωγής όλων των δομικών στοιχείων των τελευταίων (ακαδημαϊκό και διοικητικό προσωπικό, έρευνα, υποδομές) στις στρατιωτικές δομές ισχύος κι εξουσίας της αμερικανικής κοινωνίας, αποτελούν τα συμβόλαια τα οποία υπέγραψε η Dow Chemicals, κατασκευάστρια εταιρεία των βομβών Napalm και άλλων χημικών όπλων και κύρια τροφοδότρια πολεμικού υλικού του στρατού των Η.Π.Α., με τα μεγάλα αμερικανικά Πανεπιστήμια. Με τα συγκεκριμένα συμβόλαια ανατίθεται σε πανεπιστημιακούς δασκάλους η υλοποίηση ερευνητικών προγραμμάτων για τη βελτίωση της αποδοτικότητας όπλων μαζικής καταστροφής, η αποτελεσματικότητα των οποίων θα αποδειχθεί πολύ σύντομα και θα απεικονιστεί σε φωτογραφίες παραμορφωμένων πτωμάτων Βιετναμέζων αγροτών και παιδιών-λαμπάδων από τις βόμβες Napalm που τρέχουν στους δρόμους του Βιετνάμ ικετεύοντας μάταια τη σωτηρία τους. Το χειρότερο, ωστόσο, είναι η προκλητική συμπεριφορά της  Dow Chemicals, που επιχειρεί να εμπλέξει στα προγράμματα αυτά και φοιτητές παρέχοντάς τους ως αντάλλαγμα -με τη συνενοχή των αμερικανικών στρατιωτικών κέντρων- το δέλεαρ της εξαίρεσής τους από τη στράτευση, «προνομιακή» προσφορά που διαφημίζει με ανηρτημένα στους πανεπιστημιακούς χώρους πόστερς. Βλ. Σπ. Ράσης, ό.π. σ. 385.

[14] Οι δραματικές ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό που αυτός ο πόλεμος δημιούργησε, καταβλήθηκε προσπάθεια να καλυφθούν με την επέκταση του μέτρου της υποχρεωτικής στρατολογίας σε συγκεκριμένες ομάδες  φοιτητών, η επιλογή των οποίων έγινε, εκτός των άλλων, και με τις εξετάσεις τους σε ειδικά tests που ανέλαβαν τα ίδια τα Πανεπιστήμια. Η άμεση απειλή για τη ζωή τους που η ένταξή τους στις στρατιωτικές δυνάμεις συνεπαγόταν, οδήγησε τους Ριζοσπάστες φοιτητές σε συντονισμένες αντιπολεμικές διαδηλώσεις οι οποίες συγκλόνισαν την ακαδημαϊκή κοινότητα και την αμερικανική κοινωνία γενικότερα. Για την αντίθεση των φοιτητών στον πόλεμο και την επιστράτευσή τους βλ. Michael Ferber & Staughton Lynd, The Resistance, Boston, Beacon Press, 1971, σσ. 29-67.

[15] Ο αγώνας για τα πολιτικά δικαιώματα των Μαύρων μετασχηματίζεται σ’ ένα κίνημα με συγκροτημένη δομή κι οργάνωση, επεξεργασμένες μεθόδους δράσης και σαφείς εθνικιστικούς στόχους την Άνοιξη του 1966 υπό την ηγεσία του Stokely Carmichael. Βλ. Jack Newfield, A Prophetic Minority, New York, A Signet Book, 1966, σ. 80. Το ειδοποιό στοιχείο του Κινήματος της Μαύρης Δύναμης είναι η εγκατάλειψη της, βασισμένης στη φιλοσοφία της μη-βίας, «αμυντικής» στάσης που είχε εισαγάγει στην πολιτική ζωή των Μαύρων Αμερικανών του Νότου από το 1956 ο Martin Luther King Jr. και η δυναμική διεκδίκηση των κοινωνικο-πολιτικών δικαιωμάτων των Αφρο-Αμερικανών με την ταυτόχρονη προβολή της ιδιαίτερης κουλτούρας τους. Βλ. Stokely Carmichael & Charles V. Hamilton, Black Power: The Politics of Liberation in America, New York, A Vintage Book, 1967 και Robert L. Scott & Wayne Brockriede, The Rhetoric of Black Power, New York, Harper and Row, 1971.

 

[16] Η ριζική διακοπή των σχέσεων στρατού, Πανεπιστημίων και πανεπιστημιακών, η οποία, σε πρώτη φάση, θα εκφραστεί με την άμεση απομάκρυνση όλων των στρατιωτικών τμημάτων και των ινστιτούτων που είχαν εγκατασταθεί και λειτουργούσαν σε πανεπιστημιακούς χώρους παραδοσιακά αφιερωμένους στη διανοητική μόρφωση και την ψυχική καλλιέργεια, διατυπώνεται επίσημα ως αίτημα και γίνεται ομόφωνα αποδεκτό από το σύνολο των προβληματισμένων φοιτητών το Καλοκαίρι του 1966 στο Συνέδριο των Φοιτητών για μια Δημοκρατική Κοινωνία. Βλ. Kirpatrick Sale, S.D.S., New York, Vintage Books, 1974, σσ. 279-297.

[17] Κομβικής σημασίας για την αιτούμενη αναδιάρθρωση θεωρείται τόσο η παροχή «Γνώσεων Σχετικών» με τη σύγχρονη πραγματικότητα (Knowledge Relevance) όσο και η ενεργή ένταξη των φοιτητών στην ακαδημαϊκή -και την κοινωνική, γενικότερα- ζωή με τη συμμετοχή τους σε επιτροπές λήψης αποφάσεων για θέματα που αφορούν στο περιεχόμενο σπουδών τους, την κατάρτιση εσωτερικού κανονισμού του Πανεπιστημίου και την επαγγελματική εξέλιξη των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας Οι διεκδικήσεις των φοιτητών, οι στόχοι και η παιδαγωγική αξία τους τόσο για την ακαδημαϊκή όσο και για την κοινωνική ζωή, αναλύονται με πληρότητα στο άρθρο του Προέδρου του Bennington College, Edward J. Bloustein, “The New Student and His Role in American College” στο Walter P. Metzger (ed.), Dimensions of Academic Freedom, Urbana, University of Illinois Press, 1969, σσ. 92-121 και Joseph Schwab, College Curriculum and Student Protest, Chicago, The University of Chicago Press, 1969.

[18] Οι λόγοι της άκαμπτης στάσης των πανεπιστημιακών αρχών αναλύονται με σαφήνεια στις μελέτες των: Εverett Carll Ladd Jr. & Seymour M. Lipset, The Divided Academy: Professors and Politics, New York, W. W. Norton & Co., 1976, σσ. 203-218, Michael W. Miles, The Radical Probe: The Logic of Student Rebellion, New York, Atheneum, 1971, σσ. 147-164, Irving L. Horowitz and William H. Fried5land, ό.π. σσ. 149-184 και Σπ. Ράσης, ό.π. σσ. 370-375.

[19] Τη δυναμική αντίδραση των πολιτικοποιημένων φοιτητών, προκαλεί το γεγονός ότι από την επίσημη έναρξη του πολέμου του Βιετνάμ και για τρία ολόκληρα χρόνια το Πανεπιστήμιο Columbia στρατοκρατείται στην κυριολεξία αφενός έχοντας επιτρέψει την εγκατάσταση στρατιωτικών τμημάτων και τη λειτουργία του Ινστιτούτου Ανάλυσης Εθνικής Άμυνας (Μάρτιος 1968) στους χώρους του, αφετέρου έχοντας συμβάλει ενεργά στη στρατολόγηση φοιτητών από τη C.I.A. για τις πολεμικές ανάγκες (Νοέμβριος 1966 – Φεβρουάριος 1967) και την εκπόνηση ερευνητικών προγραμμάτων από την κατασκευάστρια εταιρεία των βομβών Napalm, Dow Chemicals, για την κατασκευή προηγμένων όπλων μαζικής καταστροφής (Φεβρουάριος 1968). Περισσότερα για την κρίση που αντιμετωπίζει το εν λόγω Πανεπιστήμιο εξαιτίας της ανοιχτής σύγκρουσης με τους φοιτητές του για την ουσιαστική εμπλοκή του στον πόλεμο του Βιετνάμ βλ. Archibald Cox, Crisis at Columbia: Report of The Fact-finding Commission. Appointed to Investigate the Disturbances at Columbia, New York, Vintage Books, 1968, σσ. 63-74 και Jerry L. Avon, Up Against the Ivy Wall: A History of the Columbia Crisis, New York, Atheneum, 1968, σσ. 28-36.

[20] Το Φεβρουάριο του 1968, η Διοίκηση του Πανεπιστημίου αποφασίζει να προβεί στην υλοποίηση του προγραμματισμένου από χρόνια σχεδίου κατεδάφισης ολόκληρων οικοδομικών τετραγώνων -ιδιοκτησίας του Πανεπιστημίου- στο Harlem για την οικοδόμηση ενός νέου πανεπιστημιακού Γυμναστηρίου αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής των μειονοτήτων και των φτωχών Αμερικανών που κατοικούν στην υποβαθμισμένη αυτή περιοχή και αγνοώντας τις αντιδράσεις τους. Βλ. Archibald Cox, Crisis at Columbia:…, ό.π. σσ. 78-89.

[21] Η Διοίκηση του Πανεπιστημίου κατηγορείται ότι επέδειξε αδιαφορία για τη σύλληψη έξι φοιτητών από την αστυνομία κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Φεβρουαρίου του 1968, κυρίως, όμως, ότι σε μια σειρά φοιτητικών διαμαρτυριών που, μέχρι τις 22 Απριλίου του ίδιου χρόνου, αποτέλεσαν καθημερινή πρακτική του Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, απάντησε με την ενεργοποίηση μιας ειλημμένης το Σεπτέμβριο του 1967 απόφασης του Προέδρου του Columbia, Grayson Kirk, με βάση την οποία απαγορεύονταν διαδηλώσεις πολιτικού χαρακτήρα στους πανεπιστημιακούς χώρους. Περισσότερα για τις αιτίες της βαθιάς κρίσης που βιώνει το Πανεπιστήμιο βλ. Ellen Kay Trimberger, “Columbia: The Dynamics of a Student Revolution” στο Howard S. Becker, Campus Power Struggle … ό.π. σσ. 27-55, και ειδικά σσ. 33-4.

[22] Βλ. Jerry L. Avon, Up Against the Ivy Wall, ό.π. σσ. 144-180.

[23] Βλ. Archibald Cox, Crisis at Columbia , ό.π. σσ. 143-155 και Ellen Kay Trimberger, ό.π. σσ.  48-9.

[24] Jerry L. Avon, ό.π. σ. 284.

[25] Τον αμερικανικό μαχητικό ακτιβισμό και την εξ αυτού απορρέουσα  κρίση της πανεπιστημιακής ζωής των Η.Π.Α. κατά την παρούσα συγκυρία πραγματεύονται με επάρκεια και πληρότητα οι παρακάτω μελέτες: Julian Foster & Durward Long (eds), Student Activism in America, ό.π. και Immanuel Wallerstein & Paul Starr, The University Crisis Reader, ό.π.

[26] Η αντίδραση που προκαλεί το νέο μιλιταριστικό εγχείρημα, ανοίγει ένα καινούριο κύκλο σφοδρών φοιτητικών αντιδράσεων ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν αυτές στο Kent State University της Πολιτείας του Οχάιο και Jackson State University της Πολιτείας του Mississippi. Στην πραγματική εξέγερση των φοιτητών των εν λόγω Πολιτειακών Πανεπιστημίων, οι Διοικήσεις τους απαντούν με την επιστράτευση της Πολιτοφυλακής ως  οργάνου καταστολής της και χρεώνονται τις βίαιες συμπλοκές που ακολουθούν με θύματα Λευκούς και Μαύρους φοιτητές. Για τον αντίκτυπο που είχαν τα συγκεκριμένα γεγονότα στην αμερικανική κοινωνία και την ενδυνάμωση του ριζοσπαστισμού που τα συνόδευσε βλ. R. E. Peterson, “Cambodia, Kent, Jackson and the Campus Aftermath”, Report Prepared for the Carnegie Commission on Higher Education, Berkeley, Calif., September 1970.

 

[27] Η πρωτόγνωρη δυναμική της φοιτητικής εξέγερσης και οι σοβαροί κίνδυνοι που εγκυμονεί για τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης και ισορροπίας, αναγκάζουν την κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το πιεστικό πρόβλημα, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, σε ιδεολογική βάση. Προς το σκοπό αυτό σπεύδει να ζητήσει τη συνδρομή Συντηρητικών και Φιλελεύθερων διανοουμένων για την καταδίκη της καταστροφικής για τη χώρα δράσης των Ριζοσπαστών φοιτητών, ως υποκινούμενων από αντεθνικά κίνητρα και ιδιοτελείς σκοπούς, και τη νομιμοποίηση του τεχνοκρατικού χαρακτήρα του Πανεπιστημίου ως οργανισμού δημόσιου συμφέροντος, που δικαιώνει την απόλυτη εμπλοκή του σε πολιτικά ζητήματα και την πλήρη ένταξή του στο κοινωνικό σύστημα. Για τη «συμβολή» των οργανικών διανοούμενων στο έργο αυτό, βλ. Edward Bloomberg, Student Violence, Washington, D. C., 1970, Robert O’ Neil et al., No Heroes, No Villains: New Perspectives on Kent State and Jackson State, San Francisco, Jessey Bass, 1972, Seymour M. Lipset (ed.), Student Politics, ό.π. , Seymour M. Lipset & Philip Altbach (eds), Students and Politics, Boston, Houghton Mifflin, 1969 και Charles Frankel, Education at the Barricades, New York, The Norton Library, 1968. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, προβαίνει στην επιστράτευση Κοινωνικών Επιστημόνων και τη σύσταση επιτροπών για την εξεύρεση επείγουσας λύσης στο σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα  αλλά και την επεξεργασία σχεδίων για την αντιμετώπιση πιθανών μελλοντικών εκδηλώσεων εν τη γενέσει τους, προς αποφυγήν παρόμοιων περιπετειών. Η διαδικασία συγκρότησης επιτροπών «ειδικών» για τη μελέτη της κρίσης και την αποφόρτιση του τεταμένου κλίματος, άρχισε με την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση Nixon και επικεντρώθηκε στην περίπτωση του Πανεπιστημίου Columbia (Βλ. Archibald Cox, Crisis at Columbia: Report of the FactFinding Commission Appointed to Investigate the Disturbances at Columbia, New York, ό.π.) για να συνεχιστεί με τη σύσταση τριών ακόμη, εστιασμένων στη γενικότερη πολιτική της φοιτητικής εξέγερσης και τις επιπτώσεις της στην αμερικανική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Βλ. Jerome H. Scolnick, The Politics of Protest, ό.π., President’s Commission, On Campus Unrest, Washington, D. C., Government Printing Office, 1970 και Carnegie Commission, On Higher Education. Dissent and Disruption, New York, Mc Graw Hill, 1971.

[28] Για τη συκοφάντηση του φοιτητικού κινήματος από πολιτικούς και διανοούμενους βλ. Immanuel Wallerstein & Paul Starr eds), The University Crisis Reader… , ό.π. σσ. 373-468.

[29] Κομβικής σημασίας για τη διάσπαση του φοιτητικού μετώπου αποτέλεσε η διάλυση του βασικότερου φοιτητικού συντονιστικού οργάνου, του Συλλόγου «Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία». Περισσότερα για την ουσιαστική συμβολή του άδοξου τέλους του στην καταστολή του φοιτητικού κινήματος βλ. Kirpatrick Sale, S.D.S , New York, 1973, σσ. 600-693.

[30] Συνέπεια της περιστολής των παρεχόμενων κονδυλίων είναι, κατά πρώτον, η επιλεκτική στέρηση οικονομικής ενίσχυσης (υποτροφιών, αμοιβών για την υποβοήθηση διδακτικού και ερευνητικού έργου) από πολιτικοποιημένους και κοινωνικά ευαισθητοποιημένους φοιτητές με ενεργή δράση και, κατά δεύτερον, η απόλυση Ριζοσπαστών ακαδημαϊκών -ακόμη και μονιμοποιημένων- που υπερασπίζονται την αυτοτέλεια του Πανεπιστημίου, την ελευθερία των πανεπιστημιακών και τα αιτήματα των φοιτητών. [30] Βλ. Walter P. Metzger, “The American Academic Profession in <Hard Times>”, Daedalus, 104, Winter 1975, σσ. 27-30 και Committee A΄, “Academic Freedom and Tenure: City University of New York: Mass Dismissals Under Financial Exigency”, American Association of University Professors Bulletin, 63, 1977, σσ. 237-260.

[31] Οι ανάγκες της ζωής αποδείχθηκαν πολύ πιο ισχυρές από τον ενθουσιασμό, τον ιδεαλισμό και την κοινωνική ευαισθησία πολλών πρώην μαχητικών ακτιβιστών, όταν οι τελευταίοι χρειάστηκε, διαρκουσών των φοιτητικών συγκρούσεων, να «βγουν» στην κοινωνία και την αγορά εργασίας και να αντιμετωπίσουν σε καθημερινή βάση τις οικονομικές δυσκολίες, τα προσωπικά προβλήματα και τις επαγγελματικές ανασφάλειες. Βλ. Michael W. Miles, “The Student Movement and the Industrialization of Higher Education”, Politics and Society, 4, 1974, σσ. 311-341.

[32] Βλ. S. Slaughter & L. Leslie, Academic Capitalism: Politics Policies and the Entrepreneurial University, Baltimore, John Hopkins University, 1997.