Oι ευρωπαϊκές αποφάσεις και η προώθηση
της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μέσα από την κινητικότητα των πολιτών
Ανθή ΠΡΟΒΑΤΑ
Δρ Εκπαιδευτικής Πολιτικής
Στις τελευταίες δύο δεκαετίες του 20ου αιώνα και στις
αρχές του 21ου έχει γίνει
σαφές ότι βρισκόμαστε σε ένα ποιοτικά νέο στάδιο του παγκόσμιου καπιταλισμού. Η
ραγδαία συγκέντρωση και διεθνοποίηση του κεφαλαίου και η ταχύτατη εξέλιξη της
τεχνολογίας, η μετάβαση σε νέες μορφές παραγωγικών σχέσεων, οι αλλαγές στο χώρο
της εργασίας και στο χώρο της παιδείας αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά των
δύο τελευταίων δεκαετιών. Παράλληλα στον χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το
φαινόμενο της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων και της διεθνοποίησης της
παραγωγής δημιουργεί αντίστοιχες αλλαγές και επηρεάζει τη διαδικασία της ευρωπαϊκής
ολοκλήρωσης.
Όμως θα πρέπει να αναφερθούμε κατά πρώτον
στην έννοια της Ευρωπαϊκής
ολοκλήρωσης.
Ανάμεσα στα δικαιώματα που συνθέτουν το θεσμό της
«ιδιότητας του πολίτη», θα σταθούμε σ΄ αυτό που εξετάζεται στην παρούσα μελέτη.
Πρόκειται για το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των
κρατών μελών κάθε πολίτη της Ένωσης. Το 1987 δημιουργήθηκε το πρόγραμμα ERASMUS , με
στόχο την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ πανεπιστημίων ώστε να υπάρξει
αμοιβαία αναγνώριση πτυχίων και παράλληλα ενθάρρυνση μεγαλύτερης κινητικότητας
σπουδαστών και προσωπικού μεταξύ των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανά την Κοινότητα.
Τον ίδιο χρόνο το πρόγραμμα COMETT καθιερώθηκε με στόχο τη δημιουργία μεγαλύτερης
συνεργασίας μεταξύ πανεπιστημίου και βιομηχανίας. 4 Στην δεκαετία του 90 και συγκεκριμένα από τη συνθήκη του
ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ το πρόγρaμμα SOCRATES
συνεχίζει να προωθεί, με βάση τα
επιμέρους προγράμματα: ERASMUS για την τριτοβάθμια και COMENIUS και LINGUA για την δευτεροβάθμια και πρωτοβάθμια εκπαίδευση την
κινητικότητα μαθητών, φοιτητών, διδακτικού προσωπικού. Το πρόγραμμα LEONARDO επίσης ενίσχυσε την εν λόγω κινητικότητα σε
40.000 ανθρώπους ανάμεσα στα έτη 1995
και 1999. To πρόβλημα επίσης του διορισμού των ευρωπαϊων πολιτών σε
θέσεις δημόσιας Διοίκησης των κρατών μελών, αντιμετωπίστηκε ως ένα σημαντικό
θέμα σχετικά με την κινητικότητα εντός της Ε.Ε.
Το 1996 με τη θέσπιση του Συμφώνου Ανάπτυξης και
Σταθερότητας, το οποίο υπεγράφη στο Δουβλίνο από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο,
ουσιαστικά τίθεται κάτω από τον έλεγχο
των θεσμών της ΕΕ η δραστηριότητα του κράτους στο ζωτικό τομέα της
δημοσιονομικής πολιτικής. Το περιεχόμενο που περικλέιει το πρότυπο της
ενοποίησης , “διεισδύει”κατά τους αναλυτές του κειμένου, στα εσωτερικά
συστήματα των κρατών - μελών μέσω της διαδικασίας του εξευρωπαϊσμού και
προκαλεί επιπτώσεις και συνέπειες που επηρεάζουν τόσο τη συγκρότηση, την
οικονομία του κράτους, όσο και τη σχέση
του κράτους με την κοινωνία. Η παραβίαση των
ρυθμίσεων του Συμφώνου και των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας
συνεπάγεται την “τιμωρία” του κράτους με την επιβολή προστίμων και ποινών. Ένα
από τα θέματα που αντιμετώπισε το Ελληνικό κράτος στα πλαίσια του Συμφώνου
αυτού ήταν το να επιτραπεί η πρόσβαση Ευρωπαίων υπηκόων σε θέσεις απασχόλησης
της δημόσιας διοίκησης, βάσει του άρθρου 48 του ΣΕΟΚ. Η Ελλάδα αρνήθηκε να
συναινέσει στην “πρόσβαση” και η χώρα παραπέμφθηκε και καταδικάστηκε από το Δικαστήριο
των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 5 Ως
αποτέλεσμα της καταδίκης ήταν η υποχρέωση του Ελληνικού κράτους να θε-
σπίσει
την πρόσβαση των ευρωπαίων πολιτών στην ελληνική διοίκηση. 6
Σχετικά με τις δυσκολίες στην αναγνώριση ισοτιμίας
στους τίτλους σπουδών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφάσισε τη
δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού πλαισίου για τη διαφάνεια των τίτλων και των
ικανοτήτων μέσω του Europass. Η απόφαση,
αριθ.2241/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου , καθιέρωσε το σχετικό
χαρτοφυλάκιο, το οποίο αποσκοπεί στο να βοηθήσει τους μετακινούμενους
ευρωπαίους πολίτες να επιδείξουν τα προσόντα και τις ικανότητές τους σε όλη την
Ευρώπη,ώστε να εξασφαλισθεί ισότιμη μεταχείριση. Το Europass περιλαμβάνει
πέντε έγγραφα που έχουν εκπονηθεί σε
ευρωπαϊκό επίπεδο για να βελτιωθεί η διαφάνεια των προσόντων. Στόχος, όπως
αναφέρεται στη σχετική απόφαση, είναι να διευκολυνθεί η κινητικότητα όλων αυτών
που θέλουν να σπουδάσουν ή να εργασθούν στις τέσσερις γωνιές της Ευρώπης.7 Μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τους
μελετητές, η κινητικότητα των αποφοίτων των
Πανεπιστημίων παραμένει χαμηλή. Αυτό
οφείλεται στο γεγονός ότι μεταξύ των ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων υπάρχει μεγάλη
ετερογένεια , η οποία οφείλεται στη διαφορετικότητα και στις ιδιαιτερότητες του
κάθε έθνους - κράτους. Η ετερογένεια αυτή εμποδίζει τον συσχετισμό των
ενεργειών των εθνικών - Πανεπιστημίων σε ευρωπαϊκή βάση. Αυτός είναι και ένας
από τους βασικούς λόγους της χαμηλής κινητικότητας των σπουδαστών. Για
παράδειγμα το 2000 μόνο τα 2,3% των ευρωπαίων σπουδαστών παρακολούθησαν σπουδές
σε αντίστοιχο Παν/μιο άλλης χώρας.8
Επομένως σε ένα πρώτο επίπεδο, θα υποστηρίζαμε ότι η
διαδικασία της «κινητικότητας», εφ΄όσον ληφθεί υπόψη ως «μετακίνηση» των
ευρωπαίων πολιτών σε οποιαδήποτε χώρα-μέλος της Ε.Ε., ενισχύει το αίσθημα
κοινότητας μεταξύ των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ταυτόχρονα επιτελεί νομιμοποιητική
λειτουργία η οποία εμφανίζεται ως ιδεολογικό αντιστάθμισμα των στεγνών οικονομικών
και τεχνοκρατικών δραστηριοτήτων της Ενιαίας Αγοράς.Όμως μέσα στις ευρωπαϊκές
αποφάσεις των τελευταίων 25 χρόνων διακρίνουμεκ άλλες μορφές κινητικότητας, οι
οποίες συνδέονται άμεσα με τις δραστηριότητες της αγοράς, την οικονομική
ολοκλήρωση και την εκπαίδευση.Με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986 και με
τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, το 1991,
τέθηκαν οι βάσεις της οικονομικής σύγκλισης των χωρών μελών μέσα από τις
διαδικασίες μακροοικονομικής ομογενοποίησης όπως: την οικονομική νομισματική
ένωση ΟΝΕ, την κοινή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική των χωρών μελών, την ευρωπαϊκή αγορά
εργασίας. Με τον τρόπο αυτό, η Συνθήκη του Μάαστριχτ η οποία θεωρείται τομή στο
θέμα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, έθεσε τις βάσεις για μία βαθύτερη οικονομική
αλληλεπίδραση στον ευρωπαϊκό χώρο και δημιούργησε τις βασικές προϋποθέσεις για
την διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας η οποία θα ενισχύονταν από την
κινητικότητα κεφαλαίων και εργαζομένων υπηρεσιών και εμπορευμάτων. Παράλληλα
όμως, οδηγούσε σε αλληλεξάρτηση την ευρωπαϊκή οικονομία η οποία αποκτούσε πλέον
κοινοτικά χαρακτηριστικά και γίνονταν ανταγωνιστική στα πλαίσια του
περιφερειακού καταμερισμού εργασίας.
Το 1993 η Λευκή Βίβλος αναφέρεται στη στρατηγική η
οποία πρέπει να αναπτυχθεί μεσοπρόθεσμα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
σχετικά με την ανάπτυξη την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση. Βασικά
χαρακτηριστικά της «Λευκής Βίβλου» ήταν η προσπάθεια διαμόρφωσης συνθηκών
τέτοιων ώστε η οικονομία της Ευρώπης να γίνει περισσότερο ανταγωνιστική. Στόχος
όμως της Λευκής Βίβλου ήταν το να δημιουργηθούν 15.000.000 θέσεις εργασίας
μέχρι το τέλος του 2000.Τον ίδιο χρόνο ακολούθησε το πενταετές σχέδιο για την
απασχόληση με το οποίο προωθούνταν η ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας και η
κινητικότητα των εργαζομένων.10 Η
Ένωση Βιομηχανικών και Εργοδοτικών Συνδέσμων Ευρώπης συνέταξε σχετική έκθεση
στην οποία τονίζονταν ότι: «η ανταγωνιστικότητα θα βασίζονταν όλο και
περισσότερο σε ανθρώπινους παράγοντες και ειδικότερα στην ευέλικτη εξειδίκευση,
ώστε οι επιχειρήσεις να ανταποκρίνονται ταχύτερα σε αλλαγές του επιχειρησιακού περιβάλλοντος.
Επίσης προτείνονταν η βελτίωση της σύνδεσης μεταξύ εκπαίδευσης, επιχείρησης και
βιομηχανίας και η ενθάρρυνση των επιχειρήσεων να αναλάβουν τη συνεχή εκπαίδευση
και επανεκπαίδευση των εργαζομένων. 11 Σύμφωνα
με τα παραπάνω, βρισκόμαστε σήμερα εντός μιας ευρωπαϊκής αγοράς Εργασίας, όπου
η κινητικότητα των «πολιτών της Ένωσης» έχει θεσπισθεί και η δυνατότητα
μετακίνησης εντός του χώρου της ΕΕ
θεωρείται δεδομένη. Όμως παράλληλα, τα τελευταία 25 χρόνια, βρισκόμαστε
αντιμέτωποι με σημαντικές αλλαγές στο χώρο της αγοράς εργασίας, σε σχέση με τις
πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Συγκεκριμένα, στις δεκαετίες του 50 και 60 με
τη επικράτηση του μοντέλου Κέυνς στην οικονομία και του φορντιστικού μοντέλου
στην παραγωγική διαδικασία, η κινητικότητα εντός των χωρών της τότε ΕΟΚ
χαρακτηρίζονταν κυρίως από την μετακίνηση-μετανάστευση των πολιτών κυρίως των φτωχότερων ευρωπαϊκών χωρών του Νότου, προς τις αναπτυγμένες χώρες
του Βορρά. Η μετακίνηση πραγματοποιούνταν καθαρά για εύρεση εργασίας. Οι
μεγάλες βιομηχανικές μονάδες αλυσιδωτής παραγωγής είχαν ανάγκη εργατικών
χεριών. Η φορντιστικού τύπου αλυσιδωτή γραμμή παραγωγής στις δεκαετίες του 50,
του 60 και του 70 κυρίως είχε ανάγκη από ένα μεγάλο αριθμό χαμηλά έως μεσέα
ειδικευμένων εργατών. Ταυτόχρονα παρατηρούνταν προώθηση επενδυτικών κεφαλαίων
στις φτωχότερες Ευρωπαϊκές χώρες, όπως και η Ελλάδα. Η παραπάνω κινητικότητα
ανθρώπων και κεφαλαίων επέφερε αλλαγές στο χώρο της εκπαίδευσης. Οι κατώτερες
και μέσες τεχνικές σχολές προσέφεραν αποφοίτους με τα ανάλογα προσόντα. Για το
λόγο αυτό και η εκπαιδευτική πολιτική χωρών, όπως η Ελλάδα ακολούθησε μία στρατηγική καθιέρωσης τεχνικής
επαγγελματικής εκπαίδευσης, κατώτερων και μέσων τεχνικών σχολών, ενώ παράλληλα
καθιέρωσε και σχολές στοιχειώδους ειδίκευσης των μεταναστών, οι οποίοι
προορίζονταν για τις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και κυρίως τη
Γερμανία. Σήμερα η μετακίνηση των ευρωπαίων πολιτών δεν συνδέεται με την εύρεση
εργασίας αφού το ποσοστό ανεργίας παραμένει υψηλό και στις αναπτυγμένες χώρες,
η ανάπτυξη αποσυνδέθηκε από την απασχόληση και οι νέες τεχνολογίες άλλαξαν και συνεχίζουν
να αλλάζουν τις συνθήκες της παραγωγής και κατά συνέπεια τις εργασιακές
σχέσεις. To 2001 οι Υπουργοί Παιδείας σε
κοινό ανακοινωθέν τόνισαν τη σημασία που αποδίδουν στο στόχο της ενίσχυσης της
κινητικότητας των φοιτητών αλλά και του διδακτικού και του ερευνητικού
προσωπικού.12
Μία νέα μορφή κινητικότητας προβλήθηκε επίσης μέσα από
τις αποφάσεις των οργάνων της Ε.Ε. Πρόκειται για την κινητικότητα των ερευνητών
των Πανεπιστημίων από το χώρο τον ακαδημαϊκό στον χώρο των επιχειρήσεων με
σκοπό τη διάδοση αλλά και την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας στο βιομηχανικό
και γενικότερα επιχειρησιακό αναπτυξιακό πρόγραμμα. Αυτή η μορφή κινητικότητας
από τη στιγμή που εφαρμόζεται, σημαίνει και αλλαγή στο ρόλο των Πανεπιστημιακών
Ιδρυμάτων, τα οποία μετατρέπονται σε "κλειδιά" για την ανάπτυξη της
οικονομίας της γνώσης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε πολλές αποφάσεις των
Ευρωπαϊκών οργάνων τα τελευταία 25
χρόνια..
Η αιτιολόγηση για αυτό το νέο ρόλο των Πανεπιστημίων
και γενικά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εστιάζεται κυρίως στην ανάπτυξη της
τεχνολογίας. Η κινητικότητα της γνώσης από την ανάπτυξη κριτικής σκέψης με
σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής σε κινητικότητα προς την εξυπηρέτηση
των αναγκών της αγοράς εργασίας οφείλεται, σύμφωνα με αυτή την άποψη, στις
ανάγκες που δημιούργησε η τεχνολογία και στις αλλαγές οι οποίες επήλθαν στη
συνέχεια στην παραγωγική διαδικασία. Οι βιομηχανικοί κλάδοι των
μικrοηλεκτρονικών, της βιοτεχνολογίας των επιστημονικών βιομηχανιών νέων
υλικών, των τηλεπικοινωνιών των ρομπότ και των ηλεκτρονικών υπολογιστών θα
είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενοι κλάδοι τα προσεχή έτη. Παράλληλα στο χώρο των
διεθνών χρηματιστικών αγορών διαμορφώνονταν από τα τέλη της δεκαετίας του 70
ένα υπερεθνικό πιστωτικό σύστημα με τέτοιους κανόνες που ουσιαστικά δυσκόλευε
σε μεγάλο βαθμό την άσκηση αυτόνομης εθνικής νομισματικής πολιτικής. 13
Η υπερεθνοποίηση αυτή δημιούργησε τις βάσεις στις
οποίες όφειλαν να προσαρμοσθούν τα παραγωγικά συστήματα. Έτσι παράλληλα με την
αύξηση των συναλλαγών μέσω χρηματιστηρίου, παρατηρείται την ίδια εποχή, πτώση
του ρυθμού των παγίων επενδύσεων στη βιομηχανία. Όπως αναφέρει ο Κ.
Βεργόπουλος: «..η παγκόσμια συστολή μονεταριστικού τύπου, από τις αρχές της
δεκαετίας του 70 μέχρι σήμερα λειτουργεί κατά βάση σαν εργαλείο με ένα στόχο
πολύ απλό: τη συστηματική απαξίωση του παραγωγικού κεφαλαίου μέσω της
συρρίκνωσης της αποδοτικότητας του. Παράλληλα ο οικονομικός μαρασμός του
κεφαλαίου διασφαλίζεται με τεχνικές που επιφέρουν την ανατίμηση των νομισματικών
και γενικότερα των χρηματιστικών αξιών σε παγκόσμια κλίμακα».14
Μέσα σ΄αυτό το πλαίσιο, και με τη βοήθεια της
τηλεματικής και της ρομποτικής η παραγωγική διαδικασία διεθνοποιείται, ενώ
σταδιακά καταργούνται οι μεγάλες μονάδες παραγωγής φορντικού τύπου και στη θέση
τους ιδρύονται μικρότερες ευέλικτες μονάδες παραγωγής με περιορισμένο αριθμό
εργαζομένων και με χρήση ρομποτικών συστημάτων. Πρόκειται για το μεταφορντιστικό
μοντέλο παραγωγής. Η ροή των πληροφοριών είναι πλέον συνεχής και αδιάκοπη. Οι
πληροφορίες μπορούν να αποθηκευτούν και να καταναλωθούν μακριά από το χώρο παραγωγής
τους με αποτέλεσμα τη δυνατότητα ύπαρξης και λειτουργίας αποκεντρωμένων
παραγωγικών μονάδων, διάσπαρτων ανά τον πλανήτη. Όμως τα έθνη που θα
προσελκύσουν τις νέες παραγωγικές μονάδες θα πρέπει να έχουν δημιουργήσει
κατάλληλο περιβάλλον, ώστε να εξασφαλίζεται το χαμηλό κόστος παραγωγής. Οι
επενδύσεις στις συγκοινωνίες, στα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα και κυρίως στην
παιδεία αποτελούν τον σοβαρότερο παράγοντα προσέλκυσης πολυεθνικών επενδύσεων. Η
υψηλή εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού στις τεχνολογίες πληροφοριών και
γενικότερα στη υψηλή τεχνολογία αποτελούν βασικά στοιχεία για το εκπαιδευτικό
σχεδιασμό των χωρών.
Η εκπαίδευση, επομένως, αποτελεί το κλειδί της ανάπτυξης και η θεωρία
της αξιοποίησης του ανθρώπινου παράγοντα μέσα από την εκπαίδευση, η οποία είχε
κατακριθεί τη δεκαετία του 70 επανέρχεται, όμως αφορά κυρίως την τριτοβάθμια
εκπαίδευση. Ο λόγος θεωρώ πως είναι προφανής αν λάβουμε υπόψη όσα ειπώθηκαν
προηγουμένως. Σήμερα οι βιομηχανίες οι οποίες ακολουθούν το φορντιστικό μοντέλο
παραγωγής σταδιακά μειώνονται και οι ανάγκες της αγοράς σε υψηλά εκπαιδευμένο
εργατικό δυναμικό στρέφουν το ενδιαφέρον των κυβερνήσεων αλλά και των
ευρωπαϊκών οργάνων στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση. H Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να προωθήσει την ανάπτυξη
της οικονομίας και της κοινωνίας της γνώσης, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά,
καθιέρωσε, μέσω προγραμμάτων, την κινητικότητα μεταξύ των Πανεπιστημίων και του
επιχειρησιακού κόσμου. Στα πλαίσια του προγράμματος SOCRATES και ειδικότερα της δραστηριότητας του ERASMUS
αλλά και του προγράμματος LEONARDO, ενίσχυσε την εν λόγω
κινητικότητα
σε 40.000 ανθρώπους ανάμεσα στα έτη 1995 και 1999.
Όπως αποφάσισε το Ειδικό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον
Μάρτιο του 2000 έως το 2010 θα δημιουργούνταν στην Ευρώπη: "Η Ευρωπαϊκή
Κοινωνία της Πληροφορίας για την ανάπτυξη και την απασχόληση"
Μέσα
στα πλαίσια της στρατηγικής της Λισσαβόνας η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αποκτούσε την
πλέον ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία της γνώσης, μέσα από τον επαναπροσδιορισμό
του ρόλου των Πανεπιστημίων. Γιατί, όπως αναφέρεται στη σχετική απόφαση, η
γέννηση και η ανάπτυξη της οικονομίας και της κοινωνίας της γνώσης εξαρτάται από τέσσερις βασικούς παράγοντες:
Όμως όλα τα παραπάνω δημιουργούν έντονες συζητήσεις
σχετικά με το νέο ρόλο των Πανεπιστημίων τα οποία ακροβατούν ανάμεσα στην
ανταγωνιστικότητα και στη δημοκρατική αρχή της ισότητας των ευκαιριών στη
γνώση. Ανάμεσα στη λογική της δημόσιας υπηρεσίας και στη λογική της αγοράς
εργασίας, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Ζακ Ντελόρ.16 Όμως τι σημαίνει
οικονομία της γνώσης; Θα προσπαθήσουμε να διασαφηνίσουμε τις έννοιες για να
κατανοήσουμε σαφέστερα το ρόλο της νέας μορφής κινητικότητας των επιστημόνων
προς τον κόσμο των επιχειρήσεων. Όπως αναφέρει ο Κ. Σταμάτης: «Ο εννοιακός
πυρήνας της "κοινωνίας της γνώσης" απηχεί κατ' ουσίαν μία πραγματική
τάση του σύγχρονου καπιταλισμού, την οποία και προσεπικυρώνει ιδεολογικά. Πρόκειται
για τη χρήση της γνώσης στην εργασιακή διαδικασία ως άμεσα παραγωγική δύναμη
στις συνθήκες του ύστερου, τεχνολογικά υπερανεπτυγμένου καπιταλισμού. Χρήση
στην οποία καλείται να προσαρμοσθεί μονοσήμαντα και η ίδια η μόρφωση που
καλλιεργείται στους εκπαιδευτικούς θεσμούς». 17 Ο Δ. Κλάδης ορίζει την "κοινωνία της γνώσης"ως: «μία
γνωσιοκεντρική πλέον Οικονομία, όπου η γνώση αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα
για την οικονομική, κοινωνική και ατομική ανάπτυξη και πρόοδο και όπου η θεμελιώδης
διάκριση των ανθρώπων δεν θα είναι ανάμεσα σε αυτούς που έχουν και δεν έχουν
αλλά ανάμεσα σε αυτούς που γνωρίζουν και σε αυτούς που δεν γνωρίζουν».18
Συνεπώς, σύμφωνα με την παραπάνω αιτιολόγηση, τα
τελευταία 25 χρόνια, στο ευρύτερο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και της
"κοινωνίας της γνώσης", η συγκρότηση
μιας "ευρωπαϊκής κοινωνίας " και
μιας "ευρωπαϊκής αγοράς", δίνει ιδιαίτερο βάρος στην
εκπαίδευση αφού τη θεωρεί απαραίτητο εργαλείο για την ανάπτυξή της.
Όμως η πολιτική ολοκλήρωση δεν μπορεί παρά να
στηρίζεται στη διαμόρφωση του ευρωπαίου πολίτη. Η ομοιογένεια στην εκπαίδευτική
πολιτική των κρατών-μελών η οποία απαιτείται για την προώθηση της κινητικότητας
και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, εάν στοχεύει μόνο στην προετοιμασία εργαζομένων
σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αγοράς, τότε θα πρέπει να λύσει μία σειρά προβλημάτων τα οποία πιθανόν θα προκύψουν όπως:
1. Πως η
εκπαίδευση θα διατηρήσει το δημοκρατικό της χαρακτήρα, όταν βρίσκεται ανάμεσα
στην ανταγωνιστικότητα και στην ικανοποίηση
του δικαιώματος όλων των πολιτών για μόρφωση;
2.
Ποια η μορφή της νέας κοινωνικής συνάρθρωσης στους
κόλπους μιας νέας υπερεθνικής
πραγματικότητας;
3.
Ποια η μορφή των εργασιακών σχέσεων εντός του νέου
πλαισίου και πως θα δομηθεί ή πως έχει ήδη δομηθεί ο καταμερισμός εργασίας μέσα
στο πλαίσιο των νέων δομών διακυβέρνησης αλλά και οικονομικής παγκοσμιοποίησης;
4.
Ποια η σχέση των πολιτών με το σύγχρονο σύστημα
αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, στις χώρες διαμονής;
5.
Πόσο θα ακούγεται η φωνή των πολιτών στα κέντρα των
αποφάσεων, όταν τα εθνικά Κοινοβούλια έχουν ήδη ατονίσει και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
δεν έχει την ευθύνη των τελικών αποφάσεων για τη διαμόρφωση κυρίως της υψηλής
πολιτικής; και τέλος
6.
ποια η θέση των μη ευρωπαίων πολιτών, δηλαδή των
μεταναστών από χώρες που δεν ανήκουν στην Ε.Ε;
Οι
απαντήσεις προφανώς θα δοθούν στο μέλλον. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε στα
πλαίσια αυτής της μελέτης είναι να θέσουμε κάποιες υποθέσεις έχοντας υπόψη το
ιδεολογικό πλαίσιο το οποίο δεσπόζει στον ευρωπαϊκό χώρο τα τελευταία 25 χρόνια
..
- Εάν η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση κ η κοινωνία της
γνώσης αναπτύσσεται στο ιδεολογικό πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, τότε οι
κοινωνικές δομές, ο καταμερισμός εργασίας, οι εργασιακές σχέσεις αλλά ακόμα και
οι μαθησιακές μορφωτικές δομές επηρεάζονται από το συγκεκριμένο
ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο.
- Αν το
κράτος πρόνοιας έχει αμβλυνθεί στα
πλαίσια του έθνους κράτους, τότε και στα ευρύτερα πλαίσια μιας
Ευρωπαϊκής διακυβέρνησης θα συμβαίνει το ίδιο.
-
Εάν το κεφάλαιο με τη μορφή υπερεθνικών μονοπωλιακών επιχειρήσεων έχει
ξεπεράσει τα σύνορα και δε γνωρίζει πατρίδα αλλά προσδιορίζει πολλές φορές με
δυσμενή επακόλουθα την τύχη των εθνικών οικονομιών, οι σχέσεις κεφαλαίου και
εργασίας δεν θα αλλάξουν για τους ευρωπαίους εργαζόμενους, είτε εργάζονται στα
πλαίσια του κράτους που κατάγονται είτε μετακινηθούν σε άλλα κράτη μέλη της
Ε.Ε. Αντίθετα η ανάπτυξη της κοινωνίας της γνώσης, θα αλλάζει σταδιακά
ιδιαίτερα τις εργασιακές σχέσεις στα πλαίσια ενός διαφοροποιημένου καταμερισμού
εργασίας.
Η τηλεργασία για παράδειγμα θα δημιουργεί εργαζομένους
με διαφορετικό τόπο και χρόνο σε σχέση με τον τόπο και χρόνο εργασίας του
"φορντιστικού μοντέλου" παραγωγής. Η αποξένωση των εργαζομένων στο
σπίτι θα μειώνει τη δυνατότητα συλλογικών διαπραγματεύσεων και συλλογικών
διεκδικήσεων και θα οδηγεί σε νέες σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων
αλλά και μεταξύ των εργαζομένων καθώς η συνδικαλιστική αλληλεγγύη θα
αντικαθίσταται από ανταγωνισμό και έντονη ανασφάλεια.
Επομένως η κινητικότητα σε όλες τις μορφές τις οποίες
περιγράψαμε, παραπάνω, δεν είναι αρκετή για την ποιοτική βελτίωση της ζωής των
ευρωπαίων πολιτών. Χρειάζεται επανεξέταση κατά πρώτον το θέμα της εκπαίδευσης-
παιδείας, και ο ρόλος των Πανεπιστημίων
στην ποιοτική βελτίωση των ανθρώπινων σχέσεων
και της ποιότητας της ζωής. Χρειάζεται αντιμετώπιση το συνεχώς αυξανόμενο
πρόβλημα της ανεργίας, και τέλος χρειάζεται ιδιαίτερη ευαισθησία η κατοχύρωση
των δικαιωμάτων των πολιτών αν δεν θέλουμε να οδηγηθούμε σε ένα διαβαθμισμένο
ευρωπαϊκό κατεστημένο, όπου οι πολίτες θα χωρίζονται σε κατηγορίες ανάλογα με
τη χώρα προέλευσης, ενώ οι οικονομικοί μετανάστες που προέρχονται από χώρες
εκτός Ε.Ε. σταδιακά θα περιθωριοποιούνται.
Βιβλιογραφικές
Αναφορές
2. K.W. Deutch, Political
Community and North Atlantic Area: International Organization in the Light of
Historical Experience, Stanford, Stanford University Press, 1970, p.2
3.
Π. Κ. Ιωακειμίδης, Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1992, σ.18-19
4.
Δ.Γ. Τσαούσης, Ευρωπαϊκή Εκπαιδευτική Πολιτική, Αθήνα, εκδ.Gutenberg, 1996, σ.249
5.
Χ. Γιαννούλη, “Ο Ευρωπαίος Πολίτης. Διαστάσεις της Ευρωπαϊκής Ιθαγένειας και
εμβέλεια της Ευρώπης των Πολιτών”, στο Γ. Μηλιός (επιμ.), Κοινωνική Πολιτική
και Κοινωνικός Διάλογος στην
Προοπτική της Οικονομικής Νομισματικής
Ένωσης και της Ευρώπης των Πολιτών, Αθήνα,
εκδ. Κριτική & Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, 1995, σ. 361-381
6.
Π.Κ. Ιωακειμίδης, «Η σημασία της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου» Οικονομικός
Ταχυδρόμος, 1996
7.
http://europass.cedefop.europa.eu
8. Com.(2003) 58 final –Not
published in the Official Journal, Communication from the Commission of 5 February 2003
9.
Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, H Συνθήκη του
Μάαστριχτ, 1992
10.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Λευκό Βιβλίο, Λουξεμβούργο. 1994 και www.infosoc.gr
11. Council Recommendation (ΕC) No 561/98 of 24 Septemper 1998
12.
Δ. Κλάδης, «Το κοινό ανακοινωθέν των Υπουργών Παιδείας, των ευρωπαϊκών χωρών
στην Πράγα», Αθήνα, Νοέμβριος 2001, σ. 5
13.
Κ. Μελάς, Παγκοσμιοποίηση, Αθήνα, Εξάντας, 1999, σ.86
14.
Κ. Βεργόπουλος, Η από-ανάπτυξη σήμερα, Αθήνα, εκδ. Εξάντας, 1986, σ.62 και
Κ. Βεργόπουλος, “Η παγκοσμιοποίηση σήμερα” , Άρδην, τ.8, Μάϊος-Ιούνιος
1997
15. COM (2000) 750 final- The
Lisbon Special European Council, Not published in the Official Journal
16.
L. Thurow, Το
μέλλον του καπιταλισμού, Αθήνα, εκδ. Λιβάνη, 1997, σ. 105
17.
Κ. Σταμάτη, "Η Αβέβαιη Κοινωνία της Γνώσης", Αθήνα, εκδ. Σαββάλας,
2005
18. Δ. Κλάδης, "Το Πανεπιστήμιο
ανάμεσα στην κοινωνία της εργασίας και στην κοινωνία της γνώσης και της
μάθησης" στον τόμο Το Πανεπιστήμιο στην κοινωνία που αναδύεται, Τομέας Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Αθήνα,
εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1999.