Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
ΣΤΗ «ΜΕΤΑΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ» ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Περικλής ΠΑΥΛΙΔΗΣ
Λέκτορας Π.Τ.Δ.Ε. ΑΠΘ
1. Η ανώτατη
εκπαίδευση ως συνιστώσα της «μεταβιομηχανικής» εμπορευματικής οικονομίας.
Οι σύγχρονες αλλαγές στο χώρο της
επιστήμης και της τεχνολογίας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις πλέον
ανεπτυγμένες χώρες, δημιουργούν την
αίσθηση μετάβασης σε μια νέα κοινωνική πραγματικότητα, η οποία, αρκετά
συχνά ορίζεται ως «μεταβιομηχανική».
Χρειάζεται, βέβαια να σημειώσουμε, ότι ο
όρος αυτός διακρίνεται, εν πολλοίς, από πνεύμα τεχνολογικού ντετερμινισμού,
δεδομένου, ότι ταυτίζει τους
καθοριστικούς παράγοντες που διαμορφώνουν
το περιεχόμενο των κοινωνικών σχέσεων με την τεχνολογία,
με τα μέσα εργασίας, παραγνωρίζοντας τις
σχέσεις παραγωγής-ιδιοκτησίας. Για το
λόγο αυτό θεωρούμε ότι ο όρος «μεταβιομηχανική οικονομία» δεν επαρκεί για
να ορίσει επακριβώς την ουσία των κυρίαρχων
σχέσεων, αντιθέσεων και
εξελίξεων στη σύγχρονη κοινωνία.
Ωστόσο, τον
επιλέξαμε ως συμβατικό - ευρέως διαδεδομένο - τρόπο αναφοράς σε εξόχως
σημαντικά σύγχρονα φαινόμενα. Πρόκειται για τις
διαδικασίες μερικής έστω υπέρβασης της βιομηχανικά δομημένης οικονομίας
ως συνέπεια της αυτοματοποίησης και
ευέλικτης οργάνωσης της παραγωγής, πέραν
του φορντικού - τεϊλορικού προτύπου,
της ευρύτατης εφαρμογής της
κυβερνητικής και της πληροφορικής στην
οικονομική δραστηριότητα, της ανάδειξη
της γνώσης σε αποφασιστικό παράγοντα οικονομικής επιτυχίας και ισχύος.
Σήμερα, η επιστημονική γνώση συνιστά, πλέον, παραγωγική δύναμη· με τη μορφή
της πληροφορίας σχεδιάζει, ρυθμίζει και αναδομεί σε δραματικά γρήγορους ρυθμούς σχεδόν όλες
τις πτυχές της σύγχρονης ζωής. Συνακόλουθα η παραγωγή και μετάδοση-διάδοση
επιστημονικής γνώσης καθίσταται οργανικό
μέρος της παραγωγικής διαδικασίας1.
Βεβαίως, από την αυγή της βιομηχανικής επανάστασης η γνώση αρχίζει
να επηρεάζει την παραγωγική
δραστηριότητα. Οι μηχανές ως μέσα
εργασίας αποτελούν, εν γένει, ενσάρκωση
επιστημονικών γνώσεων. Όμως, η σχέση
μεταξύ επιστημονικών ανακαλύψεων και παραγωγικών εφαρμογών ήταν για
μεγάλη χρονική περίοδο ασταθής. Κατά κανόνα, (μέχρι και τις πρώτες
μεταπολεμικές δεκαετίες) απαιτούταν αρκετό έως μεγάλο χρονικό διάστημα για τη μετατροπή της επιστημονικής γνώσης σε παραγωγικό αποτέλεσμα (Θ.Βακαλιός, σελ. 36).
Ένα από τα ειδοποιά γνωρίσματα της
σύγχρονης πραγματικότητας είναι η
εξαιρετική βελτιστοποίηση του
προγραμματισμού της εφαρμοσμένης επιστημονικής έρευνας, διαμέσου της
δυνατότητας υπολογισμού (χάρη στις τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης και στην
κυβερνητική) τεράστιου όγκου στοιχείων
και επιτυχούς προσομοίωσης πληθώρας
εναλλακτικών υποθέσεων, με συνέπεια η
διαδικασία ολοκλήρωσης ερευνητικών εγχειρημάτων να γίνεται ολοένα και
περισσότερο προβλέψιμη.
Ως εκ
τούτου, καθίσταται περισσότερο σταθερή η σύζευξη μεταξύ, αφενός, της ανάγκης
για νέες επιστημονικές ανακαλύψεις και τεχνικές εφευρέσεις, που ανακύπτει στο χώρο της οικονομίας και,
αφετέρου, της ικανοποίησης αυτών των αναγκών στο πεδίο της καθεαυτό
επιστημονικής έρευνας. Η ισχυρή
προγνωστική δυνατότητα της σύγχρονης εφαρμοσμένης επιστήμης
καθώς και η ύπαρξη κατάλληλης, ευέλικτης, επαρκώς αυτοματοποιημένης
τεχνολογικής υποδομής επιτρέπουν στην επιστημονική γνώση να αποκτά, σε όλο και
πιο μικρό διάστημα, παραγωγική διάσταση (Θ.Βακαλιός, σελ. 37). Οι συνεχείς
ανατροπές στο χώρο της επιστημονικής έρευνας συνεπάγονται ανατροπές στο
χαρακτήρα της εργασίας.
Θα
πρέπει, όμως, εδώ να σημειώσουμε ότι οι παραπάνω εξελίξεις δεν αποτελούν απλώς
μια τεχνική, κοινωνικά ουδέτερη διαδικασία. Στις συνθήκες της σύγχρονης
εμπορευματικής οικονομίας η οργανική
συνάφεια έρευνας και παραγωγής σημαίνει
«άμεση σύνδεση της παραγωγής επιστήμης με την (κεφαλαιοκρατική) παραγωγική διαδικασία», «άμεση υπαγωγή της
επιστήμης στο κεφάλαιο» (Σ.Μαυρουδέας, σελ.101). Αυτό το γεγονός επηρεάζει
καθοριστικά τις αλλαγές στο πανεπιστήμιο, ως
χώρο επιστημονικής έρευνας και εκπαίδευσης.
Αν και η
βιομηχανική επανάσταση άρχισε να προσδίδει στην επιστημονική έρευνα παραγωγικό προσανατολισμό, η εμπλοκή
του πανεπιστημίου στην ανάπτυξη
των παραγωγικών δυνάμεων της βιομηχανικής κοινωνίας παρέμενε, για μεγάλο
χρονικό διάστημα, αρκετά ασθενής και
έμμεση. Βέβαια, ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα τα αμερικανικά
πανεπιστήμια είχαν αρχίσει να διεκπεραιώνουν ερευνητικά προγράμματα κατά
παραγγελία και προς όφελος των
επιχειρήσεων (Βλ.Σ.Ράσης, 2004, σελ. 303). Ωστόσο, μόνο κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ου
αιώνα παρατηρείται η άμεση και σταθερή υπαγωγή των πανεπιστημίων στις ανάγκες
και απαιτήσεις της οικονομίας
(Βλ.Γ.Τσαμασφύρος, Δ.Μπασαντής, σελ.
274).
Σήμερα, η
τάση σύζευξης της παραγωγής γνώσεων με την παραγωγή πραγμάτων σε μιαν
αδιάλειπτη διαδικασία, σε συνάρτηση με
την αποφασιστική σημασία που αποκτά η επιστημονική γνώση για την κερδοφορία της
επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώς και για τη διαμόρφωση των σύγχρονων
σχέσεων ισχύος, καθιστά την πρωτύτερη αυτονομία της ανώτατης εκπαίδευσης από
την παραγωγή αναπόδραστα ξεπερασμένη. Στο βαθμό που η τάση αυτή είναι μη
αναστρέψιμη το πανεπιστήμιο ποτέ πια δε θα αποτελεί αυτόνομο-αποστασιοποιημένο
από την οικονομία θεσμό της κοινωνικής ζωής2.
Δεδομένου, όμως, ότι η μετατροπή της επιστημονικής γνώσης σε παραγωγική δύναμη την καθιστά αποφασιστική
πηγή οικονομικού κέρδους και, συνακόλουθα, εκ των ως ουκ άνευ όρο λειτουργίας
της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής οικονομίας, η διαρκώς αυξανόμενη υπαγωγή του πανεπιστημίου στις ανάγκες της
παραγωγής συνεπάγεται την ολοένα και πιο
ισχυρή υποταγή του σε αγοραίες σκοπιμότητες και δραστηριότητες. «Η
επιστημολογική ηθική μετατοπίζεται προς την παραγωγή μετρήσιμης και
πραγματιστικά χρησιμοθηρικής γνώσης
(όπως απαιτείται από τους καταναλωτές και τους πελάτες).» (R.Cowen, σελ. 11).
Αυτό σημαίνει ότι το επιστημονικό-ερευνητικό έργο των πανεπιστημίων ορίζεται
ολοένα και περισσότερο από τις ανάγκες του κεφαλαίου, στην ιδιοκτησία του οποίου περιέρχονται τα αποτελέσματά του, κάτι
που υπονομεύει σημαντικά την ελεύθερη κυκλοφορία των επιστημονικών ιδεών. Η
επιστημονική γνώση που παράγεται στα
πανεπιστήμια καθίσταται αντικείμενο ιδιωτικής ιδιοποίησης ενώ λαμβάνονται μέτρα
που απαγορεύουν την πρόσβαση στους μη
ιδιοκτήτες (Βλ. Μαυρουδέας, σσ.124-126 και Thill, Warrant,
σελ.101).
Η οργανική σύνδεση του πανεπιστημίου με την
παραγωγική-οικονομική δραστηριότητα της
κοινωνίας δεν αφορά μόνο στο ρόλο του ως χώρου επιστημονικής έρευνας, αλλά και
στην κατεξοχήν εκπαιδευτική του αποστολή, ως
χώρου μετάδοσης, διάδοσης επιστημονικών γνώσεων. Η λειτουργία της
επιστήμης ως παραγωγικής δύναμης απαιτεί
διαρκώς μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων – φορέων επιστημονικών γνώσεων και
ερευνητικών ικανοτήτων, η απόκτηση των οποίων συνδέεται, ως επί το πλείστον, με
πανεπιστημιακές σπουδές.
Εκτός αυτού, η εγκατάλειψη του συστήματος της φορντικής
μαζικής παραγωγής, με την υιοθέτηση ευέλικτων,
διαρκώς αναπροσδιοριζόμενων
παραγωγικών διαδικασιών, σε συνθήκες ανταγωνιστικής εμπορευματικής οικονομίας, προκαλεί μεγάλη αστάθεια στις επαγγελματικές
σταδιοδρομίες των ανθρώπων. Η ραγδαία
εξελισσόμενη παραγωγική δραστηριότητα σε
συνάρτηση με τη διαρκή ανατροπή των
επιστημονικοτεχνικών δεδομένων αλλάζουν
άρδην τις μορφωτικές ανάγκες, απαιτούν διαρκώς αναπροσαρμοζόμενη στις νέες
συνθήκες εκπαίδευση του εργασιακού
δυναμικού. Το πανεπιστήμιο καθίσταται
αποφασιστικός παράγοντας συγκρότησης
εμπορεύσιμων εργασιακών προσόντων, απαραίτητων για την είσοδο και
την παραμονή σε μιαν ιδιαιτέρως ανταγωνιστική και αβέβαιη αγορά
εργασίας.
Θα
λέγαμε ότι η σύγχρονη τάση επαγγελματοποίησης
της επιστημονικής γνώσης και της ανώτατης εκπαίδευσης, έχει ως alter ego την
ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα τάση επιστημονικοποίησης της επαγγελματικής
δραστηριότητας, τον εμπλουτισμό της επαγγελματικής-παραγωγικής δραστηριότητας
με γνωστικά-επιστημονικά στοιχεία.
Η
ειδοποιός για τη «μεταβιομηχανική οικονομία» αυτοματοποίηση της παραγωγής έχει ως συνέπεια
αρκετές παραγωγικές διαδικασίες που στο παρελθόν συντελούνταν με την άμεση
εμπλοκή του ανθρώπου (εν είδει φυσικής-σωματικής δύναμης), να μετατρέπονται
τώρα σε, εν πολλοίς, αυτορυθμιζόμενες. Τα
σύγχρονα αυτοματοποιημένα συγκροτήματα μέσων παραγωγής, διαθέτοντας
δυνατότητες αμφίδρομης σχέσης (ανατροφοδότησης πληροφοριών) με το περιβάλλον
και με άλλα παραγωγικά συγκροτήματα καθίστανται, σε σημαντικό βαθμό, αυτενεργά. Ο άνθρωπος απαλλάσσεται από τη
διεκπεραίωση χειρωνακτικών δραστηριοτήτων
δημιουργίας πραγμάτων και μετακινείται,
σταδιακά, προς το χώρο της αποκαλούμενης «άυλης εργασίας», της επεξεργασίας
συμβόλων, στο χώρο της διανοητικής
εργασίας για τη σχεδίαση, ρύθμιση,
διεύθυνση των παραγωγικών διαδικασιών.
Χρειάζεται, ωστόσο, να σημειώσουμε, εμφατικά, ότι η παραπάνω, πολλά υποσχόμενη τάση ριζικής
αλλαγής του περιεχομένου της ανθρώπινης εργασίας, στη σύγχρονη περιβόητη
«μεταβιομηχανική κοινωνία» συνιστά
οργανική και ταυτόχρονα αντιφατική πλευρά
των κυρίαρχων κεφαλαιοκρατικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Δεδομένου του εγγενούς
ανταγωνιστικού και αλλοτριωτικού χαρακτήρα τους, η σύζευξη της γνώσης με
την εμπορευματική παραγωγή συνεπάγεται τη μετατροπή της πρώτης σε μέσον
σύγκρουσης-ανταγωνισμού μεταξύ των ανθρώπων είτε για την ιδιοποίηση του
μέγιστου επιχειρηματικού κέρδους, είτε για τη διεκδίκηση μιας θέσης στην αγορά
εργασίας και τη βέλτιστη διάθεση του εμπορεύματος της «εργασιακής ικανότητας».
Η μαζική
απεύθυνση των ανθρώπων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που παρατηρείται, ιδιαίτερα
από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, στις ανεπτυγμένες χώρες, εγγράφεται ακριβώς στον καθοριστικό ρόλο των
επιστημονικών γνώσεων στη συγκρότηση εμπορεύσιμων εργασιακών ικανοτήτων,
αποτελεί νομοτελές φαινόμενο της σύγχρονης
εμπορευματικής οικονομίας.
Την ίδια
στιγμή, η μαζικοποίηση των
πανεπιστημιακών σπουδών οδηγεί σε ραγδαία αύξηση τους κόστους λειτουργίας των ΑΕΙ. Σε μια περίοδο όμως
εκτεταμένης νεοφιλελεύθερης αποδόμησης του κοινωνικού κράτους,
συμπεριλαμβανομένης και της δημόσιας εκπαίδευσης, τα πανεπιστήμια, υπό την
πίεση των δυνάμεων της αγοράς αλλά και των κυβερνήσεων, ωθούνται ολοένα και
περισσότερο στη μετατροπή τους σε αυτόνομους επιχειρηματικούς οργανισμούς.
Οι δραστηριότητες των ΑΕΙ, ως
νευραλγικού χώρου έρευνας και μαζικής
επιστημονικής εκπαίδευσης, παίρνουν τη
μορφή εμπορεύσιμων υπηρεσιών προς
επιχειρήσεις και πολίτες.
Και
φυσικά, αν για τους πελάτες-χρήστες
εκπαιδευτικών υπηρεσιών η ανώτατη
παιδεία δεν είναι αυτοσκοπός παρά το μέσον υλοποίησης χρησιμοθηρικών
επιδιώξεων, τότε περισσότερο σημαντική
από την απόκτηση αυθεντικής μόρφωσης
είναι η αποτελεσματική χρήση των τίτλων που την πιστοποιούν. Στις
δεδομένες συνθήκες, το μαζικό ενδιαφέρον για την ανώτατη εκπαίδευση σημαίνει
μαζικό ενδιαφέρον για απόκτηση ενός πολλά υποσχόμενου στην αγορά εργασίας
ακαδημαϊκού τίτλου. «Ο καλός φοιτητής δε
μετράει όσο ο εύκολα διοριζόμενος /προσλαμβανόμενος κακός πτυχιούχος.»
(Πανούσης, σελ. 121).
Η μετατροπή φοιτητών και φοιτητριών σε πελάτες συνοδεύεται από την αναδιάρθρωση του προγράμματος σπουδών,
ώστε να καλύπτει ταχύτερα και επικερδέστερα τις βραχυπρόθεσμες
απαιτήσεις τους και, στην ουσία, τις
βραχυπρόθεσμες ανάγκες του κεφαλαιοκρατικού καταμερισμού εργασίας (Μαυρουδέας,
σελ.36). Εν προκειμένω, αναδιάρθρωση του
προγράμματος σπουδών με στόχο την ανταπόκριση σε συγκεκριμένες ανάγκες
σημαίνει κατακερματισμό της παρεχόμενης
γνώσης «σε μικρές, αυθύπαρκτες ψηφίδες, που μπορούν άμεσα να μεταφερθούν, να
αναζητηθούν, να αξιολογηθούν και να χρησιμοποιηθούν», με αποτέλεσμα η γνώση να
καθίσταται «αναλώσιμο αγαθό με συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης.» (Ματθαίου,
σελ.21).
Η κατακλείδα όλων
αυτών συνίσταται στο γεγονός ότι τα πανεπιστήμια κυριαρχούνται
πλέον από το πνεύμα και τις πρακτικές
της αγοράς. Και δεν είναι τυχαίο ότι αρκετά εξ αυτών βρίσκονται ήδη υπό
τον έμμεσο ή άμεσο έλεγχο μεγάλων πολυεθνικών
εταιριών (Βλ.Renaut, σελ.28 και Μαυρουδέας, σσ.110.-119).
2.
Η παρακμή της πανεπιστημιακής κοινότητας.
Η υποταγή
των πανεπιστημίων σε αγοραίες πρακτικές
συνοδεύεται από σκεπτικισμό
αναφορικά με την καθολικότητα των κανόνων και αρχών της επιστημονικής ορθολογικότητας.
Ο χρηστικός –ωφελιμιστικός κατακερματισμός της γνώσης ευνοεί τη διάδοση μιας
εξόχως σχετικιστικής αντίληψης για τη φύση της (Thill, Warrant,
σελ.22).
Η νέα στάση απέναντι στην επιστημονική γνώση ήρθε στο προσκήνιο μαζί με τον περιβόητο μετανεωτερικό τρόπο σκέψης, στα ειδοποιά γνωρίσματα του οποίου θα μπορούσαμε
να συμπεριλάβουμε την παραίτηση από τον
παραδοσιακό σεβασμό προς τη συστηματική, θεωρητική εξέταση των πραγμάτων, την κατάργηση των διαχωριστικών γραμμών
μεταξύ επιστημονικής και καθημερινής γνώσης και την απομάκρυνση από την αρχή της αλήθειας στο όνομα ενός
καθολικού πλουραλισμού των ιδεών, όπου
τα πάντα ισχύουν.
Στην
περιρρέουσα μετανεωτερική ατμόσφαιρα,
τα πανεπιστήμια βιώνουν την απουσία
ενοποιητικών κοσμοθεωρητικών και μεθοδολογικών αρχών που θα διασφάλιζαν τη
συνάφεια ενός διαρκώς διευρυνόμενου συνόλου επιστημονικών κλάδων. Πληθώρα επιστημονικών γλωσσικών κωδίκων, αντί
να υπηρετούν την ευρύτερη επικοινωνία και κατανόηση μεταξύ των μελών της
ακαδημαϊκής κοινότητας, περιχαρακώνουν τα ξεχωριστά γνωστικά ενδιαιτήματα,
καθιστώντας διάχυτη την εντύπωση της αυθαίρετης, βουλησιαρχικής φύσης
των ερευνητικών και διδακτικών πεδίων3.
Τα
πρότυπα και οι προδιαγραφές διαφέρουν σημαντικά τόσο μέσα στα ίδια τα τμήματα
όσο, ακόμη περισσότερο, μεταξύ των τμημάτων, ώστε στα σύγχρονα πανεπιστήμια να
είναι αδύνατη η οποιαδήποτε ιεραρχία γνωστικών αντικειμένων, καθώς και η οποιαδήποτε έννοια της έγκυρης
γνώσης. Η αυξανόμενη ασυμβατότητα των
επιστημονικών κλάδων και η αδιάλειπτη
αναδιαμόρφωσή τους σημαίνουν ότι «τα πανεπιστήμια δεν μπορούν πλέον να
συνδέονται με μια κοινή ακαδημαϊκή κουλτούρα.» (Scott, σελ.65). Το σύγχρονο πανεπιστήμιο ορίζεται από τη
διαφορετικότητα και την ασυμφωνία σε όλο το εύρος των δομών του (Βλ.Smith, Webster, 1997β,
σελ.104).
Σήμερα, η
ανώτατη εκπαίδευση παύει να
αποτελεί εκείνο τον χώρο όπου όχι μόνο παράγεται η καινούρια
γνώση, αλλά και κωδικοποιείται συνθετικά, συγκροτώντας μια σφαιρική εικόνα της πραγματικότητας, κοντολογίς, όπου διαμορφώνεται η επιστημονική κοσμοθεωρία.
Όσο περισσότερο η ενασχόληση με την
επιστήμη χάνει την προγενέστερη
αποστασιοποίησή της από πρακτικές-παραγωγικές δραστηριότητες, όσο περισσότερο καθίσταται επικερδής, τόσο λιγότερο δύναται
πλέον να αποτελεί παν-επιστήμη. Η υποταγή της επιστήμης στο κεφάλαιο
συνεπάγεται τη διάρρηξη της συνθετικής-επιστημονικής κοσμοθεώρησης σε
αποσπασμένα, μεμονωμένα, αποξενωμένα πεδία, υποταγμένα σε αποξενωμένες
δραστηριότητες, σε επιμέρους, ανταγωνιστικά συμφέροντα και επιδιώξεις.
Οι αποξενωτικές τάσεις στο εσωτερικό της πανεπιστημιακής κοινότητας σε συνάρτηση με
τη διόγκωση των ιδρυμάτων, την αύξηση των δραστηριοτήτων
τους, και την υποχρέωση διαρκούς προσαρμογής σε ένα εξαιρετικά ρευστό οικονομικό
περιβάλλον, οδηγούν σε παρακμή τον θεσμό
της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης. Στη θέση πλέον της παραδοσιακής
αυτοδιοικούμενης κοινότητας εμφανίζονται επαγγελματίες managers που αναλαμβάνουν τη διαχείριση των
ΑΕΙ.
Τα φαινόμενα της αποξένωσης πλήττουν
αποφασιστικά και το εκπαιδευτικό έργο, το οποίο γίνεται ολοένα και πιο
απρόσωπο. Η ραγδαία αύξηση του
φοιτητικού πληθυσμού και ταυτόχρονη μείωση του λόγου διδασκόντων –διδασκομένων, συναπτόμενη με την εμπορευματοποίηση των
πανεπιστημιακών υπηρεσιών
υπονομεύουν την παιδαγωγική
σχέση και την ακαδημαϊκή –διαλογική εμπειρία.
Τη ριζική
αλλαγή της παραδοσιακής δομής του πανεπιστημίου φαίνεται
ενισχύει και να επιταχύνει στο έπακρο η εκπαιδευτική χρήση των σύγχρονων
τεχνολογικών κωδικοποίησης και μετάδοσης πληροφοριών. Αυτές, επιτρέποντας τη διάχυση της επιστημονικής γνώσης σε οποιοδήποτε μέρος
του πλανήτη, καθιστούν εξαιρετικά εύκολη και επικερδή (δεδομένου
του σχετικά μικρού όγκου των απαιτούμενων δαπανών για υποδομές και του μεγάλου αριθμού
των εν δυνάμει πελατών) την ανάπτυξη
εμπορευματικών εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, από διάφορους φορείς, όπως επιχειρήσεις, επιμελητήρια, κοινωνικές και πολιτιστικές οργανώσεις κλπ. Το ευέλικτο, εικονικό (virtual) και επιχειρηματικό πανεπιστήμιο προβάλλει ως μια νέα
πραγματικότητα, όπου τη θέση της παραδοσιακής, πρόσωπο με πρόσωπο
διδασκαλίας παίρνουν τώρα
τα προγράμματα του ηλεκτρονικού
υπολογιστή, πράγμα που καθιστά ξεπερασμένη την έννοια του campus (Βλ.Smith, Webster, 1997α,
σελ.13).
Όλα αυτά τα φαινόμενα
κατατείνουν στη μετατροπή της ανώτατης εκπαίδευσης σε μιαν ολοένα και
περισσότερο εξατομικευμένη διαδικασία με μικρά έως ανύπαρκτα περιθώρια συλλογικότητας, συλλογικής
φροντίδας για την ανάπτυξη της επιστήμης, συλλογικής ευθύνης για το περιεχόμενο
και τις κατευθύνσεις της επιστημονικής έρευνας, συλλογικής οργάνωσης και
διεύθυνσης της ακαδημαϊκής ζωής.
Τελικά, όσο περισσότερο το πανεπιστήμιο
εντάσσεται στον κόσμο των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων, στον κόσμο που
υπονομεύει και καταργεί τα κοινοτικά στοιχεία του ανθρώπινου βίου, τόσο
λιγότερο δύναται το ίδιο να αποτελεί κοινότητα με αυθεντικούς ηθικούς δεσμούς
μεταξύ των μελών της.
3. Η «ιδέα του
πανεπιστημίου» και το κοινωνικό ιδεώδες.
Σ’ αυτό
τον κυκεώνα των ραγδαίων αλλαγών
τίθεται σε δοκιμασία η «ιδέα του
πανεπιστημίου», το ιδεώδες που στο
θεωρητικό στοχασμό των δύο τελευταίων αιώνων περί ανώτατης εκπαίδευσης θεμελίωσε αντιλήψεις
όχι μόνο διαφορετικές από αυτές που επιβάλλονται σήμερα στο πανεπιστήμιο,
αλλά και εκ διαμέτρου αντίθετες.
Πρόκειται για το ιδεώδες της ελεύθερης παιδείας, το οποίο καταφάσκει την
αναζήτηση της αλήθειας και την πνευματική καλλιέργεια ως αυτοσκοπούς.
Ένας από
τους σημαντικότερους εκφραστές του υπήρξε ο Wilhelm von Humboldt, ο μεγάλος αναμορφωτής
της γερμανικής ανώτατης εκπαίδευσης, οι προτάσεις του οποίου επηρέασαν σημαντικά τον
εκσυγχρονισμό των πανεπιστημίων στο 19ο
αιώνα.
Ο Humboldt,
απηχώντας ευρύτερες ιδέες του γερμανικού ιδεαλισμού, θεωρεί
ότι η αναζήτηση της επιστημονικής γνώσης έχει αξία από μόνη της και, συνακόλουθα, ότι τα πανεπιστήμια θα
πρέπει να ασχολούνται με την επιστήμη «στην καθαρότητά της, δηλαδή: χωρίς να
λαμβάνουν καθόλου υπόψη τους τη χρησιμότητα.» (Renaut, σελ.187). Για τον
Humboldt το
πανεπιστήμιο συνιστά κατεξοχήν επιστημονικό ίδρυμα, απαλλαγμένο από την κηδεμονία του κράτους και
της κοινωνίας, πράγμα που σημαίνει απαλλαγμένο
από κάθε χρησιμοκρατική στόχευση.
Ο Humboldt φαντάζεται το πανεπιστήμιο ως χώρο «έρευνας σε πλαίσια μοναξιάς και
ελευθερίας». «Η δραστηριότητα του ακαδημαϊκού, επειδή υπόκειται μόνο στη θέλησή
του να ανακαλυφθεί το Αληθινό είναι μοναχική λόγω της αυτονομίας της τόσο ως προς
τους εξαναγκασμούς του Κράτους όσο και ως προς τα αιτήματα της κοινωνίας ‘η ακόμα και ως
προς τις ανάγκες των φοιτητών.» (Renaut,
σελ.195).
Σκοπός
της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι η «βαθιά, ολόπλευρη και αρμονική διάπλαση
όλων των εσωτερικών δυνάμεων του ανθρώπου μέσα από τη δική του προσωπική
συμμετοχή στη μόρφωση…» (Πυργιωτάκης, σελ.10). Η παιδεία του ανθρώπου θα πρέπει
να τον προετοιμάζει για την ελευθερία του και αυτό επιτυγχάνεται όταν η
ενασχόληση με την επιστήμη συνιστά αυτοσκοπό. Γι’ αυτό και ο Humboldt
καταφάσκει τη σφαιρική μόρφωση πέραν της
απόκτησης οποιασδήποτε επιμέρους τεχνικής δεξιότητας.
Ο ίδιος
εκκινεί από τη βαθιά ριζωμένη στο γερμανικό ιδεαλισμό αντίληψη περί ενότητας
των επιστημών, περί «λογικής και πλήρους απαγωγής της πολλαπλότητας των γνώσεων
και των κλάδων της γνώσης, με βάση μια ενιαία και ενωτική αρχή.» (Renaut, σελ.175). Στο
πανεπιστήμιο του Humboldt θεματοφύλακας της ιδέας
του επιστημονικού συστήματος είναι η φιλοσοφία. Αυτή υποδεικνύει τις
αρχές της «συστηματικής ενιαιοποίησης της γνώσης» (Renaut, σελ.199).
Κορυφαίος εισηγητής της
«ιδέας του πανεπιστημίου», ως χώρου ελεύθερης παιδείας, υπήρξε ο καρδινάλιος John Henry Newman, πρώτος πρύτανης του
καθολικού Πανεπιστημίου του Δουβλίνου. Θεμελιώδης είναι η άποψή του ότι
η σημασία της ανώτατης εκπαίδευσης συνίσταται στην απόκτηση γνώσεων και στην καλλιέργεια της
νόησης όχι προς επίτευξη κάποιου πρακτικού αποτελέσματος, αλλά ως αυτοσκοπού. (Newman, σσ.130, 138,
145).
Κατά το Newman η ελεύθερη παιδεία
διαφοροποιείται σαφώς από κάθε είδος εκπαίδευσης που υπηρετεί την άσκηση χρήσιμων τεχνών και
επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Δε συνιστά ευκαιριακό απόκτημα και περιστασιακή
ενασχόληση, παρά αφορά σε ένα μόνιμο φωτισμό της νόησης, στη διαμόρφωση του χαρακτήρα (Newman, σελ.139).
Η
ελεύθερη παιδεία αποβλέπει στη σφαιρική προσέγγιση-θεώρηση της αλήθειας. Ο Newman εμφορείται από την αντίληψη ότι όλοι οι κλάδοι της
γνώσης συνδέονται μεταξύ τους, όλες οι
ξεχωριστές επιστήμες συγκροτούν μιαν ολότητα. Θεμέλιο δε αυτής της ολότητας
είναι ο κόσμος ως έργο του δημιουργού (Newman, σσ.127-130).
Ο Newman
ταυτίζει την ελεύθερη παιδεία με
την επιστήμη, εν γένει, και τη φιλοσοφία,
θεωρώντας ότι η επιστήμη και η φιλοσοφία συμπεριλαμβάνουν κάθε μορφή γνώσης που είναι διαποτισμένη από
τη λογική ικανότητα. Ο λόγος, η λογική ικανότητα, εκλαμβάνονται ως θεμέλιο
της εσωτερικής γονιμότητας της
γνώσης, της ειδικής αξίας που αυτή
αντιπροσωπεύει για όποιον την
κατέχει (Newman, σελ.137).
Η ιδέα της
ελεύθερης παιδείας ως ιδεώδες της
εκπαίδευσης βρίσκει αρκετούς υποστηρικτές και στον 20ο αιώνα, σε μια εποχή όπου είναι πλέον ισχυρή η τάση
υπαγωγής των ΑΕΙ στις ανάγκες και τους σκοπούς της οικονομίας.
Αξιοσημείωτη είναι η κριτική που άσκησε ο R.M.Hutchins στην υπαγωγή της αμερικανικής ανώτατης εκπαίδευσης σε
εργαλειακούς σκοπούς, υπό την πίεση της εγκλωβισμένης σε χρησιμοθηρικές
αντιλήψεις κοινής γνώμης (Hutchins, 1965, σσ.4,5, 31).
Εκκινώντας από την πεποίθηση ότι το
πανεπιστήμιο θα πρέπει να είναι αφοσιωμένο στην αναζήτηση της αλήθειας
χάριν της ίδιας της αλήθειας (Hutchins, 1965,
σσ.44,57,66,95), στη γενική πνευματική
ανάπτυξη του ατόμου, ο R.M.Hutchins
υποστήριξε ότι η καλλιέργεια της
διάνοιας είναι «ένα αγαθό για το οποία όλα τα άλλα αγαθά είναι απλώς μέσα.» (Hutchins, 1965,
σελ.67).
Ο R.M.Hutchins επιθυμεί ένα
πανεπιστήμιο της ελεύθερης από πρακτικούς σκοπούς ανάπτυξης του πνεύματος, της
ελεύθερης παιδείας. Παράλληλα
επιχειρεί να αναδείξει το εφικτό και αναγκαίο μιας τέτοιας παιδείας
για τη δημοκρατική βιομηχανική κοινωνία. Χωρίς να λαμβάνει υπόψη την αντιφατικότητα των σύγχρονων
κοινωνικο-ταξικών σχέσεων που ορίζουν τις δυτικές δημοκρατίες, διατυπώνει την
άποψη ότι η ελεύθερη παιδεία είναι αποφασιστικής σημασίας για την καλλιέργεια
ικανοτήτων αυτοδιεύθυνσης, εξόχως αναγκαίων σε μια δημοκρατία, ενώ η
βιομηχανική ανάπτυξη παρέχει στους ανθρώπους αυξημένη δυνατότητα σχόλης, ως απαραίτητη προϋπόθεση για
ενασχόληση με την ελεύθερη παιδεία (Hutchins,
1995, σελ.8).
Αρκετά
συναφείς προς τις παραπάνω απόψεις είναι αυτές
που διατυπώνουν για το πανεπιστήμιο ο José Ortega y Gasset και ο Karl Jaspers.
Ο πρώτος
κατακρίνει την αναγωγή των πανεπιστημιακών σπουδών στην απόκτηση εξειδικευμένων
επαγγελματικών γνώσεων (Ortega y
Gasset, σελ. 42).
Προτάσσοντας την καλλιέργεια του ολοκληρωμένου ανθρώπου θεωρεί ότι σκοπός του πανεπιστημίου δεν
πρέπει να είναι η επιστημονική έρευνα,
αλλά η μετάδοση με σαφή και αληθή τρόπο
της κουλτούρας, των γενικών, ζωτικών
ιδεών που σηματοδοτούν μια εποχή
(Ortega y
Gasset, σσ. 36-39, 40, 59-60).
Ο Ortega y Gasset καταφάσκει
την επανένωση των
κατακερματισμένων πεδίων της γνώσης και
εισηγείται την ύπαρξη στα πανεπιστήμια
μιας σχολής της κουλτούρας η οποία θα αποτελεί τον πυρήνα τους και θα αναλαμβάνει ακριβώς τη
συστηματική, συνθετική παρουσίαση των γνώσεων (Ortega y Gasset, σσ. 76,80).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο Γερμανός υπαρξιστής φιλόσοφος, Karl Jaspers, δεν απορρίπτει
τη σύνδεση του πανεπιστημίου με την τεχνολογική πρόοδο, θεωρώντας ότι η
τεχνολογία και η επιστημονική έρευνα θα πρέπει να έχουν τη θέση τους στην
ανώτατη εκπαίδευση από κοινού με τις ανθρωπιστικές σπουδές.
Κατά την
άποψή του, η λειτουργία του πανεπιστημίου εστιάζεται σε τρεις
κατευθύνσεις: στην επαγγελματική εκπαίδευση, στη σφαιρική μόρφωση του ανθρώπου
και στην έρευνα. Συνακόλουθα, το
πανεπιστήμιο χρειάζεται να συνταιριάζει το έργο της
επαγγελματικής σχολής με αυτό του
πολιτιστικού κέντρου και του ερευνητικού ινστιτούτου (Jaspers,
σσ.53-54).
Πέραν
όμως των παραπάνω, το πανεπιστήμιο, για
τον Jaspers, είναι ο χώρος
στον οποίο η εκάστοτε εποχή μπορεί να αναπτύξει τη σαφέστερη δυνατή
αυτοαντίληψη, ο χώρος στον οποίο οι άνθρωποι δύνανται να αναζητήσουν την
αλήθεια, χωρίς όρους, χάριν της ίδιας της αλήθειας (Jaspers,
σσ.19, 20, 32).
Ο Jaspers φρονεί ότι το
πανεπιστήμιο θα πρέπει, πρωτίστως, να
ανταποκρίνεται στη θεμελιώδη για τον άνθρωπο επιθυμία της γνώσης (Jaspers, σελ.66). Πρόκειται για την επιθυμία που στρέφει το άτομο στην ολότητα
των πραγμάτων, στη συνθετική σύλληψη του
κόσμου: «Κανένα σπάραγμα της γνώσης δεν μπορεί να μας ικανοποιήσει·
συνεχίζουμε ακούραστα την προσπάθεια,
ελπίζοντας να αγκαλιάσουμε το σύμπαν διαμέσου της γνώσης.» (Jaspers,
σσ.20, 38). Στην εν λόγω επιθυμία εδράζεται και η φιλοσοφική αντίληψη περί ενότητας των επιστημών, η οποία
ως ιδεώδες κατευθύνει τις
ταξινομήσεις των γνωστικών αντικειμένων στο χώρο του πανεπιστημίου (Jaspers,
σελ.96).
Το ιδεώδες της ελεύθερης παιδείας έχει τις καταβολές του
στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη συναντάμε την
άποψη περί αναγκαιότητας μιας ιδιαίτερης
παιδείας, πέραν εκείνης που ετοιμάζει
τον άνθρωπο για συγκεκριμένες, επιμέρους, βιοτικές δραστηριότητες, μιας
παιδείας της σχόλης, που θα αποτελεί ελεύθερη
δραστηριότητα. Αυτή η ιδιαίτερη παιδεία (οι ελεύθερες τέχνες), την οποία
παρείχαν οι διάφορες φιλοσοφικές σχολές,
υψωνόταν πάνω από τη στοιχειώδη και αφορούσε στην καλλιέργεια της
νόησης, εν γένει, της θεωρούμενης ως πιο σημαντικής ανθρώπινης ικανότητας4.
Από την αρχαιότητα το εν λόγω ιδεώδες
πέρασε στο χριστιανικό μεσαίωνα, απέκτησε νέο κύρος κατά την Αναγέννηση, για να
διατηρήσει την αίγλη του και στους
νεώτερους χρόνους.
Η «ιδέα
του πανεπιστημίου» θεμελιώθηκε στην ιδέα της
ελεύθερης παιδείας και αποτέλεσε το σύμβολο της μέγιστης
αποστασιοποίησης αυτού του εκπαιδευτικού θεσμού από τις ανάγκες, τους σκοπούς και τις
πρακτικές δραστηριότητες του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας, των
εργαζομένων. Όμως σε αυτή την
ιδεολογική έκφραση της αποστασιοποίησης του πανεπιστημίου από την
οικονομική δραστηριότητα των ανθρώπων
εκφράστηκε, ταυτόχρονα, η αντίληψη
της απαλλαγής του πνεύματος, της κουλτούρας, από τις κυρίαρχες στην
κοινωνία
χρησιμοθηρικές-ωφελιμιστικές
σχέσεις και επιδιώξεις.
Η «ιδέα του πανεπιστημίου», ήταν, κατ’ ουσίαν,
η ιδέα της κουλτούρας, της πνευματικής καλλιέργειας, πέραν του βασιλείου
της αναγκαιότητας, πέραν των επιταγών της αναγκαίας για επιβίωση παραγωγικής
δραστηριότητας και των συνακόλουθων οικονομικών σκοπιμοτήτων, αντιθέσεων,
συγκρούσεων.
Θα μπορούσε να
υποστηριχθεί ότι η αντίθεση μεταξύ της
«ιδέας του πανεπιστημίου» και της σύγχρονης πραγματικότητας εκφράζει την ευρύτερη
αντίθεση μεταξύ της κουλτούρας και του πολιτισμού, «κατά την οποία η κουλτούρα
αναφέρεται σε μιαν ανώτερη διάσταση της ανθρώπινης αυτονομίας και ολοκλήρωσης,
ενώ ο πολιτισμός χαρακτηρίζει το βασίλειο της αναγκαιότητας, της κοινωνικά
απαραίτητης εργασίας και συμπεριφοράς, όπου ο άνθρωπος δεν είναι πραγματικά ο
εαυτός του ούτε βρίσκεται στο στοιχείο του, αλλά εξαρτάται, αντίθετα, από την
ετερονομία, από εξωτερικές συνθήκες και ανάγκες.» (Μαρκούζε, σελ. 29).
Αυτήν ακριβώς
την ιδέα υπηρετούσε, για μεγάλη χρονική περίοδο, το περιεχόμενο
της ανώτατης εκπαίδευσης, όπως αυτό δομούταν από τις ελεύθερες τέχνες και
τις ανθρωπιστικές σπουδές, δηλαδή
από τις σπουδές που προσέφεραν πολύπλευρη μόρφωση, γενική καλλιέργεια της νόησης, ελεύθερη
αναζήτηση της αλήθειας χάριν της πνευματικής τέρψης, πέραν των στοιχειωδών και επαγγελματικών
γνώσεων που υποστήριζαν τις πρακτικές
δραστηριότητες για τις ανάγκες της βιοτής.
Θα πρέπει να ομολογήσουμε
ότι η αδιαφορία της παραδοσιακής «ιδέας του πανεπιστημίου» για τις ανάγκες, τις
διαδικασίες και τους σκοπούς της κοινωνικής εργασίας της επιτρέπουν να
βρίσκεται στην αντιπολίτευση σε σύγχρονες λογικές που υποτάσσουν τη μόρφωση στη
σκοπιμότητα δημιουργίας «ανθρώπινου κεφαλαίου»,
στην οικονομική αποτελεσματικότητα,
στην αύξηση της παραγωγικότητας και της κερδοφορίας των
επιχειρήσεων, στις αλλοτριωτικές
επιταγές της εργασίας, ή, ακριβέστερα, στις επιταγές της αλλοτριωμένης
εργασίας.
Μάλιστα, η
ειδοποιός για το παραδοσιακό
πανεπιστήμιο αυτονομία από τον κόσμο της οικονομίας, (τουλάχιστον η απουσία
άμεσης υπαγωγής σε οικονομικές σκοπιμότητες) και η σχετική αυτονομία από την
εξουσία, καθώς και η σημαντική θέση που
κατείχαν σε αυτό οι ανθρωπιστικές σπουδές, οι οποίες μπορούσαν να λειτουργήσουν
ως πεδίο αυτογνωσίας της κοινωνίας, δημιουργούν την εντύπωση της ύπαρξης περιθωρίων
για κριτικό αναστοχασμό και εναλλακτική θεώρηση του ανθρώπινου κόσμου5.
Άποψή μας
είναι ότι η επικαιροποίηση της «ιδέας
του πανεπιστημίου» ως χώρου ελεύθερης παιδείας, ανθρωπιστικών σπουδών, κριτικού
αναστοχασμού και αυτογνωσίας προϋποθέτει
τη δυνατότητα να διατηρήσουν σήμερα τα πανεπιστήμια την παραδοσιακή τους
ανεξαρτησία από τις κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις, λειτουργώντας
ως αυτόνομες κοινότητες με τους δικούς
τους θεσμούς αυτοδιοίκησης, με τους δικούς τους κανόνες ελεύθερης σκέψης
και έκφρασης.
Κατά πόσο
όμως κάτι τέτοιο είναι εφικτό;
Φρονούμε ότι στη σύγχρονη εποχή της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης
και της τεχνοεπιστήμης, όπου η επιστημονική γνώση εμπλέκεται αποφασιστικά στην παραγωγή
κέρδους, στην επίτευξη στρατιωτικοπολιτικής υπεροχής, αλλά
και στις πλέον στοιχειώδεις καθημερινές ασχολίες των ανθρώπων, το πανεπιστήμιο ως χώρος παραγωγής και διάδοσης επιστημονικών
γνώσεων δεν μπορεί να διατηρεί πλέον την προηγούμενη αποστασιοποίησή του από
την υλική, παραγωγική δραστηριότητα της κοινωνίας.
Δέον,
επίσης, να σημειώσουμε ότι η αντίληψη της ελεύθερης παιδείας για ένα βίο
αδιάφορο προς πρακτικές-οικονομικές
σκοπιμότητες αδυνατεί να παρακολουθήσει την εργασιακή δραστηριότητα ως καθοριστικό πεδίο ύπαρξης και εξέλιξης της
κοινωνίας. Η αποστασιοποιημένη από την
εργασία ενατενιστική αντίληψη του ανθρώπινου κόσμου την οποία πρεσβεύει δεν της
επιτρέπει να λειτουργήσει ως πρόταση υπέρβασης μιας πραγματικότητας, όπου η
εμπορευματική αξιοποίηση της παιδείας
και η μορφωτική απαξίωσή της είναι η άλλη όψη της εμπορευματικής
αξιοποίησης της ανθρώπινης εργασίας και της ανθρώπινης ύπαρξης, εν γένει.
Στο βαθμό
που η επιστήμη αγκαλιάζει τις ανάγκες και λειτουργίες του συνόλου της κοινωνίας
η ανώτατη εκπαίδευση ορίζεται πλέον αποφασιστικά από αυτές τις ανάγκες και
λειτουργίες. Το ζήτημα, πλέον, έγκειται
στο ποιες ακριβώς ανάγκες και λειτουργίες της κοινωνίας υπηρετεί η ανώτατη
εκπαίδευση και με ποιον τρόπο. Υπηρετεί, δηλαδή, τις ανάγκες συγκρότησης
εμπορεύσιμης εργασιακής ικανότητας προορισμένης να χρησιμοποιηθεί ως μέσον της κερδοφορίας του κεφαλαίου ή υπηρετεί
την πολύπλευρη και ελεύθερη καλλιέργεια-ανάπτυξη των ανθρώπων ως αυτοσκοπό,
συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός κόσμου δημιουργικής συνεργασίας και αλληλεγγύης;
Αν έχει
κάποιο νόημα σήμερα η διεκδίκηση της αυτονομίας του πανεπιστημίου από τις δυνάμεις
της οικονομίας αυτό δεν μπορεί να βρίσκεται στη
επιδίωξη μιας προγενέστερης
ιστορικά κατάστασης, όπου η ενασχόληση με την επιστημονική έρευνα
πραγματοποιούταν εν αγνοία των αναγκών και διαδικασιών του συστήματος
παραγωγής. Το πρόταγμα της αυτονομίας του πανεπιστημίου μπορεί να αποκτήσει
επίκαιρο περιεχόμενο μόνο ως διεκδίκηση της απελευθέρωσης της επιστημονικής
έρευνας από την κυριαρχία της εμπορευματικής
χρησιμοθηρίας και ιδιοτέλειας, στο όνομα της υπηρέτησης των καθολικών
αναγκών της ανθρωπότητας.
Η
συγκρότηση, λοιπόν, μιας σύγχρονης «ιδέας του πανεπιστημίου» στο βαθμό που
προορίζεται να λειτουργήσει
αντιπολιτευτικά προς τη χρησιμοκρατική-κερδοσκοπική
αντιμετώπιση της ανώτατης εκπαίδευσης,
οφείλει να υπερβαίνει τα στενά
όρια των καθαρά εκπαιδευτικών ζητημάτων και προτάσεων και να
καταπιάνεται με την προβληματική του κοινωνικού καθορισμού της σημασίας και του ρόλου της γνώσης και της
εκπαίδευσης στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα.
Ως εκ
τούτου, η σύγχρονη «ιδέα του πανεπιστημίου» δεν μπορεί
να μην αναφέρεται κριτικά στην αλλοτριωμένη εργασία, στην εμπορευματοποίηση της
επιστήμης ως παραγωγικής δύναμης, στην αδυναμία των ανθρώπων που
βρίσκονται εγκλωβισμένοι στις
καθολικά ανταγωνιστικές
διαδικασίες της σύγχρονης οικονομίας να ελέγξουν και να διευθύνουν
συλλογικά τα επιστημονικοτεχνικά επιτεύγματα του πολιτισμού. Στην εποχή μας
η «ιδέα του πανεπιστημίου» δεν μπορεί να
συνιστά απλώς ένα ιδεώδες της ανώτατης εκπαίδευσης ή της μόρφωσης, εν γένει.
Προκειμένου να είναι εύστοχη και αποτελεσματική οφείλει να συγκροτείται ως
μέρος ενός ευρύτερου ιδεώδους κοινωνικής
προόδου και χειραφέτησης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. «Η επιστήμη, ως άμεση παραγωγική δύναμη, αρχίζει
σήμερα να δρα σε καθολική κλίμακα και ολόκληρη η βιομηχανία γίνεται μια
‘τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης’. Βρισκόμαστε μπροστά στη μετατροπή της
παραγωγικής διαδικασίας, από διαδικασία απλής εργασίας σε διαδικασία
‘επιστημονικής εργασίας’» (Ρίχτα, σελ. 45).
2. «Δεδομένου
ότι τα πανεπιστήμια θεωρούνται μείζων πηγή αλλοτριώσιμης γνώσης,
βρίσκονται σε διαδικασία νέων σχέσεων με την παγκόσμια οικονομία. Η αυτονομία,
ως προτιμητέα αλλά μάλλον πάντα πλασματική κατάσταση των πανεπιστημίων, όσον
αφορά τη σχέση τους προς το κεφάλαιο και το κράτος, κατέστη λιγότερο
δυνατή…Είναι δύσκολο να διαχωρίσει κανείς τα πανεπιστήμια από τη νέα οικονομία,
από τη στιγμή που αυτά συμβάλλουν αφειδώς στην ανάπτυξή της.» (Slaughter, Rhoades, σελ.
15).
3. Όπως σημειώνει ο James Miller «σήμερα στην
ανώτατη εκπαίδευση, σε μιαν ακούσια παρωδία των οικονομικών του laissez-faire, σχεδόν
όλα είναι αποδεκτά, στο βαθμό που ικανοποιούν μιαν αντίστοιχη ομάδα εκλογέων.» (Miller, σελ. 103).
4. Όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης (Ηθικά Νικομάχεια, 1177a20) «..η
θεωρητική ενασχόληση είναι ενέργεια σε ύψιστο βαθμό· διότι και ο νους είναι το
σπουδαιότερο από τα πράγματα που έχουμε μέσα μας» (Αριστοτέλης, σελ.179).
5. Αναφερόμενος στην παραδοσιακή διάσταση μεταξύ
κουλτούρας και εργασίας ο Μαρκούζε επισημαίνει ότι «Με βάση την απόσπασή της
από τον χώρο της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας, από τις κοινωνικά χρήσιμες
ανάγκες και συμπεριφορές, η κουλτούρα μπόρεσε να δημιουργήσει και να διατηρήσει
τον πνευματικό χώρο, όπου μπορούσε να αναπτυχθεί η κριτική υπέρβαση, αντίθεση
και η άρνηση – ένα χώρο ιδιωτικής απομόνωσης και αυτονομίας, όπου το πνεύμα
έβρισκε ένα αρχιμήδειο σημείο έξω από το υπάρχον, από το οποίο μπορούσε το
πνεύμα να δει το υπάρχον κάτω από ένα άλλο φως, να το συλλάβει με άλλες έννοιες
και να ανακαλύψει εικόνες και δυνατότητες που είχαν γίνει ταμπού.»
(Μαρκούζε, σελ.32).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αριστοτέλης (1993), «Ηθικά Νικομάχεια
Θ,Ι,Κ», στο: Αριστοτέλης (1993), Άπαντα,
τ.9, μτφρ. φιλολογική ομάδα Κάκτου,
Αθήνα: εκδ.Κάκτος.
Βακαλιός Θ. (1994), Θέματα κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης,
Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.
Cowen R.
(2001), «Ακαδημαϊκή ελευθερία, πανεπιστήμιο και οικονομία της γνώσης»,
μτφρ.Ε.Ζαμπέτα, περ.Πανεπιστήμιο, τεύχος 2,
σσ.3-23.
Hutchins
R.M. (1965), The higher learning in
Hutchins
R.M. (1995), «The Conflict in Education», στο: Sh.B.Merriam (ed.), Selected Writings on Philosophy and Adult Education,
Jaspers K. (1965), The Idea of the University,
Μαρκούζε Χ. (1984), «Παρατηρήσεις για έναν
επαναπροσδιορισμό της κουλτούρας», στο: Αντόρνο, Λόβενταλ, Μαρκούζε,
Χορκχάϊμερ, (1984), Τέχνη και μαζική
κουλτούρα, μτφρ.Ζ.Σαρίκας, Αθήνα:
ύψιλον/βιβλία.
Ματθαίου Δ.(2000),
«Παγκοσμιοποίηση, κοινωνία της γνώσης και διά βίου εκπαίδευση», περ.Νέα Παιδεία, τεύχος 93, σσ.13-26.
Μαυρουδέας Σ.(2005), Οι
τρεις εποχές του πανεπιστημίου, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Miller
J. (2002), «Higher education at a ‘post-modern’ crossroads», στο: B.Smith (ed.) (2002), Liberal Education in a Knowledge Society,
Newman
J. (1959), The idea of a university, Garden City,
Ortega y Gasset J.
(1966),
Πανούσης Γ. (2005),
«Δημόσιες ετεροτοπίες και μη-δημόσιες ουτοπίες», περ.Συγκριτική
και διεθνής εκπαιδευτική επιθεώρηση, τεύχος 4, σσ.110-125.
Πυργιωτάκης Ι.Ε. (2004), «Το Πανεπιστήμιο των αξιών: η
πρόταση και η κληρονομιά του Wilhelm
von Humboldt
και η θέση της στο σύγχρονο κόσμο», περ. Επιστήμη
και κοινωνία, τεύχος 13, σσ.1-17.
Ράσης Σ. (2004), Τα πανεπιστήμια χθες και σήμερα, Αθήνα: εκδ.Παπαζήση.
Renaut A.
(2002), Οι επαναστάσεις του πανεπιστημίου,
μτφρ. Γ.Σταμέλος, Κ.Καρανάτσης, Αθήνα: εκδ. Gutenberg.
Ρίχτα Ρ. (1978), Ο πολιτισμός στο σταυροδρόμι, μτφρ.Ν.Καράς, Αθήνα: εκδ.Ράππα.
Scott
P. (1995), The Meanings of Mass Higher
Education, Buckingham,
Slaughter
S., Rhoades G. (2004), Academic Capitalism and the
New Economy,
Smith
A., Webster F. (1997α), «Changing Ideas of the University» στο: A.Smith, F.Webster
(eds) (1997), The
Smith
A., Webster F. (1997β), «Conclusion: An
Affirming Flame» στο: A.Smith, F. Webster (eds)
(1997), The
Thill G., Warrant F., Το πανεπιστήμιο του 21ου αιώνα,
μτφρ.Ε.Θεοδωροπούλου, Γ.Ξανθάκου, Αθήνα: Ατραπός.
Τσαμασφύρος Γ., Μπασαντής Δ. (2000), «Η έρευνα στο
σύγχρονο πανεπιστήμιο», στο: Δ. Μπασαντής (επ.) (2000), Το πανεπιστήμιο στον 21ο αιώνα, Αθήνα: εκδ.Παπαζήση.