Το πανεπιστήμιο στην Ευρώπη τον ύστερο μεσαίωνα:

η περίπτωση της ίδρυσης και ανάπτυξης του καθολικού πανεπιστημίου της Leuven

 

Παναγιώτης ΠΑΠΑΔΟΥΡΗΣ

Δρ. Παν/μίου Πατρών

 

 

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Στην ανακοίνωση αυτή εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας στη μελέτη των συνθηκών ίδρυσης και ανάπτυξης του πανεπιστημίου της Leuven, του παλαιότερου εν λειτουργία καθολικού πανεπιστημίου του κόσμου. Διερευνούμε το ρόλο των ομάδων και των μεμονωμένων ατόμων που συνέβαλαν στην ίδρυσή του και  προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε τα κίνητρα και τους στόχους τους. Το πραγματολογικό υλικό της ανακοίνωσης αποτελούν κυρίως πρωτογενείς πηγές: επίσημα έγγραφα του πανεπιστημίου,  διπλωματικά έγγραφα, νόμοι, διατάγματα, επιστολές, πρακτικά συνεδριάσεων. Για την επεξεργασία των δεδομένων χρησιμοποιήσαμε το μεθοδολογικό εργαλείο της ποιοτικής ανάλυσης περιεχομένου.

 

 

ABSTRACT

 

In this statement we focus our interest on the research of the conditions under which the university of Leuven was established and developed. The catholic university of Leuven is the oldest Catholic university in the world still in existence and the oldest university in the Low Countries. More specifically, we discuss the contribution of the interest groups and the individual people at the establishment of the university and we try to retrace their motivations and targets. The primary sources of the material for this statement come from: formal university documents, minutes of Administrative Councils, diplomatic documents, the bull and letters. For the treatment of data we used the methodological tool of qualitative content analysis.

 

 

            Η πόλη της Leuven εμφανίζεται στα ιστορικά έγγραφα για πρώτη φορά το 884 μ.Χ. Τον 11ο με 12ο αιώνα η πόλη άρχιζε να αναπτύσσεται ως σημαντικό διοικητικό και εμπορικό κέντρο μέσα στο Δουκάτο του Brabant. Το 14ο αιώνα το εμπόριο υφασμάτων που ανθούσε μέχρι τότε παρακμάζει και η πόλη χάνει  το ηγετικό της ρόλο στην περιοχή. Μια καινούρια εποχή για την Leuven ξεκινά τον επόμενο αιώνα. Αναπτύσσονται ποικίλες εμπορικές δραστηριότητες, ανεγείρεται το μεγαλοπρεπές δημαρχείο στη κεντρική εμπορική πλατεία  και κυρίως ιδρύεται το πανεπιστήμιο της το οποίο μέχρι σήμερα παραμένει το πιο σημαντικό πανεπιστήμιο στο Βέλγιο και το παλαιότερο εν λειτουργία καθολικό πανεπιστήμιο του κόσμου[1]. Μερικές δεκαετίες μετά την ίδρυσή του σπούδαζαν σ’ αυτό περισσότεροι από χίλιοι σπουδαστές.[2] Το 16ο αιώνα σπουδαίοι ανθρωπιστές και επιστήμονες θα διαδώσουν τη φήμη του σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο: Erasmus, Mercator, Jansenius, Vesalius και άλλοι.[3]

 

Στην ανακοίνωση αυτή θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στις συνθήκες ίδρυσης και ανάπτυξης του πανεπιστημίου της Leuven. Θα διερευνήσουμε το ρόλο των ομάδων και των μεμονωμένων ατόμων που συνέβαλαν στην ίδρυσή του και θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τα κίνητρα και τους στόχους τους και να αποφανθούμε εάν τελικά επιτεύχθηκαν.

Τα στοιχεία για την ανασύνθεση της ιστορικής περιόδου που μελετούμε προέρχονται κυρίως από πρωτογενείς, αλλά και δευτερογενείς πηγές. Οι πρωτογενείς πηγές που ερευνήσαμε είναι δημοσιευμένα και αδημοσίευτα ντοκουμέντα τα οποία αναζητήσαμε και εντοπίσαμε στην πλούσια βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου της Leuven. Αφορούν επίσημα έγγραφα του πανεπιστημίου,  διπλωματικά έγγραφα, νόμους, διατάγματα, επίσημες στατιστικές, επιστολές, ημερολόγια, πρακτικά συνεδριάσεων, καταλόγους μελών, οικονομικά αρχεία, χάρτες. Στην πλειοψηφία τους οι παραπάνω πηγές παρατίθενται δημοσιευμένες σε βιβλία που εκδόθηκαν σε διάφορες ιστορικές περιόδους.[4] Ως δευτερογενείς πηγές εννοούμε όλες τις αναφορές σε άρθρα και βιβλία που αναφέρονται στο υπό μελέτη θέμα και δημιουργήθηκαν σε ύστερο χρόνο από ιστορικούς.

Για την περιγραφή και την ανάλυση των ιστορικών τεκμηρίων  χρησιμοποιούμε τη μέθοδο της ποιοτικής ανάλυσης περιεχομένου (qualitative content analysis) αφού α) οι πηγές μας είναι γνωστές και αξιόλογες· β) μας ενδιαφέρει να επισημάνουμε εσωτερικά στοιχεία των κειμένων που εξετάζουμε  και όχι κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά τους· γ) από την ανάλυση των κειμένων στοχεύουμε στην ανάδειξη και αξιολόγηση του ρόλου των διαφόρων ομάδων ή ατόμων στην ίδρυση του πανεπιστημίου και τη διερεύνηση σχέσεων, απόψεων, πολιτικών και αντιλήψεων.

Η ανάλυση περιεχομένου είναι μια ερευνητική μέθοδος η οποία οδηγεί σε αξιόπιστα και έγκυρα συμπεράσματα από δεδομένα μέσα στο πλαίσιο όπου βρίσκονται (Krippendorf, 1980, 21).  Με την ποιοτική ανάλυση θα αναδειχθούν τα βαθύτερα νοήματα του περιεχομένου μέσα από έναν γενικότερο ερευνητικό σχεδιασμό που επιτρέπει την ανεξάρτητη επιβεβαίωση αυτών των νοημάτων με συμπληρωματικά στοιχεία (Κυριαζή, 2000, 293).

Η ερμηνεία των συμπερασμάτων της έρευνας θα βασιστεί στην ιστορική ερμηνευτική προσέγγιση. Η σημασία των υποκειμενικών νοημάτων για την κατανόηση των κοινωνικών φαινομένων υπογραμμίζει, σύμφωνα με την ερμηνευτική προσέγγιση, την αναγκαιότητα ειδικής μεθόδου διερεύνησης της κοινωνικής πραγματικότητας (Κυριαζή, 2000, 31). Σύμφωνα με τον Dilthey, βασικό εκπρόσωπο της μεθόδου, η ερμηνευτική ορίζεται ως η τέχνη της κατανόησης γραπτώς καθορισμένων εκφράσεων της ζωής (Dilthey, 1958, 191), και αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη δράση σε σχέση με όλες τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές πτυχές της ιστορικής περιόδου κατά την οποία λαμβάνει χώρα (Πυργιωτάκης, 1999, 100-114). Η ιστορική ερμηνευτική «είναι η μέθοδος έρευνας γεγονότων και φαινομένων του παρελθόντος με ιδιαίτερη έμφαση στην ανάλυση και ερμηνεία κειμένων» (Πυργιωτάκης, 1999, 108). Η ανάλυση επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο τα υποκείμενα ή οι ομάδες αντιμετώπισαν και επηρέασαν τα κοινωνικά γεγονότα, λαμβάνοντας υπόψη το δομικό, πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο της ιστορικής περιόδου. Τελικός στόχος είναι η ερμηνεία συγκεκριμένων ιστορικών φαινομένων  με έμφαση στην ιστορική αλληλουχία των γεγονότων και στη σημασία της κοινωνικής δράσης (Κυριαζή, 2000, 313-327). Βέβαια, η όποια ερμηνεία δεν μπορεί να θεωρηθεί απόλυτα αντικειμενική. Αυτό που μπορεί να υποστηριχθεί, βάσει των επιχειρημάτων του ερευνητή είναι «ότι μια ερμηνεία είναι πιο πιθανή από μια άλλη όχι όμως κι ότι είναι αδιαμφισβήτητα αληθινή» (Πυργιωτάκης και Παπαδάκης, 1999, 854).

 

Ως ομάδα συμφερόντων (interest group)  προσδιορίζεται κάθε οργάνωση που συγκροτείται με σκοπό την υπεράσπιση και την προώθηση των συμφερόντων των μελών της (Knoke, 1988, 311-329). Οι ομάδες συμφερόντων μεταβάλλονται σε ομάδες πίεσης (pressure groups) όταν αναλαμβάνουν δράση, συνδιαλέγονται και αλληλεπιδρούν με τα θεσμοθετημένα όργανα που ασκούν την εξουσία με στόχο την απόσπαση αποφάσεων σύμφωνων με τα συμφέροντά τους (Meny, 1995, 245). Σύμφωνα με τον Bentley, δεν υπάρχει ομάδα που να μην έχει το δικό της συμφέρον (Bentley, 1949, 211).[5] Η διεκδίκηση είναι μια από τις θεμελιώδεις λειτουργίες των ομάδων συμφερόντων (Κουκουλές, 1994, 136).

 

Ο Meynaud, διακρίνει τρεις κύριες λειτουργίες-χρησιμότητες των ομάδων πίεσης: α) προσφέρουν στους διοικητικούς ή πολιτικούς ιθύνοντες πλήρη και εμπεριστατωμένη πληροφόρηση για την κατάσταση και τις διεκδικήσεις μιας οργάνωσης, β) επιτυγχάνουν τη συναίνεση των ενδιαφερομένων σε μέτρα που πρόκειται να ληφθούν, τα οποία προέκυψαν μετά από διαπραγματεύσεις με την εκάστοτε ηγεσία,[6] γ) προσφέρουν στην κοινότητα την υπηρεσία του εξορθολογισμού των προσδοκιών και των διεκδικήσεων, οι οποίες, χωρίς αυτές, θα έπαιρναν συχνά άτακτη και βίαιη μορφή.[7]

 

Η ιδέα πως οι οργανώσεις υπάρχουν προκειμένου να προωθούν τα συμφέροντα των μελών τους δεν είναι καινούργια. Ο Αριστοτέλης από την αρχαία εποχή, ο Laski (1938) από την σκοπιά της πολιτικής επιστήμης, ο Festinger (1953) από τη σκοπιά της κοινωνικής ψυχολογίας αποδέχονται την αφετηριακή υπόθεση, σύμφωνα με την οποία, οι οργανώσεις υπάρχουν προκειμένου να προωθούν τα κοινά συμφέροντα των ομάδων (Olson, 1991, 13-19). Τα συμφέροντα και οι απόπειρες συντονισμού τους με σκοπό τον επηρεασμό της εξουσίας εμφανίζονται ήδη από τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή πολιτειακή οργάνωση (Λάβδας, 2004, 19).

 

Η ίδρυση ενός πανεπιστημίου το Μεσαίωνα ήταν ένα σύνθετο γεγονός. Τα πανεπιστήμια ήταν πάντα το εστιακό σημείο της εκπαίδευσης και της έρευνας και το κέντρο σύγκρουσης πολλών συμφερόντων. Τοπικές, εθνικές και διεθνείς πολιτικές και θρησκευτικές αρχές, αλλά και οι έμποροι, οι λόγιοι της εποχής, οι ενεργοί πολίτες. Κάθε ένας που για τον ένα ή τον άλλο λόγο ήθελε να ασκήσει κάποια επιρροή στη διάδοση της γνώσης και των ιδεών στην κοινωνία ενδιαφερόταν να βάλει και τη δική του σφραγίδα στο νέο η το σχεδιαζόμενο ίδρυμα από τη πρώτη στιγμή.

Το πανεπιστήμιο της Leuven  ιδρύθηκε το 1425 από τον πάπα Martin V ο οποίος είχε και την εξουσία της ίδρυσης πανεπιστημίου. Σύμφωνα  με το επίσημο παπικό διάταγμα ιδρύθηκε μετά από αίτημα του Δούκα του Brabant, της αδελφότητας του Αγίου Πέτρου της Leuven  και της ίδιας της πόλης της Leuven (Reusens, 1881-1903, 6).[8] Οι γνώμες των ιστορικών διίστανται σχετικά με το ποιος είχε την πρωτοβουλία για τη ίδρυση του studium generale.[9] Σύμφωνα με τον Eijl, την πρωτοβουλία είχαν ορισμένα σημαίνοντα πρόσωπα του Δουκάτου του Brabant σε συνεργασία με συμβούλους του Δούκα John IV. Αρχικά ήθελαν ένα πανεπιστήμιο εγκατεστημένο στις Βρυξέλλες. Ωστόσο η πόλη αυτή δεν έδειξε ενδιαφέρον (Eijl, 1978, 29-30). Αντίθετα,  o Buyten υποστηρίζει ότι την πρωτοβουλία έλαβε η ίδια η πόλη της Leuven (Buyten, 1976, 23-26).

 

 Από τη μελέτη του ιδρυτικού παπικού γράμματος προκύπτει ότι μόνο μία επίσημη αίτηση είχε αποσταλεί προς τον πάπα από τον Δούκα του Brabant. Το κεντρικό επιχείρημα που στήριξε το αίτημα ήταν ότι το Δουκάτο του Brabant και οι άλλες κτίσεις του, οι επισκοπές της Liege, Cambrai, Utrecht, Therouanne, Tournai και οι περιβάλλουσες περιοχές περιλαμβάνουν πολλές φημισμένες και σημαντικές πόλεις, χριστιανικές και ευημερούσες. Παρά όλα αυτά, δεν υπάρχει ένα studium generale σε κάποια από αυτές, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να παραμένουν στερημένοι από την επιστήμη ή να αναγκάζονται να ταξιδεύουν σε πολύ μακρινές χώρες με σκοπό να εκπληρώσουν την επιθυμία τους να εμβαθύνουν τις γνώσεις τους (Mingroot, 1994, 35). Επιπλέον, το ιδρυτικό διάταγμα επισημαίνει ότι η πόλη ήταν κατάλληλη για τη φιλοξενία της ακαδημαϊκής κοινότητας εξαιτίας της ευημερίας της, του ήπιου κλίματος και της αφθονίας χώρου και κατοικιών για στέγαση (Mingroot, 1994, 35-36).

Η σύνταξη της επιστολής από το Δούκα δεν σημαίνει ότι είχε και την πρωτοβουλία για την ίδρυση του και ότι η πόλη της  Leuven  απλώς αναγκάστηκε να αποδεχθεί  τη προσφορά κυρίως ενδιαφερόμενη για υλικά πλεονεκτήματα και οικονομικά οφέλη. Αναμφίβολα τέτοια κίνητρα έπαιξαν το ρόλο τους στη ίδρυση μερικών πανεπιστημίων, ειδικά κατά την στροφή στον δέκατο έκτο αιώνα, αλλά δεν ήταν κάτι συνηθισμένο κατά το Μεσαίωνα (Blaas & Herwaarden, 1986, 97-109).

 

Ήδη από την αρχή του 15ου αιώνα η σχολή της αδελφότητας του Αγίου Πέτρου της Leuven εξελισσόταν, με τη βοήθεια της πόλης, σε ένα ακαδημαϊκό ίδρυμα. Από το 1418 υπήρχε ένα ετήσιο κονδύλι στον προϋπολογισμό της πόλης για τη πληρωμή του αγροτικού βοηθού επισκόπου ως οικονομική ενίσχυση στη σχολή. Αφορμή ήταν η πρόσκληση σ’ αυτή δύο φημισμένων καθηγητών που είχε ως συνέπεια την προσέλκυση μεγάλου αριθμού σπουδαστών από το εξωτερικό (Buyten, 1976, 26-27). Αναγνωρίζεται στην περίπτωση αυτή ότι υπήρξε μια παράδοση ανώτερης εκπαίδευσης στην πόλη.

 

Την πρώτη αναφορά για το θέμα σε επίσημο έγγραφο της πόλης εντοπίζουμε στα λογιστικά της βιβλία. Στις 5 Ιουλίου 1425 η πόλη έστειλε εκπρόσωπό της στο Δούκα για να αναζητήσει έγγραφα και επιστολές που αφορούσαν την ίδρυση του πανεπιστημίου (Reusens, 1881-1903, vol. I, 3). Πράγματι τα σχετικά έγγραφα φθάνουν στη Leuven στις 21 Αυγούστου. Ήταν γραμμένα από το γραμματέα του Δούκα, Dynter, και αφορούσαν επιστολές προς τον Πάπα.[10] Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι καθαρά για λόγους αρχής τη δικαιοδοσία υποβολής αίτησης για την ίδρυση ενός πανεπιστημίου είχε ο Δούκας της επαρχίας και όχι το δημοτικό συμβούλιο της πόλης.

 

Μερικές εβδομάδες αφού ελήφθησαν οι επιστολές του Δούκα, το πρώτο μισό του Σεπτεμβρίου 1425, ο Willem Neefs, scolaster της αδελφότητας του Αγίου Πέτρου έφυγε για την Ρώμη. Από την έρευνα μας δεν προέκυψε κάτι για τις επαφές που είχε και τις διαπραγματεύσεις που έκανε. Γνωρίζουμε μόνο ότι παρέμεινε μακριά από τη Leuven 220 μέρες και αποζημιώθηκε γι αυτές από την ίδια την πόλη όπως προκύπτει από τα λογιστικά βιβλία της.[11] Το παπικό διάταγμα με το οποίο δόθηκε η άδεια για την ίδρυση του studium generale τέθηκε σε ισχύ την 9η Δεκεμβρίου 1425. Η πόλη θα παρείχε τις αίθουσες διδασκαλίας που απαιτούνταν και θα δαπανούσε τα αναγκαία για τους μισθούς των καθηγητών. Ο Δούκας, η πόλη και η εκκλησιαστική αδελφότητα θα παραχωρούσαν στον πρύτανη του πανεπιστημίου όλη την εξουσία τους για πολιτικά και ποινικά θέματα επάνω στα μέλη και το προσωπικό του πανεπιστημίου. Κάθε καθηγητής και σπουδαστής που εισερχόταν ή έφευγε από την πόλη θα μπορούσε να εισάγει, να εξάγει, ή να πουλήσει τα υπάρχοντά του χωρίς εμπόδια. Καθορίστηκε επίσης ότι το διάταγμα ίδρυσης θα ήταν αυτοδικαίως άκυρο εάν μέσα σε ένα χρόνο οι αιτούντες δεν παραχωρούσαν τη δικαιοδοσία τους στο πρύτανη και δεν έδιναν τα υπεσχημένα προνόμια και τις ελευθερίες στα μέλη του πανεπιστημίου (Mingroot, 1994, 31-43). Το διάταγμα ωστόσο δεν προέβλεπε την ίδρυση σχολής Θεολογίας. Η διερεύνηση των αιτιών θα μπορούσε να αποτελέσει ξεχωριστό αντικείμενο έρευνας. Θα μπορούσαμε βέβαια να κάνουμε την εξής υπόθεση: πολλοί σπουδαστές από την Ολλανδία, που επιθυμούσαν να σπουδάσουν θεολογία, κατευθύνονταν στην Κολονία ή το Παρίσι. Ο αριθμός των φοιτητών σ’ αυτές τις σχολές θα μειωνόταν εάν ιδρυόταν μια νέα σχολή και ο Πάπας, ίσως, θα ήθελε να το αποφύγει. Ο Πάπας, μαζί με το ιδρυτικό είχε εκδώσει άλλα τρία διατάγματα (Reusens, 1881-1903, vol. I, 10-17). Με αυτά παρέχονταν προνόμια σε όλους τους καθηγητές και φοιτητές του νέου πανεπιστημίου.

Στις 25 Απριλίου 1426 ο Willem Neefs, έφθασε στη Leuven φέρνοντας μαζί του τα τέσσερα παπικά διατάγματα.[12] Αμέσως μετά η πόλη της Leuven επιδεικνύει μεγάλη κινητικότητα με στόχο να εκχωρηθούν οι δικαιοδοσίες, να εφαρμοστούν οι υπεσχημένες ελευθερίες και τα προνόμια, να παρασχεθούν οι αναγκαίοι χώροι και αίθουσες διδασκαλίας και να προσληφθούν οι καθηγητές. Για το σκοπό αυτό στις 20 Ιουνίου διόρισε μια οκταμελή επιτροπή. Τέσσερα μέλη της εκπροσωπούσαν την αδελφότητα του Αγίου Πέτρου και τα υπόλοιπα τις αρχές της πόλης (Buyten, 1974, 118-121).[13] Μετά την επίσημη ανακοίνωση της ίδρυσης του πανεπιστημίου από τον Δούκα του Brabant στις 18 Αυγούστου 1426 η πόλη έδωσε το καλό παράδειγμα. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1426 παραχώρησε στο νεοπροσληφθέντα πρύτανη του πανεπιστημίου όλες τις εξουσίες της πάνω στα μέλη και το προσωπικό της ακαδημαϊκής κοινότητας (Reusens, 1881-1903, 30-33).

Από τα πρακτικά του συμβουλίου της πόλης προκύπτει ότι η πόλη της Leuven ξόδεψε σημαντικά ποσά σε αγγελιοφόρους, δώρα, δείπνα και πρεσβευτές για να επηρεάσουν σημαίνοντα άτομα να ευνοήσουν την ιδέα της ίδρυσης του πανεπιστημίου και να καταστούν ικανοί να τελειώσουν τις διαδικασίες γρήγορα. Ανέλαβε ακόμα την ευθύνη να γνωστοποιήσει προς το εξωτερικό την ίδρυση του νέου πανεπιστημίου. Τίποτα δεν αφέθηκε στην τύχη (Buyten, 1974, 118).[14]

Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1426, μια βδομάδα μετά τη λειτουργία του πανεπιστημίου, η πόλη αναλαμβάνει νέα πρωτοβουλία για να πείσει τον Πάπα να επιτρέψει την ίδρυση της σχολής της Θεολογίας (Reusens, 1881-1903, 105).[15]

            Αντίθετα από τη πόλη της Leuven, ο Δούκας του Brabant δεν φαινόταν διατεθειμένος να παραιτηθεί από τη δικαιοδοσία του πάνω στα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας  και να εκχωρήσει στον πρύτανη τα δικαιώματά του όπως προέβλεπε το παπικό διάταγμα. Η άρνηση του Δούκα ίσως ανάγκαζε τον Πάπα να ακυρώσει το διάταγμά περί ίδρυσης του πανεπιστημίου. Μπροστά σ’ αυτόν το κίνδυνο και πάλι η πόλη της Leuven ανέλαβε πρωτοβουλία. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά των συνεδριάσεων του συμβουλίου της πόλης, στις 30 Αυγούστου έστειλε μια αντιπροσωπεία της στο Δούκα στις Βρυξέλλες χωρίς όμως αποτέλεσμα (Reusens, 1881-1903, 27).[16] Στις 22 Σεπτεμβρίου μια νέα αντιπροσωπεία προσέγγισε το Δούκα ο οποίος τότε βρισκόταν σε ένα μοναστήρι κοντά στη Μons ((Reusens, 1881-1903, 27-28).[17] Αυτή τη φορά κατάφεραν να διοργανωθεί οκτώ μέρες αργότερα μια συνάντηση στις Βρυξέλλες με συμμετοχή εκπροσώπων του Δούκα, της πόλης και του πανεπιστημίου. Τελικά συμφωνήθηκε ο Δούκας να εκχωρήσει στον πρύτανη όλες τις δικαιοδοσίες του πάνω στα μέλη του πανεπιστημίου – κάτι που συνέβη στις 7 Νοεμβρίου του 1426 - αλλά και ότι αργότερα ο πρύτανης θα επέστρεφε ένα μέρος από αυτή τη δικαιοδοσία στο Δούκα (Reusens, 1881-1903, 28).[18] Με την εφαρμογή αυτής της συμφωνίας τα μέλη του πανεπιστημίου θα μπορούσαν στο εξής να εισάγουν, εξάγουν ή να πουλούν ελεύθερα από τέλη αγαθά σε όλη την επικράτεια του Δουκάτου. Επιπλέον τα μέλη του πανεπιστημίου θα απολάμβαναν όλα τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών της Leuven (Reusens, 1881-1903, 36-43). 

            Η πόλη κινήθηκε γρήγορα και για την εξασφάλιση των απαραίτητων αιθουσών διδασκαλίας. Αγόρασαν τα σπίτια γνωστών οικογενειών και διαμόρφωσαν σ’ αυτά αίθουσες διδασκαλίας για τις τέσσερις πρώτες σχολές του πανεπιστημίου, Εκκλησιαστικού Δικαίου, Αστικού Δικαίου, Ιατρικής και Κλασσικών Σπουδών. 

Εν τω μεταξύ οι ενέργειες προς τον Πάπα για τη δημιουργία σχολής Θεολογίας ευοδώθηκαν το 1432 οπότε και ιδρύθηκε και αυτή η σχολή.

Σήμερα πολύ δύσκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος ότι ένα δημοτικό συμβούλιο μιας πόλης θα είχε το δικαίωμα να διορίζει ή να απολύει καθηγητές πανεπιστημίου, κάτι που όμως ήταν συνηθισμένο το Μεσαίωνα. Έτσι και η πόλη της  Leuven διόρισε τους πρώτους καθηγητές του πανεπιστημίου της, διαθέτοντας τα ανάλογα κονδύλια. Από τα λογιστικά βιβλία της πόλης προκύπτει ότι μέχρι το 1440 η πληρωμή των καθηγητών μόνο, κόστιζε στην πόλη το 11% των ετήσιων δαπανών της (Paquet, 1958, 9). Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι μισθοί των καθηγητών δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλοί για τα δεδομένα της εποχής και μάλιστα είχαν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τους. Μερικοί καθηγητές κέρδιζαν 20 φορές περισσότερο από τους λιγότερο τυχερούς συναδέλφους τους (Paquet, 1958, 7-12).  Γι’ αυτό η πόλη ζούσε με το φόβο ότι πολλοί καθηγητές, κυρίως ο καλύτεροι, θα έψαχναν για άλλον εργοδότη. Για το λόγο αυτό προσπάθησε όσο γρηγορότερα ήταν δυνατόν να συμπληρώσει τις έδρες και να τους εξασφαλίσει επιπλέον οφέλη. Από το 1428 ο Δούκας έδωσε - μετά από πιεστικό αίτημα της πόλης - ένα επιπρόσθετο οικονομικό βοήθημα σε όλους τους καθηγητές (Paquet, 1958, 17-19). Το 1443 μετά από νέα πρωτοβουλία της πόλης η αδελφότητα του Αγίου Πέτρου - αφού είχε προηγηθεί παρέμβαση της πόλης προς τον Πάπα – προσέφερε στους καθηγητές ακόμα ένα οικονομικό βοήθημα, με χρήματα που προέρχονταν από δωρεές σε ενορίες μέσα και γύρω από τη Leuven (Paquet, 1958, 20-21).  Για να πείσει τον Πάπα και όλους όσους έπρεπε η πόλη ξόδεψε μια περιουσία σε απεσταλμένους, δώρα καθώς επίσης και αποζημίωση σε ιερείς οι οποίοι είχαν παραιτηθεί από το εισόδημά τους (Reusens, 1881-1903, 190-201).[19] Οι ενέργειες αυτές της πόλης συνεχίστηκαν όλο το 15ο αιώνα όχι βέβαια πάντοτε με την ίδια επιτυχία (Paquet, 1958, 19). Το 1483 ωστόσο το πανεπιστήμιο έλαβε ένα εκπληκτικό προνόμιο από τον Πάπα. Όλοι οι σπουδαίοι συλλέκτες στην περιοχή της Βουργουνδίας θα έπρεπε να διαθέτουν σε ένα μέλος του πανεπιστημίου ένα δώρο τους (Reusens, 1881-1903, 227-234).[20]

 

 

Συμπέρασμα

 

            Από τη διερεύνηση και την επεξεργασία των πληροφοριών των ιστορικών πηγών σχετικά με το ρόλο των παραγόντων που προσυπέγραψαν την αίτηση προς τον Πάπα στην ίδρυση του πανεπιστημίου της Leuven προκύπτει σαφώς η καθοριστική συμβολή του δημοτικού συμβουλίου της πόλης  της Leuven. Το ενδιαφέρον του δεν περιορίστηκε  στην εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων όπως αυτές καθορίζονταν στο παπικό διάταγμα, αλλά άσκησε πίεση προς κάθε κατεύθυνση για να πετύχει αρχικά την ίδρυσή του και στη συνέχεια την παγίωση και ανάπτυξή του. Η πόλη ξόδεψε τεράστια ποσά και αυτό αναφέρεται ρητά στα πρακτικά του δημοτικού της συμβουλίου. Κάλυψε τα έξοδα των απεσταλμένων στη Ρώμη με σκοπό να αποκτήσει τη άδεια ίδρυσης του πανεπιστημίου και κατόπιν να αποκτήσει τη σχολή της θεολογίας η οποία είχε αρχικά αποκλειστεί. Ανέλαβε τα έξοδα που επέσυρε η δημοσιοποίηση του παπικού διατάγματος. Ανέλαβε να αγοράσει αίθουσες για την παράδοση των μαθημάτων και πλήρωνε τους μισθούς των καθηγητών. Εκχώρησε συγκεκριμένα προνόμια, απάλλαξε το πανεπιστήμιο από φόρους, ενίοτε άσκησε πίεση τόσο προς τον Δούκα όσο και τον Πάπα για να επιτύχει την βελτίωση των όρων λειτουργίας του.

            Πως όμως μπορεί να ερμηνευτεί το ενδιαφέρον της πόλης να ξεκινήσει μια τόσο τολμηρή προσπάθεια για την ίδρυση του πανεπιστημίου της; Ποια ήταν τα κίνητρα που την οδήγησαν να διαθέσει μεγάλα οικονομικά ποσά για την ανάπτυξή του;

Η πόλη εκείνη την περίοδο δεν αντιμετώπιζε σημαντικά οικονομικά προβλήματα. Υπήρξε μια ευδιάκριτη ανάκαμψη η οποία μπορεί να αποδειχθεί από την μεγάλης κλίμακας κτιριακή υποδομή της. Η κατασκευή υφασμάτων, ομολογουμένως, δεν ανθούσε πια, υπήρχαν όμως άλλες βιοτεχνίες με ισχυρή παρουσία στην ευρύτερη περιοχή του Δουκάτου και στο εξωτερικό (Uytven, 1961).[21] Δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε όμως ότι η μετανάστευση για σπουδές σήμαινε μια μεγάλη εκροή χρημάτων. Αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν καλύτερα να υποστηρίξουν την οικονομία της πατρίδας. Επιπρόσθετα η ύπαρξη ενός καλού πανεπιστημίου στο Brabant, θα προσέλκυε σπουδαστές και με αυτούς θα έρχονταν χρήματα από το εξωτερικό. Πράγματι στο ξεκίνημα του 16ου αιώνα το πανεπιστήμιο ανθούσε, ενώ αντίθετα, η οικονομία της πόλης διένυε περίοδο ύφεσης. Εκείνη τη περίοδο η ίδια η ύπαρξη της πόλης στηρίχθηκε στη λειτουργία του πανεπιστημίου. Τα μέλη του αποτελούσαν τη σημαντικότερη πηγή εσόδων για το τοπικό εμπόριο (Uytven, 1961, 484-485).[22]

 Από τις αρχές του 15ου αιώνα η Leuven  επιχειρούσε να διαδραματίσει ένα σημαντικό πολιτικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή του Brabant. Μετά τον δημοκρατικό αναβρασμό στις Βρυξέλλες το 1421 η πόλη  επεδίωξε να μεταφερθεί η έδρα του Δουκάτου από τις Βρυξέλλες στη Leuven  ώστε να αποκτήσει την πρωτοκαθεδρία στο Brabant. Όταν αυτό απέτυχε σκέφθηκαν να αυξήσουν τη δύναμη και το γόητρο της με την ίδρυση ενός πανεπιστημίου (Buyten, 1974, 23-25). Από τα πρακτικά των συνεδριάσεων του δημοτικού συμβουλίου την περίοδο της ίδρυσης του πανεπιστημίου – μια ιστορική περίοδο αυξανόμενου εθνικισμού - προκύπτει η έντονη δυσαρέσκεια των εκπροσώπων της πόλης για τη μετανάστευση των παιδιών για σπουδές στο εξωτερικό. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι θα ήταν αδύνατο για τους σπουδαστές να κρατήσουν ανόθευτες τις ιδέες που απέκτησαν στη χώρα τους και επιπλέον ο σημαντικότερος κίνδυνος θα ήταν ότι οι καλύτεροι σπουδαστές, οι οποίοι έμεναν πολλά χρόνια σε μια άλλη χώρα, θα αποδέχονταν ευκαιρίες που τους προσφέρονταν εκεί και θα έμεναν μόνιμα μακριά από τη πατρίδα τους.

 

Η επιθυμία για γόητρο, ο πατριωτισμός και δευτερευόντως η ευκαιρία για οικονομική ανάπτυξη είναι το κλειδί που εξηγεί γιατί η πόλη ανέλαβε την πρωτοβουλία για την ίδρυση και στήριξε πολιτικά και οικονομικά την ανάπτυξη του πανεπιστημίου της.

 

 

 

ΠΗΓΕΣ

 

Αδημοσίευτες

Louvain, Stadsarchief, 5038, fol. 17.

Louvain, Stadsarchief, 5038, fol. 121.

 

Δημοσιευμένες

Buyten, V. L. (1974) Leuvense stedelijke archiefbronnen betreffende de oude Universiteit Leuven, Arca Lovaniensis, III (Louvain).

Buyten, V. L. (1976) De oorsprong en de stichting van de Leuvense Universiteit, στο 550 Jaar Universiteit Leuven ( Leuven, catalogus) pp.23-87.

Paquet, J. (1958) Salaires et prebendes des professeurs de l’ universite de Louvain au XVe siecle (Leopoldville).

Reusens, E. (ed.) (1881-1903) Documents relatifs a l’histoire de l’universite de Louvain, 1425-1797, vol. I (Louvain).

Uytven, V. R. (1961, Stadsfinancien en stadsekonomie te Leuven van de XIIe tot het einde der XVIe eeuw  (Brussels).

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

 

Ανδρέου, Α. Οι ομάδες πίεσης στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα (αδημοσίευτο κείμενο).

Αlmond, G. & Powell, G. (1966) Comparative Politics. A developmental approach, (Boston).

Bentley, F. Α. (1949) The process of government. A study of social pressures (Εvanston).

Blaas, M. & Herwaarden, J. (1986) Stedelijke naijver (The Hague).

Dilthey, W. (1958) The construction of the historical world in the human sciences (Stuttgart, Teubner).

Eijl, V. E.J.M. (1978) The foundation of the university  of Louvain, στο J. Ijsewijn, J. Paquet (Eds) The universities in the late middle ages (Leuven, Leuven University Press), 29-52.

Κουκουλές, Γ. (1994) Για μια ιστορία του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος. Εισαγωγή στην παιδαγωγική της ιστορικής έρευνας (Αθήνα, Οδυσσέας).

Κυριαζή, Ν. (2000) Η κοινωνιολογική έρευνα. Κριτική επισκόπηση των μεθόδων και των τεχνικών (Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα).

Knoke, D. (1988) Incentives in collective action organizations, American Sociological Review,  53(June), 311-329.

Krippendorf, Κ. (1980) Content Analysis. An Introduction to its Methodology (London, Sage Publications).

Λάβδας, Κ. (2004) Συμφέροντα και πολιτική, Οργάνωση συμφερόντων και πρότυπα διακυβέρνησης  (Αθήνα, Παπαζήσης).

Meny Y. (1995) Συγκριτική Πολιτική, τομ. Α΄, μτφ Π. Κυπριανός-Σ. Μπάλιας, (Αθήνα, Παπαζήσης).

Mingroot, E.V. (1994) Sapientie Immarcessibilis (Leuven, Leuven University Press).

Olson, M. (1991) Η λογική της συλλογικής δράσης: Δημόσια αγαθά και η θεωρία των ομάδων, μτφ. Δ. Γράβαρης, (Αθήνα, Παπαζήσης).

Πυργιωτάκης Ι. (1999) Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Επιστήμη (Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα).

Πυργιωτάκης, Ι.και Παπαδάκης, Ν. (1999) Ερμηνευτική μέθοδος και έρευνα γύρω από την εκπαιδευτική πολιτική και μεταρρύθμιση. Ζητήματα αλήθειας και μεθόδου, στα πρακτικά του 1ου Πανελλήνιου συνεδρίου της Παιδαγωγικής Εταιρείας Ελλάδας (Αθήνα, Ατραπός), 853-858.

Schwartzenberg, R.G. (1984), Πολιτική Κοινωνιολογία, τόμ. 2ος (Αθήνα, Παρατηρητής).

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



[1] Επίσημη ιστοσελίδα της πόλης της Leuven από http://www.leuven.be

[2] Επίσημη ιστοσελίδα του Katholieke Universiteit Leuven από http://www.kuleuven.ac.be/english/about/history.htm

[3] Σήμερα το K.U.Leuven  έχει περισσότερους από 31.000 φοιτητές, 12% των οποίων προέρχονται από το εξωτερικό και 5287 καθηγητές. Έχει 14 σχολές και 50 τμήματα και ένα δίκτυο 30 βιβλιοθηκών με περισσότερους από 4,3 εκατομμύρια τίτλους βιβλίων και 14.5 χιλιάδες περιοδικά καθώς και 7.492 full text ηλεκτρονικά περιοδικά.

[4] Εργασίες αντίστοιχες με αυτές της σύγχρονης ελληνικής επιστημονικής σειράς «Τεκμήρια-μελέτες ιστορίας της ελληνικής εκπαίδευσης».

[5] Για τη λειτουργική ανάλυση των ομάδων συμφερόντων βλ. και Αlmond & Powell, 1966.

[6] Επιπρόσθετα, οι ομάδες πίεσης ως συνομιλητές της κρατικής εξουσίας παρέχουν και μια διευρυμένη νομιμοποιητική βάση στις αποφάσεις που λαμβάνει αυτή.  Βλ. Ανδρέου, Α., 23.

[7] Οι παραπάνω παραπομπές στον J. Meynaud  προέρχονται από την εργασία του Les groupes de pression en France, 1962, εδώ σσ. 370-389, όπως παρατίθενται στο Schwartzenberg, 1984, 412-416.

[8] Bull 9/12/1425 by Pope Martin V στο Reusens, E., 1881-1903, 6.

[9] Το  studium generale υποδηλώνει όχι τον τόπο όπου διδάσκονται όλες οι επιστήμες, οι γνωστές σε κείνη την εποχή, αλλά τον τόπο όπου συγκεντρώνονται φοιτητές απ’ όλη την Ευρώπη. Ο όρος studium generale έγινε κοινός στο τέλος του 13ου αιώνα. Περιέχει τρία στοιχεία - χαρακτηριστικά: το πρώτο και πιο βασικό ήταν ότι προσέλκυε φοιτητές (Scholars) όχι μόνο από μια συγκεκριμένη περιοχή ή περιφέρεια αλλά απ’ όλες τις χώρες, δεύτερον διδασκόταν εκεί ένας τουλάχιστον απ’ τους ανώτερους τομείς γνώσεως (θεολογία, νομική, ιατρική) και τρίτον οι επιστήμες αυτές διδάσκονταν από μεγάλο αριθμό καθηγητών. Η σύστασή του δεν έγινε αποδεκτή βάσει νομικής κατοχύρωσης κάποιου καταστατικού χάρτη, αλλά βασίστηκε στο έθιμο και τη χρήση.

[10] Όπως προκύπτει από την πληρωμή του Dynter. Βλ. Louvain, Stadsarchief, 5038, fol. 17.

[11] Όπως προκύπτει από την πληρωμή του Willem Neefs. Βλ. Louvain, Stadsarchief, 5038, fol. 121.

[12] Louvain, Stadsarchief, 5038, fol. 121.

[13] Louvain, Stadsarchief, 1523, fol 37, δημοσιευμένο στο Buyten, 1974.

[14] Πρακτικά του συμβουλίου της πόλης της Leuven της 20ης Ιουνίου 1426 στο Buyten, 1974.

[15] Louvain, Stadsarchief, 5041, fol  27 στο Reusens, 1881-1903.

[16] Louvain, Stadsarchief, 5041, fol 16 στο Reusens, 1881-1903.

[17] R Louvain, Stadsarchief, 5041, fol 28 στο Reusens, 1881-1903.

[18] ο.π.

[19] City accounts, Louvain, 1442-1445 στο Reusens, 1881-1903.

[20] Bull 28 April 1483 by Pope Sixtus IV στο Reusens, 1881-1903.

[21] Ύφανση λινών, χαλιών, επεξεργασία πούπουλων και δέρματος, ζυθοποιία κλπ. Βλ Uytven, 1961.

[22] Αυτό προκύπτει από τα κείμενα των ετών 1535-1538.