Η ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΤΟΥ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

των ετών 1940 – 1974 στην ελληνική λογοτεχνική παραγωγή

 

Μαρία ΜΠΟΝΤΙΛΑ

Φιλόλογος

Δρ. Φιλοσοφικής Α.Π.Θ

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Σήμερα θεωρείται πλέον δεδομένη η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο μυθιστόρημα και  στη σύγχρονή του πραγματικότητα. Το μυθιστόρημα, ακόμα και το ιστορικό, ως αναφορικό είδος γραφής,  αποτυπώνει αυτά που συμβαίνουν στο χώρο και στο χρόνο, όπου «κινείται» ο συγγραφέας. Στην εισήγησή μου παρουσιάζω το φοιτητικό κίνημα την εποχή της κατοχής και πιο συγκεκριμένα την οργανωμένη  δράση των  φοιτητών κατά τη διάρκεια της αντίστασης εναντίον των κατακτητών, όπως αυτή αποτυπώνεται  σε δύο μυθιστορήματα,  το Χρονικό μιας Σταυροφορίας του Ρόδη Ρούφου  και την Τειχομαχία του Θ. Δ. Φραγκόπουλου και στο οδοιπορικό του Χρήστου Τσαμπήρα με τίτλο Ας μη βρέξει ποτέ .

Διερευνώ επίσης τις σχέσεις των έργων με την ιδεολογία των συγγραφέων και τα ιστορικά συμφραζόμενα βάσει των οποίων δομούνται τα κείμενα. Ποια άποψη περνάει για τα γεγονότα στα έργα, μέσα από ποιες επιλογές των συγγραφέων και πώς συνταιριάζονται τα ιστορικά με το φανταστικά γεγονότα μέσα σε ένα ορισμένο σύστημα αξιών.

 

ABSTRACT

 

Today, the relation of the novel with its contemporary context is considered as evident. The novel, even the historical novel, as a referential text and narrative, depicts what is happenning in the space and time in which the writer is "moving". In my report I present the student movement at the time of the occupation, and more specifically the organized students' action during the resistance against the occupants, as it is drawn in two novels, Rodis Roufos' "Cronicle of a Crusade" and Th. D. Frangopoulos' "Rampart's battle", and also in Christos Tsampiras' peregrination entitled "Let it never rain".

I also examine the relationships of the work with the writer's ideology and the historical context used as a basis for the structuring of the text. I ask which is the point of view about events that informs the work, through what writer's choices this is done,

Σήμερα, στη θεωρία της λογοτεχνίας θεωρείται πλέον  δεδομένη η σχέση ανάμεσα στα λογοτεχνικά έργα και τη σύγχρονή τους ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα. Τα λογοτεχνικά κείμενα δεν αντιμετωπίζονται ως αξίες αυτόνομες και ανιστορικές (Ηαwthorn, 1995,σελ.15) αλλά ως μεταφορείς της ιδεολογίας της εποχής τους που αποτυπώνουν  τις  εκάστοτε  κοινωνικές, ιστορικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, οι οποίες επικρατούν στην εποχή κατά την οποία διαδραματίζεται  η υπόθεση του έργου. Επάνω στον καμβά των ιστορικών συμφραζομένων αναπτύσσεται ο μυθιστορηματικός λόγος,  που με τη βοήθεια της μυθοπλασίας  εμπλέκεται και  δένει με τον ιστορικό.

Στην εισήγησή μου θα προσπαθήσω να παρουσιάσω πώς αποτυπώνεται το φοιτητικό κίνημα στα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Συγκεκριμένα θα μελετήσω  το φοιτητικό κίνημα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι την μεταπολίτευση στην Ελλάδα, όπως αυτό αναπαριστάνεται στη νεοελληνική λογοτεχνική παραγωγή, λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό συγκείμενο και την ιδεολογία του συγγραφέα, βάσει της οποίας το σημασιοδοτεί. Στην προκειμένη περίπτωση δηλαδή, το λογοτεχνικό κείμενο λειτουργεί ως ιστορικό ντοκουμέντο και ο συγγραφέας ως συλλογικό υποκείμενο.

Η φοιτητική ζωή μεμονωμένων ατόμων ή ο κοινός τρόπος της ζωής και τα κοινά προβλήματα των φοιτητών έχουν γίνει θέμα ή μοτίβο σε έργα πολλών λογοτεχνών από πολύ παλιά. Αναφέρω ενδεικτικά το Ξενόπουλο, ο οποίος στο έργο του Νικόλας Σιγαλός (Ξενόπουλος, 2002) που πρωτοεκδόθηκε το 1890 μεταξύ των άλλων ηρώων του βιβλίου του συγκαταλέγει και δύο φοιτητές, τον Γιάγκο Αντωνόπουλο και τον Τάκη Γαβριήλ, οι οποίοι, όπως τονίζει στον πρόλογό του, παραπέμπουν στα δικά του βιογραφικά δεδομένα. Στην αυτοβιογραφία του (Ξενόπουλος,1958, σελ.155) επίσης αναφέρει ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ξεπήδησε από τις εμπειρίες του τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του στην Αθήνα. Μέσα στη μυθοπλασία του εξιστορούνται πραγματικά αυτοβιογραφικά γεγονότα. Το ζήτημα εξάλλου της επιλογής των θεμάτων και του «αληθούς» μυθιστορήματος σε συνδυασμό με τις τοποθετήσεις του όσον αφορά τη λογοτεχνική δημιουργία και τον κοινωνικό της ρόλο απασχόλησε πολύ τον Ξενόπουλο(Ξενόπουλος, 2002 σελ. 33-41) Η καθημερινή ζωή των δύο φοιτητών, κυρίως του Γιάγκου, που ερχόμενος από την Πάτρα για σπουδές στην Αθήνα, ζει μόνος του, οι διασκεδάσεις τους, οι ερωτικές τους περιπέτειες, ο αρραβώνας του Γιάγκου, η παρακολούθηση μιας παράδοσης στο αμφιθέατρο της Ιατρικής, όπως και το συλλαλητήριο για εθνικά θέματα και οι πολιτικές συγκεντρώσεις παρουσιάζουν ρεαλιστικά και νατουραλιστικά χαρακτηριστικά που έτσι και αλλιώς δεσπόζουν στο έργο του Ξενόπουλου.

 Από την άλλη στο θεατρικό του έργο Φοιτηταί (Ξενόπουλος, 1929), γραμμένο το 1919, αναφέρεται στη  ζωή μερικών φοιτητών, φίλων μεταξύ τους, που συγκατοικούν στο  σπίτι μιας χήρας γιατρού. Οι νέοι χαριεντίζονται με την κόρη της σπιτονοικοκυράς, τη Φαννίτσα, και τις φιλενάδες της που φοιτούν στο Αρσάκειο.  Ο ένας μάλιστα εξ αυτών αποπειράται να αυτοκτονήσει για τα όμορφα μάτια της και την παντρεύεται μετά μια δεκαετία, αφού μεσολάβησαν διάφορα συμβάντα. Στο έργο εκτός από τους έρωτες και τα νεανικά φλερτ περνάν και γεγονότα που σημάδεψαν την εποχή, όπως για παράδειγμα το γλωσσικό ζήτημα και τα Ορεστειακά. Οι φοιτητές χωρισμένοι σε γλωσσαμύντορες και μαλλιαρούς συζητούν για τη γλώσσα και σε μια διαδήλωση μπροστά στο θέατρο, στο οποίο είχε ανεβεί η Ορέστεια, μετά την επέμβαση του στρατού τραυματίστηκε ένας από τους πρωταγωνιστές. Η τελευταία πράξη του έργου μας μεταφέρει δέκα χρόνια μετά στην Πάτρα, όπου οι δυο εξ αυτών ξανανταμώνουν και, ενημερώνοντας ο ένας τον άλλο, κάνουν παράλληλα και έναν απολογισμό της ζωής τους.

 Ο Θεοτοκάς επίσης στο έργο του Αργώ (Θεοτοκάς 1980),  όπως και ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος στην Αστροφεγγιά (Παναγιωτόπουλος, 1971), παρουσιάζουν  τη ζωή και τη δράση των φοιτητών κατά την περίοδο του μεσοπολέμου.  Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος στο εφηβικό του αυτό μυθιστόρημα αναφέρεται στη ζωή και τις περιπέτειες μιας ομάδας νέων, συμμαθητών στην αρχή και συμφοιτητών αργότερα. Οι κοινωνικές και οικονομικές διαφορές μεταξύ τους αντανακλούν τις διαφορές που παρατηρούνται τα χρόνια αυτά στην Ελλάδα. Η υπόθεση διαδραματίζεται στην Αθήνα του 1919, όταν η λήξη του Α΄ Παγκοσμίου  Πολέμου σκορπά μια γενική ευωχία και καλλιεργεί ελπίδες για καλύτερες μέρες στη Μικρά Ασία, όπου ετοιμάζονται πολλοί να μεταναστεύσουν. Από τις σελίδες του βιβλίου περνάει η ζωή των φοιτητών και των πλουσίων που διασκεδάζουν, ντύνονται ακριβά και παίζουν χαρτιά και η μποέμικη ζωή κάποιων διανοούμενων που μέσα στα στέκια τους κάνουν τα πρώτα δειλά τους ανοίγματα στην τέχνη, γράφουν ποιήματα, ανεβάζουν θεατρικά έργα, συζητάνε για βιβλία ελληνικά και ξένα και ακούνε μουσική. Υπάρχουν ακόμα και οι πρώτοι αριστεροί φοιτητές που παρακολουθούνται από την αστυνομία, συλλαμβάνονται και βασανίζονται. Ανάμεσα στα πρόσωπα του έργου είναι και εκείνοι οι φτωχοί φοιτητές που πεινάν, που γυρίζουν με τριμμένα και μπαλωμένα ρούχα και κάνουν όλων των ειδών τις δουλειές για να ζήσουν και να σπουδάσουν ταυτόχρονα. Και στο τέλος έρχεται η εκστρατεία στη Μικρά Ασία και η καταστροφή. Η παρέα σκορπίστηκε, οι φοιτήτριες έγιναν νοσοκόμες και οι φοιτητές βρίσκονται σε διάφορα πόστα και στο μέτωπο. Μετά ήρθε η προσφυγιά, η εμπλοκή μερικών στις Επιτροπές προς αποκατάσταση  των προσφύγων, η καταδίκη και η τιμωρία των πρωταιτίων, η νοσταλγία της Ανατολής και ο θάνατος από τη φυματίωση και τις κακουχίες του πρωταγωνιστή. Η Αστροφεγγιά αποτελεί έναν καθρέφτη της ελληνικής κοινωνίας της εποχής μέσα στον οποίο αντανακλώνται όλες οι αντιθέσεις της. Στον πρόλογό του  εξάλλου ο συγγραφέας γράφει « Αλλά τούτο, βέβαια, δε σημαίνει πως το υλικό μου στάθηκε τυπικά και στενά αυτοβιογραφικό. Το αντίθετο μάλιστα, τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που τελικά σωματώθηκαν στην αφήγηση είναι τόσο λιγοστά, ώστε περισσότερο σαν ψυχογραφία μιας εποχής γενικότερη παρά σα μοναχικών προσώπων ξεμυστήρεμα να μπορεί να λογαριαστεί το μυθιστόρημα τούτο» (Παναγιωτόπουλος, 1971, σελ. 5).

Καθώς περνάν τα χρόνια  και οι συγγραφείς συνεχίζουν να στήνουν το έργο τους στα γεγονότα της εποχής τους, η ζωή και η δράση των φοιτητών καταλαμβάνει περισσότερο χώρο στο θεματικό κατάλογο των λογοτεχνών. Τα Ιουλιανά και τη δράση των φοιτητών παρουσιάζει μεταξύ των άλλων στο βιβλίο του Η Χαμένη Άνοιξη ο Στρατής Τσίρκας (Τσίρκας, 1970) και ο Νίκος Χουλιάρας στο Ζωή την άλλη φορά (Χουλιάρας,1985).

 Η δράση των φοιτητών στη Δικτατορία και η εξέγερση του  Πολυτεχνείου είναι από τα θέματα που απασχόλησαν πολύ τους λογοτέχνες και αποτέλεσαν τον καμβά επάνω στον οποίο ύφαναν τις μυθιστορίες τους. Πολλά έργα, πεζά και ποιήματα, έχουν γραφεί, εμπνεόμενα από τους ηρωικούς αγώνες και τη στάση των φοιτητών αυτά τα χρόνια με πρώτο και καλύτερο το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα Η αρχαία Σκουριά (Δούκα, 1979) και του Αλέξανδρου Κοτζιά Αντιποίησις  αρχής (Κοτζιάς, 1979).

Στην εισήγησή μου θα εστιάσω στο φοιτητικό κίνημα την εποχή της κατοχής και πιο συγκεκριμένα στην οργανωμένη  δράση των  φοιτητών κατά τη διάρκεια της αντίστασης εναντίον των κατακτητών.  Θα στηριχτώ σε δύο μυθιστορήματα,  το Χρονικό μιας Σταυροφορίας του Ρόδη Ρούφου (Ρούφος, 1972) και την Τειχομαχία του Θ.Δ.Φραγκόπουλου (Φραγκόπουλος, 1977) και στο οδοιπορικό του Χρήστου Τσαμπήρα με τίτλο Ας μη βρέξει ποτέ (Τσαμπήρας, 1985).

Θα προσπαθήσω, αφού συγκεντρώσω τα δεδομένα που δίνονται στα έργα για το φοιτητικό κίνημα, να διερευνήσω τις σχέσεις των έργων με την ιδεολογία των συγγραφέων και τα ιστορικά συμφραζόμενα βάσει των οποίων δομούνται τα κείμενα. Ποια άποψη επίσης περνάει για τα γεγονότα στα έργα, μέσα από ποιες επιλογές των συγγραφέων και πώς συνταιριάζονται τα ιστορικά με το φανταστικά γεγονότα μέσα σε ένα ορισμένο σύστημα αξιών.

Η τριλογία του Ρούφου, ενώ φέρνει τον τίτλο Χρονικό μιας Σταυροφορίας, χαρακτηρίζεται από τον ίδιο ως μυθιστόρημα.. Στη σημείωση της πρώτης  Έκδοσης του 1954 αναφέρει ότι «Από τα πρόσωπα του χρονικού τούτου ένα μονάχα είναι εντελώς αληθινό: εκείνο στο οποίο αφιερώνεται το πρώτο βιβλίο.

Από τις πολιτικές παρατάξεις του χρονικού τούτου μια μονάχα είναι εντελώς αληθινή: εκείνη που σκότωσε  τον Κίτσο  Μαλτέζο.

Κάθε άλλη ομοιότητα δεν είναι βέβαια τυχαία, γιατί σύνθεσα το υλικό μου, θέλοντας και μη (ίσως από έλλειψη φαντασίας), από τις ζωντανές αναμνήσεις της εποχής εκείνης και απ’ όσους ανθρώπους γνώρισα τότε».(Ρούφος, 1972, σελ. 12).

 Η υπόθεση του βιβλίου ξεκινάει το φθινόπωρο του 1942, μεσούσης της κατοχής, τη στιγμή που η αντίσταση περνάει σε μια εντονότερη φάση, καθώς οι πρώτοι αντάρτες εμφανίζονται στα βουνά. Οι αριστεροί μονοπωλούσαν τον απελευθερωτικό αγώνα και χτυπούσαν κάθε άλλη οργάνωση που προσπαθούσε να πολεμήσει μόνη της τους κατακτητές. Ενώ το Πανεπιστήμιο ήταν κλειστό, η φοιτητική ζωή είχε συσπειρωθεί γύρω από τη φοιτητική λέσχη, την οποία ήλεγχαν καθ’  ολοκληρίαν οι αριστεροί. Το Ταμείο Απόρων Φοιτητών όμως βρίσκονταν στα χέρια των τεταρτοδιεθνιστών φοιτητών, εναντίον των οποίων είχαν κηρύξει αμείλικτο πόλεμο οι ορθόδοξοι κομμουνιστές. Στον αντίποδα αυτών βρίσκονταν οι Χριστιανοδημοκράτες φοιτητές, οι οποίοι μέσα από συναντήσεις και σεμινάρια προσπαθούν να διαδώσουν την ιδεολογία τους. Οι συμπλοκές, οι ξυλοδαρμοί  και οι βαριοί τραυματισμοί βρίσκονται σε ημερήσια διάταξη στο χώρο του Πανεπιστημίου και τα μέλη των οργανώσεων κινούνταν από σχολή σε σχολή για να προσφέρουν βοήθεια στους καυγάδες των φοιτητών.  Ανάμεσα στις περιγραφές του συγγραφέα για το κλίμα που επικρατούσε στο Πανεπιστήμιο και στις εξωπανεπιστημιακές συναντήσεις των φοιτητών υπάρχουν και οι «αυτομολήσεις» σπουδαστών από το ένα στρατόπεδο στο άλλο ή λόγω ιδεολογικής διαφωνίας ή λόγω χαφιεδισμού. Ένας από αυτούς που άλλαξαν παράταξη ήταν και ο Μιχαήλ, ο οποίος στην αρχή ανήκε στον αριστερό  χώρο και μετά από μια σειρά βίαιων συγκρούσεων, που μεσολάβησαν, διαφοροποιήθηκε και  πέρασε στον ιδεολογικό χώρο των χριστιανοδημοκρατών. Ήταν ένα άτομο με ισχυρή προσωπικότητα, ιδιαίτερα προικισμένο, σωματικά, ψυχικά και πνευματικά, που άφηνε ανεξίτηλη την αύρα πίσω του, από όπου περνούσε. Το νέο αυτόν, στον οποίο ο συγγραφέας αφιερώνει το πρώτο βιβλίο της τριλογίας του, η παράταξη των κομμουνιστών, μετά από έναν ξυλοδαρμό που τον έριξε στο κρεβάτι του για αρκετές μέρες  και από μια σειρά προσπαθειών να τον δολοφονήσουν, τον σκότωσε μέρα μεσημέρι μπροστά στο άγαλμα του Βύρωνα ως εκδίκηση για το πέρασμά του στις γραμμές του αντιπάλου.

Το βιβλίο του Ρούφου δεν είναι μια στεγνή αφήγηση μόνο ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Μέσα από τις σελίδες του περνάει η καθημερινή ζωή της φοιτητιώσας νεολαίας στην Αθήνα, οι έρωτές τους, οι πνευματικές τους ανησυχίες, τα πάρτυ, οι εκδρομές, τα διαβάσματά τους και οι ατέρμονες συζητήσεις τους  γύρω από την ψυχανάλυση, τη θεολογία,  το σουρεαλισμό και τη ρωσική λογοτεχνία.,  τόσο που ξεχνάς ότι η Αθήνα και η Ελλάδα βρίσκονται  υπό κατοχή. Όλα στρέφονται ενάντια στο αντίπαλο δέος των κομμουνιστών και οι Ιταλοί εμφανίζονται μόνο μετά τη συνθηκολόγησή τους, όταν κρυφά από τους Γερμανούς πουλάνε τα όπλα τους στους Έλληνες. Οι φοιτητές του Ρούφου, που ας σημειωθεί ανήκουν ως επί το πλείστον στην αστική αθηναϊκή κοινωνία, δεν πείνασαν και δεν ταλαιπωρήθηκαν μέσα στην κατοχή. Συνεχίζουν τη ζωή τους ερήμην των κατακτητών, σαν η Ελλάδα να μην είναι υποδουλωμένη.  Αυτό που τονίζει όμως ο Ρούφος είναι η δύναμη των κομμουνιστών που όσο περνάει ο καιρός εξαπλώνεται στην Αθήνα, γεγονός το οποίο,  εκτός από λίγους φοιτητές και στρατιωτικούς, οι υπόλοιποι δεν το είχαν αντιληφθεί ή δεν το είχαν πάρει στα σοβαρά. Ο Ρούφος μας μεταφέρει το κλίμα ενός εμφύλιου πολέμου που μετά το φθινόπωρο του 1943, όσο πάει και επεκτείνεται, ξεκινώντας από τις γραμμές των φοιτητών.  

Εν τω μεταξύ η παράταξη των χριστιανοδημοκρατών ήρθε σε επαφή με νέες δεξιές οργανώσεις και σύστησαν τον Εθνικό Σύνδεσμο Ανωτάτων Σχολών, ο οποίος  ανάμεσα στους στόχους του είχε και τον έλεγχο του Πανεπιστημίου από τους ίδιους. Η κατάσταση όσο περνάει ο καιρός εκτραχύνεται και οι φοιτητές δεν περιορίζονται πλέον στο ξύλο και  τις σιδερένιες γροθιές για να λύσουν τις ιδεολογικές διαφορές τους,  αλλά χρησιμοποιούν και όπλα. Η Ασφάλεια παρακολουθώντας τους κομμουνιστές ρίχνει στον πανεπιστημιακό χώρο «χαφιέδες και αλήτες» για να τους διαλύσει. Η γραμμή των εθνικών οργανώσεων, που έπαιρναν εντολές από το Κάιρο, ήταν να αποφεύγουν οποιαδήποτε συνεργασία με την κατοχική κυβέρνηση, παρόλο που ο εχθρός ήταν κοινός.

 Τα μέλη του Εθνικού Συνδέσμου Ανωτάτων Σχολών μετά από πολύμηνες διαβουλεύσεις αποφάσισαν να συμμετάσχουν στον εθνικό ανταρτικό στρατό με εθελοντικό σώμα σπουδαστών που θα έφερνε το όνομα Ιερός Λόχος. Έτσι για πρώτη φορά εμφανίζεται η ανάγκη στους κύκλους τους να χτυπηθούν οι Γερμανοί, ενώ ως τότε όλος ο αγώνας στόχευε τους κομμουνιστές. Επειδή η Μακεδονία ελεγχόταν  ολόκληρη από τον ΕΛΑΣ θα κατευθυνθούν στην Ήπειρο και θα ενταχθούν στο Μαχόμενο Ελληνικό Στρατό.  Θα προσπαθούσαν  όμως να διατηρήσουν όσο γίνεται την ανεξαρτησία τους και την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του αγώνα. Οι Ιερολοχίτες ανήκουν μόνο στην Ελλάδα και σε καμιά πολιτική παράταξη. Απαιτείται λοιπόν μεγάλη προσοχή και επιφυλακτικότητα όσον αφορά τις σχέσεις τους με την ηγεσία του Μαχόμενου Στρατού, η κομματική τοποθέτηση της οποίας ήταν  γνωστή. Από την πρώτη στιγμή υπήρξε μεγάλος αριθμός εθελοντών, αλλά για να κρατηθεί η ποιότητα αποφασίστηκε να επιλεγούν γύρω στους εξήντα στην αρχή. Μάλιστα για να γίνουν αντιληπτές σε όλους οι σοβαρές υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν, θα ορκίζονταν μπροστά στον Μητροπολίτη με τον όρκο των αρχαίων εφήβων Αθηναίων.

Από τις 600 σελίδες του βιβλίου οι 200 πρώτες αναφέρονται στη ζωή των φοιτητών στην Αθήνα και οι υπόλοιπες 400 στη ζωή των Ιερολοχιτών, ώσπου να φτάσουν στην Ήπειρο, να ενταχτούν στις γραμμές του Μαχόμενου Ελληνικού Στρατού και να πολεμήσουν στο πλευρό του. Μέσα σε αυτές τις σελίδες περιλαμβάνεται και η ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας και η προσπάθεια των φοιτητών να ξεφύγουν  από την υποχρεωτική κατάταξή τους σε αυτά. Πίστευαν ότι η συνεργασία μαζί τους θα πρόδιδε τον αγώνα που είχαν αναλάβει. Οι Ιερολοχίτες έδειξαν εξαιρετική μαχητικότητα και αναδείχτηκαν η καλύτερη μονάδα κρούσης του αντάρτικου στρατού. Όντας μορφωμένοι και οι περισσότεροι αστικής προέλευσης,  διαφοροποιούνταν από τους υπόλοιπους μαχητές ως προς τη νοοτροπία και τη συμπεριφορά.

 Το βιβλίο όλο το διακατέχει μάλλον ένα αντιηρωικό πνεύμα. Ενώ οι φοιτητές δημιούργησαν τον Ιερό Λόχο και επένδυσαν με τις ζωές τους σ’ αυτόν, δεν ηρωοποιούν τις καταστάσεις. Αναφέρονται, για παράδειγμα. στην πείνα, στην απλυσιά, τις ψείρες, τις μικροαπατεωνιές,  τα βολέματα και την ανοργανωσιά του  τάγματος στο οποίο ανήκουν. Γρήγορα επίσης διαπιστώνουν ότι στις γραμμές του είχαν παρεισφρήσει με εντολή του αρχηγού του ΕΔΕΣ και άτομα που δεν είχαν σχέση με τις σχολές, η συμπεριφορά των οποίων   καταρράκωνε την αξιοπρέπειά τους. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, ο Ιερός Λόχος δε διαλύθηκε, αλλά μεταφέρονται όλοι μαζί στην Κέρκυρα, ενώ τα νέα για τα γεγονότα των Δεκεμβριανών και τη δράση της ΟΠΛΑ στην Αθήνα φτάνουν σε αυτούς από τα γράμματα των συντρόφων και των φίλων τους. Η Κέρκυρα ήταν μια μεγάλη ανάπαυλα για όλους, κυρίως τους Ιερολοχίτες, οι οποίοι, ως γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών οι περισσότεροι, βρήκαν στο νησί συγγενείς τους, που τους περιέθαλψαν, τους έντυσαν και τους τάισαν και άνοιξαν τα σαλόνια  για χάρη τους. Τελικά, όταν ξαναλειτούργησαν τα Πανεπιστήμια, αφού σε μια μέρα πήραν όλοι το βαθμό του ανθυπολοχαγού, τους δόθηκε η άδεια να γυρίσουν στα σπίτια και στις σπουδές τους.

 Η Τειχομαχία του Φραγκόπουλου κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά με το Χρονικό μιας Σταυροφορίας του Ρούφου. Τα δύο βιβλία έχουν πολλά κοινά σημεία,  κοινούς  θεματικούς άξονες επάνω στους οποίους  στηρίζεται η υπόθεσή τους.  Και τα δύο ξεκινάνε αναφερόμενα στην προσωπικότητα και στη δολοφονία του φοιτητή Κίτσου Μαλτέζου από  την κομμουνιστική παράταξη, που τα χρόνια της κατοχής δραστηριοποιούταν στο χώρο του Πανεπιστημίου.  Ο Φραγκόπουλος μας δίνει και αυτός το κλίμα που επικρατούσε στο Πανεπιστήμιο τα πρώτα χρόνια της κατοχής. Αναφέρεται, για παράδειγμα, στην προετοιμασία του εορτασμού της πρώτης επετείου της 28ης Οκτωβρίου και στις αμέτρητες οργανώσεις που ξεπήδησαν εκείνη την εποχή με ελάχιστα μέλη η  κάθε μια, πλασματικές οι περισσότερες, στηριζόμενες μάλλον στη φαντασία των λίγων οπαδών - αρχηγών τους παρά στην πραγματικότητα και σε αληθινά μεγέθη. Αναφέρεται επίσης στην περίφημη «υπόγα», όπου στεγαζόταν  η Φοιτητική Λέσχη και όπου γίνονταν όλες οι ζυμώσεις, έπεφτε πολύ ξύλο και μοιραζόταν καθημερινά λιγοστό συσσίτιο. 

Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί  άρχισαν να επεμβαίνουν και να συλλαμβάνουν οργανωμένους φοιτητές, όπως τα 20 μέλη της οργάνωσης «Ιερή Μεραρχία», ενώ «το Πανεπιστήμιο είχε γίνει σωστό Εαμικό φρούριο. Τα συνθήματα εκεί μέσα συζητιόνταν ανοιχτά, οι παράνομες εφημερίδες τους διαβάζονταν ολοφάνερα, για να μπεις στη Λέσχη έπρεπε να δείξεις στους τραμπούκους της εισόδου τη φοιτητική σου ταυτότητα και τ’ όνομά σου να μην είναι γραμμένο στους καταλόγους των «διασπαστών» (Φραγκόπουλος, 1977, σελ.139). Σύμφωνα με το συγγραφέα το καλοκαίρι του 43 υπήρξε το μεσουράνημα του ΕΑΜ. Η Ελλάδα περνούσε την περίοδο του ΕΑΜ, το οποίο είχε κυριαρχήσει στην πολιτική και στρατιωτική ζωή του τόπου τόσο, που το κάθε τι οριζόταν αναφορικά με αυτό. «Ανώνυμο, επιβλητικό, πολυπληθές και συνωμοτικό, επέβαλε το ρυθμό που ήθελε στην εποχή του». Οι αντίπαλοι του άρχισαν να συσπειρώνονται και να οπλίζονται, αγοράζοντας όπλα από τους Ιταλούς, μετά τη συνθηκολόγησή τους  το Σεπτέμβριο του 1943. Εν τω μεταξύ η πάλη των ιδεών κορυφωνόταν και αμέτρητα παρακλάδια όλων των οργανώσεων ξεπηδούσαν, προβάλλοντας τις ιδέες τους σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο. 

 Επειδή το Πανεπιστήμιο είχε κλείσει για ενάμισι χρόνο, η Οργάνωση ΡΑΝ σε συνεργασία με άλλες 13 αντιεαμικές οργανώσεις προσπάθησαν να το ανοίξουν. Έχουμε μια λεπτομερή περιγραφή της συγκέντρωσης που έγινε στα πανεπιστήμια για το άνοιγμα των σχολών και όλες τις προετοιμασίες που προηγήθηκαν. Η συγκέντρωση όμως κατέληξε σε αιματοχυσία και πάλη σώμα προς σώμα και στην υποχώρηση των αριστερών, όταν εμφανίστηκε η ομάδα των Ευέλπιδων του Πολυτεχνείου και οι τσολιάδες. Γρήγορα διαπιστώθηκε ότι το άνοιγμα των σχολών δεν θα είχε κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα. γιαυτό σκέφτηκαν  να δημιουργήσουν ένα Συντονιστικό Γραφείο των Πανεπιστημιακών Οργανώσεων για να αποφασίζεται από κοινού η δράση των δεξιών ομάδων. Έτσι δημιουργήθηκε ο ΕΣΑΣ, ο Εθνικός Σύνδεσμος Ανωτάτων Σχολών. Αποδείχτηκε όμως πάλι ότι και αυτός δεν θα είχε αποτέλεσμα, γιατί οι διαφορές ανάμεσα στις οργανώσεις ήταν τεράστιες σε όλα τα επίπεδα. Το μόνο που τους ένωνε ήταν ο αντιεαμισμός τους. Αποφασίστηκε λοιπόν να διαλυθούν όλες οι οργανώσεις και τα μέλη τους να ενταχθούν κατευθείαν στη νέα οργάνωση που έφερνε πάλι το ίδιο όνομα. Ο νέος ΕΣΑΣ προσπάθησε να βάλει κάποια τάξη στο χώρο του Πανεπιστημίου. Εγκατέστησε γαλάζιο ένοπλο φρουραρχείο στην είσοδο για να εμποδίζονται οι μη έχοντες τη φοιτητκή ιδιότητα, οργάνωσε βάρδιες περιφρούρησης, ήρθε σε συνεννόηση με το στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Η μεγαλύτερη προσφορά του όμως ήταν η περίθαλψη των  βομβόπληκτων του Πειραιά και το συσσίτιο που οργάνωσε. Το Γενάρη του 44 οι Αμερικανοί βομβάρδισαν τον Πειραιά. Τότε άρχισε μια ομαδική έξοδος όχι μόνο των πληγέντων αλλά και αυτών που φοβούνταν μια επανάληψη των βομβαρδισμών.  Τριάντα έξι χιλιάδες άνθρωποι μετακόμισαν μέσα σε μια μέρα στην Αθήνα. Αμέσως ο ΕΣΑΣ κινητοποιήθηκε και στο Πανεπιστήμιο στεγάστηκαν 14.500 άτομα. Για όλους αυτούς οργάνωσαν συσσίτιο, εξασφαλίζοντας τρόφιμα και φάρμακα με την απειλή των όπλων πολλές φορές. Οι Εαμίτες εν τω μεταξύ, μετά την πρώτη έκπληξη, πήραν την κατάσταση στα χέρια τους και μόνο η Σχολή στη Σόλωνος έμεινε στον ΕΣΑΣ, ο οποίος συνεργαζόμενος με την ΕΟΧΑ, μια εκκλησιαστική  οργάνωση, κατάφερε να τα βγάλει πέρα.

Σιγά - σιγά όμως όλες οι δεξιές οργανώσεις «κύλησαν» στη συνεργασία με τους Γερμανούς, στην προσπάθειά τους να πολεμήσουν και να περιθωριοποιήσουν το ΕΑΜ. Η ιδέα ήταν των στρατιωτικών οργανώσεων ΠΑΝ, Χ, ΕΔΕΣ και «δεν περιείχε κανένα σπέρμα προδοσίας». Ίσα - ίσα είχε δοθεί το σύνθημα να μην εισχωρήσει κανένας γερμανόφιλος στις γραμμές τους, όπως και κανένας από τους τσολιάδες του Ράλλη. Μετά όμως από ένα σήμα που ήρθε από την Αίγυπτο συνεργάστηκαν με τον αρχηγό των Ταγμάτων Ασφαλείας, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να τους εξασφαλίσει ταυτότητες για να κυκλοφορούν ελεύθεροι.

Από την άλλη το ΕΑΜ ίδρυσε την ΟΠΛΑ, την οργάνωση προστασίας του λαϊκού αγώνα, και έτσι άρχισε ένας φαύλος κύκλος προγραφών και τρομοκρατικών δολοφονιών από την Ειδική Ασφάλεια και την ΟΠΛΑ. Ο συγγραφέας αναφέρεται και στην ίδρυση του Ιερού Λόχου, μόνο που την παρουσιάζει ως πρωτοβουλία του Ζέρβα, που ήθελε να συστήσει μια ομάδα από φοιτητές στα βουνά, η οποία τελικά αποδείχτηκε η μαχητικότερη μονάδα του εθνικού αντάρτικου.

 Το βιβλίο του Τσαμπήρα Ας μη βρέξει ποτέ, παρουσιαζόμενο ως το οδοιπορικό του Ιερού Λόχου των Εθνικών Ομάδων Ελλήνων Ανταρτών και τονίζοντας ότι η αφήγηση γίνεται δίχως ίχνος μυθιστορίας, έρχεται να επιβεβαιώσει όλα όσα γράφονται στα δύο προηγούμενα βιβλία. Το ερώτημα  που τίθεται σ’ αυτήν την περίπτωση είναι αν το περιεχόμενο των δύο βιβλίων χρειάζεται επιβεβαίωση από τη στιγμή που πρόκειται για μυθιστορήματα και από τη στιγμή που οι συγγραφείς στους προλόγους τους μας προϊδεάζουν για το τι ακριβώς θα διαβάσουμε.

Η μελέτη των δύο μυθιστορημάτων και η παράλληλη ανάγνωση του οδοιπορικού  (Τζούκας, 2006) παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πρόκειται για δύο ιστορικά μυθιστορήματα, παρόλο που δε χαρακτηρίζονται ως τέτοια από τους συγγραφείς τους. Αναφέρονται σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα, μιας συγκεκριμένης εποχής και παρουσιάζουν τη ζωή και τη δράση των φοιτητών της Αθήνας με ιδιαίτερη έμφαση στους φοιτητές που ασπάζονται τη δεξιά ιδεολογία, πάντα σε αντιδιαστολή όμως με τους αριστερούς φοιτητές, τους οργανωμένους στο ΕΑΜ. Τα δύο μυθιστορήματα και το οδοιπορικό είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο νοηματικά και αναφέρονται στα ίδια γεγονότα και περιστατικά. Οι συγγραφείς επίσης ανήκουν στον ίδιο ιδεολογικό χώρο και ως ένα σημείο τα έργα τους είναι αυτοβιογραφικά. Δεν το αποκρύπτουν άλλωστε. Ο Ρούφος σε σημείωση που προτάσσει γράφει: « Κάθε άλλη ομοιότητα δεν είναι βέβαια τυχαία, γιατί σύνθεσα το υλικό μου, θέλοντας και μη (ίσως από έλλειψη φαντασίας), από τις ζωντανές αναμνήσεις της εποχής εκείνης κι απ’ όσους ανθρώπους γνώρισα τότε. Δεν είναι όμως και θελημένη, γιατί σκοπός μου ήταν να ξαναζήσω μια ορισμένη ατμόσφαιρα και όχι να επαινέσω, να χτυπήσω ή να σατιρίσω κανέναν» (Ρούφος, 1972, σελ. 12). 

Ο Φραγκόπουλος επίσης στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσής του γράφει: «Ελάχιστοι είδαν πως τα βιβλία εκείνα, όσο και αν χρησιμοποιούσαν τον ιστορικό φόντο μιας εποχής ταραγμένης και θολής, ήταν στην πραγματικότητα ένα προσωπικό μνημόσυνο στημένο μέσα στην περιοχή της τέχνης» (Φραγκόπουλος, 1977, σελ. 10). 

Ο καμβάς είναι ο ίδιος, λοιπόν, τα μοτίβα τα ίδια, μόνο η βελονιά και τα χρώματα αλλάζουν. Διαβάζεις τα ίδια πράγματα με άλλα λόγια, φωτισμένα άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο. Μην ξεχνάμε επίσης ότι κυκλοφόρησαν και τα δύο την ίδια χρονιά και ότι οι δύο συγγραφείς ανήκαν στην ίδια κοινωνική τάξη, ήταν φίλοι, συμφοιτητές, συνομήλικοι, συναγωνιστές  και είχαν και κοινές παρέες. Ανήκαν δηλαδή στην ίδια αναγνωστική κοινότητα, όπως λέμε στη θεωρία της λογοτεχνίας. Άρα η «ανάγνωση» των γεγονότων ήταν η ίδια. Αποτυπώνουν δηλαδή  και οι δύο τις  κοινωνικές, ιστορικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στην εποχή κατά την οποία διαδραματίζεται  η υπόθεση του έργου τους. Ο τρόπος και ο βαθμός της αποτύπωσης μόνο αλλάζουν και αυτό οφείλεται αποκλειστικά στο συγγραφέα, που λειτουργεί αφενός ως συλλογικό υποκείμενο, εκφράζοντας  την ιδεολογία της κοινωνικής ομάδας στην οποία είναι ενταγμένος και βάσει της οποίας αντιλαμβάνεται τον κόσμο, η οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι η ίδια και στους δύο συγγραφείς, και αφετέρου ως  άτομο σύμφωνα με τα πορίσματα των ψυχαναλυτικών ερευνών σχετικά με τη συμβολική αναπαράσταση του υποσυνειδήτου μέσα στη γραφή. Ενώ λοιπόν η αναπαράσταση του κλίματος που επικρατούσε είναι η ίδια σε γενικές γραμμές, και αυτό οφείλεται στους λόγους που προαναφέραμε, υπάρχει διαφοροποίηση όσον αφορά το φωτισμό ορισμένων καταστάσεων και την  ερμηνεία κάποιων γεγονότων. Για παράδειγμα, ενώ και οι δύο συγγραφείς εκφράζουν την απέχθειά τους και την περιφρόνησή τους για τα Τάγματα Ασφαλείας, ο Φραγκόπουλος αναγνωρίζει ότι τελικά, μετά από σήμα που λήφθηκε από το συνταγματάρχη Βροντήρη, που είχε καταφύγει στην Αίγυπτο, ήρθαν σε συνεννόηση με τον αρχηγό τους και δέχτηκαν όλοι να παραλάβουν ταυτότητες και έμμεσα να συνεργαστούν με τους ίδιους και τους Γερμανούς, παρόλο που η συνείδησή τους τούς έτυπτε, γεγονός που δεν αναφέρεται στο έργο του Ρούφου. Επίσης αναφέρει ότι κάποιες δεξιές οργανώσεις πέταξαν την ιδέα «χωρίς καμιά υποψία προδοσίας» να συνεργαστούν με τους Γερμανούς, αφού είχαν να αντιμετωπίσουν τον ίδιο εχθρό, τους εαμίτες, πρόταση η οποία σιγά – σιγά έγινε αποδεκτή από όλους.  

Η σχέση επίσης των δύο συγγραφέων με την αριστερά φαίνεται να είναι διαφορετική. Ο Ρούφος παρουσιάζει  τον πρωταγωνιστή του, το Δίωνα, με τον οποίο ταυτίζεται,(Ρούφος, 1972, σελ. 10), να συμπαθεί την αριστερά, να είναι πιο διαλλακτικός και συμφιλιωτικός, να συζητάει με το Γιαννόπουλο, το θεωρητικό και αρχηγό των αριστερών φοιτητών για μια από κοινού δράση μετά την υποχώρηση των Γερμανών. Μέσα από τις συζητήσεις που κάνει μαζί του (σε μάκρος 17 σελίδων) αφήνει να διαγραφούν  οι αριστερές θέσεις των αντιπάλων (Ρούφος,1972,σελ.493-510). Επίσης δείχνει πάντα συμπάθεια στους αναξιοπαθούντες αριστερούς αντάρτες που για διάφορους λόγους βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, για να τονίσει ότι δεν τους χωρίζει τίποτα. Απευθυνόμενος στο Γιαννόπουλο  λέει: « Γιώργο,  του  είπε με ξαφνική συγκίνηση. Γιώργο, πολλά μπορούν ακόμα να γίνουν. Αφήστε την επανάσταση και ελάτε να συνεργαστούμε για ό,τι πιστεύουμε μαζί. Κι εγώ κι οι φίλοι μου θέλουμε δικαιοσύνη. Θέλουμε το καλό του λαού. Δεν είμαστε με το μέρος των βιομηχάνων και των στρατηγών» (Ρούφος, 1972, σελ. 574). Και λίγο παρακάτω, όταν μαθαίνει τη δολοφονία του Γιαννόπουλου, εκφράζει τη λύπη του: «Σκότωσαν το Γιαννόπουλο έξω από τη Φλώρινα. Τον κυνηγούσαν για ηθική αυτουργία φόνων. Κρίμα. Κρίμα κι η ζωή κι ο θάνατός του. Μπορούσε νάταν μια ελπίδα της γενιάς μας»(Ρούφος 1972, σελ. 585).

Επίσης ήταν αντίθετος με την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Αθήνα και τα έκτροπα που παρατηρούνταν ανάμεσα στους φοιτητικούς κύκλους. Πάλι στη συζήτησή του με το Γιαννόπουλο λέει για τον ερχομό του στην Ήπειρο και την κατάταξή του στον Ιερό Λόχο: « Ήρθαμε εδώ για να βγούμε από την αηδία του εμφυλίου πολέμου, για να βρεθούμε στο απελευθερωτικό μέτωπο…» (Ρούφος, 1972, σελ. 493). 

Ο Φραγκόπουλος απεναντίας είναι πολύ πιο επικριτικός απέναντι στην αριστερά και υπέρμετρα ελαστικός απέναντι στις θέσεις και τις πράξεις της δεξιάς. Ο πρωταγωνιστής – αφηγητής του έργου του στην ανάλυση της πολιτικής κατάστασης που κάνει λέει: «Ύστερα οι κομμουνιστές άνοιξαν λογαριασμούς με την αστυνομία, που, μέχρι τότε καλοκάγαθα, προσπαθούσε να κάνει τον κόσμο να ξεχάσει την ύπαρξή της. Αυτή η απρόκλητη επίθεση εναντίον ενός ανύποπτου υπαρχιφύλακα μέρα μεσημέρι στην Κοκκινιά, ήταν το πρώτο σοβαρό λάθος του ΕΑΜ. Από κει ξεκίνησαν τα τάγματα ασφαλείας, τα μπουλούκια της ειδικής, οι δεκεμβριανοί πυροβολισμοί στον Άγνωστο Στρατιώτη, οι χωροφύλακες του Μακρυγιάννη. Το λάθος του ΕΑΜ στάθηκε πως άρχισε από πολύ νωρίς την επαναστατική  τρομοκρατία του: οι αστοί, τότε, μπρος στο φόβο του θανάτου τους, θα έδιναν ό,τι είχαν και δεν είχαν για να το συντρίψουν» (Φραγκόπουλος, 1977, σελ. 142).

Και λίγο παρακάτω πάλι, παρουσιάζοντας την ήδη διαμορφωμένη κατάσταση, λέει: «Η δεξιά έμενε πάντα ακαθοδήγητη. [..] Αστοί ήταν οι περισσότεροι, διάβολε! Αστικά πολεμούσαν! Ακαθοδήγητα, στράφηκαν, οι γενναιότεροι, προς τη μόνη λύση: Χρησιμοποιείστε τους Γερμανούς!» (Φραγκόπουλος, 1977, σελ. 188-189).

Ο Φραγκόπουλος αναφέρεται κυρίως στη ζωή και τη δράση των φοιτητικών ομάδων στην Αθήνα, ενώ ο Ρούφος βάζει τους φοιτητές του να κινούνται κυρίως στην Ήπειρο και την Κέρκυρα, εστιάζοντας στην ίδρυση του Ιερού Λόχου και τη δράση των Ιερολοχιτών.

Του Ρούφου το βιβλίο είναι τριπλάσιο σε όγκο από του Φραγκόπουλου, άρα είναι λογικό να διανθίζεται περισσότερο  και με άλλα περιστατικά που αφορούσαν την καθημερινή προσωπική ζωή των ηρώων, όπως ήταν οι σχέσεις τους με τους φίλους, τα ενδιαφέροντά τους, τα διαβάσματά τους οι φιλοσοφικές τους ανησυχίες, τα ερωτικά σκιρτήματα, οι σχέσεις με το άλλο φύλο σε πλατωνικό ή φυσικό επίπεδο, οι σχέσεις τους με το σώμα τους και τον κοινωνικό τους περίγυρο. Το ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι τόσο η πρόσληψη των γεγονότων όσο η μετατροπή τους σε μυθιστορία.

Και σε αυτό το σημείο τίθεται καθαρά πλέον το θέμα της σχέσης ενός ιστορικού μυθιστορήματος και της ιστορίας. Πώς ο συγγραφέας δηλαδή ως υποκείμενο της γραφής διαχειρίζεται την «πραγματικότητα» και παράγει νοήματα και πώς η ιδεολογία του και η «πραγματικότητα» εγγράφονται μέσα στα κείμενα. Και στα δύο βιβλία είναι ολοφάνερη η σύντηξη δύο διαφορετικών λόγων, ενός ιστορικού και ενός μυθιστορηματικού. Οι συγγραφείς στήνουν  την υπόθεση  σε ένα «πραγματικό» ιστορικό πλαίσιο, το οποίο όχι μόνο δεν αποκρύπτεται,  αλλά το προβάλλουν  από την πρώτη στιγμή στον πρόλογό τους,  με έναν τρόπο μάλλον ανορθόδοξο για λογοτεχνικά κείμενα. Και δεν υποστηρίζουν και οι δύο σε καμιά περίπτωση ότι είναι αντικειμενικοί. Ο Ρούφος στη Σημείωση στην αρχή του βιβλίου του γράφει: «Αντικειμενικός δεν προσπάθησα να σταθώ. Ο τραυματίας δεν κοιτάζει τις πληγές του αντικειμενικά, όπως ο γιατρός. Ο τραυματίας είναι μεροληπτικός και εγωκεντρικός» (Ρούφος, 1972, σελ. 11).  Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι στον πρόλογο της έκδοσης του 1972, χωρίς να αλλάξει λέξη από το βιβλίο του, αλλάζει την οπτική με την οποία  βλέπει τα γεγονότα. Υποστηρίζει ότι το παρελθόν δεν αλλάζει, αλλά αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο το βλέπουμε. Και πρέπει να το δούμε με κριτική και νηφάλια ματιά και με διάθεση κατανόησης και συγγνώμης.

 Και ο Φραγκόπουλος μιλάει για το τραύμα που προκάλεσε η δολοφονία του Μαλτέζου. « Η απώλεια του Κίτσου Μαλτέζου για όσους τον γνώριζαν ήταν οδυνηρότατη. Σε μια ολόκληρη συντροφιά εφήβων προξένησε ένα τραύμα που άργησε πολύ να επουλωθεί, και που ίσως, για μερικούς, δεν έγιανε ποτέ. Για μερικούς πάλι στάθηκε ένα αξεπέραστο ορόσημο για τον ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό τους» (Φραγκόπουλος, 1977, σελ. 10).

Τα ιστορικά συμφραζόμενα επομένως μέσα στα οποία κινείται ο μύθος δομούνται σε σχέση με το μηχανισμό της πρόσληψής τους από το συγγραφέα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο άρα μέσα στο μυθιστόρημα δίδεται μια συγκεκριμένη άποψη όσον αφορά την ιστορική περίοδο στην οποία  διαδραματίζονται τα γεγονότα, κατόπιν των συγκεκριμένων επιλογών του συγγραφέα, συνειδητών ή ασυνείδητων.  Επάνω στον καμβά λοιπόν των ιστορικών συμφραζομένων αναπτύσσεται ο δεύτερος λόγος,  ο μυθιστορηματικός,  που με τη βοήθεια της μυθοπλασίας  εμπλέκεται και  δένει με τον ιστορικό, στηρίζοντάς τον, εμπλουτίζοντάς τον ή παραποιώντας τον.  Και ο μυθιστορηματικός λόγος όμως είναι απόρροια της ιδεολογίας  του συγγραφέα που μέσω αυτής παρουσιάζει τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα και ανάλογα τα  ερμηνεύει. Δημιουργείται κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα πλέγμα σχέσεων αλληλεξάρτησης και αλληλοσυμπλήρωσης ανάμεσα στους δύο λόγους που πολλές φορές είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τα όριά τους.

    Ενώ η ιστορία αποτελεί το πλαίσιο ένταξης του λογοτεχνικού έργου, το σκηνικό του με άλλα λόγια, η λογοτεχνία αποτελεί  τη μεταγλώσσα της, η οποία θα υπάρχει όσο θα υπάρχουν και τα ιστορικά ερεθίσματα.

Με την εισήγησή μου έγινε μια προσπάθεια χαρτογράφησης του φοιτητικού κινήματος στη νεοελληνική λογοτεχνική παραγωγή, η οποία έδειξε τις σχέσεις που εξ ορισμού υπάρχουν ανάμεσα στο μυθιστορηματικό είδος και την ιστορία – «πραγματικότητα». Το μυθιστόρημα, ακόμα και το ιστορικό (Μποντίλα, 2006), ως αναφορικό είδος γραφής (Τζιόβας,1987,σελ.199, Τζούμα,1991,σελ. 50, Compagnon,2003,σελ.192)  πάντα αποτυπώνει αυτά που συμβαίνουν στο χώρο και στο χρόνο, όπου «κινείται» ο συγγραφέας.  Έδειξε επίσης  ότι ο τρόπος της  μετεγγραφής των γεγονότων στη γλώσσα της λογοτεχνίας είναι και αυτός θέμα ιδεολογίας. Ο συγγραφέας ενεργώντας ως συλλογικό υποκείμενο μεταφέρει και καταγράφει την εμπειρία-ιδεολογία της «τάξης» του και αναδεικνύει την ιστορία όχι εξιστορώντας το ιστορικό γεγονός αλλά σημασιοδοτώντας το.

 

 

 

 

 

 

 

 

ΒIΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

 

Δούκα, Μ.(1979) Η αρχαία σκουριά, ( Αθήνα, Κέδρος).

Θεοτοκάς Γ.(1980) Αργώ, (Αθήνα, Εστία).

Κοτζιάς, Α. (1979) Αντιποίησις αρχής (Αθήνα,  Κέδρος).

Μποντίλα, Μ. (2006) Ιστορικός και λογοτεχνικός λόγος. Η αναπαράσταση του δωσιλογισμού στη μεταπολεμική λογοτεχνική παραγωγή στο Μιχαηλίδης, Ι.,Νικολακόπουλος, Η., Φλάισερ, Χ. (Επιμελητές) «Εχθρός» εντός των τειχών (Aθήνα, Ελληνικά Γράμματα ).

Ξενόπουλος, Γ. (1929) Φοιτηταί (Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»). 

Ξενόπουλος, Γ. (1958) Άπαντα τ. 1ος ( Αθήνα, Εκδόσεις «Μπίρης»).

Παναγιωτόπουλος, Ι.Μ. (1971) Αστροφεγγιά, (Αθήνα, Αστήρ).

Ρούφος, Ρ. (1972) Χρονικό μας Σταυροφορίας (Αθήνα, Κέδρος ).

Τζιόβας Δ. (1987) Μετά την αισθητική (Αθήνα, Γνώση).

Τζούκας, Β. (2006)  Τα απομνημονεύματα των μελών του Ιερού Λόχου των ΕΟΕΑ: Ας μη βρέξει ποτέ…(Καστοριά, Εισήγηση σε Συνέδριο).

Τζούμα Α. (1991) Η διπλή ανάγνωση του κειμένου ( Αθήνα, Επικαιρότητα).

Τσαμπήρας, Σ. (1985)  Ας μη βρέξει ποτέ (Αθήνα, Ελληνική Ευρωεκδοτική ).

Τσίρκας, Στρ. (1970) Η χαμένη Άνοιξη (Αθήνα, Κέδρος ).

Φραγκόπουλος, Θ. Δ. (1977) Τειχομαχία (Αθήνα, Διογένης).

Χουλιάρας, Ν. (1985)  Ζωή την άλλη φορά (Αθήνα, Νεφέλη).

Compagnon A. (2003) Ο Δαίμων της θεωρίας (Αθήνα, Μεταίχμιο).

Hawthorn, J. (1995) Ξεκλειδώνοντας το κείμενο (Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης)