Η γενεαλογία των διεθνών σπουδών στην Ελλάδα:

ιστοριογραφικά, θεσμικά, κοινωνιολογικά και επιστημολογικά χαρακτηριστικά

 

 

 

Σπύρος ΜΑΚΡΗΣ

Πολιτικός Επιστήμων-Διεθνολόγος

Επιστημονικός Συνεργάτης Ελληνικού Κέντρου Πολιτικών Ερευνών

Κυριάκος ΜΙΚΕΛΗΣ

Υπ. Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου

ΥΠ.Ε.Π.Θ. -  Δνση Μελετών Στατιστικής και Οργάνωσης Ανώτατης Εκπαίδευσης

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στην παρούσα ανακοίνωση προτείνεται ένα μοντέλο ανάδειξης/διερεύνησης των χαρακτηριστικών της οργάνωσης της επιστήμης, εφαρμόζοντάς το στις διεθνείς σπουδές/διεθνείς σχέσεις.  Αποτελείται από τέσσερις θεματικές: το ‘θεσμικό πλαίσιο’, την ‘κοινωνιολογία’, την ‘ιστοριογραφία’ και την ‘επιστημολογία’.  Εκτυλίσσοντας αυτά τα επίπεδα, διαπιστώνεται ότι η ανάπτυξη της συγκεκριμένης κοινωνικής επιστήμης περιλαμβάνει αλλά και συνάμα δεν εξαντλεί την προβολή της κρατικής αποτυχίας ή αδυναμίας στον τρόπο ανάδυσης του πεδίου.  Επίσης, η κυριαρχία μίας ορισμένης θεώρησης της πραγματικότητας -και δη της νομικής προσέγγισης- περιέχεται στην αφαιρετική κατανόηση της επιστημονικής ανάπτυξης εγχώρια αλλά μάλλον εσφαλμένα θα θεωρούταν ότι την εξαντλεί.  Έτσι, με δεδομένη την κατάδειξη διλημμάτων ή και κενών στον υπάρχοντα αυτο-αναστοχασμό, γίνεται κατανοητό ότι οι θεωρητικές και οι μετα-θεωρητικές επιλογές εντός μίας επιστήμης και δη της συγκεκριμένης δεν προκύπτουν στο κενό και δεν γίνονται αντικείμενο απρόσκοπτης και ενιαίας ανάλυσης ακόμα και ενδοσκοπικά.

 

ABSTRACT

This paper proposes a model for investigating the characteristics of the organization of science and applies this model to the case of the scientific field of international studies/International Relations.  It consists of four themes: ‘institutional framework’, ‘sociology’, ‘historiography’, and ‘epistemology’.  Narrating these levels, the conclusion is that the development of the particular scientific field entails but is not restricted to the projection of state weakness and failure to that development.  Moreover, the dominance of a particular understanding of reality -the legal approach- is only part of the understanding of the scientific development in Greece.  Given the demonstration of dilemmas and black spots in the existing self-reflection, it is emphasized that the theoretical and meta-theoretical choices inside a field -this one in particular- do not come out of nowhere and are not the object of non-problematic and uniform analysis.

 

 

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ανά χείρας ανακοίνωση δεν αποσκοπεί στην κατανόηση της ελληνικής εξωτερικής πολικής αλλά στην κατανόηση της επιστήμης και ειδικότερα της επιστήμης των Διεθνών Σχέσεων.  Σε ένα τέτοιο συνέδριο περισσεύει η απόδειξη της μεγάλης σημασίας του επιστημονικού αυτο-αναστοχασμού, παρότι ενδεχομένως ενδιαφέρει τους λοιπούς κοινωνικούς επιστήμονες ότι και οι διεθνολόγοι έχουν εμπλακεί εκτενώς στη διερεύνηση του τρόπου ανάπτυξης της επιστήμης τους υπό το πρίσμα της επιστημολογίας, της ιστορίας της επιστήμης και των ιδεών και της κοινωνιολογίας της επιστήμης (π.χ. Wæver, 1998, Jørgensen, 2003).

Εν μέσω του σεβαστού εύρους των επιμέρους προβληματισμών και των ερευνητικών μεθόδων, εξειδικευμένο αντικείμενο ανάλυσης έχει αποτελέσει η εξέλιξη των διεθνών σπουδών σε συγκεκριμένο χωρο-χρονικό πλαίσιο και η εξήγηση του βαθμού αντιστοιχίας του επιστημονικού έργου με την οικουμενική εικόνα του πεδίου.  Η συστηματική πρόκριση συγκεκριμένων θεματικών στο όνομα ενός μοντέλου διαφοροποιεί την παρούσα μελέτη από πολλά άλλα παραδείγματα της ανάλυσης των διεθνών σπουδών στην Ελλάδα.  Πέραν της ανατροφοδότησης του διεθνολογικού στοχασμού μέσω κειμένων του παρελθόντος και ιδίως του αρχαιοελληνικού, αυτά τα παραδείγματα αφορούν στην καταγραφή είτε του θεσμικού πλαισίου  (Βαρβαρούσης, 1993) είτε ειδικών χαρακτηριστικών (Ήφαιστος, 1996, Ροζάκης, 1996, Φατούρος, 1996, Κώνστας, 1999, Κωνσταντινίδης, 2003, Τζιαμπίρης, 2003) είτε ιδίως της σχέσης επιστήμης-πολιτικής με επίκεντρο την εξήγηση και τη χάραξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (Τσάκωνας, 2005, Couloumbis, 1997, Ηρακλείδης, 2001, Greco, 2002, Stavridis, 2003, Ήφαιστος, 2005).

Ποικίλα εξηγητικά/ερμηνευτικά μοντέλα έχουν προταθεί, επικεντρώνοντας στη γενίκευση των σχετικών παραγόντων (Wæver, 1998: 694-696, Breitenbauch, Wivel, 2004: 416-420).  Στην παρούσα ανακοίνωση προτείνουμε ένα μοντέλο ανάδειξης/διερεύνησης των χαρακτηριστικών της οργάνωσης της επιστήμης, εφαρμόζοντάς το στις διεθνείς σπουδές ή Διεθνείς Σχέσεις τις οποίες ορίζουμε τυπικά ως την επιστήμη που διερευνά τις σχέσεις των κρατικών και διακρατικών πολιτικών οντοτήτων.

Ειδικότερα, προτάσσονται δύο άξονες που αφορούν στην κοινωνικοποίηση της επιστήμης (αναλόγως του επίπεδου που εκείνη λαμβάνει χώρα) και στην (κοινωνική ή στοχαστική) οργάνωση του πεδίου (βλ. πίνακα 1).  Με αυτό τον τρόπο αποδίδεται έμφαση στην επιστήμη ως χώρο οργάνωσης -τόσο κοινωνικά όσο και στοχαστικά- (Elias et al., 1982, Whitley, 1984), αλλά και ως επιστημονική ταυτότητα που κοινωνικοποιείται τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά του υπό εξέταση πεδίου (Antony, 2006).

Έτσι, προκύπτουν τέσσερις κατηγορίες στις οποίες αντιστοιχούμε τέσσερις όρους, υποδηλώνοντας χαρακτηριστικά τις σχετικές θεματικές για την εγχώρια επιστημονική ανάπτυξη.  Το ‘θεσμικό πλαίσιο’ που αφορά στην πανεπιστημιακή οργάνωση των Διεθνών Σχέσεων.  Η ‘κοινωνιολογία’ που αφορά στην κοινωνική οργάνωση εκτός της επιστήμης και ανταποκρίνεται σε εξωτερικά της στοιχεία, τα οποία όμως διαδραματίζουν έναν πολύ κρίσιμο ρόλο στον τρόπο της κατανόησης/ανάδειξής της.  Η ‘ιστοριογραφία’ που αντιστοιχεί στη στοχαστική οργάνωση των Διεθνών Σχέσεων με έμφαση στο φιλοσοφικό, θεωρητικό και μεθοδολογικό περιεχόμενο.  Και τέλος, η ‘επιστημολογία’ η οποία αντιστοιχεί στη στοχαστική οργάνωση σχετικά με την επιστήμη καθαυτό και με τη σχέση κοινωνίας-επιστήμης.

Στη συνέχεια εκτυλίσσουμε την αφήγηση της ανάπτυξης των διεθνών σπουδών στην Ελλάδα στο πλαίσιο των τεσσάρων αναφερομένων θεματικών.

2. Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

 

2.1 ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Αρχίζοντας από το θεσμικό επίπεδο, επισημαίνουμε την ύπαρξη σήμερα πολλών πανεπιστημιακών τμημάτων που διερευνούν τη διεθνή πραγματικότητα σε μεγάλο ή μικρό βαθμό, ανεξαρτήτως της πειθαρχίας την οποία καλλιεργούν και η οποία μπορεί ν’ αφορά στα γράμματα (φιλολογία και ιστορία ως περιφερειακές σπουδές), στη νομική, στην οικονομία, στην πολιτική επιστήμη ή ρητά και πρωτογενώς στις διεθνείς σπουδές (βλ. πίνακα 2).  Μάλιστα το σημερινό ογκώδες θεσμικό-πανεπιστημιακό πλαίσιο καθίσταται κάτι περισσότερο από αντιληπτό όταν το αντιπαραβάλουμε με την εποχή της μονοπώλησης των διεθνολογικών γνωστικών αντικειμένων από τις περίφημες έδρες τμημάτων νομικής και της Παντείου (π.χ. Σ. Καλογερόπουλος-Στρατής, Δ. Κωνσταντόπουλος, Σ. Σεφεριάδης, Γ. Στρέϊτ, Γ. Τενεκίδης).  Συγκεκριμένα, λίγες ήταν αφιερωμένες στο διεθνές δίκαιο (δημόσιο και ιδιωτικό) ενδεχομένως και στη διπλωματική ιστορία συμπληρωματικά, η οποία φαίνεται ότι αγνοείτο εν γένει.  Η μη αυτόνομη παρουσία της επιβεβαιώνεται από το ότι περιεχόταν επίσης όχι σε ρητά διακριτή έδρα αλλά στο έργο κατόχων εδρών στην ιστορία των ξένων λαών και στην πολιτική ιστορία (Ν. Βλάχος, Μ. Λάσκαρις).

Η σημερινή πανεπιστημιακή εικόνα αποτελεί προϊόν δύο γεγονότων.  Το πρώτο είναι η αλλαγή της βασικής λειτουργικής μονάδας από τη Σχολή στο Τμήμα και η κατάργηση της έδρας με το νόμο 1268/1982, οπότε τα τότε τμήματα νομικής και πολιτικής πιστοποίησαν την ενασχόληση με το διεθνές (βλ. στο εξής το γνωστικό αντικείμενο της διεθνούς πολιτικής) μέσω της ίδρυσης αφιερωμένων τομέων στις διεθνείς σπουδές.  Το δεύτερο είναι η πανεπιστημιακή διεύρυνση που επιτελέστηκε ειδικά κατά τη δεκαετία 1990 και αν μη τι άλλο προς το τέλος της, με έμφαση στις περιφερειακές σπουδές και στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις.

Η διαφορά αποκρυσταλλώνει ποικίλες και εκτενέστερες επιστημολογικές επιλογές που επιβεβαιώνονται από τη διαφοροποίηση των τομέων/ειδικεύσεων και του είδους της επιστήμης που θεραπεύεται σε κάθε τμήμα εν τέλει.  Έτσι, ενώ στα αγγλοσαξονικά κράτη και οπωσδήποτε στις Η.Π.Α. οι περιφερειακές σπουδές συχνά τίθενται υπό τη σκέπη της πολιτικής επιστήμης, εδώ φαίνεται να τίθενται συνήθως υπό τη σκέπη ειδικά των ανθρωπιστικών σπουδών. 

Δίνουμε έμφαση σε αυτό το γεγονός λόγω της επικέντρωσης του υπάρχοντος αυτο-αναστοχασμού στη σχέση πολιτικής και νομικής επιστήμης, η οποία όντως έτεινε να απορροφά και να εξαντλεί την πρώτη εν πολλοίς.  Γενικότερα, πρόκειται για την πολυδιάστατη μελέτη του διεθνούς με τη σεβαστή αλλά όχι κυρίαρχη παρουσία της πολιτικής επιστήμης.  Μάλιστα, παρά την ανησυχία στον εγχώριο αυτο-αναστοχασμό περί της δυσχέρειας του περιθωρίου και των προοπτικών για την ευρεία ‘κοινωνική/πολιτική’ θεώρηση του διεθνούς εξαιτίας του ενδεχομένως απομονωτικού χαρακτήρα ενός πυρήνα που επικεντρώνει στην πολιτική (π.χ. Φατούρος, 1996) και επίσης παρά το πρόσφατο της πυκνής θεσμοποίησης των περιφερειακών σπουδών, η ίδρυση ερευνητικών ινστιτούτων (προς το τέλος της δεκαετίας 1980) με έμφαση στη διεθνή/εξωτερική πολιτική καθαυτή δεν προηγήθηκε αλλά ακολούθησε την ίδρυση κέντρων που είχαν ιδρυθεί λίγο ή και αρκετά αργότερα με περιφερειακό ή διεθνο-νομικό προσανατολισμό.  Εξίσου χαρακτηριστική είναι η σηματοδότηση του επαγγελματικού φορέα των διεθνών σπουδών στα μέσα της δεκαετίας 1980 (οπότε φαίνεται ότι είχε αναδειχθεί μία κρίσιμη μάζα επιστημόνων) ως Ελληνικής Εταιρείας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων.  Εντούτοις, στις περισσότερες περιπτώσεις τοπικής ή περιφερειακής εταιρείας ως επαγγελματικού/επιστημονικού φορέα της διεθνολογίας συνήθης είναι η επιλογή του όρου ‘διεθνείς σπουδές’ και όχι η προσθήκη των δύο βασικών συνιστωσών του τίτλου του ελληνικού επαγγελματικού φορέα Ινστιτούτο Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων.  Η ελληνική επιλογή δικαιολογείτο μάλλον από την ανάγκη για την απόδοση σεβασμού στην παλαιότερη και πιο ευάριθμη συνιστώσα, γεγονός το οποίο βεβαιώνεται από το ότι το γνωστικό αντικείμενο τομέα διεθνών σπουδών μόνο ενός από τα τρία τμήματα νομικής επιστήμης (στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) περιλάμβανε ρητά τις διεθνείς σχέσεις και τη διπλωματική ιστορία, κατά τη σύσταση τομέων σ’ εφαρμογή του Νόμου 1268/1982.

Η αφαιρετική κατανόηση τούτου ως η κυριαρχία μίας ορισμένης θεώρησης της πραγματικότητας και δη της νομικής προσέγγισης περιέχεται στην υπόθεση αλλά μάλλον εσφαλμένα θα θεωρούταν ότι την εξαντλεί.  Αν την εξαντλούσε, με την έννοια ότι η νομική θεώρηση επιτάσσει καθαυτό την ανυπαρξία άλλων, τότε πώς θα μπορούσε να εξηγηθεί η έστω βραχύβια ύπαρξη επιστημονικών περιοδικών με πολυδιάστατη διαπραγμάτευση της διεθνούς πολιτικής πολύ πριν από τις δεκαετίες 1990 και 2000; 

Αναγνωρίζοντας τον άκρως συνοπτικό χαρακτήρα της περιγραφής μας, συμπέρασμα αποτελεί η διαπίστωση της ιδιαίτερης θεσμικής διαφοροποίησης.  Αντανακλά διαφορές προφανώς επιστημολογικές, υπό την έννοια της ‘μητέρας’-επιστήμης υπό τη σκέπη της οποίας τίθεται η σχετική κατάρτιση, αλλά και σχετικά με τον τρόπο επίτευξης της διεπιστημονικής επικοινωνίας εγχώρια.

2.2 ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ

Η αφετηρία της αναφοράς μας στην κοινωνιολογία συνιστά τη συμπύκνωση του εγχώριου αυτο-αναστοχασμού, όσον αφορά στη σύνδεση της εξέλιξης των πολιτικών και δη των διεθνών σπουδών με το βαθμό της ορθολογικής οργάνωσης της ελληνικής κοινωνικο-πολιτικής ζωής.

Πιστεύοντας πως παρά την τηλεγραφική απόδοση αναπαριστούμε πιστά και δίκαια αυτή την εικόνα, την αντιλαμβανόμαστε ως το ότι η επιστήμη των Διεθνών Σχέσεων είχε πέσει θύμα του αυταρχισμού και της αμφιταλάντευσης του βαθμού δημοκρατίας σε πολλαπλό επίπεδο και δη τόσο εντός της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας (στο οποίο συνεισέφερε και ο δεσπόζων νομικός φορμαλισμός) όσο εντός της ίδιας της επιστήμης (στο οποίο συνεισέφερε το δύσκαμπτο πανεπιστημιακό σύστημα), αλλά και σε σχέση με την ίδια τη διεθνο-πολιτική πραγματικότητα, εξαιτίας της εξάρτησης και της τρωτότητας του ελληνικού κράτους.  Η ‘σωτηρία’ της συγκεκριμένης επιστήμης από το καθεστώς της σχεδόν ανυπαρξίας (με την εξαίρεση της μελέτης του διεθνούς δικαίου) επιβαρυνόταν επίσης από την κυριαρχία των ιδεολογημάτων, όπως ο εθνικισμός ή ο κοσμοπολιτισμός/διεθνισμός, έναντι της επιστήμης.  Σε αυτό το πλαίσιο της εμβρυώδους και αποσπασματικής εγχώριας ανάπτυξης των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών, η Μεταπολίτευση σηματοδοτεί την κάποιου είδους θεραπεία της κατάστασης, πόσο μάλλον καθόσον οι επιστήμονες μπορούσαν πλέον να επικαλεστούν την ανάγκη και τη δυνατότητα για προσφορά σε μία στιγμή οπότε τόσο η επιστήμη όσο και η ελληνική εξωτερική πολιτική είχαν βληθεί καταστροφικά (Κυπριακό κ.λ.π.).

Ενδείκνυται να επισημανθεί ένα στοιχείο που είναι συμβατό με αυτή την εικόνα αλλά που μάλλον έχει αγνοηθεί.  Πρόκειται για την προέλευση του ανεξάρτητου κράτους από την οθωμανική αυτοκρατορία, κάτι που σημαίνει τη μη άντληση κύρια και αποκλειστικά από συγκεκριμένο διοικητικό ή εκπαιδευτικό σύστημα, μην αποτελώντας πρότερο τμήμα κάποιας αυτοκρατορίας όπως η βρετανική ή η γαλλική.  Έτσι πέραν του προβληματισμού για την καθαυτό υιοθέτηση των δυτικών προτύπων ή μη, δεν πρέπει να μάς διαφεύγει και ο βαθμός της συνεκτικής, συστηματικής και συνολικής διαπραγμάτευσης εντός εκείνων.  Δεν μπορεί να εκληφθεί ενιαίος a priori, πολλώ δε μάλλον αν ληφθεί υπόψη η τάση-‘‘συνδρόμο της πνευματικής φυγής των νεοελλήνων από την κάθε φορά σύγχρονή τους κοινωνική πραγματικότητα’’ (Λαμπίρη-Δημάκη, 2000: 117).  Ενώ εναπόκειται στην ιστορία των επιστημονικών ιδεών να καταδείξει το βαθμό της πραγματολογικής ισχύος αυτής της τάσης όπως και την ακριβή της ιστορική πορεία, οπωσδήποτε η διαπραγμάτευση της θεώρησης της πραγματικότητας σε όρους ιδεών ή ύλης όντως έτεινε στην πριμοδότηση των πρώτων ενίοτε (π.χ. Τσάτσος, 1965).

Εδώ, σκοπός δεν είναι η επίλυση των σοβαρών επιστημονικών και πολιτικών/ιδεολογικών αντιπαραθέσεων αναφορικά με ότι αυτό που αναπτύχθηκε ως επιστήμη στην Ελλάδα έδωσε συγκεκριμένες και δη ‘κατάλληλες’ ή ‘ακατάλληλες’ απαντήσεις σε διλήμματα όπως η περαιτέρω εδαφική εξάπλωση του ελληνικού και εδαφικά περιορισμένου κράτους εν όψει αρχικά αναντίστοιχων εθνικών ορίων, με ιδιαίτερη την ανάγκη για την οριοθέτηση των σχέσεων αρχαιότητας και ελληνισμού, αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, Δύσης και Ανατολής.  Όμως, η ουσία είναι ότι η στιγμή της εν πολλοίς αντιστοίχησης των κρατικών και των εθνικών ορίων τη δεκαετία 1920 -εξαιτίας της τραγικής αποτυχίας της Μικρασιατικής Εκστρατείας και της καταστροφής- συνέπεσε με μία σημαδιακή περίοδο για τη διεθνολογία (Schmidt, 1998: κεφ. 5 & 6) και σχεδόν την αγνόησε (πάντως με διαβαθμίσεις) ή την ακολούθησε ρητά με πενήντα έτη καθυστέρηση, με την επίκληση της κυπριακής ‘αποτυχίας’.

Σε αυτό και παρά το ότι ο προβληματισμός για την εξωτερική πολιτική και την ασφάλεια είχε βάση ύπαρξης ήδη από τότε, ρόλο διαδραματίζει η μάλλον αγνοημένη θέση του κράτους.  Όντως, η περιορισμένη δημοκρατικότητα ή η αυταρχικότητα, την οποία επισημάναμε λίγο παραπάνω, σημαίνει το συγκεντρωτισμό του κράτους και την απονομιμοποίηση ανανεωτικών πτυχών της επιστήμης στο όνομα της αυτονόητης ενίοτε και τυραννικής ενότητας.  Παρά την απόδοση τιμής στο κράτος από τη νομική, εν τέλει ο διεθνολογικός λόγος δεν επεκτάθηκε έστω στο όνομα του κράτους.  Κάτι τέτοιο δεν έγινε -τουλάχιστον εκτενώς- στις ιστορικές σπουδές (όμως βλ. Ζακυθηνός, 1962: 7-13).

Έχοντας αναδείξει κάποιες κατευθύνσεις του σχετικού προβληματισμού, ορισμένες εκ των οποίων έχουν υποτιμηθεί, το θέμα μάλλον υπερβαίνει το τι λένε οι Έλληνες διεθνολόγοι για τον εαυτό τους ακόμα ίσως και το αν το λένε ορθά.  Δεν είναι a priori πρόδηλη η αποκλειστική και αναγωγική εξήγηση της αρνητικής πορείας της εν λόγω επιστήμης ως μίας ακόμα παθούσας κοινωνικής επιστήμης εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων, διότι δεν έπαθαν ή δεν νόσησαν με τον ίδιο τρόπο όλες, με τις οικονομικές ν’ αποτελούν ένα παράδειγμα, παρότι πλείστα όσα μέλη άλλων κοινωνικών επιστημών εν πολλοίς θα αντιστοιχούσαν τη δικιά τους επιστήμη στη ως άνω αφήγηση.  Άλλωστε, ο εντοπισμός των προκλήσεων και των ευκαιριών της Μεταπολίτευσης σχετικά με το βαθμό ορθολογικότητας της εγχώριας κοινωνικο-πολιτικής ανάπτυξης ενέχει ως γενική αναφορά τον κίνδυνο όχι μόνο της υπερτίμησης ή της υποτίμησης της ιστορικής βαρύτητας διαφόρων παραγόντων αλλά και την αναπαραγωγή της έστω πολύσημης νοοτροπίας του τύπου ‘‘lets now do business as usual’’, που διαφαίνεται αμέσως παρακάτω.

2.3 ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ

Η προαναφερόμενη εικόνα συνάδει με μία επιστημολογική πτυχή που συνιστά το πρότυπο για την περαιτέρω πορεία του πεδίου.  Εκφράζοντας και πάλι την πίστη μας πως παρά την τηλεγραφική απόδοση την αναπαριστούμε πιστά και δίκαια, την αντιλαμβανόμαστε ως το ότι οι διεθνολόγοι επιθυμούν και βλέπουν την ανάγκη, που έχει εκπληρωθεί έστω εν μέρει, για την αντιμετώπιση του θεωρούμενου ως κυρίαρχου κανονιστικού ή ιδεο-κεντρικού χαρακτήρα της επιστήμης.  Αυτή η ανάγκη αφορά στην αντιμετώπιση της πρότερης υποβάθμισης των εσωτερικών κριτηρίων της επιστήμης, δηλαδή στην τήρηση των εσωτερικών κριτηρίων της, όπως και στην ενίσχυση της ίδιας της εμπειρικής έρευνας.  Συνάδει με το διακριτό θεωρητικό εμποτισμό, ήτοι το ρητό και εκτενή εντοπισμό της έρευνας και της διδασκαλίας σε ποικίλα αλλά επαρκώς σαφή γενικά πρότυπα, καθώς η αντιστοιχία με την οικουμενική εικόνα του πεδίου είναι σημαντικό κριτήριο για την εγχώρια αξιολόγηση.  Τούτο όπως και η διεθνολογική εξοικείωση με τις ποσοτικές μεθόδους και τη θεωρία παιγνίων (Βαρβαρούσης, 1982, Κώνστας, 1983: κεφ. 4, Πλατιάς, 1995, Κουσκουβέλης, 1997: ιδίως κεφ. 5) ή και τη συστημική θεώρηση (Κίννας, 1976, Αρβανιτόπουλος, 2000: 69-111, Ήφαιστος, 2002: ιδίως 100-247) παραπέμπουν σ’ έναν εν γένει θετικισμό ο οποίος όμως δεν αναπτύχθηκε συνολικά σε συστηματικό ρασιοναλισμό.  Υπαρκτή είναι και η κάποια εξοικείωση με το μετα-θετικισμό (Υφαντής, 1998, Φακιολάς, 1999, Μακρής, 2002, Χουλιάρας, 2004), πόσο μάλλον δεδομένης της αυξανόμενης διδακτορικής κατάρτισης ειδικά στη Μεγάλη Βρετανία, όπου προσφάτως τον είχε αναπτύξει ιδιαίτερα.  Έτσι αν η δόμηση της επιστημονικής ταυτότητας περιλαμβάνει σαφώς την έκκληση για τα επιστημονικά εχέγγυα, τούτο λαμβάνει χώρα υπό την έννοια της επίκλησης των πραγματολογικών δεδομένων, εν μέσω μίας επιστημολογικής ανομοιομορφίας η οποία επίσης δεν είναι ασύνδετη της προαναφερόμενης θεσμικής διαφοροποίησης και της ποικιλίας των επιστημών, που έχουν λειτουργήσει ως σκέπη της διεθνολογικής κατάρτισης και δεν χαρακτηρίζονται από ενιαία επιστημολογία.  Η κατανομή μαθημάτων στα προγράμματα σπουδών σε επιλεγμένα τμήματα κατά τα δύο πρώτα έτη, όπου επικρατούν τα υποχρεωτικά μαθήματα και καθιστούν τις συγκρίσεις εφικτές, αναδεικνύει μία κάποια διαφοροποίηση στην επιστημονική κατάρτιση ακόμα και στην αφετηρία των σπουδών, πάντως εν μέσω της κοινής αναγνώρισης ενός εύρους μαθημάτων και αντικειμένων με το οποίο πρέπει να είναι εξοικειωμένος ο φοιτητής (βλ. πίνακα 3).

Επιπλέον χαρακτηριστικό της επιστημονικής ταυτότητας αποτελεί η πίστη στη λειτουργία του πεδίου ως ‘εθνικής’/‘κρατικής’ επιστήμης.  Εδώ εννοείται η ρητή συμβολή στη διαμόρφωση της διεθνολογικής συζήτησης, πόσο μάλλον δεδομένου του προαναφερόμενου ρόλου των διεθνο-πολιτικών προκλήσεων της Μεταπολίτευσης οι οποίες έχρηζαν εκτενούς και ανανεωμένου επιστημονικού λόγου.  Μάλιστα, σε επίπεδο δομής σκέψης και μόνον, η αντιπαράθεση του ιδιαίτερου επιστημονικού λόγου με το δημόσιο ή τον αναρμόδιο λόγο επιβεβαιώνει αυτό το χαρακτηριστικό.  Δηλαδή η συγκρότηση της επιστημονικής ταυτότητας περιλαμβάνει την κοινή απόφαση των επιστημόνων ως ρητή αναζήτηση του αρμόδιου λόγου έναντι των αναρμόδιων και επικίνδυνων πεποιθήσεων, προϋποθέτοντας μία κάποια σχέση ανάμεσα στην καταλληλότητα του γνωστικού υποβάθρου και στην αποτελεσματικότητα της εξωτερικής πολιτικής (Κίννας, 1974: 1099, Φραγκονικολόπουλος, 1995: 69, Ήφαιστος, 1996: 66, Ηρακλείδης, 2001: 43), πάντως μην αποτελώντας αποκλειστικότητα του παρόντος (Τενεκίδης, 1957: xiii, Ρούκουνας, 1966: 1003) και οπωσδήποτε δίχως να εννοείται a priori η επιστημονική ισοδυναμία και η ομοιότητα του επιστημονικού έργου.

Όντως, η θεωρητική εκτύλιξη αυτού του κοινού σημείου είναι ποικίλη και ιδεοτυπικά αντιπαρατίθεται σε δύο κατηγορίες πεποιθήσεων που προκαλούν ανησυχία, αφορώντας στο κοσμοπολίτικο/διεθνιστικό βάρος, κατά μία προσέγγιση της υπόθεσης, και στην κληρονομιά του λόγου των εθνικών θεμάτων, κατά μία άλλη.  Επίσης ιδεοτυπικά, τα επιστημολογικά εχέγγυα αναδεικνύονται αφενός ως ανάγκη για επιστημονική δράση εντός του κατά Lijphart παραδοσιακού παραδείγματος των Διεθνών Σχέσεων (Lijphart, 1974: 44-49.  Βλ. Ήφαιστος, 2003: κεφ. 5) και αφετέρου ως επίκριση της θεώρησης των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής ως εθνικών θεμάτων (Ηρακλείδης, 2001), συμπεριλαμβάνοντας την κριτική έναντι του πολιτικού ρεαλισμού όπως και της θεματικής της ισχύος και της ισορροπίας δυνάμεων.  Μάλιστα, το πρώτο έχει ρητά συνδεθεί με μία εκτενή απόπειρα ρητής και διακριτής συζήτησης κανόνων περί την εσωτερική λειτουργία της ελληνικής διεθνολογικής κοινότητας στη βάση της ρητής ανάδειξης της θεωρίας ως προνομιακής διάστασης ελέγχου και ευθύνης (Ήφαιστος, 1996, 2003: 31-54, 574-587 & 633-656).  Δηλαδή δεν πρόκειται για την ανάδειξη μίας συγκεκριμένης θεωρητικής προσέγγισης και μόνον αλλά για τη συζήτηση/ζήτηση της συνολικής επισκόπησης στην οποία έχει αποτύχει η εγχώρια ανάλυση, που υπό αυτή την έννοια αποτελεί αντιεπιστημονική, μην εκπληρώνοντας ειδικά τη διάσταση της αμεροληψίας του κατά Merton επιστημονικού ήθους (Merton, 1973: 267-268).

Ενώ δεν είναι της παρούσας η πλήρης εκτύλιξη του προβληματισμού αναφορικά με τη δύσκαμπτη παραδειγματική εμβάθυνση και με το καθεστώς δοκιμασίας της τοπικής διεθνολογικής κοινότητας, δεδομένη αποτελεί η κάπως πολυδιάστατη (αλλά όχι αναγκαστικά πλήρως αναδιπλωμένη) επιστημολογική ανάδυση του πεδίου.

2.4 ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ

Περνώντας στο τελευταίο εξεταζόμενο επίπεδο, το οποίο αφορά στο θεωρητικό περιεχόμενο, είναι προφανές ότι εδώ δεν είναι ο χώρος για τη διενέργεια μίας ιστορίας των ιδεών η οποία θα τις εκτυλίξει σε συνάφεια μεταξύ τους και με το γενικότερο θεωρητικό προβληματισμό.  Σημασία έχει το όχι τόσο προφανές ότι μία τέτοια ιστορία δεν θα εξαντλείτο στη μελέτη του διεθνούς δικαίου, αν ληφθεί τοις μετρητοίς η σχεδόν μονοπώληση των σχετικών γνωστικών αντικειμένων από τις έδρες του Διεθνούς Δικαίου.

Μία τέτοια μονοπώληση σημαίνει τη μη ανάπτυξη ή την υπανάπτυξη της πειθαρχίας ως τέτοιας όχι όμως και του ίδιου του επιστημονικού έργου.  Ο Μεσοπόλεμος δίνει χαρακτηριστικά παραδείγματα.  Είναι μία περίοδος τόσο στ’ αγγλοσαξονικά κράτη όσο και -ίσως κάπως διαφορετικά- στην Ηπειρωτική Ευρώπη και δη στη Γερμανία, με την οποία η ελληνική διανόηση είχε επαφή, όπου η μελέτη του πολέμου εξελίχθηκε σε διακριτά και εκτενή γνωρίσματα.  Στην Ελλάδα, της οποίας οι διεθνο-νομικοί φαίνεται να είχαν την τάση για ξενόγλωσση δημοσίευση και άρα επιστημονική επαφή ειδικά στη γαλλική γλώσσα, αυτά τα χαρακτηριστικά είτε αγνοήθηκαν -ειδικά κατά την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο- είτε αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης όχι όμως υπό ένα ρητά αναγνωρισμένο πυρήνα, αν μη τι άλλο μεσοπολεμικά.

Ένα σχετικό παράδειγμα είναι η γεωπολιτική/γεωοικονομική προβληματική την οποία ο εγχώριος αυτο-αναστοχασμός αγνοεί παντελώς όταν κάνει λόγο στη διαβόητη διεθνο-νομική κυριαρχία των διεθνών σπουδών προ της Μεταπολίτευσης, και αυτό παρά τη μεθοδολογική ανάδειξή του εκ μέρους κοινωνικών επιστημόνων ή οικονομολόγων (π.χ. Βεργόπουλος, 1978: 141-149, Μελετόπουλος, 1999).  Δεύτερο παράδειγμα είναι το έργο διπλωματών ή επιστημόνων που αποδεικνύονται γρήγορα άνθρωποι της (πολιτικής) δράσης.  Διαδεχόμενο τον ρηξικέλευθο προβληματισμό για τον πόλεμο και τον εθνικισμό επί του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αφορά σε μάλλον ελιτίστικο πλαίσιο, καθόσον συχνά εκπονείται σε ξένη γλώσσα και απευθύνεται σε μάλλον εξειδικευμένο ακροατήριο (βλ. Μακρής, Μικέλης, 2003: 33-41, Χειλά, 2006).

Επίσης, η αναφορά στη διεθνο-νομική κυριαρχία γενικά δεν μας λέει κάτι για το βαθμό ισορροπίας ελλαδο-κεντρικών και μη ελλαδο-κεντρικών προσεγγίσεων εντός του επιστημονικού αλλά και του δημόσιου λόγου επί της διεθνούς πραγματικότητας.  Ούτε μας λέει κάτι για την κάπως αιχμηρή ανάδειξη της διεπιστημονικότητας εξαιτίας της μάλλον έντονης διαμάχης ανάμεσα στα διάφορα επιστημονικά πεδία/λόγους σε αναφορά είτε με το διεθνές είτε γενικά (Τενεκίδης, 1957: cxl-cxlvii, Πουλόπουλος, 1972: 349, Ευρυγένης, 1992/1962: 1093), ενώ ειρωνικά μία από τις πρώτες ψυχροπολεμικές εκκλήσεις για τη μη αναγωγή των διεθνών σπουδών στο διεθνές δίκαιο και στη διπλωματική ιστορία ως πεδία έγινε όχι από διεθνο-νομικό αλλά από κοινωνιολόγο (Σταματιάδης, 1964: 7).  Σε κάθε περίπτωση, υφίσταται η έκκληση για το σεβασμό των πραγματολογικών δεδομένων, παρότι κάπως περιορισμένη, καθόσον αναλυτικός γνώμονας διαφαίνεται να είναι περισσότερο η κοινωνία των κρατών και πάντως λιγότερο η ισορροπία δυνάμεων.  Χαρακτηριστικό αυτού είναι η ψυχροπολεμική αγνόηση της πολεμολογίας ή της θεωρίας πολέμου, παρά την τότε ιδιαίτερη επαφή της εγχώριας διεθνολογίας με εκείνη της Γαλλίας (όπου πέραν της μελέτης του διεθνούς δικαίου είχε αναπτυχθεί ιδιαίτερα και η πολεμολογική συνιστώσα).

Όντως η Μεταπολίτευση σηματοδοτεί μία κάποια αλλαγή, αν μη τι άλλο στο βαθμό που η πραγματικότητα ειδικά της διεθνούς πολιτικής συνίσταται ρητά -και πάντως όχι αποκλειστικά- σε όρους εξάρτησης και πολιτικής πίεσης (Κώνστας, 1976, Τενεκίδης, 1976: 49-124, Κουλουμπής, 1978, Ροζάκης, 1978: 11-28, 1983: 93-104, Κρανιδιώτης, 1984).  Σχετική είναι η επιβεβαίωση του ανταγωνιστικού χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος (Πλατιάς, 1995, Αρβανιτόπουλος, 2000: 89-99, Ήφαιστος, 2001: ιδίως 289-455, 2002: ιδίως 100-271) όπως και η σύνδεση της συστημικής θεωρίας για την εξήγηση των περιορισμών της κρατικής συμπεριφοράς με τη θεωρία της εσωτερικής δομής για την ανάλυση των κρατικών επιλογών (Platias, 1996).  Εδώ πρόκειται για το ρητό εμποτισμό της ανάλυσης της διεθνούς πολιτικής με το συστημικό επίπεδο, και μάλιστα στο όνομα της κατά Θουκυδίδη αξιολογικά ουδέτερης περιγραφής της πολιτικής πραγματικότητας με γνώμονα τη σταθερότητα/αστάθεια και την άνιση ανάπτυξη.  Πάντως, τα πρώτα μεταπολιτευτικά έτη συμπεριελάμβαναν την πλουραλιστική συστημική θεώρηση (Κίννας, 1976, 1980α: ιδίως 53-75) και την ανάλυση της (θεωρίας της) αλληλεξάρτησης (Ιωακειμίδης, 1980, Κίννας, 1980β).  Διάδοχός τους αποτελεί η διερεύνηση των απορρυθμιστικών αποτελεσμάτων για το κράτος και την κυριαρχία εν όψει της παγκοσμιοποίησης (Τσινισιζέλης, Υφαντής, 2000).

Αν και άλλο θέμα είναι το ισόρροπο της ανάπτυξης των διαφορετικών προσεγγίσεων ειδικά σε βάθος χρόνου κατά τη Μεταπολίτευση, το οποίο δεν είναι τόσο πρόδηλο (πβ. Κωνσταντινίδης, 2003: ιδίως 140-142), η τελευταία όντως συνάδει με μια λιγότερο ανισόρροπη ανάδειξη του συνόλου του κατά Lijphart παραδοσιακού παραδείγματος των Διεθνών Σχέσεων αλλά και μετα-παραδειγματικών θεματικών (Lijphart, 1974: 44-52).  Πάντως πέραν της προαναφερόμενης ρητής έκκλησης για δράση εντός του εν λόγω παραδείγματος, αυτή η ανάδειξη δεν έχει ρητό χαρακτήρα και αυτό ενδεχομένως συνάδει με την ιδιαίτερη θεσμική διαφοροποίηση, την οποία επισημάναμε στην αναφορά μας στο θεσμικό επίπεδο.

3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ολοκληρώνοντας την πολυδιάστατη αφήγησή μας, πιστεύουμε ότι εκπληρώσαμε την υπόσχεση που δώσαμε στην αφετηρία, δηλαδή ότι η νέα γνώση που θα αναδυόταν αφορούσε όχι στην ουσία της διεθνούς και της εξωτερικής πολιτικής αλλά στον τρόπο ανάδυσης της επιστήμης των Διεθνών Σχέσεων στην Ελλάδα.

Η ανάπτυξη της συγκεκριμένης κοινωνικής επιστήμης περιλαμβάνει αλλά και συνάμα δεν εξαντλεί την προβολή της κρατικής αποτυχίας ή αδυναμίας στον τρόπο ανάδυσης του πεδίου, ειδικά αν περιορίζεται στην εξωτερική ισχύ του κράτους, αγνοώντας την εσωτερική διάσταση της αστάθειας και αδυναμίας για τη συνεκτική αποκρυστάλλωση ποικίλων προσεγγίσεων, μην αφορώντας μόνο στον πολίτη και στο πολιτικό σύστημα αλλά επίσης στον επιστήμονα και στο επιστημονικό σύστημα.  Και πάλι, όμως, η κυριαρχία μίας ορισμένης θεώρησης της πραγματικότητας και δη της νομικής προσέγγισης περιέχεται στην αφαιρετική κατανόηση της επιστημονικής ανάπτυξης εγχώρια αλλά μάλλον εσφαλμένα θα θεωρούταν ότι την εξαντλεί.

 Αναμφίβολο είναι ότι η ποσότητα δεν εξισώνεται εκ των προτέρων με την ποιότητα ενώ οπωσδήποτε υφίσταται η ανάγκη και η σημασία του εντοπισμού της ανάλυσης της διεθνούς/εξωτερικής πολιτικής στη θεωρία Διεθνών Σχέσεων (Ήφαιστος, 1996: 70-78, Τσάκωνας, 2005: 308-309).  Όμως, και αυτή ακόμα η διαπίστωση δεν μπορεί να λειτουργεί αφοριστικά τόσο ως προς τη δήθεν και αυτονόητη ανοσία άλλων ωριμότερων επιστημών όσο επίσης ως προς τη επίλυση της κατάστασης στο όνομα μίας συγκεκριμένης θεωρητικής προσέγγισης.  Το συμπέρασμα της έρευνας δεν είναι καθαυτό η ανάγκη για την υιοθέτηση μίας ορθής μετα-θεωρητικής οπτικής.  Αντίθετα, ως συνέπεια της έρευνας προκύπτει η ανάγκη της κατανόησης ότι οι θεωρητικές και οι μετα-θεωρητικές επιλογές δεν προκύπτουν στο κενό και δεν γίνονται αντικείμενο απρόσκοπτης και ενιαίας ανάλυσης ακόμα και ενδοσκοπικά, με δεδομένη την κατάδειξη διλημμάτων ή και κενών στον υπάρχοντα αυτο-αναστοχασμό.  Έτσι αποδείχθηκε τόσο το εφικτό όσο και το επιστημονικά ωφέλιμο της συστηματοποίησης της έρευνας, ή οποία επιτεύχθηκε με την εισαγωγή και χρήση ενός σχετικού αφηγητικού μοντέλου.  Ακριβώς τον εφικτό αλλά όχι αυτονόητο χαρακτήρα της συστηματοποίησης πρέπει να τον αντιληφθούμε ως την προστιθέμενη αξία της διερεύνησής μας ειδικά σε μία χρονική στιγμή, κατά την οποία η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος και της ίδιας της επιστήμης αποτελεί το επίκεντρο κοινωνικών και επιστημονικών αντιπαραθέσεων καθώς επίσης και πολιτικών και θεσμικών αλλαγών.

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Antony, L. (2006) The Socialization of Epistemology, in R. Goodin, C. Tilly (eds.), The Oxford Handbook of Contextual Political Analysis (Oxford, Oxford University Press), pp. 58-77.

Breitenbauch H. Ø., Wivel A. (2004) Understanding National IR Disciplines Outside the United States: Political Culture and the Construction of International Relations in Denmark, Journal of International Relations & Development, 7, (4), pp. 414-443.

Couloumbis T. (1997) Greek Foreign Policy Since 1974: Theory and Praxis, Hellenic Studies/Études Helléniques, 5 (2), pp. 49-63.

Elias N., Martins H., Whitley R. (eds) (1982) Scientific Establishments and Hierarchies (Dordrecht, Reidel).

Greco V. (2002) Σχολές Σκέψης και Ελληνική Εξωτερική Πολιτική (Αθήνα, ΕΛ.Ι.ΑΜ.Ε.Π.  Ειδική μελέτη 2).

Jørgensen K.E. (2003) Towards A Six-Continents Social Science: International Relations, Journal of International Relations & Development, 6 (4), 330-343.

Lijphart A. (1974) The Structure of the Theoretical Revolution in International Relations, International Studies Quarterly, 18 (1), pp. 41-74.

Merton R. (1973) The Sociology of Science: Theoretical and Empirical Investigations (Chicago, University of Chicago Press.  Ed. by N. Storer).

Platias A. (1996) High Politics in Small Countries, in Ifestos P. (ed.) Cosmos Yearbook 1995. The Hellenic Review of International Relations (Athens, Institute of International Relations), pp. 155-168.

Schmidt B. (1998) The Political Discourse of Anarchy. A Disciplinary History of International Relations (Albany, University State of New York Press).

Stavridis S. (2003) Assessing the Views of Academics in Greece on the Europeanization of Greek Foreign Policy: A Critical Appraisal and a Research Agenda Proposal 29/9/2003, LSE-Hellenic Observatory. Online Working Paper 11: www.lse.ac.uk/collections/ hellenicObservatory/pdf/Stavridis-11.pdf .

Wæver O. (1998) The Sociology of a Not So International Discipline: American and European Developments in International Relations, International Organization, 52 (4), pp. 687-727.

Whitley R. (1984) The Intellectual and Social Organization of the Sciences (Oxford, Oxford University Press).

Αρβανιτόπουλος Κ. (2000) Η Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.  Ιδεολογικά Ρεύματα (Αθήνα, Ποιότητα).

Βαρβαρούσης Π. (1982) Η Ανάλυση των Διενέξεων: Θεωρία και Πράξη. Στρατηγική των Παιγνίων (Αθήνα, Σάκκουλας).

Βαρβαρούσης Π. (1993) Η Επιστήμη των Διεθνών Σχέσεων στην Ελλάδα. Εξέλιξη και Προοπτικές, Διεθνής Πολιτική και Διεθνές Δίκαιο, 21/22, σ. 325-352.

Βεργόπουλος Κ. (1978) Εθνισμός και Οικονομική Ανάπτυξη. Η Ελλάδα στο Μεσοπόλεμο (Αθήνα, Εξάντας).

Ευρυγένης Δ. (1992/1962) Νομικαί Απόψεις της Συνδέσεως Ελλάδος και Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, Annales.  Συγγραφαί Ευρυγένη (Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ/ 1992, τ. β’), σ. 1093-1111 (Ανατύπωση από Αρμενόπουλος/ 1962).

Ζακυθηνός Δ. (1962) Η Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος.  Εισαγωγικά Μαθήματα (Αθήνα, Εστία).

Ηρακλείδης Α. (2001) Η Ελλάδα και ο ‘Εξ Ανατολών Κίνδυνος’. Αδιέξοδα και Διέξοδοι (Αθήνα, Πόλις).

Ήφαιστος Π. (1996) Η Μελέτη των Διεθνών Σχέσεων και η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, στο Επετηρίδα Ι.ΔΙ.Σ. 1996 (Αθήνα, Σιδέρης), σ. 64-119.

Ήφαιστος Π. (2001) Κοσμοθεωρητική Ετερότητα και Αξιώσεις Πολιτικής Κυριαρχίας (Αθήνα, Ποιότητα).

Ήφαιστος Π. (2002) Ο Πόλεμος και τα Αίτιά του. Τα Πολλά Πρόσωπα του Ηγεμονισμού και της Τρομοκρατίας (Αθήνα, Ποιότητα).

Ήφαιστος Π. (2003) Οι Διεθνείς Σχέσεις ως Αντικείμενο Επιστημονικής Μελέτης στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό. Διαδρομή, Αντικείμενο, Περιεχόμενο και Γνωσιολογικό Υπόβαθρο (Αθήνα, Ποιότητα).

Ήφαιστος Π. (2005) Ισχύς και Δίκαιο στη Διεθνή Πολιτική:  Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1974-2004, στο Κ. Αρβανιτόπουλος, Μ. Κοππά (επιμ.), 30 Χρόνια Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής 1974-2004 (Αθήνα, Λιβάνης), σ. 163-216.

Ιωακειμίδης Π. (1980) Ο Διεθνής Ρόλος των Μικρών Χωρών και η Ένταξη της Ελλάδος στην Ε.Ο.Κ. (Αθήνα, Παπαζήσης).

Κίννας Ι. (1974) Προγραμματισμός και Εξωτερική Πολιτική, Σπουδαί, ΚΔ (4), σ. 1076-1099.

Κίννας Ι. (1976) Διεθνές Σύστημα και Εξωτερική Πολιτική (Αθήνα ).

Κίννας Ι. (1980α) Εισαγωγή στις Διεθνείς Σχέσεις (Αθήνα).

Κίννας Ι. (1980β) Η Νέα Διεθνής Οικονομική Τάξη στο Κατώφλι της Δεκαετίας 1980 (Αθήνα, Gutenberg).

Κουλουμπής Θ. (1978) Προβλήματα Ελληνοαμερικανικών Σχέσεων. Πώς αντιμετωπίζεται η Εξάρτηση (Αθήνα, Εστία).

Κουσκουβέλης Η. (1997) Λήψη Αποφάσεων, Κρίση και Διαπραγμάτευση (Αθήνα, Παπαζήσης).

Κρανιδιώτης Γ. (1984) Το Κυπριακό Πρόβλημα: Η Ανάμειξη του ΟΗΕ και οι Ξένες Επεμβάσεις στην Κύπρο 1960-1974 (Αθήνα, Θεμέλιο).

Κωνσταντινίδης Σ. (2003) Ελληνική Εξωτερική Πολιτική. Θεωρία και Πράξη, στο Π. Τσάκωνας (επιμ.), Σύγχρονη Ελληνική Εξωτερική Πολιτική. Μία Συνολική Προσέγγιση (Αθήνα, Σιδέρης, τ. α’), σ. 137-187.

Κώνστας Δ. (1976) Η ‘Ελληνική Υπόθεση’ στο Συμβούλιο Ευρώπης 1967-1969.  Θεωρία και Πρακτική Πολιτικής Πιέσεως από Διεθνείς Οργανισμούς (Αθήνα, Παπαζήσης).

Κώνστας Δ. (1983) Θεωρία και Μεθοδολογία των Διεθνών Σχέσεων.  τ. Α’ (Αθήνα, Σάκκουλας).

Κώνστας Δ. (1999) Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική και η Κοινότητα των Διεθνολόγων στου ιδίου Ελληνική και Ευρωπαϊκή Πολιτική (Αθήνα, Παπαζήσης), 55-90 (ανατύπωση από Ειρμός, τ. 1/ 1998).

Λαμπίρη-Δημάκη Ι. (2000) Για την Κοινωνιολογία (Αθήνα/Κομοτηνή, Σάκκουλας).

Μακρής Σ. (2002) Η Θεωρία των Διεθνών Σχέσεων στην Εποχή της Παγκοσμιοποίησης. Κονστρουκτιβισμός vs Ρασιοναλισμός (Αθήνα, Παπαζήσης).

Μακρής Σ., Μικέλης Κ. (2003) Εισαγωγή. Ο Επιστημονικός Κλάδος των Διεθνών Σχέσεων στην Ελλάδα. Γεώργιος Σκληρός (1878-1919): Ένας Πρωτοπόρος Φιλελεύθερος Ρεαλιστής, στο Σκληρός Γ., Η Φιλοσοφία του Πολέμου και της Ειρήνης (Αθήνα, Ιωλκός), σ. 7-60.

Μελετόπουλος Μ. (1999) Η Γεωπολιτική στην Ελλάδα, Νέα Κοινωνιολογία, 27, 126-141.

Πλατιάς Α. (1995) Το Νέο Διεθνές Σύστημα: Ρεαλιστική Προσέγγιση Διεθνών Σχέσεων (Αθήνα, Παπαζήσης).

Πουλόπουλος Σ. (1972) Οι Γεωγραφικές Σπουδές και η Εθνική τους Σημασία για την Ελλάδα. Σπουδαί, ΚΒ (2), σ. 343-349.

Ροζάκης Χ. (1978) 1974-1977. Τρία Χρόνια Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής (Αθήνα, Παπαζήσης).

Ροζάκης Χ. (1983) Η Ελλάδα στο Διεθνή Χώρο, στο Δ.Γ.  Τσαούσης (επιμ.), Ελληνισμός και Ελληνικότητα (Αθήνα, Εστία), σ. 91-119.

Ροζάκης Χ. (1996) Η Μελέτη της Εξωτερικής Πολιτικής στην Ελλάδα: Απογραφή, στο Επετηρίδα Ι.ΔΙ.Σ. 1996 (Αθήνα, Σιδέρης), 52-63.

Ρούκουνας Ε. (1966) Σκέψεις επί της Μελέτης των Διεθνών Σχέσεων, Επιστημονική Επετηρίδα εις Μνήμη Κυριακόπουλου (1966-1969), σ. 1001-1009

Σταματιάδης Π. (1964) Πόλεμος και Ειρήνη. Συμβολή εις την Κοινωνία-Ψυχολογίαν των Διεθνών Σχέσεων (Αθήνα, Σετάκης).

Τενεκίδης Γ. (1957) Δημόσιον Διεθνές Δίκαιον (Αθήνα)

Τενεκίδης Γ. (1976) Θέματα Κοινωνιολογίας των Διεθνών Σχέσεων (Αθήνα, Παπαζήσης).

Τζιαμπίρης Α. (2003) Διεθνείς Σχέσεις στην Ελλάδα: Σύγκλιση, Επιρροή και Προοπτικές στο Ανασκόπηση Εξωτερικής Πολιτικής 2002-2003 (Αθήνα, Παπαζήσης, ΕΛ.Ι.ΑΜ.Ε.Π), σ. 267-278.

Τσάκωνας Π. (2005) H Συνεισφορά της Διεθνολογικής Κοινότητας στη Διαμόρφωση της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής, στο Κ. Αρβανιτόπουλος, Μ. Κοππά (επιμ.), 30 Χρόνια Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής 1974-2004 (Αθήνα, Λιβάνης), σ. 305-319.

Τσάτσος Κ. (1965) Πολιτική.  Θεωρία Πολιτικής Δεοντολογίας (Αθήνα).

Τσινισιζέλης Μ., Υφαντής Κ. (επιμ.) (2000) Σύγχρονα Προβλήματα Διεθνών Σχέσεων. Κρατική Κυριαρχία: Απειλές και Προκλήσεις (Αθήνα, Σιδέρης).

Υφαντής Κ. (1998) Πολυπλοκότητα, Αναρχία, Εθνικό Συμφέρον και Ευρωπαϊκή Ασφάλεια Μετά το Ψυχρό Πόλεμο. Μία Θεωρητική Παρέμβαση, Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 12, σ. 81-107.

Φακιολάς Ε (1999) Ασφάλεια, Στρατηγική και Διαλεκτικός Ρεαλισμός: Οντολογικά και Επιστημολογικά Ζητήματα στη Συγκρότηση Μίας Διαφορετικής Προσέγγισης της Διεθνούς Πολιτικής, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 100, σ. 79-113.

Φατούρος Α.Α. (1996) Η Μελέτη των Διεθνών Σχέσεων στην Ελλάδα, στο Επετηρίδα Ι.ΔΙ.Σ. 1996 (Αθήνα, Σιδέρης), σ. 56-63.

Φραγκονικολόπουλος Χ. (1995) Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική προς το 2002: Η Ανάγκη μίας Διαφορετικής Προσέγγισης, στο Α. Κανελλόπουλος, Χ. Φραγκονικολόπουλος (επιμ.), Το Παρόν και το Μέλλον της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής (Αθήνα, Σιδέρης), σ. 21-75.

Χειλά Ε. (2006) Διεθνής Κοινωνία: Διαχρονικές και Σύγχρονες Αντιλήψεις.  Η Συμβολή του Παναγή Παπαληγούρα (Αθήνα, Ηρόδοτος).

Χουλιάρας Α. (2004) Γεωγραφικοί Μύθοι της Διεθνούς Πολιτικής. Μία Εισαγωγή στη Θεωρία της Κριτικής Γεωπολιτικής, (Αθήνα, Ροές).

 

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

οργάνωση →

κοινωνικοποίηση της επιστήμης ↓

κοινωνική

στοχαστική

 

ρητά εσωτερικώς του υπό εξέταση πεδίου

 

 

θεσμικό πλαίσιο

(πανεπιστημιακή & επιστημονική δομή)

 

ιστοριογραφία

(περιεχόμενο & θεωρητικές παραδόσεις)

 

σε όρους κοινωνίας, καθαυτό επιστήμης και σχέσης των δύο

 

 

κοινωνιολογία

(ιδεολογία, εκπαιδευτική κουλτούρα, σχέσεις κράτους-κοινωνίας &

εξωτερική πολιτική)

 

επιστημολογία

(σύνδεσμος πεδίου με κοινωνικά συμφέροντα & αποκρυστάλλωση βασικής αρχής/έννοιας)

Εξηγητικό/ερμηνευτικό μοντέλο της ανάπτυξης των διεθνών σπουδών

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

οργανωτική δομή

τμήμα

τμήματα ‘διεθνών ευρωπαϊκών σπουδών’

Τμήμα Διεθνών Ευρωπαϊκών Σπουδών:

-του Παντείου Πανεπιστημίου

-του Πανεπιστημίου Πειραιά

τμήματα ‘πολιτικής επιστήμης’ με τομείς διεθνών ευρωπαϊκών σπουδών ή παρεμφερές ή με τίτλο που περιλαμβάνει τις ‘διεθνείς σχέσεις’

-Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών

-Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

-Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου (ιδρυμένο, δεν έχει λειτουργήσει ακόμα)

τμήματα με διττή ρητή αναφορά του τίτλου τους στην πολιτική και στην οικονομική επιστήμη

-Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών και Πολιτικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας

τμήματα με ειδική αναφορά του τίτλου τους στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις

-Τμήμα Διεθνών Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών -Τμήμα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Θράκης

τμήματα περιφερειακών σπουδών με κατεύθυνση διεθνών σχέσεων και οργανισμών

-Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου

τμήματα περιφερειακών σπουδών

-Τμήμα Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών

-Τμήμα Βαλκανικών Σλαβικών Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας

-Τμήμα Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παραευξείνιων Χωρών του Πανεπιστημίου Θράκης

-Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας

τμήματα ‘νομικής’ επιστήμης με τομείς διεθνών σπουδών

Τμήμα Νομικής:

-του Πανεπιστημίου Αθηνών

-του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

-του Πανεπιστημίου Θράκης

Τμήματα που διερευνούν τη διεθνή πραγματικότητα

 

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 3

τμήμα διεθνών σπουδών →

μάθημα ↓

Τμ.1

Τμ.2

Τμ.3

Τμ. 4

Τμ.5

Τμ.6

Τμ.

7

ξένες γλώσσες

 

4

 

4

4

4

 

πληροφορική

 

2

 

1

2

 

2

μαθηματικά-οικονομετρία

1

5

 

 

4

 

4

μεθοδολογία

1

1

1

1

1

 

 

ελληνική πολιτική/ιστορία

2

 

 

 

 

3

 

κοινωνιολογία

1

 

 

1

 

 

 

πολιτική

7

1/2

2

1

2

 

 

οικονομία

2

 6

2

6

5

1

11

δίκαιο

2

1

1

1

 

 

1

διεθνές + ευρωπαϊκό δίκαιο

 

1

2

3

1

1

1

διεθνείς σχέσεις, στρατηγική

 

1/2

5

3

2

2

 

ιστορία

2

1

4

1

1

 

1

διεθνής + ευρωπαϊκή οργάνωση

2

1

1

4

 

1

 

διεθνείς οικονομικές σχέσεις

 

1

2

2

 

 

 

αρχαιολογία

 

 

 

 

 

4

 

γλωσσολογία

 

 

 

 

 

4

 

ιστορία

 

 

 

 

 

2

 

επιλογής

 

 

4

 

2

8

4

Σύνολο

20

24

24

28

24

30

24

Κατανομή μαθημάτων στα προγράμματα σπουδών σε επιλεγμένα τμήματα, κατά τα δύο πρώτα έτη

 

Επεξηγήσεις:

Περιλαμβάνονται τα τμήματα που θεωρήθηκαν αντίστοιχα με την αρίθμ. 67859/Β1/5-7-2006 υπουργική απόφαση ‘‘Αντιστοιχίες Τμημάτων‘’ (Φ.Ε.Κ. Β’ 874) (περιπτώσεις 2, 3, 4, 5, 7) συν ένα τμήμα με κατεύθυνση διεθνών σχέσεων και οργανισμών (περίπτωση 6) συν ένα τμήμα με τομέα διεθνών και ευρωπαϊκών σπουδών και σχετικό κύκλο σπουδών στο πρόγραμμα σπουδών (περίπτωση 1).

Τα τμήματα καταγράφονται κατά χρονολογική σειρά ίδρυσης του πανεπιστημίου τους: 1. Τμ. Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, 2. Τμ. Διεθνών Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, 3. Τμ. Διεθνών Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου, 4. Τμ. Διεθνών Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά, 5. Τμ. Διεθνών Ευρωπαϊκών Οικονομικών και Πολιτικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, 6. Τμ. Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, 7. Τμ. Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.

Πηγή: Οι ιστοσελίδες των τμημάτων (ηλεκτρονική επίσκεψη: Αύγουστος 2006).  Τα μαθήματα -με διδακτικές μονάδες- καταγράφονται όπως αναφέρονται στις ιστοσελίδες.