Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

 

 


 

Ασημίνα ΚΟΥΡΟΥ

  Εκπαιδευτικός, Υπ. Δρ. Παν. Πελ/νήσου

 

Αμαλία ΥΦΑΝΤΗ

Επ. Καθηγήτρια Παν. Πατρών

 

Άννα ΤΣΑΤΣΑΡΩΝΗ

Αν. Καθηγήτρια Παν. Πελ/νήσου

 

 

 

 

                

    

Περίληψη

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες αυξάνεται το ερευνητικό ενδιαφέρον για τη  συμμετοχή του σώματος στη γνωστική διαδικασία και τη δόμησή του ως κοινωνικού μέσα από την υλικότητα της εξουσίας που ασκείται πάνω του. Σημαντική διάσταση αυτού αποτελεί η θέση που κατέχει στο Αναλυτικό Πρόγραμμα (Α.Π.) και τις εκπαιδευτικές πρακτικές η  Φυσική Αγωγή (Φ.Α.), η οποία κυρίως διαχειρίζεται τη διαμόρφωση του σώματος. Στην παρούσα εργασία επιχειρείται μια γενεαλογικής μορφής ιστορική προσέγγιση της πορείας της Φ.Α. προς την αναβάθμιση του κύρους της, μέσα από την αναβάθμιση των ιδρυμάτων εκπαίδευσης των διδασκόντων/ουσών της, διερευνώντας αν το εκάστοτε κύρος πηγάζει από και ταυτόχρονα αντανακλάται στο λόγο του σώματος και της άθλησης. Αντλώντας εργαλεία από τις θεωρίες των Foucault, Bernstein και  Bourdieu γύρω από τον λόγο, τις εκπαιδευτικές πρακτικές  και το habitus αντίστοιχα, μελετάμε την εξέλιξη του θεσμού της Φ.Α. από την πρώτη αποτυχημένη απόπειρα θεσμοθέτησής της το 1834 ως τις μέρες μας, οπότε οι σπουδές των διδασκόντων σε ένα ανώτατο ίδρυμα αποδίδουν ένα αυξημένο συμβολικό κύρος στο γνωστικό αντικείμενο. Η μελέτη αποκαλύπτει τη στενή  διασύνδεση του πεδίου της Φ.Α. με εκπαιδευτικά και κοινωνικο-πολιτικά συμφραζόμενα, στο πλαίσιο των οποίων πολλαπλές αλυσίδες σημαινόντων συμπυκνώνουν τα νοήματά τους στις κομβικές έννοιες: Γυμναστική, Σωματική Αγωγή και  Φυσική Αγωγή.

Abstract

Over the last two decades, research interest has been growing concerning the place of the body in cognitive processes and its social structuring by the materiality of power operating upon it. A significant dimension of this research is the place that Physical Education, responsible for body formation, has in the curriculum and in school practices. This study adopts a historical approach, inspired by genealogy, to the trajectory of P.E. and its changing status, expressed in the successive attempts at upgrading of the institutions for the training of P.E. teachers. In particular, it explores the extent to which this stems from and is reflected in the discourse on the body and on sports. Drawing on the theories of Foucault, Bernstein and Bourdieu for the concepts of discourse, education practice and habitus respectively, it studies the evolution of P.E. from the first, failed attempt at its institutionalization in 1834 up to the present day where the training of P.E. teachers in University Departments attributes an increased symbolic status to P.E. as a school subject. The study reveals the always-close connections between developments within the field of P.E. and the wider educational and socio-political contexts. This is exemplified by showing how the multiple chains of signification connecting the body, society and education have at crucial moments condensed in the key terms gymnastics,  "somatic” (bodily) education and physical education.  

Εισαγωγή

 

Τις τελευταίες δεκαετίες, αυξάνεται συνεχώς το ενδιαφέρον γύρω από τη συμμετοχή του σώματος στη γνωστική διαδικασία και τις σχέσεις εξουσίας. Υπάρχει μια γενικότερη παραδοχή ότι το σώμα διαμορφώνεται από την πολιτισμική διαδικασία και δομείται κοινωνικά όχι μέσα από τη συναίνεση αλλά μέσα από την υλικότητα της εξουσίας που ασκείται πάνω του (βλέπε Mauss 2004, Foucault 1978). Καθώς η  πολιτεία προσπαθεί να επιβάλει την ισχύ της στα σώματα, κυρίως μέσα από τις πρακτικές των θεσμοθετημένων μηχανισμών επιτήρησης, ένας από τους οποίους είναι το σχολείο (βλέπε Foucault, 1978), η μελέτη της θέσης στο Αναλυτικό Πρόγραμμα (Α.Π.) της Φυσικής Αγωγής (Φ.Α.), η οποία κυρίως διαχειρίζεται τη διαμόρφωση του σώματος στην εκπαιδευτική διαδικασία, αποκτά μια αυξανόμενη σημασία.

Η απόπειρα να μελετήσουμε ένα Γνωστικό Αντικείμενο (Γ.Α.), όπως είναι η Φ.Α., μας οδηγεί στις θεωρίες της πολιτισμικής αναπαραγωγής, τις δομιστικές και μεταδομιστικές θεωρίες. Σύμφωνα με αυτές, το κύρος που αποδίδεται σε ένα Γ.Α. δε σχετίζεται με την εγγενή του αξία,  αλλά με το συμβολικό κύρος που του αποδίδεται μέσω της οριοθέτησής του σε σχέση με τα άλλα αντικείμενα του Α.Π. (Bernstein, 2000), η οποία βρίσκεται σε στενή αλληλεξάρτηση με το θεσμικό κύρος της πιστοποίησης που αποδίδεται στον/στην διδάσκοντα/ουσα και στην ειδική γνώση που κατέχει (βλέπε Τσουκαλάς 1985, Broadfoot 1999). Δεδομένου ότι αυτό αποτελεί κυρίως έργο της αρχικής εκπαίδευσης, είναι ενδιαφέρουσα η μελέτη της εξέλιξης του θεσμού της Φ.Α. σε συνάρτηση με τη θεσμική εξέλιξη των ιδρυμάτων εκπαίδευσης καθηγητών/τριών Φ.Α., ώστε να γίνουν αντιληπτές οι αλληλεξαρτήσεις ανάμεσα στις κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες, που δομούν κάθε φορά έναν διακριτό λόγο σώματος, και τον τρόπο με τον οποίο αυτός ο λόγος αναπλαισιώνεται στη Φ.Α. και γενικότερα στην εκπαιδευτική διαδικασία.

Στην παρούσα εργασία επιχειρείται μια ιστορική προσέγγιση γενεαλογικής μορφής της παράλληλης πορείας δύο παραμέτρων του θεσμού της Φ.Α.: α) της εισαγωγής του Γ.Α. στο πρόγραμμα  του σχολείου και β) των ιδρυμάτων εκπαίδευσης καθηγητών/τριών Φ.Α.. Η κεντρική υπόθεση της εργασίας είναι ότι οι απόφοιτοι/ες των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων Φ.Α. ενσωματώνουν συγκεκριμένους λόγους όσον αφορά στη συμβολή του σώματος στην αναπαραγωγή ή τη μεταβολή των κοινωνικών δομών και των δοσμένων σχέσεων εξουσίας με τα Προγραμμάτα Σπουδών (Π.Σ.) και με το θεσμικό κύρος των ιδρυμάτων που αντανακλάται στους/στις ίδιους/ες και στο Γ.Α. Σκοπός της εργασίας είναι, παρακολουθώντας την πορεία της Φ.Α. προς την αναβάθμιση του κύρους της ως Γ.Α. μέσα από την αναβάθμιση των σπουδών των διδασκόντων/ουσών (Young, 1971), να εξετασθεί κατά πόσον το εκάστοτε κύρος πηγάζει από και ταυτόχρονα αντανακλάται στο λόγο του σώματος και της άθλησης.

Για τη μελέτη του θέματός μας και επιδιώκοντας μια καλύτερη κατανόηση της σχέσης ανάμεσα στην πολιτική, την κοινωνία και την εκπαίδευση, επιχειρήθηκε ένας συνδυασμός της διαχρονικής και της συγχρονικής προσέγγισης του θέματος, αξιοποιώντας στοιχεία της ανάλυσης του (παιδαγωγικού) λόγου και της φουκοϊκής γενεαλογικής προσέγγισης (βλέπε Σολομών, 1992, Solomon & Tsatsaroni, 2001).

Η ανάλυση λόγου ως μεθοδολογικό εργαλείο για τη μελέτη της εκπαιδευτικής και κοινωνικής πραγματικότητας επιτρέπει τον καθορισμό  των εξαρτήσεων μέσα στον ίδιο τον λόγο, ανάμεσα στους διαφορετικούς λόγους ή διατυπώσεις λόγων και ανάμεσα στις αναδιαμορφώσεις του λόγου. Η ανάλυση λόγου, καταδεικνύοντας τη νομιμοποιητική λειτουργία του λόγου, επιτρέπει τον εντοπισμό των σχέσεων εξουσίας που διαμορφώνουν την πολιτική και εκπαιδευτική πραγματικότητα. Η μελέτη της θεσμικής εξέλιξης των ιδρυμάτων επιστημονικής κατάρτισης των καθηγητών/τριών Φ.Α. προσεγγίζεται με αναφορά στις δεδομένες κάθε φορά ιστορικές συνθήκες, επιδιώκοντας να αναδειχθεί ο λόγος πάνω στον οποίο θεμελιώνονται. Η επιλογή μιας βασισμένης στη γενεαλογία του Foucault ιστορικής προσέγγισης συνδέεται με την επιστημολογική παραδοχή της μη γραμμικής επιρροής του παρελθόντος στη διαμόρφωση του παρόντος. Η διαδικασία ιστορικής τοποθέτησης των ιδρυμάτων κατάρτισης των εκπαιδευτικών Φ.Α. είναι σημαντική, γιατί οδηγεί στον εντοπισμό της απαρχής της εμπέδωσης στο κοινωνικό γίγνεσθαι των  δομών εξουσίας ως κάτι φυσικό και διευκολύνει την κατανόηση του τρόπου αναπαραγωγής, αλλά και τις δυνατότητες μετατροπής της.

Η εργασία περιλαμβάνει τρεις κύριες ενότητες. Στην πρώτη ενότητα, αναπτύσσονται τα θεωρητικά εργαλεία, που πηγάζουν από τις κοινωνιολογικές θεωρίες των Foucault, Bernstein και Bourdieu και αξιοποιούνται στην ανάλυση των δεδομένων. Στη δεύτερη ενότητα,  γίνεται η περιγραφή και ανάλυση των δεδομένων, που αποτελούνται από τα επίσημα έγγραφα με τα οποία καθορίζεται η εξέλιξη του θεσμού της Φ.Α., ενώ στην τελευταία ενότητα της εργασίας, συνδυάζοντας τις θεωρητικές αρχές με τα δεδομένα της έρευνας, καταλήγουμε σε κάποιες διαπιστώσεις. 

1. Θεωρητικό πλαίσιο

 Λόγος, εκπαίδευση, habitus

Αντλώντας τα θεωρητικά μας εργαλεία από τις κοινωνιολογικές προσεγγίσεις στον λόγο, στην εκπαίδευση και στο σώμα των Foucault, Bernstein και Bourdieu αντίστοιχα, επιχειρείται στη συνέχεια μια ανάλυση της σχέσης αλληλεπίδρασης του σώματος και της εκπαίδευσης.

Ο λόγος ορίζεται ως ένα σύνολο σημείων, πρακτικών και σχέσεων, το οποίο προβάλλεται ως η μοναδική αλήθεια, στηρίζοντας την ικανότητα της εξουσίας να αυξάνει τις δυνάμεις που υποτάσσει και ταυτόχρονα να βελτιώνει τη δύναμη αυτού που υποτάσσει, μέσα από ένα πλέγμα υλικών καταναγκασμών, θεσμών και μηχανισμών επιτήρησης και πειθάρχησης, που δρουν κυρίως πάνω στα σώματα των ατόμων (Foucault, 1991). Αποτελείται από ένα σύνολο κοινών εννοιών, συλλήψεων, θεματικών επιλογών και από την κοινή διατύπωση διαπιστώσεων που πηγάζουν από αυτές. Δομείται από πρακτικές, από μορφές μετατροπής των ατόμων σε υποκείμενα, από τρόπους παραγωγής γνώσης και τις εγγενείς σχέσεις εξουσίας τους. Ένα από τα κυρίαρχα πολιτικά μέσα διατήρησης ή μεταβολής των λόγων είναι η εκπαίδευση, η οποία, εξ αιτίας της γνώσης και της εξουσίας που κατέχει, μπορεί να ερμηνεύσει τις ασυνέχειες και τις διάχυτες εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες δόμησης των λόγων (Σολομών, 1992).

Δομικά στοιχεία της εκπαίδευσης, σύμφωνα με τον Bernstein (2000), είναι ο παιδαγωγικός λόγος και οι πρακτικές. Έτσι, μελετά τον τρόπο με τον οποίο οι διαφοροποιήσεις τους έχουν ως αποτέλεσμα τη διαφοροποιημένη ρύθμιση μορφών συνείδησης και ταυτότητας. Βασικά εργαλεία του σ’ αυτή την ανάλυση είναι ο έλεγχος, ο οποίος δομεί τις εσωτερικές σχέσεις των παιδαγωγικών αλληλεπιδράσεων, και η εξουσία που διαμορφώνει τις σχέσεις ανάμεσα σ’ αυτές τις δεδομένες μορφές αλληλεπίδρασης. Άρα ο τρόπος με τον οποίο τα συστήματα γνώσης και οι παιδαγωγικές διαδικασίες γίνονται μέρος και διαφοροποιούν τη συνείδηση μπορεί να μελετηθεί με την ανάλυση των εσωτερικών δομών του παιδαγωγικού λόγου και των λογικών του, που παρέχουν τα μέσα με τα οποία μεταφέρονται οι σχέσεις εξουσίας (Bernstein, 2000). Ο παιδαγωγικός λόγος, κατά τον Bernstein (2000), περιλαμβάνει δύο επιμέρους λόγους: τον ρυθμιστικό λόγο, που αναφέρεται στους κανόνες κοινωνικής τάξης, και τον διδακτικό λόγο, που αφορά στους κανόνες οργάνωσης των γνωστικών περιεχομένων. Ο διδακτικός λόγος είναι πάντοτε θεμελιωμένος στον ρυθμιστικό λόγο, που είναι ο κυρίαρχος. Οι μεταβολές του ρυθμιστικού ή του διδακτικού λόγου ερμηνεύουν τους τρόπους με τους οποίους οι διαφοροποιημένες μορφές κοινωνικής οργάνωσης συνδέονται με διαφοροποιημένες μορφές συμβολικού ελέγχου και διαδικασίες δόμησης της συνείδησης/σκέψης (Σολομών 1992).

Η αποδοχή της θέσης ότι ο λόγος εγχαράσσεται στο σώμα κάνει φανερή τη σημασία του στα πεδία του συμβολικού ελέγχου (Foucault, 1991, Bourdieu 1999, βλέπε και Μακρυνιώτη 2004). Ο Bourdieu, αναπτύσσοντας την έννοια του habitus, αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο σώμα καταδεικνύοντας ότι όχι μόνο περιέχεται στον κοινωνικό κόσμο αλλά και ότι το σώμα περιέχει τον κοινωνικό κόσμο (Reay, 2004). Το habitus είναι η «εσωτερίκευση εξωτερικών δομών», η σωματικοποίηση των κοινωνικών δομών από τα άτομα (Bourdieu, 1999, Bourdieu & Wacquant, 1992). Η απόκτηση του habitus είναι το κύριο έργο της εκπαίδευσης, με την οποία καλλιεργούνται οι ηθικοί κανόνες και παρέχεται η γνώση, που ακολούθως εγκαθίστανται στο σώμα δημιουργώντας το λόγο του. ΄Όπως σημειώνει και ο Foucault (1991), η  εξουσία με την άμεση εγγραφή δεξιοτήτων στο σώμα συγκροτεί κάθε φορά το άτομο εκμεταλλευόμενη λόγους και μορφές σώματος που η ίδια επιβάλλει.

Παράλληλα, η εξουσία, από τη στιγμή που θα αυτοεπενδυθεί στο σώμα, βρίσκεται εκτεθειμένη στη επίθεση του ίδιου του σώματος.  Έτσι, ο λόγος του σώματος δεν εξελίσσεται γραμμικά, αλλά μέσα από διαμάχες και μετασχηματισμούς, λειτουργώντας ταυτόχρονα και ως παράγοντας κοινωνικών και γνωστικών μεταβολών. Η άποψη αυτή υποδεικνύει ότι, κατά τη μελέτη των μεταβολών του λόγου που καλούνται συνήθως να ενσωματώσουν και να αναπαραγάγουν οι καθηγητές Φ.Α., πρέπει να αναζητούνται οι διαφοροποιήσεις του ρυθμιστικού και του διδακτικού λόγου, και ο τόπος όπου εμφανίζονται διαφοροποιημένες πρακτικές και νοηματοδοτήσεις του σώματος.

 

Λόγος σώματος και Φυσική Αγωγή

Οι πρώτες διαφοροποιημένες από το καρτεσιανό μοντέλο νοηματοδοτήσεις του σώματος παρατηρούνται στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αι. Η οικονομική σημασία του σώματος στην αλυσίδα παραγωγής αλλά και η χρησιμότητά του για την κυριάρχηση πάνω σε άλλες πληθυσμιακές και εθνικές ομάδες οδήγησε στην ανάπτυξη ενός λόγου σώματος, που αφορούσε στην πνευματική και σωματική υγεία, η οποία θα εξασφάλιζε το μελλοντικό μεγαλείο του έθνους-κράτους. Σε όλη την Ευρώπη η  γύμναση,  επιδιώκοντας κατά κύριο λόγο τη στρατιωτική ετοιμότητα του ατόμου, επέβαλε τη σωματική πειθάρχηση με την εξάσκηση ισχυρών, συνεχών, λεπτομερών δυνάμεων στο σώμα ενταγμένων σε συστήματα γύμνασης όπως το γερμανικό.

Η οικονομική ανάπτυξη, που ακολούθησε ως αποτέλεσμα της βιομηχανικής επανάστασης, είχε ανάγκη ενός λόγου για το σώμα, που να αφορά στην οικονομική του κυρίως χρησιμότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αγγλική γλώσσα οι όροι για τη γύμναση και την άσκηση παραπέμπουν στην εργασία: work-out, speed-work, power-work (βλέπε Culpan 1996, 1997). Το  βάρος της Φ.Α. ανατίθεται στο σχολείο όπου, με συστήματα γύμνασης, όπως είναι το σουηδικό, ανάγεται σε μέσο για την προαγωγή της υγείας, της ευεξίας και της δημιουργίας υγιούς πληθυσμού, ικανού να εργαστεί αποτελεσματικά (Vandalen & Bennett 1971).

Στις συνθήκες της ύστερης νεωτερικότητας, το σώμα αναδεικνύεται σε αντικείμενο αλλά και υποκείμενο της γνώσης, με αποτέλεσμα την επανεκτίμηση των αντιλήψεων όσον αφορά στις δυνατότητές του, την απεικόνιση και την αντίληψή του. Η γενικότερη σύλληψη της ευπείθειας και της υπακοής, που συνδέεται αξεδιάλυτα με τη χρησιμότητα του σώματος, επιτυγχάνεται περισσότερο με εσωτερική πειθάρχηση παρά με εξωτερικές επιβολές. Ο λόγος του σώματος, που αναπτύσσεται, συνδέεται με υψηλού βαθμού προσωπική υπευθυνότητα και λογοδοσία για τη διατήρηση της υγείας και της καλής φυσικής κατάστασης του ατόμου (Culpan, 1996,1997), με την παρέμβαση ενός συνόλου αδιόρατων μηχανισμών ρύθμισης, όπως  είναι η δίαιτα, τα γυμναστήρια, οι αισθητικές επεμβάσεις κ.ά. 

Παρ’ ότι κάθε άτομο μπορεί να διαμορφώνει μόνο του και με τη βοήθεια ειδικών προσωπικό πρόγραμμα γύμνασης και άσκησης, η διαμόρφωση και ο έλεγχος του σώματος των υποκειμένων εξακολουθεί να είναι κατά κύριο λόγο έργο της εκπαιδευτικής διαδικασίας έχοντας ως βασικό μηχανισμό τη Φ.Α., η οποία  ανέκαθεν συνδεόταν άμεσα με το σώμα και τις ιδιότητες του. Ακόμη και οι όροι που έχουν κατά καιρούς επικρατήσει για να περιγράψουν την επιστημονική περιοχή απηχούν την ιδεολογική τοποθέτηση των χρηστών των όρων απέναντι στο σώμα. Ο όρος γυμναστική, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε αρχικά, συνδέει την επιστήμη με την αρχαιότητα, τον κλασικισμό, το κάλος και δημιουργεί έναν εθνικιστικό και μιλιταριστικό λόγο, που οριοθετεί το επιστημονικό πεδίο, συνδέοντάς το με τη στρατιωτική ετοιμότητα (βλέπε Vandalen & Bennett, 1971, Γιαννάκης, 1981). Ο όρος σωματική αγωγή, ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά στην Ελλάδα, εκφράζει ρητά το διαχωρισμό σώματος/πνεύματος, ο οποίος καθόρισε τη διαμόρφωση του επιστημονικού πεδίου ειδικά στο μεσοπόλεμο, ενώ παράλληλα αναγνωρίζει τις δυνατότητες των φορέων εξουσίας να εγγράψουν τις επιταγές τους στο σώμα και, μέσω αυτού, στο πνεύμα. Τέλος, ο όρος φυσική αγωγή, εμπνευσμένος από το φυσιολογισμό του Rousseau (Γιαννάκης, 1981) τονίζει τη φυσική διάσταση του ανθρώπου, αντιμετωπίζει το υποκείμενο ως μια ολότητα αναιρώντας τους δυϊσμούς πνεύμα/σώμα, συνείδηση/σάρκα και αναγνωρίζει ότι την ανθρώπινη ύπαρξη δομούν και καθορίζουν οι περιορισμοί που τίθενται από τη σωματική της υπόσταση.

Στη συνέχεια, η εξέλιξη των ιδρυμάτων εκπαίδευσης καθηγητών/τριών Φ.Α., η σύγχρονη παγίωσή τους ως διακριτών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανωτάτης εκπαίδευσης και οι συνεπακόλουθες επιρροές αυτής της εξέλιξης στη θέση του Γ.Α. στο σχολείο προσεγγίζονται με βάση το θεωρητικό πλαίσιο, που παρουσιάστηκε παραπάνω και διαμορφώνουν οι βασικές έννοιες του λόγου, του παιδαγωγικού λόγου και του habitus.

2. Η εξέλιξη του θεσμού

Η πρώτη απόπειρα εισαγωγής της Φ.Α. στο Α.Π. του σχολείου και κατάρτισης ειδικευμένου προσωπικού γίνεται το 1834, με το Β.Δ. περί δημοτικών σχολείων. Τότε ιδρύεται το γυμναστήριο του Ναυπλίου με σκοπό την εκπαίδευση ειδικευμένων δασκάλων γυμναστικής και εντάσσεται το Γ.Α. ως γυμναστική στο πρόγραμμα των δημοτικών σχολείων. Το 1836, με νέο Β.Δ., ορίζεται ότι το μάθημα  θα διδάσκεται στα γυμνάσια εκτός προγράμματος, κατά τις απογευματινές ώρες, χωρίς κάποια διευκρίνιση ως προς το ποιος θα διδάξει το μάθημα.

Το 1862, με ψήφισμα της επαναστατικής κυβέρνησης Βούλγαρη, όπου επιζητείται τρόπος  να «… θεραπεύσωμεν την μέγιστην βλάβην της σπουδαζούσης νεολαίας…», επιχειρείται ξανά η εισαγωγή της Φ.Α. στο πρόγραμμα του σχολείου με προφανή σκοπό τη καλλιέργεια των νέων, που έδειχναν επαναστατικές τάσεις, την διαμόρφωση ενός habitus με κύριο χαρακτηριστικό τη στρατιωτική πειθαρχία. Τη διδασκαλία του Γ.Α. αναλαμβάνουν ως προγυμναστές υπαξιωματικοί και στρατιώτες του Πυροσβεστικού Λόχου, μέχρι να εκπαιδευθούν, υποτίθεται, «διδάσκαλοι της γυμναστικής». Οι μιλιταριστικές ιδεολογίες της εποχής ορίζουν και τη λειτουργία της Φ.Α. ως μηχανισμού επιτήρησης και πειθάρχησης.  Η ανάληψή της  δε από τους στρατιωτικούς συμπίπτει με την πρόταση του Ν. Σαρίπολου για την ανάληψη του εκπαιδευτικού έργου από τους κληρικούς και το κλείσιμο του Διδασκαλείου (βλέπε Κυπριανός, 2004), κάνοντας φανερή την προσπάθεια των προ-αστικών τάξεων να καθορίσουν την εκπαιδευτική διαδικασία.

Το 1871, με νέο Β.Δ., εντάσσεται στο Π.Σ. του σχολείου η διδασκαλία των στρατιωτικών ασκήσεων από αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του ελληνικού στρατού.  Τόσο στο διάταγμα του 1871 όσο και σ’ εκείνο του 1862, οι στρατιωτικές ασκήσεις συνταυτίζονται απόλυτα με τη γυμναστική, στην προσπάθεια να  προετοιμάσουν την «… παιδευομένη νεότητι ...  ίνα και ούτω χρήσιμοι τη πατρίδι γίγνωνται…». Γίνεται φανερή η κοινή πειθαρχική λειτουργία τους, αν και στο διάταγμα του 1871 δεν υπάρχει ούτε αναφορά στη γυμναστική. Το Γ.Α. γα πρώτη φορά αξιολογείται, αλλά ο βαθμός του δεν συνυπολογίζεται στην τελική επίδοση του μαθητών. Το 1877, οι στρατιωτικές ασκήσεις καταργούνται, λόγω των αναγκών του στρατού και όχι γιατί διαπιστώνεται η παιδαγωγική ανεπάρκειά τους.

Το 1880 εκδίδεται νέο διάταγμα, το οποίο επαναφέρει τη γυμναστική στα σχολεία, αυτή τη φορά φροντίζοντας για το διορισμό προγυμναστών, οι οποίοι θα εκπαιδεύονταν στο Κεντρικό Γυμναστήριο, που είχε εγκαινιασθεί το 1878, ή σε άλλο δημόσιο γυμναστήριο και «…απόδειξιν τούτου φερόντων…». Η ανυπαρξία όμως ειδικευμένου προσωπικού οδηγεί για άλλη μια φορά στην ανάθεση της διδασκαλίας σε στρατιωτικούς. Το Γ.Α. είναι υποχρεωτικό, αλλά η αξιολόγησή του με τη λογική του Β.Δ. του 1871 δεν βοηθά στη δημιουργία κάποιου σχετικού κύρους του.

Το 1882, με νέο διάταγμα, η κυβέρνηση προβλέπει τη δημιουργία γυμναστηρίου σε κάθε σχολείο για τη γύμναση των μαθητών. Προβλέπεται ο διορισμός όχι πια προγυμναστή αλλά γυμναστή, ο οποίος θα έχει σπουδάσει σε ειδική σχολή του εξωτερικού ή θα έχει πιστοποίηση σπουδών από τον διευθυντή του Κεντρικού Δημόσιου Γυμναστηρίου. Είναι γνωστό ότι το 1882, τον Αύγουστο, λειτούργησε ανεπίσημη σχολή γυμναστών για αποφοίτους του Διδασκαλείου από ιδιώτες, όμως στο διάταγμα δε γίνεται καμιά αναφορά σε αυτούς. Με το διάταγμα του 1882 αποπειράται να αναβαθμιστεί η γυμναστική οριζόμενη πάλι ως υποχρεωτικό μάθημα, ενώ, αυτή τη φορά, ο βαθμός της έχει βαρύτητα  «δευτερεύοντος» μαθήματος. Παρατηρείται ότι, παρόλο που η Φ.Α. εντάσσεται στο Α.Π., το κράτος δεν μεριμνά για την εκπαίδευση του κατάλληλου προσωπικού που θα αναλάβει τη διδασκαλία της, ένα κενό που καλύπτει η ιδιωτική πρωτοβουλία. Μολονότι φαίνεται η διάθεση της πολιτείας να καθιερώσει τη Φ.Α. ως  Γ.Α. στο σχολείο, ο Νόμος ΑΡΙΘ/1883, επανεισάγει τις στρατιωτικές ασκήσεις στα σχολεία και επαναφέρει τους στρατιωτικούς ως διδάσκοντες-προγυμναστές (βλέπε πίνακα1).

Το 1884, λειτουργεί για πρώτη φορά με ευθύνη του κράτους 40νθήμερη σχολή γυμναστικής για αποφοίτους α) των διδασκαλείων, β) των γυμνασίων, όπου διδασκόταν για δύο έτη η γυμναστική, και γ) των γυμνασίων, οι οποίοι είτε έχουν «αρχάς γυμναστικής» είτε έχουν υπηρετήσει στον στρατό. Περιγράφεται αναλυτικά ο τρόπος αξιολόγησης, αλλά δε διευκρινίζεται το θεσμικό καθεστώς των αποφοίτων. Η σχολή δε θα επαναλειτουργήσει, όπως φαίνεται από το διάταγμα του 1887, όπου η εκπαίδευση γυμναστών ανατίθεται στον υπεύθυνο του Κεντρικού Γυμναστηρίου. Η αστική τάξη, που εξακολουθεί να επιβάλλει ένα λόγο για τη διαμόρφωση του σώματος, φροντίζει για την ίδρυση το 1891 από έναν αστικό σύλλογο, τον Πανελλήνιο Γυμναστικό Σύλλογο (Π.Γ.Σ.), σχολής όχι μόνο γυμναστών (που τελικά δεν λειτούργησε) αλλά και γυμναστριών (που λειτούργησε με επιτυχία και επαναλειτούργησε το 1893) (βλέπε πίνακα 1).

Όπως γίνεται φανερό από τα διατάγματα που κυκλοφόρησαν από το 1893 ως το 1898, υπάρχουν αλλεπάλληλες απόπειρες για την ίδρυση και λειτουργία κρατικής σχολής εκπαίδευσης καθηγητών Φ.A., ενώ διατηρείται η ίδια θέση του Γ.Α. στο Α.Π. του σχολείου. Την ίδια περίοδο η πολιτεία, παρ’ ότι αποποιείται την ευθύνη της εκπαίδευσης καθηγητριών Φ.Α., την οποία αναλαμβάνει από το 1897 άλλος ένας αστικός σύλλογος, η Ένωση Ελληνίδων, αποζητά να ελέγξει το λόγο σώματος, που αυτές θα αναπλαισιώσουν στην εκπαίδευση, αναλαμβάνοντας να παρέχει μετά από εξετάσεις κρατική πιστοποίηση, προκειμένου να εργαστούν στα σχολεία στα οποία εντάσσονται όλο και μεγαλύτεροι αριθμοί κοριτσιών (βλέπε πίνακα 1). Το 1899 ψηφίζεται ο Νόμος ΒΧΚΑ΄, με τον οποίο γίνεται μια σοβαρή απόπειρα οργάνωσης της εκπαίδευσης των καθηγητών Φ.Α. και καθορισμού της θέσης του Γ.Α. στο σχολικό Π.Σ. Η  Φ.Α. αποκτά θέση πρωτεύοντος μαθήματος, ενώ η  σχολή είναι για πρώτη φορά αυτόνομη καθώς ο διευθυντής της δεν είναι ο διευθυντής του Κεντρικού Γυμναστηρίου. Σε συνδυασμό με το ότι στη σχολή γίνονται δεκτοί απόφοιτοι του Πανεπιστημίου ή με διετή φοίτηση και το ότι οι εξετάσεις γίνονται μπροστά σε επιτροπή, στην οποία συμμετέχουν, εκτός των διδασκόντων, ο τμηματάρχης της ανώτερης εκπαίδευσης ως πρόεδρος, ο τμηματάρχης της μέσης εκπαίδευσης και ο κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής σχολής, έστω και μόνο με συμβουλευτική ψήφο, γίνεται φανερή η επιθυμία της πολιτείας να προσδώσει στη σχολή ένα αυξημένο θεσμικό κύρος. Εν τούτοις, δεν υπάρχει  καμιά αναφορά στο θεσμικό καθεστώς που υπάγονται οι απόφοιτοί της. Στο ίδιο διάταγμα, η πολιτεία  αποκλείει από τη διδασκαλία του Γ.Α. τους στρατιωτικούς, αφαιρώντας τους έτσι τον έλεγχο της διαμόρφωσης του σώματος, και προβλέπει τη στελέχωση των σχολείων, μέχρις ότου υπάρξουν απόφοιτοι από τη σχολή, είτε από ήδη υπηρετούντες σε σχολεία γυμναστές είτε από αποφοίτους των σχολών, που λειτούργησαν τα έτη 1897-1898, είτε από τους συμμετάσχοντες σε εξετάσεις που έγιναν το 1893.

 Η διαμάχη για τον έλεγχο της Φ.Α., άρα και το λόγο του σώματος, συνεχίζεται και στις αρχές του 20ου αι., όπως φαίνεται από πρόταση νόμου του 1906 και επόμενες νομοθετικές προσπάθειες (βλέπε Καρανταΐδου, 2000), με τις οποίες επιχειρείται η επανεισαγωγή των στρατιωτικών στα σχολεία ως διαμορφωτών και επιτηρητών του σώματος των μαθητών. Το 1909 ψηφίζεται ο Νόμος ΓΥΛΗ΄/1909, με τον οποίο αντικαθίσταται το γερμανικό σύστημα γύμνασης από το σουηδικό στο Π.Σ. της Σχολής Γυμναστών. Η αλλαγή αντανακλά τη στροφή του λόγου του σώματος από το στρατιωτικά χρήσιμο σώμα στο χρήσιμο για την εργασία, η οποία σηματοδοτεί την επικράτηση της αστικής τάξης στη διαμάχη για τον έλεγχο του σώματος. Η μεταβολή στο λόγο σώματος, που θα αναπλαισιωθεί στην εκπαίδευση, ολοκληρώνεται με διάταγμα για την εισαγωγή της σουηδικής γυμναστικής στα σχολεία και  με εγκύκλιο που ακολούθησε, με την οποία κλήθηκαν όλοι οι εν ενεργεία καθηγητές Φ.Α. να επιμορφωθούν στο σουηδικό σύστημα (Διδασκαλείον Γυμναστικής, επετηρίδα 1929-1930).

Ταυτόχρονα με τον Νόμο ΓΥΛΗ΄/1909, αλλάζουν τα κριτήρια εισαγωγής στη σχολή, όπου γίνονται πια δεκτοί απόφοιτοι Γυμνασίου, καθώς η μεγάλη απόκλιση ανάμεσα στα προσόντα, που απαιτούνταν για την εισαγωγή στη σχολή και τη μελλοντική επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων, αποτελούσαν ανασταλτικό παράγοντα για την ύπαρξη υποψηφίων σπουδαστών. Όπως φαίνεται από κατοπινά διατάγματα και εγκυκλίους, όπως η εγκύκλιος «Περί εξομοιώσεως των γυμναστών προς τους λοιπούς λειτουργούς της μέσης εκπαιδεύσεως» και η εγκύκλιος «Περί της μη διακοπής του μαθήματος της γυμναστικής προ της 20 Μαΐου εκάστου έτους» (βλέπε πίνακα 1), η θέση του Γ.Α. και του διδάσκοντος στο σχολείο είναι ιδιαίτερα υποβαθμισμένες, αφού δεν τους αναγνωρίζεται κάποιο πραγματικό κύρος από το ίδιο το σχολικό περιβάλλον.

Η Σχολή Γυμναστών αντικαταστάθηκε, το 1918, από το Διδασκαλείο της Γυμναστικής, στο οποίο ανατίθεται και η εκπαίδευση καθηγητριών Φ.Α. για πρώτη φορά.  Στην εισηγητική έκθεση αναφέρεται  ως στόχος του Διδασκαλείου  «.. οι εν αυτώ μορφούμενοι, … να αποβώσι σχεδόν ισάξιοι προς τους διδάκτορας του Πανεπιστημίου…», φανερώνοντας μια ρητορική, η οποία αφ’ ενός αποζητά την αναβάθμιση του κύρους των υποψηφίων καθηγητών/τριών Φ.Α. αφ’ ετέρου όμως τονίζει την ιεραρχικά κατώτερη θέση τους σε σχέση με τους/τις αποφοίτους/ες του Πανεπιστημίου. Οι σπουδαστές της Σχολής Γυμναστών και οι σπουδάστριες της σχολής της Ένωσης Ελληνίδων εντάσσονται αυτόματα στο νέο εκπαιδευτικό ίδρυμα αποδεικνύοντας ότι είναι μια συνέχεια των προηγούμενων σχολών με το ίδιο χαμηλό κύρος, αν και αυτή τη φορά διευκρινίζεται ότι η σχολή εντάσσεται στα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης. Η ανυπαρξία κύρους της σχολής, η οποία καταδεικνύεται και από το ότι το 1920 υπήρχε μόνο ένας σπουδαστής και μια σπουδάστρια, ανάγκασε την πολιτεία με Β.Δ. του 1922 (βλέπε πίνακα 1) να περιορίσει τα έτη φοίτησης, που μέχρι τότε ήταν τρία για τους σπουδαστές και δύο για τις σπουδάστριες, σε δύο και για τα δύο φύλα.

Η ίδρυση του Διδασκαλείου συμπίπτει με τη μεταστροφή του λόγου της Φ.Α. από τη γυμναστική στη σωματική αγωγή, η οποία διαφαίνεται για πρώτη φορά το 1917 σε συζήτηση στη Βουλή για το νομοσχέδιο «περί Σωματικής Αγωγής» (βλέπε πίνακα1). Η χρήση του όρου σωματική αγωγή θα γενικευτεί αυτή και την επόμενη περίοδο, σηματοδοτώντας αναγωγή του σώματος σε τόπο εγγραφής δεξιοτήτων, με αντίστοιχες μεταβολές του παιδαγωγικού λόγου στο σχολείο. Η επιθυμία του κράτους να δημιουργήσει μηχανισμούς ελέγχου του σώματος τόσο μέσα από τους εκπαιδευτικούς θεσμούς όσο και μέσα από τον αθλητισμό, που έχει αρχίσει να ανάγεται σε σημαντική δραστηριότητα ελευθέρου χρόνου, φανερώνεται από τη σύσταση πολλαπλών γραφειοκρατικών μηχανισμών, όπως είναι η Επιτροπή Εθνικής Σωματικής Αγωγής σε κάθε νομό, το ανεξάρτητο τμήμα Σωματικής Αγωγής και Στρατιωτικής Προπαιδεύσεως στο Υπουργείο Παιδείας κ.ά. Ως επιστέγασμα της νέας νοηματοδότησης του σώματος υλοποιείται η αναβάθμιση του Διδασκαλείου το 1929, οπότε με το  Νόμο 4371/1929 εντάσσεται στις σχολές Ανώτερης Εκπαίδευσης. Η αναβάθμιση του Διδασκαλείου ανταποκρίνεται, εν μέρει, στην αλματώδη αύξηση των σπουδαστών και σπουδαστριών σε 282 το 1929 (βλέπε πίνακα1), ίσως οφειλόμενη και στην εξασφαλισμένη επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων του, ειδικά σε μια περίοδο οικονομικής ανασφάλειας. Η υποχρέωση των αποφοίτων σχολών του εξωτερικού, όπως και των αποφοίτων των στρατιωτικών γυμναστικών σχολών, να φοιτήσουν για ένα έτος στο Διδασκαλείο, φανερώνει την προσπάθεια της πολιτείας να δημιουργήσει ένα  κοινό habitus των καθηγητών/τριών Φ.Α. με την ενσωμάτωση ενός κοινού λόγου σώματος, ο οποίος κυριαρχεί στο Διδασκαλείο.

Η σωματική αγωγή αποκτά οριστικά θέση στο σχολικό πρόγραμμα, χωρίς ωστόσο να εξοβελίζει τη στρατιωτική προπαίδευση, η οποία διατηρείται, έστω και μόνο στο πρόγραμμα των ανώτερων τάξεων των σχολείων μέσης εκπαίδευσης. Η διαφοροποίησή τους, εν τούτοις, φανερώνει τις σταδιακές αλλαγές των μεθόδων επιτήρησης και πειθάρχησης του σώματος. Παράλληλα παρατηρείται στο σχεδιασμό του μαθήματος μια ισομερής κατανομή αθλητικών και γυμναστικών δραστηριοτήτων, που εντάσσεται σε μια γενικότερη προσπάθεια της πολιτείας να κοινωνικοποιήσει τους μαθητές σε έναν συγκεκριμένο αθλητικό  λόγο, ο οποίος να  επενεργεί θετικά στην παγίωση των κοινωνικών δομών αντιμετωπίζοντας, για παράδειγμα, τις κοινωνικές ανισότητες ως αναπόδραστες, συγκρινόμενες με τις βιολογικές ανισότητες (Boyle & Haynes, 2000).

Το 1932, τη θέση του Διδασκαλείου παίρνει με νομοθετικό διάταγμα, το οποίο επικυρώνεται και με νόμο λίγο αργότερα, η Γυμναστική Ακαδημία το πρώτο εκπαιδευτικό ίδρυμα με δικές του εγκαταστάσεις. Στο νομοθετικό διάταγμα υπάρχουν λεπτομερείς αναφορές στον εξωσχολικό αθλητισμό και τη λειτουργία των ελεγκτικών μηχανισμών του, ενώ, για άλλη μια φορά, η συνέχεια του θεσμικού κύρους των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων επισφραγίζεται με την αυτόματη ένταξη των σπουδαστών/τριών του Διδασκαλείου στο νέο ίδρυμα. Η ισομερής κατανομή του χρόνου του μαθήματος σε γυμναστικές και αθλητικές δραστηριότητες της προηγούμενης περιόδου ακυρώνεται. Η αναγνώριση της λειτουργίας του αθλητισμού ως δραστηριότητα ελεύθερου χρόνου τον ανάγει σε εξωσχολική δραστηριότητα, αν και γίνεται προσπάθεια να τεθεί υπό έλεγχο, όπως φαίνεται από το άρθρο 7, το οποίο κάνει λόγο για «…την συστηματικήν εποπτείαν αυτής [της σωματικής αγωγής] …» και φανερώνει την προσπάθεια της εξουσίας να ελέγξει τον ελεύθερο χρόνο των μαθητών. Επιπλέον, η αναφορά στην εισηγητική έκθεση του Νόμου 5620/1932 για «… την επαναφορά εις την οδόν του φίλαθλου αθλητισμού των οπωσδήποτε εξ αυτής εκτραπέντων ….» αποκαλύπτει την αγωνία της εξουσίας να επιβάλει το λόγο της στον εξωσχολικό αθλητισμό, για τον οποίο αισθάνεται ότι αναπτυσσόμενος ξεφεύγει από την επιτήρησή της.

Η καθιέρωση βαθμολογικής βάσης για την εισαγωγή στη σχολή επιχειρεί, μέσα από αυστηρότερα κριτήρια ένταξης,  να αναβαθμίσει το επίπεδο σπουδών, άρα και το κύρος των αποφοίτων. Παράλληλα ο καθορισμός ανώτατου αριθμού εισαγομένων συνδεδεμένου απόλυτα με τις ανάγκες του κράτους επιχειρεί να αποδώσει στην εξουσία τον απόλυτο έλεγχο του λόγου του σώματος, αφού θα καλλιεργείται και θα επιβάλλεται μόνο μέσα από τους θεσμούς που ελέγχει αυτή. Στο ίδιο νομοθετικό διάταγμα προβλέπεται περιοδική αξιολόγηση των εν ενεργεία εκπαιδευτικών «…Άπαντες οι γυμναστές και γυμνάστριες  υποβάλλονται ανά διετίαν εις λεπτομερή έλεγχον της σωματικής τους καταστάσεως καθώς και των γυμναστικών και αγωνιστικών τους προσόντων...». Οι καθηγητές Φ.Α. καθορίζονται από το σώμα τους ακόμη πιο ρητά απ’ ότι στο Νόμο 4371/1929, σύμφωνα με τον οποίο υπόκεινται σε έλεγχο «…της σωματικής καταστάσεως και της υπηρεσιακής ικανότητος αυτών….».

   Την αμέσως επόμενη χρονιά, με τον Νόμο 3780/1933, η σωματική αγωγή και ο κλασικός αθλητισμός διαχωρίζονται από τις αθλοπαιδιές, οι οποίες τίθενται εκτός προγράμματος σχολείου. Η  προσπάθεια ελέγχου των αθλοπαιδιών, ειδικά του ποδοσφαίρου, που έχει πλέον εδραιωθεί ως δραστηριότητα ελεύθερου χρόνου των προλεταριακών μαζών, μετατίθεται σε θεσμούς εκτός του σχολείου, με αποτέλεσμα τη μείωση της παρεμβατικότητας του σχολικού αθλητισμού. Συγχρόνως δημιουργείται ένα δίπολο με τη διατήρηση εντός του σχολείου του κλασικού αθλητισμού, ο οποίος ανακηρύσσεται σε συνεχιστή των αρχαιοελληνικών αγώνων, με όλα τα συμφραζόμενα μιας τέτοιας ταύτισης και με την απόδοση σε αυτόν  του αθλητικού λόγου, που η πολιτεία θέλει να καλλιεργήσει.

Οι νέες διατάξεις για την πρόσληψη γυμναστών/τριών με πτυχία σχολών εξωτερικού καταργούν στην ουσία τη φοίτηση στη Γυμναστική Ακαδημία, αφού την κάνουν προαιρετική και δίνουν το δικαίωμα σε όσους  θέλουν να εργασθούν ως καθηγητές/τριες Φ.Α. να συμμετέχουν σε εξετάσεις. Το κράτος διατηρεί τον έλεγχο του λόγου του σώματος, ο οποίος θα αναπλαισιωθεί στα σχολεία, ωστόσο δεν μπορεί πια να παραβλέψει το γεγονός πως στις περισσότερες χώρες οι σχολές εκπαίδευσης καθηγητών/τριών Φ.Α. ανήκουν σε ανώτερη εκπαιδευτική βαθμίδα. Ήδη από το 1927, στη Γαλλία, έχουν ιδρυθεί τα Ανώτατα Ιδρύματα Φυσικής Αγωγής προσαρτημένα στις ιατρικές σχολές, ενώ, το 1933, ιδρύεται αυτόνομο Πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής (βλέπε Gleyse, 2001). Παρατηρείται πως, ενώ στο εξωτερικό η στροφή στο λόγο της Φ.Α. γίνεται από τη γυμναστική στη φυσική αγωγή, στην Ελλάδα καλλιεργείται ένας λόγος σωματικής αγωγής τονίζοντας τις δυϊστικές αντιλήψεις σώμα/πνεύμα, φύση/πολιτισμός κλπ., που επηρεάζουν τον υφιστάμενο παιδαγωγικό λόγο. 

Η Γυμναστική Ακαδημία αντικαθίσταται το 1939 από την Εθνική Ακαδημία Σωματικής Αγωγής (Ε.Α.Σ.Α.) (πίνακας 1) με αναγκαστικό νόμο της δικτατορίας του Μεταξά. Η Ε.Α.Σ.Α. χαρακτηρίζεται ως Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα. Η αναβάθμιση, που δεν υλοποιήθηκε ποτέ, σήμαινε ουσιαστικά τη διάθεση να τονιστεί το αυξημένο κύρος που αποδίδει το δικτατορικό καθεστώς στη Φ.Α. και τον αθλητισμό, αποδίδοντάς τους όμως ένα λόγο όμοιο με των υπολοίπων φασιστικών κομμάτων της Ευρώπης, στηριζόμενο στην φυλετική καθαρότητα και την ευγονική. Ο σωματικός εθνικισμός που καλλιεργείται, σύμφωνα με τον οποίο η ηθική και σωματική κατάσταση του κράτους αποδεικνύεται από τη σωματική κατάσταση των υπηκόων του (Alter, 1997), φαίνεται και από την ένταξη του όρου «Εθνική» στον τίτλο της σχολής. Παράλληλα η ένταξη του όρου Σωματική Αγωγή επισφραγίζει τη μετακίνηση του λόγου της Φ.Α. από τη γυμναστική στη σωματική αγωγή.

Η περίοδος που ακολουθεί μέχρι και τη δεκαετία του 1970 δεν επιφέρει αλλαγές στο καθεστώς του ιδρύματος εκπαίδευσης καθηγητών/τριών Φ.Α. ούτε στη θέση του Γ.Α. στο σχολείο. Μπορούν ωστόσο να παρατηρηθούν σταδιακές μεταβολές στο Π.Σ., οι οποίες σε μια αμφίδρομη σχέση πυροδοτούν και ταυτόχρονα πηγάζουν από αλλαγές στο κοινό πεδίο που δομείται από τη Φ.Α. και τον αθλητισμό. Έτσι, παρατηρείται ένας αυξανόμενος προπονητικός προσανατολισμός, ο οποίος ανταποκρίνεται ταυτόχρονα και σε έναν αναδυόμενο επαγγελματισμό του αθλητισμού, που αλλάζει τη μορφή του.

Το 1970, με το νομοθετικό διάταγμα 410/1970 του δικτατορικού καθεστώτος, ιδρύεται «παράρτημα» της Ε.Α.Σ.Α. στη Θεσσαλονίκη, με ίδιο πρόγραμμα και αξιολογητικές διαδικασίες, ώστε να μη διακυβευτεί ο ομογενοποιημένος και απόλυτα ελεγχόμενος λόγος σώματος. Το 1975, εκφράζοντας ένα συμβιβασμό στο αίτημα για ανωτατοποίηση της σχολής, αυξάνονται τα έτη σπουδών σε τέσσερα. Η Ε.Α.Σ.Α. παραμένει ανώτερη σχολή αποδίδοντας ένα χαμηλότερο κύρος στους διδάσκοντες/ουσες, οι οποίοι/ες, παρ’ ότι διορίζονται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, κατέχουν το ίδιο θεσμικό κύρος με τους/τις διδάσκοντες/ουσες της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η αύξηση της διάρκειας των σπουδών γίνεται με την καθιέρωση ενός τέταρτου έτους ειδίκευσης, στο οποίο οι σπουδαστές/τριες ειδικεύονταν σε ένα άθλημα, οριστικοποιώντας τη μεταστροφή της λειτουργίας της σχολής από καθαρά καθηγητική, όπως οριζόταν στα πρώτα διατάγματα, σε προπονητική, επιφέροντας τις αντίστοιχες μεταβολές στο habitus και τις δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης των αποφοίτων της. Το 1975, υπήρχαν 6 ειδικότητες και, κατά τα επόμενα έτη, προσφερόταν η δυνατότητα ειδίκευσης σχεδόν στο σύνολο των αθλημάτων.

Η κατάργηση της Ε.Α.Σ.Α. και του παραρτήματος Θεσσαλονίκης και η αντικατάστασή τους από τα Τμήματα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού (Τ.Ε.Φ.Α.Α.), τα οποία εντάσσονται στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, γίνεται με το Νόμο-Πλαίσιο 1268/1982. Η δημιουργία αυτών των τμημάτων ανώτατης εκπαίδευσης εντάσσεται στις «μεταβατικές διατάξεις», χωρίς να γίνεται μνεία στην εισηγητική έκθεση. Φαίνεται ότι η πολιτεία θέλει να αποσιωπήσει την πολυετή υποβάθμιση της λειτουργίας του σώματος στην εκπαιδευτική διαδικασία, που υπονοούσε το χαμηλότερο κύρος του ιδρύματος, ή ίσως και να διαφωνεί με την ενδεχόμενη ανάδειξη αυτής της λειτουργίας στο σχολείο. Η ένταξη του όρου «Επιστήμης»  στον τίτλο του ιδρύματος προβάλλει την αλματώδη ανάπτυξη του πεδίου της Φ.Α. αποτυπώνοντας ταυτόχρονα μια ρητορική αυξημένου κύρους του σώματος, που,  κατά κύριο λόγο, οφείλονται στην ανάπτυξη των βιολογικών επιστημών. Ο όρος φυσική αγωγή, αντανακλά το λόγο για την ενότητα σώματος και πνεύματος, που οδηγεί στην αναζήτηση της παράλληλης ανάπτυξης της σωματικής και πνευματικής υγείας για την επίτευξη υψηλής ποιότητας ζωής. Ταυτόχρονα μαρτυρά την ανάπτυξη των ολιστικών θεωριών εκπαίδευσης για την ολόπλευρη ανάπτυξη του παιδιού. Οι συνθήκες λειτουργίας των Τ.Ε.Φ.Α.Α. ρυθμίζονται με το Προεδρικό Διάταγμα 107/183, με το οποίο οι σπουδαστές/τριες της Ε.Α.Σ.Α. εντάσσονται αυτόματα στα νέα ιδρύματα επισημοποιώντας για άλλη μια φορά την αδιάσπαστη ενότητα του ιδρύματος.

Τα επόμενα χρόνια, ιδρύονται άλλα δύο Τ.Ε.Φ.Α.Α., ένα στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης με έδρα την Κομοτηνή το 1983 και ένα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας με έδρα τα Τρίκαλα το 1994 (βλέπε πίνακα 1). Η αυτονομία των νέων Τμημάτων στη στελέχωση και στην κατάρτιση Π.Σ. δημιουργεί τις συνθήκες εκείνες για την ανάδειξη διαφοροποιημένων, αν και όχι ριζικά διαφορετικών, λόγων σώματος και την ανάπτυξη ποικίλων πλευρών του επιστημονικού πεδίου της Φ.Α. μέσα από τους διαφοροποιημένους παιδαγωγικούς λόγους που παρατηρούνται στα Τμήματα.

 3. Ζητήματα προς συζήτηση

Στην παρούσα εργασία επιχειρήθηκε να καταδειχθεί με ποιο τρόπο η αρχική εκπαίδευση των καθηγητών/τριών Φ.Α. βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με τον  κοινωνικοπολιτικό και τον παιδαγωγικό λόγο καθώς και με τις εκπαιδευτικές πρακτικές. Με βάση τις θεωρητικές απόψεις των Bernstein, Bourdieu και Foucault, που ήδη παρουσιάστηκαν, μπορούν να γίνουν κάποιες χρήσιμες επισημάνσεις και να τεθούν κάποια ζητήματα προς συζήτηση.

Πρωταρχικός σκοπός του σχολείου ως οργανικό στοιχείο του κράτους, στην πρώτη φάση της γένεσής του, ήταν να λειτουργεί ως μηχανισμός ενοποίησης του χώρου και δημιουργίας συλλογικής ταυτότητας. Στο πλαίσιο αυτό, η νομιμοποίηση της επιβολής της Φ.Α. επιδιώκεται με τη σύνδεσή της με την αρχαιότητα, την κλασική αθλητική παράδοση και τη χρησιμότητά της στην αφύπνιση εθνικιστικών συνειρμών. Οροθετείται ως Γυμναστική, συχνά συνταυτίζεται με τις στρατιωτικές ασκήσεις και κατά καιρούς η διδασκαλία της ανατίθεται σε στρατιωτικά σώματα. Ο λόγος που δομείται υπονοεί ότι για τη διδασκαλία της δεν απαιτείται η κατοχή κάποιου αντίστοιχου κύρους με τους διδάσκοντες των υπολοίπων γνωστικών αντικειμένων, καθιστώντας περιττή και τη θέσπιση ιδρυμάτων κατάρτισης ειδικευμένων καθηγητών.

 Όσο ισχυροποιείται η αστική τάξη και προσπαθεί να επιβάλει τις εκπαιδευτικές αρχές της τόσο εντείνονται και οι προσπάθειες για τη δημιουργία ιδιωτικών σχολών εκπαίδευσης καθηγητών Φ.Α. από συλλόγους αστικής προέλευσης, από ιδιώτες και από το κράτος.  Η προχειρότητα των προσπαθειών για την κατάρτιση ειδικευμένου σώματος, που, απασχολούμενο στην εκπαίδευση, θα δομήσει τα υγιή, υπάκουα και χρήσιμα σώματα της εργατικής τάξης, τα οποία μέχρι τότε μορφοποιούνταν από την εργασία (Shilling, 2004),  δεν επιτρέπουν την απόδοση κανενός είδους θεσμικό κύρος στην εκπαίδευση των καθηγητών Φ.Α.

 Με την ίδρυση της Σχολής Γυμναστών η εκπαίδευση των καθηγητών Φ.Α. ανατίθεται  οριστικά στο κράτος, το οποίο διεκδικεί έτσι τον απόλυτο έλεγχο πάνω στο λόγο του σώματος. Η έλλειψη όμως σαφώς καθορισμένου προσανατολισμού αντανακλάται στην άρνηση των υπόλοιπων παραγόντων της σχολικής πραγματικότητας να αποδεχθούν είτε το γνωστικό αντικείμενο, να  αναγνωρίσουν δηλαδή τη συμμετοχή του σώματος στη γνωστική διαδικασία, είτε  τη συμμετοχή των  καθηγητών της Φ.Α., των οποίων η πιστοποίηση είναι εξαιρετικά χαμηλού κύρους στη διαμόρφωση της σχολικής κουλτούρας, δηλαδή των σκοπών, των τακτικών και των πολιτικών του σχολείου (Υφαντή, 2000).

Η σημασία που όλο και περισσότερο αποκτά η πνευματική και σωματική υγεία, η διαρκώς αυξανόμενη ενασχόληση των προλεταριακών μαζών με τον αθλητισμό και η ανάπτυξη του αθλητικού θεάματος οδηγούν στην εξελικτική μετατόπιση της οριοθέτησης της Φ.Α. από Γυμναστική σε Σωματική Αγωγή. Οι διαφοροποιημένες νοηματοδοτήσεις του σώματος και του πεδίου της Φ.Α. αποτυπώνονται στη δημιουργία του Διδασκαλείου της Γυμναστικής, το οποίο, αν και είναι «σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης», θεωρείται το πρώτο εκπαιδευτικό ίδρυμα, όπου θεσμοθετείται επίσημα και οργανώνεται η εκπαίδευση καθηγητών και καθηγητριών Φ.Α..

Η εκπαίδευση των καθηγητριών Φ.Α., μέχρι την ανάθεσή της στο Διδασκαλείο, παρέμεινε σχετικά αμετάβλητη αλλά υπό τον έλεγχό του κράτος που παρείχε την πιστοποίηση. Το γεγονός ότι η εκπαίδευση των γυναικών ήταν, για πολλά χρόνια, ευθύνη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ενώ το κράτος παρείχε μόνον την τελική πιστοποίηση, σε συνδυασμό με την υποβαθμισμένη σημασία που αποδιδόταν στη γυναικεία απασχόληση, προσέδιδε ακόμη χαμηλότερο κύρος στις καθηγήτριες Φ.Α. από το αντίστοιχο, ήδη χαμηλό, κύρος των ανδρών συναδέλφων τους.

Η κατάταξη του Διδασκαλείου της Γυμναστικής και αργότερα της Γυμναστικής Ακαδημίας στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, σε συνδυασμό με τη βελτίωση των εγκαταστάσεων του ιδρύματος, των μαθημάτων και τη συστηματικοποίηση των αξιολογικών διαδικασιών, καταδεικνύουν τις εντεινόμενες προσπάθειες επιστημονικής θεμελίωσης της γνωστικής περιοχής της Φ.Α.. Η σχετική αναβάθμιση του κύρους του ιδρύματος είναι πιθανόν να οφείλεται και στο ότι η Φ.Α. εντάσσεται κυρίως στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπου ήδη οι διδάσκοντες/ουσες είναι απόφοιτοι/ες σχολών ανώτατης εκπαίδευσης. Αποδίδεται λοιπόν στους φορείς του λόγου του σώματος ένα σχετικά αναβαθμισμένο κύρος, αλλά συμβολικά χαμηλότερο από αυτό των φορέων του λόγου της γνώσης.

Η μετάβαση από την   Ε.Α.Σ.Α στα Τ.Ε.Φ.Α.Α. υλοποιείται σταδιακά σε μία περίοδο σημαντικών κοινωνικών και ιδεολογικών αλλαγών, απότοκο κυρίως του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και των αλλαγών στην παραγωγική διαδικασία, που δημιουργούν τις προϋποθέσεις μεταβολής του λόγου του σώματος. Η ραγδαία εξέλιξη της Φ.Α., με την ενσωμάτωση των ευρημάτων των συνεχώς αναπτυσσόμενων βιολογικών επιστημών, των επιστημών της υγείας και των φιλοσοφικών και κοινωνιολογικών θεωριών, οι οποίες καταρρίπτουν τις διχοτομικές προσεγγίσεις σώματος/πνεύματος, φύσης/πολιτισμού, έχει ως αποτέλεσμα τη μετεξέλιξη του επιστημονικού πεδίου από  Σωματική Αγωγή σε Φυσική Αγωγή που μελετά την κίνηση  του σώματος όχι ως μηχανιστική λειτουργία αλλά ως διαδικασία, που μέσα από τη συνδυαστική ενεργοποίηση σώματος και πνεύματος δημιουργεί τη σωματικοποιημένη συνειδητοποίηση (Culpan, 1996/1997). Η  παράλληλη ανάδειξη του αθλητισμού σε μέσο συλλογικής έκφρασης της πολιτικής και πολιτισμικής πραγματικότητας μιας κοινότητας οδηγεί στην άνοδο του κύρους του και τη δημιουργία του νέου πεδίου της Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού.

Με την αναγωγή του σώματος σε μηχανισμό υψηλής τεχνολογίας, η ευθύνη της διαμόρφωσής του ξεφεύγει από την αποκλειστικότητα της τυπικής εκπαίδευσης, του στρατού ή των πειθαρχικών ιδρυμάτων (Foucault, 1991) και γίνεται αντικείμενο ενός συνόλου κοινωνικών θεσμών, στις οποίες η συμμετοχή είναι ατομική, όπως τα γυμναστήρια, κ.ά., περιορίζοντας τη σχολική Φ.Α. σε μια μικρή περιοχή του νέου επιστημονικού πεδίου. Αυτό, σε συνδυασμό με το αυξημένο κύρος του αθλητισμού ως μηχανισμού συμβολικής αναπαράστασης, αντικατοπτρίζεται στην ανωτατοποίηση των σχολών, με την οποία εξισώνονται εν τέλει οι καθηγητές/τριες Φ.Α. με τους/τις υπόλοιπους/ες διδάσκοντες/ουσες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και δημιουργείται μια έντονη ρητορική γύρω από τη σημασία της Φ.Α. στη γνωστική διαδικασία.

Η γενεαλογικής μορφής ιστορική προσέγγιση του θεσμού της Φ.Α., που επιχειρήθηκε στη παρούσα εργασία, καταδεικνύει ότι το θεσμικό κύρος του Γ.Α. εξελίσσεται ανάλογα με το θεσμικό κύρος της σχολής φοίτησης των διδασκόντων/ουσών του και αυτό με τη σειρά του ακολουθεί τις ευρύτερες εκπαιδευτικές και κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις. Μέσα από την ανάλυση της θεσμικής εξέλιξης της Φ.Α. αναδεικνύεται μια στενή διασύνδεση του λόγου του σώματος, του πεδίου της Φ.Α. και του αθλητισμού με εκπαιδευτικά και κοινωνικο-πολιτικά συμφραζόμενα, στο πλαίσιο των οποίων πολλαπλές αλυσίδες σημαινόντων συμπυκνώνουν τα νοήματά τους στις κομβικές έννοιες: Γυμναστική, Σωματική Αγωγή και  Φυσική Αγωγή.

 Βιβλιογραφία

 

Alter, J.S. (1997) The Wrestlers Βody Identity and Ideology in North India, (Delhi, Gopi)

Bernstein, B. (2000) Pedagogy, Symbolic Control and Identity: theory, research and critique, Revised edition (Boston, Rowman & Littlefield)

Boyle, R. & Haynes, R. (2000) Power Play: sport, the media and popular culture (London, Longman)

Bourdieu, P. & Wacquant, J.L. (1992) An Ιnvitation to Reflexive Sociology (Chicago, University of Chicago Press)

Bourdieu, P. (1999) Κείμενα Κοινωνιολογίας (Αθήνα, Στάχυ)

Broadfoot, P. (1999) Assessment and the emergence of modern society in B. Moon & P. Murphy: Curriculum in Context (London, Chapman pub.)

Culpan, I. (1996/1997) Physical Education: Liberate or confine it to the Gymnasium, Delta: Policy and Practice in Education, vol.48, no.2, vol.49, no.1, pp.203-220.

Foucault, M. (1978) Power/ Knowledge, Selected Interviews & Οther Writings (London, Harvester Press ltd.)

Foucault, Μ. (1991) Η Μικροφυσική της Εξουσίας (Αθήνα, ΄Υψιλον)

Gleyse, J. (2001) The body and the metaphor of the engine Sport, Education and Society, vol.  7 no.1, pp.5-23.

Reay, D.  (2004) “It’s all becoming a habitus”: beyond the habitual use of habitus in educational research, British Journal of Sociology of Education, vol. 25, no.4, pp.431-444.

Shilling, C. (2004) Physical capital and situated action: a new direction for corporeal sociology, British Journal of Sociology of Education, vol. 25, no. 4, pp. 473-487.

Solomon, J. & Tsatsaroni, A. (2001) Educational evaluation: the social production of texts and practices, in Towards a Sociology of Pedagogy: the contribution of Basil Bernstein to research (N.York, P.Lang)

Vandalen, D.B. & Bennett, B.L. (1971) A World History of Physical Education: Cultural, Philosophical, Comparative (N.Jersey, Prentice-Hall)

Young, M.F.D. (1971) An approach to the study of curricula as socially organized knowledge in M.F.D. Young: Knowledge and Control. New Directions for the Sociology of Education  (London, Collier McMillan)

Γιαννάκης, Θ. (1981) Η Φυσική Αγωγή από το 394μ.Χ. (Αθήνα)

Καρανταΐδου, Μ. (2000) Η Φυσική Αγωγή στην Ελληνική Μέση Εκπαίδευση (1862-1990) και Ιδρύματα Εκπαίδευσης Γυμναστών (1882-1982) (Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Αφοι Κυριακίδη)

Κυπριανός, Π. (2004) Συγκριτική Ιστορία της Ελληνικής Εκπαίδευσης (Αθήνα, Βιβλιόραμα)

Μακρυνιώτη, Δ. (2004) επιμ. Τα Όρια του Σώματος (Αθήνα, Νήσος)

Σολομών, Ι. (1992) Εξουσία και Τάξη στο Νεοελληνικό Σχολείο – Μια Τυπολογία των Σχολικών Χώρων και Πρακτικών 1820-1900 (Αθήνα, Αλεξάνδρεια)

Τσουκαλάς, Κ. (1985) Εξάρτηση και Αναπαραγωγή: Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922) (Αθήνα, Θεμέλιο)

Υφαντή, Α.Α. (2000) Εκπαιδευτικές αλλαγές και βελτίωση του σχολείου. Μια πολύπλοκη σχέση, Σύγχρονη Εκπαίδευση, τεύχος 113, σσ. 57-63.

 

Πίνακας 1: Θεσμική εξέλιξη των ιδρυμάτων εκπαίδευσης των διδασκόντων Φυσική Αγωγή και ένταξη του αντικειμένου στο σχολικό πρόγραμμα

 

19ος αιώνας

20ος αιώνας

1834  ΑΦΕΚ 11-3/3/1834 ίδρυση γυμναστηρίου Ναυπλίου / εισαγωγή Φ.Α. στα δημοτικά

Ν. ΓΡΝΗ/1906 ίδρυση σχολής γυμναστών για τις ανάγκες του στρατού πιθανά και των σχολείων

1836 ΑΦΕΚ 87-31/12/1836 εισαγωγή Φ.Α. στα γυμνάσια

Ν. ΓΥΛΗ/1909 αλλαγές κριτηρίων εισαγωγής στη σχολή γυμναστών

ΑΦΕΚ 19-28/8/1862 καθορισμός όρων διεξαγωγής Φ.Α. στα σχολεία / διδάσκοντες  πυροσβέστες

Β.Δ. 1909 εφαρμογή σουηδικού συστήματος γύμνασης στα σχολεία

ΑΦΕΚ7-18/2/1871 στρατιωτικές ασκήσεις στα σχολεία / διδάσκοντες στρατιωτικοί / καθορισμός προγράμματος και αξιολόγησης Φ.Α. στο σχολείο

Εγκύκλιος12626/1912 οδηγίες για την εξομοίωση των καθηγητών Φ.Α. με τους υπόλοιπους διδάσκοντες

Β.Δ. 22/9/1880 «προγυμναστές» οι κατέχοντες πιστοποίηση από το Κεντρικό ή άλλο γυμναστήριο / μεταβολές στο Π.Σ. και την αξιολόγηση της Φ.Α. στο σχολείο

Ν. 1406/1918 ίδρυση Διδασκαλείου Γυμναστικής τριετές για άντρες διετές για γυναίκες / ένταξη στα σχολεία Μέσης εκπαίδευσης / επικράτηση όρου σωματική αγωγή

Β.Δ. 22/11/1882 «γυμναστές» οι ασκηθέντες στο Κεντρικό Γυμναστήριο ή οι απόφοιτοι σχολών της Δύσης  / καθορισμός προγράμματος και αξιολόγησης Φ.Α. στο σχολείο

ΑΦΕΚ196/1922 η φοίτηση στο Διδασκαλείο Γυμναστικής ορίζεται διετής και για τα δυο φύλα

Ν.ΑΡΙΘ/1883 επανεισαγωγή στρατιωτικών ασκήσεων  / διδάσκοντες στρατιωτικοί

Ν. 4371/1929 ένταξη Διδασκαλείου στα Ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα / καθορισμός προγράμματος διδασκαλίας στα σχολεία/ Διεύθυνση Σωματικής Αγωγής στο Υπουργείο Παιδείας

ΑΦΕΚ 241/1884 ίδρυση προσωρινής 40νθημερης  Σχολής Γυμναστών

ΑΦΕΚ246/1932-ΑΦΕΚ290/1932 ίδρυση Γυμναστικής Ακαδημίας τριετούς φοίτησης / καθορισμός νέου προγράμματος Φ.Α. στα σχολεία

Ν. ΑΧΗ/1887 η εκπαίδευση καθηγητών Φ.Α. καθήκον του υπεύθυνου του Κεντρικού Γυμναστηρίου

1891-1893 λειτουργία σχολών γυμναστών/τριών Π.Γ.Σ.

Ν. 3780/1933 αναμόρφωση προγράμματος Γυμναστικής Ακαδημίας  / περιορισμός ωρών διδασκαλίας Φ.Α. στα σχολεία

ΑΦΕΚ198/1893 Πρόβλεψη λειτουργίας ετήσιας «Ειδικής Γυμναστικής Σχολής» (δε λειτούργησε)

ΑΦΕΚ469/1939 ίδρυση Εθνικής Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής (Ε.Α.Σ.Α.) τριετούς φοίτησης

ΑΦΕΚ189/1897 προσάρτηση διετούς Ειδικής Γυμναστικής Σχολής στο Κεντρικό Γυμναστήριο/ ίδρυση σχολής γυμναστριών Ένωσης Ελληνίδων

ΑΦΕΚ203/1942 μετεκπαίδευση καθηγητών Φ.Α. και άλλων κρατικών λειτουργών στην Ε.Α.Σ.Α.

ΑΦΕΚ216/1898 μείωση διάρκειας Ειδικής Γυμναστικής Σχολής σε ένα έτος

ΑΦΕΚ11/1943 τροποποιήσεις στο Π.Σ. της Ε.Α.Σ.Α./ χωρισμός ακαδημαϊκού έτους σε εξάμηνα

Β.Δ. 30/5/1898 καθορισμός εξετάσεων υποψηφίων γυμναστριών

ΑΦΕΚ233/1952 και μια σειρά άλλων νομοθετικών διαταγμάτων (1960, 1966, 1972, 1974) με μεταβολές στο Π.Σ. της Ε.Α.Σ.Α.

Ν. ΒΧΚΑ/1899 ίδρυση διετούς Σχολής Γυμναστών αλλαγές προγράμματος και αξιολόγησης  Φ.Α. στα σχολεία /

Ν/Δ 410/1970 ίδρυση παραρτήματος Ε.Α.Σ.Α. στη Θεσσαλονίκη με κοινό πρόγραμμα

 

Π.Δ. 222/1975 εισαγωγή έτους ειδικότητας στην Ε.Α.Σ.Α. αύξηση ετών φοίτησης σε 4

Π.Δ. 861/1978 αναλυτικό πρόγραμμα μαθημάτων Ε.Α.Σ.Α.

1268/1982 ίδρυση Τμημάτων Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού Αθήνα και Θεσσαλονίκη

Π.Δ. 107/1983 κατάργηση Ε.Α.Σ.Α. Π.Δ.

Π.Δ. 465/1983 δημιουργία Τ.Ε.Φ.Α.Α. στο Δημοκρίτειο Παν/μιο Θράκης, έδρα Κομοτηνή

Π.Δ. 117/1993 δημιουργία Τ.Ε.Φ.Α.Α. στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας,  έδρα Τρίκαλα