Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΤΑΞΕΩΝ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1985
– 1990.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ
Π.Α.Σ.Π. ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Κωνσταντίνος ΚΩΣΤΑΒΑΣΙΛΗΣ
Φιλόλογος, Δρ. Φ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η περίοδος 1985-1990 αποτελεί κομβικό
σημείο στην ιστορία του φοιτητικού κινήματος, καθώς είναι αναγκασμένο πια να
επαναπροσδιορίσει τη στάση του. Μετά από μια περίοδο έντασης με έμφαση κυρίως
στην πολιτική αντιπαράθεση με την εξουσία κι επιρροές από το αντιδικτατορικό
κίνημα, οι παρατάξεις βρίσκονται αντιμέτωπες με μια πρόκληση. Με το νόμο
1268/82 για την Παιδεία αποκτούν για πρώτη φορά ρόλο στη διοίκηση των
πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και στις εκλογές για την ανάδειξη πρυτανικών αρχών.
Είναι αναγκασμένες λοιπόν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες. Η Π.Α.Σ.Π., ως
παράταξη που πρόσκειται στο κυβερνών κόμμα, βρίσκεται σε δίλημμα. Από τη μια η
ιδεολογία της επιβάλλει δυναμική
παρουσία και σύγκρουση με τους νέους θεσμούς διοίκησης, από την άλλη η σχέση
της με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. προσδιορίζει μια λογική στήριξης των κυβερνητικών επιλογών.
Η Π.Α.Σ.Π. Ιωαννίνων αποτελεί τυπικό δείγμα αυτού του τρόπου σκέψης. Έχοντας
ένα αρκετά αριστερό παρελθόν, προσπαθεί να διατηρήσει, όσο είναι δυνατόν, τη
φυσιογνωμία μιας αριστερής παράταξης. Ταυτόχρονα όμως επιχειρεί να στηρίξει
τους νέους θεσμούς αλλά και την κυβερνητική πολιτική. Αυτού του είδους όμως η
πολιτική σε συνδυασμό με την αδυναμία των παρατάξεων να συνεργαστούν για την
επίλυση σοβαρών προβλημάτων που αφορούσαν το φοιτητικό κίνημα, οδήγησε σταδιακά
σε αποδυνάμωσή του τόσο ως προς τη μαζικότητα, όσο και ως προς την
αποδοτικότητα των παρατάξεων με αρνητικές συνέπειες.
ABSTRACT
The period 1985-1990 is a critical point in the history of the students’
movement because the students’ union parties mostly had to reconsider their
ways of action. After a period of great political struggles under the influence
of the fight against the dictatorship in 1973, the students’ union parties were
facing a challenge. According to the law 1268/82 that organized the affairs of education
at Universities, the students were participating in the administration of the
Universities and in the election for the Dean of each University. Therefore
they had to adapt themselves to the new status. PASP, the group that was near
PASOK, which became government in 1981, was facing a great dilemma. On the one
hand its leftist history and its ideological principals imposed a dynamic
action and clash with the new law. On the other hand its relationship with
PASOK defined an active supporting to the government’s choices. PASP of
Ioannina is a typical sample of this way of acting at the Universities this
period. This policy in combination with the incapability of the parties to
collaborate towards a solution of the serious problems of the Universities,
leaded the movement to a weakness and negative consequences for PASP.
1.
ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Το 1973, με την κατάληψη του Πολυτεχνείου, την
αντίσταση των φοιτητών που επέλεξαν να συγκρουστούν με τη δικτατορία, τη θυσία
αρκετών από αυτούς αλλά και τα συνακόλουθα πολιτικά αποτελέσματα, αποτέλεσε
κομβικό σημείο στην πορεία του φοιτητικού κινήματος το οποίο καθιερώνεται πλέον
στη συνείδηση των πολιτών ως σημαντική συνιστώσα της νεοελληνικής κοινωνίας
Έτσι μετά την πτώση της χούντας το φοιτητικό κίνημα
φουντώνει και αναπτύσσει σημαντική δραστηριότητα (Κριμπάς 2004), ενώ τα
Πανεπιστήμια μετατρέπονται σε πολιτικό στίβο όπου οι φοιτητές, είτε οργανωμένοι
σε περισσότερες από 10 δημοκρατικές παρατάξεις είτε ανοργάνωτοι, βιώνουν
καθημερινά έντονες συγκρούσεις στα αμφιθέατρα (Δημαράς 1981). Το φοιτητικό
κίνημα δίνει αγώνες για να μην εφαρμοστεί ο νόμος 815 με μαζικές καταλήψεις
σχολών και αποχή από τα μαθήματα.
Η αγωνιστική
αυτή διάθεση οφείλεται εν πολλοίς και στη βαριά κληρονομιά του Πολυτεχνείου.
Σύμφωνα με τον Κ. Κριμπά οι φοιτητές θεωρούσαν ότι σχεδόν μόνοι τους με τη
συνδρομή ελάχιστων καθηγητών έσωσαν την τιμή της πανεπιστημιακής κοινότητας και
ότι οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι είτε συμβιβάστηκαν είτε
συνεργάστηκαν με τις δικτατορικές αρχές. Ως εκ τούτου αναλαμβάνουν οι ίδιοι το
ρόλο του τιμητή των δημοκρατικών διαδικασιών στον πανεπιστημιακό χώρο αλλά
συγχρόνως και του προασπιστή των συμφερόντων τους απέναντι σ’ αυτό που οι ίδιοι
ονομάζουν «καθηγητικό κατεστημένο» (Κριμπάς 2004).
Με την εκλογική νίκη του ΠΑ. ΣΟ. Κ. τον Οκτώβριο του
1981 τα Πανεπιστήμια εισέρχονται σε μια τελείως νέα περίοδο όσον αφορά τη δομή
και τη λειτουργία τους, καθώς εισήχθησαν μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούσαν στον
εκδημοκρατισμό των Α.Ε.Ι., των οποίων η δομή είχε δημιουργηθεί κατά τα γερμανικά πρότυπα, αυξάνοντας την
ισχύ του κατώτερου διδακτικού προσωπικού και των φοιτητών έναντι ενός
πανίσχυρου, μέχρι τότε, καθηγητικού κατεστημένου. Στην πράξη οι μεταρρυθμίσεις
αυτές συνδυάστηκαν με μια ήδη χαώδη κατάσταση και έδωσαν νέες διαστάσεις
πολιτικοποίησης στη φοιτητική ζωή (Clogg, 1995).
Πρόκειται για το νόμο 1268/82 ο οποίος εισήγαγε νέες
δομές στη μέχρι τότε λειτουργία του ελληνικού πανεπιστημίου, καταργούσε την
έδρα, εισήγαγε το θεσμό του τμήματος και του τομέα, περιόριζε τη διοικητική
αυθαιρεσία, εξίσωνε το κατώτερο με το ανώτερο διδακτικό προσωπικό ( βαθμίδες
μελών Δ.Ε.Π.), αλλά, κυριότερα, καθιέρωνε τη φοιτητική συμμετοχή στα όργανα
διοίκησης του Πανεπιστημίου (πρυτανικό συμβούλιο, σύγκλητος, γενικές συνελεύσεις
τμημάτων, εκλεκτορικό σώμα πρυτανικών εκλογών κ. α.). Ακόμα και για τους
εκπροσώπους της προοδευτικότερης πλευράς των καθηγητών αυτές οι αλλαγές ήταν
εξαιρετικά δύσκολο να γίνουν αποδεκτές, πολλώ δε μάλλον που δεν ήταν προϊόν
ευρύτερης συμφωνίας της κυβέρνησης με την πανεπιστημιακή κοινότητα. Σύμφωνα με
πανεπιστημιακούς της εποχής ο νόμος αυτός δεν περιορίστηκε στις απαραίτητες
αλλαγές και στους νεωτερισμούς που είχαν από καιρό ωριμάσει, αλλά κατήργησε
δοκιμασμένες διαδικασίες καθιερώνοντας άλλες συχνά ανεφάρμοστες. Έτσι η
πανεπιστημιακή τάξη πέρασε απότομα από τη συντηρητική άπνοια στη ριζοσπαστική
θύελλα (Κριμπάς, 2004).
Είναι γεγονός ότι ο νόμος 1268, με τα πρωτοφανή
ποσοστά συμμετοχής των φοιτητών που προέβλεπε, έδωσε έναν τελείως διαφορετικό
χαρακτήρα στη μεταβολή της δομής των Α.Ε.Ι.. Κατά την άποψη των πανεπιστημιακών
ο νόμος παρέδιδε πλήρως τα Α.Ε.Ι. στους φοιτητές, δηλαδή σε άτομα άπειρα και
στερούμενα κριτηρίων για να αποφασίσουν θέματα έρευνας και εκπαίδευσης
(Κριμπάς, 2004). Πρόκειται για κρίση οπωσδήποτε μονοσήμαντη, ενδεικτική όμως
του πώς αντιμετωπιζόταν από τους καθηγητές, ακόμα και τους πιο προοδευτικούς,
το φοιτητικό κίνημα, το οποίο στη δεδομένη στιγμή βρισκόταν στην κρισιμότερη
ίσως καμπή της ιστορίας του.
Οι φοιτητικές παρατάξεις οι οποίες μέσα από τους
αγώνες των προηγούμένων ετών έχουν αποκτήσει αρκετά αυξημένο κύρος μεταξύ των
φοιτητών, βρίσκονται αντιμέτωπες με την πρόκληση μιας σχετικά ισότιμης
συμμετοχής στη διοίκηση των Α.Ε.Ι.. Είναι αναγκασμένες λοιπόν να προσαρμοστούν
στις νέες συνθήκες. Δυστυχώς η περαιτέρω πορεία τους θα διαψεύσει τις
προσδοκίες των συντακτών του νόμου και θα δικαιώσει σε μεγάλο βαθμό τους φόβους
των καθηγητών. Όπως κατέδειξε η ίδια η πραγματικότητα, οι φοιτητικές
δραστηριότητες, μετά τη δημοσίευση του Νόμου Πλαισίου, ρέπουν σταδιακά από την
πολιτικοποίηση της μεταπολιτευτικής περιόδου προς μια κομματικοποίηση. Η τάση
αυτή, η οποία ήδη προϋπήρχε, άρχισε να εμφανίζεται εντονότερα κατά τη
συγκεκριμένη περίοδο, σε σημείο μάλιστα τέτοιο που να οδηγεί σε διαπιστώσεις
του τύπου «τα πολιτικά κόμματα αποκτούν λίγο πολύ μονίμους εκπροσώπους μέσα στα
πανεπιστήμια, οι οποίοι δρουν ακολουθώντας αποκλειστικά κομματικά κριτήρια»
(Κριμπάς, 2004). Η διαπίστωση αυτή, έστω κι αν δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην
πραγματικότητα, αντικατοπτρίζει την τάση των πανεπιστημιακών δασκάλων της
εποχής εκείνης απέναντι στις φοιτητικές παρατάξεις. Η επιφυλακτικότητα και η
διαφαινόμενη δυσπιστία που αναδύεται, καθιστούσαν δύσκολη τη συνεργασία των δύο
πλευρών, η οποία όμως αποτελούσε απαραίτητο στοιχείο για την ομαλή λειτουργία
των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων και την ουσιαστική εφαρμογή του Νόμου στην
ολότητά του.
Ταυτόχρονα η διεκδίκηση εκ μέρους των φοιτητικών
παρατάξεων περισσότερων δικαιωμάτων για τους φοιτητές, έξω από τις διαδικασίες
που προσδιόριζε ο Νόμος, έδινε την εντύπωση ότι επρόκειτο για αιτήματα
ικανοποίησης συντεχνιακών αιτημάτων, μετατρέποντας έτσι τις παρατάξεις σε
φορείς μιας συντεχνιακής τάσης η οποία στόχευε κυρίως στην εξυπηρέτηση αντι-
αξιοκρατικών αιτημάτων και στην καθιέρωση χαλαρότερων κριτηρίων στην
εκπαιδευτική (κυρίως στην εξεταστική)
δραστηριότητα. Την κατάσταση αυτή έρχονται να ενισχύσουν ορισμένα
περιστατικά και συμπεριφορές που χαρακτηρίζονταν από το στοιχείο της υπερβολής
(Κριμπάς, 2004), ενώ και η εικόνα που οι ίδιες οι παρατάξεις, ως εκπρόσωποι του
φοιτητικού κινήματος, εκπέμπουν προς την κοινωνία δεν είναι η καλύτερη. Η
αφισσορύπανση και η ηχορύπανση στους φοιτητικούς χώρους αλλά και στα
πανεπιστημιακά κτήρια, η έντονη κομματικοποίηση και η υποβάθμιση της εκπαιδευτικής
διαδικασίας στερούν σταδιακά από το φοιτητικό κίνημα την έξωθεν καλή μαρτυρία
και το ωθούν βαθμηδόν προς την αποδυνάμωση. Παράλληλα διαμορφώνουν τις συνθήκες
για μια συντηρητική μεταστροφή των φοιτητών οι οποίοι θεωρούν κατά κύριο λόγο
τις παρατάξεις της Αριστεράς (που κυριαρχούσαν ως τότε στο φοιτητικό χώρο)
υπεύθυνες για την κρίση που παρουσιαζόταν τόσο στη λειτουργία των
Πανεπιστημίων, όσο και στη συγκρότηση του φοιτητικού κινήματος. Κατά τη
δεκαετία του 1980, μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από το
ΠΑ.ΣΟ.Κ., μειώνονται σταδιακά στις φοιτητικές εκλογές οι ψήφοι της Π.Α.Σ.Π.,
της παράταξης δηλαδή που πρόσκειται στο
κυβερνών κόμμα και αυξάνονται εκείνες της Δ.Α.Π. η οποία πρόσκειται στο
συντηρητικό κόμμα της Ν. Δ., ενώ παραμένουν σχετικά σταθερές, με πτωτική πάντως
πορεία, οι ψήφοι των κομμουνιστικών παρατάξεων. Παρατηρείται δηλαδή μια
συντηρητική στροφή του φοιτητικού πληθυσμού(Κριμπάς, 2004) η οποία εντείνεται
κατά τη δεκαετία του 1990 καθώς οι φοιτητές πλέον έχουν άλλες προτεραιότητες, τα
πτυχία δεν αποτελούν πια ασφαλή δικλείδα εισόδου στην αγορά εργασίας καθώς η
ανεργία αυξάνεται ολοένα και περισσότερο και τα μεταπτυχιακά αρχίζουν να
αποτελούν έτσι ένα νέο αναγκαίο εφόδιο, οδηγώντας έτσι στην εντατικοποίηση των
σπουδών που τόσο απεύχονταν οι φοιτητικές παρατάξεις του 1980!
2. Η ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΚΑΙ Ο
ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ Π.Α.Σ.Π.
Με δεδομένες
τα συνθήκες λειτουργίας των φοιτητικών παρατάξεων την περίοδο μετά το 1981
αντιλαμβάνεται κανείς τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η παράταξη της
Π.Α.Σ.Π., η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως παράταξη που πρόσκειται ιδεολογικά και
πολιτικά στο ΠΑ.ΣΟ.Κ.(ΠΑΣΠ, 1985). Προσκείμενη λοιπόν στο κυβερνών κόμμα,
βρίσκεται σε δίλημμα. Από τη μια το αριστερό της παρελθόν και οι ιδεολογικές
της καταβολές επιβάλλουν δυναμική παρουσία και σύγκρουση με τη διοίκηση των
Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, έστω κι αν αυτή πλέον διέπεται από νέους θεσμούς και
τρόπους λειτουργίας, αυτό δηλαδή που ονομάζεται από την ίδια «νέο καθηγητικό
κατεστημένο». Από την άλλη η ιδεολογικοπολιτική της σχέση και η εν πολλοίς
οργανωτική ως ένα βαθμό εξάρτηση από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. (που κυβερνούσε πλέον τον
τόπο) προσδιορίζει μια λογική στήριξης των κυβερνητικών επιλογών τόσο σε
επίπεδο θεσμών όσο και πολιτικής.
Αυτό το
δίλημμα θα εγκλωβίσει την Π.Α.Σ.Π. και
τους εκπροσώπους της στα ελληνικά πανεπιστήμια σε μια κατάσταση διαρκούς
εσωστρέφειας και αναζήτησης μιας νέας αναγνωρίσιμης και αποδεκτής από τους
φοιτητές ταυτότητας σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 (βλέπε
σχετικά χωρία σε ανεπίσημα πρακτικά συνεδριάσεων της παράταξης, ΓΑΚ Άρτας,
αρχείο ΠΑΣΠ). Έχει λοιπόν σημασία να ανιχνεύσουμε τα στοιχεία εκείνα που
καθόρισαν τη φυσιογνωμία και το ρόλο της κυρίως την περίοδο 1985 – 1990, τα
πρώτα δηλαδή χρόνια πλήρους εφαρμογής του Νόμου 1268/82 όπως τροποποιήθηκε λίγο
αργότερα.
Σύμφωνα λοιπόν
με εσωτερικό έγγραφο της Π.Α.Σ.Π. που βρίσκεται στο ομώνυμο αρχείο στα Γ.Α.Κ.
Άρτας, με χρονολογία Οκτώβριος 1985, η φυσιογνωμία και ο ρόλος της συνίστανται:
Α) στην αύξηση των όρων πρόσβασης της σπουδάζουσας
νεολαίας ΠΑ.ΣΟ.Κ. στις φοιτητικές μάζες.
Β) στην εξειδίκευση, την εμπέδωση, τη διευρυμένη
αναπαραγωγή στη βάση του μαζικού χώρου, της πολιτικής γραμμής της κομματικής
οργάνωσης
Γ) στην αποτελεσματικότητα και ουσιαστικοποίηση της σημερινής
(σ. σ. 1985) αναγκαιότητας για γενική οργανωτική, μαζική πολιτική για τη
διεύρυνση του πολιτικού και κοινωνικού μετώπου της Αλλαγής στο Πανεπιστήμιο
Δ) στη δημιουργία προνομιακότερου χώρου κομματικής
ανάπτυξης για τη σπουδάζουσα νεολαία ΠΑ.ΣΟ.Κ..
Από όλα αυτά γίνεται εύκολα κατανοητό πόσο η σχέση της
Π.Α.Σ.Π. με τον κομματικό της φορέα επηρεάζει τη δράση της και τη λειτουργία
της μέσα στα πανεπιστήμια, καθώς και πόσο δύσκολο, αν όχι αδύνατο, ήταν για την
παράταξη αυτή να πείσει για τον ακηδεμόνευτο κι ανεξάρτητο λόγο της, ακόμα και
στις περιπτώσεις (και υπήρξαν αρκετές) που άρθρωνε τέτοιον λόγο μέσα στα
αμφιθέατρα. Η ιδιότητά του κυβερνητικού κόμματος, που είχε το ΠΑ.ΣΟ.Κ., το
καθιστούσε στα μάτια των αριστερών τουλάχιστον παρατάξεων ως de facto αντίπαλο,
έστω κι αν η θεσμική μεταβολή του 1982 με το νόμο1268 εκπλήρωνε πολλά από τα
πάγια αιτήματα του φοιτητικού κινήματος. Έτσι η Π.Α.Σ.Π. έπαυε γι’ αυτούς τους
φοιτητές να αποτελεί στοιχείο της αριστεράς και μετατρεπόταν σε φερέφωνο της
κυβέρνησης η οποία εκπροσωπούσε το κράτος το οποίο εκ προοιμίου θεωρούνταν
αντίπαλο προς το φοιτητικό κίνημα, καλώς ή κακώς.
Η ανάγκη της
Π.Α.Σ.Π. να αποδείξει ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε θα την οδηγήσει αργότερα, το
1987, να επιδιώξει τη μετεξέλιξή της σε «αυτόνομη Π.Α.Σ.Π.», κάτι όμως που δεν
έγινε εύκολα αντιληπτό από το ευρύ φοιτητικό κοινό, το οποίο βέβαια δεν
μπορούσε να γνωρίζει τις σχέσεις που είχε η φοιτητική παράταξη με την κομματική
οργάνωση του πολιτικού της φορέα. Οι σχέσεις αυτές εξειδικεύονται στο έγγραφο που
προαναφέρθηκε και καθορίζονται ως εξής:
1) η οργάνωση παράγει τη γενική πολιτική γραμμή για
κάθε σημαντικό ζήτημα και η παράταξη το
εξειδικεύει στο χώρο της, το εμπλουτίζει με δημοκρατικές διαδικασίες και το
υλοποιεί με δική της ευθύνη
2) υπάρχει αμφίδρομη σχέση μεταξύ τους ώστε η οργάνωση
να μην αποκόβεται από τα γεγονότα και η παράταξη να μην αυτονομείται
3) οι σχέσεις των δύο φορέων δεν είναι σχέσεις
διαπραγμάτευσης αλλά πολιτικής καθοδήγησης και πειθούς, όχι αντιπαλότητας αλλά
αλληλοκαθορισμού με προεξέχοντα τον κομματικό λόγο, όχι τεχνικής αλληλοκάλυψης
αλλά αρμονικής συνύπαρξης με πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά.
Είναι εμφανής
εδώ μια συγκεντρωτική τάση που προσδίδει στο κόμμα καθοδηγητικό –
πατερναλιστικό χαρακτήρα και στη συνδικαλιστική παράταξη το ρόλο της
προμετωπίδας του κόμματος στο μαζικό χώρο ώστε να εξασφαλιστούν προνομιακές
συνθήκες παρέμβασής του. Η επίδραση του αριστερού τρόπου οργάνωσης είναι φανερή
και τονίζεται ακόμη περισσότερο στο πλαίσιο αρχών λειτουργίας της παράταξης που,
μαζί με ένα σχέδιο καταστατικού της, ολοκληρώνει το έγγραφο που αναφέραμε. Στο
πλαίσιο αυτό τονίζονται συνοπτικά όλα τα χαρακτηριστικά λειτουργίας της
Π.Α.Σ.Π., η οποία:
Ø πρόσκειται ιδεολογικά και πολιτικά στο ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Ø παρεμβαίνει και καθοδηγεί με ολοκληρωμένες προτάσεις
τους καθημερινούς αγώνες των φοιτητών
Ø αποδέχεται και χρησιμοποιεί τη μαρξιστική μέθοδο
ανάλυσης της κοινωνικής πραγματικότητας, ενώ ταυτόχρονα παίρνει υπόψη την
προσφορά των επίγονων του μαρξισμού για την προώθηση της θεωρητικής ανάπτυξης
και τον εμπλουτισμό του
Ø εξειδικεύει και υλοποιεί στο Πανεπιστήμιο τη νικηφόρα
στρατηγική της Εθνικής Λαϊκής Ενότητας, το περιεχόμενο της οποίας καθορίζεται
από τον αντιιμπεριαλιστικό εθνικοανεξαρτησιακό χαρακτήρα της πάλης του λαού μας
Ø υιοθετεί τον ανοιχτό δημοκρατικό διάλογο και την
αποτελεσματικότητά του μέσα κι έξω από τους κόλπους της, κατοχυρώνοντας στην
πράξη τη δημοκρατία σαν μοναδικό μέσο επίλυσης των αντιθέσεων
Ø ολοκληρώνει τον αγώνα της και μέσα από την πάλη για
την κατάκτηση των αξιών και ιδανικών του συμμετοχικού κι αυτοδιαχειριζόμενου
σοσιαλισμού
Ø συνδέει τη θεωρία με την πράξη μέσα από τη μόνιμη
επιλογή του τρίπτυχου «Μαζική αντίληψη, Μαζική δράση, Μαζικοποίηση».
Φαίνεται από
τις θέσεις που αναπτύχθηκαν ως προς τις σχέσεις κομματικής οργάνωσης και
παράταξης ότι η Π.Α.Σ.Π. δεν μπορούσε εύκολα να αποκοπεί το1985 από τις
αριστερού τύπου (και ίσως κομμουνιστικής επίδρασης) καταβολές της όσον αφορά
την οργανωτική της διάταξη. Η αντίληψη δε ότι ο ρόλος της είναι να ετοιμάζει το
έδαφος για την όσο το δυνατό καλύτερη και μαζικότερη απήχηση των κομματικών
θέσεων στον πανεπιστημιακό χώρο δικαιολογεί μέχρις ενός σημείου την
επιφυλακτική στάση που κρατούσαν οι πανεπιστημιακοί για αρκετό χρονικό διάστημα
απέναντί της, παρά το γεγονός ότι απ’ όλες τις φοιτητικές παρατάξεις, τη
συγκεκριμένη περίοδο, ήταν ίσως η μόνη που ενδιαφερόταν να συνεργαστεί
ουσιαστικά με τα μέλη Δ.Ε.Π. για την πρόοδο του Πανεπιστημίου.
Τη διάθεσή της αυτή για συνεργασία με κάθε φορέα πρόθυμο να την αποδεχτεί με στόχο την αναβάθμιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης, η Π.Α.Σ.Π. την απέδειξε διοργανώνοντας στην Πάντειο, το Μάρτιο του 1986 (από τις 21 έως τις 23 του μηνός) ένα συνέδριο με θέμα «Πανεπιστήμιο 1986: η πρόκληση της συμμετοχής και της αναβάθμισης, πρόσκληση στην Ελλάδα του 2000» και αντικείμενα συζήτησης τα ζητήματα λειτουργίας του Πανεπιστημίου, τη σύνδεση των Α.Ε.Ι. με την κοινωνία και την παραγωγή, τον κοινωνικό ρόλο του επιστήμονα, τα μεταπτυχιακά και την έρευνα. Στο συνέδριο αυτό, στο οποίο συμμετείχαν και πολλοί πανεπιστημιακοί (μεταξύ των οποίων και αρκετοί πρυτάνεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Θ. Λιανό, Κ. Βεργόπουλο, Α. Σισσούρα, Γ. Νουτσόπουλο, Δ. Μαυράκη, Δ. Φατούρο, Μ. Σταθόπουλο, Σ. Σαββίδη, Δ. Τσάτσο, Κ. Τσουκαλά, Α. Μεταξά, Ε. Μπιτσάκη, Γ. Πανούση κ. α.) αναπτύχθηκε ουσιαστικός προβληματισμός σχετικά με τη δυνατότητα εμπλουτισμού και βελτίωσης του Νόμου Πλαισίου 1268/82, τη σημασία και την αναγκαιότητα έναρξης λειτουργίας μεταπτυχιακών σπουδών από ελληνικά πανεπιστήμια, την αναγκαιότητα ουσιαστικής συμμετοχής και συνεργασίας των φοιτητών με την πανεπιστημιακή κοινότητα και τη βάση επί της οποίας κάτι τέτοιο θα καθίστατο δυνατόν και το ρόλο των παρατάξεων σ’ αυτή τη διαδικασία.
Η Π.Α.Σ.Π. δια
των εκπροσώπων της κατέθεσε τη θέση της σχετικά με την κατάσταση της Ανώτατης
Εκπαίδευσης και τις προοπτικές αναβάθμισής της. Στην εισήγηση που αναπτύχθηκε
την πρώτη μέρα του συνεδρίου σχετικά με τη λειτουργία των Πανεπιστημίων, η
άποψή της ήταν ότι η Ανώτατη Παιδεία
εξακολουθούσε να είναι υποβαθμισμένη για λόγους που είχαν να κάνουν με τη
συγκρότηση του ακαδημαϊκού σώματος, τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας, τη
νοοτροπία του νεοέλληνα, την απουσία ιδεολογικού προτύπου κι εναλλακτικής
πρότασης από το χώρο της Αριστεράς. Για την αναβάθμισή της ήταν αναγκαίος ο
διαρθρωτικός μετασχηματισμός κι εκσυγχρονισμός των Πανεπιστημίων, μαζί με τις
απαραίτητες θεσμικές αλλαγές αλλά και τη συντονισμένη δράση των ριζοσπαστικών
δυνάμεων που δρούσαν στα Α.Ε.Ι.. Έτσι η Π.Α.Σ.Π. πρότεινε ως τρόπους
αναβάθμισης:
Δημοκρατική και εύρυθμη λειτουργία και συμμετοχή
Επαναπροσανατολισμό του Πανεπιστημίου και σύνδεσή του
με την παραγωγή και την κοινωνία
Συγκρότηση νέας ιδεολογίας έξω από τα τεχνοκρατικά
αδιέξοδα
Διαμόρφωση νέου τύπου σχέσεων μεταξύ Πανεπιστημίου
και Πολιτείας (ΠΑΣΠ, 1986) , χωρίς ωστόσο να καταλήγει σε συγκεκριμένες
προτάσεις σχετικά με το πώς θα επιτυγχάνονταν αυτοί οι στόχοι και παρά το
γεγονός ότι τουλάχιστον η δημοκρατική λειτουργία και η συμμετοχή είχαν θεσμικά
κατοχυρωθεί με το νέο νόμο και απέμενε να δοκιμαστούν στην πράξη.
Παράλληλα, με
δημόσια διακήρυξη - κάλεσμα προς τους φοιτητές και τους καθηγητές εν όψει του
συνεδρίου, όριζε ως αναγκαία προϋπόθεση και κινητήρια δύναμη για την υλοποίηση
του στόχου της αναβάθμισης, τη σύμπηξη ενός μετώπου για τη δημιουργική και ανανεωτική
λειτουργία του Πανεπιστημίου. Για τη συγκρότηση του μετώπου αυτού το μεν
φοιτητικό κίνημα θα έπρεπε να αποτελέσει τον κορμό ενοποίησης όλων των δυνάμεων
της πανεπιστημιακής κοινότητας για την υλοποίηση της πανεπιστημιακής αλλαγής,
οι δε δημοκρατικοί διανοούμενοι θα έπρεπε να επιδιώξουν τη σύγκλιση όχι με
γενικόλογες πολιτικές θέσεις, αλλά με πολιτικές προτάσεις για την πορεία και τη
φυσιογνωμία της Ανώτατης Παιδείας.
Παρά τις καλές (και κατά το μάλλον ή ήττον αγνές) προθέσεις αλλά και τους μεγαλεπήβολους στόχους το όραμα της αναβάθμισης των πανεπιστημιακών σπουδών μέσα από μια ριζική (σχεδόν επαναστατική) αλλαγή των δομών τους, δεν κατέστη δυνατόν να επιτευχθεί. Οι προσδοκίες που αναπτύσσονταν μέσα από τον προβληματισμό και το διάλογο μέσα κι έξω από την παράταξη ήταν ίσως υπερβολικές, δεδομένου ότι προσέκρουαν στην ίδια την πρακτική και τη λειτουργία της Π.Α.Σ.Π. στον μαζικό της χώρο, όπου προσπαθούσε διακαώς και ίσως εναγωνίως να επιβεβαιώσει τον αριστερό της χαρακτήρα. Μην έχοντας προφανώς συνειδητοποιήσει τα επαναστατικά χαρακτηριστικά του Νόμου Πλαισίου, επέμενε στην αναγκαιότητα στήριξής του, χωρίς όμως να το κατορθώνει στην πράξη, καθώς επέμενε να λειτουργεί στα πλαίσια μιας γραφειοκρατικής λειτουργίας του φοιτητικού κινήματος, το οποίο όμως έτσι εγκλωβιζόταν στις ίδιες του τις αδυναμίες κι εξασθενούσε. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά το 1985 η Ε.Φ.Ε.Ε. λειτουργούσε χωρίς προεδρείο στο κεντρικό της συμβούλιο, ενώ από το 1988 και ύστερα οι παρατάξεις εξέδιδαν μόνες τους, ξεχωριστά η καθεμία, τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών.
Στην προσπάθειά της να αποδείξει ότι δεν ήταν φερέφωνο
της κυβέρνησης στον πανεπιστημιακό χώρο η Π.Α.Σ.Π. έχανε χρόνο σε προσπάθειες
που είχαν συνήθως εσωτερικό ενδιαφέρον
και δεν προσείλκυαν άμεσα τους απλούς φοιτητές, με αποτέλεσμα, σταδιακά, να
απολέσει μεγάλο μέρος της δύναμής της στις φοιτητικές εκλογές, στις οποίες
ωστόσο κυριαρχούσε η αποχή των φοιτητών.
Το ενδιαφέρον
των τελευταίων στρεφόταν πια (μετά δηλαδή την κατοχύρωση της δημοκρατικής
διοίκησης και λειτουργίας των Α.Ε.Ι.) σε
πιο πρακτικά ζητήματα που σχετίζονταν με την καθημερινότητά τους και είχαν να
κάνουν με την ορθολογική οργάνωση των σπουδών, την εξασφάλιση της αξιοπιστίας
του πτυχίου και τη σύνδεση με την παραγωγή. Όλα αυτά βέβαια απαιτούσαν
αναδιάρθρωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, καθιέρωση της αξιολόγησης κι
εντατική εργασία. Η Π.Α.Σ.Π., παρόλο που δεχόταν ως αναγκαίες αυτές τις
εκσυγχρονιστικές κινήσεις, δίσταζε να τις στηρίξει ολοκληρωτικά γιατί, με τη
νοοτροπία της «αριστερής» παράταξης που έφερε, θεωρούσε πως όλα αυτά θα
έβλαπταν βραχυπρόθεσμα τα συμφέροντα των φοιτητών, οι οποίοι θα έχαναν ίσως
κάποιες ανέσεις, και θα επέφεραν έτσι σημαντικό πολιτικό κόστος για την ίδια.
Έτσι, ενώ
θεωρητικά είχε να παραθέσει ουσιαστικές προτάσεις για τον εκσυγχρονισμό και την
αναβάθμιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης (κατάργηση του ενός συγγράμματος με επιλογή
βιβλιογραφίας και εμπλουτισμό των βιβλιοθηκών, εναλλακτικές μορφές αξιολόγησης,
εσωτερικοί κανονισμοί λειτουργίας των Πανεπιστημίων, έναρξη μεταπτυχιακών σπουδών
σε δύο κύκλους, αξιοποίηση των κοινοτικών προγραμμάτων, αναλογική σύνδεση των
εισακτέων με τις ανάγκες της παραγωγής, ανεξάρτητα πανεπιστήμια ανοιχτά στις
ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις κ. α.), στην πράξη αναλωνόταν σε ατέρμονες
αντιπαραθέσεις κυρίως με τις παρατάξεις της παραδοσιακής αριστεράς σχετικά με
δευτερεύοντα ζητήματα (ένας ή δύο κύκλοι μεταπτυχιακών, ποια ακριβώς συμφέροντα
εξυπηρετούν τα κοινοτικά προγράμματα, όχι στην κατάργηση του δωρεάν
συγγράμματος κ.α.), με αποτέλεσμα τελικά τίποτε να μην εφαρμόζεται, την
αδράνεια αυτή να τη χρεώνεται η Π.Α.Σ.Π. ως κυβερνητική έκφραση στα
Πανεπιστήμια (παρόλο που αποτελούν μειοψηφία στα Δ. Σ. των φοιτητικών συλλόγων)
και σταδιακά να υφίσταται όλο εκείνο το πολιτικό κόστος το οποίο προσπαθούσε να
αποφύγει.
3.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ Π.Α.Σ.Π. ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Η Π.Α.Σ.Π. Ιωαννίνων αποτελεί τυπικό δείγμα του τρόπου σκέψης και δράσης που είδαμε πιο πάνω. Έχοντας ένα αρκετά έντονο αριστερό παρελθόν προσπαθεί να διατηρήσει, όσο είναι δυνατόν, τη φυσιογνωμία μιας αριστερής παράταξης (κρατά για καιρό το δημοτικιστικό τίτλο Π.Α.Σ.Π. Γιαννίνων (ΠΑΣΠ, 1985-1990), αντιτίθεται στην πλήρη εφαρμογή, χωρίς όρους, κοινοτικών προγραμμάτων όπως τα Commet, Herasmus κ. λ., ζητά δωρεάν παροχή συγγραμμάτων, σίτισης και στέγασης για όλους τους φοιτητές). Ταυτόχρονα όμως επιχειρεί να στηρίξει τους νέους θεσμούς αλλά και την κυβερνητική πολιτική (συμμετοχή στα όργανα διοίκησης αλλά και προσπάθεια για τη λήξη των καταλήψεων τις περιόδους 1987 και 1989, στις οποίες αρχικά συμμετείχε). Αυτού του είδους η πολιτική όμως, σε συνδυασμό με την αδυναμία των παρατάξεων να συνεργαστούν για την επίλυση σοβαρών ζητημάτων που αφορούσαν το φοιτητικό κίνημα (Είναι χαρακτηριστικό ότι σε κανέναν σχεδόν φοιτητικό σύλλογο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων την περίοδο 1985 – 1990 δεν είχε εκλεγεί προεδρείο, ενώ άκαρπες ήταν και οι προσπάθειες συγκρότησης δευτεροβάθμιου φοιτητικού οργάνου (Φ.Ε.Π.Ι.)) οδήγησε σταδιακά στην αποδυνάμωση της παράταξης και τη μείωση της απήχησής της στους φοιτητές.
Ένα από τα
βασικά προβλήματα που απασχολούσαν την περίοδο εκείνη την Π.Α.Σ.Π. Ιωαννίνων
και το οποίο αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο τροχοπέδη ως προς την περαιτέρω
λειτουργία της και την παρέμβασή της στο φοιτητικό κοινό, ήταν η σχεδόν απόλυτη
ταύτισή της με την κομματική οργάνωση της σπουδάζουσας νεολαίας ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Ιωαννίνων, δεδομένου ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όλα σχεδόν τα μέλη της
Π.Α.Σ.Π. ήταν και μέλη της κομματικής οργάνωσης. Τυπικά από το 1985 και ύστερα
η Π.Α.Σ.Π. δεν είχε συγκροτηθεί ως συνδικαλιστική φοιτητική οργάνωση, δεν
διέθετε δικές της οργανωτικές δομές, δικούς της χώρους και δικά της όργανα. Ως
κεντρικό όργανο της Π.Α.Σ.Π. Ιωαννίνων δρούσε το κομματικό όργανο της
σπουδάζουσας νεολαίας ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην πόλη και οι αντίστοιχες οργανώσεις «βάσης»
ή «οργανωτικοί πυρήνες» για κάθε σχολή ή τμήμα αναλάμβαναν την εκπροσώπηση και
του συνδικαλιστικού φορέα στο χώρο τους.
Αυτή η διπλή ιδιότητα των στελεχών της
Π.Α.Σ.Π., γνωστή άλλωστε στις υπόλοιπες παρατάξεις και προφανώς και στους απλούς
φοιτητές, δημιουργούσε επιπλέον προβλήματα όταν επιχειρούσαν να πείσουν για την
αυτονομία τους και τον αυτόνομο πολιτικό τους λόγο. Οι προσπάθειες να
καταδειχθεί ότι η Π.Α.Σ.Π. δεν λειτουργούσε ως μηχανισμός αυστηρά
καθοδηγούμενος από την κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
και τον κομματικό της φορέα, μέσω της συγκρότησης και λειτουργίας, το
1986 – 1987, «αυτόνομης Π.Α.Σ.Π.», δε τελεσφόρησαν δεδομένου ότι η αυτονομία
αυτή λίγο ενδιέφερε τους φοιτητές στην πραγματικότητα. Ανεξάρτητα από το κατά
πόσον λειτουργούσε ή όχι αυτόνομα στην πραγματικότητα, η Π.Α.Σ.Π. για το μέσο
φοιτητή εξέφραζε ούτως ή άλλως την πολιτική του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και άλλωστε, όπως
είδαμε και από τον κανονισμό λειτουργίας της, αυτός επρόκειτο να είναι και ο
ρόλος της. Το αν λοιπόν είχε ανεξάρτητη οργανωτική δομή ή οργανωτική
αλληλεξάρτηση από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ελάχιστα επηρέαζε τις τελικές της αποφάσεις. Τα
στελέχη λοιπόν των Ιωαννίνων κακώς αναλώθηκαν, για ένα διάστημα τουλάχιστον δύο
ετών (1986 και 1987), στην προσπάθεια να πείσουν για την οργανωτική αυτονομία
της παράταξης. Ούτως ή άλλως το αν λειτουργούσε οργανωτικά αυτόνομα ή όχι η
Π.Α.Σ.Π. και ειδικά η Π.Α.Σ.Π.
Ιωαννίνων, ελάχιστα επηρέαζε τη συγκρότηση και τη λειτουργία του φοιτητικού
κινήματος.
Αυτό που θα μπορούσε πραγματικά να έχει
ουσιαστική επίδραση στη μεγάλη μάζα των φοιτητών ήταν οι θέσεις τη για τα
καθημερινά τους προβλήματα και οι προτάσεις της για την επίλυσή τους. Αν
κατόρθωνε εκείνη την περίοδο να πείσει κυρίως την πανεπιστημιακή κοινότητα για
την ειλικρίνεια των προθέσεών της, πιθανόν να είχε και μεγαλύτερη απήχηση στους
φοιτητές. Αξίζει λοιπόν να δούμε τι πρέσβευε η Π.Α.Σ.Π. Ιωαννίνων στον
πανεπιστημιακό χώρο, να εξετάσουμε τι, πώς και πού πέτυχε ή απέτυχε και με ποιο
τρόπο αυτή η δράση επέδρασε θετικά ή αρνητικά στην πορεία του φοιτητικού
κινήματος στα Γιάννενα.
Σε ό,τι αφορά τα γενικά ζητήματα που
απασχολούν το σύνολο του φοιτητικού κινήματος, η θέση της Π.Α.Σ.Π. Ιωαννίνων
δεν διαφοροποιείται από όσα υποστηρίζει σε πανελλαδικό επίπεδο η παράταξη μέσω των κεντρικών της οργάνων. Εξειδικεύεται
ωστόσο ανά περίπτωση, κυρίως σε ζητήματα που διαφοροποιούνται από πόλη σε πόλη
και από σχολή σε σχολή (συγγράμματα, εξετάσεις, οργάνωση σπουδών). Οι θέσεις
αυτές δεν αλλάζουν σε μεγάλο βαθμό από χρονιά σε χρονιά την περίοδο 1985 – 1990
και παρουσιάζονται ως εξής
3.1 ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΣΠΟΥΔΩΝ
Ως προς την
οργάνωση των σπουδών, που σημαίνει στην πράξη τον αριθμό και το περιεχόμενο των
μαθημάτων που μπορούσε να παρακολουθήσει ένας φοιτητής σε κάθε εξάμηνο, καθώς
και τον τρόπο και το χρόνο εξέτασής τους, η παράταξη υιοθετούσε το
«αριστεριστικό» μοντέλο της «Δημοκρατικής Οργάνωσης Σπουδών», το οποίο, όπως
υπογραμμίζεται σε σχετικό φυλλάδιο, κατοχυρώνει τη δημοκρατία στην εκπαιδευτική
διαδικασία, διαμορφώνει όρους για ατομικό πρόγραμμα σπουδών με τους ρυθμούς που
θέλει ο φοιτητής, χτυπάει την αυθαιρεσία του καθηγητικού κατεστημένου, κάνει
τον φοιτητή συμμέτοχο κι ενεργό μέλος της Πανεπιστημιακής κοινότητας και,
τέλος, δημιουργεί νέες προοπτικές στην παροχή και την αξιολόγηση της γνώσης.
Αυτή η αντίληψη οδηγούσε σε διεκδικήσεις που στα μάτια των καθηγητών, ακόμα και των πιο προοδευτικών, φάνταζαν ως αιτήματα χαλαρότητας ως προς την αξιολόγηση των φοιτητών. Συγκεκριμένα η Π.Α.Σ.Π. ζητούσε κατάργηση του «ν+3» (Ο τύπος ν+3 στην πραγματικότητα σημαίνει ότι κάποιος φοιτητής μπορεί να δηλώσει και να εξεταστεί σε ένα εξάμηνο τον αριθμό «ν» των μαθημάτων που αντιστοιχούν στο εξάμηνο αυτό κι επιπλέον τρία «+3» μαθήματα μεταφερόμενα (λόγω αποτυχίας στις εξετάσεις ή απουσίας στην εξεταστική) από άλλα εξάμηνα) και ελεύθερες μεταφορές εξαμηνιαίων μαθημάτων, κατάργηση των διδακτικών μονάδων, ουσιαστική κατοχύρωση της εξεταστικής του Σεπτεμβρίου, κατάργηση των προαπαιτούμενων μαθημάτων που δεν διδάσκονταν και στα δύο εξάμηνα και μείωση του βαθμού προαπαίτησης. Σύμφωνα με την παράταξη η επίτευξη των διεκδικήσεων αυτών θα δημιουργούσε τη δυνατότητα να ακολουθήσει ο φοιτητής το δικό του ρυθμό σπουδών μέσα από ένα ατομικό πρόγραμμα σπουδών, να χτυπηθεί η καθηγητική αυθαιρεσία, να απεμπλακεί ο φοιτητής από τα εξεταστικά γρανάζια της εκπαιδευτικής διαδικασίας, να χτυπηθεί η εξεταστική εντατικοποίηση. Αυτό που δεν κατανοούσε τότε η Π.Α.Σ.Π. στα Ιωάννινα ήταν ότι για την επιτυχία (έστω μέρους) των στόχων αυτών ήταν αναγκαία η συνεργασία της με τα μέλη Δ.Ε.Π., ούτως ώστε να γίνουν οι προτάσεις απόφαση της Γ. Σ. του κάθε τμήματος. Τα μέλη Δ.Ε.Π. όμως η ίδια η Π.Α.Σ.Π. τα τοποθετούσε αφ’ εαυτής στην αντίπαλη πλευρά, υπονομεύοντας ουσιαστικά την πραγματοποίηση των στόχων αυτών, γεγονός που την καθιστούσε αναξιόπιστη πια στα μάτια των φοιτητών, με αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση της επιρροής της στο φοιτητικό κίνημα.
3.2 ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ
Ο Εσωτερικός
Κανονισμός λειτουργίας των πανεπιστημιακών οργάνων αποτελούσε, κατά την άποψη
της Π.Α.Σ.Π., απαραίτητη προϋπόθεση εύρυθμης λειτουργίας τους και εφαρμογής του
Νόμου Πλαισίου στην ουσία του. Θεωρούσε ότι η ψήφιση και αποδοχή, από τα όργανα
διοίκησης του Πανεπιστημίου, ενός εσωτερικού κανονισμού θα κατοχύρωνε τη
δημιουργική τους λειτουργία, θα οδηγούσε σε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας
των προπτυχιακών σπουδών και σε ένα νέο σύστημα εξετάσεων αλλά και έκδοσης –
διανομής συγγραμμάτων. Παράλληλα θα συνέβαλε στην ανάπτυξη μεταπτυχιακών και θα
διαμόρφωνε συν τω χρόνω ένα θεσμικό πλαίσιο για την έρευνα, με απώτερο σκοπό τη
σύνδεσή της με τις λαϊκές ανάγκες και θα οδηγούσε σε ορθολογικότερη κατανομή
των δαπανών για τη λειτουργία των σχολών και των τμημάτων.
Γίνεται
αντιληπτό ότι για την Π.Α.Σ.Π. η ψήφιση Εσωτερικού Κανονισμού αποτελούσε ζήτημα
πρώτης προτεραιότητας γι’ αυτό από το 1985 προσπαθούσε να θέσει το θέμα στις
μαζικές διαδικασίες των φοιτητικών συλλόγων, όπου όμως έβρισκε την αντίθετη
γνώμη των υπόλοιπων παρατάξεων τόσο της αριστεράς όσο και της, προσκείμενης στη
Ν. Δ., Δ.Α.Π.. Τελικά κανείς Εσωτερικός Κανονισμός δεν ψηφίστηκε κατά την
πενταετία 1985 – 1990 στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων κι αυτό λειτούργησε εν γένει
ανασταλτικά ως προς την επίλυση των προβλημάτων που απασχολούσαν τους φοιτητές,
οι οποίοι πλέον άρχισαν να χάνουν την όποια εμπιστοσύνη είχαν στη
συνδικαλιστική έκφραση του φοιτητικού κινήματος.
3.3 ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ
Το ζήτημα των
συγγραμμάτων είναι ένα πολύπλοκο πρόβλημα με ποικίλα αίτια και πολλαπλές εκφάνσεις και δεν είναι
του παρόντος να αναζητήσουμε την προέλευσή τους. Το θέμα είναι ότι σχεδόν κάθε
χρόνο εμφανιζόταν στα Ιωάννινα έλλειψη συγγραμμάτων ή αδυναμία των καθηγητών να
προτείνουν ή να διανείμουν εγκαίρως συγγράμματα. Έτσι οι φοιτητές, μαθημένοι
από τα χρόνια της Μέσης Εκπαίδευσης στη λογική του ενός και μοναδικού
συγγράμματος, θεωρούσαν σημαντικό πρόσκομμα στην ομαλή εξέλιξη των σπουδών τους
το γεγονός ότι δεν είχαν στα χέρια τους ένα διδακτικό εγχειρίδιο από την αρχή
της χρονιάς. Η θέση της Π.Α.Σ.Π. αποκτά ενδιαφέρον, διότι απεικονίζει με
παραστατικότητα τα διλήμματα στα οποία έπρεπε να δώσει απαντήσεις η παράταξη.
Έτσι, ενώ σε φυλλάδιο
της Π.Α.Σ.Π. το 1986 διατυπωνόταν η άποψη ότι το ένα σύγγραμμα δεν συμβάλλει
στην προαγωγή της έρευνας και στην προώθηση της γνώσης και προτεινόταν ως λύση
ο φάκελος βιβλιογραφίας για κάθε φοιτητή με παράλληλο εμπλουτισμό των
βιβλιοθηκών, ένα χρόνο αργότερα η Π.Α.Σ.Π. Ιωαννίνων προτείνει την απόσυρση της
πρότασης του τότε υπουργού Παιδείας, Αντώνη Τρίτση, που κινούνταν σ’ αυτήν την
κατεύθυνση διότι τη θεωρούσε «πρακτικά ανεφάρμοστη» και πίστευε ότι «στηρίζει
ξένες προς το φοιτητικό κίνημα νοοτροπίες και πρακτικές». Είναι ενδεικτική η
μεταστροφή της παράταξης, τουλάχιστον στα Ιωάννινα, μεταστροφή η οποία
οφείλεται κυρίως σε μια συνδικαλιστική φοβία
για το πολιτικό κόστος που μπορεί να είχε στους παραδοσιακούς ψηφοφόρους
της η αποδοχή και στήριξη της πρότασης Τρίτση στα αμφιθέατρα των γενικών
συνελεύσεων (στα οποία πάντως η συμμετοχή δεν είχε τη μαζικότητα προηγούμενων
ετών και ακολουθούσε ολοένα και πιο φθίνουσα πορεία).
Ενδιαφέρον
παρουσιάζει και η άποψη της παράταξης για τους υπεύθυνους της διαιώνισης του
προβλήματος. Με αξιολογική σειρά, στο έγγραφο που προαναφέρθηκε, κατονομάζονται
ως υπεύθυνοι αρχικά οι καθηγητές οι οποίοι παρουσιάζονται να μην χορηγούν
συγγράμματα ηθελημένα, προκειμένου «να κρατήσουν τους φοιτητές στα μαθήματα και
να εντείνουν το καθεστώς τεχνοκρατίας κι εντατικοποίησης». Κατόπιν
προσδιορίζεται ως αίτιο του προβλήματος η απουσία υλικοτεχνικής υποδομής η
οποία «δεν επιτρέπει την άμεση και καταλυτική παρέμβασή του (σ. σ. του
Πανεπιστημίου) στο πρόβλημα». Τέλος η Π.Α.Σ.Π. αποδίδει ευθύνες και στην
κυβερνητική πολιτική, η οποία, τον καιρό εκείνο, εκφραζόταν με την πρόταση
Τρίτση, η οποία όμως έβρισκε αντίθετο το συγκροτημένο και οργανωμένο τμήμα του
φοιτητικού κινήματος γιατί «βρίσκει σύμφωνο το καθηγητικό κατεστημένο, δίνοντάς
του μια πολύ ωραία πρόφαση για να ενισχύσουν την πολιτική που αναφέρθηκε πιο
πάνω».
Γεγονός είναι
βέβαια ότι και στην πρόταση ψηφίσματός της η Π.Α.Σ.Π. επέλεγε να τοποθετήσει τα
μέλη Δ.Ε.Π., και κυρίως των ανώτατων βαθμίδων, σε θέση αντιπάλου, κάτι που
βραχυπρόθεσμα θα δημιουργούσε προβλήματα στη συνεργασία τους με την παράταξη
και γενικότερα με τους φοιτητές όταν πια κάτι τέτοιο θα ήταν κατ’ ουσίαν
αναγκαίο.
3.4 ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΑ -
ΕΡΕΥΝΑ
Η επιστημονική
έρευνα και η ανάπτυξη μεταπτυχιακών σπουδών είναι μέσα στις βασικές υποχρεώσεις
του πανεπιστημίου. Κι αν η έρευνα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προχωρούσε με
αρκετά ικανοποιητικούς ρυθμούς, έστω και χωρίς απόλυτη θεσμική κάλυψη, στον
τομέα των μεταπτυχιακών τα πράγματα βρίσκονταν, την περίοδο 1985 – 1990, σε
μάλλον εμβρυακό επίπεδο. Είναι σημαντικό λοιπόν να τονίσουμε ότι η Π.Α.Σ.Π.
έθετε διαρκώς και επιτακτικά επί τάπητος το θέμα της θεσμοθέτησης μεταπτυχιακών
σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια. Οι θέσεις της Π.Α.Σ.Π. Ιωαννίνων για το
συγκεκριμένο θέμα δεν διαφοροποιούνται από τη γενική θέση της παράταξης και
καταγράφονται σε σχετικό φυλλάδιο του 1986.
Συγκεκριμένα θεωρούσε ότι τα μεταπτυχιακά έπρεπε να λειτουργήσουν το συντομότερο δυνατό μέσα στα Τμήματα σύμφωνα με το νόμο 1566/86, τον οποίο η Π.Α.Σ.Π. θεωρούσε κατάκτηση του φοιτητικού κινήματος και μάλιστα θα έπρεπε να συνδεθούν με τις τοπικές και λαϊκές ανάγκες. Όσον αφορά την έρευνα, πιστή στις σοσιαλιστικές της καταβολές, η Π.Α.Σ.Π. διακήρυττε ότι αυτή θα έπρεπε να τεθεί υπό κοινωνικό έλεγχο, με φανερούς σκοπούς και χρηματοδότηση και με απαγόρευση ερευνητικών προγραμμάτων για ψυχροπολεμικούς σκοπούς. Κι εδώ η παράταξη ζητούσε σύνδεση με τις λαϊκές ανάγκες κι επιπλέον προγραμματισμό και ιεράρχηση των αναγκών για έρευνα, ανάλογα με τις ανάγκες της Αυτοδύναμης Οικονομικής Ανάπτυξης (Οικονομική και πολιτική θεωρία την οποία πρέσβευε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. τη δεκαετία του 80 και στόχευε στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας χωρίς εξάρτηση από κάποια εκ των δύο τότε υπερδυνάμεων.)Για το σκοπό αυτό ζητούσε αύξηση των κρατικών και κοινωνικών πόρων για ερευνητικά προγράμματα στα Πανεπιστήμια και καθιέρωση, μέσω του Εσωτερικού Κανονισμού, της ενεργού και ουσιαστικής συμμετοχής των φοιτητών στα ερευνητικά προγράμματα.
Όπως είναι φυσικό,
οι καλές προθέσεις της Π.Α.Σ.Π. δεν αρκούσαν για να τεθούν σε εφαρμογή οι
μεταπτυχιακές σπουδές, οι οποίες εξάλλου ακόμα δεν προκαλούσαν στους φοιτητές
τη συγκίνηση που θα προκαλούσαν αργότερα, τη δεκαετία του 90, όταν οι συνθήκες
στην αγορά εργασίας κατέστησαν τον μεταπτυχιακό τίτλο απαραίτητο εφόδιο για την
πλειοψηφία των πτυχιούχων (Κριμπάς, 2004). Χρειαζόταν, πέρα από την πολιτική
βούληση, και η κατάλληλη συγκυρία, η οποία τότε δεν υπήρχε, καθώς οι συνθήκες
δεν ήταν ευνοϊκές.
3.5 ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ
Το Φθινόπωρο
του 1987 στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων υπήρξε ένα κύμα καταλήψεων σχεδόν όλων των
τμημάτων και σχολών με κυρίαρχο αίτημα την απόσυρση, από τη μεριά της
κυβέρνησης, της πρότασης του τότε υπουργού Παιδείας, Αντώνη Τρίτση, για
κατάργηση του ενός και μοναδικού
συγγράμματος στα πανεπιστημιακά μαθήματα κι εμπλουτισμό των πανεπιστημιακών
βιβλιοθηκών. Παρά το γεγονός ότι οι προτάσεις αυτές απηχούσαν, σε γενικό
επίπεδο, τις θέσεις της παράταξης, η Π.Α.Σ.Π. Ιωαννίνων, μπροστά στον κίνδυνο
να αποκοπεί από την πλειοψηφία των φοιτητών, αποφασίζει αρχικά να συμμετάσχει
στις κινητοποιήσεις αυτές (ΠΑΣΠ, 1987), προτείνοντας στις Γενικές Συνελεύσεις
των φοιτητικών συλλόγων το δικό της πλαίσιο διεκδικήσεων, το οποίο όμως, με
ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν κατόρθωσε να καταστήσει αποδεκτό.
Το πλαίσιο
αυτό αξιολογούσε τις καταλήψεις ως δυναμική μορφή πάλης που δεν έχει στόχο να
διαλύσει το Πανεπιστήμιο, τόνιζε ότι στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο δεν
υπήρχε η πολυτέλεια να κλείνουν τα πανεπιστήμια και απέδιδε ευθύνες (με τη μορφή
ερωτημάτων) σ’ αυτούς που θεωρούσε πραγματικά υπεύθυνους για τα προβλήματα που
οδηγούσαν στις καταλήψεις, δηλαδή τη διοίκηση του πανεπιστημίου και το
«καθηγητικό κατεστημένο», το υπουργείο Παιδείας για την αδράνειά του να δώσει
λύσεις σε χρονίζοντα προβλήματα, την Ε.Φ.Ε.Ε. για την απουσία της από τις
εξελίξεις. Η ανακοίνωση στην οποία παρουσιαζόταν το πλαίσιο διεκδικήσεων της
Π.Α.Σ.Π. έκλεινε με μια διαπίστωση η οποία ωστόσο αφορούσε, σε μια προσεκτική
ανάγνωση, το σύνολο της λειτουργίας του φοιτητικού κινήματος κι ανέφερε επί
λέξει τα εξής: «Τα πολιτικά πλαίσια των καταλήψεων αδυνατούν να συσπειρώσουν
ευρύτερες μάζες φοιτητών ως αποτέλεσμα παζαρέματος συνδικαλιστικών οροφών
μακριά από τα προβλήματα και τις ανησυχίες των φοιτητών. Δυστυχώς για άλλη μια φορά
ο πολιτικός τυχοδιωκτισμός αποτέλεσε καταφύγιο στην αδυναμία άρθρωσης φερέγγυας
πολιτικής πρότασης».
Παρόλα αυτά η Π.Α.Σ.Π. συμμετείχε ενεργά στις καταλήψεις. Στα τμήματα μάλιστα Φιλολογίας και Ιστορίας – Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής συνέβη το πρωτότυπο συμβάν οι καταληψίες φοιτητές να είναι οι πρώτοι που εγκαινίαζαν τα νέα κτήρια των τμημάτων αυτών στο κτηριακό συγκρότημα της Δουρούτης. Όταν πια θεώρησε ότι είχε στα χέρια της επιτυχίες ικανές να στοιχειοθετήσουν πρόταση για διακοπή των καταλήψεων (από τα μέσα Νοεμβρίου 1987), δηλαδή υποχώρηση της κυβέρνησης στο θέμα των συγγραμμάτων, απόφαση της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων που καθόριζε τους όρους διανομής των συγγραμμάτων και κατοχύρωνε επιπλέον πτυχιακή εξεταστική, ανέλαβε πρωτοβουλίες προκειμένου να σταματήσουν οι καταλήψεις, πράγμα που έγινε στις αρχές Δεκεμβρίου του ίδιου έτους ενόψει και του κινδύνου να «χαθεί» το χειμερινό εξάμηνο για τους φοιτητές. Παρά το γεγονός όμως ότι η Π.Α.Σ.Π. επέδειξε την περίοδο εκείνη συνεπή και συνετή στάση, η ίδια της η ιδιότητα ως παράταξης πολιτικά προσκείμενης στο κυβερνών κόμμα της αφαιρούσε μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας της, στερώντας της έτσι αρκετή από την παλαιότερη δύναμή της στο φοιτητικό κίνημα που εξακολουθούσε (παραδοσιακά) να διατηρεί μια γενικώς αντικυβερνητική φυσιογνωμία.
Πώς έβλεπε
όμως η ίδια η Π.Α.Σ.Π. Ιωαννίνων το ρόλο της μέσα στο φοιτητικό γίγνεσθαι;
Σύμφωνα με ένα φυλλάδιο που απευθύνεται στους πρωτοετείς φοιτητές του
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων το Φθινόπωρο του 1986, η Π.Α.Σ.Π. θεωρεί χρέος της να
τίθεται επικεφαλής στους συμμετοχικούς αγώνες, πιστή στην αγωνιστική συμμετοχή
με στόχο τον πλήρη εκδημοκρατισμό των Α.Ε.Ι. και την αναβάθμιση των σπουδών. Σ’
αυτόν τον αγώνα της είχε αντιμέτωπες τις παρατάξεις κυρίως της Π.Σ.Κ. που αντιπροσωπευόταν
ιδεολογικά από το Κ.Κ.Ε., της Δ.Α.Π. που εκφραζόταν ιδεολογικά από τη Ν.Δ. και
τον Δημοκρατικό Αγώνα ο οποίος αποτελούσε έκφραση του Κ.Κ.Ε. εσωτ. (όσο
τουλάχιστον το κόμμα αυτό δραστηριοποιούνταν αυτόνομα, μέχρι τη δημιουργία του
Συνασπισμού).
Η Π.Α.Σ.Π.
κατηγορούσε τη μεν Δ.Α.Π. για νεοσυντηρητισμό και αυταρχικές επιλογές για τα
πανεπιστήμια (ιδιωτικά Α.Ε.Ι., αυταρχισμός της έδρας, περικοπές δαπανών κ. α.)
την δε Π.Σ.Κ. για αδιαφορία και συνειδητή υπονόμευση της προσπάθειας για
αναβάθμιση του πανεπιστημίου. Θεωρούσε ότι η Π.Σ.Κ. οδηγούσε το φοιτητικό
κίνημα σε γραφειοκρατία και απομαζικοποίηση, χωρίς όμως, παρά τις όποιες
προσπάθειές της, να καταφέρει να αναχαιτίσει με κάποιο τρόπο τη φθίνουσα και όλο και πιο συντηρητική
πορεία του φοιτητικού κινήματος. Παρόλο που έθετε ως στόχο την αντιπαράθεση στα
μαζικά όργανα και την ενίσχυση της συμμετοχής στα όργανα διοίκησης του
πανεπιστημίου, δεν κατάφερε να επιτύχει το στόχο αυτό κυρίως διότι, από
δημοκρατική ευαισθησία και υπερβολικό σεβασμό στην ιστορία του φοιτητικού
κινήματος, δεν επεδίωξε ποτέ να παρακάμψει ή να υπονομεύσει το κύρος των
θεσμοθετημένων οργάνων (Δ.Σ., Γ.Σ. συλλόγων κ. α.) όπως έπρατταν κατά καιρούς
οι αντίπαλές της παρατάξεις.
Παράλληλα είχε
να αντιμετωπίσει και το γεγονός ότι, ως προσκείμενη στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. παράταξη,
γινόταν στόχος και αποδέκτης της δυσαρέσκειας ως προς την εκάστοτε κυβερνητική
πολιτική η οποία δεν συμφωνούσε πάντα με τις επιδιώξεις της Π.Α.Σ.Π., σε σημείο
που να διατυπώνεται σε ολομέλεια των μελών της η άποψη «άλλα λέμε εμείς κι άλλα
κάνει η κυβέρνησή μας». Αυτή η αναντιστοιχία λόγων της Π.Α.Σ.Π. κι έργων του
ΠΑ.ΣΟ.Κ. σε συνδυασμό με την αδυναμία της παράταξης να πείσει για την
οργανωτική της αυτονομία και την ανεξαρτησία του πολιτικού της λόγου, την
οδήγησε σε φθίνουσα πορεία. Στις φοιτητικές εκλογές του 1985 η Π.Α.Σ.Π. με
ποσοστό 24,62% είναι δεύτερη δύναμη πίσω από την Π.Σ.Κ., ενώ το 1987 πέφτει
στην Τρίτη θέση με 21,2%. Το 1988 πέφτει στο 16,52% και το 1989 στο 16,31%, ενώ
το ίδιο διάστημα η Π.Σ.Κ. διατηρεί με ελαφρά πτώση (που της στοιχίζει την πρώτη
θέση) τις δυνάμεις της και η Δ.Α.Π. προελαύνει ώστε να εμφανίζεται ως
αδιαφιλονίκητο φαβορί σε κάθε εκλογική αναμέτρηση.
4.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η Π.Α.Σ.Π. είχε αδιαμφισβήτητα τις θέσεις και τη
βούληση να συμμετάσχει στη διαχείριση των πανεπιστημίων και να αναζωογονήσει μ’
αυτόν τον τρόπο το φοιτητικό κίνημα, χωρίς τελικά να μπορέσει να επιτύχει τους
στόχους της. Αντίθετα η αποδοχή για αρκετό χρονικό διάστημα αναχρονιστικών
θέσεων σε αρκετά ζητήματα δημιουργούσε στους φοιτητές μια επιφυλακτικότητα ως
προς την ειλικρίνεια των στόχων της, κάτι που μεταφραζόταν ύστερα σε απώλεια
ψήφων στις φοιτητικές εκλογές. Στα Ιωάννινα η αριστεριστική αυτή λογική ήταν
αρκετά εμφανής κι από την ίδια την ονομασία της παράταξης (Π.Α.Σ.Π. Γιαννίνων)
που ακολουθούσε έτσι έναν φανταχτερό δημοτικισμό αρεστό στην αριστερά της
εποχής, ενώ η στάση της στις καταλήψεις, οι προτάσεις για συμμετοχή κι επίλυση
προβλημάτων μέσα από τα όργανα του πανεπιστημίου δεν ικανοποιούσαν την
αγωνιστική διάθεση των αριστερών ψηφοφόρων της κι έτσι δεν προσέφεραν κέρδη.
Ταυτόχρονα η επιμονή σε διαρκείς αγωνιστικές
κινητοποιήσεις χωρίς άμεσο και ουσιαστικό αποτέλεσμα, η γραφειοκρατική λογική
ως προς τη λειτουργία των φοιτητικών συλλόγων και τον καθορισμό των αιτημάτων
τους, η αδυναμία των παρατάξεων να συνεργαστούν έστω και για απλά ζητήματα και,
σε αρκετές περιπτώσεις, η λειτουργία των ίδιων των συνδικαλιστικών εκπροσώπων
του φοιτητικού κινήματος με χαρακτήρα ευκαιριακό και ιδιοτελή, οδήγησαν τους
φοιτητές στην απαξίωση των συλλογικών διαδικασιών και των οργάνων, τα οποία
όμως εξακολουθούσαν να διαθέτουν τις δυνατότητες και τις αρμοδιότητες που τους
παρείχε ο νόμος 1268/82.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο το φοιτητικό κίνημα (κάτι που δεν
συνέβη μόνο στα Ιωάννινα, αλλά και σε πανελλαδικό επίπεδο) δεν μπόρεσε να
αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις των καιρών και να προχωρήσει στην απαραίτητη
αλλαγή φυσιογνωμίας και νοοτροπίας που απαιτούνταν. Προσκολλημένο στα πρώτα
μεταπολιτευτικά πρότυπα λειτουργίας
βρέθηκε, για πρώτη φορά ίσως, να ακολουθεί
τις εξελίξεις κι όχι να αποτελεί τον καταλυτικό παράγοντα στη διαμόρφωσή
τους. Το γεγονός αυτό συντέλεσε στην περαιτέρω (τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα)
αποδυνάμωση και απαξίωσή του από τη μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητών.
Η Π.Α.Σ.Π. τόσο γενικά, όσο κι εξειδικευμένα στα
Ιωάννινα, ως παράταξη του αριστερού χώρου, αλλά κυρίως ως παράταξη που επεδίωκε
τη δημοκρατία στην εκπαιδευτική διαδικασία κι επιθυμούσε ένα αναζωογονημένο και
δυναμικό φοιτητικό κίνημα, ικανό να συμβάλει ουσιαστικά στην αναβάθμιση των
πανεπιστημίων, φέρει την ευθύνη που της αναλογεί, στο μέτρο που της αναλογεί,
όχι τόσο γιατί δεν μπόρεσε να ανατρέψει την κατάσταση αυτή από μόνη της (κάτι
εκ των πραγμάτων αδύνατο) όσο γιατί δεν κατάφερε να καταθέσει μια διαφορετική,
εναλλακτική πρόταση για την έξοδο του φοιτητικού κινήματος από την κρίση. Τόσο
αυτή όσο και οι υπόλοιπες παρατάξεις όφειλαν κι εξακολουθούν να οφείλουν να
διδαχθούν από τα λάθη τους και να αναζητήσουν μια νέα δυναμική που θα
επανενεργοποιήσει το φοιτητικό κίνημα. Τότε μόνο θα μπορούν να αισθάνονται
αισιόδοξες για το μέλλον.
ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΕΣ ΑΡΧΕΙΑΚΕΣ
ΠΗΓΕΣ
ΓΑΚ Άρτας, Αρχείο ΠΑΣΠ,
1985-1990
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δημαράς Γ.(1981), Εμπρός στον έτσι που χάραξε ο τέτοιος, (Αθήνα, Κάκτος)
Clogg R.
(1995), Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας,
(Αθήνα, Ιστορητής)
Κριμπάς Κ. (2004), Ανώτατη παιδεία και
έρευνα (1974 – 2000), Ιστορία του νέου
ελληνισμού 1770 -2000, τ. 10ος,(Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα)