Ο Κωνσταντίνος Βουρβέρης και η Μεταρρυθμιστική

 

 

 

Γεώργιος ΚΟΝΤΟΜΗΤΡΟΣ

Φιλόλογος, Δρ. στην Ιστορία της Εκπαίδευσης

 

 

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Με την εισήγηση αυτή σκιαγραφείται η στάση του Κωνσταντίνου Βουρβέρη απέναντι στη λεγόμενη Μεταρρυθμιστική Παιδαγωγική, όπως αποτυπώθηκε σε σχετικά κείμενά του που δημοσίευσε είτε ως εκπαιδευτικός της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είτε ως πανεπιστημιακός δάσκαλος.

 

 

ZUSAMMENFASSUNG

 

Diese Arbeit repräsentiert die These von Konstantinos Vourveris über die Reformpädagogik, wie diese in seinen Texte, die er entweder als Gymnasiallehrer oder als Universitätslehrer veröffentlichte, dargestellt wird.  

 

Οι ευρωπαϊκές εκπαιδευτικές μεταρρυθμιστικές κινήσεις που άρχισαν να εκδηλώνονται στην αυγή του περασμένου αιώνα είχαν πολύ ενωρίς τον απόηχό τους στην Ελλάδα για πολλούς λόγους. Για πολλούς λόγους επίσης στο επίκεντρο των μεταρρυθμιστικών προσανατολισμών βρέθηκε η πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Οι περισσότεροι από τους Έλληνες εκπαιδευτικούς που συμπλήρωναν τις παιδαγωγικές τους γνώσεις στην Ευρώπη και κατά κύριο λόγο στη Γερμανία στελέχωναν με την επιστροφή τους κυρίως τα Διδασκαλεία. Έτσι γινόταν λιγότερος λόγος για τη Μέση Εκπαίδευση, ιδιαίτερα στο ζήτημα της εσωτερικής της μεταρρύθμισης. Δεν λησμονούμε βέβαια ότι το πρώτο μεταρρυθμιστικό εγχείρημα στη χώρα μας αφορούσε ένα δευτεροβάθμιο σχολείο θηλέων, το Ανώτερο Δημοτικό Παρθεναγωγείο του Βόλου, όμως και στην περίπτωση αυτή η πρόθεση ήταν να χρησιμοποιηθούν οι εμπειρίες που θα αποκομίζονταν για το πρότυπο δημοτικό σχολείο που σχεδίαζε να ιδρύσει ο Εκπαιδευτικός Όμιλος.

Από τη δεκαετία του 1920 γινόταν πάντως περισσότερος λόγος για την εσωτερική μεταρρύθμιση στη Μέση Εκπαίδευση[1] και τη δημιουργία σχολικής ζωής όμοιας με αυτή των μεταρρυθμιστικών σχολείων της Ευρώπης και ιδιαίτερα της Γερμανίας, από όπου ως επί το πλείστον αντλούσαν εμπειρίες οι Έλληνες μεταρρυθμιστές εκπαιδευτικοί. Στο πλαίσιο αυτό προβλήθηκαν οι αρχές που διείπαν τη σχολική ζωή των Εξοχικών Παιδαγωγείων του Hermann Lietz και άλλων παρόμοιων σχολείων και επί πλέον μεταφέρθηκε ο εντυπωσιασμός από τον τρόπο ζωής που δημιούργησε η Κίνηση της Νεολαίας (Jugendbewegung)[2].

  Η μεταφορά όμως των αντιλήψεων του Gustav Wyneken στην Ελλάδα προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, που εντάχθηκαν στον απόηχο των Μαρασλειακών και των Διδασκαλειακών. Η αμφισβήτηση του Wyneken στη χώρα του μεταφέρθηκε και στην Ελλάδα μέσα σε ένα έντονο κλίμα αντιπαραθέσεων, που βέβαια παρεμπόδιζε τη νηφάλια προσέγγιση των αντιλήψεών του και των παιδαγωγικών του πρακτικών. Σταθμό αποτέλεσε η δημοσίευση το 1927 από τον Μιχαήλ Παπαμαύρο του έργου του Wyneken Schule und Jugendkultur με τον ελληνικό τίτλο Σχολείο και Νεολαία. Ο μεταφραστής κάνοντας μία θεαματική στροφή από τις αντιλήψεις που υποστήριξε στη διδακτορική του διατριβή δέκα χρόνια ενωρίτερα εμφανίστηκε να ασπάζεται τις απόψεις του Wyneken ιδιαίτερα για το ρόλο της οικογένειας, οι οποίες βάλλονταν τότε με διάφορα δημοσιεύματα. Στις συνθήκες αυτές, κατά τις οποίες και απλές αναφορές στο έργο του Wyneken έθεταν τους εκπαιδευτικούς σε κινδύνους, ήταν επόμενο να προκαλείται σύγχυση, η οποία οδηγούσε γενικότερα σε εμπλοκή τις μεταρρυθμιστικές σκέψεις και πρωτοβουλίες.

Ο Κωνσταντίνος Βουρβέρης[3] το 1930 ήταν καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης στο Βόλο και είχε θέσει στόχους μεταπτυχιακών σπουδών στη Γερμανία, οι οποίες, αφού πραγματοποιήθηκαν και σε συνδυασμό με τη διδακτορική του διατριβή, που εκπόνησε στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, τον οδήγησαν σχετικά σύντομα σε πανεπιστημιακή καριέρα. Κατά τη δεκαετία του 1920 υπηρέτησε μεταξύ άλλων στο Γυμνάσιο της Αλεξανδρούπολης προσφέροντας ταυτόχρονα υπηρεσίες και στο Ζαρίφειο Διδασκαλείο[4] της ίδιας πόλης, που το διηύθυνε ο παιδαγωγός Θεόδωρος Κάστανος, συνυπότροφος του Σταύρου Μπουρλώτου και του Παπαμαύρου κατά τα χρόνια των σπουδών του στη Γερμανία. Φαίνεται ότι η συνύπαρξή του με τον Κάστανο στο χώρο της παιδαγωγικής του δράσης έπαιξε καθοριστικό ρόλο για τους εκπαιδευτικούς του προσανατολισμούς[5]. Το 1930, λοιπόν, ο Βουρβέρης παρουσίασε με δημοσίευμά του στο Δελτίο της ΟΛΜΕ τις αντιλήψεις του Wyneken. Επρόκειτο κυρίως για μία μετάφραση κειμένου της Ελεύθερης Σχολικής Κοινότητας του Wickersdorf, που είχε δημοσιευτεί το ίδιο έτος στη Γερμανία. Θυμίζουμε ότι τότε η βενιζελική μεταρρύθμιση των Γόντικα- Κακούρου βρισκόταν σε εξέλιξη και ότι είχαν ληφθεί, τουλάχιστον στο νομοθετικό πλαίσιο, μεταρρυθμιστικά μέτρα και για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Εφόσον η πηγή έμπνευσης των μέτρων αυτών ήταν η λεγόμενη γερμανική Μεταρρυθμιστική Παιδαγωγική, ήταν λογικό να έλθουν στο προσκήνιο και οι αντιλήψεις του Wyneken. Ο τρόπος όμως που είχαν φορτιστεί αυτές κατά τα προηγούμενα χρόνια δεν άφηνε περιθώρια για μια εντυπωσιακή προβολή τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι του κειμένου προηγήθηκε προλογικό σημείωμα της σύνταξης του περιοδικού, όπου διευκρινιζόταν ότι «η επί του Δελτίου επιτροπή παρά τας βασικάς προς το παιδαγωγικόν σύστημα του Wyneken επιφυλάξεις της ευρίσκει ότι η κατωτέρω παρεχομένη έκθεσις περί της υπ’ αυτού εν Wickersdorf συσταθείσης κοινότητος είναι πολλής προσοχής αξίας»[6]. Βέβαια η συνοδευτική πληροφορία ότι η Ελεύθερη Σχολική Κοινότητα του Wickersdorf είχε ιδρυθεί προ πενταετίας εξέθετε την επιτροπή του Δελτίου, αν και δεν αποκλείεται η περίπτωση του τυπογραφικού λάθους. Εισαγωγικό σημείωμα πρόταξε και ο Βουρβέρης, όπου μεταξύ άλλων δήλωνε πως συμμεριζόταν απόλυτα τις επιφυλάξεις για το έργο του Wyneken. Στη συνέχεια πάντως διευκρίνιζε: «καμμία όμως επιφύλαξις δεν ημπορεί να υπάρχη ως προς την σκοπιμότητα της γνωριμίας μας με τους ριζοσπαστικωτέρους αντιπροσώπους της παιδαγωγικής, η οποία γνωριμία πάντως είναι κάτι καλύτερον από μίαν πείσμονα εμμονήν εις την σχολικήν μας παράδοσιν, οσονδήποτε καλή και αν υποτεθή ότι είναι αύτη»[7]. Όσον αφορά στον Βουρβέρη έχει ενδιαφέρον ότι εκφράζει και μερικές σκέψεις επιστημολογικού χαρακτήρα. Αναγνωρίζει ότι το δημοσίευμα της Ελεύθερης Σχολικής Κοινότητας του Wickersdorf δεν έχει χαρακτήρα επιστημονικής μελέτης, αλλά εμπειρικό, κρίνει όμως ότι τέτοια κείμενα είναι για τον επαγγελματία δάσκαλο πολλές φορές πολυτιμότερα «από την κενήν και δισύλληπτον θεωρίαν, δια την σύντονον παρακολούθησιν της οποίας χρειάζονται πολλά, ως γνωστόν, εφόδια»[8].

Ένα χρόνο αργότερα ο Βουρβέρης βρίσκεται πια στο Βερολίνο για μεταπτυχιακές σπουδές και έχει ως δάσκαλό του μεταξύ άλλων και τον Eduard Spranger (1882-1963). Σημειώνουμε ότι τον Οκτώβριο του 1931 ο Spranger επισκέφθηκε την Ελλάδα με πρόσκληση της ΟΛΜΕ και έδωσε τρεις διαλέξεις. Η κοσμοσυρροή που παρατηρήθηκε στις ομιλίες αυτές, η μεγάλη δημοσιότητα που δόθηκε από τον τύπο της εποχής στην άφιξή του και το ενδιαφέρον του συνόλου σχεδόν της πολιτικής ηγεσίας να τον συναντήσει σχεδόν επισκίασαν τις εργασίες του συνεδρίου του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, που γινόταν κατά το ίδιο διάστημα. Ο απόηχος συνεχίστηκε με τη δημοσίευση των κειμένων των διαλέξεων του Spranger σε μετάφραση της Ρόζας Ιμβριώτη από το Δελτίο της ΟΛΜΕ. Η δημοσίευση χρωματίστηκε από μία παρέμβαση του Γληνού, που επέκρινε τη γλώσσα της μετάφρασης, την οποία επέβαλε η συντακτική επιτροπή. Λίγο αργότερα και μέσα στο ίδιο πλαίσιο της κατάπληξης και των ενθουσιωδών εντυπώσεων από την επίσκεψη του Spranger δημοσιεύτηκε στο Δελτίο της ΟΛΜΕ η ελληνική μετάφραση μιας μελέτης του με τίτλο «Η σύγχρονος γερμανική παιδαγωγική». Μεταφραστής ήταν ο Βουρβέρης, ο οποίος εξασφάλισε τη σχετική άδεια αλλά και την καθοδήγηση του συγγραφέα. Και πάλι προηγήθηκε προλογικό σημείωμα της σύνταξης του Δελτίου, η οποία «λίαν συγκεκινημένη και αισθανομένη βαθείαν ευγνωμοσύνην προς τον σεβαστόν διδάσκαλον και μέγαν φίλον της Ελλάδος»[9] ευχαριστούσε θερμώς τον Spranger εξ ονόματος του κλάδου. Σημείωμα πρόταξε (με τη χρονικοτοπική ένδειξη «Βερολίνον 8 Απριλίου 1932») και ο μεταφραστής που τότε, όπως προαναφέρθηκε, ήταν μαθητής του Spranger. Με αυτό διευκρίνιζε ότι η μελέτη του δασκάλου του είχε δημοσιευτεί σε μία συλλογή κειμένων που προοριζόταν για τους ξένους σπουδαστές της Γερμανίας και για το λόγο αυτό το λεκτικό του κειμένου ήταν απλουστευτικό. Παρά ταύτα ο Βουρβέρης διαβεβαίωνε ότι δεν έχασε σε βάθος και σε δύναμη που χαρακτήριζαν τον συγγραφέα. Είναι φανερό ότι όσοι παρουσίαζαν τις απόψεις του Spranger συναγωνίζονταν στους υμνητικούς χαρακτηρισμούς, ενώ για το έργο του Wyneken οι περισσότεροι θεωρούσαν απαραίτητο να προτάξουν τις επιφυλάξεις τους, καθώς η ταύτισή τους μ’ αυτό ήταν πιθανό να τους εκθέσει σε κινδύνους. Πάντως με το κείμενο του Spranger ο Έλληνας εκπαιδευτικός της μέσης εκπαίδευσης μπορούσε να ενημερωθεί αδρομερώς και με σαφήνεια για τις τάσεις της γερμανικής παιδαγωγικής επιστήμης τη δεδομένη χρονική στιγμή, κατά την οποία προσπαθούσε να σταθεροποιηθεί πορευόμενη ανάμεσα από την αντίληψη vom Kinde aus, από την αντίληψη του καντιανού Paul Natorp, από την Geisteswissenschaftliche Pädagogik, από τις απόψεις του Ομίλου των ριζοσπαστών μεταρρυθμιστών του σχολείου και από τις επιδράσεις της ψυχανάλυσης και της ατομικής ψυχολογίας. Όλη η προγενέστερη παιδαγωγική κίνηση της Γερμανίας φαινόταν κατά τον Spranger να οδηγείται με θετικό αλλά και με αρνητικό τρόπο στην προβολή ενός ανθρωπισμού διαμορφωμένου κατά το πνεύμα της νέας εποχής ως μορφωτικού ιδεώδους με τρόπο ανάλογο με αυτόν της τέχνης, η οποία εγκαταλείποντας την αχαλίνωτη υποκειμενική τάση του εξπρεσσιονισμού επιζητούσε πια απλά και λιτά να αποδώσει τα πράγματα καθεαυτά. Περαιτέρω ο Έλληνας εκπαιδευτικός μπορούσε να παρακολουθήσει τη θεωρητική θεμελίωση της εμφάνισης της γερμανικής Κίνησης της νεολαίας (Jugendbewegung), που αποτέλεσε θεμελιώδη προϋπόθεση της Νέας Αγωγής, του Σχολείου Εργασίας (Arbeitsschule) κατά την εκδοχή του Kerschensteiner και του Σχολείου της κοινοτικής ζωής (Gemeinschaftsschule) στις διάφορες εκδοχές του, που αποτέλεσαν βασικές συνιστώσες της Νέας Αγωγής. Είναι πάντως γεγονός ότι ο Spranger είχε καταλογίσει παλιότερα στον Kerschensteiner, με τον οποίο συνδεόταν με στενή φιλία, στοιχεία χρησιμοθηρικά, τα οποία είχε ενσωματώσει στην παιδαγωγική του θεωρία μέσω των επιδράσεων που δέχθηκε από τις επαφές του με τον John Dewey. Στο κείμενο που μετέφρασε ο Βουρβέρης φαίνεται πως οι επιφυλάξεις του Spranger έχουν αρθεί και δεν επικρίνει την εισαγωγή στο σχολείο των στοιχείων των επαγγελματικών εργασιών. Όμως ο Spranger θεωρεί τα Πρακτικά Σχολεία (Realanstalten) ως συνδεόμενα με το θετικιστικό πνεύμα, το οποίο είχε επιδράσει και στον γερμανικό ιδεαλισμό κατά τον 19ο αιώνα, τον «απλώς τεχνικόν αυτόν αιώνα»[10], όπως τον χαρακτήρισε.

Φαίνεται ότι η αντίληψη αυτή άσκησε βαθιά επίδραση στον Βουρβέρη, ο οποίος στη Γερμανία στράφηκε κατά κύριο λόγο στις κλασικές σπουδές. Έτσι ολοένα και περισσότερο απομακρυνόταν από το πνεύμα της Νέας Αγωγής, αφού θεωρούσε πια ως κατεξοχήν παιδαγωγούντα σχολεία το ελληνικό γυμνάσιο και το πρακτικό λύκειο. Το τελευταίο μάλιστα το προτιμά από τη γερμανική Oberrealschule, καθώς η τελευταία διακρινόταν από τη δεσπόζουσα θέση που κατείχαν στο πρόγραμμά της οι θετικές επιστήμες και τα αγαθά του τεχνικού πολιτισμού[11]. Προϊόντος του χρόνου οδηγήθηκε σε πλήρη υποτίμηση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, αφού προσφεύγοντας στον πλατωνικό «Αλκιβιάδη» πρόβαλε την αντίληψη ότι ο ελληνικός λαός είναι φύσει «φιλόλογος» και «φιλόσοφος», την οποία χρησιμοποίησε ως εργαλείο ερμηνείας του μονόπλευρου προσανατολισμού της ελληνικής κοινωνίας προς τις γυμνασιακές και πανεπιστημιακές σπουδές από την αρχή του βίου του νεοελληνικού κράτους. Θεώρησε ακόμη τον προσανατολισμό των γονέων «να βγάλουν τα παιδιά άνετα το ψωμί τους και να ζήσουν ως άνθρωποι, όχι σκλάβοι του μόχθου και του ιδρώτος»[12] ως απορρέοντα από την ίδια τη δοσμένη από τη φύση τάση των Ελλήνων προς τον θεωρητικό και καλλιτεχνικό βίο. Αποτέλεσμα των θέσεων αυτών ήταν να εξιδανικεύσει εν έτει 1953 το παλαιό ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα με το τριτάξιο Ελληνικό Σχολείο[13]. Με την ίδια προσφυγή στις φυσικές τάσεις των Ελλήνων ερμήνευε και την αποτυχία της ανάπτυξης του επαγγελματικού δικτύου εκπαίδευσης στην Ελλάδα ως τότε, παρά το γεγονός ότι παραδεχόταν ότι «η αναγνώρισις υπό του λαού της αξίας και χρησιμότητος των επαγγελματικών σχολείων εξαρτάται και από την λαϊκήν εκτίμησιν των δυνατοτήτων απορροφήσεως των εκπαιδευομένων επαγγελματιών εις την κοινωνίαν, από την όλην διάρθρωσιν της οικονομικής ζωής και την κρατικήν πολιτικήν έναντι των παραγωγικών τάξεων και της γεωργικής, κτηνοτροφικής, βιομηχανικής κλπ. παραγωγής»[14].     

   Στη διαδρομή του Βουρβέρη από τον Κάστανο και τον Wyneken στις προηγηθείσες θέσεις, που ουσιαστικά οδηγούσαν στα προμεταρρυθμιστικά ισχύοντα, εμφανίζεται το φαινόμενο του εκλεκτικισμού. Ο Κάστανος εξακολουθεί να τον συγκινεί ως το τέλος του βίου, κάνει λόγο για ουσιαστική κλασική παιδεία[15], τονίζει τη σημασία της σχολικής ζωής με την αποδοχή του «non scholae sed vitae discimus»[16], ενώ παράλληλα αμφισβητεί τη σημασία της διδασκαλίας των κλασικών κειμένων από μετάφραση[17] και υποτιμά σχεδόν απόλυτα την επαγγελματική εκπαίδευση. Η συνύπαρξη των ετερόκλητων αυτών στοιχείων σε ένα σύστημα αντιλήψεων δεν ήταν μοναδικό φαινόμενο την εποχή των επιδράσεων που ασκούσε η λεγόμενη γερμανική κυρίως Μεταρρυθμιστική Παιδαγωγική στην ελληνική εκπαίδευση. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα η αντιφατικότητα ήταν συνειδητοποιημένη και αποδιδόταν στην ίδια την αντιφατικότητα αυτής της Παιδαγωγικής[18], αφού ήταν σε μεγάλο βαθμό προεπιστημονική. Ο Βουρβέρης τοποθετούμενος τελικά στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα της εικοσαετίας 1920-1940, που κατά τη γνώμη του «η σχολική πράξις παρουσιάζει μωσαϊκόν συντεθειμένον από στοιχεία παλαιότερα και νεώτερα, κράμα μορφών προερβαρτιανής, ερβαρτιανής και νέας μεταρρυθμιστικής παιδαγωγικής και διδακτικής»[19], θεώρησε ότι τα αίτια της ανωμαλίας, της αρρυθμίας και της σύγχυσης οφείλονταν στην παρανόηση των αρχών του σχολείου εργασίας και στην άκαιρη και αδικαιολόγητη μεταρρυθμιστική σπουδή. Στις παρανοήσεις των αρχών του σχολείου εργασίας και της μεταρρυθμιστικής παιδαγωγικής γενικότερα αναφέρθηκαν όλοι σχεδόν οι παιδαγωγοί της περιόδου, όμως αποτελεί ασφαλώς αυθαίρετη γενίκευση η αφιέρωση από τον Βουρβέρη μόλις δύο γραμμών στην αξία «των επαγγελματικών ανησυχιών πολλών φιλοτίμων εκπαιδευτικών λειτουργών» και στην αξία «των ανακαινιστικών προσπαθειών»[20] τους, αφού με τον τρόπο αυτό σχεδόν εξαφανίζεται η σημασία μεγάλων μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, όπως αυτή του Μαρασλείου επί διευθύνσεως Δελμούζου και του Διδασκαλείου Θηλέων Θεσσαλονίκης επί διευθύνσεως Μίλτου Κουντουρά.  

 

 

Βιβλιογραφία

 

Αλεξίου Έ., Ο Καζαντζάκης και η Γερμανία, στο: «Νέα Εστία», τχ. 1211, Τέταρτο αφιέρωμα στον Καζαντζάκη, Αθήνα, Χριστούγεννα 1977

Βουρβέρης Κ. (μετ.), «Η ελευθέρα Σχολική Κοινότης, Wickersdorf», στο: «Δελτίον Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως», φφ. 49-50, 15-31/3/1930

Βουρβέρης Κ., Τα αρχαία Ελληνικά εις το νέον αναλυτικόν πρόγραμμα των μαθημάτων του Γυμνασίου του 1931, στο: «Δελτίον Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως», φ. 91, Μάιος 1934

Βουρβέρης Κ., Ο εθνικός και ανθρωπιστικός χαρακτήρ της Μέσης Παιδείας, στο: «Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών», τόμ. 18, τχ. Α-Β, Ιανουάριος- Ιούνιος 1938

 Βουρβέρης Κ., Το πνεύμα της συγχρόνου ελληνικής αγωγής, στο: «Το νέον κράτος», τχ. 15, Νοέμβριος 1938

Βουρβέρης Κ., Παιδεία και ελληνικός λαός, στο: «Ο Ήλιος», τόμ. 23, τχ. 467, Αθήναι, 12-9-1953

Βουρβέρης Κ., Παιδεία και ελληνικός λαός, στο: «Ο Ήλιος», τόμ. 23, τχ. 468, Αθήναι, 19-9-1953

Βουρβέρης Κ., Υπόμνημα περί των σπουδών, της δράσεως και των επιστημονικών εργασιών του, εν Αθήναις, 1955

Βουρβέρης Κ., Το πρόβλημα του μαθήματος της Ιστορίας εις τα Δημοτικά Σχολεία και τα Γυμνάσια, Αθήναι, 19702

Κάστανος Θ., Η εκπαίδευσις των δημοδιδασκάλων στην Ελλάδα, Δημόσια Βιβλιοθήκη Φλώρινας, Φλώρινα, 1995

Κοντομήτρος Γ., Η γερμανική Μεταρρυθμιστική Παιδαγωγική και οι επιδράσεις της στην ελληνική εκπαίδευση κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Θεσσαλίας, Βόλος, 2006

Scheibe W., Die reformpädagogische Bewegung, Beltz, Weinheim und Basel, 1999

Spranger E., Η σύγχρονος γερμανική παιδαγωγική, (Μετ. Κ. Βουρβέρης), στο: «Δελτίον Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως», φ. 71, Μάιος 1932



[1] Όπως σημειώνει ο Wolfgang Scheibe, με το έργο του Eduard Spranger «Ψυχολογία της εφηβικής ηλικίας» (1925) μετατέθηκε το κέντρο βάρους κατά τη δεκαετία του 1920 από την παιδική  ηλικία, στην οποία είχε επικεντρωθεί προ του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, στην εφηβική (Βλ. W. Scheibe, 1999, σ. 394). Το έργο του Spranger είχε μεταφραστεί το 1926 και στην ελληνική από τον Νικόλαο Λούβαρη.

[2] Πρβλ. π.χ. το ακόλουθο απόσπασμα επιστολής του Νίκου Καζαντζάκη που έστειλε από τη Γερμανία στη Γαλάτεια Καζαντζάκη με ημερομηνία 31 Οκτωβρίου 1922:  «Χιλιάδες νέοι, ξανθά κεφάλια, αφελέστατα μα εργατικά τον ακούνε [τον Oestreich], κι άλλοι κλαίνε, άλλοι οργανώνουνται και εκπορεύεται από τις ενέργειές τους η φοβερή, Jugendbewegung, που κυριαρχεί σ’ όλη τη Γερμανία […]. Νέος αέρας, αγωνία να λυτρωθεί όχι ο Γερμανικός μόνο, και μόνο ο εργάτης, μα ο Άνθρωπος. Υπάρχει μέσα στην οργάνωσή τους μεγάλο ρέμα θρησκευτικό είναι ένας στρατός πνευματικός των μελλούμενων επιστρατεύσεων […]» (Βλ. Έ. Αλεξίου, 1977, σ. 60).

[3] Ο Κωνσταντίνος Βουρβέρης ήταν φιλόλογος. Γεννήθηκε το 1899 στο Κατηχώρι του Βόλου. Ο πατέρας του ήταν ελληνοδιδάσκαλος και καταγόταν από την Παραμυθιά. Κατά τα έτη 1931-1933 και 1936-1937 σπούδασε στη Γερμανία με καθηγητές μεταξύ άλλων τους W. Jaeger και Ed. Spranger. Το 1933 αναπλήρωσε τον καθηγητή Ι. Καλιτσουνάκι στην προσαρτημένη στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου Ανωτάτη Σχολή Ξένων Φιλολογιών (Auslandshochschule). Το 1936 έγινε διδάκτωρ της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το θέμα της διδακτορικής του διατριβής είναι «Το πρόβλημα του μαθήματος της ιστορίας εν τοις σχολείοις της μέσης εκπαιδεύσεως». Το 1937 με πρόσκληση του Φιλολογικού Συλλόγου Βερολίνου έκανε ανακοίνωση για τον Πλάτωνα στη γερμανική πρωτεύουσα. Το ίδιο έτος ανέλαβε τη διεύθυνση του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαιδεύσεως και ορίστηκε μέλος του Τριμελούς Εποπτικού Συμβουλίου του Υπουργείου Παιδείας και του Πειθαρχικού Συμβουλίου και Υπουργείου Δικαιοσύνης. Το 1940 έγινε τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ το 1948 μετακινήθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. 

[4] Για την υπηρεσιακή του διαδρομή προ του 1940, οπότε εξελέγη τακτικός καθηγητής του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο ίδιος αναφέρει: «… επί 16 περίπου έτη εδίδαξα και εις δημόσια συνήθη σχολεία της Νέας και Παλαιάς Ελλάδος (ελληνικόν σχολείον Γλαύκου, γυμνάσια Σαράντα Εκκλησιών, Σουφλίου, Αλεξανδρουπόλεως, Αλμυρού και Βόλου) και εις τα πρότυπα του υπό την διεύθυνσίν μου Διδασκαλείου Μέσης Εκπαιδεύσεως και της Βαρβακείου Σχολής, προσέτι δε του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου είχον την ευκαιρίαν να παρακολουθήσω διδασκαλίας πολλάς εις τα πρότυπα δημοτικά σχολείά του και κριτικάς αυτών» (Βλ. Κ. Βουρβέρης, 19702 , σ. 140).

[5] Βλ. επιστολή του με ημερομηνία  24 Μαΐου 1978 προς την θυγατέρα του Κάστανου, δημοσιευμένη στο: Θ. Κάστανος, 1995

[6] Κ. Βουρβέρης, 1930

[7] Κ. Βουρβέρης, ό.π. Λίγα χρόνια αργότερα πάντως και συγκεκριμένα το 1937, όταν ανέλαβε τη διεύθυνση του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαιδεύσεως στην πρώτη διάλεξη που έκανε στους γονείς και κηδεμόνες της Βαρβακείου προτύπου σχολής του Διδασκαλείου της μέσης εκπαίδευσης (4 Νοεμβρίου 1938) δήλωνε: «Την θεωρητικήν οδηγίαν μας δεν αντλούμεν τόσον από την νεωτέραν ευρωπαϊκήν παιδαγωγικήν, όσον από την ανεξάντλητον πηγήν της ελληνικής παιδείας, της οποίας μεγαλειώδης ερμηνευτής και θεωρητικός θεμελιωτής υπήρξεν ο θείος Πλάτων. Ξένα παιδαγωγικά και διδακτικά πρότυπα δεν μας είναι απαραίτητα. Αυτά προήλθον από άλλο έμψυχον υλικόν, έχουν άλλας κοσμοθεωρητικάς προϋποθέσεις. Τα σεβόμεθα, τα εκτιμώμεν, τα γνωρίζομεν, τα έχομεν απλώς υπ’ όψιν μας∙ δεν θα τα μιμηθώμεν όμως από πνεύμα καινοτομίας και “μοντερνισμού”. Πρακτικάς παρορμήσεις και νύξεις ημπορούν να μας δώσουν οι Διδάσκαλοι του Γένους∙ κυρίως τον ενθουσιασμόν των, ως κίνητρον εις το βαρύ έργον μας…» (Βλ. Κ. Βουρβέρης, Νοέμβριος 1938, σ. 1241. Το άρθρο του Βουρβέρη ήταν δημοσίευση του κύριου μέρους της εν λόγω διάλεξής του).

[8] Κ. Βουρβέρης, ό.π.

[9] E. Spranger, 1932

[10] E. Spranger, 1932

[11] Κ. Βουρβέρης, Ιανουάριος- Ιούνιος 1938, σσ. 64-66

[12] Κ. Βουρβέρης, 12-9-1953, σ. 921

[13] Πάντως το 1952 στο συνέδριο της ΟΛΜΕ είχε τεθεί το ζήτημα της αναβίωσης του Ελληνικού σχολείου (Βλ. Κ. Βουρβέρης, ό.π.).

[14] Κ. Βουρβέρης, 19-9-1953, σ. 921

[15] Αντίθετα μεταπολεμικά στο πλαίσιο της δραστηριοποίησής του στη Νεοανθρωπιστική Ελληνική Κίνησι και την Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων εν Αθήναις, όπου συνεργαζόταν με τον «ομόπιστον» και «ομότεχνον» Κ. Γωργούλη, έγραφε: «Η νεοανθρωπιστική αύτη κίνησίς μας δεν επανέλαβε τα γνωστά προπολεμικά συνθήματα του αριστοκρατικού ανθρωπισμού των βιβλίων και των λογίων ουδέ το αίτημα της απλής και ξηράς γνώσεως του αρχαίου πολιτισμού, υπερκαμφείσαν σήμερον απαίτησιν της παλαιάς αρχαιογνωσίας και πολυϊστορίας, αλλά, παραλλήλως προς την επιστημονικήν θεραπείαν των ελληνικών γραμμάτων, την οποίαν επέβαλεν η ένδοξος ελληνική φιλολογική παράδοσις απέβλεψεν εις την βιοθεωρητικήν σημασίαν και κάρπωσιν του ελληνικού ανθρωπισμού ως ιδανικού ζωής και ευρυτέρας λαϊκής παιδείας» (Βλ. Κ. Βουρβέρης, 1955, σσ. 6-7).  

[16] Κ. Βουρβέρης, Νοέμβριος 1938, σ. 1240

[17] Το 1934 ο Βουρβέρης εξέφραζε την ευγνωμοσύνη στους δασκάλους του Litt και Jaeger οι οποίοι πρόβαλαν την αντίληψη ότι «υπερβολική έξαρσις της γνώσεως του αρχαίου πολιτισμού εν τη μελέτη κειμένων, ην εζήτει ο αιών του ιστορισμού, αποτελεί κίνδυνον δια την ουμανιστικήν ιδέαν, την οποίαν δέον να υπηρετή το γυμνάσιον…» (Βλ. Κ. Βουρβέρης, 1934, σ. 459). Παρά ταύτα υπήρξε πολύ επιφυλακτικός στη χρήση μεταφράσεων για τη διδασκαλία των αρχαίων κειμένων, που πρόβλεπε το αναλυτικό πρόγραμμα των ελληνικών γυμνασίων του 1931 (Βλ. Κ. Βουρβέρης, ό.π., σ. 460 κ.ε.).

[18] Βλ. σχετικά, στο: Γ. Κοντομήτρος, 2006, σ. 471 κ.ε.

[19] Κ. Βουρβέρης, 19702 , σ. 48

[20] Κ. Βουρβέρης, 19702, σ. 49