Η Εκπαίδευση στα Δωδεκάνησα μετά
την Ενσωμάτωση 1947-1950
Αναστάσιος
ΚΟΝΤΑΚΟΣ Αν. Καθηγητής Τ.Ε.Π.Α.Ε.Σ. Παν/μίου
Αιγαίου |
Σταύρος ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Υπ. Δρ. Τ.Ε.Π.Α.Ε.Σ. Παν/μίου Αιγαίου |
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνήσει και να
παρουσιάσει τις προσπάθειες των Ιταλών να ιδρύσουν και να λειτουργήσουν
πανεπιστήμιο στη Ρόδο στο πλαίσιο του μορφωτικού επεκτατικού τους σχεδίου προς “Ανατολάς”,
αξιοποιώντας πρωτογενείς πηγές από το Ιταλικό Αρχείο Δωδεκανήσου, τον τύπο της
εποχής, καθώς και στοιχεία από τη συναφή βιβλιογραφία.
ABSTRACT
The purpose of this paper is to investigate and present the efforts made
by the Italians to found and operate a university in Rhodes within the
framework of their educational plans for expansion to the East, taking into
account original historical documents, such as the Italian Archives for the
Dodecanese and the press of the time, as well as data from relevant bibliography.
ΕΙΣΑΓΩΓH
Η δεκαετία 1940 –1950 αποτελεί μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδος στην
ιστορία της σύγχρονης Ελλάδα. Στη δεκαετία αυτή η χώρα δοκιμάστηκε από το Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο, την κατοχή και την αντίσταση στους κατακτητές, τον εμφύλιο
πόλεμο, για να αναφέρουμε ενδεικτικά μερικά από τα γεγονότα της περιόδου αυτής.
Την ίδια περίοδο επιτυγχάνεται η εδαφική ολοκλήρωση του σύγχρονου Ελληνικού
κράτους με την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα. Τα Δωδεκάνησα ενώνονται
με την Ελλάδα και οι Δωδεκανήσιοι είναι και επίσημα πλέον πολίτες του Ελληνικού
κράτους.
Στην
παρούσα εργασία παρουσιάζεται η κατάσταση που επικρατούσε στα νησιά αναφορικά
με το χώρο της παιδείας, τα πρώτα χρόνια μετά την ενσωμάτωσή τους (1947-1950).
Υπάρχουν
πολλές και σημαντικές ιδιαιτερότητες στα Δωδεκάνησα στον τομέα της παιδείας,
ιδιαιτερότητες που σχετίζονται και με την ίδια την ιστορία των νησιών. Για το
λόγο αυτό, αρχικά γίνεται αναφορά στην κατάσταση που επικρατούσε στην
παιδεία πριν την ενσωμάτωση (1937-1947).
Στόχος είναι να αναδειχθεί η συσχέτιση των εκπαιδευτικών ιδιαιτεροτήτων με την
εναλλαγή των κατακτητών και με τους διαφορετικούς στόχους που έθετε ο καθένας
από αυτούς. Στο κύριο μέρος της εργασίας επιχειρείται μια εμπεριστατωμένη
αναφορά στα θέματα της παιδείας αμέσως μετά την ενσωμάτωση, τις δυσκολίες που
υπήρξαν και πώς αυτές τελικά ξεπεράστηκαν.
Θεωρούμε
υποχρέωσή μας να ευχαριστήσουμε τον κ. Αντώνη Αγγελή, διευθυντή της Δημόσιας
Βιβλιοθήκης Ρόδου για την πρόσβαση που μας παρείχε στο Αρχειακό υλικό της
Βιβλιοθήκης και συγκεκριμένα στα Φύλλα Εφημερίδων Στρατιωτικής Διοίκησης
Δωδ/σου, τον κ. Σταύρο Κουρεμένο, προϊστάμενο των Γενικών Αρχείων του Κράτους -
παράρτημα Δωδεκανήσου, για την δυνατότητα πρόσβασης στα Ιταλικά αρχεία και
έγγραφα της περιόδου, τον κ. Δημήτρη Τσοπανάκη, ιδιοκτήτη της εφημερίδας
«Ροδιακή» για τη διάθεση του αρχείου της εφημερίδας του και συγκεκριμένα της
περίοδου 1947-1948.
Τέλος,
ευχαριστούμε θερμά τον κ. Ιωάννην Καλιοντζή, τελευταίο διευθυντή της
Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ρόδου, ο οποίος μας απέστειλε σημαντικότατο υλικό από το
προσωπικό του αρχείο (έγγραφα, πρωτόκολλα, συνεντεύξεις).
Χωρίς την
βοήθεια όλων των προαναφερόμενων το ερευνητικό μέρος της εργασίας και η
τεκμηρίωση των στοιχείων θα ήταν πολύ φτωχά.
Η
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΑ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΤΗΝ
ΠΕΡΙΟΔΟ 1937-1947.
Η περίοδος αυτή είναι πολυτάραχη
γιατί αποτελεί μία δεκαετία συνεχών αλλαγών. Θα μπορούσε να χωριστεί στις εξής
υποπεριόδους:
Α) Την περίοδο 1937-1943, χρόνια κατά τα οποία τα νησιά
βρίσκονται υπό Ιταλική κατοχή.
Β) Την
περίοδο 1943-1945, κατά την οποία οι Γερμανοί είναι κυρίαρχοι των νησιών και
τέλος
Γ) Την
περίοδο 1945-1947, χρονική διάρκεια της Αγγλικής κυριαρχίας, η μεταβατική, όπως
αποδείχτηκε περίοδος, πριν πραγματοποιηθεί η ενσωμάτωση.
Από την
απλή παράθεση και μόνο των υποπεριόδων αυτών αντιλαμβάνεται ο καθένας τις αλλαγές
τις οποίες προαναφέραμε. Μέσα σε διάστημα δέκα χρόνων, τρεις διαφορετικοί λαοί
άσκησαν εξουσία στα νησιά και εφήρμοσαν πολιτική με εντελώς διαφορετικά κίνητρα
ο καθένας. Μολονότι το χρονικό διάστημα είναι πολύ σύντομο, ωστόσο, επειδή
αμέσως μετά ακολουθεί η ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου είναι εύκολο, πιστεύουμε, να
γίνει κατανοητό ότι οι όποιες πολιτικές επιλέγησαν και εφαρμόστηκαν εκείνα τα
χρόνια, είχαν σημαντικές επιπτώσεις και επιδράσεις και στην εκπαιδευτική
πολιτική που ακολούθησε η Ελλάδα, αμέσως μετά την ενσωμάτωση, στοιχείο που
κάνει ακόμα πιο επιτακτική και αναγκαία την ανάλυση αυτής της περιόδου.
Η πρώτη υποπερίοδος είναι το χρονικό διάστημα από τον
Ιανουάριο του 1937 έως και το Σεπτέμβριο του 1943.
Στις 2
Δεκεμβρίου 1936 γίνεται αντικατάσταση του Διοικητή Mario Lago από τον Cesare Maria de Vecchi. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Lago βρισκόταν στη θέση του διοικητή των νησιών 13 συναπτά έτη, από το 1923 έως το
1936. Χαρακτηριζόταν ως ήπιος και ικανός πολιτικός και τις όποιες αλλαγές ήθελε
να προωθήσει τις έκανε με σταθερό και σίγουρο ρυθμό. Ο De Vecchi υπήρξε ένας από τους τέσσερις τετράρχες του φασισμού
και ήταν κυβερνήτης στη Σομαλία επί πέντε χρόνια. Κατόπιν έγινε πρώτος
πρεσβευτής της Ιταλίας στο Βατικανό. Ο De Vecchi ήταν
αυτός που έδωσε στις 15-8-1940 την εντολή για τον τορπιλισμό του αντιτορπιλικού
"Έλλη" στην Τήνο και πριν έρθει στα Δωδεκάνησα ως κυβερνήτης, είχε
διατελέσει υπουργός Παιδείας της Ιταλίας από τις 25-1-1935 μέχρι και τις
15-11-1936.[1]
Οι
αλλαγές που είχε επιχειρήσει στην Ιταλία απέτυχαν παταγωδώς, αναστάτωσαν το
εκπαιδευτικό σύστημα και όπως σημειώνει ο Τσιρπανλής[2]
οδήγησαν σε πλήρη διάλυση το εκπαιδευτικό σύστημα. Ερχόμενος στη Ρόδο, έθεσε
και πάλι ως μία από τις πρώτες του προτεραιότητες την παιδεία και βρήκε την
ευκαιρία να εφαρμόσει τις παιδαγωγικές του θεωρίες και να επιβάλει την
εξυγίανση των σχολείων.
Ο De Vecchi
δεν θεώρησε επαρκή τον σχολικό κανονισμό του 1926, του προκατόχου του Mario Lago, για
τη διάδοση και την επικράτηση της ιταλικής γλώσσας και του πολιτισμού. Εξέδωσε,
λοιπόν, στις 21 Ιουλίου 1937 το κυβερνητικό διάταγμα με αριθμό 149, στο οποίο
επιβάλλεται "χωρίς εξαίρεση, η εξομοίωση των κοινοτικών (ελληνικών)
σχολείων με τα ιταλικά. Η "lingua
locale", η ελληνική γίνεται προαιρετικό μάθημα και
διδάσκεται συνεχίζει να διδάσκεται χωρίς βιβλία όμως ως την τρίτη τάξη του
πενταετούς δημοτικού σχολείου[3].
Με το διάταγμα αυτό επέβαλε το Scuola
di Stato
(κρατικό σχολείο) ως μοναδικό είδος αναγνωρισμένου σχολείου στα Δωδεκάνησα.
Τέτοιου τύπου σχολείο μπορούσε να ήταν το Scuola Regia (βασιλικό
σχολείο), του οποίου η λειτουργία εξαρτιόταν άμεσα από την κυβέρνηση, και η
Municipale Rateggiato (κοινοτικό σχολείο), του οποίου τη λειτουργία και τη
συντήρηση αναλάμβανε ο δήμος ή η κοινότητα. Η φοίτηση και στους δύο τύπους
σχολείων ήταν δωρεάν και υποχρεωτική. Σε περίπτωση περαιτέρω σπουδών, η φοίτηση
στις μέσες σχολές ήταν επί πληρωμή, εκτός αν ο μαθητής είχε βαθμό οκτώ και άνω.
Χαρακτηριστικό είναι ότι τα κρατικά σχολεία ακολουθούσαν τα προγράμματα, τις
μεθόδους διδασκαλίας και τα ωράρια της μητροπολιτικής Ιταλίας.
Το διάταγμα εξεδόθη τον Ιούλιο του 1937 και
όπως είναι ευνόητο η σχολική χρονιά 1937-1938 ήταν μία μεταβατική χρονιά, η
οποία όμως είχε συνέπειες για τους Έλληνες μαθητές της Δωδεκανήσου, εφόσον
υποχρεώθηκαν να επαναλάβουν την τάξη τους στα ιταλικά πλέον σχολεία.
Ο
Παπαχριστοδούλου[4] καταθέτει τις προσωπικές
του εμπειρίες αναφέροντας ότι: «οι δημοδιδασκάλοι σ' ένα μεγάλο μέρος τους
απολύθηκαν σαν ανεπιθύμητοι και λίγοι έμειναν, απ'αυτούς που είχαν τελειώσει το
Ιταλικό Διδασκαλείο Ρόδου, όχι όλοι βέβαια, και υποχρεώθηκαν να διδάσκουν
ιταλικά με τους Ιταλούς συναδέλφους τους, που είχαν κατακλύσει τα ελληνικά
σχολεία, νεοφερμένοι από την Ιταλία. Η ελληνική γλώσσα έμεινε στο περιθώριο,
γιατί οι μεν Ιταλοί δεν ήξεραν, ούτε είχαν διάθεση να τη διδάξουν, οι δε
Έλληνες φοβούνταν να μην τους καταγγείλουν οι συνάδελφοί τους».
Ως συνέπεια
του διατάγματος τη σχολική χρονιά 1937-1938 ήταν η μετατροπή των κοινοτικών
σχολείων (ελληνικών και μουσουλμανικών) σε κρατικά ιταλικά σχολεία ή το
κλείσιμο. Η Αστική Σχολή και η Αμαράντειος Σχολή μετατράπηκαν σε Ιταλικά
σχολεία. Το Καζούλλειον Παρθεναγωγείον και το Βενετόκλειον Γυμνάσιον έκλεισαν.
Μεγάλα σχολεία των άλλων νησιών όπως το γυμνάσιο της Καλύμνου, το γυμνάσιο
Σύμης και το γυμνάσιο Κω μετατράπηκαν σε κατώτερα ιταλικά γυμνάσια μόνο με τις
τρεις πρώτες τάξεις του γυμνασίου.
Την περίοδο
αυτή έχουμε την εισαγωγή νέων μαθημάτων όπως του μαθήματος «Cultura fascista».
Το μάθημα αυτό ήταν ήδη υποχρεωτικό στα σχολεία της Ιταλίας από το 1933 και
διδασκόταν από τον καθηγητή των Ιταλικών και της Ιστορίας. Με νομοθετικό
διάταγμα οριζόταν ως υποχρεωτική και η προστρατιωτική εκπαίδευση στα σχολεία.[1]
Απ'όλα όσα
έχουμε αναφέρει ο στόχος του Ντε Βέκκι καθίσταται προφανής και ξεκάθαρος: ο
εξιταλισμός των νησιών με κάθε τρόπο. Ο De Vecchi
κατάφερε με τα μέτρα που έλαβε να θέσει την ελληνική εκπαίδευση των Δωδεκανησίων
στο περιθώριο. Πώς αντέδρασαν, όμως, οι Έλληνες; Δέχτηκαν αδιαμαρτύρητα την
τακτική του κυβερνήτη; Ποια ήταν η στάση τους γενικότερα;
Σπουδαίο
ρόλο όλα τα χρόνια της Ιταλικής κατοχής έπαιξε το ελληνικό προξενείο. Aυτό
συμβουλεύοταν σε κάθε επέμβαση των Ιταλικών αρχών οι κοινοτικοί άρχοντες, οι εκπαιδευτικοί, ο κάθε πολίτης
που καταδιωκόταν για διάφορα ζητήματα, αλλά «κυρίως για εθνική δράση»[5].
Το προξενείο ήταν αυτό που έβρισκε και τους πόρους για να λειτουργήσουν τα
κοινοτικά σχολεία. Ο De Vecchi όπως και ο Lago
πληροφορήθηκαν αυτή την τακτική του προξενείου και σταδιακά αποχαρακτηρίστηκαν
τα σχολεία από κοινοτικά σε επιχορηγούμενα και λειτουργούν υπό την επίβλεψη των
Ιταλών.
Το ελληνικό
προξενείο, απέτρεψε τη μαζική φυγή των Ελλήνων δασκάλων, κυρίως για την
Αίγυπτο, όταν εκείνοι υποχρεώθηκαν να μιλούν και να διδάσκουν στα ιταλικά.
Έτσι, αρκετοί δωδεκανήσιοι δάσκαλοι παρέμειναν, έστω και αν αναγκάστηκαν εν
μέρει να συμβιβαστούν, θυμίζοντας με την παρουσία τους την εθνική καταγωγή
τους.
Όμως,
σημαντικότερος φορέας αντίδρασης, και κυρίως στην εκπαιδευτική πολιτική των
Ιταλών, ήταν η εκκλησία, όπως εν τω μεταξύ αναγνωρίζεται από όλους τους
ιστορικούς και μελετητές της περιόδου. Η εκκλησία και συγκεκριμένα η Μητρόπολη
Ρόδου προβλέποντας την εξέλιξη των εκπαιδευτικών πραγμάτων και τις επιδιώξεις
του κατακτητή να καταργήσει τα ελληνικά σχολεία, είχε θέσει σε λειτουργία τα
Κατηχητικά σχολεία. Η λειτουργία των Κατηχητικών σχολείων άρχισε με άδεια της
Ιταλικής διοικήσεως και πρώτος Κατηχητής-Ιεροκήρυκας υπήρξε ο θεολόγος
Εμμανουήλ Μπακίρης. Ο Μπακίρης αρχικά περιόδευε σε ναούς της πόλης και των
χωριών και μάλιστα πληροφορούμαστε ότι το θρησκευτικό μάθημα διδασκόταν από
βιβλία που είχαν εκδώσει οι μητροπόλεις ήδη από το 1932. Το έτος 1936 ανέλαβε
κατηχητής-ιεροκήρυκας ο Αρχιδιάκονος της Ιεράς Μητρόπολης Ρόδου, Απόστολος
Παπαϊωάννου. Το 1937 και έπειτα από το κλείσιμο των σχολείων της Ρόδου,
δημιουργείται μια νέα κατάσταση. Όπως
σημειώνουν όλοι οι μελετητές, εδώ τελειώνει η πρώτη περίοδος των Κατηχητικών
σχολείων. Μέχρι τότε, τα κατηχητικά σχολεία λειτουργούσαν τα απογεύματα των
Κυριακών όταν ο Ιεροκήρυκας-Κατηχητής συγκέντρωνε τα παιδιά και δίδασκε
ιστορίες από την Αγία Γραφή. Αργότερα έκανε κήρυγμα στους ενήλικους που
συγκεντρώνονταν στο ναό. Τα θέματα των κηρυγμάτων αντλούνταν από την παράδοση
της εκκλησίας και του γένους.[6]
Τα Κατηχητικά γίνονται τώρα τα σχολεία της Δωδεκανήσου.
Όλοι οι ερευνητές παραλληλίζουν τα κατηχητικά σχολεία με το κρυφό σχολείο της
Τουρκοκρατίας[7]. Ο παπάς και ο
θεολόγος-ιεροκήρυκας καλούνται να αντικαταστήσουν τον δάσκαλο και μέσω της
διδασκαλίας των θρησκευτικών να διατηρήσουν ζωντανό το θρησκευτικό συναίσθημα
και να διασώσουν την ελληνική γλώσσα. Όμως, οι δυσκολίες είχαν οξυνθεί και ο De Vecchi
είχε δώσει τη συγκατάθεσή του να διδάσκονται τα παιδιά της Ρόδου και των άλλων
νησιών το θρησκευτικό μάθημα, αλλά μόνο στις εκκλησίες και μόνο κάθε Κυριακή,
με τη διευρυμένη μορφή του Κατηχητικού. Η άδεια είχε δοθεί με τον όρο ότι το μάθημα
θα γινόταν μέσα στην εκκλησία και θα χρησιμοποιούνταν ως δάσκαλοι μόνο
κληρικοί. Ο μητροπολίτης Απόστολος από την πλευρά του πίεσε και πέτυχε να
θεωρούνται κληρικοί και οι θεολόγοι. Ο De Vecchi το
δέχτηκε και ζήτησε προκαταρκτικά τα ονόματα των θεολόγων. Τα θρησκευτικά βιβλία
χρησιμοποιούνταν και ως αναγνωστικά[8].
Με τη
μέθοδο αυτή λειτούργησαν 6 κατηχητικά σχολεία στην πόλη της Ρόδου και άλλα 40
στα χωριά. Το πρόγραμμα που εφαρμόστηκε τα δύο πρώτα χρόνια περιελάμβανε 9 ώρες
την εβδομάδα Ελληνικά, 3 Θρησκευτικά, 3 Ιστορία και 3 Αριθμητική[9].
Προβλεπόταν, επίσης, να υπάρχει πενταετής φοίτηση και τρία τμήματα. Η διάρκεια
της φοίτησης ήταν διετής. Το διδακτικό προσωπικό αποτελούσαν οι παυθέντες
δάσκαλοι από το καθεστώς. Ως ημέρες διδασκαλίας ορίστηκαν τα απογεύματα
Πέμπτης, Σαββάτου και Κυριακής[10].
Η επιτυχία
των Κατηχητικών σχολείων ήταν πολύ μεγάλη την περίοδο 1937-1943. Η Ελληνική
γλώσσα, έστω και μ' αυτό τον τρόπο, δεν σταμάτησε να διδάσκεται και τα
Κατηχητικά σχολεία διατήρησαν ζωντανή την Ελληνική Εθνική ταυτότητα των
Δωδεκανησίων και μάλιστα μέσα σε εντελώς αντίξοες συνθήκες. Χαρακτηριστικό της
επιτυχίας των κατηχητικών σχολείων είναι το γεγονός ότι με την λήξη του
σχολικού έτους 1941-1942 οι περιφερειακοί Ιταλοί διευθυντές των σχολείων της
Δωδεκανήσου συγκεντρώθηκαν και συνεδρίασαν στο Γεννάδι, όπου εισηγήθηκαν στη
Διοίκηση να απελάσει τους θεολόγους, γιατί κατέστρεφαν το έργο των κρατικών
σχολείων[11].
II. Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Στις 11 Σεπτεμβρίου
1943 άρχισε η γερμανική περίοδος που ολοκληρώθηκε στις 9 Μαϊου 1945, μια
σύντομη χρονικά περίοδος διάρκειας είκοσι μόλις μηνών. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1943
ο Inigo Campioni,
ο τελευταίος Ιταλός κυβερνήτης, υπέγραψε την παράδοση του Ιταλικού στρατού της
Ρόδου στο γερμανό στρατηγό Kleeman, ως
επακόλουθο της συνθηκολογήσης της Ιταλίας τρεις μέρες πριν, στις 8
Σεπτεμβρίου1943. Πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι το χρονικό αυτό διάστημα ο Β’
Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκεται στην πιο αποφασιστική και κρίσιμη καμπή του και
σίγουρα οι Γερμανοί δεν είχαν ως προτεραιότητα τους, τη δεδομένη τουλάχιστον
χρονική στιγμή, την κατάσταση της παιδείας στα Δωδεκάνησα. Η επικράτηση των
Γερμανών συμπίπτει με την τρίτη και τελευταία φάση των Κατηχητικών. Οι
Γερμανοί, απασχολούνταν μόνον με τα ζητήματα του πολέμου και δε φαίνεται να
είχαν στους άμεσους τουλάχιστον στόχους τους προγράμματα αφελληνισμού του
πληθυσμού, δεδομένου ότι έδωσαν την άδεια να λειτουργήσουν ελεύθερα τα
κατηχητικά ως ημερήσια σχολεία και εφαρμόζοντας το αναλυτικό πρόγραμμα του
ελληνικού Υπουργείου Παιδείας[12].
Με την απόφαση αυτή, το σχολικό διάταγμα του 1937 είχε ουσιαστικά καταργηθεί,
αν και οι Γερμανοί για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας διατήρησαν το προϋπάρχον
πολιτικό καθεστώς, επομένως και το διάταγμα του De Vecchi.[2]
Μολονότι οι
αυτά οι Ιταλοί εξακολούθησαν να κυριαρχούν τόσο σε πολιτικά , σε κοινωνικά και σε εκπαιδευτικά θέματα, την
Κυριακή 4 Οκτωβρίου 1943 διαβάστηκε σ’όλες τις εκκλησίες εγκύκλιος του
μητροπολίτη Ρόδου, με την οποία ανακοίνωνε ότι στο εξής θα λειτουργούσαν
καθημερινά κατηχητικά σ’όλα τα χωριά, καλούσε τον κόσμο να τα πλαισιώσει και
τους γονείς να στείλουν τα παιδιά τους[13].
Οι Ιταλοί
αντιλήφτηκαν ότι ο χαρακτήρας «κατηχητικά» ήταν ένας μανδύας που κάλυπτε τη
λειτουργία ελληνικών δημοτικών σχολείων και για αυτό τα απαγόρευσαν. Στη
διαμάχη που επακολούθησε μεταξύ των ιταλικών αρχών και του μητροπολίτη, το ρόλο
του κριτή έπαιξαν οι Γερμανοί..
Από όλα
αυτά τα γεγονότα είναι ευνόητο να δημιουργηθούν πολύ καλές σχέσεις μεταξύ Ιεράς
Μητρόπολης Ρόδου και Γερμανικής διοίκησης. Το αποτέλεσμα ήταν οι Γερμανοί να
επιτρέψουν τη λειτουργία των καθημερινών κατηχητικών υπό την εποπτεία της Ιεράς
Μητροπόλεως Ρόδου για το έτος 1943-1944, με τον όρο ότι οι ώρες λειτουργίας των κατηχητικών δεν θα
συνέπιπταν με τις ώρες λειτουργίας των «κυβερνητικών σχολείων» τα οποία
λειτουργούσαν υπό την ιταλική εποπτεία.
Χαρακτηριστικό της γερμανικής πολιτικής είναι
ότι στις 11 Δεκεμβρίου του 1943, το γερμανικό ραδιόφωνο μετέδωσε ότι «ύστερα
από τριάντα χρόνια ιταλικού ζυγού η Δωδεκάνησος απέκτησε την ελευθερία της και
εισήγαγε την ελληνική γλώσσα εις την εκπαίδευσιν»[14].
Ο μητροπολίτης ανέθεσε στις εκκλησιαστικές
επιτροπές όλων των χωριών και των νησιών την οργάνωση και τη λειτουργία των
«καθημερινών κατηχητικών» σχολείων τα οποία λειτουργούσαν στους νάρθηκες και τα
κελιά των εκκλησιών τις μεσημβρινές ώρες,
όταν τέλειωναν τα μαθήματα των «κυβερνητικών σχολείων». Στα κατηχητικά
σχολεία τηρούνταν βιβλία προόδου και απουσιολόγια. Σε πολλά μικρά χωριά ή νησιά
όπου οι Ιταλοί δάσκαλοι δεν ήθελαν να υπηρετήσουν δε λειτουργούσαν κυβερνητικά
σχολεία. Στα χωριά αυτά τα κατηχητικά λειτουργούσαν τις πρωινές ώρες στα
σχολικά κτίρια με πλήρες πρόγραμμα δημοτικού σχολείου.
Κατηχητές,
όπως έχουμε ήδη αναφέρει, επιτρεπόταν να είναι μόνο ιερείς ή λαϊκοί, πτυχιούχοι
της Θεολογίας. Όμως, μόνο αυτοί δεν επαρκούσαν και γι’αυτό οι εκκλησιαστικές
επιτροπές διόρισαν μεγάλο αριθμό δασκάλων, ως βοηθούς των επίσημων κατηχητών.
Η συντήρηση
των κατηχητικών και η αμοιβή των δασκάλων ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα τη στιγμή
μάλιστα που η μητρόπολη Ρόδου δεν είχε τη δυνατότητα να αναλάβει όλες τις
δαπάνες τόσων σχολείων. Ενίσχυση από την Ελλάδα δεν υπήρχε.
Έτσι οι
Δωδεκανήσιοι ανέλαβαν οι ίδιοι την κάλυψη της αμοιβής του δασκάλου. Το
οικονομικό βάρος της λειτουργίας των κατηχητικών το έφεραν οι γονείς και οι
κοινότητες.
Οι Ιταλοί
το σχολικό έτος 1944-45 αξίωσαν να μη γίνονται δεκτά στα «κατηχητικά» παιδιά
που δε φοιτούσαν συγχρόνως και στα «κυβερνητικά σχολεία». Οι απαιτήσεις των
Ιταλών απευθύνονταν προς τις γερμανικές αρχές, οι οποίες ασχολούνταν μ’ άλλα
ζητήματα και δεν είχαν κανένα λόγο να ενδιαφερθούν για τον εξιταλισμό ή όχι των
Ελλήνων. Τα «κατηχητικά» και τα «κυβερνητικά» σχολεία λειτούργησαν παράλληλα τα
σχολικά έτη 1943-44 και 1944-45 ενώ προς το τέλος της γερμανοκρατίας, τα
«κυβερνητικά» σχολεία λειτουργούσαν στοιχειωδώς ή δεν λειτουργούσαν καθόλου
λόγω ελλείψεως μαθητών και τη θέση τους είχαν πάρει τα πρωινά σχολεία που
συνέχιζαν να έχουν το χαρακτηρισμό
«κατηχητικά».
III. Η ΑΓΓΛΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Η τρίτη
περίοδος, της Αγγλικής κατοχής, ξεκινά στις 9 Μαϊου 1945 και ολοκληρώνεται στις
31 Μαρτίου 1947. Είναι μια επίσης σύντομη περίοδος, διάρκειας 22 μηνών και όπως
έχει αποδειχτεί ιστορικά ήταν πραγματικά μια μεταβατική περίοδος.
Η διετία
αυτή στοίχισε πολλά στον Ελληνισμό γιατί ήταν μια περίοδος αβεβαιότητας που
κανένας δεν ήξερε πόσο θα κρατήσει. Οι Άγγλοι κράτησαν τις καίριες θέσεις,
εγκατάστησαν αγγλική αστυνομία με Κύπριους χωροφύλακες και μια φρουρά από
Ινδούς. Η πολιτική, δικαστική και διοικητική μηχανή έμεινε όπως ήταν. Οι
περισσότεροι υπάλληλοι ήταν Ιταλοί, ενώ μόνο ελάχιστοι ντόπιοι Έλληνες είχαν
προσληφθεί. Ο Παπαχριστοδούλου αναφέρει μάλιστα ότι: «τις καλύτερες θέσεις και
επιχειρήσεις είχαν οι Ιταλοί, οι οποίοι έμεναν ανενόχλητοι και είχαν και την
εύνοια των αρχών και αν έμενε πολύ η κατοχή ή αν μετατρεπόταν σ’ αυτονόμηση με
την προστασία της Αγγλίας, όπως ψιθυριζόταν, οι Έλληνες θα καταντούσαν μια
μειοψηφία ή έστω πλειοψηφία παραγκωνισμένη από τους Άγγλους, τους Ιταλούς, τους
Μαλτέζους, οι οποίοι θα κρατούσαν τα καλά πόστα»[15].
Το Μάιο του
1945 οι σκέψεις των Δωδεκανησίων ήταν πώς θα ήταν δυνατόν να αντικατασταθεί από
το επόμενο σχολικό έτος 1945-1946, το σύστημα των κρυφών σχολείων, των
κατηχητικών από ένα ελεύθερο εκπαιδευτικό σύστημα. Για να πραγματοποιηθεί ο
στόχος αυτός υπήρχαν πολλές δυσκολίες από τις οποίες η μεγαλύτερη ήταν ο
έλεγχος της Παιδείας από τους Βρετανούς, οι ελλείψεις στον υλικοτεχνικό
εξοπλισμό, στην οργάνωση και στη διοίκηση.
Η παιδεία περιήλθε
στις κοινότητες όπως είχαν εφαρμόσει και οι Ιταλοί, και όχι στη Μητρόπολη.
Ακολούθησε παρροδιακή συνέλευση που εξέλεξε την «Εξαμελή Κεντρική Εκπαιδευτική
Επιτροπή της νήσου Ρόδου». Το ίδιο έγινε και στα χωριά και στα νησιά και άρχισε
η κανονική λειτουργία των γυμνασίων και των δημοτικών σ’όλη τη Δωδεκάνησο.
Το
Σεπτέμβριο του 1945 λειτουργούσε στη Ρόδο βρετανικό γραφείο εκπαίδευσης με
προϊστάμενο τον Γκίλμπερτ Μάρρεν και ένα δεύτερο γραφείο με προϊστάμενο τον
Λαγκάνη. Την περίοδο αυτή αρχίζουν τα προβλήματα ανάμεσα στα γραφεία
εκπαίδευσης και τη μητρόπολη. Ο μητροπολίτης Απόστολος έχοντας συνηθίσει να
έχει υπό την αιγίδα του την εκπαίδευση, έφερε αντιρρήσεις μέχρι να αποδεχθεί
την απόδοση της εκπαίδευσης στους εκπαιδευτικούς. Το σχολικό έτος 1945-1946 τα
κατηχητικά συνεχίζουν τη λειτουργία τους, αλλά τώρα πια, με την καθαρά
θρησκευτική αποστολή τους και μόνο τις Κυριακές και τις γιορτές.
Ένα μείζον πρόβλημα ήταν η στελέχωση των
σχολείων. Οι Έλληνες δάσκαλοι οι οποίοι την περίοδο της Ιταλοκρατίας και της
Γερμανοκρατίας είχαν υπηρετήσει στα ιταλικά κυβερνητικά σχολεία. Αυτοί κρίθηκαν
ανεπιθύμητοι και αποπέμφθηκαν από την εκπαίδευση. Το αντίθετο συνέβη με τους
δασκάλους που ήλθαν από τις εκκλησιαστικές επιτροπές στα «καθημερινά
κατηχητικά» από το 1943 και μετά. Αυτοί διορίζονταν κατά προτεραιότητα στο
διορισμό και, κυρίως, αυτοί στελέχωσαν τα σχολεία. Ποια ήταν όμως τα κριτήρια
για το διορισμό κάποιου ως δασκάλου; Σε πρώτη φάση διορίστηκαν όσοι είχαν
τελειώσει το διδασκαλείο και μετά οι δάσκαλοι απόφοιτοι εξατάξιου ή πεντατάξιου
γυμνασίου. Επειδή, όμως, υπήρχε έλλειψη δασκάλων αυτής της κατηγορίας
διορίζονταν ακόμα και άτομα που είχαν τελειώσει μερικές τάξεις του γυμνασίου.
Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που επιλέχθηκαν άτομα που είχαν ως μοναδικό τυπικό
προσόν το απολυτήριο του δημοτικού σχολείου και ήταν οι «υποδιδάσκαλοι»[16].
Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης σημαντικός αριθμός εκπαιδευτικών, ειδικά
Δωδεκανησίων, επαναπατρίστηκε τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Είναι
φανερό το πρόβλημα της χαμηλής και ανεπαρκούς επιστημονικής κατάρτισης που
είχαν οι δάσκαλοι, για αυτόν ακριβώς το λόγο οργανώθηκε το καλοκαίρι του 1946
και λειτούργησε το «Φροντιστήριο Μετεκπαιδεύσεως Δημοδιδασκάλων». Το
φροντιστήριο λειτούργησε στο κτίριο της Αμαραντείου Σχολής και το παρακολούθησαν
δάσκαλοι που είχαν κατώτερους τίτλους σπουδών, όπως το απολυτήριο του
δημοτικού. Διδάσκονταν πέντε μαθήματα: Ειδική Διδακτική, Νεοελληνική
Λογοτεχνία, Γεωπονία, Φυσική Αγωγή και Υγιεινή. Βλέπουμε μέσα σε δύο χρόνια
πόσο μεγάλες αλλαγές συντελέστηκαν. Ενώ το έτος 1944-1945 είχαμε «κρυφά
σχολεία» (κατηχητικά) την αμέσως επόμενη χρονιά χορηγούνται ήδη τίτλοι
μετεκπαίδευσης Ελλήνων δασκάλων.
Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΑ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ
1947-1950
H περίοδος 1947-1950, μια περίοδος μόλις τριών ετών,
είναι για πολλούς λόγους μια ξεχωριστή και μοναδική κυριολεκτικά ιστορική
περίοδος για τα Δωδεκάνησα. Τα Δωδεκάνησα ενώνονται με την Ελλάδα. Στο
προηγούμενο διάστημα αρκετοί κατακτητές «πέρασαν» από τα νησιά, όμως ο στόχος
των Ελλήνων της Δωδεκανήσου παρέμενε ο ίδιος: η ενσωμάτωση με την υπόλοιπη
Ελλάδα. Ο πόθος αυτός γίνεται πραγματικότητα την περίοδο αυτή.
Το χρονικό αυτό
διάστημα στο χώρο της εκπαίδευσης υπάρχει αναταραχή και αυτό είναι φυσιολογικό
γιατί συντελούνται μεγάλες αλλαγές. Οι
Άγγλοι, τελευταίοι κάτοχοι των νησιών, αναχωρούν οριστικά και η Παιδεία
είναι πλέον υπόθεση του Ελληνικού κράτους. Ενός Ελληνικού κράτους που την
περίοδο εκείνη σπαράζεται από τον εμφύλιο πόλεμο που προκάλεσε ανυπολόγιστες
καταστροφές σ’ όλους τους τομείς
(κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό).
Στο κεφάλαιο αυτό, μετά από μια σύντομη αναφορά στο
ιστορικό πλαίσιο αυτής της τριετίας, θα παραθέσουμε τα σημαντικότερα γεγονότα
της περιόδου και κάποια από αυτά θα τα αναλύσουμε διεξοδικότερα.
Η δεύτερη ενότητα του κεφαλαίου αφορά αποκλειστικά σε εκπαιδευτικά
ζητήματα και είναι βασισμένη στην έρευνα που πραγματοποιήσαμε στα Γενικά Αρχεία
του Κράτους (παράρτημα Δωδεκανήσου), στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Ρόδου, στο
αρχείο της εφημερίδας «Ροδιακή» και στην «Εφημερίδα Στρατιωτικής Διοίκησης
Δωδεκανήσου». Εδώ παρουσιάζονται και οι σχετικές και πιο σημαντικές αποφάσεις
του Στρατιωτικού διοικητή την περίοδο 1947-1948.
Στην τρίτη ενότητα γίνεται αναφορά σε μια πιο
ολοκληρωμένη και γενική εικόνα της εκπαίδευσης στο Δωδεκανησιακό χώρο. Αυτό
επιδιώκεται μέσω της έκθεσης του Γενικού Επιθεωρητού Στοιχειώδους και Μέσης
Εκπαίδευσης Δωδεκανήσου. Πρέπει να αναφέρουμε εδώ ότι ο γενικός Επιθεωρητής
αποτιμά στην αναφορά του, το έτος 1948-1949, τη δεύτερη ουσιαστική χρονιά μετά
την απελευθέρωση και το δεύτερο σχολικό
έτος όπου τα σχολεία της Δωδεκανήσου ανήκουν πλέον στο Ελληνικό Υπουργείο Παιδείας.
Η τέταρτη ενότητα του κεφαλαίου έχει το χαρακτήρα της
συνολικότερης αποτίμησης της περιόδου. Έπειτα από μελέτη της σχετικής
βιβλιογραφίας θα αναφερθούμε στα προβλήματα της εκπαίδευσης στα Δωδεκάνησα,
στις λύσεις που εφαρμόστηκαν, στις ιδιαιτερότητες που υπήρχαν και πώς
ξεπεράστηκαν και σε τι κατάσταση βρισκόταν η παιδεία το 1950, την τρίτη δηλαδή
χρονιά μετά την ενσωμάτωση.
Η τελευταία ενότητα του κεφαλαίου αναφέρεται στην Παιδαγωγική
Ακαδημία Ρόδου. Πρόκειται για το πρώτο, ανώτερο, εκπαιδευτικό ίδρυμα στα
Δωδεκάνησα και διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο, για αρκετές δεκαετίες, στα
εκπαιδευτικά ζητήματα της περιοχής.
Πριν από την επίσημη και καθιερωμένη ημερομηνία της
ενσωμάτωσης, την 7η Μαρτίου
του 1948, είχαν προηγηθεί και άλλες ημερομηνίες που συνδέονται με γεγονότα και
αποφάσεις που είχαν ως οριστική τους κατάληξη την ημερομηνία αυτή. Υπήρχε ένα
σημαντικό παρασκήνιο στη διεθνή πολιτική σκηνή που κατέληξε στο πολυπόθητο για
τους Δωδεκανήσιους αποτέλεσμα.
Στις 27 Ιουνίου 1946 το Συμβούλιο των τεσσάρων
Υπουργών Εξωτερικών πήρε απόφαση να παραχωρηθεί αποστρατικοποιημένη η
Δωδεκάνησος στην Ελλάδα. Το Σχέδιο εγκρίθηκε στη διάσκεψη της ειρήνης στο
Παρίσι, κυρώθηκε από τις τέσσερις δυνάμεις στην Νέα Υόρκη και έπειτα από 90
μέρες θα γινόταν η προσάρτηση στην Ελλάδα[17].
Βέβαια η προσάρτηση των νησιών δεν έγινε στους επόμενους τρεις μήνες αλλά
αρκετούς μήνες αργότερα. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι αγγλικές αρχές κατοχής
έδωσαν την άδεια να υψωθεί η Ελληνική σημαία στο Δημαρχείο της Ρόδου από τις 16
Ιουλίου 1946.
Στις 16 Οκτωβρίου η «Επιτροπή Εξουσιοδοτήσεων» της
Ελληνικής Βουλής επικύρωσε την συνθήκη ειρήνης με την Ιταλία, που είχε
προηγουμένως επικυρωθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις[18].
Στις 2 Φεβρουαρίου 1947 υπογράφτηκε η συνθήκη
ειρήνης μεταξύ της Ιταλίας και
των Συμμάχων. Το 14ο άρθρο της συνθήκης αυτής αναφέρει: «Η Ιταλία εκχωρεί
εις την Ελλάδαν εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου, Αστυπάλαιαν,
Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον, Κάσον, Τήλον, Νίσυρον, Κάλυμνον, Λέρον, Πάτμον, Σύμην,
Κω και Καστελλόριζον ως και τις παρακείμενας νησίδας»[19].
Για να πραγματοποιηθεί η οριστική ένταξη έπρεπε να μελετηθούν η αναπροσαρμογή
της νομοθεσίας, η αλλαγή του νομίσματος και η παιδεία. Στις 31 Μαρτίου 1947
αρχίζει η δεύτερη φάση παράδοσης της εξουσίας από τους Άγγλους στην Ελληνική
Στρατιωτική διοίκηση. Από τις 29 Μαρτίου είχε φτάσει στη Ρόδο ο αντιναύαρχος
Περικλής Ιωαννίδης. Στις 30 Μαρτίου αποβιβάστηκαν στη Ρόδο 400 χωροφύλακες για
να αναλάβουν την τήρηση της τάξης. Το μεσημέρι της 31ης Μαρτίου ο
ναύαρχος Ιωαννίδης παραλαμβάνει την στρατιωτική διοίκηση της Δωδεκανήσου και
έστειλε τηλεγράφημα στο βασιλιά και στην κυβέρνηση ότι ανέλαβε την εξουσία.
Στις 18 Ιουνίου 1947 δημοσιεύεται στην εφημερίδα της
στρατιωτικής διοικήσεως Δωδεκανήσου η διαίρεση του νομού Δωδεκανήσου σε
τέσσερις επαρχίες Ρόδου, Καλύμνου, Καρπάθου και Κω[20],
ενώ στις 9 Ιανουαρίου 1948 δημοσιεύεται στην εφημερίδα της κυβερνήσεως ο νόμος
518/48 «περί προσαρτήσεως της Δωδεκανήσου εις την Ελλάδα», ο οποίος αναφέρει
ότι τα νησιά και οι παρακείμενες νησίδες είναι προσαρτημένες στο ελληνικό
κράτος από την 28η Οκτωβρίου 1947.
Η τρίτη φάση, περιλαμβάνει τις γιορτές για την επίσημη
προσάρτηση και την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου. Η Ελληνική Κυβέρνηση καθόρισε
την 7η Μαρτίου να γίνει η τυπική Ενσωμάτωση με την Ελλάδα με την
παρουσία των βασιλέων και των κυβερνητικών μελών. Ο βασιλιάς Παύλος, η
βασίλισσα Φρειδερίκη, συνοδευόμενοι από υπουργούς, τον αρχηγό του στόλου και
άλλους επισήμους με το αντιτορπιλικό «Θεμιστοκλής» έφτασαν στη Ρόδο και η
αποβίβαση τους έγινε μπροστά στον Ευαγγελισμό. Πραγματοποιήθηκε η τελετή
ενσωμάτωσης και ο βασιλιάς απηύθυνε διάγγελμα στο λαό. Η περίοδος της
στρατιωτικής διοίκησης έληξε στις 5 Μαίου 1948 όταν ορκίσθηκε Γενικός
Διευθυντής Δωδεκανήσου, ο καταγόμενος από την Κάσο παλαίμαχος Δωδεκανήσιος
αγωνιστής, ο Νικόλαος Μαυρής[21].
Η λειτουργία των ελληνικών νόμων αρχίζει να εμφανίζεται με μια σειρά
προκηρύξεων σύμφωνα με τις τοπικές συνθήκες.
Στην ενότητα αυτή παρουσιάζεται και θα αναλύεται το
υλικό που είχαμε στη διάθεσή μας και που αναφέρεται σε εκπαιδευτικά ζητήματα
της περιοχής. Υπάρχει αρχείο με τις αποφάσεις του στρατιωτικού διοικητή ένα
μέρος του οποίου βρίσκεται στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Ρόδου και ένα μέρος στην
υπηρεσία των Αρχείων του κράτους στο παράρτημα Δωδεκανήσου. Μελετήσαμε και
παραθέτουμε τις σχετικές με το θέμα μας προκηρύξεις του διοικητή. Η πρώτη,
χρονολογικά, προκήρυξη είναι η 51η, η οποία δημοσιεύτηκε στις
31 Ιουλίου 1947 στην Εφημερίδα της
στρατιωτικής διοικήσεως Δωδεκανήσου και έχει τίτλο: «Περί επεκτάσεως του νόμου
5019 (1931) εις τα σχολεία της μέσης και δημοτικής εκπαιδεύσεως της Δωδεκανήσου
και καταργήσεως των μέχρι την 31 Μαρτίου 1947 διαχειριζόμενων τα της
εκπαιδεύσεως σχολικών εφορειών[22]
(Παράρτημα 1).
Όπως αναφέρεται στο πρώτο άρθρο της προκήρυξης «αι διατάξεις
του νόμου 5019 (1931) περί ιδρύσεως σχολικών ταμείων και σχολικών εφορειών
επεκτείνονται εις τα σχολεία της Δωδεκανήσου». Γίνεται κατανοητό ότι επρόκειτο
για έναν νόμο που ίσχυε στην υπόλοιπη Ελλάδα από το 1931 και μετά από δέκα έξι
χρόνια αρχίζει να εφαρμόζεται και στα Δωδεκάνησα. Στο άρθρο, στη δεύτερη
παράγραφο, αναφέρεται ότι οι σχολικές επιτροπές θα διορίζονται, θα εγκρίνονται
και θα ελέγχονται από τον στρατιωτικό
διοικητή ή από επιτροπή που θα έχει διοριστεί από εκείνον. Σχετικά με τις
δαπάνες των σχολικών εφορειών εάν η δαπάνη είναι από 50.000 δρχ. έως 1.000.000
δρχ. εγκρίνεται από τον Επιθεωρητή της μέσης ή δημοτικής εκπαίδευσης, ενώ για
ποσό άνω του 1.000.000 τότε εγκρίνεται από τον στρατιωτικό διοικητή[23]
(Παράρτημα 1). Η θητεία των επιτροπών λήγει στις 31 Αυγούστου 1949 και η
υποχρεωτική ετήσια εισφορά των μαθητών των σχολείων της μέσης εκπαίδευσης θα
καθοριστεί με απόφαση του στρατιωτικού διοικητή. Στο δεύτερο άρθρο της
προκήρυξης καταργούνται όλες οι σχολικές εφορείες που υπήρχαν και ήταν στην
αρμοδιότητα των μητροπόλεων, των δήμων, των κοινοτήτων. Στην τρίτη παράγραφο
του ίδιου άρθρου πληροφορούμαστε ότι σε διάστημα ενός μηνός θα πρέπει όλες οι
σχολικές εφορείες να υποβάλουν λεπτομερή κατάσταση της κινητής τους περιουσίας
(ρευστόν χρήμα, χρεώγραφα, επίπλα κ.τ.λ.)[24]
(Παράρτημα 2).
Τέλος στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου υποχρεώνονται
όλες οι σχολικές εφορείες να παραδώσουν τα αρχεία τους στους γενικούς
επιθεωρητές της εκπαίδευσης Δωδεκανήσου.
Η προκήρυξη 52 αναφέρεται, στα «περί καθορισμού του
μισθού των επιστατών κλπ. των σχολείων της μέσης και δημοτικής εκπαίδευσης, της
Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ρόδου και των δημοτικών σχολείων». Διαβάζοντας κάποιος
την προκήρυξη πληροφορείται ότι ο σχετικός νόμος ισχύει στην υπόλοιπη Ελλάδα
από το έτος 1913. Ο νόμος αναφέρει τη διαβάθμιση των επιστατών, των παιδονόμων,
των υπηρετών και των καθαριστριών και ο μισθός ορίζεται σε «100.000 δρχ. εάν
γνωρίζουν ανάγνωσιν και γραφήν, των δε λοιπών εκ δραχμών 90.000 δρχ[25]»
(Παράρτημα 2).
Η επόμενη προκήρυξη που αναφέρεται σε εκπαιδευτικά
θέματα είναι η 54η και έχει τίτλο «Περί απαλλαγής από των
εκπαιδευτικών τελών των μαθητών των σχολείων της μέσης και της δημοτικής
εκπαιδεύσεως και καθορισμού της υποχρεωτικής εισφοράς αυτών υπέρ των σχολικών
ταμείων»[26]
(Παράρτημα 3). Στο πρώτο άρθρο αναφέρεται ότι: «οι μαθηταί των πάσης φύσεως
σχολείων της μέσης εκπαιδεύσεως, οι σπουδασταί και οι μετεκπαιδευόμενοι
λειτουργοί της δημοτικής εκπαιδεύσεως, οι σπουδασταί της Πατμιάδας
Εκκλησιαστικής Σχολής και οι μαθηταί της ΣΤ’ τάξεως των δημοτικών σχολείων
απαλλάσσονται κατά το προσεχές σχολικόν έτος 1947/1948 των εκπαιδευτικών τελών,
των τίτλων σπουδών και των τελών εκπαιδευτικής πρόνοιας». Στο δεύτερο άρθρο
πληροφορούμαστε το ύψος των εισφορών το οποίο είναι: «οι μαθητές πάσης φύσεως
σχολείων μέσης εκπαιδεύσεως και των σπουδαστών της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και
της Πατμιάδος εκκλησιαστικής σχολής εκ δραχμ. 15.000, των δε μετεκπαιδευομένων
εν τη Παιδαγωγικήν Ακαδημίαν Ρόδου λειτουργών της δημοτικής εκπαιδεύσεως εις
δραχμάς 30.000, εισπράττεται δε εις τρεις ίσας δόσεις κατά Σεπτέμβριον,
Ιανουάριον και Απρίλιον»[27]
(Παράρτημα 3).
«Οι μαθηταί των πάσης φύσεως σχολείων της μέσης
εκπαιδεύσεως και οι σπουδασταί της Παιδαγωγικής Σχολής καταβάλλουν υποχρεωτικώς
υπέρ του σχολικού ταμείου του σχολείου, εν τω οποίω φοιτούν, κατά το σχολικόν
έτος 1948-1949 δραχμάς 5000 δι’ έκαστον εκδιδόμενον απολυτήριον, δραχμάς δε
3.000 δι’ έκαστον εκδιδόμενον ενδεικτικόν και αποδεικτικόν σπουδών», αναφέρεται
στη δεύτερη παράγραφο του 2ου άρθρου. Στην πέμπτη παράγραφο του ίδιου
άρθρου αναφέρεται ότι «οι μαθηταί των δημοτικών σχολείων καταβάλλουν
υποχρεωτικώς δι’ έκαστον εκδιδομένον ενδεικτικόν ή αποδεικτικόν σπουδών οι της
α΄ και β΄ τάξεως δρ. 500, οι της γ΄, δ΄ και ε΄ τάξεως δραχμ. 1.000, δι’ έκαστον
δε εκδιδόμενον απολυτήριον οι της Στ΄τάξεως δρχ. 2.000»[28]
(Παράρτημα 3). Στο τρίτο άρθρο και στην πρώτη παράγραφο αναφέρεται ότι
«δύνανται να απαλλαγούν κατ’ απόφασιν του συλλόγου των διδασκόντων εν εκάστω
σχολείω οι μαθηταί των πάσης φύσεως σχολείων της μέσης εκπαιδεύσεως και οι σπουδασταί
της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ρόδου και της Πατμιάδος εκκλησιαστικής σχολής εν
αναλογία μέχρις 20% επί του σχολικού αριθμού των μαθητών εκάστης τάξεως»[29]
(Παράρτημα 4). Προτιμώνται οι μαθητές οι οποίοι έχουν βαθμό προαγωγής
δεκατέσσερα και άνω καθώς και όσα παιδιά οι γονείς τους υπέστησαν ζημιά
οποιουδήποτε είδους κατά την «πρόσφατον εθνικήν περιπέτειαν». Ακόμη
απαλλάσσονται «σε ποσοστό 10% μαθηταί των δημοτικών σχολείων αποδεδειγμένως
άποροι, επιμελείς και χρηστοί το ήθος».
Η προκήρυξη 58 της 28ης Αυγούστου 1947 έχει
τίτλο: «περί διαβαθμίσεως και προσαυξήσεως του μισθού των μέχρι την 31 Μαρτίου
1947 εν τη υπηρεσία των σχολικών εφορειών λειτουργών της μέσης εκπαιδεύσεως».
Πρόκειται για μια αρκετά σημαντική προκήρυξη η οποία αναφέρει τα εξής: «Οι λειτουργοί
της μέσης εκπαιδεύσεως οι διατελέσαντες μέχρι της 31 Μαρτίου 1947 εν τη
υπηρεσία των μητροπόλεων, των δήμων, των κοινοτήτων, των δημογεροντιών της
κεντρικής εκπαιδευτικής επιτροπής Ρόδου και των πάσης φύσεως σχολικών εφορειών
και διατηρηθέντες υφ’ υμών εις τας θέσεις της καθ’ ης και οι διορισθέντες μετά
την 1 Απριλίου 1947 και οι διορισθησόμενοι εφεξής υφ’ υμών διαβαθμίζονται από 1ης
Σεπτεμβρίου 1947 ως ακολούθως»[30]
(Παράρτημα 4).
Αναφέρει κατόπιν τις εξής παρακάτω διαβαθμίσεις: Όσοι
ήταν γυμνασιάρχες στα σχολεία της μητρόπολης των δήμων και των δημογεροντιών
έχουν τον βαθμόν του διευθυντή β΄ τάξης, όσοι είναι πτυχιούχοι Ελληνικού ή
Ξένου Πανεπιστημίου ή της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης διαβαθμίζονται ως εξής:
όσοι έχουν δύο χρόνια προϋπηρεσία έχουν το βαθμό και μισθό γραμματέα α΄ τάξης.
Όσοι έχουν υπηρεσία μέχρι 7 χρόνια παίρνουν το βαθμό και το μισθό του
εισηγητού. Όσοι έχουν μέχρι 12 χρόνια υπηρεσία παίρνουν μισθό και βαθμό
τμηματάρχου β΄ τάξης και όσοι έχουν 13 χρόνια και παραπάνω παίρνουν το βαθμό και
μισθό τμηματάρχη α΄ τάξης. Όσοι έχουν απολυτήριο ελληνικού Γυμνασίου εάν έχουν
υπηρεσίαν μέχρι δώδεκα χρόνια διορίζονται ως δάσκαλοι με βαθμό και μισθό
ακολούθου, εάν έχουν υπηρεσία μέχρι είκοσι δύο έτη με μισθό και βαθμό γραμματέα
β’ τάξης και όσοι έχουν από είκοσι τρία χρόνια και άνω με βαθμό και μισθό
γραμματέα α΄ τάξης.[31]
(Παράρτημα 5). Ιδιαίτερα σημαντική είναι η παράγραφος 3 του άρθρου 2 η οποία
αναφέρει: «Ο χρόνος της αργίας των ελληνικών σχολείων κατά τα έτη 1937 – 1943
ένεκα της απαγορεύσεως της λειτουργίας των υπό των ιταλικών αρχών υπολογίζεται
δια την διαβάθμισιν των λειτουργών της μέσης εκπαιδεύσεως εις τρία πλήρη έτη,
εφ’ όσον οι λειτουργοί της μέσης εκπαιδεύσεως διετέλουν εις την υπηρεσίαν των
μητροπόλεων, των δήμων των κοινοτήτων και των πάσης φύσεως σχολικών εφορειών
κατά την απαγόρευσιν της λειτουργίας των ελληνικών σχολείων υπό των ιταλικών
αρχών». Ιδιαίτερη σημασία έχει και στο άρθρο 3, η τρίτη παράγραφος, στην οποία
αναφέρεται ότι: «ο χρόνος αργίας των ελληνικών σχολείων ένεκα της απαγορεύσεως
των ιταλικών αρχών κατά τα έτη 1937-1943 υπολογίζεται εις το άρτιον διά την
κατά το εδ. 1 του παρόντος άρθρου προσαύξησιν του μισθού λόγω πολυετούς
υπηρεσίας»[32] (Παράρτημα 6). Στη
συνέχεια αναφέρονται τα πιστοποιητικά που πρέπει να προσκομίσουν οι ενδιαφερόμενοι
για να αναγνωριστεί η προϋπηρεσία τους.
Η επόμενη προκήρυξη που αναλύσαμε είναι η προκήρυξη 68
«περί ιδρύσεως εποπτικών συμβουλίων της μέσης και δημοτικής εκπαιδεύσεως εν
Δωδεκανήσω και του τρόπου της συνθέσεως αυτών». Ο στρατιωτικός διοικητής
Δωδεκανήσου αντιναύαρχος Περικλής Ιωαννίδης αποφασίζει την «ίδρυση εποπτικού
συμβουλίου της μέσης εκπαίδευσης παρά τω γενικώ επιθεωρητώ της εκπαιδεύσεως και
ανά εν Εποπτικόν Συμβούλιον της δημοτικής εκπαιδεύσεως παρά τω επιθεωρητή των
δημοτικών σχολείων Ρόδου και Κω»[33]
(Παράρτημα 7).
Η σύνθεση των εποπτικών συμβουλίων, αναφέρεται στο
δεύτερο άρθρο, στην πρώτη του παράγραφο
και πληροφορούμαστε ότι «το εποπτικόν συμβούλιον μέσης εκπαίδευσης αποτελείται
από το γενικό επιθεωρητή της εκπαίδευσης, έναν εφέτη του Εφετείου Ρόδου και ένα
διευθυντή σχολείου μέσης εκπαίδευσης». Τα εποπτικά συμβούλια της δημοτικής
εκπαίδευσης Ρόδου και Κω, από τον επιθεωρητή της δημοτικής εκπαίδευσης, από
έναν Πρωτοδίκη της Ρόδου και της Κω και από έναν διευθυντή σχολείου μέσης εκπαίδευσης
Ρόδου και Κω. Στα σχολεία μέσης εκπαίδευσης συμπεριλαμβάνεται η Παιδαγωγική
Ακαδημία Ρόδου[34] (Παράρτημα 8).
Η προκήρυξη 73 αναφέρεται «περί της δικαιοδοσίας των
εποπτικών συμβουλίων της μέσης και της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως της
Δωδεκανήσου» και το κυριότερο σημείο της είναι ότι τα «εποπτικά συμβούλια της
μέσης και της δημοτικής εκπαιδεύσεως καθώς και ο γενικός επιθεωρητής της
εκπαιδεύσεως και οι επιθεωρηταί της δημοτικής εκπαιδεύσεως της Δωδεκανήσου
έχουν την δικαιοδοσίαν την ανήκουσαν εις τα εποπτικά συμβούλια της μέσης και
της δημοτικής εκπαιδεύσεως και τους γενικούς επιθεωρητάς της εκπαιδεύσεως και
τους επιθεωρητάς της δημοτικής εκπαιδεύσεως κατά την ελληνικήν νομοθεσίαν»[35]
(Παράρτημα 9). Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η προκήρυξη 75, η οποία έχει τίτλο:
«περί του τρόπου λειτουργίας των σχολείων, εις α φοιτούν μουσουλμανόπαιδες».
Στο πρώτο άρθρο της προκήρυξης αναφέρεται ότι οι ισχύουσες «δια τα ελληνικά
σχολεία διατάξεις περί ιδρύσεως, καταργήσεως, συγχωνεύσεως, διαιρέσεως,
προαγωγής και υποβιβασμού δημοτικών σχολείων, περί των ωρών διδασκαλίας, περί
εγγραφών, εξετάσεων, περί υποχρεωτικής φοιτήσεως κλπ. εφαρμόζονται επί του
παρόντος και εις τα δημοτικά σχολεία της Δωδεκανήσου, εις α φοιτούν
μουσουλμανόπαιδες[36]» (Παράρτημα 10). Στη
δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου πληροφορούμαστε ότι τα μουσουλμανικά σχολεία
έχουν τις ίδιες αργίες με τα υπόλοιπα σχολεία και επί πλέον τις μεγάλες
μωαμεθανικές γιορτές. Έχουμε πολύ σημαντικές πληροφορίες για το πώς διορίζονται
οι δάσκαλοι στα σχολεία αυτά. Συγκεκριμένα στο δεύτερο άρθρο αναφέρεται ότι:
«Μουσουλμάνοι διδάσκαλοι διορίζονται εις τα σχολεία εις α φοιτούν
μουσουλμανόπαιδες, δι’ αποφάσεως μου κατά πρότασιν του οικείου Μουφτή ή του
αναπληρωτού του, οι έχοντες τουλάχιστον ενδεικτικόν τάξεως τίνος τουρκικού
γυμνασίου και την δωδεκανησιακήν υπηκοότητα». Αναφέρεται ακόμη ότι κατά το
πρώτο στάδιο εφαρμογής μπορούν να διοριστούν ακόμα και αυτοί που δεν έχουν
τελειώσει κάποια τάξη του Τουρκικού γυμνασίου αν έχουν κάποια χρόνια
προϋπηρεσίας.
Στη δεύτερη παράγραφο πληροφορούμαστε για τους μισθούς
των μουσουλμάνων δασκάλων. Αναφέρεται ότι όσοι έχουν απολυτήριο τουρκικού
δημοτικού σχολείου ή ενδεικτικό πρώτης τάξης τουρκικού γυμνασίου αμείβονται με
100.000 δρχ. το μήνα, όσοι έχουν ενδεικτικό δευτέρας τάξης τουρκικού γυμνασίου με
120.000 δρχ. το μήνα και τέλος όσοι έχουν απολυτήριο τουρκικού γυμνασίου ή
διδασκαλείου με 150.000 δρχ. το μήνα[37]
(Παράρτημα 10). Μπορούν να παίρνουν οι μουσουλμάνοι δάσκαλοι ένα επίδομα 20%
επί του βασικού μηνιαίου μισθού.
Στην τρίτη παράγραφο αναφέρεται «ότι οι μουσουλμάνοι
δάσκαλοι διδάσκουν υποχρεωτικώς καθ’εβδομάδα όσαις ώρας και οι Έλληνες
διδάσκαλοι, διέπονται δε ως προς την μετάθεσιν, την απόλυσιν, τας ποινάς
κ.λ.π., υπό των αυτών διατάξεων, υπό των οποίων και οι Έλληνες διδάσκαλοι».
Τέλος, στο τρίτο άρθρο αναφέρεται ότι από το επόμενο
σχολικό έτος θα διδάσκονται υποχρεωτικά στα σχολεία στα οποία φοιτούν
μουσουλμάνοι, εκτός από την Τουρκική και μαθήματα στην Ελληνική γλώσσα από
Έλληνες δασκάλους. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1947 ο αντιναύαρχος ανακοινώνει την υπ’
αριθμό 35133 απόφαση η οποία αφορά τις μεταθέσεις δασκάλων. Στην απόφαση[38]
(Παράρτημα 11) αναφέρονται αναλυτικά τα ονόματα των δασκάλων οι οποίοι
μετατίθενται. Είναι δάσκαλοι οι οποίοι υπηρετούν στην περιφέρεια της Κω και για
αυτό οι μεταθέσεις αναφέρονται στην Κω, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο, Νίσυρο. Συνολικά
34 δάσκαλοι μετατίθενται και 16 παίρνουν απόσπαση. Με την απόφαση 35.132, 19
Σεπτεμβρίου 1947, πληροφορούμεθα πώς διαιρούνται και διαβαθμίζονται τα σχολεία
της περιφέρειας Κω ανάλογα με τον αριθμό των μαθητών. Η απόφαση[39]
(Παράρτημα 12) παρουσιάζει αναλυτικά την οργανικότητα του σχολείου (π.χ.
εξαθέσιο, διθέσιο κ.λ.π.) και αναφέρεται
σε όλα τα νησιά του Βορείου συγκροτήματος της Δωδεκανήσου.
Επίσης, σημαντική είναι και η απόφαση με αριθμό
πρωτοκόλου 36.894 στις 7 Οκτωβρίου 1947 με
τίτλο: «Περί αποκτήσεως τίτλου σπουδών Ελληνικών σχολείων Δημοτικής
Εκπαιδεύσεως». Αναφέρεται στις ειδικές συνθήκες που υπήρχαν στην περιοχή και
στο γεγονός ότι από το 1937 έκλεισαν τα σχολεία και για αυτό ο στρατιωτικός
διοικητής αποφασίζει: «Πάντες οι ενδιαφερόμενοι δια την απόκτησιν τίτλων
σπουδών Ελληνικών σχολείων Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, υπερβάντες δε την κανονικήν
δια το σχολείον ηλικία ή φοιτήσαντες εις Ιταλικά σχολεία δύνανται εντός του
Οκτωβρίου να υποστώσει κατατακτήρια εξέτασιν εις τα Ελληνικά σχολεία
Δωδεκανήσου βάσει τίτλου ή υπευθύνου δηλώσεως των περί της μέχρι νυν μαθητικής
των καταστάσεως ενώπιον πενταμελούς επιτροπής κατακτηρίων εξετάσεων,
καταρτιζομένης υπό του Γενικού Επιθεωρητού της Εκπαιδεύσεως υπό την προεδρίαν
του, εις ον υποβάλλονται και οι αιτήσεις των υποψηφίων»[40]
(Παράρτημα 13).
Η προκήρυξη 101 σχετίζεται με κάποιες τροποποιήσεις
των διατάξεων των προηγούμενων προκηρύξεων 57 και 58 οι οποίες ήταν σχετικές με
τη διαβάθμιση των λειτουργών της μέσης και δημοτικής εκπαιδεύσεως. Αποτελεί μια
προκήρυξη διοικητικού χαρακτήρα και είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι 30
εκπαιδευτικοί και από τις δύο περιφέρειες μπορούν να προαχθούν στο βαθμό του
τμηματάρχου α΄ αρκεί να έχουν 20 χρόνια προϋπηρεσίας και να προταθούν από το
Γενικό Επιθεωρητή[41] (Παράρτημα 14). Αναφέρει
ακόμα η προκήρυξη μερικές περιπτώσεις διαφορετικής διαβάθμισης εκπαιδευτικών
για ειδικούς λόγους.
Η επόμενη απόφαση του στρατιωτικού διοικητή σχετίζεται
με διορισμούς δασκάλων και σε διορισμούς καθαριστριών και κλητήρων σε σχολεία
της περιοχής. Σημειώνεται ότι ο μισθός της καθαρίστριας είναι 150.000 δραχμές
μηνιαίως[42]
(Παράρτημα 15). Ακόμα αναφέρονται μερικές περιπτώσεις δασκάλων οι οποίοι
μετατάσσονται γιατί από λάθος τοποθετήθηκαν σε άλλη κατηγορία από αυτή που
ανήκουν κανονικά. Η τελευταία προκήρυξη, είναι η 106 με τίτλο: «Περί
απαγορεύσεως διορισμού εκπαιδευτικών εν γένει μη εχόντων προσόντα Ελληνικής
Νομοθεσίας και περί συμπληρώσεως της υπ’αριθμ. 57/1947 προκηρύξεως»[43]
(Παράρτημα 16). Στο άρθρο ένα αναφέρεται ότι απαγορεύεται ο διορισμός
λειτουργών Μέσης και Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως μη εχόντων τα απαιτούμενα
προσόντα. Στο 2ο άρθρο, όμως, σημειώνεται ότι «επιτρέπεται κατ’
εξαίρεσιν μέχρι τέλους Δεκεμβρίου 1947 η πρόσληψη 20 λειτουργών Δημοτικής
Εκπαιδεύσεως υπηρετησάντων εν Δωδεκανήσω υπό τους κατωτέρω όρους και
προϋποθέσεις». Στη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου αναφέρεται ότι «των
ανωτέρω ο διορισμός γίνεται μόνο εφ’ όσον η απομάκρυνσις των προ της 31ης
Μαρτίου 194 δεν οφείλεται εις ασυμβίβαστον προς το επάγγελμα του διδασκάλου
διαγωγήν συνισταμένη εις εθνικήν αναξιότητα ή έλλειψιν ηθικής ικανότητας ή εις
επαγγελματικήν ανεπάρκειαν». Παρατηρούμε ότι υπάρχει ένα πνεύμα πρόνοιας και
δικαιοσύνης για τους δασκάλους που εκδιώχθηκαν για εθνικούς λόγους την περίοδο
των κατακτητών και κυρίως της Ιταλοκρατίας.
Στη συνέχεια της ενότητας θα ασχοληθούμε με
δημοσιεύματα της εφημερίδας «Ροδιακή» της περιόδου 30-3-1948 έως 31-12-1948. Η
εφημερίδα «Ροδιακή» είναι μια από τις παλαιότερες επαρχιακές εφημερίδες και
κυκλοφορούσε στη Ρόδο την εποχή της Ιταλοκρατίας μέχρι που απαγορεύτηκε η
κυκλοφορία της από τους Ιταλούς.
Επανακυκλοφόρησε στις 30 Μαρτίου 1948 και όλα τα φύλλα της πρώτης
χρονιάς επανακυκλοφορίας τα αναλύσαμε και συνολικά βρήκαμε 44 δημοσιεύματα που
είναι σχετικά με την εκπαίδευση. Στην ενότητα αυτή θα παρουσιάσουμε τρία
δημοσιεύματα που αναφέρονται γενικά στην εκπαίδευση.
Το πρώτο δημοσίευμα είναι στις 26 Ιουλίου 1948 και
έχει τίτλο: «Παιδαγωγικόν Φροντιστήριον»[44]
(Παράρτημα 17). Αναφέρει το δημοσίευμα
ότι ήδη λειτουργεί στους χώρους της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Παιδαγωγικόν
Φροντιστήριον. Καλούνται, λοιπόν, οι υπερήλικες δάσκαλοι της Ρόδου αλλά και των
άλλων νησιών, οι οποίοι έχουν ηλικία μεταξύ 40-50 ετών να το παρακολουθήσουν.
Αναφέρεται ότι διδάσκουν σ’ αυτό οι καθηγητές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και
ότι το φροντιστήριο θα λειτουργήσει μέχρι τέλος Αυγούστου. Το δεύτερο
δημοσίευμα είναι αρκετά σημαντικό. Έχει τίτλο «Εξετάσεις υπερηλίκων μαθητών»
και δημοσιεύτηκε στις 4 Οκτωβρίου 1948. Αναφέρει ότι, λόγω του ότι οι
Δωδεκανήσιοι είχαν ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας των σχολείων της περιοχής
τους τα έτη 1937-1943 με αποτέλεσμα άλλοι να διακόψουν τη φοίτηση και άλλοι να
κατέχουν τίτλους μη αναγνωρισμένους από το ελληνικό κράτος, επιτρέπεται σ’
όσους είχαν υπερβεί το όριο ηλικίας και θέλουν να αποκτήσουν τίτλους σπουδών
ελληνικού σχολείου να δώσουν εξετάσεις μέχρι τέλος Δεκεμβρίου 1948. Αυτοί θα
πρέπει να υποβάλλουν αίτηση, επισυνάπτοντας τον τίτλο σπουδών που έχουν, μια
υπεύθυνη δήλωση σχετικά με τη μαθητική τους κατάσταση και να πληρώσουν 30.000
δρχ. για εξέταστρα[45]
(Παράρτημα 18).
Το τελευταίο
δημοσίευμα είναι στις 30-12-1948 και έχει τίτλο: «Διανομή Δεμάτων εις τους
μαθητάς των σχολείων». Το άρθρο αναφέρει ότι με την ευκαιρία της γιορτής της
Πρωτοχρονιάς, η Γενική Διοίκηση θα μοιράσει στους μαθητές Πρωτοχρονιάτικα
γλυκά, γραφική ύλη, τετράδια, μολυβδοκόνδυλα, πέννες. Το άρθρο τελειώνει
σημειώνοντας ότι και οι πέντε έπαρχοι Δωδεκανήσου θα παραθέσουν γεύμα την
παραμονή της πρωτοχρονιάς και θα καλέσουν τους αριστούχους μαθητές, άριστους
και στις επιδόσεις και στο ήθος, έναν από κάθε σχολείο[46]
(Παράρτημα 19).
Αξίζει να αναφέρουμε απλώς τους τίτλους μερικών
δημοσιευμάτων σχετικά με την εκπαίδευση το έτος 1948. Υπήρχαν άρθρα με τίτλο όπως:
Γεωργικόν Σχολείον Καλαμώνας Ρόδου (5/6/48), Γυμναστικαί επιδείξεις (19/6/48),
Βενετόκλειον Γυμνάσιον (21/6/48), Η συνέλευσις του διδασκαλικού συλλόγου
(17/7/48), Ο υπουργός παιδείας εις την Ρόδον (9/8/48), Εκδρομαί μαθητών
(25/11/48), Νυκτερινή Σχολήν Εμπορίου και ξένων γλωσσών (7/12/48).
III. ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ ΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 1948-1949
Σ’ αυτή την
ενότητα μας απασχολεί η κατάσταση στην εκπαίδευση στα Δωδεκάνησα το σχολικό
έτος 1948-1949. Είχαμε την τύχη να έχουμε στη διάθεση για ανάλυση την ετήσια
έκθεση (απολογητικού χαρακτήρα) που έκανε ο τότε γενικός Επιθεωρητής
Εκπαίδευσης Δωδεκανήσου Δημήτριος Τσιλήρας. Ο κ. Τσιλήρας είναι ο πρώτος
γενικός Επιθεωρητής μετά την ενσωμάτωση και είχε στην δικαιοδοσία του όλα τα
σχολεία του νομού Δωδεκανήσου, τόσο της μέσης όσο και της δημοτικής
εκπαίδευσης. Παρέμεινε στη θέση επί μια διετία και στο τέλος της θητείας
συνέγραψε ένα βιβλίο-απολογισμό για την κατάσταση της παιδείας στα Δωδεκάνησα
όσο και για το έργο του, τις εμπειρίες και τις προτάσεις του για το τι πρέπει
να γίνει προκειμένου να βελτιωθεί η δωδεκανησιακή παιδεία. Είχαμε τη δυνατότητα
να μελετήσουμε αναλυτικά το υλικό του βιβλίου. Το σημαντικότερο υλικό του
βιβλίου είναι οι πίνακες που περιέχει και που αναφέρουν συνολικά τα σχολεία τα
οποία λειτουργούσαν το σχολικό έτος 1948-1949 στη Δωδεκάνησο, την οργανικότητά
τους και φυσικά τον αριθμό των μαθητών. Ο Τσιλήρας κατανέμει τα σχολεία σε μέση
και δημοτική εκπαίδευση. Τα δημοτικά σχολεία τα κατανέμει ανά περιφέρειες, στην
περιφέρεια της Κω και στη περιφέρεια της Ρόδου. Στην περιφέρεια της Κω
έχουμε τα σχολεία της Κω, της Νισύρου,
της Καλύμνου, της Ψερίμου, της Τελένδου, της Λέρου, της Πάτμου, των Λειψών, του
Γαϊδουρονησίου, των Αρκιών και της Αστυπάλαιας. Συνολικά έχουμε τα σχολεία 11
νησιών. Στο σύνολό τους έχουμε 55 δημοτικά σχολεία, εκ των οποίων 21 στην Κω, 4
στη Νίσυρο, 13 στην Κάλυμνο, 1 στην Ψέριμο, στην Τέλενδο, στο Γαϊδουρονήσι,
στους Αρκιούς, 7 στη Λέρο, 3 στην Πάτμο και 2 στην Αστυπάλαια. (Πίνακας 1)
Συνολικά υπηρετούσαν στα σχολεία αυτά 219 δάσκαλοι
(Πίνακας 1 και 2). Υπήρχαν αρκετά, σχεδόν τα μισά, εξατάξια σχολεία, 23 στον
αριθμό. Υπήρχαν και 3 Μουσουλμανικά σχολεία στο νησί της Κω. Ένα από αυτά
βρισκόταν στην πόλη της Κω, ένα στην περιοχή Κερμετέ και ένα στο Πυλί. Στα σχολεία αυτά υπηρετούσαν 10 δάσκαλοι και
φοιτούσαν 225 μαθητές. Το σύνολο των μαθητών που φοιτούσαν στα σχολεία της
περιφέρειας Κω ήταν 8.141 μαθητές. Τα πιο μεγάλα σε πληθυσμό σχολεία είναι το
Α΄ δημοτικό σχολείο Κεφάλου με 342 μαθητές. Πρόκειται για ένα εξατάξιο σχολείο
και βλέπουμε ότι αντιστοιχούσαν 57 μαθητές σε κάθε δάσκαλο. Μεγάλα σχολεία
επίσης ήταν το Α΄ Πυλίου Κω με 320 μαθητές, το Γ΄ Καλύμνου με 308 μαθητές, το
Γ΄ Κω με 300 μαθητές, το Α΄ Λακείου
Λέρου με 301 μαθητές και το Α΄
Αστυπάλαιας με 334 μαθητές. Η τελευταία
παρατήρηση αφορά τους μαθητές που έχουν μερικά νησιά της άγονης
γραμμής της Δωδεκανήσου. Βλέπουμε για
παράδειγμα την Ψέριμο με 67 μαθητές, ενώ το σχολικό έτος 2003-2004 το σχολείο
της Ψερίμου είχε 2 μαθητές. Το Γαϊδουρανήσι είχε 41 μαθητές όταν τώρα δεν έχει
ούτε 15 μόνιμους κατοίκους. Το ίδιο ισχύει για τους Αρκιούς που τότε είχαν 17
μαθητές ενώ τώρα το σχολείο έχει μόνο ένα μαθητή και την προηγούμενη πενταετία
ήταν κλειστό λόγω ελλείψεως μαθητών.
Στην προσχολική αγωγή έχουμε μόλις 9 συνολικά νηπιαγωγεία
και μόνο σε τρία νησιά, της Κω, της Καλύμνου και της Λέρου. Από αυτά το ένα
είναι μουσουλμανικό με 20 μαθητές και το σύνολο των νηπίων είναι 393. Είναι όλα
μονοτάξια με μεγάλα τμήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Α΄ νηπιαγωγείο
Καλύμνου με 71 μαθητές.
Η περιφέρεια
της Ρόδου ( Πίνακας 3, 4 και 5) αποτελείται από τη Ρόδο, τη Χάλκη, την Τήλο,
την Κάρπαθο, την Κάσο, τη Σύμη και το Καστελόριζο. Η περιφέρεια έχει 98
δημοτικά σχολεία και σ’αυτά υπηρετούσαν 325 δάσκαλοι. Τα περισσότερα σχολεία
βρίσκονται στη Ρόδο 62, 6 σχολεία έχει η
Σύμη, 3 η Τήλος, 2 η Χάλκη, 11 η Κάρπαθος, 4 η Κάσος και 1 το
Καστελόριζο.
Στην περιφέρεια αυτή ανήκουν 9 μουσουλμανικά σχολεία
με 14 δασκάλους και 442 μαθητές. Το μεγαλύτερο μουσουλμανικό σχολείο ήταν της
Ρόδου, το οποίο ήταν εξατάξιο και φοιτούσαν σ’ αυτό 251 μαθητές. Όλα τα
υπόλοιπα μουσουλμανικά σχολεία είναι μονοτάξια και βρίσκονται στη Ρόδο
«μοιρασμένα» σ’ ολόκληρη την περιφέρεια του νησιού, από την Ιξιά και τα Σγούρου
μέχρι την Κατταβιά.
Σ’ όλα τα σχολεία της περιφέρειας αυτής υπηρετούσαν
408 δάσκαλοι και οι μαθητές ήταν συνολικά 11.063. Υπήρχαν πολλά εξατάξια και
πεντατάξια σχολεία και τα μεγαλύτερα από
αυτά ήταν το 1ο Δ.Σ. Πόλεως Ρόδου με 325 μαθητές, το 2ο
Δ.Σ. Πόλεως Ρόδου με 272 μαθητές, το 1ο Αρχαγγέλου με 254 μαθητές,
το Δ.Σ. Κρεμαστής με 246 μαθητές, το 1ο Δ.Σ. Τριαντών με 220
μαθητές. Χαρακτηριστικό είναι ότι και
πολύ μικρά χωριά εκείνης της εποχής έχουν σχολείο και μάλιστα μ’ αρκετούς
μαθητές. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν τα Προφύλια, μονοτάξιο με 25 μαθητές, η
Αρνίθα με 17 μαθητές κ.α. Από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις μείωσης
σχολικού πληθυσμού αποτελεί η περίπτωση της Μονολίθου όπου λειτουργούσε
τριτάξιο σχολείο με 70 μαθητές, ενώ σήμερα έχει κλείσει εδώ και χρόνια, η
Απολακκιά με τριτάξιο δημοτικό και 89 μαθητές, ενώ σήμερα δεν υπάρχει σχολείο
αλλά και οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού δεν είναι πάνω από 60. Το μεγαλύτερο
σχολείο από όλα της περιφέρειας είναι αυτό της Κατταβιάς με 104 μαθητές και ένα
μόνο δάσκαλο (Πίνακας 5).
Στην περιφέρεια
αυτή υπάρχουν μόλις 6 νηπιαγωγεία και η σχέση νηπιαγωγείων/δημοτικών σχολείων
είναι χειρότερη από την περιφέρεια της Κω. Έχουμε δυο διτάξια νηπιαγωγεία και
τέσσερα μονοτάξια. Ένα από τα νηπιαγωγεία είναι μουσουλμανικό και έχει δυναμικό
35 μαθητές (Πίνακας 6).
Στην έκθεση του ο κ. Τσιλήρας αναφέρει ότι στην
περιφέρεια λειτουργούν 10 νυχτερινά σχολεία των οποίων οι δαπάνες πληρώνονται
από τον προϋπολογισμό της Γενικής Διοικήσεως (η μετατροπή της Στρατιωτικής σε
Γενική Διοίκηση). Ο Τσιλήρας μας δίνει στοιχεία και για τη μέση εκπαίδευση μιας
και προϊστατο και στα σχολεία αυτής της
βαθμίδας. Τη σχολική χρονιά 1948-1949 λειτουργούσαν 8 πλήρη γυμνάσια. Το
Βενετόκλειο Γυμνάσιο (Ρόδος), το Καζούλειο Γυμνάσιο Θηλέων (Ρόδος), το Ιπποκράτειο
Γυμνάσιο (Κω), το Νικηφόρειο Γυμνάσιο Αρρένων (Κάλυμνος), το Γυμνάσιο Σύμης, το
Γυμνάσιο Λέρου και το Γυμνάσιο Καρπάθου. Ακόμα υπήρχε το Γυμνάσιο Γενναδίου με
δύο τάξεις. Τη χρονιά εκείνη υπήρχαν οι εμπορικές σχολές Ρόδου και Καλύμνου
(Πίνακας 6), η Πατμιάς Εκκλησιαστική Σχολή (τετρατάξια), η Αστική Γεωργική
Σχολή Ρόδου, η Οικοκυρική Σχολή Ρόδου και η Παιδαγωγική Ακαδημία Ρόδου. Οι
περισσότεροι μαθητές φοιτούσαν στο Βενετόκλειο Γυμνάσιο, στη Ρόδο, που είχε 600
μαθητές και αμέσως μετά ήταν το Ιπποκράτειο Γυμνάσιο στην Κω με 305 μαθητές. Συνολικά
φοιτούσαν 2.417 μαθητές. Λειτουργούσαν ακόμα δέκα νυκτερινά σχολεία τα οποία
βρίσκονταν στη Ρόδο, στην Κω, στην Κάσο, στην Κάλυμνο. Άλλα ήταν αρρένων και
δύο ήταν θηλέων, ενώ ένα από τα νυκτερινά σχολεία, η Τεχνική σχολή «Νηρέας»,
ήταν ιδιωτικό. Ο Τσιλήρας αναφέρει στην έκθεση του ότι πρέπει οι περιφέρειες να
γίνουν τρεις και όχι δύο που είναι τώρα, οι δάσκαλοι θα πρέπει να επιμορφωθούν
μιας «και οι πλείστοι αυτών δεν είναι
προσοντούχοι» και θα πρέπει να γίνονται συχνά σεμινάρια και συνέδρια για την
επιμόρφωση των δασκάλων. Θα πρέπει να γίνει πιο σωστή και δίκαιη κατανομή των
σχολείων επειδή τα σχολεία της περιφέρειας Ρόδου είναι διπλάσια της περιφέρειας
της Κω.
IV. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ – ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ – ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΑ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ
Σ’ αυτήν την τέταρτη ενότητα του κεφαλαίου αναφέρονται
τα προβλήματα, διοικητικά, οργανωτικά, στελέχωσης ή και κατάρτισης προσωπικού
που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η στρατιωτική και αργότερα η γενική διοίκηση
Δωδεκανήσου. Σχετικά με τα εκπαιδευτικά θέματα έχουμε το νόμο 518/9.1.1948 ο
οποίος δεν προσβλέπει καμιά αλλαγή ή καινοτομία σε σχέση με το τι συνέβαινε
στην υπόλοιπη Ελλάδα[47].
Την ίδια άποψη έχει και ο Βεργωτής, ο οποίος αναφέρει ότι «η άφιξη του βασιλιά
στις 7 Μαρτίου 1948 δεν έφερε κάτι το καινούργιο ούτε προώθησε τίποτα. Ο
χαρακτήρας της επίσκεψης ήταν εντελώς τυπικός»[48].
Ας δούμε συνοπτικά ποια ήταν τα κυριότερα προβλήματα
που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η στρατιωτική διοίκηση. Το πρόβλημα της
εκπαίδευσης σίγουρα αποτελούσε μια από τις πρώτες προτεραιότητες του ναυάρχου
Ιωαννίδη. Το πρώτο που έπρεπε να αντιμετωπίσει ήταν ο αναλφαβητισμός. Ήταν ένα
γενικό πρόβλημα. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, ιδρύθηκαν παντού νυχτερινά δημοτικά
σχολεία. Μόνο στην πόλη της Ρόδου, ιδρύθηκαν 32 νυχτερινά δημοτικά σχολεία.
Υπολογίζεται ότι σ’ όλα τα νυκτερινά σχολεία της Δωδεκανήσου φοίτησαν συνολικά
3.000 άνδρες και γυναίκες για να μάθουν ανάγνωση και γραφή.[49]
Η στελέχωση, ο εξοπλισμός και η λειτουργία αυτών των σχολείων, σε συνδυασμό με
τα αντίστοιχα πρωινά που αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα, επιτέλεσαν ένα
τεράστιο έργο.
Το δεύτερο πρόβλημα ήταν της στελέχωσης των δημοτικών
σχολείων με κατάλληλο διδακτικό προσωπικό. Υπήρχαν μερικά δεδομένα που η
στρατιωτική διοίκηση έπρεπε να λάβει υπόψη της. Τα δεδομένα αυτά ήταν ότι οι
δάσκαλοι που υπηρετούσαν μέχρι τις 31 Μαρτίου 1947 κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα, από
άποψη προσόντων. Άλλοι δάσκαλοι είχαν απολυτήριο διδασκαλείου, αλλά υπήρχαν και
άλλοι που είχαν απολυτήριο δημοτικού σχολείου. Υπήρχε λοιπόν μεγάλη
ανομοιογένεια και ανομοιομορφία στο εκπαιδευτικό σώμα. Μερικοί δάσκαλοι ήταν
ανεπαρκείς. Στα γυμνάσια δίδασκαν τραπεζικοί υπάλληλοι ή και ιδιώτες. Έπρεπε,
λοιπόν, η πολιτεία ή να απολύσει αυτούς τους εκπαιδευτικούς ή να φροντίσει με
σεμινάρια να βελτιώσει το μορφωτικό τους επίπεδο. Μετά την απελευθέρωση
μπορούσαν να διοριστούν στα σχολεία της Δωδεκανήσου δάσκαλοι από την υπόλοιπη
Ελλάδα, απόφοιτοι ελληνικών διδασκαλείων, ώστε να αντικαταστήσουν δασκάλους που
διέθεταν μόνο απολυτήριο δημοτικού σχολείου.
Σύμφωνα με το νόμο 615/1945 υπηρετούσαν ως δάσκαλοι οι
έχοντες τουλάχιστον απολυτήριο γυμνασίου[50].
Όμως, δεν θα ήταν καθόλου δίκαιο για τους Δωδεκανήσιους δασκάλους που είχαν
υπηρετήσει στα δύσκολα χρόνια των κατακτητών και οι περισσότεροι είχαν υποστεί
διώξεις, να απολυθούν. Θα έπρεπε να παραμείνουν βελτιώνοντας, όμως, το επίπεδο
των γνώσεών τους.
Οι δάσκαλοι που
ήδη υπηρετούσαν κατατάχθηκαν ανάλογα με τα προσόντα τους σε τέσσερις
κατηγορίες. Στην πρώτη, όσοι διέθεταν απολυτήριο ελληνικού διδασκαλείου ή
παιδαγωγικής ακαδημίας, στη δεύτερη όσοι διέθεταν απολυτήριο εξατάξιου ή
πεντατάξιου γυμνασίου, στην τρίτη όσοι είχαν τελειώσει μερικές τάξεις γυμνασίου
και τέλος στην τέταρτη όσοι είχαν απολυτήριο δημοτικού σχολείου. Το 1948
υπηρετούσαν σ’ όλα τα Δωδεκάνησα 381 δάσκαλοι. Από αυτούς 62 ανήκαν στην πρώτη
κατηγορία, οι 198 στη δεύτερη, οι 95 στην τρίτη και οι απόφοιτοι δημοτικού
σχολείου ήταν 26. Όπως σημειώνει ο Καλιοντζής, δεν μπορούμε να έχουμε πλήρη και
σαφή εικόνα της κατάστασης γιατί συνεχώς επιστρέφουν οι δάσκαλοι που είχαν
εξοριστεί[51]. Στις τέσσερις αυτές
κατηγορίες υπήρχαν και βαθμολογικές αλλά και μισθολογικές διαφορές. Όσοι
δάσκαλοι δεν είχαν απολυτήριο διδασκαλείου ή παιδαγωγικής ακαδημίας
χαρακτηρίζονταν «έκτακτοι» και δεν δικαιούνταν ορισμένα επιδόματα. Στην
τοποθέτησή τους λαμβάνονταν υπόψη σε ποια κατηγορία ανήκε ο καθένας ώστε να μην
συγκεντρωθούν δάσκαλοι της ίδιας μόνο κατηγορίας σ’ ένα σχολείο. Οι δάσκαλοι
της πρώτης κατηγορίας που αποτελούσαν το 16% του συνόλου των δασκάλων δεν
αντιμετώπισαν κανένα πρόβλημα. Οι δάσκαλοι που είχαν απολυτήριο γυμνασίου και
αποτελούσαν το 52% του συνόλου παρακολούθησαν τη μετεκπαίδευση στην Ακαδημία
για να καταταγούν στην πρώτη κατηγορία. Οι δάσκαλοι της τρίτης κατηγορίας που
αποτελούσαν το 25% μπορούσαν ανάλογα με τον αριθμό των τάξεων του γυμνασίου που
είχαν τελειώσει να φοιτήσουν σε κάποιο νυκτερινό γυμνάσιο και μετά να
παρακολουθήσουν την μετεκπαίδευση. Μπορούσαν, επίσης, να μην κάνουν και τίποτα
και να ακολουθήσουν την υπηρεσιακή εξέλιξη της τέταρτης κατηγορίας. Όπως
αναφέρει ο Καλιοντζής,[52]
από τους 95 δασκάλους αυτής της κατηγορίας, οι 23 τέλειωσαν το γυμνάσιο και
μετεκπαιδεύτηκαν στην ακαδημία. Οι δάσκαλοι της τέταρτης κατηγορίας έτυχαν
τέτοιας διαβάθμισης, ώστε όσοι ήταν νέοι και δεν είχαν υψηλό μισθολογικό
επίδομα από τα χρόνια υπηρεσίας, δεν τους συνέφερε να παραμείνουν στην υπηρεσία
και τελικά υπέβαλαν παραιτήσεις. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις, κυρίως γυναικών
που τα χρόνια εκείνα ήταν δύσκολο να βρουν κάποια άλλη απασχόληση, που
παρέμειναν στην εκπαίδευση, αλλά σε χαμηλή μισθολογική και γενικά υπηρεσιακή
κατάσταση[53].
Θα αναφερθούμε στο θεσμό της μετεκπαίδευσης. Η επιλογή
των μετεκπαιδευομένων γινόταν από τα εποπτικά συμβούλια Ρόδου και Κω μέσα στον
Αύγουστο. Κάθε έτος έπρεπε να μετεκπαιδεύονται τριάντα δάσκαλοι με όριο ηλικίας
των μετεκπαιδευομένων τα 40 χρόνια. Χαρακτηριστικό είναι, όπως θα δούμε και
στην επόμενη ενότητα, ότι οι οκτώ παράγραφοι από τις δεκατρείς της ιδρυτικής
προκήρυξης της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ρόδου, είναι αφιερωμένες στην μονοετή
μετεκπαίδευση[54]. Το γεγονός αυτό
φανερώνει ότι πρωταρχικός ρόλος της Ακαδημίας ήταν να μετεκπαιδεύσει τους ήδη
διορισμένους δασκάλους, οι οποίοι για διάφορους λόγους δεν είχαν παρακολουθήσει
παιδαγωγικές σπουδές. Το τμήμα της μετεκπαίδευσης λειτούργησε από το Σεπτέμβριο
του 1947 ως τον Αύγουστο του 1953 και το ακαδημαϊκό έτος 1956-57. Το ακαδημαϊκό έτος 1948-1949 στο τμήμα
μετεκπαίδευσης διδάχθηκαν 12 μαθήματα, μερικά από τα οποία ήταν: Παιδαγωγικά,
Διδακτική, Ψυχολογία, Ελληνική Ιστορία, Φυσική, Υγιεινή, Ωδική και Χειροτεχνία.
Συνολικά στα έτη λειτουργίας της μετεκπαίδευσης
μετεκπαιδεύτηκαν 191 δάσκαλοι, από τους οποίους 136 ήταν άντρες και 55
γυναίκες. Οι λιγότεροι ήταν το ακαδημαϊκό έτος 1956-57, μόλις 13, και οι
περισσότεροι την χρονιά 1952-53, 38 μετεκπαιδευόμενοι. Την πρώτη χρονιά
λειτουργίας της μετεκπαίδευσης φοίτησαν 26 δάσκαλοι, 22 άντρες και 4 γυναίκες[55].
Ο θεσμός της μετεκπαίδευσης πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στην περιοχή της
Δωδεκανήσου τόσο στον παιδαγωγικό και εκπαιδευτικό τομέα, όσο και στον
ανθρώπινο γιατί εξομάλυνε τις ανισότητες που υπήρχαν στο κλάδο των δασκάλων
λόγω της ιδιαιτερότητας της Δωδεκανήσου και της εκπαιδευτικής πολιτικής που
είχαν ακολουθήσει οι κατακτητές των νησιών.
V. Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΡΟΔΟΥ – Η ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΩΤΑ
ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ
Η τελευταία ενότητα του κεφαλαίου είναι αφιερωμένη
στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ρόδου (Π.Α.Ρ.) η οποία υπήρξε το μοναδικό ίδρυμα
ανωτέρου επιπέδου της Δωδεκανήσου για σαράντα σχεδόν χρόνια από το 1947 έως
το1987, όπου ιδρύονται τα Παιδαγωγικά τμήματα του Πανεπιστημίου. Ας δούμε όμως
τα της ιδρύσεως της Π.Α.Ρ. Στις 21 Ιουλίου 1946 δημοσιεύεται στην εφημερίδα της
Στρατιωτικής διοίκησης Δωδεκανήσου η προκήρυξη 50 η οποία έχει τίτλο: «Περί
ιδρύσεως παιδαγωγικής Ακαδημίας εν Ρόδω». Στην εισαγωγή της προκήρυξης, ο ναύαρχος
Ιωαννίδης αναφέρει ότι «έχοντας υπ’ όψει την ανάγκην της μορφώσεως των
Δωδεκανησίων δημοδιδασκάλων και της μετεκπαιδεύσεως των διατηρηθέντων εν τη
υπηρεσία λειτουργών της δημοτικής εκπαιδεύσεως των εχόντων προσόντα απολυτήριου
ελληνικού Γυμνασίου και τας διατάξεις
του νόμου ΔΡΛΔ΄ του έτους 1913 αποφασίζει την ίδρυσιν Παιδαγωγικής Ακαδημίας εν
Ρόδω». Η προκήρυξη αποτελείται από 3 άρθρα. Στο πρώτο άρθρο αναφέρεται ότι η
Παιδαγωγική Ακαδημία θα είναι «μεικτή» και ότι προσαρτώνται σ’ αυτή δυο πρότυπα
δημοτικά σχολεία, το ένα εξατάξιον με τριάντα μαθητές σε κάθε τάξη και το άλλο
σχολείο μονοτάξιο με συνολικά σαράντα μαθητές. Το δεύτερο άρθρο της προκήρυξης
αναφέρεται όλο στην μετεκπαίδευση και έχει 7 παραγράφους. Στην πρώτη παράγραφο
καθορίζει τον αριθμό των μετεκπαιδευομένων σε τριάντα και την ηλικία τους, κάτω
των σαράντα ετών. Στη συνέχεια, αναφέρει ότι μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του
Ιουλίου θα πρέπει να έχει γίνει η
επιλογή των δασκάλων που θα μετεκπαιδευτούν. Στην τρίτη παράγραφο του ίδιου
άρθρου τονίζεται ότι μέχρι τις 25 Αυγούστου οι μετεκπαιδευόμενοι θα πρέπει να
βρίσκονται στη Ρόδο. Στην επόμενη παράγραφο αναφέρεται ότι οι
«μετεκπαιδευόμενοι λειτουργοί διαρκούσης της μετεκπαιδεύσεως θεωρούνται ως εν
εκπαιδευτική αδεία και λαμβάνουν πλήρεις τας αποδοχάς της θέσεώς των»[56]. Παρακάτω πληροφορούμαστε ότι η μετεκπαίδευση
διαρκεί ένα πλήρες σχολικό έτος και θα γίνεται με ειδικό πρόγραμμα από το
αρμόδιο εκπαιδευτικό συμβούλιο. Οι
διατάξεις που ισχύουν για τις παιδαγωγικές ακαδημίες ισχύουν και για τους μετεκπαιδευόμενους.
Τέλος, όσοι μετεκπαιδευόμενοι ολοκληρώσουν με επιτυχία τη μετεκπαίδευση θα
λαμβάνουν «πτυχίον ισοδύναμο προς το υπό των παιδαγωγικών ακαδημιών του Κράτους
παρεχόμενον, οι δε κατέχοντες αυτό εξομοιούνται κατά τα προσόντα προς τους
πτυχιούχους των Παιδαγωγικών Ακαδημιών του Κράτους».
Το τρίτο άρθρο έχει τέσσερις διατάξεις και η μια αφορά
την μετεκπαίδευση. Στην πρώτη παράγραφο αναφέρεται ότι «κατ’εξαίρεσιν κατά το
προσεχές σχολικόν έτος θα γίνουν δεκτοί εν τη Παιδαγωγική Ακαδημία Ρόδου τεσσαράκοντα
σπουδασταί αμφοτέρων των φύλων ηλικίας κάτω των τριάκοντα ετών, Δωδεκανήσιοι
εγκατεστημένοι επί τόπου από πενταετίας καθώς και τέκνα υπαλλήλων της
διοικήσεως, υγιείς και αρτιμελείς[57].
Στη δεύτερη παράγραφο πληροφορούμαστε ότι οι
σπουδαστές θα είναι μισοί άνδρες και μισές γυναίκες. Η ηλικία και η καταγωγή
των υποψηφίων σπουδαστών θα πιστοποιείται από την αρμόδια δημοτική ή κοινοτική
αρχή. Η υγεία και η σημαντική αρτιμέλεια αυτών θα πιστοποιείται από τους
αρμόδιους σχολίατρους. Η τελευταία
παράγραφος είναι σχετική με την μετεκπαίδευση και αναφέρει ότι ο αριθμός
των μετεκπαιδευόμενων θα οριστεί μετά από δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της
προκήρυξης.
Την ίδια μέρα με την υπογραφή της προκήρυξης της
ίδρυσης της Π.Α.Ρ. ο ναύαρχος Ιωαννίδης
έστειλε τηλεγράφημα στη Νίσυρο στον εξαίρετο και γνωστό δάσκαλο Ιωάννη
Κουτσούρη, με το οποίο τον μετέθεσε στη Ρόδο και τον καλούσε να τον επισκεφτεί.
Ο Ιωαννίδης εκτιμούσε πολύ τον Κουτσούρη και με την υπ’ αριθμόν 2.762/20-8-47
απόφασή του διόρισε τον Κουτσούρη πρώτο διευθυντή της Π.Α.Ρ. Μέχρι την 21 Οκτωβρίου 1947 ήταν διευθυντής
του ιδρύματος και εκείνη την ημέρα παρέδωσε τη διεύθυνση στον Α. Ισηγόνη. Στο
λίγο διάστημα που παρέμεινε διευθυντής του ιδρύματος συνέστησε τα πρώτα βιβλία
αρχείου, ίδρυσε το εξατάξιο πρότυπο δημοτικό σχολείο και φρόντισε για την
έκδοση της προκήρυξης υπ’αριθμόν 88/3-10-1947 της Στρατιωτικής διοίκησης
Δωδεκανήσου σύμφωνα με την οποία οι απολυτηριούχοι Δωδεκανησιακών Γυμνασίων
είχαν δικαίωμα να εγγραφούν στη σχολή χωρίς εισιτήριες εξετάσεις. Ο Κουτσούρης
δίδασκε στην Ακαδημία μέχρι το έτος 1952. Στην τριετία 1947-1950 τρεις ήταν οι
διευθυντές της Ακαδημίας. Ο Ιωάννης Κουτσούρης για 2 μήνες, ο Νικόλαος
Ιωαννίδης για 1 μήνα και ο Αντώνιος Ισηγόνης για 28 μήνες.
Η παιδεία εκτός από κοινωνικό θεσμό αποτελεί ένα
μηχανισμό άσκησης πολιτικής εξουσίας και μάλιστα αποτελεσματικής. Αυτό ακριβώς
διαπιστώσαμε και εμείς στην εργασία μας. Η περίπτωση της ιστορίας της
εκπαίδευσης στα Δωδεκάνησα είναι αντιπροσωπευτικότατη. Στα χρόνια που εξετάσαμε
(1937-1950) καθίσταται προφανές το συμπέρασμα αυτό. Όλοι, χρησιμοποιούν την
παιδεία για να επιτύχουν πολιτικούς σκοπούς και να σημειώσουν οφέλη πρωτίστως
πολιτικά. Οι Ιταλοί αρχικά με την άφιξη του De-Vecci και μετά
από 25 χρόνια κυριαρχίας στο νησί βλέποντας ότι ο στόχος τους, ο εξιταλισμός
των νησιών, δεν έχει επιτευχθεί χτυπούν καίρια και απροκάλυπτα την Παιδεία.
Κλείνουν τα σχολεία και απαγορεύουν τη χρήση της ελληνικής γλώσσας. Ερχόμενοι
οι Γερμανοί εξακολουθούν παραπλήσια
πολιτική με τους Ιταλούς «πλήττοντας» την παιδεία, ενώ ιδιαίτερα
αμφιλεγόμενη ήταν και η στάση των Άγγλων. Οι Άγγλοι, οι οποίοι ήταν,
υποτίθεται, οι μεσολαβητές και εκείνοι που θα πραγματοποιούσαν την οριστική
μεταβίβαση των νησιών στους Έλληνες, συνέχισαν σε μεγάλο βαθμό την Ιταλική
πρακτική, προέβησαν σε ελάχιστες αλλαγές και συνεργάστηκαν πολύ καλά με τους
Ιταλούς που είχαν παραμείνει και ήταν ισχυροί παράγοντες. Η αντίδραση των
Ελλήνων ήταν άμεση και εκδηλώθηκε με τα «κατηχητικά» ή «κοινοτικά» σχολεία.
Κατάφεραν έστω και με τον τρόπο αυτό να «διδάσκεται» η ελληνική γλώσσα. Στην
επόμενη τριετία παρουσιάσαμε τις προσπάθειες
των Ελλήνων να αλλάξουν πρακτική και πολιτική στην παιδεία και να
καταφέρουν αυτό που ήθελαν, την ενίσχυση της ελληνικότητας των Δωδεκανησίων.
Όλοι λοιπόν, μέσω της παιδείας, προσπαθούσαν να
κερδίσουν την «εύνοια» των κατοίκων των νησιών και με την προπαγάνδα μέσα από
το σχολείο διευκολύνοταν ο στόχος τους. Οι Έλληνες βέβαια αντέδρασαν. Δεν
αντέδρασαν όμως πρωταρχικά επίσημα, ως
ελληνικό κράτος. Όλοι οι μελετητές και ιστορικοί της περιοχής αναγνωρίζουν το
ρόλο του Ελληνικού Προξενείου της Ρόδου, όμως στα δύσκολα χρόνια εκείνης της
δεκαετίας ο ρόλος του δυστυχώς δεν είναι τόσο καθοριστικός. Σημαντικός αναδεικνύεται ο ρόλος της Εκκλησίας και των
Κοινοτήτων. Με δικούς τους πόρους, χωρίς βοήθεια από την ελληνική πολιτεία,
οργανώνουν και συντηρούν τα «Κατηχητικά» ή «Κοινοτικά» Σχολεία, τα οποία
έσπασαν το «εμπάργκο» των κατακτητών.
Στην περίοδο πάλι της ενσωμάτωσης, όπως ήδη έχουμε
αναφέρει, οι δυσκολίες και οι ιδιαιτερότητες ήταν αρκετές όμως ξεπεράστηκαν
σχετικά εύκολα. Με μια σειρά από προκηρύξεις και αποφάσεις, αποτέλεσμα σαφούς
πολιτικής βούλησης και σε σύντομο χρονικό διάστημα η κατάσταση βελτιώνεται
σημαντικά και η εκπαίδευση στα Δωδεκάνησα αρχίζει να μην υπολείπεται σε τίποτα
από αυτήν της υπόλοιπης Ελλάδας.
Αυτό δεν θα συνέβαινε σε καμιά περίπτωση, εάν δεν
υπήρχε η «υποδομή» των κατηχητικών σχολείων. Με ευελιξία αντιμετωπίζονται οι
ιδιαιτερότητες. Κατηγοριοποιήσεις
δασκάλων; Η απάντηση με προκήρυξη – διαβάθμιση τους. Έλλειψη διδακτικού
προσωπικού; Η ίδρυση και άμεση λειτουργία της Π.Α.Ρ., η λύση στο πρόβλημα. Αυτά
είναι μερικά παραδείγματα για το πώς αντιμετώπισε η Ελλάδα το πρόβλημα της
παιδείας στην περιοχή.
Δεν πρέπει να θεωρηθεί από κάποιους ότι δεν υπήρχαν
σημαντικά προβλήματα στην παιδεία. Και
μόνο η απλή παράθεση αριθμών πείθει για το αντίθετο. Εφτά χρόνια κλειστά
ελληνικά σχολεία και σχεδόν δέκα χρόνια απαγορευμένη η διδασκαλία της ελληνικής
γλώσσας. Ο μεγαλύτερος, όμως, εχθρός στα σχέδια των κατακτητών στάθηκε η ίδια η
πραγματικότητα, το γεγονός δηλαδή ότι οι κάτοικοι των νησιών ήταν Έλληνες και
αυτή η πραγματικότητα δεν μπορούσε να αλλάξει μέσα σε λίγα χρόνια με την
βοήθεια της βίας και της προπαγάνδας. Όσο για την πολιτική της Ελλάδας, μετά
την ενσωμάτωση, οι κινήσεις του Υπουργείου Παιδείας και των διοικητών της
περιοχής ήταν οι απλές, λογικές κινήσεις, οι οποίες, επειδή ακριβώς υπήρχε η
βασική υποδομή, χωρίς να συνοδευτούν από ιδιαίτερους πόρους και σημαντικά
κονδύλια για την παιδεία, έφεραν το ζητούμενο αποτέλεσμα, την εξομάλυνση των
διαφόρων στον τομέα της παιδείας της Δωδεκανήσου με την υπόλοιπη Ελλάδα
Π Α Ρ Α Π Ο Μ Π Ε Σ
[1] Στο πλαίσιο αυτής της εκπαίδευσης μεταξύ άλλων, οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να χαιρετούν με ύψωση του δεξιού χεριού, όπως είχε επιβληθεί στα σχολεία της Ιταλίας από το 1926.
[2] Στις 14 Δεκεμβρίου 1943 ιδρύθηκε στην Ρόδο και λειτούργησε μέσα στο μητροπολιτικό ναό των Εισοδίων Ανώτερο Κατηχητικό, με γυμνασιακά μαθήματα.
[1] Φ. Κλαδάκη – Αδ. Τιμόθεος
Φρέρης, «Από την εκπαιδευτική Ιστορία της Ρόδου 1889-1989»,έκδοση Δήμου Ροδίων , Σύρος, 2002, σελίδα 133.
[2] Ζ. Τσιρπανλή: «Ιταλοκρατία
στα Δωδεκάνησα 1912-1943» έκδοση ΥΠΠΟ-ΤΑΠΑ, Αθήνα, 1998, σελίδα 163.
[3] Ι. Καλιοντζή: «Η παιδαγωγική
Ακαδημία Ρόδου 1947-1991, Αθήνα, 1995,
σελίδα 13.
[4] Χ. Παπαχριστοδούλου:
«Ιστορία της Ρόδου, από τους προϊστορικούς χρόνους έως την ενσωμάτωση της
Δωδεκανήσου 1948», Αθήνα, 1994, σελίδα 572.
[5] Χ. Παπαχριστοδούλου: όπως
παραπάνω, σελίδα 566.
[6] Εμ. Παπαϊωάννου, «Η
εκκλησία της Ρόδου κατά την Ιταλοκρατία. Το αυτοκέφαλο», Ρόδος και Νεώτερα
Κείμενα, Ρόδος ,1997, σελίδα 183.
[7] Φ. Κλαδάκη, ο.π. σελίδα
315, Ε. Παπαϊωάννου ό.π. σελίδα 192,196, Τσιρπανλή ο.π. σελ. 165, Ι. Καλιοντζή,
ο.π. σελ. 23, Χ. Παπαχριστοδούλου ο.π. σελίδα 532, Γ. Βεργωτή, ο.π. σελίδα 286.
[8] Γ. Βεργωτή: «Η εκπαίδευσις
στο κοινό της Ρόδου κατά την Ιταλοκρατίαν», Έκδοση Δ.Ι.ΚΕ.Μ.ΜΕ., Ρόδος ,1997,
σελίδα 295.
[9] Ε. Παπαϊωάννου, ο.π.
σελίδα 288-290.
[10] Γ. Βεργωτή, ο.π. σελίδα
295.
[11] Γ. Βεργωτή, ο.π. σελίδα
300.
[12] Φ. Κλαδάκη – Αδ. Τ. Φέρης,
ο.π. σελίδα 317.
[13] Ι. Καλιοντζή, ο.π. σελίδα
14.
[14] Ι. Καλιοντζή, ο.π. σελίδα
15.
[15] Χ. Παπαχριστοδούλου ο.π.
σελίδα 588.
[16] Γ. Βεργωτή, ο.π. σελίδα
285.
[17] Εφημερίδα της Στρατιωτικής
Διοικήσεως Δωδεκανήσου – Προκήρυξις αριθμ. 51 Σελίδα 193, 31 Ιουλίου 1947.
[18] Εφημερίδα της Σ.Δ.Δ.-
Προκήρυξις αριθμ. 51 Σελίδα 193/31-7-1947.
[19] Εφημερίδα της Σ.Δ.Δ.-
Προκήρυξις αριθμ. 52 Σελίδα 194/31-7-1947.
[20] Εφημερίδα της Σ.Δ.Δ.-
Προκήρυξις αριθμ. 52 Σελίδα 194/31-7-1947.
[21] Εφημερίδα της Σ.Δ.Δ.-
Προκήρυξις αριθμ. 54 Σελίδα 195/28-7-1947.
[22] Εφημερίδα της Σ.Δ.Δ.-
Προκήρυξις αριθμ. 54, άρθρον 2, Σελίδα 195.
[23] Εφημερίδα της Σ.Δ.Δ.-
Προκήρυξις αριθμ. 54,άρθρον 3, Σελίδα 196.
[24] Εφημερίδα της Σ.Δ.Δ.-
Προκήρυξις αριθμ. 58, άρθρον 1, Σελίδα 207/8-8-1947.
[25] Εφημερίδα της Σ.Δ.Δ.-
Προκήρυξις αριθμ. 58, άρθρον 1, Σελίδα 208.
[26] Εφημερίδα της Σ.Δ.Δ.-
Προκήρυξις αριθμ. 58, άρθρον 3, Σελίδα
209.
[27] Εφημερίδα της Σ.Δ.Δ.-
Προκήρυξις αριθμ. 68, άρθρον 1, Σελίδα 237, 11/8/1947.
[28] Εφημερίδα της Σ.Δ.Δ.-
Προκήρυξις αριθμ. 68, άρθρον 3, Σελίδα
238.
[29] Εφημερίδα της Σ.Δ.Δ.-
Προκήρυξις αριθμ. 73, άρθρον 1, Σελίδα
261/28-8-1947.
[30] Εφημερίδα της Σ.Δ.Δ.-
Προκήρυξις αριθμ. 75, άρθρον 1, Σελίδα 262/28-8-1947.
[31] Εφημερίδα της Σ.Δ.Δ.- Προκήρυξις
αριθμ. 75, άρθρον 2, Σελίδα 262.
[32] Εφημερίδα της Σ.Δ.Δ.-
Απόφαση 35.133/Σελίδα 311/19-9-1947.
[33] Εφημερίδα της Σ.Δ.Δ.-
Απόφαση 35.132/Σελίδα 312/19-9-1947.
[34] Εφημερίδα της Σ.Δ.Δ.-
Απόφαση 36.984/Σελίδα 317/7-10-1947.
[35] Εφημερίδα της Σ.Δ.Δ.- Προκήρυξις
αριθμ. 101/Σελίδα 341/4-11-1947.
[36] Εφημερίδα της Σ.Δ.Δ.-
Απόφαση 12.175/Σελίδα 344-345/10-11-1947.
[37] Εφημερίδα της Σ.Δ.Δ.-
Προκήρυξις αριθμ. 106/Σελίδα 356/17-11-1947.
[38] Εφημερίδα «Ροδιακή»,
26-7-1948, Σελίδα 2.
[39] Εφημερίδα «Ροδιακή»,
4-10-1948, Σελίδα 2.
[40] Εφημερίδα «Ροδιακή»,
30-12-1948, Σελίδα 1.
[41] Χ. Παπαχριστοδούλου:
«Ιστορία της Ρόδου, από τας προϊστορικούς χρόνους έως την ενσωμάτωση της
Δωδεκανήσου 1948», Β΄ έκδοση, Αθήνα, 1994, σελίδα 592.
[42]Δ. Παπαϊωάννου: «Το χρονικόν
της Ιταλοκρατίας της Ρόδου», Αθήνα, 1973, σελίδα 123.
[43] Χ. Παπαχριστοδούλου: ο.π.
σελίδα 592.
[44] Φ.Κ. Κυπριώτη:
«Δωδεκανησιακή εθνική αντίσταση στα χρόνια της ιταλογερμανοαγγλοκρατίας
1912-1948», Ρόδος, 1988, σελίδα 245.
[45] Φ. Κλαδάκη – Αδ. Τιμόθεος
Φρέρης: «Από την εκπαιδευτική ιστορία της Ρόδου 1889-1989», έκδοση Δήμου
ροδίων, Σύρος, 2002, σελίδα 293.
[46] Φ. Κυπριώτη: ο.π., σελίδα
197.
[47] Ι. Καλιοντζή: «Η
Παιδαγωγική Ακαδημία Ρόδου 1947-1991», Αθήνα, 1995, σελίδα 31.
[48] Γ. Βεργωτή: «Η εκπαίδευσις στο
κοινό της Ρόδου κατά την Ιταλοκρατία», εκδόσεις Δ.Ι.ΚΕ.Μ.ΜΕ., Ρόδος, 1997,
σελίδα 334.
[49] Ι. Καλιοντζή: ο.π., σελίδα
33.
[50] Φ. Κλαδάκη – Αδ. Τιμόθεος
Φρέρης: ο.π. σελίδα 258.
[51]Ι. Καλιοντζή: ο.π.
σελίδα 37.
[52] Ι. Καλιοντζή: ο.π. σελίδα
38.
[53] Γ. Βεργωτή: ο.π. σελίδα
312.
[54]Προκήρυξη 50, Σ.Δ.
Δωδεκανήσου, 21 Ιουλίου 1947.
[55] Ι. Καλιοντζή: ο.π.
σελίδα 77.
[56] Προκήρυξη 50, Σ.Δ.
Δωδεκανήσου, 21 Ιουλίου 1947 (εισαγωγή).
[57] Προκήρυξη 50, Σ.Δ.
Δωδεκανήσου, 21/7/1947, άρθρο 1.
Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
Απόστολος Τρύφωνος (Μητροπολίτης Ρόδου ) : «Απομνημονεύματα», Τόμοι 1 και
2,Αθήνα, 1947.
Βεργωτή Γεώργιου : «Η εκπαίδευσις εις την νήσον
Ρόδον», Αθήναι, 1972.
Βεργωτή Γεώργιου : «Η εκπαίδευσις στο κοινό της
Ρόδου κατά την Ιταλοκρατίαν», Έκδοση Δ.Ι.ΚΕ.Μ.ΜΕ., Ρόδος ,1997.
Καλιοντζή
Ιωάννη : «Η Παιδαγωγική Ακαδημία
Ρόδου 1947-1991», τόμος Α’, Αθήνα, 1995.
Κασαπίδη Νικόλαου : «Πληροφορίες για τα πρώτα χρόνια
1912 –1922 της Ιταλοκρατίας », Φάρος ,1997.
Κλαδάκη Βρατσάνου Ελένη : «Κατηχητικά : τα κρυφά
σχολεία στην Ιταλοκρατία»,
Ανακοίνωση στο συμπόσιο με
θέμα : «Εκπαίδευση και Παιδεία στη Σύμη», Σύμη, 1999.
Κλαδάκη
Φωτεινή –Αδ.Τιμόθεος Φρέρης :
«Από την εκπαιδευτική Ιστορία της Ρόδου 1889-1989 », έκδοση Δήμου Ροδίων ,
Σύρος, 2002.
Κυπριώτη
Κωνσταντίνου : «Δωδεκανησιακή
Εθνική Αντίσταση στα χρόνια της Ιταλογερμανοαγγλοκραίας 1912-1948 ».
Ρόδος,1988.
Μπακίρη Εμμανουήλ :
Τα γράμματα στ’ Αφάντου στα
χρόνια της σκλαβιάς », Ρόδος ,1985.
Μπακίρη Εμμανουήλ : «Η εκκλησία της Ρόδου στα χρόνια
της Ιταλικής κατοχής 1912-1945 », Αθήνα, 1988.
Νικολάου Νίκου : «Οδοιπορικό, η ιστορία της Ρόδου
μέσα από την ονοματολογία των δρόμων της », Ρόδος ,1998.
Παπαιωάννου Μανώλης : «Cesare Maria De Vecchi Memorie», Ρόδος και Νεώτερα
Κείμενα, Ρόδος ,1992.
Παπαιωάννου Δημήτρη : «Το χρονικόν
της Ιταλοκρατίας της Ρόδου»,
Αθήνα, 1973.
Παπαιωάννου Εμμανουήλ : «Η εκκλησία της Ρόδου κατά
την Ιταλοκρατία. Το αυτοκέφαλο», Ρόδος και Νεώτερα Κείμενα, Ρόδος ,1997.
Παπαχριστοδούλου
Χριστόδουλου : «Ιστορία της Ρόδου από τους προιστορικούς χρονους έως την
ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου 1948», Δήμος Ρόδου και Στέγη Γραμμάτων και Τέχνων
Δωδεκανήσου, Αθήνα ,1994.
Τσιλίρα Δημήτρη : «Η εκπαίδευσις εν Δωδεκανήσω, μετά
την απελευθέρωσίν της »,
Ρόδος, 1949.
Τσιρπανλή Ζαχαρία : «Ιταλοκρατία στα Δωδεκάνησα 1912-1943
», Έκδοση ΥΠΠΟ –ΤΑΠΑ- Δήμος Ρόδου, Ρόδος, 1998.