Πανεπιστήμιο
και Οικονομία στην Ελλάδα: 1837-1862
Παναγιώτης ΚΙΜΟΥΡΤΖΗΣ
Επ. Καθηγητής Π. Τ.Δ.Ε.
Παν/μίου Αιγαίου
Όταν ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Αθηνών υπήρξαν
αντιδράσεις. Αυτές, μεταξύ άλλων επιχειρημάτων, βασίζονταν και στην άποψη ότι
επρόκειτο για εγχείρημα πρόωρο και αναντίστοιχο με την οικονομική κατάσταση της
χώρας και των κατοίκων της. Πράγματι, πολλές από τις πρώτες λειτουργικές
ανάγκες του Πανεπιστημίου εξυπηρετήθηκαν με πενιχρά οικονομικά μέσα. Άλλοτε
πάλι, οι αποφάσεις προηγήθηκαν των υπαρκτών οικονομικών δυνατοτήτων και οι
υλοποιήσεις των αποφάσεων αυτών βασίστηκαν σε χρήματα που συγκεντρώθηκαν από
ευεργεσίες και συνδρομές. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες, το Πανεπιστήμιο
λειτουργούσε, αλλά επιτύγχανε αποτελέσματα στενά συναρτημένα με την οικονομική
του κατάσταση.
Αυτές είναι οι βασικές γνώσεις που έχουμε αποκτήσει
για την οικονομική κατάσταση του ελληνικού Πανεπιστημίου, κατά τα πρώτα έτη της
λειτουργίας του. Πρόκειται για γνώσεις που επικεντρώνονται στην εσωτερική
λειτουργία του θεσμού και την σχέση του με το κράτος. Λίγες όμως γνώσεις έχουμε
για τις χρηματοδοτήσεις που το κράτος παρείχε στο Πανεπιστήμιο και για τους
λοιπούς πόρους που το Πανεπιστήμιο κατάφερνε να εξασφαλίζει. Μας λείπουν δηλαδή
οι συγκριτικές προσεγγίσεις. Πρώτον, μας λείπει εκείνη η εικόνα που εντάσσει
τις δαπάνες για το Πανεπιστήμιο στο σύνολο του κρατικού προϋπολογισμού και
προσπαθεί να αναδείξει τις κρατικές προθέσεις απέναντι στην εκπαίδευση και την
επιστήμη. Δεύτερον, μας λείπει μία σύγκριση με τις δημόσιες δαπάνες για την
πανεπιστημιακή εκπαίδευση άλλων χωρών. Η εργασία αυτή καταστρώνει ένα
ερευνητικό σχέδιο, το οποίο δείχνει με ποιο τρόπο μπορούν να εξυπηρετηθούν οι
δύο αυτές ερευνητικές κατευθύνσεις.
This is the basic knowledge we have
acquired regarding the economic condition of the
“Είναι τελείως έξω
από τη δημοσιονομική πολιτική”: αυτή είναι η διατύπωση η οποία επαναλαμβάνεται
στερεοτυπικά και αποτελεί την απάντηση στα σημερινά αιτήματα που σχετίζονται με
την αύξηση των κονδυλίων για την εκπαίδευση[1].
Πρόκειται για διατύπωση που μας καλεί να διερωτηθούμε: όταν μιλούμε για
δημοσιονομική πολιτική, καταλαβαίνουμε όλοι περί τίνος πρόκειται; Θεωρώ, ότι
πολύ μεγάλο μέρος από το δημόσιο λόγο που παράγεται για τα θέματα της χρηματοδότησης
της εκπαίδευσης, έχει πολύ αδύναμο υπόβαθρο οικονομικών γνώσεων˙ ό,τι έχει
ως υπόβαθρο, κυρίως, γενικά σχήματα, κοινωνικές στάσεις, συλλογικές και
ατομικές επιδιώξεις, στοιχεία δηλαδή που κατάγονται από τις πολιτικές
ιδεολογίες που συγκροτούν τον λόγο των διαφόρων κομμάτων, αλλά που ελάχιστα
παίρνουν υπόψη τους τα ίδια τα οικονομικά δεδομένα. Σημειώνω εδώ, ότι βεβαίως
και αποδέχομαι πως δεν υπάρχει «ανάγνωση» των στοιχείων χωρίς πολιτική άποψη
πίσω από αυτήν. Όμως εδώ ισχυρίζομαι, ότι αυτό που συχνά λείπει είναι η ίδια η
«ανάγνωση» των οικονομικών στοιχείων. Άλλωστε, τα οικονομικά στοιχεία, ούτε
παρέχονται σε αφθονία, ούτε παρέχονται –όποτε παρέχονται- με την συγκριτική
τους διάσταση.
Και επιπλέον: ακόμη
και όταν υπάρχει γνώση του περιεχομένου του όρου «δημοσιονομική πολιτική»,
υπάρχει διαχρονική εποπτεία της εξέλιξης των δημοσιονομικών μεγεθών στο πλαίσιο
της συγκρότησης του ελληνικού κράτους; Άλλη μία βασική έλλειψη. Έλλειψη, που
δεν σχετίζεται μόνον με την περιέργεια για το παρελθόν. Έλλειψη σημαντική, που
σχετίζεται με την δυνατότητα που μας δίνει η κατανόηση του παρελθόντος να
μελετούμε το εκπαιδευτικό σήμερα και να προγραμματίζουμε το εκπαιδευτικό
μέλλον.
Όμως η οικονομία
μπαίνει και από άλλον, παράλληλο δρόμο στις τρέχουσες εκπαιδευτικές συζητήσεις.
Κάθε αναφορά που γίνεται σήμερα στην εκπαίδευση, γίνεται με εμφανή είτε
υφέρπουσα την διάσταση «Η Εκπαίδευση στο στόχαστρο της Αγοράς», για να δανειστώ
αυτό το εύστοχο επίγραμμα από τον Νίκο Παναγιωτόπουλο (Παναγιωτόπουλος, 2004,
20). Η σχέση Εκπαίδευσης – Ανθρώπινου Κεφαλαίου – Ανάπτυξης, σχέση στην οποία
γίνεται στερεοτυπικά μονοσήμαντη αναφορά, έχει αρχίσει διεθνώς να μελετάται ως
σχέση πολύπλοκη, σχέση που αντιμετωπίζεται με ποικίλους τρόπους από τους διαφορετικούς
κοινωνικούς παράγοντες. Πρόκειται για μελέτες που λαμβάνουν υπόψη τους και την
ιστορική διάσταση (ενδεικτικώς: Simmons 1979, Tortella 1990). Διάσταση, που στην διεθνή βιβλιογραφία έχει
ήδη αρχίσει να εισφέρει τα δικά της πολύτιμα συμπεράσματα και να επηρεάζει τις
σύγχρονες συζητήσεις για τις οικονομικο-εκπαιδευτικές πολιτικές.
Τέλος, ας αναφέρουμε
και τον πολύσημο τρόπο με τον οποίο μπορεί να διαβαστεί το φοιτητικό slogan που εμφανίσθηκε στους λονδρέζικους πανεπιστημιακούς
τοίχους το 2003: “the more it costs, the less it’ s worth”[2].
Οι φοιτητές βεβαίως το έγραφαν για το κόστος των σπουδών. Την ίδια στιγμή όμως,
οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μιλούσαν για το κόστος λειτουργίας των πανεπιστημίων
και επέμεναν να ελέγχουν ολοένα και περισσότερο την αποδοτικότητά του, διαμέσου
της εισαγωγής ή/και της εξέλιξης των διαδικασιών αξιολόγησης.
Τα οικονομικά της
νεοελληνικής εκπαίδευσης είναι ένα βασικό και ελλείπον ερευνητικό έργο[3].
Θα εξηγήσω αμέσως το γιατί, ενώ παράλληλα θα περιγράφω το έργο «Οικονομία και
Εκπαίδευση στην Ελλάδα: 1830-1939» το οποίο έχω αρχίσει να εκπονώ. Άλλωστε,
μέρος αυτού του προγράμματος είναι και η ενασχόληση με τα οικονομικά του
Πανεπιστημίου, που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας ανακοίνωσης[4].
2.1. ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Ένα από τα σημαντικότερα κενά στην ιστορία της
ελληνικής εκπαίδευσης, είναι η μελέτη των δημοσίων και των ιδιωτικών δαπανών
για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Ενώ σταδιακά, μετά την δεκαετία του 1970, αρχίσαμε
να μαθαίνουμε αρκετά για την δομή και την λειτουργία του ελληνικού
εκπαιδευτικού συστήματος και επιπλέον για τα πρόσωπα που κυριάρχησαν στο
εκπαιδευτικό περιβάλλον και όσα άλλα επηρέασαν τις εκπαιδευτικές εξελίξεις
(Δημαράς, Αλέξης 1988), οι γνώσεις μας για τις οικονομικές συνθήκες που
στήριζαν τις εκπαιδευτικές λειτουργίες αναπτύσσονταν ελάχιστα. Ακόμη λιγότερο
όμως αναπτύχθηκε ένας συνδυαστικός προβληματισμός, σχετικά με την θέση που
κατείχαν οι εκπαιδευτικές δαπάνες μέσα στον κρατικό σχεδιασμό, συγκριτικά με
τις άλλες κρατικές δραστηριότητες κατά την πορεία συγκρότησης του νεοελληνικού
κράτους και των θεσμών του. Κι όμως, πρόκειται για θέματα που ταλανίζουν τον
σύγχρονο πολιτικό και οικονομικό μας βίο. Θέματα που μελετώνται (έστω σε αρχόμενο
–πάντως εντεινόμενο- στάδιο) για τα πολύ πρόσφατα χρόνια, χωρίς όμως να
στηρίζονται σε μία κατανόηση των ιστορικών ιδεολογικών θεμελίων τους. Θέματα
που, προκειμένου να εξυπηρετηθούν πολιτικές σκοπιμότητες, συνδέονται με
μακροχρόνιες τάσεις, χωρίς όμως γνώση και τεκμηρίωση των τάσεων αυτών από την
ιστορική έρευνα.
2.2. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Επιδιώκεται να εξετασθεί η σχέση Οικονομίας και
Εκπαίδευσης και προς τις δύο κατευθύνσεις. Τόσο η οικονομική επένδυση σε
εκπαιδευτικούς θεσμούς που γίνεται από το κράτος, κοινωνικές συσσωματώσεις και
ιδιώτες, όσο και οι οικονομικές διεκδικήσεις που προβάλλουν οι εκπαιδευτικοί
θεσμοί προκειμένου να επιτύχουν την αναπαραγωγή και τον
μετασχηματισμό-εκσυγχρονισμό τους. Δηλαδή, κύρια επιδίωξη της έρευνας αποτελεί
η ανακάλυψη του οικονομικού στοιχείου, διαμέσου των εκπαιδευτικών πολιτικών που
αναπτύσσονται από όλους τους φορείς που παίρνουν μέρος στην εκπαιδευτική
διαδικασία. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πάντοτε το πολιτικό επικαθορίζει το
οικονομικό στοιχείο ˙ αλλά με παραδοχή ότι συχνότατα, το οικονομικό
στοιχείο, ισχυρότατο κατά την εποχή της εξελισσόμενης βιομηχανικής και
επιστημονικής επανάστασης, ενδύεται τον πολιτικό λόγο.
Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι στις πηγές, αλλά και στις
εργασίες που διαθέτουμε για την εκπαιδευτική κατάσταση στην Ελλάδα, γίνονται
σποραδικές αναφορές σε οικονομικά μεγέθη και σε οικονομικές έννοιες. Οι
αναφορές αυτές στην πλειονότητά τους γίνονται χωρίς τα μεγέθη να είναι
μελετημένα και συγκεντρωμένα και χωρίς οι οικονομικές έννοιες να είναι
προσδιορισμένες και ενταγμένες στην διεθνή οικονομική σκέψη κατά τα στάδια της
εκδίπλωσής της. Με άλλα λόγια, λείπουν μελέτες του εκπαιδευτικού συστήματος από
ερευνητές που διαθέτουν ικανοποιητικές οικονομικές γνώσεις, θεωρητικές και
μεθοδολογικές.
Επομένως, ζητούμενο της παρούσας έρευνας είναι:
α. να συγκεντρώσει και να
οργανώσει σε σειρές, όσο το δυνατόν περισσότερα οικονομικά μεγέθη, από αυτά που
σχετίζονται με την εκπαιδευτική διαδικασία (ενδεικτικώς: δημόσιες δαπάνες για
την εκπαίδευση, δωρεές και χορηγίες, υπολογισμός κόστους φοίτησης για διάφορες
κοινωνικές και γεωγραφικές κατηγορίες του πληθυσμού, μισθοδοσίες
διδασκόντων).
β.
να μελετήσει τα μεγέθη αυτά και να τα εξετάσει υπό το πρίσμα των σύγχρονων
ιστορικών συμπερασμάτων για την ελληνική κοινωνία και οικονομία.
γ.
να θέσει την ελληνική εκπαίδευση σε συγκριτική εξέταση με τα οικονομικά της
εκπαίδευσης σε άλλες χώρες (θα αναδειχθούν έτσι καλύτερα και οι πρώιμες
προσπάθειες που έγιναν προς την κατεύθυνση αυτή ˙ ενδεικτικώς: Τσαούσης
1994).
δ.
να παρουσιάσει συμπεράσματα για την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών και των
οικονομικών πολιτικών για την εκπαίδευση στην Ελλάδα κατά την περίοδο από την
σύσταση του ελληνικού κράτους, έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και ταυτοχρόνως, να
θέσει τις βάσεις, σε αποτελεσματική πλέον και τεκμηριωμένη βάση, για την μελέτη
της αμέσως επόμενης περιόδου, κατά την οποία αναδεικνύονται τα σύγχρονα
χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης (μαζικότητα, επανεκπαίδευση και δια βίου
εκπαίδευση, εξ αποστάσεως εκπαίδευση, διευρωπαϊκή εκπαίδευση και εναρμονισμός
των εκπαιδευτικών συστημάτων εντός της Ε.Ε.-25).
2.3. ΒΑΣΙΚΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Α. Η σχέση οικονομίας και εκπαίδευσης είναι ένα
διαρκώς αναπτυσσόμενο και μετασχηματιζόμενο ερευνητικό πεδίο. Αναπτυσσόμενο
πεδίο είναι διότι ο ανθρώπινος παράγοντας, ως στοιχείο της παραγωγής, μπαίνει
στο στόχαστρο της οικονομικής θεωρίας και ανάλυσης ήδη από τις απαρχές της
Βιομηχανικής Επανάστασης. Μετασχηματιζόμενο πεδίο –και μάλιστα εντονότατα τα
τελευταία χρόνια- είναι επειδή το ανθρώπινο κεφάλαιο παίρνει συνεχώς νέες
διαστάσεις, καθώς συνδέεται με ταχύρυθμες τεχνολογικές εξελίξεις, νέους τρόπους
παραγωγής και εμπορίας, νέες γνωστικές απαιτήσεις από τα οικονομικώς δρώντα
υποκείμενα (χαρακτηριστική προς την κατεύθυνση αυτή είναι η έννοια της δια βίου
εκπαίδευσης).
Για τα θέματα αυτά, κατά την τελευταία 30ετία, έχουν
αναπτυχθεί σημαντικές προσεγγίσεις (από οικονομολόγους: ενδεικτικώς, Carnoy, Bowles, Levin, από πολιτικούς κοινωνιολόγους: ενδεικτικώς Offe, Lenhardt, Weiler, από φιλοσόφους: Althusser) (Carnoy 1985,
157). Και, σταθερά επιζητούνται οι δυνατότητες ώστε να αντληθούν χρήσιμα
στοιχεία για την τρέχουσα εκπαιδευτική πολιτική, από τις «πολιτικο-οικονομικές
θεμελιώσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής, όπως αυτές έχουν διατυπωθεί σε έργα
στοχαστών», ακόμη και όταν μας χωρίζει από αυτούς χρονικό διάστημα μιας ή δύο
εκατονταετιών (Γράβαρης 1994, 11).
Σε ένα πρώτο επίπεδο επομένως, η προτεινόμενη έρευνα
θα δημιουργήσει τους όρους συγκρότησης και προσέγγισης του αντικειμένου της που
είναι τα οικονομικά της εκπαίδευσης, διαμέσου των εννοιολογικών ζητημάτων που
την απασχολούν. Απαραιτήτως λοιπόν θα διαπραγματευθεί τις οικονομικές θεωρίες
για την εκπαίδευση˙ τόσο τις παραδοσιακές και σύγχρονες με τις περιόδους
που εξετάζει, όσο και τις μεταγενέστερες που θέτουν ποικίλα και γονιμότατα
επαναπροσδιοριστικά ζητήματα.
Β. Ο ρομαντικός 19ος αι. στην Ελλάδα,
πρόβαλλε την εκπαίδευση ως διαδικασία που θέτει στο επίκεντρό της το υπό
εκπαίδευση άτομο, δηλαδή το ανθρώπινο δικαίωμά του να μορφωθεί (να
καλλιεργηθεί) και ως εκ τούτου να βελτιώσει τους όρους της ύπαρξής του,
διαμέσου της πληρέστερης αυτο-συνείδησης που αναπτύσσει. Λιγότερο τόνισε –και
τεχνηέντως συσκότισε- την οργανωμένη προσπάθεια του κράτους και των κοινωνικών
ομάδων να διαχειριστούν τους οικονομικούς πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό,
προς τα συγκεκριμένα πολιτικο-οικονομικά προτάγματα που εκάστοτε θέτονταν. Οι
πολύπλοκες σχέσεις που αναπτύχθηκαν από τις δύο αυτές αποκλίνουσες προσλήψεις
της εκπαίδευσης και των διαδικασιών της, δεν έχουν μελετηθεί. Ιδίως, δεν έχουν
μελετηθεί κάτω από το βάρος των μεγεθών και τον συσχετισμό των μεγεθών αυτών με
τις ιδεολογίες, τις νοοτροπίες και τις πολιτισμικές συμπεριφορές των διαφόρων
κοινωνικών παραγόντων. Αυτό ακριβώς θα κάνει η προτεινόμενη μελέτη, στο κύριο
μέρος της ανάπτυξής της. Θα δημιουργήσει δηλαδή την περιοδολόγησή της για την
ελληνική εκπαίδευση, υπαγορευμένη πλέον από την μελέτη των οικονομικών μεγεθών.
Ταυτοχρόνως, θα παραθέσει την περιοδολόγηση αυτήν με τις επιχειρημένες περιοδολογήσεις
που έχουν γίνει στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης και θα δείξει συμπτώσεις
και αποκλίσεις.
Γ. Μεγέθη και περιοδολογήσεις λοιπόν, συνθέτουν
κεντρικές προτεραιότητες της έρευνας. Σημαντικότερη όμως είναι η προσπάθεια να
προκύψουν ερμηνείες από αυτά. Διευκρινίζεται ότι η μελέτη, δεν αποσκοπεί στο να
δει το θέμα των οικονομικών της εκπαίδευσης από την συνήθη μονοσήμαντη σκοπιά.
Δεν αποσκοπεί δηλαδή μόνο να εξετάσει το εκπαιδευτικό σύστημα και να
παρουσιάσει τις ανάγκες, τις ελλείψεις του, τις ενισχύσεις και τις υφέσεις στην
οικονομική του στήριξη, τις αντιλήψεις των προσώπων που έπαιρναν μέρος στην
εκπαιδευτική διαδικασία για τα οικονομικά της εκπαίδευσης. Αποσκοπεί στο να
εξετάσει επίσης και ποια θέση κατείχε η εκπαίδευση μέσα στον οικονομικό σχεδιασμό
του κράτους και των ιδιωτών/επιχειρηματιών. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκει να
φωτίσει τις συνθετότερες διαδικασίες, τις κοινωνικο-οικονομικές διεργασίες υπό
τις οποίες λαμβάνονταν οι αποφάσεις για την εκπαίδευση. Άλλωστε, αξίζει να
επισημανθεί ότι στα έργα σημαντικών διανοητών της οικονομίας και της πολιτικής,
προοδευτικά από τα τέλη του 18ου αι., η εκπαίδευση αρχίζει να
παίρνει θέση (περιορισμένη στην αρχή, αλλά συνεχώς αυξανόμενη). Έτσι, μέσα στο
ιδεολογικό συγκρότημα που συνθέτουν και προτείνουν, περιλαμβάνουν και απόψεις
για τον οικονομικό ρόλο της εκπαίδευσης - ενδεικτικώς: Jean-Jacques Rousseau,
A.Smith, J.St. Mill (Γράβαρης 1994, Γκιούρας – Γράβαρης 2004). Άρα, η μελέτη
αντλεί τα θεωρητικά της ερωτήματα από τον παραδοσιακό και τον σύγχρονο προβληματισμό
για τις οικονομικές ανάγκες της εκπαίδευσης στους τρεις βαθμούς της συγκρότησής
της. Και προσπαθεί να δοκιμάσει τα θεωρητικά αυτά εργαλεία στον ελληνικό 19ο
αιώνα.
3. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΑ (1835-1862)
Καμεραλισμός είναι το εμποροκρατικό σύστημα που
επικράτησε στη Γερμανία και την Αυστρία κατά τη διάρκεια του 18ου
αι. Πρόκειται για σύστημα που αποδέχεται ότι τα δημόσια έσοδα και η ανάπτυξη
της βιομηχανίας αποτελούν την κυριότερη πηγή ευημερίας ενός έθνους [εκ του λατ.
camera (σημ. θησαυροφυλάκιο)]. Οι ερευνητές της ελληνικής
οικονομίας κατά την οθωνική περίοδο συγκλίνουν στην άποψη ότι καμεραλιστικό
ήταν το σύστημα που εφάρμοσε το ελληνικό κράτος τότε (Ψαλιδόπουλος 2006,
Κωστής-Πετμεζάς 2006, 29). Δηλαδή, ότι το κράτος εφάρμοσε ένα δημοσιονομικό σύστημα
που συσχέτιζε στενά τις δαπάνες του με τα έσοδά του ˙ και ότι πρώτιστο
μέλημα του συστήματος αυτού, ήταν να υποστηρίζει το ίδιο το οθωνικό καθεστώς.
Το οθωνικό κράτος πράγματι, είχε εγκλωβιστεί, οικονομικά σε ένα οπισθοδρομικό
φορολογικό σύστημα και πολιτικά στην προσπάθεια να αποφύγει τις έντονες
πολιτικές συγκρούσεις. Έτσι, οδηγούνταν σε οικονομικούς δισταγμούς, αδράνειες,
έλλειψη πρωτοβουλιών ˙ εντέλει, σε έλλειψη δυναμικής[5].
Κατέληγε επομένως το ελληνικό κράτος
να εφαρμόζει μία δημοσιονομική πολιτική, η οποία είχε υψηλό κόστος για την
ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Ανάπτυξη που επιτυγχανόταν βεβαίως, αλλά με
αργούς ρυθμούς και με σπατάλη πόρων, «ανθρώπινων και μη» (Κωστής 2006, 296
&326).
Έτσι συνέβαινε και με τις
εκπαιδευτικές προθέσεις του κράτους. Έπασχαν από αναποφασιστικότητα. Και, παρά
τις φιλεκπαιδευτικές “κορώνες” που συχνά είχαν θέση μέσα στον κρατικό πολιτικό
λόγο, αταλάντευτη απόφαση να ενδυναμωθεί η εκπαίδευση και να κατασταθεί βασικός
οικονομικός παράγοντας, δεν υπήρξε. Αλλά και γενικότερα από το οθωνικό κράτος
έλειψε μία πολιτική και οικονομική φιλοσοφία. Κράτος διαχειριστικό εξωτερικών
και εσωτερικών κρίσεων όπως προτίμησε να είναι, δεν ακολουθούσε μία οικονομική
θεωρία και τις αντίστοιχες πολιτικές που θα υπαγόρευε αυτή.
4. ΔΗΜΟΣΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ: ΠΟΥ ΣΥΝΑΝΤΑΜΕ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ;
Τα οικονομικά στοιχεία του το ελληνικό κράτος τα
οργανώνει, τα παρακολουθεί και τα καταγράφει βάσει τριών ειδών καταστάσεων: τον
ετήσιο Προϋπολογισμό του, τους ενδιάμεσους Προσωρινούς Απολογισμούς και, τέλος,
τον ετήσιο Απολογισμό του (αναλυτική περιγραφή των σχετικών διοικητικών
ενεργειών: Πρόντζας κ.α. 2002, 5-9). Η βασική μας πηγή εδώ είναι οι Απολογισμοί
και, μόνον όπου αυτοί δεν έχουν εντοπιστεί, προσφεύγουμε στην επιφυλακτική
χρήση κάποιας από τις δύο άλλες πηγές πληροφόρησης.
Στους Απολογισμούς λοιπόν, οι Δημόσιες Δαπάνες είναι
διαρθρωμένες κατά Υπουργείο. Εξυπακούεται ότι το βάρος της μελέτης βρίσκεται
στην εξέταση των στοιχείων του Υπουργείου Παιδείας. Ωστόσο, εκπαιδευτικές
δαπάνες πραγματοποιούνται και από άλλα Υπουργεία. Εδώ, προκειμένου να έχουμε
μία συνολική εικόνα για τα οικονομικά στοιχεία της δημόσιας εκπαίδευσης, θα
κάνω δύο πράγματα ταυτοχρόνως. Θα αναφέρω δηλαδή τις Δημόσιες Δαπάνες κατά τον
τρόπο που αυτές οργανώνονται σε κατηγορίες και όποτε κάποιο Υπουργείο
πραγματοποιεί εκπαιδευτικές δαπάνες, θα κάνω ειδικότερη αναφορά σε αυτές
(Αντωνίου Αντ. κ.α. 1999, Κωστελένος 2006).
Ώστε, οι Δημόσιες Δαπάνες συγκροτούνται από :
Δαπάνες του
Ανώτατου Άρχοντα
Δαπάνες της
Νομοθετικής Εξουσίας
Δαπάνες Εθνικής
Άμυνας και Εσωτερικής Τάξης και Ασφάλειας (περιλαμβάνουν και εκπαιδευτικές
δαπάνες άμυνας και ασφάλειας)
Κοινωνικές
Δαπάνες
Δαπάνες Γεωργίας
(περιλαμβάνουν και εκπαιδευτικές δαπάνες)
Λοιπές
Διοικητικές Δαπάνες
Δαπάνες Δημοσίου
Χρέους
Εκπαιδευτικές
Δαπάνες. Σ΄ αυτές περιλαμβάνονται και οι σχετικές δαπάνες που διενεργούνται από
φορείς εκτός Υπουργείου Παιδείας. Για παράδειγμα, οι δαπάνες του Εθνικού
Μετσοβίου Πολυτεχνείου, καίτοι εκπαιδευτικές, τότε διενεργούνταν από το
Υπουργείο Εσωτερικών.
Λοιπές
Δαπάνες
5. ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΦΙΛΟΔΟΞΙΕΣ: ΜΗΠΩΣ
ΥΠΕΡΜΕΤΡΕΣ;
Στην βιβλιογραφία αναπαράγεται σταθερά η άποψη ότι η
εκπαίδευση εξαρχής υποχρηματοδοτήθηκε
από το κράτος. Συνακόλουθα, ότι η υποχρηματοδότηση αυτή δημιούργησε
μακροπρόθεσμες λειτουργικές ανωμαλίες, οι οποίες βάρυναν την πορεία εξέλιξης
του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και υπονόμευσαν την διαδικασία
αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού του. Επίσης, ότι ο σχεδιασμός για την
εκπαίδευση, κατά την οθωνική περίοδο που εξετάζουμε εδώ, ήταν ελλιπής και ότι
μεγάλο ρόλο στο θέμα αυτό διαδραμάτιζε και η χαμηλή διάθεση κονδυλίων. Τέλος,
ότι στην Ελλάδα χωρίς τον ιδιωτικό ζήλο, μεγάλων ευεργετών αλλά και των απλών
πολιτών, θα είχαμε εκπαίδευση ακόμα υποδεέστερη[6].
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να δείξω
στα στενά χρονικά πλαίσια αυτής της παρουσίασης πολλά αριθμητικά στοιχεία και
να τεκμηριώσω διαμέσου αυτών την κεντρική μου θέση. Αυτή είναι ότι βεβαίως το
εκπαιδευτικό σύστημα δεν χρηματοδοτήθηκε αδρά από το κράτος ˙ ωστόσο,
μέριμνα για την ανάπτυξη του σχολικού δικτύου υπήρξε, χωρίς πάντως να αποτελεί
υψηλά ιεραρχημένη επιλογή στις προτεραιότητες του κράτους ως προς την διάθεση
των πόρων του. Για να αποκτήσουμε όμως πιο σαφή εικόνα για το τι έγινε και να
την συγκρίνουμε με το τι θα μπορούσε να είχε γίνει, θεωρώ ότι πρέπει να
λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη μας την ακόλουθη κατάσταση. Για την εκπαίδευση, εκτός
από τους κρατικούς παράγοντες, άρχισαν ευθύς εξαρχής να δημοσιολογούν πολλοί
λόγιοι. Ήταν φυσικό, κατά την διαδικασία οργάνωσης του κράτους ex nihilo,
να θέλγονται από οραματισμούς για την δημιουργία μιας εκπαίδευσης πολύ υψηλής
θεσμικής διάστασης και δυναμικής. Από την άλλη πλευρά, οι γνώμες τους αυτές δεν
άφηναν αδιάφορα ούτε τα στελέχη που είχε επιλέξει το στέμμα ως συμβούλους και
συνεργάτες. Και τα στελέχη αυτά λοιπόν, αλλού υιοθετώντας ρητά και αλλού άρρητα
μεγαλεπήβολους οραματισμούς, προσχωρούσαν στη διαδικασία της επίκρισης των
εκπαιδευτικών δεδομένων της χώρας. Με λόγο μεικτό, που είχε δηλαδή στόχευση να
παρουσιάσει τις ενέργειες που γίνονταν ως σημαντικές και να τις αποδώσει στην
πατραγαθία του Άνακτος, αλλά παραλλήλως και λόγο που άφηνε ανοικτά ζητήματα για
το εκπαιδευτικό μέλλον της χώρας και υπογείως υπονοούσε τις εκάστοτε ελλείψεις,
οι σύμβουλοι αυτοί, στην πλειονότητά τους, ουσιαστικά ενίσχυαν την εξεικόνιση
του εκπαιδευτικού συστήματος ως ενός συστήματος ατελούς (που σίγουρα ήταν), με
κολοσσιαίες ελλείψεις (προσδιορισμός που σχετίζεται όμως με το μέτρο σύγκρισης
που τίθεται). Θεωρώ δηλαδή, ότι κοντά στον λόγο που παρήχθη για τα εκπαιδευτικά
ζητήματα και ήταν κριτικός, κινητοποιώντας προς την ανεύρεση λύσεων, βλάστησε
και ένας άλλος υπερβολικός, βλαβερός και συσκοτιστικός. Ήταν ο λόγος που
καλλιεργούσε υπέρμετρες φιλοδοξίες, που υπέσκαπτε την διαπραγμάτευση των
εκπαιδευτικών ζητημάτων με την εξουσία, ένας λόγος εντέλει ισχυρότατος, καθώς η
ακραία επίκριση διαχέεται ευκολότερα από την κριτική, μετριοπαθή γνώμη[7].
Όμως εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η
παρατήρηση αυτή δεν ισχύει μόνον για την εκπαίδευση και την εξέταση των
οικονομικών της στοιχείων. Ισχύει και για την ίδια την μελέτη της ελληνικής
οικονομίας εν συνόλω.
Δύο παραθέματα-παραδείγματα, ένα για
την εκπαίδευση και ένα για την οικονομία, νομίζω ότι θα μας δώσουν κάποια
αρχικά πειστήρια για την βασιμότητα του ισχυρισμού.
Ένα παράδειγμα για την
εκπαίδευση
Συναντάμε λοιπόν σε νομοθετικό κείμενο, στο Διάταγμα
της 3/15 Απριλίου 1833[8],
την καταγραφή ορισμένων άμεσων προτεραιοτήτων. Αυτές ήταν: ο εξοπλισμός των σχολείων
(παρ. β΄), η προετοιμασία «άξιων» δασκάλων και διδακτόρων, η κατασκευή των
αναγκαίων διδακτηρίων (παρ. γ΄), η δημιουργία δημόσιων βιβλιοθηκών (παρ. ε΄).
Συναντάμε όμως επίσης και άλλες επιδιώξεις: να δοθεί φροντίδα στην πρόοδο των
τεχνών και να συσταθούν τα ανάλογα σχολεία, να ανεγερθεί μία Ακαδημία γλυπτικών
τεχνών (παρ. ζ΄). Για την υλοποίηση των σκοπών αυτών, υπάρχει λίγο μετά, στο
ίδιο νομοθέτημα, η έμμεση παραδοχή ότι τα κρατικά χρήματα δεν επαρκούν. Γι΄
αυτό, αλλά και για να επιτευχθεί η κρατική επιδίωξη να ελέγχεται απολύτως ο
θεσμός της εκπαίδευσης, -μιλάμε άλλωστε για την αρχόμενη τάση του «απόλυτα
συγκεντρωτικού χαρακτήρα στο νεοελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα», κατά την
διατύπωση του Αλέξη Δημαρά (2003, 180)- στο νομοθέτημα προβλέπεται η διαχείριση
από το Υπουργείο, τόσο των «εκπαιδευτικών» κληροδοτημάτων, όσο και των δημόσιων
εσόδων τα οποία διατίθενται για τον σκοπό αυτόν (παρ. ι΄). Τέλος, αλλά πολύ
χαρακτηριστικά, στο Υπουργείο Παιδείας ανατίθεται και η «υπέρτατη διεύθυνσις»
της Βασιλικής Τυπογραφίας ˙ ρύθμιση η οποία απέβλεπε στην επίσπευση της
έκδοσης μεταφράσεων στην ελληνική γλώσσα, των πιο αξιόλογων επιστημονικών
συγγραμμάτων (παρ. στ΄).
Ένα παράδειγμα για την
οικονομία
Για τα δημόσια οικονομικά, στον πρώτο Απολογισμό
(απέγραφε αναδρομικώς ολόκληρη την δεκαετία 1833-1843) που εξέδωσε το κράτος, η
Εισηγητική Επιτροπή στο προλογικό κείμενό της, σημειώνει τα ακόλουθα.
Καταρχάς παρατηρεί ότι για την είσπραξη των εσόδων
απαιτείται η επιβεβαίωσή τους. Παραλλήλως, για τα έξοδα, υπενθυμίζει ότι αυτά
για να πληρωθούν πρέπει προηγουμένως να εγκριθούν. Και αποφαίνεται ότι η
εκτέλεση των οικονομικών πράξεων είναι χρονοβόρα και ότι γι’ αυτόν τον λόγο
κάθε έτος περιλαμβάνει πράξεις παρελθόντων ετών. Ειδικότερα επισημαίνει, ότι
στα έσοδα και στα έξοδα ο Απολογισμός περιλαμβάνει τους λογαριασμούς του
τρέχοντος και του επόμενου έτους.
Έμφαση δίνει στην αδυναμία να συμπληρωθούν οι
οικονομικοί Απολογισμοί των ετών μεταξύ 1833 και 1843, λόγω της βραδύτητας
είσπραξης των εσόδων (εφόσον αυτά δεν βεβαιώθηκαν εντός 6μήνου). Η ίδια έλλειψη
τακτικής βεβαίωσης επισημαίνεται και για τα έξοδα και σημειώνεται ότι η
βεβαίωσή τους ταυτιζόταν σχεδόν με την πληρωμή, με αποτέλεσμα να μην
συμπληρώνεται με την λήξη του έτους.
Αποτέλεσμα αυτής της βραδύτητας υπήρξε η βεβαίωση μόνο
συγκεντρωτικών στοιχείων. Από το 1833 έως το 1843 βεβαιώθηκαν έσοδα
225.759.506,79 δρχ. (εσωτερικά έσοδα 159.103.424,23 - εξωτερικά έσοδα
66.656.082,56 δρχ.), ενώ εισπράχθηκαν 205.068.731,50 δρχ. (εσωτερικά έσοδα
138.412.648,94 - εξωτερικά έσοδα 66.656.082,56 δρχ.). Τα συνολικά έξοδα ήταν
201.344.186,78 δρχ. (εσωτερικά έξοδα 152.627.336,33 δρχ. - εξωτερικά έξοδα 48.717.150,45 δρχ.). Οπότε
παρατηρείται πλεόνασμα 3.724.244,72 δρχ.
Ωστόσο, οι συντάκτες της Έκθεσης παρατηρούν ότι τα
έξοδα των δανείων, η κερδοσκοπία των μεσαζόντων και η κατασπατάληση των πόρων
οδηγεί το κράτος σε αδιέξοδο. Η επιτροπή εκφράζει την απαισιοδοξία της για την
κατάσταση της χώρας. Μεγάλο μέρος της δημόσιας περιουσίας επισημαίνεται ότι απαλλοτριώθηκε
και, παραλλήλως, ότι το Υπουργείο
Οικονομικών παρέβλεψε την έγκαιρη καταγραφή των λογιστικών πράξεων (έγιναν
ετεροχρονισμένα και με ελλείψεις). Γενικότερα, ότι υπήρξε μια άναρχη κατάσταση
όπου οι λογαριασμοί έμεναν για ολόκληρα χρόνια ανεξέλεγκτοι και οι διαχειριστές
τους ατιμώρητοι. Η επιτροπή θέτει ζήτημα πολιτικών ευθυνών, καθώς οι ελεγκτικές
επιτροπές κρίνονται ελλείπεις και στελεχωμένες από ανειδίκευτο προσωπικό. Η
επιτροπή καταλήγει με αίτημα –πρόταση προς τη Βουλή να αναθεωρήσει (έστω και
καθυστερημένα) το Ελεγκτικό Συνέδριο για να επιτευχθεί η τελειοποίηση του
λογιστικού συστήματος[9].
Μία από τις πλέον χρησιμοποιημένες περιγραφές για τις
συνθήκες μέσα στις οποίες ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Αθηνών, είναι αυτή που
αντλείται από την εφημερίδα Η Ελπίς, εφημερίδα που αντιπολιτεύεται τον
Όθωνα και τους Βαυαρούς[10].
Εκεί καταγράφεται με τρόπο οξύ η άποψη ότι το Πανεπιστήμιο ήταν έργο άκαιρο,
έργο που σκοπό είχε να καλοπιάσει τον ελληνικό λαό. Κοντά στα άλλα επιχειρήματα
που συνθέτουν την άποψη αυτήν, υπάρχει –κεντρικό μάλιστα- και το επιχείρημα της
οικονομικής διάστασης. Το έργο ήταν πρόωρο, επειδή επιπλέον δεν βασιζόταν στην
δυνατότητα ικανοποιητικής οικονομικής υποστήριξής του. Όλα τα παραπάνω,
συμπυκνώνονται σε δύο λέξεις που αντλώ από το σχετικό άρθρο: το Πανεπιστήμιο
ήταν έργο «φενακιστικό» και –για να πάρει και από έναν ξενικό όρο πρόσθετη
δύναμη η άποψη- ήταν «charlatanisme»
(«γελοία και αγυρτική επίδειξις»)[11].
Δεν ήταν έτσι ακριβώς τα πράγματα. Τουλάχιστον δεν
ήταν έτσι κατά την στιγμή που ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο. Πράγματι το Ακαθάριστο
Εγχώριο Προϊόν της χώρας, παρουσιάζει αυξητική τάση καθόλη την δεκαετία του
1830. Οι οικονομικοί οιωνοί, μετά την ίδρυση του κράτους δεν ήταν άριστοι, ήταν
όμως ενθαρρυντικοί για το κράτος, ώστε να αναλάβει «επενδυτικές» πρωτοβουλίες. Μάλιστα το ΑΕΠ της χώρας
σημειώνει κατά την περίοδο 1833-1840, μία από τις μεγαλύτερες αυξήσεις που
καταγράφονται σε όλη την διάρκεια του κρατικού μας βίου: 83% (Κωστελένος 2006,
52)[12].
Στην εκτίμησή μας ασφαλώς θα πρέπει να συνυπολογίζουμε ότι η οικονομία
βρίσκεται σε φάση ανασυγκρότησης, αμέσως μετά από τις ριζικές καταστροφές της
επαναστατικής περιόδου. Όμως ακόμη και με συνυπολογισμό αυτής της
σημαντικότατης παραμέτρου, πάλι απομένει μία εικόνα θετική για την οικονομική
συγκυρία. Εικόνα η οποία δεν προκύπτει μόνον από την μελέτη του ΑΕΠ, αλλά και
από άλλους δείκτες, οι οποίοι επιβεβαιώνουν ότι κατά την περίοδο 1830-1863
υπήρξε σημαντική βελτίωση στα δημόσια οικονομικά, αλλά και στο βιοτικό επίπεδο
των ελλήνων (Δερτιλής 2004, τ. Α΄, 265-285).
Πλήρως αντιστρέφονται τα πράγματα την επόμενη
δεκαετία, 1840-1850. Η οικονομία της χώρας, ιδίως κατά τα πρώτα έτη αυτής της
περιόδου, γνωρίζει μία σημαντική ύφεση. Η ύφεση απεικονίζεται και στο ΑΕΠ της
χώρας με την μορφή στασιμότητας. Πράγματι, κατά την περίοδο αυτή θα γίνουν
πολλές συζητήσεις για την δυνατότητα του Πανεπιστημίου να επιβιώσει. Ο Όθωνας,
στηριγμένος στην οικονομική δυσπραγία, αλλά συνυπολογίζοντας βεβαίως και άλλα
ιδεολογικο-πολιτικά δεδομένα, διοχετεύει τεχνηέντως την πληροφορία ότι
ενδέχεται το Πανεπιστήμιο να μην μπορέσει να συνεχίσει την λειτουργία του. Μετά
όμως από λίγες μεταβολές ενοχλητικών προσώπων και την υποχρεωτική στροφή του
στέμματος προς την αντιμετώπιση των συνθηκών που δημιουργούσε η 3η
Σεπτεμβρίου του 1843, η συζήτηση σταμάτησε και το Πανεπιστήμιο μακροημέρευσε,
χωρίς διακοπή στην λειτουργία του (Κιμουρτζής 2001, 165-176).
Αντωνίου, Αντώνης –
Κασκαρέλης, Ι. – Κωστελένος, Γ. (1999), Οι Δημόσιες Δαπάνες του
ελληνικού Κράτους: 1830-1939 (καταναλωτικές – μεταβιβαστικές –επενδυτικές),
Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα [έρευνα υπό δημοσίευση].
Ανδρέου, Αποστόλης (1987), “Κρατικές δαπάνες για την εκπαίδευση (1849-1880). Μία
πρώτη
προσέγγιση σ΄ ένα ανοιχτό θέμα”, π. Θέσεις – Αναλύσεις, Κριτική, Ζητήματα
της πάλης των τάξεων 18 (Ιαν.- Μάρτ. 1987).
Bourdieu,
Πρόλογος, επιστημονική επιμέλεια: Νίκος Παναγιωτόπουλος, Επίμετρο: Jean-Claude
Passeron, Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα.
Carnoy, Martin (1985), “The Political Economy
of Education”, Political Economy, Sociology
and Anthropology, 157-173.
Γκιούρας, Θανάσης – Γράβαρης, Διονύσης (2004), “Εισαγωγή”, στο: Rousseau, Jean-
Jacques, Λόγος περί Πολιτικής Οικονομίας, Μετάφραση: Κατερίνα Γεωργοπούλου,
Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα.
Γράβαρης, Διονύσης Ν.
(1994), Εκπαίδευση και Πολιτική Οικονομία. Αρχές εκπαιδευτικής
πολιτικής στους A. Smith, J.St. Mill και A. Marshall, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα,
Αθήνα.
Δερτιλής, Γιώργος Β., Ιστορία του Ελληνικού Κράτους 1830-1920, Εθνική Τράπεζα της
Ελλάδος – Ερευνητικό Πρόγραμμα της Επιτροπής Ιστορίας, Αθήνα.
Δημαράς, Αλέξης (2003), «Εκπαίδευση 1830-1871. Η διαμόρφωση του εκπαιδευτικού
συστήματος»,
στο: Παναγιωτόπουλος, Βασίλης (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού
1770-2000, τ. 4 (“Το Ελληνικό Κράτος, 1833-1871. Η εθνική εστία και ο Ελληνισμός
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας”), σ. 177-194.
Δημαράς, Αλέξης (1988), «Ιστορία της Εκπαίδευσης», π. Σύγχρονα Θέματα, τχ. 35-36-37
(Δεκέμβριος 1988), σ. 191-197.
Κιμουρτζής,
Παναγιώτης Γ. (2001), Πανεπιστήμιο Αθηνών (1837-1860): οι πρώτες γενεές των
διδασκόντων,
Διδακτορική Διατριβή: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο
Αθηνών – Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας
Διοίκησης, Αθήνα.
Κυπριανός,
Παντελής (2004), Συγκριτική Ιστορία της Ελληνικής Εκπαίδευσης,
Βιβλιόραμα,
Αθήνα.
Κωστελένος,
Γιώργος (2006), “Μακροοικονομικά μεγέθη”, στο: Κωστής, Κώστας –
Πετμεζάς, Σωκράτης (επιμ.), Η ανάπτυξη της
Ελληνικής Οικονομίας κατά τον 19ο
αιώνα (1830-1914), Ιστορικό Αρχείο Alpha
Bank, Αθήνα, σ. 39-64.
Κωστής,
Κώστας – Πετμεζάς, Σωκράτης (2006), “Εισαγωγή”, στο: Κωστής, Κώστας –
Πετμεζάς, Σωκράτης (επιμ.), Η ανάπτυξη της
Ελληνικής Οικονομίας κατά τον 19ο
αιώνα (1830-1914), Ιστορικό Αρχείο Alpha
Bank, Αθήνα, σ. 21-37.
Κωστής,
Κώστας Π. (2006), “Δημόσια Οικονομικά”, στο: Κωστής, Κώστας – Πετμεζάς,
Σωκράτης (επιμ.), Η ανάπτυξη της Ελληνικής
Οικονομίας κατά τον 19ο αιώνα (1830-
1914),
Ιστορικό Αρχείο Alpha Bank, Αθήνα, σ. 293-335.
Παναγιωτόπουλος, Νίκος (2004), “Για μια εκπαίδευση ενάντια στη δημαγωγική χειραγώγηση
και τον
αυτοκαταστροφικό ουτοπισμό”, Εισαγωγή στο: Bourdieu, Pierre,
Για την
εκπαίδευση του μέλλοντος. Οι προτάσεις του Πιέρ Μπουρντιέ, Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα
2004, σ. 69.
Πρόντζας, Ευαγγ. –
Κιμουρτζής, Π. – Μέλιος, Ν. (2002), Τα Δημόσια Έσοδα του ελληνικού
Κράτους: 1830-1939, Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα [έρευνα υπό
δημοσίευση].
Πιπινέλης, Τ.Ν. (1932), Η
Μοναρχία εν Ελλάδι. 1833-1843, Τύποις Ι. Βάρτσου, Αθήνα.
Simmons, John (1979), “Education for
Development, Reconsidered”, World Development, v.
7, pp. 1005-1016.
Tortella, Gabriel (ed.) (1990), Education and Economic Development
since the Industrial
Revolution, Generalitat Valenciana,
València.
Τσαούσης, Δ.Γ. (επιμ.) (1994), Πανεπιστήμιο
και Οικονομία στις αναπτυσσόμενες και
αναπτυγμένες χώρες, Μετάφραση: Γ. Σταμέλος, Gutenberg,
Αθήνα.
Τσουκαλάς,
Κωνσταντίνος (1977), Εξάρτηση και Αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των
εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922), Μετάφραση: Ι. Πετροπούλου –
Κ. Τσουκαλάς, Θεμέλιο, Αθήνα [τίτλος πρωτοτύπου: Dépendance et reproduction.
Le rôle social des
appareils scolaires en Grèce, Paris 1975].
Ψαλιδόπουλος,
Μιχάλης (2006), “Οικονομική σκέψη και πολιτικές”, στο: Κωστής, Κώστας –
Πετμεζάς, Σωκράτης (επιμ.), Η ανάπτυξη της
Ελληνικής Οικονομίας κατά τον 19ο
αιώνα (1830-1914), Ιστορικό Αρχείο Alpha
Bank, Αθήνα, σ. 337-377.
[1] Κατά την περίοδο που γράφεται το κείμενο, έχουν εκδηλωθεί δύο μεγάλες εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις. Η πρώτη, στα πανεπιστήμια κατά το εαρινό εξάμηνο του 2005-06. Η δεύτερη, στα δημοτικά σχολεία, εξαιτίας της απεργίας των δασκάλων, με μισθολογικά και ευρύτερα οικονομικά αιτήματα για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης (άρχισε τον Σεπτέμβριο, και διαρκεί).
[2] Αναφέρεται στο: Evans,
Mary, Killing Thinking: The Death of the Universities, Continuum,
London/New York 2004, p. ix.
[3] Σημαντικά στοιχεία εξακολουθούν να εισφέρουν οι εργασίες: Τσουκαλάς, 1977 (με έμφαση στην χρηματοδότηση των σχολικών μηχανισμών από την αστική τάξη των Ελλήνων της διασποράς) & Ανδρέου, 1987. Η αξία της ιστορικής μελέτης των οικονομικών της εκπαίδευσης αναδεικνύεται και στο: Κυπριανός, 2004, όπου υπάρχουν διάσπαρτες απόπειρες να ερμηνευθούν εκπαιδευτικές εξελίξεις στο νεοελληνικό κράτος σε διασύνδεση με κάποια οικονομικά στοιχεία.
[4] Το πρόγραμμα σχεδιάστηκε επί διετία, άρχισε τον Σεπτέμβριο του 2006 και υποστηρίζεται από το Ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου της Alpha Bank.
[5] «Οι κρατικές πολιτικές όπως
προσδιορίστηκαν προηγουμένως δεν είναι τίποτε περισσότερο από αποκύημα της
ανάγκης και προϊόν της εμπειρίας. Με άλλα λόγια, έρχονται να αντιμετωπίσουν
συγκεκριμένες πραγματικότητες και να δώσουν λύσεις σε προβλήματα που
ανακύπτουν, συμβιβάζοντας συχνά αντιτιθέμενα συμφέροντα και απόψεις, χωρίς κατ΄
ανάγκην να υπάρχει μια πολιτική και οικονομική φιλοσοφία να τις υποστηρίζει.
Είναι επομένως μάλλον υπερβολικό να αναζητούμε στις οικονομικές πολιτικές του
ελληνικού κράτους τα στοιχεία του φιλελευθερισμού ή του προστατευτισμού που
χαρακτηρίζουν τις δυτικοευρωπαϊκές πολιτικές. Το σημείο αυτό επισημαίνει ο
Μιχάλης Ψαλιδόπουλος διερευνώντας τις σχέσεις οικονομικής πολιτικής και
οικονομικής σκέψης στην Ελλάδα. Έτσι, αν και η οικονομική επιστήμη συγκροτείται
με επιταχυνόμενους ρυθμούς, όσο προχωράμε προς τα τέλη της περιόδου που
εξετάζεται εδώ, σε ένα αυτόνομο επιστημονικό πεδίο και στην Ελλάδα, οι
οικονομικές πολιτικές του ελληνικού κράτους δεν φαίνεται να βρίσκουν κάποιο
έρεισμα στον επιστημονικό χώρο» (Κωστής – Πετμεζάς 2006, 30).
[6] Πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση των κρατικών προθέσεων που εξυπηρετούσε η εκπαιδευτική πολιτική της πρώτης βαυαρικής δεκαετίας είναι αυτή που επιχειρεί ο Τ.Ν.Πιπινέλης (1932, 87-98). Δείχνει –και μάλιστα πρώιμα, ως προς την συνολική βιβλιογραφία- και τα οικονομικά όρια στα οποία προσέκρουε η προσπάθεια να αναπτυχθεί το εκπαιδευτικό δίκτυο.
[7] Οι “μεγάλες προσδοκίες” από την εκπαίδευση, είναι ένα πολυδιάστατο θέμα. Από την πλευρά των επιθυμιών των αγροτικών και των μικροαστικών στρωμάτων το παρουσίασε η Χριστίνα Κουλούρη σε επιφυλλίδα της που δημοσιεύθηκε λίγες ημέρες μετά την διεξαγωγή του Συνεδρίου αυτού και έφερε τον εύγλωττο τίτλο “Εκπαίδευση και (μεγάλες) προσδοκίες” (εφ. Το Βήμα της Κυριακής, 22/10/2006). Εκεί, παρατηρεί έμμεσα, αλλά πολύ εύστοχα, ότι για να αξιολογήσουμε χρειάζεται να συγκρίνουμε: «η εκπαίδευση στην Ελλάδα διέπεται από πολλές αντιφάσεις που συνδέονται κατ΄ αρχήν με μια διογκωμένη ιδεολογική λειτουργία και αντίστοιχα ισχνές κρατικές δαπάνες» [οι εμφάσεις δικές μου].
[8] Διάταγμα «Περί του
σχηματισμού και της αρμοδιότητος της επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου
Εκπαιδεύσεως Γραμματεία της Επικρατείας», ΦΕΚ φ. 14, σ. 93.
[9] Έκθεσις Εισηγητικής Επιτροπής της Βουλής επί του οικονομικού απολογισμού του έτους 1844, σελ. 4-37.
[10] Μαχητική εφημερίδα, με εκδότη τον Κωνσταντίνο Λεβίδη, αντιβαυαρικό λόγο και κύριο προσανατολισμό των άρθρων της την διεκδίκηση Συντάγματος: Μάγερ, Κώστας, Ιστορία του Ελληνικού Τύπου, τ. Α΄ (1790-1900), Αθήνα 1957, σ. 62-69.
[11] Εφ. Η Ελπίς, α.φ. 51 (6/18 Μαϊου 1837).
[12] «Το ΑΕΠ [σε τρέχουσες τιμές], όπως θα αναμενόταν άλλωστε, παρουσιάζει συνεχή αυξητική τάση, με την εξαίρεση της δεκαετίας 1840-1850 όπου υπάρχει στασιμότητα, και των ετών 1893-1897, δηλαδή από την κήρυξη χρεοστασίου μέχρι τον πόλεμο του 1897. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις φαίνεται ότι συνέβησαν τις περιόδους 1833-1840 (83%), 1850-1860 (68%), 1860-1870 (51%), 1880-1890 (57%) και 1910-1914 (111%). Οι αυξήσεις αυτές του ΑΕΠ, σε ονομαστικές τιμές, φαίνονται λογικές: στην πρώτη περίοδο έχουμε την επιστροφή σε κάποια ομαλότητα μετά την επανάσταση και τη διάλυση της παραγωγικής βάσης της χώρας, στη δεύτερη έχουμε αναταραχές, στη συνέχεια κάποια παρατεταμένη ομαλότητα και την αρχή της εκβιομηχάνισης, επιβράδυνση με την ευρωπαϊκή κρίση (1873-1896), αύξηση λόγω προσάρτησης νέων εδαφών (Θεσσαλία, Άρτα), μικρή επιβράδυνση τη δεκαετία 1890-1900 (26%), αύξηση στις αρχές του αιώνα και μεγάλη αύξηση με την προσάρτηση των Νέων Χωρών αλλά και του πληθωρισμού (μετά το 1910). Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η εικόνα της εξέλιξης του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές είναι αναμενόμενη και συμβατή με όσα θα περίμενε κάποιος γνώστης της νεοελληνικής ιστορίας».