Η εκπαιδευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης
στο πλαίσιο της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης
Μιχάλης ΚΕΛΠΑΝΙΔΗΣ
Καθηγητής Α.Π.Θ.
Περίληψη
Στην πρώτη περίοδο (1957-1976) μετά την ίδρυση της ΕΟΚ, δεν
σημειώθηκαν σημαντικές εξελίξεις στον τομέα της εκπαίδευσης, δεδομένου ότι η
εκπαίδευση αναγνωρίστηκε ότι ανήκει στην αρμοδιότητα του εθνικού κράτους. Στην
παραπέρα πορεία ωστόσο οι αρμοδιότητες της ΕΟΚ/ΕΕ άρχισαν να επεκτείνονται στην
επαγγελματική εκπαίδευση με το σκεπτικό ότι διαφορετική επαγγελματική
εκπαίδευση και κατάρτιση στα κράτη-μέλη συνεπάγεται άνισες ευκαιρίες πρόσβασης
των ατόμων σε επαγγελματικές και κοινωνικές θέσεις. Τομή στην εξέλιξη αυτή
αποτέλεσε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (1985), σύμφωνα με τη οποία η
Τριτοβάθμια Εκπαίδευση εντάσσεται στην επαγγελματική εκπαίδευση, επειδή
προετοιμάζει τους νέους για την ανάληψη επαγγελματικών θέσεων, ανεξάρτητα από
το γεγονός ότι έχει και άλλες λειτουργίες. Έτσι τέθηκαν οι στόχοι της
συνεργασίας των ΑΕΙ και εναρμόνισης των συστημάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
των χωρών-μελών, της προώθησης της κινητικότητας των φοιτητών και της αμοιβαίας
αναγνώρισης των διδακτικών μονάδων για μαθήματα που παρακολούθησαν σε
πανεπιστήμια διαφορετικών χωρών. Με την ονομαζόμενη «διαδικασία της Μπολόνια»
άρχισε το 1999 μία ευρεία μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις χώρες
μέλη και σε συνεργαζόμενες χώρες, η οποία είναι
προβλέψιμό ότι θα αποτελέσει την μεγαλύτερη τομή στην εξέλιξη της τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης στην Ευρώπη – και πέραν των ορίων της – σε στη νεότερη ευρωπαϊκή
ιστορία. Ενώ αρκετές χώρες-μέλη έχουν ήδη εκπληρώσει τους στόχους που τέθηκαν
στη διαδικασία της Μπολόνια με χρονικό όριο την πλήρη επίτευξή τους το 2010, η
Ελλάδα δεν έκανε σχεδόν καμία πρόοδο προς αυτή την κατεύθυνση, λόγω του
αρνητικού κλίματος που καλλιεργείται με ιδεολογικά κίνητρα ενάντια στην
ευρωπαϊκή πολιτική κυρίως από τους εκπροσώπους της Αριστεράς
αλλά και της νέο-ορθόδοξης παράταξης. Έτσι είναι ορατός ο κίνδυνος να μείνουν
τα ελληνικά πανεπιστήμια έξω από τον Ευρωπαϊκό
Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης, που συγκροτείται με τη διαδικασία της
Μπολόνια.
Abstract
European educational policy is a crucial dimension of general European policy aiming at European
integration. To understand properly educational policy, a sketch of the
development of the European Union is given in the introduction to the main part
of the paper. The European Union is established in the post-World War II period
by the six founding states with the aim to solve three major problems, i.e. to
control German political and economic development, to defend Western Europe
against manifest Soviet aggression and to facilitate the economic recovery of
European countries from the devastations of the war. In the first period,
progress was reached only in the economic dimension. However, according to the
theoretical hypothesis of Jean Monnet, changes in one
sector would have repercussions, called “spill over effects”, upon other
sectors. This means that to materialize e.g. the principle of freedom of
movement of persons across the borders of the European countries, persons must
have the same qualifications in order to be able to compete on equal terms for
social and economic positions with others. Thus, education was recognized as
the main mechanism, which could be used to offer equal opportunity to all
European youth, if the educational systems of the member states would converge.
Hence, the European Union initiated important steps first in vocational
education and then in tertiary education. The most crucial step was the
Ι. Εισαγωγή: Οι
προϋποθέσεις της δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η εκπαιδευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι
μία καίρια διάσταση της πολιτικής της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης, ώστε για να γίνει
κατανοητή απαιτείται μία σκιαγράφηση της συνολικής διαδικασίας της ευρωπαϊκής
ενσωμάτωσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργήθηκε κάτω από την πίεση τριών μεγάλων
προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι Ευρωπαϊκές δημοκρατίες στο τέλος του Δεύτερου
Παγκόσμιου Πόλεμου. Αυτά ήταν πρώτο, η λύση του ανταγωνισμού Γαλλίας και Γερμανίας, των δύο μεγάλων κρατών της
ηπειρωτικής Ευρώπης, των οποίων η εχθρότητα είχε βαθιές ιστορικές ρίζες.
Δεύτερο, η οργάνωση της άμυνας των Δυτικών δημοκρατιών απέναντι στην επεκτατική
πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, ο οποίος άρχισε
ήδη το 1946 και ο οποίος σε άλλα μέρη του κόσμου δεν ήταν «ψυχρός» αλλά
πραγματικός πόλεμος, όπως στην Κορέα. Η επιθετικότητα της Σοβιετικής Ένωσης
στην Ευρώπη δημιούργησε δικαιολογημένους φόβους ότι η Σοβιετικοί σκόπευαν,
έχοντας σαφή στρατιωτική υπεροχή στα συμβατικά οπλικά συστήματα, να
καταλάβουν και τις Δυτικές χώρες της Ευρώπης, όπως είχαν καταλάβει τις
Ανατολικές, στις οποίες ανέτρεψαν τα πολιτικά καθεστώτα τους για να επιβάλουν
τον σοβιετικό ολοκληρωτισμό. Ανάμεσα στα γεγονότα που τεκμηρίωναν αυτούς τους
φόβους ήταν το 1948 ο αποκλεισμός του Δυτικού Βερολίνου, το οποίο τροφοδούνταν στο διάστημα του αποκλεισμού μόνο μέσω της
αερογέφυρας των Δυτικών Δυνάμεων, η δίκη του Slansky και
άλλων μη-σταλινικών κομμουνιστών στην Πράγα, που ήταν η επανάληψη των δικών της
Μόσχας του 1936, οι στρατιωτικές επεμβάσεις της Σοβιετικής Ένωσης στην
Πολωνία και, σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, στην Ουγγαρία το 1956. Το τρίτο
πιεστικό πρόβλημα που συνδεόταν με το δεύτερο ήταν η ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων
από τον Πόλεμο χωρών της Ευρώπης μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. (Weidenfeld & Wessels, Η Ευρώπη
από το Α έως το Ω, CD, σελ. 2-10)
Η Γαλλία προσπάθησε αρχικά να εφαρμόσει απέναντι στη Γερμανία
την ίδια πολιτική, όπως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με σκοπό να
αποδυναμωθεί κατά το δυνατό η Γερμανία, για να διασφαλιστεί η Γαλλία από τον
κίνδυνο που προερχόταν από την ισχυρότερή από αυτήν γειτονική της χώρα, με την
οποία συνόρευε με μία μακρά γραμμή συνόρων. Αντικειμενικά η γαλλική πολιτική
ήταν εθνικιστική και κοντόφθαλμη, διότι παράβλεπε πρώτο ότι η Συνθήκη των
Βερσαλλιών είχε αποτύχει και δεύτερο ότι η διεθνής συγκυρία δεν επέτρεπε, εν
όψει της σοβιετικής απειλής, την αποδυνάμωση της Γερμανίας. Οι Ηνωμένες
Πολιτείες, ως η μία από τις δύο υπερδυνάμεις στο νέο διπολικό σύστημα της
παγκόσμιας πολιτικής, είχαν μία σφαιρική οπτική των διεθνών προβλημάτων και η
αμερικανική πολιτική ήταν έτσι αντίθετη προς τη γαλλική. Οι Αμερικανοί γνώριζαν
ότι δεν θα μπορούσαν να υπερασπιστούν τη Δυτική Ευρώπη απέναντι στη σοβιετική
υπερδύναμη τεθωρακισμένων και στρατού ξηράς χωρίς το
γερμανικό στρατό, και αυτό σήμαινε: χωρίς μία ανασυγκροτημένη, ισχυρή
Γερμανία. Τον γαλλικό στρατό, μετά από τις δύο συνθηκολογήσεις της Γαλλίας
μέσα σε έξι εβδομάδες σε δύο πολέμους με τη Γερμανία, το 1870 και το 1940, δεν
τον υπολόγιζαν οι Αμερικάνοι. Έτσι οι Αμερικάνοι έκαναν, με την υποστήριξη των
Βρεταννών, σαφές στους Γάλλους ότι η αμερικανική
πολιτική στόχευε στην ανοικοδόμηση της Ευρώπης με μία ισχυρή Γερμανία μέσα σ’
αυτήν. Οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να συμφωνήσουν, γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή. (Duchêne 1996:22-35)
Έτσι η δημιουργία μίας ένωσης των δυτικοευρωπαϊκών
κρατών ήταν η λύση που επελέγη, διότι παρείχε τη δυνατότητα να ελεγχθεί η
ανασυγκρότηση και ισχυροποίηση της Γερμανίας μέσα σε αυτή την ένωση από τους
άλλους ευρωπαίους. Η λύση αυτή θα έκανε δυνατή τόσο την ανασυγκρότηση της
οικονομίας της Γερμανίας όσο και τη διασφάλιση των άλλων κρατών-μελών της
ένωσης από τον – τότε θεωρούμενο ως πιθανό – κίνδυνο μιας αναβίωσης του
γερμανικού μιλιταρισμού.
Όπως
είναι γνωστό, τον πρώτο πυρήνα της μετέπειτα ΕΟΚ αποτέλεσε η Ευρωπαϊκή Ένωση
Άνθρακα και Χάλυβα, στην οποία μία ανεξάρτητη από τα έξι κράτη, που συμμετείχαν
στη συμφωνία, Αρχή διαχειριζόταν τις καίριες για την ευρωπαϊκή βιομηχανία
πρώτες ύλες του άνθρακα και του χάλυβα. Όπως επίσης είναι γνωστό, η Ευρωπαϊκή
Οικονομική Ένωση ιδρύθηκε με τις Συνθήκες της Ρώμης, που υπογράφηκαν το 1957
από τα έξι ιδρυτικά κράτη-μέλη, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία, Βέλγιο και
Λουξεμβούργο. (Nugent 2003:
33-100)
Σημαντικά σημεία στην παραπέρα εξέλιξη της ευρωπαϊκής
ενοποίησης, τα οποία πρέπει να αναφερθούν, για να γίνει καλύτερα κατανοητή η
εκπαιδευτική πολιτική είναι τα εξής: Πρώτο, πρόοδος συντελέστηκε
στην ΕΟΚ στον οικονομικό τομέα και πολύ λιγότερο σε άλλους τομείς.
Υπενθυμίζεται, ότι οι προσπάθειες της δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Πολιτικής
Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης πριν από την ίδρυση της ΕΟΚ
απέτυχαν. Αυτά τα δεδομένα έδειξαν ότι η μεταφορά αρμοδιοτήτων από τις εθνικές
κυβερνήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν πολύ πιο εύκολα αποδεκτή στον ουδέτερο εργαλειακό τομέα των οικονομικών σχέσεων παρά στους κατ’
εξοχήν τομείς της εθνικής κυριαρχίας και εθνικής ταυτότητας, οι οποίοι είναι η
άμυνα και η εξωτερική πολιτική. Η στάση αυτή των κυβερνήσεων βρισκόταν σε
αντιστοιχία προς τις στάσεις των πολιτών των κρατών-μελών, στις οποίες κυριαρχούσε
η στάση υπέρ της διατήρησης της εθνικής ταυτότητας. Δεύτερο, σημαντικό στοιχείο
είναι ότι σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν υπήρξε ένα μαζικό κίνημα των πολιτών
υπέρ της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Διαπιστώνεται έτσι εδώ μία σημαντική διαφορά
σε σχέση με τις – σε περιορισμένο βαθμό – συγκρίσιμες ιστορικές περιπτώσεις
της ενοποίησης της Ιταλίας και της Γερμανίας τον 19ο αιώνα όπου,
εκτός των άλλων παραγόντων, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν τα μαζικά κινήματα των
πολιτών υπέρ της ένωσης των ιταλικών και των γερμανικών κρατών.
Τρίτο, οι προσπάθειες της δημιουργίας μίας
«ευρωπαϊκής» ιδεολογίας με μαζική απήχηση υπέρ της ενοποίησης παρέμειναν
επιφανειακές και δεν είχαν καμία επιτυχία. Η στάση των πολιτών – με κάποιες
διαφορές ωστόσο ανάμεσα στις κοινωνίες των κρατών-μελών – είναι περισσότερο
μία στάση παθητικής αποδοχής παρά ένθερμης συμμετοχής στη διαδικασία της
ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οι προσπάθειες της δημιουργίας μίας ευρωπαϊκής
ιδεολογίας στηρίχθηκαν αρχικά στη δυτικο-ευρωπαϊκή
πολιτιστική παράδοση και στην «Δυτική Εκκλησία», η οποία ωστόσο δεν είναι «μία
Εκκλησία», ώστε και η παράδοσή της δεν είναι ενιαία: η διάδοση του Προτεσταντισμού
στις βόρειες χώρες προκάλεσε το μεγαλύτερο πολιτιστικό «ρήγμα» στην υποτιθέμενη
ενιαία δυτική παράδοση, με συνέπειες τους μακρούς θρησκευτικούς
πολέμους, τις κοινωνικές διαιρέσεις και την άνοδο των προτεσταντικών χωρών
στην κορυφή των ανεπτυγμένων κοινωνιών. Είναι ωστόσο σαφές ότι η τάση που
χαρακτήρισε τις προσπάθειες της συγκρότησης μιας ευρωπαϊκής ιδεολογίας ήταν
από τη μια πλευρά να παρουσιαστεί η δυτική παράδοση ως ενιαία και από την άλλη να
τονιστούν οι διαφορές της προς τη Χριστιανική Ορθοδοξία της Ανατολικής
Ευρώπης.
Αυτή η στάση εκφράζεται χαρακτηριστικά σε δημοσίευμα
της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας για Πολιτική Επιμόρφωση των Πολιτών της Γερμανίας
(Bundeszentrale
für Politische Bildung) στη δεκαετία του 1980 με συγγραφέα τον πολιτειολόγο Richard Löwenthal:
«Η κοινή ταυτότητα της Ευρώπης αναφέρεται σε εκείνο το τμήμα της ηπείρου μας, του
οποίου η χριστιανική παράδοση δεν καθορίστηκε για μεγάλο διάστημα από το
Βυζάντιο (πλάγια από το συγγρ., Μ.Κ.) και στο οποίο η αρχαία κληρονομιά και η χριστιανική
ανανέωση – συμπεριλαμβανομένων και των πηγών της εβραϊκής προφητείας – αναμείχθηκαν
δημιουργικά με τις συμβολές των αρχαίων Γερμανών και Κελτών βαρβάρων. Αυτή η
κοινή ευρωπαϊκή παράδοση δεν συμπεριλαμβάνει μόνο τη σημερινή Δυτική Ευρώπη,
αλλά και την γερμανόφωνη Κεντρική Ευρώπη, τους λαούς της Βορείου Ευρώπης, της
Σκανδιναβίας, Φινλανδίας, Βαλτικής και την ιστορική Ανατολική-Κεντρική Ευρώπη
με τους λαούς της Πολωνίας, Βοημίας και Ουγγαρίας.» (Löwenthal
1985: 43-44, η μεταφρ. δική μου. Μ.Κ.)
Τέταρτο,
οι αρχικές προσπάθειες της δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας, βασισμένης
σε μία κοινή πολιτιστική παράδοση, έχασαν ουσιαστικά το νόημά τους με τις
διαδοχικές διευρύνεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες αύξησαν τόσο την πολιτιστική
ανομοιογένεια της όσο και τις διαφορές του κοινωνικοοικονομικού και τεχνολογικού
επιπέδου των χωρών-μελών.
Η πολλαπλή αυτή ανομοιογένεια θα μεγιστοποιηθεί με την
προβλεπόμενη είσοδο της Τουρκίας, μιας ισλαμικής χώρας που δεν είχε παρά μόνο
αρνητική σχέση με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό στο παρελθόν και δεν συνεισέφερε
τίποτα σ’ αυτόν, ενώ αντίθετα αποξένωσε για μεγάλο διάστημα τις χώρες της
βαλκανικής χερσονήσου – προς μεγάλη ζημία τους – από τα πολιτιστικά και επιστημονικά
επιτεύγματα του Δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού και προκάλεσε σε όλο το χώρο της
κυριαρχίας της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σημαντική οπισθοδρόμηση και
καθυστέρηση της κοινωνικής, οικονομικής και τεχνολογικής εξέλιξης.
Το
συμπέρασμα είναι ότι η συγκρότηση μιας ενιαίας ευρωπαϊκής ταυτότητας και μιας
ομοιογενούς ευρωπαϊκής κοινωνίας είναι σήμερα πολύ πιο δύσκολη αν όχι ανέφικτη,
μετά από τις προϋποθέσεις που διαμορφώθηκαν από τις αλλεπάλληλες διευρύνσεις,
από ό,τι ήταν στις δεκαετίες του 1970 και 1980. Η
Ευρωπαϊκή Ένωση που χαρακτηρίζεται συχνά ως «moving target» κινήθηκε
πολύ γρήγορα πέραν των ορίων, μέσα στα οποία θα μπορούσε, με κάποια
πειστικότητα, να γίνει λόγος για μία ευρωπαϊκή ταυτότητα και για μία ενιαία
ευρωπαϊκή κοινωνία. Αυτό είναι το σήμερα μεταλλαγμένο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, μέσα στο οποίο θα γίνει μία σύντομη ανασκόπηση των καίριων σημείων της
ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής της πολιτικής.
ΙΙ.
Η εκπαιδευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή, στην παραπέρα πορεία
μετά την ίδρυση της ΕΟΚ, πρόοδος επιτεύχθηκε στον οικονομικό τομέα, με τη σταδιακή πραγματοποίηση της κοινής
αγοράς, και πολύ λιγότερο ή καθόλου σε άλλους τομείς. Σύμφωνα με την αρχική
υπόθεση του Jean Monnet, λόγω των λειτουργικών
αλληλεξαρτήσεων των κοινωνικών μεγεθών, μεταβολές σε έναν τομέα έχουν
επιπτώσεις – “spill over effects”
– στους άλλους τομείς. Για παράδειγμα, η
ελεύθερη μετακίνηση των ατόμων για εξεύρεση εργασίας από μία χώρα-μέλος σε
άλλες χώρες-μέλη, που είναι μία από τις «βασικές ελευθερίες», την οποία
εισήγαγαν οι Συνθήκες της Ρώμης, είναι τότε μόνο ουσιαστικά δυνατή, όταν τα άτομα έχουν ίσες προϋποθέσεις και
ευκαιρίες να ανταγωνιστούν τους συνυποψήφιούς τους για τις ίδιες θέσεις στην
ευρωπαϊκή αγορά.
Συνεπώς ο υπερκείμενος στόχος της δημιουργίας μιας
κοινής ευρωπαϊκής αγοράς χωρίς εσωτερικούς φραγμούς δεν μπορεί να υλοποιηθεί
πλήρως, εάν δεν διασφαλιστεί ότι τα συστήματα της επαγγελματικής εκπαίδευσης
των κρατών-μελών παρέχουν στους αποφοίτους τους τα ίδια προσόντα και μάλιστα
στο ίδιο επίπεδο εκπαιδευτικής ποιότητας. Αυτό σημαίνει ότι, κατά την
προσδοκία του Monnet, η
μεταφορά αρχικά των οικονομικών μόνο αρμοδιοτήτων από τις εθνικές κυβερνήσεις
στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα είχε στη συνέχεια ως συνέπεια την μεταφορά αρμοδιοτήτων
από τις εθνικές κυβερνήσεις στο ευρωπαϊκό κέντρο και σε άλλους τομείς. Εδώ
έχουμε μία τυπική λειτουργική επίπτωση («spill over effect») με την έννοια του Jean Monnet.
Η θεωρητική αυτή παραδοχή, ότι αλλαγές οι οποίες
εισήχθησαν αρχικά σε έναν μόνο τομέα προκαλούν επιπτώσεις σταδιακά και σε
άλλους τομείς του συστήματος, χαρακτηρίζεται ως «φονξιοναλιστική
προσέγγιση», επειδή εξηγεί την διείσδυση των αλλαγών με τις λειτουργικές
αλληλεξαρτήσεις των συστημικών μεγεθών. (Wolf 2005: 65-90) Ο αντίποδας προς αυτή τη θέση στο χώρο
της έρευνας για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η «διακυβερνητική προσέγγιση» (Bieling 2005: 91-116), η οποία υποστηρίζει ότι η πραγματική
πολιτική ισχύς και η κυριαρχία παραμένουν στις εθνικές κυβερνήσεις, ώστε αποφάσεις
για την εισαγωγή ουσιαστικών αλλαγών στην Ευρωπαϊκή Ένωση παίρνονται τότε μόνο,
όταν οι αλλαγές ωφελούν τα συμφέροντα της πλειοψηφίας
των κυβερνήσεων ή των κυβερνήσεων των «ισχυρών» κρατών-μελών.
Η εκπαίδευση αναφέρεται ελάχιστα στα αρχικά νομοθετικά
κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μολονότι στην πρώτη περίοδο (1957-1976) δεν συντελέστηκαν σημαντικές εξελίξεις στην εκπαιδευτική
πολιτική, απέκτησε σταδιακά όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα ο στόχος της
εναρμόνισης των εθνικών συστημάτων της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Ήδη το
1963 θεσπίστηκαν «γενικοί κανόνες για την εφαρμογή μιας κοινής πολιτικής στην
επαγγελματική εκπαίδευση». Δεδομένου ωστόσο ότι η επαγγελματική εκπαίδευση
συνδέεται στενά με τη γενική εκπαίδευση, το ενδιαφέρον της ευρωπαϊκής
εκπαιδευτικής πολιτικής άρχισε να επεκτείνεται και στη γενική εκπαίδευση.
Είναι σαφές ότι για τη διευκόλυνση της κινητικότητας των ατόμων απαιτείται
συντονισμός όχι μόνο της επαγγελματικής αλλά και των συστημάτων της γενικής
εκπαίδευσης. Για παράδειγμα, τα παιδιά των μεταναστών πρέπει όχι μόνο να
γίνονται αποδεκτά σε σχολεία άλλων χωρών αλλά και να μπορούν να παρακολουθήσουν
τα μαθήματα χωρίς χάνουν, για τυπικούς λόγους, τη χρονιά τους.
Η γενική εκπαίδευση αποτελεί ωστόσο τον κύριο
μηχανισμό του εθνικού κράτους για τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας των
πολιτών του. Έτσι, το πρόβλημα που προέκυψε εδώ είναι η – εν μέρει κεκαλυμμένη
– σύγκρουση ανάμεσα στην επιδίωξη του εθνικού κράτους να συνεχίζει να
χρησιμοποιεί την εκπαίδευση ως όργανο της κοινωνικοποίησης των πολιτών στην
εθνική κουλτούρα και στο σκοπό της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παρέχει σε όλους τους
νέους της Ευρώπης ίσες ευκαιρίες κοινωνικής ανόδου στην υπό διαμόρφωση ενιαία
ευρωπαϊκή κοινωνία. (Κελπανίδης, Η ελληνική
εκπαιδευτική πολιτική στο σταυροδρόμι ανάμεσα στον εθνοκεντρισμό και στον
εξευρωπαϊσμό 2007, υπό δημοσίευση)
Η πολιτική της παροχής ίσων ευκαιριών της Ευρωπαϊκής
Ένωσης δεν συνεπάγεται φυσικά μόνο τη διδασκαλία των ίδιων τεχνικών
αντικειμένων στις τεχνικές και επαγγελματικές σχολές, αλλά και τη διαμόρφωση
Ευρωπαίων πολιτών, διότι χωρίς την αποδοχή ορισμένων βασικών ευρωπαϊκών αξιών,
όπως την αντιμετώπιση όλων των Ευρωπαίων πολιτών ως ίσων κλπ. δεν είναι δυνατό
το άτομο να ενσωματωθεί και να εργαστεί δημιουργικά στο θεσμικό πλαίσιο της
Ενωμένης Ευρώπης. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού η Ευρωπαϊκή Ένωση
χρηματοδοτεί από πολλά χρόνια μία σειρά προγραμμάτων, τα κυριότερα από τα οποία
είναι τα προγράμματα Socrates, Lingua,
Arion, Naric, Leonardo da Vinci,
Force, Petra, Jean Monnet,
Νέοι για την Ευρώπη, Tempus και άλλα. Tο πρόγραμμα Socrates
περιλαμβάνει δύο υποπρογράμματα (Erasmus και Comenius) και μια δέσμη οριζόντιων μέτρων.
Σε όλες τις σχετικές αποφάσεις της ωστόσο η Ευρωπαϊκή
Ένωση τονίζει ότι η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας δεν νοείται
ανταγωνιστικά προς τις εθνικές ταυτότητες των πολιτών. Έτσι, η εκπαιδευτική
πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης σίγουρα δεν επιβάλλει μία νέα «ευρωπαϊκή
ταυτότητα», αλλά παρέχει, αντίθετα, μία πολύ μεγάλη αυτονομία στα εθνικά
εκπαιδευτικά συστήματα των κρατών-μελών της όσον αφορά τη διατήρηση και
ενδυνάμωση της εθνικής ταυτότητας των πολιτών τους. Από την άλλη πλευρά, η
δημιουργία ίσων ευκαιριών πρόσβασης όλων των πολιτών ανεξαρτήτως εθνικής
προέλευσης στην αναδυόμενη ευρωπαϊκή κοινωνία συνεπάγεται την ενιαία οργάνωση
των σπουδών και των συστημάτων της εκπαίδευσης και κατάρτισης όλων των χωρών
μελών. Συνεπώς ανάμεσα στο στόχο της αποδοχής της διαφορετικότητας και στο στόχο της διαμόρφωσης ισότητας εμπεριέχεται ένα εγγενές δυναμικό συγκρούσεων, το οποίο
είναι προβλέψιμο, ότι θα αναπτυχθεί αναπόφευκτα στην παραπέρα πορεία της
ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης.
Στην ως τώρα πορεία της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης η
περίοδος από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ως τις αρχές της δεκαετίας του
1980 ήταν γενικά μία περίοδος στασιμότητας, η οποία καθορίστηκε, εκτός άλλων
παραγόντων, και από την παγκόσμια ενεργειακή και οικονομική κρίση. Στην
αντιμετώπιση της κρίσης έγινε σαφής η έλλειψη αλληλεγγύης και κάθε κράτος
προσπάθησε να βρει λύσεις στα δικά του προβλήματα χωρίς να λάβει ουσιαστικά
υπόψη του τις επιπτώσεις της πολιτικής του στα άλλα κράτη-μέλη. Ωστόσο, στη
συνάντηση των Υπουργών Παιδείας το 1976 διατυπώθηκε ο πυρήνας ενός
προγράμματος δράσης, του οποίου οι αποφάσεις υλοποιήθηκαν σταδιακά στα επόμενα
χρόνια. Οι κυριότερες από αυτές ήταν:
1)
Η έμφαση στην επαγγελματική κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού.
2)
Η συνεργασία ανάμεσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
3)
Η αμοιβαία πληροφόρηση μέσω της συστηματικής συλλογής και αξιοποίησης
στατιστικών δεδομένων.
4)
Η προώθηση της συνεργασίας των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
5)
Η διεύρυνση της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών στα σχολεία όλων των χωρών-
μελών.
6)
Η λήψη μέτρων για την ισότητα των εκπαιδευτικών ευκαιριών. (Σταμέλος
&
Βασιλόπουλος 2004:
53-54)
Στα επόμενα χρόνια τέθηκε ιδιαίτερο βάρος στην
κινητικότητα των φοιτητών. Έτσι, το 1980 εξισώθηκε το status των φοιτητών
από άλλες ευρωπαϊκές χώρες που σπούδαζαν σε μία χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με
το status των
φοιτητών της χώρας αυτής.
Επίσης,
το 1984 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποδέχθηκε την απόφαση την αναγνώριση πτυχίων
και περιόδων σπουδών σε ιδρύματα άλλων χωρών.
Καίριας
σημασίας ήταν η απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το 1985, η
οποία ενέταξε την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην «επαγγελματική εκπαίδευση», με
δεδομένο ότι προετοιμάζει τους σπουδαστές της για την ανάληψη συγκεκριμένων
επαγγελματικών ρόλων, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι περιέχει και στοιχεία
γενικής εκπαίδευσης. Μολονότι υπήρξαν αντιρρήσεις, η ευρωπαϊκή εκπαιδευτική
πολιτική επεκτάθηκε με βάση την απόφαση αυτή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και
έθεσε έτσι συγκεκριμένους περιορισμούς στις αρμοδιότητες των εθνικών κρατών
στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πρέπει να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι το Δικαστήριο
των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έπαιξε γενικά έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην ευρωπαϊκή
ενσωμάτωση, με την έννοια ότι οι αποφάσεις του συγκεκριμενοποίησαν την ευρωπαϊκή
νομοθεσία και άνοιξαν έτσι το δρόμο σε ορισμένες συνακόλουθες δράσεις και ενέργειες
των κοινοτικών οργάνων. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
εισήγαγαν έτσι «νομοθετική προβλεψιμότητα» σε χώρους,
στους οποίους υπήρχε αοριστία.
Σημαντική καμπή στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης
αποτέλεσε η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη το 1986 (Nugent 2003: 104-106), η οποία ήταν αποφασιστική για την
ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και για την αποτελεσματικότερη οργάνωση των
διαδικασιών λήψης αποφάσεων των κοινοτικών οργάνων. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη
δεν περιείχε ιδιαίτερες διατάξεις για την εκπαίδευση, αλλά ενσωμάτωσε στη Συνθήκη
της ΕΟΚ νέους τομείς, όπως την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη, το
περιβάλλον και την «οικονομική και κοινωνική συνοχή».
Το 1987 άρχισε να εφαρμόζεται το πρόγραμμα ERASMUS, το οποίο προώθησε την κινητικότητα των φοιτητών με
την αναγνώριση περιορισμένης διάρκειας σπουδών σε άλλο πανεπιστήμιο κάποιας
χώρας της (τότε ακόμα) ΕΟΚ, όπως και την κινητικότητα των διδασκόντων.
Το 1990 δημιουργήθηκε το Ευρωπαϊκό Δίκτυο
Εκπαιδευτικών Πληροφοριών (ΕΥΡΥΔΙΚΗ) με στόχους τη
συστηματική συλλογή δεδομένων για τα εκπαιδευτικά συστήματα των συνεργαζόμενων χωρών – όχι μόνο των χωρών/μελών αλλά και
άλλων χωρών – την ανταλλαγή και διάχυση αυτής της πληροφόρησης και των
εμπειριών σε θέματα εκπαίδευσης και εκπαιδευτικής πολιτικής. Μέσω αυτής της
ανταλλαγής επιδιώκεται η συνεργασία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και
φορέων.
Η δεύτερη, ακόμα μεγαλύτερη, καμπή στην πορεία της
ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι η συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), η οποία είναι
ιδιαίτερα σημαντική και για την εκπαίδευση, διότι με τα άρθρα 126 και 127
θεσμοθετεί την εκπαιδευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όσον αφορά το
περιεχόμενο των άρθρων, τονίζονται ή/και διευρύνονται εκπαιδευτικοί στόχοι, οι
οποίοι είχαν τεθεί και προηγουμένως. Στο άρθρο 126, παράγραφος 2 αναφέρονται τα
εξής:
«Η δράση της Κοινότητας έχει τους εξής στόχους: την
ανάπτυξη της ευρωπαϊκής διάστασης στην εκπαίδευση, ειδικά μέσω της εκμάθησης και διάδοσης των γλωσσών
των κρατών-μελών, την ενίσχυση της κινητικότητας των διδασκομένων και των
διδασκόντων, μέσω της αναγνώρισης των διπλωμάτων και εξαμήνων σπουδών σε άλλες
χώρες, την ενίσχυση της συνεργασίας ανάμεσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τη
διεύρυνση της ανταλλαγής πληροφοριών και εμπειριών σχετικά με κοινά προβλήματα
στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών συστημάτων των κρατών-μελών, την προώθηση της
ανταλλαγής νέων και κοινωνικών παιδαγωγών, και την προώθηση της ανάπτυξης της
εξ αποστάσεως εκπαίδευσης.»
Στη δεκαετία που ακολούθησε υλοποιήθηκαν σε σημαντικό
βαθμό οι παραπάνω στόχοι με αντίστοιχες ενέργειες και δράσεις. Για τη
διευκόλυνση της κινητικότητας των φοιτητών ανάμεσα στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια
εισήχθη το «ευρωπαϊκό σύστημα μεταφοράς διδακτικών μονάδων», το οποίο
δημιούργησε πιέσεις για την πραγματοποίηση της ισοτιμίας των σπουδών και την
εφαρμογή των ίδιων κριτηρίων, που διασφαλίζουν την ίδια ποιότητα σπουδών σε όλα
τα τριτοβάθμια ιδρύματα των χωρών-μελών. Ο υπερκείμενος στόχος, που διατυπώθηκε
στη Σύνοδο της Λισαβόνας, είναι η άνοδος του επιπέδου των προσόντων του
ανθρώπινου δυναμικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να γίνει η οικονομία της «η
πιο ανταγωνιστική οικονομία του κόσμου».
Στα
επόμενα χρόνια τονίστηκε επανειλημμένα η ευρωπαϊκή διάσταση στην εκπαίδευση
και εισήχθησαν οι Ευρωπαϊκές Σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ιδιαίτερο
βάρος τέθηκε στη χρηματοδότηση της βασικής και της εφαρμοσμένης έρευνας για
την παραγωγή νέας γνώσης και εφαρμογών, και στην ανάπτυξη νέων ψηφιακών τεχνολογιών,
της νανοτεχνολογίας και της αεροναυπηγικής.
Συνακόλουθα, τονίστηκε ιδιαίτερα η κατάρτιση στις νέες τεχνολογίες και η
αποτελεσματική χρήση τους στη διδασκαλία και μάθηση. Επίσης, μεγάλη
προτεραιότητα τέθηκε στην οργάνωση ή αναδιοργάνωση σε μεγάλη κλίμακα της διαβίου εκπαίδευσης και μάθησης στις χώρες-μέλη.
Με δεδομένη την πορεία της εξέλιξης των ανεπτυγμένων
κοινωνιών προς την μεταβιομηχανική κοινωνία της γνώσης, η οικονομική
ανταγωνιστικότητα μπορεί να επιτευχθεί με την προώθηση έρευνας υψηλής
ποιότητας από τη μια πλευρά και συγχρόνως με την ανάπτυξη των γνωστικών
δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού και του γενικού πληθυσμού. Απαιτούνται
δηλαδή βελτιώσεις τόσο στο επίπεδο της επιστημονικής ελίτ όσο και στο μαζικό
επίπεδο του ανθρώπινου δυναμικού των κοινωνιών. Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκούν
μόνο οι κορυφαίες επιδόσεις μιας μικρής ερευνητικής ελίτ, αλλά απαιτείται και
η άνοδος και η συνεχής ανανέωση του επιπέδου των προσόντων όλου του ανθρώπινου
δυναμικού τη κοινωνίας. Η πραγματοποίηση αυτών των στόχων προϋποθέτει τη
διεύρυνση της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και τη συνεχή ανανέωση
αυτών των προσόντων ενόψει της ταχύρρυθμης παλαίωσης των γνώσεων και
δεξιοτήτων.
Με την ονομαζόμενη «διαδικασία της Μπολόνια» άρχισε το
1999 μία μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η οποία είναι προβλέψιμό ότι
θα αποτελέσει την μεγαλύτερη τομή στην εξέλιξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
στην Ευρώπη – και πέραν των ορίων της – στη νεότερη ιστορία. Η διαδικασία αυτή
άρχισε το 1998 με τη διακήρυξη της Σορβόννης, την οποία υπέγραψαν η Γαλλία, η
Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιταλία. Στόχος της ήταν η εκκίνηση μιας
διαδικασίας για την εναρμόνιση των πτυχίων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ο
απώτερος σκοπός της ήταν η επίτευξη της συγκρισιμότητας και της αμοιβαίας
αναγνώρισης των πανεπιστημιακών πτυχίων ως προϋπόθεσης για την ανεμπόδιστη
κινητικότητα του ανθρώπινου δυναμικού των ευρωπαϊκών και των συνεργαζόμενων χωρών.
Οι βασικοί στόχοι της διακήρυξης της Bologna,
την οποία υπέγραψαν αρχικά 29 χώρες είναι οι εξής (www.bologna-bergen2005.no):
Εισαγωγή ενός συστήματος
αναγνωρίσιμων και συγκρίσιμων πτυχίων.
Θεσμοθέτηση μίας
ενιαίας δομής της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με δύο κύκλους σπουδών: Bachelor και Master με
ενδεικτική διάρκεια 3 + 2 έτη σπουδών.
Εισαγωγή ενός
ευρωπαϊκού συστήματος μεταφοράς διδακτικών μονάδων (ECTS).
Κατάργηση των
εμποδίων της κινητικότητας φοιτητών και ερευνητικού προσωπικού.
Ευρωπαϊκή
συνεργασία στη βελτίωση της ποιότητας στην εκπαίδευση.
Ενδυνάμωση της
ευρωπαϊκής διάστασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Στη Σύνοδο της Μπολόνιας
θεσμοθετήθηκε συγχρόνως η διαδικασία για την επίτευξη των αυτών στόχων με
συναντήσεις κορυφής κάθε δύο χρόνια για την προώθηση των αλλαγών, για τον
έλεγχο των πεπραγμένων και για ενδεχόμενες αναθεωρήσεις. Με δεδομένη την αυτονομία των πανεπιστημίων τονίστηκε
από την αρχή, ότι απαιτείται η σύμπραξη των πανεπιστημίων, των φοιτητών και
άλλων συλλογικών φορέων για την υλοποίηση των σκοπών της διαδικασίας. Έτσι
ιδρύθηκαν: Η Ομοσπονδία των
Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων (European
University Association)
στη Salamanca το 2001, οι
Εθνικές Ενώσεις των Φοιτητών στην Ευρώπη (National Unions of Students in Europe) αναγνωρίστηκαν ως φορέας
της διαδικασίας στην Πράγα το 2001 και η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία των Ιδρυμάτων
της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (European
Association of Institutions in Higher Education) ιδρύθηκε επίσης στην
Πράγα το 2001.
Επιπλέον, στην Σύνοδο της Πράγας 2001 αποφασίστηκαν
τα παρακάτω: Συγκεκριμενοποιήθηκαν οι
έξι στόχοι της Bologna και διευρύνθηκαν με τρεις
επιπλέον. 1) την ενίσχυση της διαβίου μάθησης, 2) την προώθηση της συμμετοχής των
φοιτητών στη διαδικασία διαμόρφωσης του Ευρωπαϊκού
Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και 3) τη λήψη μέτρων για την αύξηση της έλξης (attraction) του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης για την
προσέλκυση φοιτητών από άλλες χώρες.
Στη
σύνοδο του Βερολίνου 2003 αποφασίστηκαν ή τονίστηκαν ορισμένες ενδιάμεσες
προτεραιότητες:
Η διασφάλιση της
ποιότητας των σπουδών.
Η δομή των δύο
κύκλων.
Η δημιουργία ενός
πλαισίου συγκρίσιμων και αναγνωρίσιμων πτυχίων σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό
επίπεδο.
Η προώθηση της
κινητικότητας.
Η εισαγωγή ενός
ευρωπαϊκού συστήματος μεταφοράς διδακτικών μονάδων (ECTS).
Η ενίσχυση της
ευρωπαϊκής διάστασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η αύξηση της
έλξης της ευρωπαϊκής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Η παροχή στους
απόφοιτους από όλα τα πανεπιστήμια ενός Συμπληρώματος του Πτυχίου (Diploma Supplement)
για την αναγνώριση του πτυχίου τους στις άλλες χώρες.
Διαβίου μάθηση
Η οργάνωση του
τρίτου κύκλου σπουδών (PhD) με
ενδεικτικά τριετή διάρκεια.
Στη σύνοδο του Bergen της Νορβηγίας το 2005
πάρθηκαν οι παρακάτω αποφάσεις και έγιναν τα εξής:
Ένας ενδιάμεσος
απολογισμός της προόδου που επιτεύχθηκε συνολικά και στην κάθε μία από τις 40
χώρες ξεχωριστά,
Ορίστηκαν
συγκεκριμένες προτεραιότητες για το διάστημα 2005-2010,
Έγιναν δεκτά νέα μέλη:
η Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, η Γεωργία, η Μολδαβία, και η Ουκρανία. Έτσι ο
αριθμός των συνεργαζόμενων χωρών ανήλθε στις 45
χώρες.
Χαιρετίστηκαν ως
παρατηρητές στο συνέδριο η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία των Συνδικάτων (ΕΙ), ο Σύνδεσμος των Εργοδοτών (UNICE) και ο Ευρωπαϊκός Σύνδεσμος για τη Διασφάλιση της
Ποιότητας (ENQA).
Στη Σύνοδο του Bergen ορίστηκαν
επίσης για τη επόμενη συνάντηση στο Λονδίνο το 2007 οι παρακάτω προτεραιότητες:
η υλοποίηση των standards και των κατευθυντήριων
γραμμών για την ποιότητα της ανώτατης εκπαίδευσης, η καταγραφή των προσόντων που
παρέχουν τα εθνικά συστήματα ανώτατης εκπαίδευσης, η απονομή και
αναγνώριση κοινών πτυχίων, η προσφορά
ευέλικτων μαθημάτων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και εισαγωγή δυνατοτήτων
αναγνώρισης γνώσεων που αποκτήθηκαν προηγουμένως. Επιπλέον, συζητήθηκαν
και τα προβλήματα των κοινωνικά μη-ευνοημένων κατηγοριών των φοιτητών.
Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εκπαίδευσης και
Έρευνας διεξήγαγε και δημοσίευσε το Φεβρουάριο του 2005 μία έρευνας αξιολόγησης
για να διαπιστώσει σε ποιο σημείο βρίσκεται η στάθμη της υλοποίησης των
αποφάσεων της Μπολόνια στη Γερμανία σε σύγκριση με άλλες χώρες. (http://www.bmbf.de/pub/bachelor_u_master _im bolognaprozess_in_eu-en.pdf) Στην
αξιολόγηση συμμετείχαν η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ολλανδία, η Νορβηγία,
η Αυστρία και η Ουγγαρία. Οι σημαντικότερες ανάμεσα στις διαπιστώσεις που
προέκυψαν είναι οι εξής. Διαπιστώθηκε διαφορετική πρόοδος στην εισαγωγή των
δύο κύκλων σπουδών στις χώρες που συμμετείχαν. Στη Νορβηγία ολοκληρώθηκε ήδη η διαδικασία της εισαγωγής των δύο κύκλων
σπουδών σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Bologna, στην
Ολλανδία σημειώθηκε ταχύρρυθμη πρόοδος προς το στόχο αυτό, ενώ στη Γερμανία και Αυστρία η πρόοδος είναι
μέτρια: 27% του συνόλου των σπουδών είναι του νέου τύπου. Στη Γαλλία: η διαδικασία προχωράει κατά
περιοχές και προβλέπεται να ολοκληρωθεί το 2009.
Με την εισαγωγή του συστήματος των δύο κύκλων (3 + 2
έτη) αναμένεται συγχρόνως και ο εκσυγχρονισμός των περιεχομένων των μαθημάτων.
Το 50% των σπουδών νέου τύπου ανασυγκροτήθηκαν στη Γερμανία με νέο
περιεχόμενο. Στην πορεία αυτή διαπιστώθηκε μία προσέγγιση των τριτοβάθμιων
ιδρυμάτων (Hochschulen), που έχουν περισσότερο επαγγελματικό
προσανατολισμό, προς τα πανεπιστήμια, με τις εξής διαφορές: Τα τριτοβάθμια
ιδρύματα προσανατολίζονται περισσότερο προς την προσφορά εφαρμοσμένων σπουδών
στο προπτυχιακό επίπεδο, προσπαθούν ωστόσο να διευρύνουν και την προσφορά
μεταπτυχιακών σπουδών. Τα πανεπιστήμια αντιμετωπίζουν περισσότερο τις
προπτυχιακές σπουδές ως προπαρασκευαστική βαθμίδα που οδηγεί στις μεταπτυχιακές
σπουδές. Υφίσταται συνεπώς μία αβεβαιότητα σχετικά με την μετάβαση των
αποφοίτων του προπτυχιακού κύκλου των πανεπιστημίων στην αγορά εργασίας. Στο
επίπεδο του Master διαφοροποιούνται δύο
κατευθύνσεις α) μία ερευνητική
και β) μία εφαρμοσμένη κατεύθυνση.
Στη Γερμανία αλλά και στις άλλες χώρες σημειώνονται
καθυστερήσεις στην εισαγωγή των σπουδών με αναδιοργανωμένα προγράμματα, επειδή
οι φορείς πιστοποίησης καθυστερούν με την αναγνώριση των νέων μαθημάτων (courses) εξ αιτίας των πολλών αιτήσεων για εγκρίσεις που
υποβάλλονται από τα πανεπιστήμια και τα άλλα τριτοβάθμια ιδρύματα. Δυσκολίες
υπάρχουν επίσης και στον υπολογισμό των διδακτικών μονάδων (credits) ως βασικού στοιχείου της σπονδυλωτής διάρθρωσης των
σπουδών λόγω των διαφορών των περιεχομένων και του διαφορετικού όγκου εργασίας
(workload) που συνεπάγονται τα μαθήματα σε διαφορετικά πανεπιστήμια
και τριτοβάθμια ιδρύματα.
Διαφαινόμενες τάσεις και επισημάνσεις: Σε όλες τις χώρες πάρθηκαν νομοθετικά μέτρα και σε
ορισμένες χώρες άρχισαν ριζικές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις των συστημάτων
τους, όπως στη Νορβηγία, Αυστρία και Ουγγαρία, για να ενταχθούν οι ρυθμίσεις
που προβλέπει η διαδικασία της Bologna. Στη
Γερμανία ο νόμος-πλαίσιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση είχε ανανεωθεί ήδη με
την έναρξη της διαδικασίας της Bologna. Ανάμεσα
στους στόχους που τέθηκαν στη διαδικασία της Bologna είναι,
όπως αναφέρθηκε, η ανανέωση των περιεχομένων των σπουδών και όχι μία απλώς
φορμαλιστική εκπλήρωση των προδιαγραφών που δεν θα ήταν τίποτα άλλο παρά «παλιό
κρασί σε νέα βαρέλια» και δεν θα είχε ουσιαστική σημασία.
Ενόψει του βαθμού στον οποίο υλοποιήθηκαν ήδη σε
αρκετές χώρες οι στόχοι της διαδικασίας της Bologna είναι
εντυπωσιακή η ουσιαστική απραξία που επικρατεί στην Ελλάδα, ενώ παρήλθε στο
μεταξύ ο μισός και παραπάνω χρόνος του διαστήματος που ορίστηκε ως το 2010 για
την επίτευξη των στόχων της διαδικασίας της Bologna. Κανένας από τους βασικούς στόχους της διαδικασίας
της Bologna δεν
πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα. Δεν άρχισε καν η αναδιοργάνωση των σπουδών με
νέα περιεχόμενα και τα όσα αναφέρονται στις Εθνικές Εκθέσεις, τις οποίες η
Ελλάδα είναι υποχρεωμένη, όπως και οι άλλες χώρες να υποβάλλει σε τακτά
διαστήματα, δεν μπορούν να αποκρύψουν το αντικειμενικό κενό που υπάρχει εδώ. Η
αναφορά για παράδειγμα ότι «στην Ελλάδα υφίσταται ήδη η δομή που βασίζεται σε
δύο κύκλους σπουδών» (Greece. National Report Implementation of the
Αυτή η κατάσταση δείχνει ότι η Ελλάδα είναι τελευταία
στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων, που απορρέουν από την ιδιότητα της ως χώρας-μέλους,
αλλά είναι, από την άλλη πλευρά πρώτη, όσον αφορά την προβολή των δικαιωμάτων
της, απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένου ότι είναι η χώρα που επωφελείται
περισσότερο από κάθε άλλη χώρα-μέλος, σε σχέση προς τον πληθυσμό της, από τις
επιδοτήσεις των ευρωπαϊκών ταμείων ως καθαρός αποδέκτης (net receiver).
(www.terrywynn.com/Budget/EU%20Budget%20-%20Perception%20&%20Fact. htm) Η Ελλάδα παίζει συνεπώς ως τώρα στην Ευρωπαϊκή
Ένωση το ρόλο ενός «easy rider», ο οποίος έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνο για να εισπράττει. Για το γεγονός
ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων δεν ενοχλείται από αυτή την
απαράδεκτη κατάσταση αλλά την βρίσκει «φυσιολογική», ευθύνονται εκείνες οι
πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες τις τελευταίες δεκαετίες αποπροσανατόλισαν τους
Έλληνες με το αντιευρωπαϊκό και δημαγωγικό σύνθημα ότι «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ είναι το
ίδιο συνδικάτο».
Βιβλιογραφία
Βieling, H.-J., Intergouvernmentalismus,
στο: Bieling, H.-J. & Lerch, M. (επιμ.), Theorien der europäischen Integration, Wiesbaden 2005, σελ. 91-116.
Duchêne, F., French motives for
European integration, στο: Bideleux, R. & Taylor, R. (επιμ.), European
Integration and Disintegration,
Löwenthal, R., Die Gemeinsamkeiten des
geteilten Europa, στο: Weidenfeld, W. (επιμ.), Die Identität Europas, Schriftenreihe der Bundeszentrale
für politische Bildung, Band 225, Bonn 1985, σελ. 43-65.
Nugent, Ν., Πολιτική
και διακυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Αθήνα 2003
Weidenfeld, W. & Wessels, W., Η Ευρώπη από το Α έως το Ω, CD της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σταμέλος
& Βασιλόπουλος, Ευρωπαϊκή Εκπαιδευτική Πολιτική,
Αθήνα 2004.
Wolf, D., Neo-Funktionalismus, στο: Bieling, H.-J.
& Lerch, M. (επιμ.), Theorien der
europäischen Integration, Wiesbaden 2005, σελ. 65-90.
http://www.bmbf.de/pub/bachelor_u_master
_im bolognaprozess_in_eu-en.pdf.
www.bologna-bergen2005.no/EN/national_impl/00_Nat-rep-05/National_ Reports-Greece_050114.pdf.
www.bologna-bergen2005.no/Docs/02-ESIB/0505_ ESIB_blackbook.pdf.
www.terrywynn.com/Budget/EU%20Budget%20-%20Perception%20&%20Fact.htm.