Πανεπιστήμιο και Ιδεολογία.
Η αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογικοπολιτικής
θεωρίας μέσα από τους επισήμους λόγους των καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
(1900-1970)
Πολύκαρπος ΚΑΡΑΜΟΥΖΗΣ
Δρ. Κοινωνιολογίας της Θρησκείας
Διδάσκων στο Παν/μιο Αιγαίου
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η δημιουργία του Ελληνικού
Πανεπιστημίου συνδέθηκε με την παρουσία του ελληνικού κράτους και της
ιδεολογίας του. Οι επίσημοι λόγοι των καθηγητών του Πανεπιστημίου, αντανακλούν
την εθνική ιδεολογία και ταυτόχρονα αποκαλύπτουν την σχέση του Πανεπιστημίου με
το περιεχόμενο της εθνικής ιδέας. Μελετώντας τους επίσημους λόγους
διαπιστώνουμε την παρουσία μιας θρησκευτικής ιδεολογίας, η οποία αναπτύσσεται
μαζί με την εθνική ιδέα ως αναπόσπαστο τμήμα της. Τελικά το Πανεπιστήμιο Αθηνών γίνεται κατανοητό
ως συντηρητικός θεσμός εξουσίας, που διαχειρίζεται τα εθνικά χαρακτηριστικά της
φυλής, τουλάχιστον μέχρι την δεκαετία του 70.
ABSTRACT
The
creation of
Η ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ
Η ύπαρξη και παρουσία πανεπιστημίου στη νεοελληνική
κοινωνία, συνδέθηκε από της συστάσεώς του με την δημιουργία του Ελληνικού κράτους
και τους εθνικούς οραματισμούς που οι πρώτοι συντελεστές του είχαν διαμορφώσει,
μέσα από την κατασκευή μιας συγκεκριμένης ιδεολογικοπολιτικής θεωρίας, η οποία
σε κάθε περίπτωση προέκυπτε ως εθνική ιδέα και κοινωνική αποστολή. Δεν είναι
τυχαίο το γεγονός ότι «το ελληνικόν πανδιδακτήριον», γινόταν κατανοητό, ως «οψίγονον»
ίδρυμα, το οποίο βρισκόταν μεταξύ της
Δύσεως και της Ανατολής, με προορισμό «να λαμβάνη αφ’
ενός μέρους (δηλαδή από τη Δύση) τα σπέρματα της σοφίας και αφού τα αναπτύξη εν εαυτώ ιδίαν τινά και γόνιμον ανάπτυξιν, να τα μεταδίδη εις την
γείτονα Έω (δηλαδή στην Ανατολή) νοερά και
καρποφόρα». (Σχινάς, Κ. 1837, σ. 4). Η πνευματική
αυτή διαμεσολάβηση του ελληνικού πανεπιστημίου,
μεταξύ της μακραίωνης ιστορικής παράδοσης των πανεπιστημίων της Δύσης και της
ανύπαρκτης παρουσίας αναλόγων οργανισμών στην
Ανατολή, αποκαλύπτει αφενός μεν την προσπάθεια δημιουργίας εθνικής ελληνικής
ταυτότητας με γνώμονα την επικρατούσα άποψη για την πνευματική υπεροχή της
Δύσης επάνω στην Ανατολή και τους σαφείς προσανατολισμούς του νεοσύστατου
ελληνικού κράτους προς τον Ευρωπαϊκό χώρο, αφετέρου δε την διασύνδεση της
παρουσίας του πανεπιστημίου και κατ’ επέκταση της ελληνικής παιδείας με την
εθνική πολιτική και τις εθνικές επιδιώξεις
των ελλήνων για επέκταση των συνόρων του ελληνικού
κράτους. Όπως θα σημειώσει άλλωστε η Έλλη Σκοπετέα,
«ανάλογα με την εκάστοτε σκοπιά, η παιδεία εξυπηρετεί άλλοτε τη νομιμοποίηση
και άλλοτε την υπέρβαση των συνόρων του ελληνικού κράτους». (Σκοπετέα, Έ. 1988, σ. 137).
Επίσης η εθνική
αποστολή του πανεπιστημίου γίνεται αντιληπτή μέσα από την ίδια την μετονομασία του από Οθώνειο
σε «Εθνικόν», υποδηλώνοντας έτσι το περιεχόμενο της
διαμορφούμενης κάθε φορά ιδεολογικοπολιτικής εθνικής θεωρίας, την οποία το
ανώτατο ίδρυμα της χώρας ήταν υποχρεωμένο να υιοθετεί και να αναπαράγει. Βέβαια
η εθνική παρουσία του πανεπιστημίου δεν ήταν μια απρόσωπη υπόθεση, που
λειτουργούσε στα πλαίσια μιας φαντασιακής κατασκευής,
ανεξάρτητα από τους φορείς του, εφόσον τόσο η δημοσιοϋπαλληλική σχέση των
καθηγητών του με την κεντρική διοίκηση του κράτους και η εξάρτησή τους από
αυτό, όσο και η προσπάθεια υιοθέτησης από την πλευρά των φοιτητών των εθνικών
επιδιώξεων, αποτελούσε μια βασική προϋπόθεση της ίδιας της πνευματικής
λειτουργίας του ανωτάτου εκπαιδευτικού οργανισμού της
χώρας. Υπενθυμίζω εδώ χαρακτηριστικά την προσπάθεια να αντιπροσωπευθεί το
πανεπιστήμιο στην Ελληνική βουλή, αμέσως μετά την δημιουργία του με την
αιτιολογία ότι «το Ελληνικόν Πανεπιστήμιον διαδεχθέν
τα απανταχού της Ελληνικης φυλής εκπαιδευτήρια, τα
οποία προετοίμασαν το έργον της Παλιγγενεσίας του
Ελληνικού Έθνους και εμόρφωσαν άνδρας συντελέσαντας εις τα δημόσια πράγματα κατά τον Εθνικόν αγώνα, είναι προωρισμένον
να εξακολουθήση το ένδοξον
τούτο έργον, και να παριστάνη
την ενότητα των φώτων και του πολιτισμού καθ’ όλον το
Ελληνικόν γένος. Η Εθνική Συνέλευσις
θέλει ενθαρρύνει τους Καθηγητάς εις το έργον τούτο, και θέλει ανυψώσει αυτούς ενώπιον του Έθνους
και ενώπιον όλων των ομοφυών εκπαιδευτικών
καταστημάτων της Ευρώπης, χορηγούσα εις αυτούς το δικαίωμα ν’ αντιπροσωπεύωνται εντός της Βουλής». (Αίτηση των Καθηγητών
του Πανεπιστημίου, 1844, Δημαράς, Α. 2003, σ. 104).
Προς την κατεύθυνση αυτή θα κινηθεί και η βουλή των ελλήνων,
στην οποία σημειώνεται ότι θέλει φέρει
τιμήν εις το έθνος η παραδοχή παραστάτου του
Πανεπιστημίου παρά των πληρεξουσίων του έθνους…[επειδή] η σημασία του ονόματος Έλλην…δύο ιδέας εκφράζει, την της παιδείας και του
πατριωτισμού…Δια τούτο η Ελλάς, αν και δεν είχε μέγα
ποτέ πλήθος, την έλλειψιν ταύτην
ανεπλήρωσε δια της αρετής και της παιδείας. Αν και
ευάριθμοι οι πρόγονοι ημών κατετρόπωσαν τας
πολυπληθείς των Περσών δυνάμεις, ουχί πλείονες ημείς κατεσυντρίψαμεν
την δυναστείαν των Τούρκων εις την πολυειδώς άνισον πάλην. Εάν λοιπόν τοιαύτη είναι η
σχέσις της παιδείας προς τον Έλληνα, εάν η ύπαρξις του Έλληνος είναι συμφυής
τη παιδεία, πως δυνάμεθα να απαντήσωμεν αποφατικός
σήμερον εις την αίτησιν των Καθηγητών;» (Συνεδρίαση Βουλής, 22-2-1844, Δημαράς,
Α. 2003, σ. 107).
Η εθνική αποστολή της εκπαίδευσης με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά
δεν αποτελούσε κατά την πρώτη περίοδο λειτουργίας του πανεπιστημίου μόνη
επιδίωξη του κράτους και των καθηγητών του πανεπιστημίου, αλλά σε πολλές
περιπτώσεις βλέπουμε και τους ίδιους τους φοιτητές να ενστερνίζονται την εθνική
αποστολή τους, υποστηρίζοντας ότι «οι φοιτηταί της
Ελλάδος είναι μακράν του να παρασυρθώσιν από τον χείμαρρον κιβδήλων ιδεών· οι φοιτηταί συνησθάνθησαν την εθνικήν μεγαλοπρέπειαν εις όλον το ύψος της, και γνωρίζουν ότι της Πατρίδος η εύκλεια,
ως η αλήθεια ούσα ανωτέρα παντός
χρόνου και τόπου, δεν είναι του παρόντος, αλλά του μέλλοντος». (Περί της
καταστάσεως του Πανεπιστημίου, 1849, Δημαράς, Α. 2003, σ. 115). Με τον τρόπο
αυτό από την αρχή της συστάσεώς του το Πανεπιστήμιο συνδέεται αποκλειστικά και
μόνο με την εθνική ιδέα και το περιεχόμενο που αυτή ελάμβανε σε κάθε δεδομένη
χρονική στιγμή της νεοελληνικής ιστορίας. Έτσι κατά την διάρκεια του 19ου
αιώνα το όραμα της Μεγάλης Ιδέας αποτελούσε το επίσημο ιδεολογικοπολιτικό
μόρφωμα που συνιστούσε το περιεχόμενο της εθνικής ταυτότητας, ενώ ο φοιτητής
καλείται να συμμετάσχει σε μια μεγάλη πολιτική, εθνική, επεκτατική προσπάθεια,
που το όραμα αυτό καλλιεργούσε. Σύμφωνα με τον Κ. Δημαρά, όταν συζητάμε για την
πολιτικοποίηση των φοιτητών, πολλές φορές ξεχνούμε ότι «η πολιτικοποίηση των
φοιτητών είναι αίτημα κρατικό, ζητείται από την ίδια την πολιτεία, βαλμένο μέσα
στο ίδιο το ιδρυτικό του Πανεπιστημίου. Η πολιτική, δηλαδή, θεώρηση δεν είναι
απλώς επιτρεπτή στον ακαδημαϊκό πολίτη αλλά είναι φανερό ότι επιβάλλεται σ’
αυτόν, ως υποχρέωση και σιωπηρή σύμβαση η οποία τον δένει με την πολιτεία». (Δημαράς, Κ. 1989, σ. 49).
ΟΙ ΕΠΙΣΗΜΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ ΤΟΥ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥΣ
Η
αναπαραγωγή της επίσημης ιδεολογικοπολιτικής θεωρίας από το Πανεπιστήμιο, καθώς
και η συγκρότηση της ιδεολογικοπολιτικής του ταυτότητας γίνεται αντιληπτή
κυρίως μέσα από τους επισήμους Λόγους των καθηγητών του με αφορμή συγκεκριμένα
γεγονότα, όπως εθνικές εορτές, λογοδοσίες των απερχόμενων Πρυτάνεων του
Πανεπιστημίου για το έργο που παρήγαγαν κατά τη διάρκεια της πρυτανείας τους,
προσφωνήσεις σε ειδικές τελετές όπως η υποδοχή των πρωτοετών φοιτητών, η
αναγόρευση επίτιμων διδακτόρων, η υποδοχή επίσημων προσκεκλημένων κ.α. Οι Λόγοι
αυτοί καθίστανται σημαντικοί, επειδή ακριβώς είναι Λόγοι που επιδιώκουν να
καταγράψουν και να αναδείξουν την ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα ενός εθνικού
ιδρύματος της χώρας και μάλιστα με συγκεκριμένο πνευματικό και εθνικό ρόλο.
Βέβαια είναι Λόγοι που εκφωνούνται από τους καθηγητές του ιδρύματος και θα
μπορούσε να σημειώσει κάποιος ότι ενδεχομένως εκφράζουν τις προσωπικές
υποκειμενικές αντιλήψεις των προσώπων που διαχειρίζονται την επιστημονική και
διοικητική λειτουργία του Πανεπιστημίου, ωστόσο οι Λόγοι αυτοί δεν είναι
τυχαίοι, συντάσσονται ακριβώς για να επισημάνουν τον πραγματικό ρόλο του ανωτάτου πνευματικού ιδρύματος της χώρας, στη διαμόρφωση
συγκεκριμένης ιδεολογικής και πολιτικής ταυτότητας, εκείνων τουλάχιστον που
είχαν την δυνατότητα να σπουδάσουν σε αυτό και οι οποίοι στη συνέχεια καλούνταν
να παίξουν δημόσιο ρόλο στη νεοελληνική κοινωνία. Πέρα όμως από τη διασύνδεση μεταξύ της
εθνικής ιδεολογίας και του εθνικού Πανεπιστημίου, οι Λόγοι αυτοί στο βαθμό που
επιχειρούν να αναδείξουν την ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα του εθνικού
ιδρύματος, στην ουσία τη διαμορφώνουν και την ενισχύουν, εφόσον σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό παρέχουν ιδεολογική
και πολιτική στήριξη στην εθνική επιλογή, ενώ σε πολλές περιπτώσεις στηρίζουν
την ίδια την πολιτική εξουσία. Στην ουσία μέσα από τους Λόγους αυτούς η εθνική
ιδέα αποκτά συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο, ενώ ταυτόχρονα νομιμοποιείται
και επικυρώνεται από έναν ανώτατο εθνικό θεσμό του κράτους, «υπεύθυνο»,
τουλάχιστον έτσι αισθάνεται, για
την πνευματική ανάπτυξη των «ευγενών ιδεωδών της ελληνικής φυλής».
Ποιο είναι όμως το περιεχόμενο του
εθνικού λόγου, όπως αυτός καταγράφεται μέσα από τους επίσημους Λόγους των
καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών;
Η διασύνδεση του Πανεπιστημίου με
την κρατική εξουσία διαφαίνεται κυρίως από τις προσφωνήσεις των καθηγητών του,
κυρίως όταν παρίστανται οι αρχές του κράτους, ενώ σε πολλές περιπτώσεις δεν
παραλείπεται να διατρέχει τον εθνικό λόγο, μια
θρησκευτική ιδεολογία. Είναι χαρακτηριστική η προσφώνηση του Αντιπρύτανη Ιωάννη
Μεσολωρά, προς τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, ο οποίος
παρίσταται στις εκδηλώσεις του Πανεπιστημίου για τον εορτασμό της 25ης
Μαρτίου 1915: «Ευφρόσυνος και λίαν ενθαρρυντικόν ημίν τοις περί τας επιστήμας διατρίβουσιν, ότι και κατά τας τρείς
μέχρι τούδε κατά το Πανεπιστημιακόν
τούτο έτος γενομένας επισήμους τελετάς
εν τη αιθούση ταύτη
γηθοσύνως ανεπετάσαμεν τας πύλας
αυτής, ίνα εισέλθη εν δόξη
ο δαφνοστεφής Βασιλεύς ημών Κωνσταντίνος. Ορθοδόξου Έλληνος
ηγεμόνος απόφασις και φρόνημα άμα εγένετο
να ορίση, όπως ο πανηγυρισμός της Εθνικής εορτής εν
τοις Πανεπιστημίοις τελεσθή
αμέσως μετά την επίσημον εν τω Μητροπολιτικώ
ναώ δοξολογίαν. Τούτο, ως
φρονώ, έσεται από του νυν θέσμιον
Πανεπιστημιακόν. Τοιουτοτρόπως δε Εκκλησία και
Επιστήμη, Ορθοδοξία και Ελληνική Παιδεία αείποτε ηδελφωμέναι
παρ’ ημίν συνέρχονται επι το αυτό και συνεργάζονται επ’ αγαθώ
του Έθνους, διεγείρουσαι και διαθερμαίνουσαι
την προς την Πατρίδα αγάπη.
Και αληθώς, το αίσθημα της Πίστεως,
το πνεύμα της Παιδείας και ο προς την Ελευθερίαν έρως
εγένοντο αι κινητήριοι δυνάμεις των μεγάλων της
εθνικής ημών παλιγγενεσίας ηρώων, δι’ ό και προηγήθησαν αύται των ηρωϊκών αυτών κατορθωμάτων, ών ένδοξον συνέχειαν επ’ εσχάτων επετέλεσεν ο νεώτερος Ελληνισμός
υπό την πεφωτισμένην και γενναίαν
άμα ηγεσίαν της Υμετέρας Μεγαλειότητος».
(Μεσολωράς, Ι. 1915, σσ.
3-4).
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι η
παρουσία του ανωτάτου άρχοντος της χώρας στο
Πανεπιστήμιο και μάλιστα κατά την περίοδο μετά τους νικηφόρους βαλκανικούς
πολέμους και πριν από τις επιχειρήσεις στην Μικρά Ασία, γίνεται αντιληπτή, ως
προσωποποίηση της εθνικής ιδέας, η οποία ενδεχομένως μπορεί να δικαιολογήσει
την εθνική έξαρση. Αυτό όμως που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι το γεγονός της
διασύνδεσης μεταξύ της επιστήμης και της θρησκείας ως βασικών συστατικών της
εθνικής ιδέας και μάλιστα ως αναπόσπαστων παραμέτρων της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας,
χαρακτηριστικό άλλωστε γνώρισμα των περισσοτέρων επίσημων λόγων που εκφωνούνται
στο Πανεπιστήμιο, τουλάχιστον μέχρι το 1970.
Βέβαια η διασύνδεση της εθνικής
ιδέας με τα θρησκευτικά χαρακτηριστικά του έλληνα
χριστιανού είναι ένα στοιχείο που διατρέχει την ιδεολογία του επίσημου
νεοελληνικού κράτους από τη σύστασή του και έπειτα. Άλλωστε δεν θα πρέπει να
ξεχνάμε εδώ ότι η πρώτη ονομασία του Υπουργείου Παιδείας είναι «Υπουργείον επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας
Εκπαιδεύσεως», ενώ η θρησκευτική ιδεολογία αποτελεί μια σημαντική παράμετρο
ακόμα και γι’ αυτή την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Μάλιστα ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, θα σημειώσει χαρακτηριστικά ότι «υπάρχει
εν τη Ανατολή έθνος… το οποίον έχει την αδιάσειστον πεποίθησιν, ότι, καθώς εν τη αρχαιότητι
εξεπλήρωσε μίαν μεγάλην ιστορικήν εντολήν, καθώς έπειτα εσώθη από
της θείας Πρόνοιας επί της Ρωμαϊκής κυριαρχίας ίνα εκπληρώση
εν τω μέσω αιώνι δευτέραν μεγάλην
ιστορικήν εντολήν, ούτως
βραδύτερον εσώθη πάλιν από
του Θεού των πατέρων αυτού επί της Τουρκικής κυριαρχίας ίνα εκπληρώση
και εν τοις νεωτέροις χρόνοις
τρίτην τινά ουδέν ήττον μεγάλην ιστορικήν εντολήν, ότι εν άλλαις λέξεσι προώρισται
να προεδρεύση εις την αναβίωσιν
της Ανατολής». (Παπαρρηγόπουλος, Κ. 1853). Σε κάθε
περίπτωση ο εθνικός ιστορικός ρόλος του ελληνικού έθνους ανάγονταν σε μια ιερή
– θρησκευτική αρχή, η οποία προσδιόριζε και επικύρωνε το περιεχόμενο του
εθνικού λόγου, μέσα από μια ιερή αποστολή. Βέβαια πρέπει να επισημάνουμε εδώ
ότι η χρησιμοποίηση των θρησκευτικών στοιχείων της εθνικής ταυτότητας από την
πλευρά των ελλήνων πανεπιστημιακών και η αναγωγή των
στοιχείων αυτών σε παράπλευρη συνιστώσα της εθνικής ιδεολογίας δεν είναι
μοναδικό ελληνικό φαινόμενο. Υπενθυμίζουμε εδώ χαρακτηριστικά το γεγονός της
χρησιμοποίησης της θρησκείας εκ μέρους του Βουλγαρικού εθνικισμού κατά την
διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, ως μιας βασικής
προϋπόθεσης για τη δημιουργία του βουλγαρικού κράτους. (Καραμούζης,
Π. 2002). Η εθνικ(ιστικ)ή αυτή ιδεολογία,
έφτανε στο σημείο να αναπαράγει το φαντασιακό
υπόστρωμα της εθνικής ιδέας, συνδέοντας και συγχέοντας
παράλληλα τους θρύλους και τους μύθους με την ιστορική πραγματικότητα. Έτσι ο
καθηγητής της Ιστορίας Σπυρίδων Λάμπρος θα σημειώσει μεταξύ των άλλων σε
πανηγυρικό λόγο το 1915, ότι «η φυλή φαντάζεται ανοιγομένας τας πύλας του μεγάλου
ναού με τετρακόσια σήμαντρα κ’ εξηνταδυό καμπάνες και
αφιππεύοντα προ αυτών από του Βουκεφάλα τον Παράκλητον. Θα εξέλθη τότε από
της κεκλεισμένης μυστικής θύρας του ιερού ο από αιώνων κεκρυμμένος
ιερεύς, και, αποτινάσσων από του κανθού το αποκρυσταλλωμένον δάκρυ εκατόν εβδομήκοντα
όλων χιλιάδων μακρών ημερών, θα δεξιωθή τον Προσδοκώμενον και θα συνεχίση την
από τεσσάρων και ημίσεως αιώνων διακοπείσαν
τελευταίαν λειτουργίαν, αφ’
ού πρώτον, αποδίδων εις την λατρείαν
του Χριστού τον μολυθέντα ναόν,
αναφωνήσει, Άρατε πύλας οι
άρχοντες ημών και επάρθητε πύλαι
αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξης». (Λάμπρος, Σ. 1915, σσ.
27-28).
Η
ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΟΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Τα χαρακτηριστικά λοιπόν, κυρίως των
επετειακών λόγων, κατά τη διάρκεια του 20ου
αιώνα, είναι η ιστορική αναδρομή στο ένδοξο ηρωικό παρελθόν, η εξιστόρηση των ηρωικών κατορθωμάτων των
προγόνων, αλλά και η διασύνδεση της ελληνικής με τη χριστιανική παράδοση. Εάν
βέβαια η διασύνδεση αυτών των στοιχείων αποτελούσε ίσως την έκφραση των εθνικών
επιδιώξεων λίγο πριν από την μικρασιατική καταστροφή, η παρουσία των στοιχείων
αυτών και μετά από αυτήν μας πείθει, ότι παρόλο που εξέλιπε ο ορατός εθνικός
στόχος, η εθνική ιδέα με αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά δεν έπαψε να κυριαρχεί,
αντιθέτως ενισχύθηκε περισσότερο, εφόσον ο νέος ορατός πλέον «κίνδυνος» που
άκουγε στο όνομα κομμουνισμός, χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να λειτουργήσει ως
αντίπαλο και αντεθνικό ιδεολόγημα. Στην ουσία βέβαια, αυτό που θα μπορούσε να
επισημάνει κάποιος είναι ότι μέσα από τη διαδικασία αυτή είχε ήδη δημιουργηθεί,
καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, μια εθνικο-θρησκευτική
πολιτική ιδεολογία, η οποία προσδιόριζε και το περιεχόμενο της επίσημης ιδοελογικοπολιτικής θεωρίας, ενάντια σε κάθε νέα ιδέα που
εισάγονταν στην ελληνική κοινωνία. Μάλιστα δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σε
ασταθείς πολιτικά περιόδους της ελληνικής ιστορίας, η εθνικο-θρησκευτική
αυτή ιδεολογία θα αποτελέσει τον κυματοθραύστη των νέων ιδεών. Η παρουσία έτσι μιας εθνικής θεωρίας, με αυτά
τα χαρακτηριστικά, λειτουργούσε τόσο στο
εσωτερικό του Πανεπιστημίου, όσο και στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, ως
πολιτικός μοχλός ελέγχου της «διαφορετικότητας», όπως αυτή τουλάχιστον άρχισε
να εκδηλώνεται και να καταγράφεται μετά την μικρασιατική καταστροφή, περίοδο
κατά την οποία επισημαίνεται ότι επικρατεί ένα ιδεολογικό και πολιτικό κενό. (Τζιόβας, Δ. 1998).
Είναι χαρακτηριστική άλλωστε η
προσφώνηση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών και καθηγητή της Θεολογικής
Σχολής, Γρηγόριου Παπαμιχαήλ,
το 1936, προς τους πρωτοετείς φοιτητές,
στους οποίους επισημαίνει, ότι
«εις τας τάξεις της σπουδαζούσης νεολαίας υπάρχει μία
κατηγορία ατάκτων ψυχών, εστερημένων
της στοιχειώδους κοινωνικής αγωγής και μορφώσεως, αποτελούντων αγέλην ξένην προς τους
πανεπιστημιακούς σκοπούς και άρα κατά λάθος εις το Πανεπιστήμιον εισελθούσαν. Η σύγχυσις αύτη η ψυχική των τοιούτων νέων εξεδηλώθη ως επιφαινόμενον της
μεταπολεμικής εποχής, της οποίας το κύριον γνώρισμα υπήρξεν η χυδαιοκρατία, διότι ήτο εποχή καταπτώσες,
εξουθενώσεως και παρακμής, εποχή αμβλύνσεως της ατομικής, κοινωνικής και
εθνικής συνειδήσεως». (Παπαμιχαήλ, Γ. 1936, σ. 6).
Εάν λοιπόν η εποχή που επακολούθησε την Μικρασιατική Καταστροφή, γίνεται
αντιληπτή ως εποχή κατάπτωσης και παρακμής, επειδή ακριβώς δεν πραγματοποιήθηκε
ο εθνικός στόχος, η εθνική ιδέα με τα δύο επιμέρους στοιχεία της, την ελληνική
παράδοση και την χριστιανική θρησκεία, προβάλλεται ως μοναδική εθνική
κατασκευή, ικανή να επιλύσει οποιαδήποτε προβλήματα και να οδηγήσει στην
πολιτιστική αναγέννηση. Για το λόγο αυτό ο Πρύτανης
του Πανεπιστημίου Αθηνών Γ. Παπαμιχαήλ σημειώνει:
«Είναι γλυκιά η φωνή της μητρός Ελλάδος, η οποία σας υπομιμνήσκει, ω έλληνες φοιτηταί, την απαράμιλλον ψυχικήν ευγένειαν, ευπρέπειαν και ωαιότητα και σας καλεί
να καταστήτε απόστολοι του ωραίου εις ένα άσχημον κόσμον. Η νεολαία ενός
έθνους οποίον το ελληνικόν από τε
καταγωγής και κλήσεως οφείλει να είναι ωραία, ωραία ηθικώς και πνευματικώς, δραστηρία και
αγωνιστική δι’ ό,τι ευγενές και ισόρροπον. Από την γην αυτήν,
από τας Αθήνας αυτάς εξεπήδησεν
ό,τι ωραίον, πάσα ευγενής και μεγάλη ιδέα· ό,τι εμπολιτεύεται σήμερον εις τον κόσμον
ως τι ανώτερον, ελληνικήν
έχει την προέλευσιν και το χρώμα. Ουδέν
εις την υφήλιον έθνος έχει εις το ενεργητικόν
του το ανυπολογίστου αξίας κεφάλαιον των
ελληνοχριστιανικών παραδόσεων, δια τούτο δι’ αύται εχρησίμευσαν εις πάντα τα
υστερογενή έθνη ως πρώτη πηγή του πνευματικού και ηθικού των πολιτισμών, ως ο
κύριος εμπνευστής των αρχών, δι’ ών
ο άνθρωπος καθίσταται πράγματι άνθρωπος». (Παπαμιχαήλ,
Γ. 1936, σσ. 6-7). Η ανάγκη για την παρουσία ενός
πολιτιστικού προτύπου, το οποίο σε κάθε περίπτωση είναι διαφορετικό και
ταυτόχρονα ανώτερο από οποιοδήποτε άλλο, αποτελεί μια ιδεολογικοπολιτική
θεωρία, η οποία θα διατρέχει ολόκληρη την μεσοπολεμική περίοδο, κατά την οποία
κορυφώνονται οι συζητήσεις, μεταξύ των αστών διανοουμένων και των σοσιαλιστών,
για το περιεχόμενο της εθνικής ιδέας.
Αυτό που επεδίωξαν οι αστοί διανοούμενοι, μεταξύ των οποίων και αρκετοί
πανεπιστημιακοί ήταν «στον τόπο της παλιάς ιδέας του εθνικιστικού ελληνισμού με
τις απολυτρωτικές και ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις [να υψωθεί]…η σημαία ενός
καινούργιου ελληνισμού. Αυτός δε μπορεί να νοηθεί σαν άρνηση των εθνικών αξιών
και της εθνικής κληρονομιάς – του ανεχτίμητου θησαυρού πούχει
σωρέψει ο ελληνοχρηστιανικός πολιτισμός. Δε μπορεί
παρά να είναι η συνειδητοποίηση και γονιμοποίησή τους – μια καινούργια
ερμηνεία, μια νέα προσαρμογή». (Μελάς, Σ.
1933, σ.88).
Στην ουσία πρόκειται για έναν αντιπερισπασμό του περιεχόμένου της εθνικής ιδέας, έτσι όπως αυτό είχε
δημιουργηθεί από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, με τη διαφορά ότι τώρα η φαντασιακή κατασκευή της εθνικής ιδέας δεν έχει ορατό σημείο
την εθνική ολοκλήρωση στα πλαίσια μιας αλυτρωτικής
εθνικής πολιτικής, αλλά σκοπός
καθίσταται η εσωτερική επανοργάνωση της νεοελληνικής
κοινωνίας. Η κατασκευή ωστόσο μιας νέας εθνικής ιδέας αποτελούσε ένα επικίνδυνο
εγχείρημα για την επίσημη ιδεολογικο-πολιτική θεωρία,
εφ’ όσον η παρουσία της θα μπορούσε να συνδεθεί με
τις «νέες» ιδέες, οι οποίες εισάγονταν στη νεοελληνική κοινωνία και επιζητούσαν
τρόπους νομιμοποίησης. Η επαναφορά έτσι στο «ένδοξο – ηρωικό» παρελθόν
αποτελούσε ένα εθνικό ιδεολογικό εχέγγυο της άρχουσας τάξης και φυσικά του
Πανεπιστημίου ενάντια στις «νέες» ιδεολογίες, οι οποίες θα χρεωθούν την
πνευματική και ηθική κατάπτωση του έθνους.
Για το λόγο
αυτό ο Πρύτανης Γ. Παπαμιχαήλ, θα προτρέψει τους
πρωτοετείς φοιτητές του Πανεπιστημίου ως εξής: «μη χάσκετε ως πτωχοί και
ηλίθιοι προ πάσης ιδέας, την οποίαν επιτήδειοι σας παρουσιάζουν ως νέαν, διότι, οσονδήποτε καν δίδουν εις αυτήν το χρώμα και
την επιφάνειαν νέας και καλλιτέρας
αξίας, εν τη πραγματικότητι είνε
απλώς καινοφανής και ψευδή εμφανίζει την λάμψιν…Απείρως
δ’ ολιγώτερον είνε εις θέσιν να αντικαταστήση την παλαιάν θρησκείαν του Σταυρού μία
καινοφανής δημοκόπος θρησκεία της σφύρας και του δρεπάνου,
την οποίαν εγέννησε κακίστη ώρα της μεταπολεμικής
εποχής. Διότι η ευαγγελική αλήθεια, ακριβώς επειδή είναι η αλήθεια, είνε αείποτε νέα, ουδέποτε παλαιούται,
διότι είνε έκφρασις του αναλλοιώτου, του απολύτου και του τελείου, εφ’ ω και διατηρεί και θα διατηρή
αείποτε την επιβολήν της, θα προκαλή
αιωνίως τον σεβασμόν και θα ασκή
πάντοτε οίαν γοητείαν και
όταν το πρώτον απεκαλύφθη». (Παπαμιχαήλ,
Γ. 1936, σ. 7-8). Σε κάθε περίπτωση λοιπόν η διασύνδεση μεταξύ της εθνικής
ιδέας με τη χριστιανική θρησκεία δεν είναι τυχαία υπόθεση, εφόσον οποιαδήποτε
εθνική ιδέα μπορεί κάλλιστα να αμφισβητηθεί από μια άλλη, διαφορετική. Η
διασύνδεση όμως της εθνικής ιδέας με τα «απόλυτα» χαρακτηριστικά της θρησκείας
δεν μπορεί παρά να οδηγήσει την ίδια την εθνική ιδέα στον «απυρόβλητο»
ιδεολογικό χώρο της αναζήτησης ταυτότητας, απαλλαγμένης από κάθε προσπάθεια αμφισβήτησής
της. Η πολιτική λοιπόν λειτουργία της χριστιανικής θρησκείας καθίσταται
προφανής, κυρίως στην προσπάθεια να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις εκείνες
στήριξης της ίδιας της εθνικής ιδεολογίας σε συντηρητικά πρότυπα, εφόσον
λειτούργησε ως αντίπαλη ιδεολογικοπολιτική θεωρία κάθε νέας ιδεολογίας.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό το
γεγονός ότι ο Νικόλαος Εξαρχόπουλος, καθηγητής της
Παιδαγωγικής και Πρύτανης του Πανεπιστημίου, κατά τα έτη 1934-1935, στην έκθεση
πεπραγμένων του, μεταξύ των άλλων υπεραμύνεται των μέτρων που έχει λάβει στο
χώρο του Πανεπιστημίου προκειμένου να
«καταπολεμήσει την κομμουνιστική προπαγάνδα». Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι:
«από τινών ετών η κομμουνιστική προπαγάνδα εν Ελλάδι, ανενόχλητος αφεθείσα, ενετάθη εις βαθμόν επικίνδυνον. Έχει δ’
εγκαταστήσει την έδραν αυτής εν τοις χώροις του Πανεπιστημίου. Ο κομμουνισμός εν Ελλάδι έθηκεν ως σκοπόν του την κατάκτησιν του Πανεπιστημίου, έχων υπ’ όψιν,
ότι εν Ελλάδι δεν είναι δυνατή ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος άνευ της
συμβολής των διανοουμένων… Τα υφ’ ημών ληφθέντα μέτρα
είναι τα επόμενα: Όσον αφορά τους μη φοιτητάς, κατεβλήθη φροντίς, όπως κατά το
δυνατόν αποκλείηται η είσοδος αυτών εις το
Πανεπιστήμιον. Τα μέτρα δε, τα ληφθέντα κατά των παρεκτρεπομένων φοιτητών, συνίστανται εις διαφωτισμόν αυτών και τόνωσιν του
φρονήματος αυτών, εν τέλει δε εις τιμωρίαν εκείνων, οίτινες ήθελον δειχθή αδιόρθωτοι… Δια των νέων διατάξεων διατυπούνται σαφώς αι περιπτώσεις, κατά τας οποίας είναι
δυνατόν να διωχθή πειθαρχικώς ο επιδιώκων την εφαρμογήν ιδεών, τεινουσών εις την βιαίαν
ανατροπήν του κοινωνικού καθεστώτος, και καθιερούται η ποινή της οριστικής αποβολής, ως συνεπείας
της υπό του ποινικού δικαστηρίου καταδίκης φοιτητού επι
τινι των κατά της ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος
προβλεπομένων υπό της κειμένης νομοθεσίας αδικημάτων.
Επαναλαμβάνομεν όμως, ότι τον κινδυνον,
τον οποίον διατρέχει το όλον Κράτος ημών εκ της ασκουμένης κομμουνιστικής προπαγάνδας εν τω Πανεπιστημείω, ώφειλον οι
αρμόδιοι να λάβωσι σοβαρώτατα
υπ’ όψιν και να αντιμετωπίσωσι
δια δραστικωτάτων μέτρων». (Εξαρχόπουλου,
Ν. 1936, σ.25). Η παρουσία λοιπόν του «κομμουνιστικού κινδύνου», ως αντίπαλης
ιδεολογικής θεωρίας της εθνικής ιδέας, δεν διώκεται μόνο από τον ποινικό νόμο,
ως αντεθνική ιδεολογία, αλλά διώκεται κυρίως και κατ’ εξοχήν στον
Πανεπιστημιακό χώρο, επειδή το πανεπιστήμιο οφείλει να «εκπαιδεύσει», τους
«άριστους πολίτες της αύριον, τους μέλλοντας της
ελληνικής κοινωνίας οικοδόμους και αναμορφωτάς…[εκείνους
που θα αποτελέσουν] τον εγκέφαλον και την καρδιάν, την ψυχήν της Ελλάδος…οι
μεγάλοι επιστήμονες, οι μέλλοντες κυβερνήται της
χώρας, οι διαπρεπείς ιεράρχαι…», (Παπαμιχαήλ,
Γ. 1936, σ. 8). Σε κάθε περίπτωση το Πανεπιστήμιο οφείλει να αναπαράγει την
κυρίαρχη τάξη και βέβαια να προσδιορίζει την άρχουσα ιδεολογία της. Για το λόγο αυτό η παρουσία και η επιβολή μιας κυρίαρχης
ιδεολογικοπολιτικής θεωρίας ως εθνικής υπόθεσης, επέβαλε συγκεκριμένους κανόνες
κοινωνικού και πολιτικού ελέγχου, ενώ παράλληλα προσδιόριζε το περιεχόμενο του
πολιτικού λόγου μέσα από μια μονοδιάστατη εθνικο-θρησκευτική
κατασκευή. Πέρα λοιπόν από οποιαδήποτε επιστημονική κατάρτιση, η παρουσία του
Πανεπιστημίου «έθεσε από της ιδρύσεώς του ως σκοπόν
ου μόνον την παιδείαν και μόρφωσιν
των νέων, αλλά κυρίως την δημιουργίαν πολιτών ηθικών
και κατανήλωσε πάσαν ανθρωπίνην δύναμιν και καταβάλλει καθ’ εκάστην πάσαν δυνατήν προσπάθειαν
προς διάπλασιν και δημιουργίαν
Ελλήνων πραγματικών, διαπνεομένων από τα ιδανικά του Αρχαίου Ελληνικού
πνεύματος και της Χριστιανικής πίστεως». (Μουτούσης,
Κ. 1953, σ.29).
Έτσι η ελληνοχριστιανική ηθική, η οποία καλλιεργείται και αναπαράγεται επίσημα από το
εθνικό Πανεπιστήμιο, δημιουργεί μια ιδεαλιστική θεωρία, η οποία επιβάλλεται από
«πάνω» ως υποχρεωτική και προαπαιτούμενη διαδικασία
ιδεολογικής και πολιτιστικής ταυτότητας, οποιασδήποτε γνωστικής, επιστημονικής
προσπάθειας, η οποία ωστόσο έρχεται σε άμεση αντίθεση με κάθε υλιστική θεωρία.
Υπενθυμίζουμε εδώ χαρακτηριστικά την προσπάθεια που καταβάλλουν ιδιαίτερα οι
καθηγητές των φυσικών επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών να μη συνδεθεί η φυσική
επιστήμη με τον «υλισμό» και τη «χυδαία αντιπνευματοκρατία»,
απόψεις που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ιδεολογικοπολιτική στράτευση του
Πανεπιστημίου σε μια συγκεκριμένη εθνική ιδεολογία ήταν κάτι περισσότερο από
προφανής. (Κρητικός, Θ. 1995, σ. 75). Η ιδεαλιστική αυτή θεωρία, η οποία
επιβάλλεται ως εθνική, δημιουργεί προϋποθέσεις νομιμοποίησης και κριτήριο
κοινωνικής ενσωμάτωσης κάθε νέας γενιάς που θα δραστηριοποιείται στο
νεοελληνικό κοινωνικό χώρο. Μόνο μέσα
από την προοπτική αυτή θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η διαπίστωση, ότι «το Εθνικόν μας Πανεπιστήμιον είναι το Ανώτατον
Πνευματικόν Καθίδρυμα της Ελλάδος, αλλά πρέπει να παραμείνη συγχρόνως και Ιδέα. Από αυτό πρέπει πάντοτε εις
το μέλλον, ως και εις το παρελθόν, να πηγάζουν αι τάσεις των νέων γενεών, της
πίστεως εις τον Θεόν και των πολιτικών αντιλήψεων των
συνυφασμένων με την διατήρησιν
της Ελλάδος της προσφιλούς μας πατρίδος. Τούτο αποτελεί από της ιδρύσεώς του το
σημείον διασταυρώσεως όλων των ιδανικών της φυλής
μας». (Μουτούσης, Κ. 1953, σ. 36).
Η διαμόρφωση έτσι αυτής της συγκεκριμένης
ιδεολογικοπολιτικής θεωρίας, της οποίας το ένα σκέλος διαχειρίζεται η θρησκεία,
ενάντια σε κάθε υλιστική θεώρηση της επιστήμης,
δικαιολογεί την προσπάθεια, η οποία καταβάλλεται από ορισμένους
καθηγητές να θεωρήσουν ανεπαρκή την επιστημονική γνώση, εάν αυτή δεν συνδεθεί
με την χριστιανική πίστη. Ο Πρύτανης Θρασύβουλος Βλησίδης,
το 1955, θα σημειώσει: «η ανθρώπινη ψυχή, το εσωτερικόν
μας Εγώ, ζητεί τι πέραν της κατ’ αίσθησιν και της
κατ’ ορθόν λόγον γνώσεως·
έχει δηλαδή τούτο την ανερμήνευτον τάσιν προς το υπερβατικόν, προς
το υπέρ έννοιαν και λόγον
και ζητεί τρόπον τινά μίαν απολύτρωσιν δια ν’ αναχθή εις τας
σφαίρας του υπεραισθητού. Αυτό όμως δεν το ευρίσκει εις την εξ αισθήσεως και εκ
του ορθού λόγου γνώσιν, αλλά μόνον δια στροφής προς τον ίδιον εσωτερικόν του κόσμον και τελικώς
εις την εξ αποκαλύψεως γνώσιν της Θρησκείας. Η διαφορά μεταξύ των δύο
τελευταίων τούτων πηγών της γνώσεως από τας άλλας δύο
προηγουμένας είναι, ότι αι δύο τελευταίαι δεν
στηρίζονται εις αποδείξεις εξ αντικειμένου, ως απαιτούσι
ταύτας αι επιστήμαι, και δια τούτο οδηγούν εις την συνειδητήν εξ εσωτέρας τάσεως Πίστιν προς τας υπερβατικάς αληθείας. Η επιστήμη πράγματι παρέχει αποδεικτικώς μέρος της αλήθειας, ενώ η καθολική αλήθεια
καθίσταται ανέφικτος δι’ αυτής εις την ανθρωπίνην νόησιν». (Βλησίδου, Θ. 1954, σσ.123-124).
Η παρουσία έτσι του Πανεπιστημίου ως θεματοφύλακα των
«εθνικών» παραδόσεων θα συνεχιστεί και κατά την μεταπολεμική περίοδο, όπου και
πάλι η εθνική συνείδηση γίνεται αντιληπτή σε σχέση και αναφορά με τους
«άλλους». Έτσι «οι Έλληνες μάχονται πάντοτε κατά της βαρβάρου Ασίας,
υπεραμυνόμενοι της Ευρώπης και καλύπτοντες την
ασφάλειαν αυτής εξ Ανατολών». (Δενδία, Μ. 1953, σ.
34). Από την άλλη μεριά η παρουσία του Πανεπιστημίου γίνεται αντιληπτή «ως
βασικού παράγοντος της πνευματικής ανυψώσεως της Ελληνικής κοινωνίας και ως
πρωτεύοντος εθνικού επιστημονικού κέντρου» (Δενδία,
Μ. 1953, σ. 79), ενώ οι προτροπές προς τους φοιτητές είναι να σταθούν «επί των εθνικών επάλξεων…[φιλάσσοντες]
τας αιωνοβίους εθνικάς
παραδόσεις». (Δενδία, Μ. 1953, σ. 79).
Η διαχείριση της εθνικοθρησκευτικής
πολιτικής ιδεολογίας εκ μέρους των καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών στους
επίσημους Λόγους τους, γίνεται περισσότερο χαρακτηριστική, όταν πλησιάζουμε την
περίοδο της «επταετίας». Έτσι ο Πρύτανης Ιωάννης Χρυσικός, το 1966 θα ζητήσει
από τους πρωτοετείς φοιτητές να γίνουν «μύσται της
Επιστήμης,… της πολυσεβάστου Πατρίδος,… και της ιεράς
ημών Χριστιανικής Θρησκείας…Διότι τα τρία ταύτα: Επιστήμη, Φιλοπατρία και Ευσέβεια
συνεξασφαλίζουν εις το Έθνος μας, εις την αιώνιον Ελλάδα, την προκοπίν και
την επιβίωσιν». (Χρυσικός, Ι. 1967, σ. 40). Είναι
χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι αυτό που επισημαίνεται για να δικαιολογηθεί η
προτροπή αυτή, συνίσταται στην προσπάθεια πού καταβάλλεται για να τονιστεί η
απειλή ενάντια στα ιδανικά αυτά από αδιόρατα και «αντεθνικά» κέντρα, εισάγοντας
με τον τρόπο αυτό την καλλιέργεια των εθνοφοβικών
συνδρόμων στη νεοελληνική κοινωνία. Έτσι ο Ι. Χρυσικός, θα επισημάνει προς τους
πρωτοετείς φοιτητές: «Αναλαμβάνετε δε υποχρεώσεις έναντι των τριών τούτων
Εθνικών συντελεστών, Επιστήμης, Πατρίδος και Θρησκείας, καθ’ ήν εποχήν και τα τρία ταύτα
βάλλονται αμειλίκτως και διαβιβρώσκονται
υπό εχθρών επιβουλευομένων την Εθνικήν
μας επιβίωσιν· διότι και την Επιστήμην
αγωνίζονται ούτοι να καταβιβάσωσιν
εις χάρτινον προσοντισμόν
και την Πατρίδα να εξαλείψωσιν από του χάρτου και της
Ιστορίας και την θρησκείαν την Χριστιανικήν
να διαβρώσωσιν, η οποία μόνη στηρίζει και μόνη υπήρξε
κιβωτός του Έθνους δια μέσου των αιώνων.
Η υπεράσπισις των τριών τούτων με ανυποχώρητον μαχητικότητα, υψηλοφροσύνην
και γενναιότητα είναι δι’ όλους μας ύψιστον χρέος τιμής, το οποίον επιβάλλει οιονεί στρατιωτικήν θητείαν ισοβίαν εις τας επάλξεις
του Έθνους». (Χρυσικός, Ι. 1967, σ. 41).
Η προσπάθεια για ολοκληρωτική μετατροπή του Πανεπιστημίου
από φορέα της επιστήμης, σε φορέα της εθνικής ιδεολογίας, επιχειρείται κυρίως
επί ημερών της δικτατορίας του Γεώργιου Παπαδόπουλου.
Την περίοδο αυτή εισάγεται και η εορτή της «επετείου της 21ης
Απριλίου», ως εθνικής εορτής του Πανεπιστημίου. Έτσι το 1968 ο Καθηγητής της
Βυζαντινής Φιλολογίας Νικόλαος Τωμαδάκης, θα
επισημάνει σε σχετική «επετειακή» ομιλία του, ότι «οι
Πανέλληνες, εορτάζοντες την
πρώτην επέτειον της εθνικής
Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου, καθ’ ήν ο
Ελληνικός Στρατός, σάρξ εκ της σαρκός του Ελληνικού
Λαού και εντολοδόχος αυτού, απεφάσισε παρεμβαίνων εις
τα πολιτικά πράγματα τα αγαγόντα την χώραν εν μικρώ διαστήματι προς αποσύνθεσιν και καταστροφήν, να σώση τον τόπον από τους όνυχας του κομμουνισμού και την απειλήν της καθολικής διαλύσεως…Έθετο
δ’ ορόσημον η Εθνική Επανάστασις,
διαχωρίσασα μεταξύ του παρελθόντος και του μέλλοντος, χαράξασα
τον εθνικόν δρόμον της
προόδου και της συναδελφώσεως υπό το σύνθημα της αγάπης και την ευλογίαν της αιωνίας Χριστιανικής διδασκαλίας, ήτις συνδυαζομένη με τας Ελληνικάς αξίας δύναται να οδηγήση
το Έθνος εις ανάπλασιν και αναδημιουργίαν».
(Τωμαδάκη, Ν. 1968, σ. 223).
Η αποκορύφωση της εθνικής έξαρσης, μέσα από τους επίσημους
Λόγους, αναδείκνυε και επέβαλε την ιδεολογικοπολιτική θεωρία του ελληνοχριστιανισμού σε κυρίαρχη εθνική ταυτότητα του
νεοέλληνα φοιτητή, πέρα και πάνω από οποιαδήποτε επιστημονική δεοντολογία, ενώ
δικαιολογούνταν από το γεγονός ότι το
Πανεπιστήμιο και κατ’ επέκταση η ελληνική παιδεία ήταν και θα πρέπει να
εξακολουθήσει να είναι μια συντηρητική υπόθεση. Έτσι ο καθηγητής Τωμαδάκης
θα σημειώσει: «Ετάχθημεν όμως ακλόνητοι εις τας
επάλξεις, υπερασπίζοντες τας βασικάς ημών θέσεις: Της
ενότητος του Ελληνισμού, της παιδευτικής αξίας της
γλώσσης και των ανθρωπιστικών γραμμάτων, της ισορροπήσεως της διπλής ιστορικής
παραδόσεώς μας εθνικής και θρησκευτικής, λογίας και
δημώδους, αρχαίας και νεωτέρας. Και εις δυσκόλους στιγμάς, καθ’ άς κυβερνήσεις όλων
των προ της Επαναστάσεως διοικησάντων την χώραν κομμάτων
ηθέλησαν ν’ ανατρέψουν την συντηρητικήν εθνικήν γραμμήν της εθνικής
παιδείας, το Πανεπιστήμιον Αθηνών αντετάσσετο σύσσωμον κατά των επηγγελμένων
μεταρρυθμίσεων…». (Τωμαδάκη, Ν. 1968, σ. 226). Για
πρώτη φορά αποκαλύπτεται από καθηγητή του Πανεπιστημίου, ότι στο όνομα μιας
συγκεκριμένης ιδεολογικοπολιτικής θεωρίας, το Πανεπιστήμιο Αθηνών λειτουργούσε
ως πνευματική «αντίσταση» σε οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική προσπάθεια γίνονταν
στο χώρο της Παιδείας. Μάλιστα υπεραμύνεται
του γεγονότος ότι ορισμένοι καθηγητές έφτασαν στο σημείο να
πρωτοστατήσουν στην αποκήρυξη και ανάκληση των «εθνοβλαβών
βιβλίων», δεχόμενοι την αποδοκιμασία μέρους των φοιτητών, τους οποίους
κατονομάζει, λέγοντας ότι «διέθετον προσέτι ωργανωμάνας φάλαγγας ποικιλωνύμων
σωματείων, και δη την επαράτου μνήμης νεολαίαν
Λαμπράκη, δι’ ής εξεπόρνευον ηθικώς και εθνικώς την σπουδάζουσαν
νεότητα, απασχολούντες αυτήν εις έργα αλλότρια των
σπουδών της, μεταβάλλοντες τους σπουδαστάς
μας εις τραπεζορρήτορας και διαδηλωτάς
των πεζοδρομίων, εν ονόματι μιας δήθεν ελευθερίας,
την οποίαν οι πάτρωνές των ουδέποτε είχον σεβασθεί». (Τωμαδάκη, Ν. 1968, σ.
226).
Είναι βέβαια γεγονός ότι το 1963 μετά τη δολοφονία Λαμπράκη
και τη δημιουργία της «Δημοκρατικής Νεολαίας
Λαμπράκη», η οποία με χιλιάδες μέλη δραστηριοποιήθηκε σε πολιτικές
κινητοποιήσεις της προδικτατορικής περιόδου,
αναδείχθηκε η ανεπάρκεια της μονοδιάστατης συντηρητικής πολιτικής ιδεολογίας
κυρίως μέσα στους χώρους του Πανεπιστημίου. Ωστόσο με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς της δικτατορίας, η
παρουσία της συντηρητικής πολιτικής ιδεολογίας επανέρχεται προκειμένου να
επαναπροσδιοριστεί η φαντασιακή κατασκευή της εθνικής
ταυτότητας στην παραδοσιακά ιδεαλιστική της βάση. Έτσι θα λεχθεί ότι «η Ελλάς,
η τριάκοντα αιώνων ιστορία της και ο πολιτισμός της είναι ιδεοκρατία».
(Ηλιοπούλου, Κ. 1968, σ. 13). Προς αυτή την κατεύθυνση θα κινηθούν άλλωστε οι
περισσότεροι από τους επίσημους λόγους
των καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας,
ενώ στην ουσία θα επιχειρηθεί να «ξαναγραφεί» η ελληνική ιστορία, μέσα από την
εθνική έξαρση του πατριωτισμού των ελλήνων του 1821
και του 1940 σε αντίθεση με την
«αντεθνική» όπως υποστήριζαν δράση του Ε.Α.Μ. (Ηλιοπούλου, Κ. 1968, σ. 18).
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής, η προσπάθεια που καταβάλλεται
μέσα από τους επίσημους λόγους των καθηγητών του Πανεπιστημίου να
δικαιολογήσουν την παρουσία της δικτατορίας, ως προάσπιση των εθνικοθρησκευτικών παραδόσεων ενάντια στην απειλή της αριστεράς: «εσχάτως ακόμη ο εν Ελλάδι κομμουνισμός, ο
οποίος μετά τον συμμοριτοπόλεμον είχε τελεσιδίκως καταδικασθή εις την συνείδησιν
του Ελληνικού λαού, επέτυχε μικρόν κατά μικρόν και μετά μεγάλης προσοχής να κατακτήση
σημαντικόν ποσοστόν του
λαϊκού φορνήματος, να κερδίση
έδαφος εις τον στίβον της πολιτικής, να μεταφέρη την επιρροήν του ακόμη
και εις τας ενόπλους δυνάμεις του Έθνους και να φθάση
εις τον προθάλαμον της εξουσίας. Έλαμψεν
όμως δια μίαν εισέτι φοράν
η αρετή του Έλληνος μαχητού
δια της αναιμάκτου Επαναστάσεως της 21ης
Απριλίου 1967, της οποίας οι πρωτεργάται, αγνοί
Έλληνες μαχηταί, με την ψυχήν
των γεμάτην από πίστιν εις
την ιστορικήν αποστολήν και
το μέλλον του Έθνους και με ηυξημένην την αίσθησιν της ευθύνης και του χρέους έναντι αυτού εγένοντο φορείς και όργανον
υλοποιήσεως των εθνικών επιδιώξεων». (Ηλιοπούλου, Κ. 1968, σ. 25).
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι κατά την περίοδο της
δικτατορίας και στα πλαίσια της ανάδειξης της εθνικο-θρησκευτικής
πολιτικής ιδεολογίας, πέρα από τις καθορισμένες εθνικές εορτές, στο
Πανεπιστήμιο των Αθηνών καθιερώνεται «Ημέρα προσευχής των Ελλήνων Σπουδαστών»,
κατά την οποία ο Πρύτανης Στυλιανός Κορρές, θα
σημειώσει μεταξύ των άλλων ότι «η ελληνική Νεότης εμφορουμένη του πνεύματος της Φυλής, συνισταμένου εκ των
ζωπύρων του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού, εύλογον
είναι να στοιχή εις την γραμμήν,
ην από μακράς σειράς αιώνων απαρεγκλίτως
ακολουθεί η την ελπίδα του Έθνους αποτελούσα νεότης,
και προς ην, προσκαίρως εκτραπείσα, υπό θελκτικών σειρήνων παρασυρθείσα,
προφρόνως και ασμένως και πάλιν
προσήλθεν», (Κορρέ, Σ.
1969, σ. 129), ενώ ο ίδιος στον εορτασμό της επετείου της 21ης
Απριλίου θα σπεύσει να ζητήσει «να εμφυσηθή η νέα
θαυματουργός πνοή, η πνεύσασα ανα
την Ελλάδα πάσαν την ανατολήν
της 21ης Απριλίου, πρώτιστα και κυριώτατα
εις την εκπαίδευσιν…[ώστε] να επαναποκτήση
η Παιδεία του Έθνους περισσότερον Ελληνισμόν
και περισσότερον Χριστιανισμόν».
(Κορρέ, Σ. 1969, σ. 301).
Με όσα προαναφέραμε γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι το
Πανεπιστήμιο από τη σύσταση του και έπειτα ακολούθησε με συνέπεια την πορεία
του εθνικού κράτους και προσπάθησε να κατανοήσει τον εαυτό του ως παράπλευρη,
αλλά κύρια και ουσιαστική συνιστώσα αυτής της εθνικής του αποστολής,
αναπαράγοντας την εθνική ιδέα, την οποία επιχειρούσε σε ένα επίπεδο επίσημων
διακηρύξεών του να προβάλλει. Αναμφίβολα το Πανεπιστήμιο δεν λειτούργησε ως
ένας κοσμικός θεσμός του κράτους, με μοναδικό σκοπό την παροχή μιας «ουδέτερης»
ιδεολογικοπολιτικά επιστημονικής γνώσης. Άλλωστε η παρουσία και αναπαραγωγή της
θρησκείας ως σημαντικού συντελεστή της εθνικής ταυτότητας, δεν ακυρώνει μόνο
την ιστορική διάκριση μεταξύ της θρησκευτικής πίστης και του ορθού λόγου, στα
πλαίσια της εκκοσμίκευσης του πολιτικού και
κοινωνικού βίου, (Weber, M. 1993), αλλά αντιθέτως μετατρέπει τη θρησκεία σε πολιτική ιδεολογία, η
οποία χρησιμοποιείται ως μοχλός ανάσχεσης στην «επικράτηση των ιδεών του
φιλελευθερισμού, καθώς αντισταθμίζει την εθνικοποίηση και την κρατικοποίηση του
θρησκευτικού λόγου με τη θεσμική ηγεμονία του κυρίαρχου δόγματος». (Κόκκινος,
Γ. 1997, σ. 85). Η διασύνδεση της θρησκείας με την εθνική ιδέα δεν εξασφαλίζει
μόνο την κυριαρχία μιας μονοδιάστατης ιδεολογικοπολιτικής θεωρίας, αλλά πολύ
περισσότερο, οδηγούσε ολόκληρη την εκπαιδευτική διαδικασία πολύ πιο πίσω, στη
διατήρηση των σχέσεων εξουσίας και υποτέλειας, παρέχοντας το δικαίωμα στην ίδια
την πολιτική εξουσία να διαχειρίζεται την παρουσία της με όρους υποχρεωτικής
επιβολής. Η εθνικοποιημένη έτσι θρησκεία δεν αποτελούσε τίποτε περισσότερο από
μια προσπάθεια καθιέρωσης μιας ομογενοποιημένης εθνικής ταυτότητας, ενώ κάθε
φορά που η ταυτότητα αυτή αμφισβητούνταν, συμπαρέσυρε όπως ήταν φυσικό άλλωστε
και την ίδια την παρουσία της θρησκείας. Η πολιτική έτσι λειτουργία της
εθνικοποιημένης θρησκείας καθιέρωνε δίκτυα κοινωνικού και πολιτικού ελέγχου,
ενώ παράλληλα αποτελούσε μια σημαντική παράμετρο της κοινωνικής ενσωμάτωσης στη
νεοελληνική κοινωνία, η οποία χρησιμοποίησε, τυπικά και άτυπα το παγιωμένο ιδεολογικό σχήμα που ήθελε τους εθνικόφρονες να
ταυτίζονται με τους «καλούς» χριστιανούς, ενώ τους αντεθνικόφρονες
με τους «άθεους».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βλησίδου Θ. (1954) Προσφώνησις προς τους
Πρωτοετείς Φοιτητάς, κατά την εισδοχήν
των
την 9ην Δεκεμβρίου 1954, εν τη μεγάλη Αιθούση των τελετών του Πανεπιστημίου,
Επετηρίς του Πανεπιστημιακού Έτους
1954-1955,
Πανεπιστήμιον Αθηνών.
Δενδία Μ. (1953) Πρυτανικοί Λόγοι και Λογοδοσία, Εθνικόν Πανεπιστήμιον Αθηνών.
Δημαράς
Α. (1989) Ιδεολογήματα στην αφετηρία του ελληνικού Πανεπιστημίου, Πρακτικά
του Διεθνούς Συμποσίου με θέμα: Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία
και Παιδεία. Ιστορικές διαστάσεις και προοπτικές , τ. Α΄, Ι.Α.Ε.Ν.
Δημαράς
Α. (2003) Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε. Τεκμήρια Ιστορίας 1821-1894, τ.
Α΄,
Αθήνα, ΕΣΤΙΑ
Εξαρχόπουλος Ν. (1936) Έκθεσις των
πεπραγμένων κατά το Πανεπιστημιακόν Έτος 1934-
1935. Εθνικόν και Καποδιστριακόν
Πανεπιστήμιον Αθηνών.
Ηλιοπούλου
Κ. (1970) Η πολεμική των Ελλήνων Αρετή, Πρυτανεία Στυλιανού Κορρέ,
Επίσημοι Λόγοι εκφωνηθέντες
κατά το έτος 1968-1969, Εθνικόν και Καποδιστριακόν
Πανεπιστήμιον Αθηνών.
Καραμούζης Π. (2002) Εθνοφυλετισμός και Οικουμενισμός στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η
περίπτωση της εγκυκλίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου του
1872. Θρησκειολογία,
τχ. 3.
Κορρέ Σ. (1970) Λόγος εις τον Εορτασμόν
της Επετείου της 21ης Απριλίου, Επίσημοι Λόγοι
εκφωνηθέντες κατά το έτος 1968-1969, Εθνικόν
και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον
Αθηνών.
Κόκκινος
Γ. (1997) Τα Ελληνικά Συντάγματα και η ιδιότητα του Πολίτη (1944-1927).
Απόπειρα Ιστορικής Επισκόπησης, Ανάτυπο Μνήμων τ. 19.
Κρητικός
Θ. (1995) Η πρόσληψη της επιστημονικής σκέψης στην Ελλάδα. Η φυσική μέσα
από πρόσωπα, θεσμούς και ιδέες (1900-1930), Αθήνα, Παπαζήσης.
Λάμπρος
Σ. (1915) Πανηγυρικός Λόγος, 25η Μαρτίου 1915, Εθνικόν και Καποδιστριακόν
Πανεπιστήμιον.
Μελάς
Σ. (1933) Έθνος και Ανθρωπότητα, Ιδέα,τ.2
Μεσολωράς Ι. (1915) Προσφώνησις, 25η
Μαρτίου 1915, Εθνικόν και Καποδιστριακόν
Πανεπιστήμιον.
Μουτούσης Ν. (1953) Παραίνεσις προς τους
Πρωτοετείς Φοιτητάς επι τη
Ορκωμοσία Αυτών,
Λόγοι, Εθνικόν και Καποδιστριακόν
Πανεπιστήμιον.
Παπαμιχαήλ Γ. Προσφώνησις του
Πρυτάνεως του Πανεπιστημίου, προς τους Πρωτοετείς
Φοιτητάς κατά την Τελετήν
της Επισήμου Δεξιώσεως αυτών εν τω Πανεπιστημίω, τη
10η Δεκεμβρίου του 1936 Έτους. Πανεπιστήμιον Αθηνών.
Παπαρρηγόπουλος Κ. (1853) Η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία και τα δύο άλλα
μεγάλα
Χριστιανικά Θρησκεύματα, Πανδώρα τ.2, φ.79.
Σκοπετέα Ε. (1988) Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα.
Όψεις του εθνικού
προβλήματος στην Ελλάδα. (1830-1880). Αθήνα, Πολύτυπο.
Σχινάς Κ. (1837) Λόγοι εκφωνηθέντες
υπό του Πρυτάνεως και των τεσσάρων Σχολαρχών
κατά την ημέραν της
εγκαθιδρύσεως του Πανεπιστημίου Όθωνος, μετά των
προγραμμάτων των παραδοθησομένων
μαθημάτων.
Τζιόβας Δ. (1998) Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το
ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο
Μεσοπόλεμο, Οδυσσέας.
Χρυσικός
Ι. (1967) Λόγος προς τους Πρωτοετείς Φοιτητάς, Επίσημοι
Λόγοι, Εκφωνηθέντες
κατά το έτος 1966-1967. Εθνικόν και Καποδιστριακόν
Πανεπιστήμιον Αθηνών.
Weber M. (1993) The
Sociology of Religion, Beacon Press.