Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ-ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΟΥ ΟΘΩΝΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ: ΡΗΞΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ

 

 

Δημήτριος ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Φιλόλογος, Μεταπτ. Φοιτητής

Τ.Ε.Ε.Α.Π.Η. Παν/μίου Πατρών

Ευστάθιος ΜΠΑΛΙΑΣ

Επ. Καθηγητής Τ.Ε.Ε.Α.Π.Η.

Παν/μίου Πατρών

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Το ερευνητικό ερώτημα που θέσαμε στην εργασία αυτή είναι αν υπάρχει συνέχεια ή ρήξη ανάμεσα στον νεοελληνικό Διαφωτισμό και το οθωνικό Πανεπιστήμιο. Κατ’ αρχάς, διαπιστώσαμε ότι οι ιδέες των Ελλήνων Διαφωτιστών συνεχίζουν να είναι παρούσες στη διάρκεια της Επανάστασης. Μια σημαντική στροφή παρατηρείται στην περίοδο της Διοίκησης Καποδίστρια, όπου είναι εμφανής η τάση για μια παιδεία που θα υπηρετεί τις ανάγκες οικοδόμησης του νέου κράτους, τάση η οποία γίνεται σαφέστερη με την έλευση των Βαυαρών. Παρά το γεγονός ότι μεταξύ του 1833 και του 1837, η Αντιβασιλεία θέτει τις βάσεις ενός ολοκληρωμένου εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο εντάσσεται στη συνολική προσπάθεια για τη συγκρότηση του νεοσύστατου κράτους με βάση τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, η ιδεολογικο-πολιτική φυσιογνωμία του νεοϊδρυθέντος αθηναϊκού πανεπιστημίου (1837) αποκλίνει από τις διαφωτιστικές ιδέες. Χωρίς να τις αποβάλει εντελώς, τείνει να υπηρετήσει πρωτίστως τους πολιτικούς στόχους της ανασυγκρότησης του ελληνικού έθνους και της  αναστύλωσης της εθνικής ταυτότητας, κυρίως μέσα από τον προσανατολισμό του προς τον κλασικισμό. Πρόκειται για καθαρή ιδεολογική υποχώρηση απέναντι στα διαφωτιστικά ιδεώδη, τα οποία ηττώνται και καθυποτάσσονται στο εθνικό δόγμα.

 

ABSTRACT

 

The main issue examined in this paper is whether there was continuity or split between Neo-Greek Enlightenment and the Othonian University. At first we discovered that the ideas of the people in Greek Enlightenment are present throughout the Revolution. An important change is noted during the Administration of Capodistria, when we note a tendency to shift education towards a model more suitable to the needs of a newborn state, a tendency that grows further with the arrival of Bavarians. Despite the fact that between 1833 and 1837 the Regency had set the foundations for a comprehensive education system, which was a part of a wider effort to shape the newly formed state along the lines of western European models, the ideological-political  character of the newly established university in Athens (1837) departs from the spirit of Enlightenment. Although it didn’t dismiss these ideas entirely, the university is called to serve, primarily, the goals of reconstructing a new Greek state and to restore national identity through ideas deriving mainly from classicism. This was a clear ideological retreat from Enlightenment ideals, which were thoroughly defeated and surrendered to national dogma.

 

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Κάνοντας λόγο για «ρήξη» και «συνέχεια» του οθωνικού πανεπιστημίου με τον νεοελληνικό Διαφωτισμό, αυτομάτως διαβλέπουμε στην πνευματική και ιδεολογικο-πολιτική μόρφωση του νεοσύστατου αθηναϊκού πανεπιστημίου την επενέργεια ενός πλέγματος αρνήσεων και αποδοχών με την αμέσως προηγούμενη περίοδο ως προς τον ρόλο του, παιδευτικό ή άλλο. Στη βάση αυτού του δίπολου προσπαθούμε να εντοπίσουμε στην ίδρυση, στον ρόλο που κλήθηκε να παίξει και τη φυσιογνωμία του, τα σημεία επαφής και απομάκρυνσής του από το πνευματικό κίνημα του νεοελληνικού Διαφωτισμού το χρονικό διάστημα από τα μέσα του 18ου αιώνα έως τη σύστασή του (1837). Έτσι, πιάνοντας το νήμα που οδηγεί στο καταστατικό της ίδρυσης του οθωνικού πανεπιστημίου, αναπόφευκτα οδηγούμαστε αρχικά στη σκιαγράφηση των αντιπροσωπευτικότερων δράσεων και αντιλήψεων περί παιδείας από τους λογίους στον ελληνικό και ελλαδικό χώρο πριν την Επανάσταση, κατά την Επανάσταση και την καποδιστριακή περίοδο.  

 

2. ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΩΝ ΠΕΡΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

 

Τρεις βασικές κατευθυντήριες αρχές προσδιορίζουν τις αντιλήψεις περί παιδείας την περίοδο του νεοελληνικού Διαφωτισμού: 1. Η πίστη ότι μέσω της παιδείας θα εξυπηρετηθούν οι νέες ανάγκες (μορφωτικές, εθνικές, οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές). 2. Ο ρεαλισμός και η πεποίθηση για τη χρησιμότητα και την αποτελεσματικότητα της ανθρώπινης γνώσης, και 3. Η αξιοποίηση της σύγχρονης ευρωπαϊκής γνώσης και των κειμένων της ελληνικής αρχαιότητας με πνεύμα όχι σχολαστικό και τυπολατρικό, με στόχο τη σύνδεση του ελληνισμού με το κλασικό παρελθόν του και την ενίσχυση της αυτοσυνειδησίας του. Στο πλαίσιο των τριών αυτών προσδιοριστικών παραγόντων της παιδείας για τη συγκεκριμένη περίοδο, εύλογο είναι ότι βασική επιδίωξη εκ μέρους των λογίων είναι η θεραπεία πρωτογενών εκπαιδευτικών αναγκών, τέτοιων που η κάλυψή τους να ικανοποιείται από τα σχολεία της πρώτης, δεύτερης και τρίτης βαθμίδας, ό,τι σήμερα, τηρουμένων των αναλογιών, θα αποκαλούσαμε δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο.

Έτσι  από τα τέλη του 18ου αιώνα κυρίως, βασική στόχευση των λογίων και της ανερχόμενης αστικής τάξης του ελληνικού και ελλαδικού χώρου, είναι η ίδρυση σχολείων νέου τύπου, δηλαδή εκπαιδευτηρίων στα οποία επιχειρείται η εισαγωγή της διδασκαλίας των νέων επιστημών και ιδεών με πατρότητα δυτική, καθώς και η εφαρμογή νέων παιδαγωγικών μεθόδων με προοπτική «να διαδώσωσι τας φυσικάς αληθείας και εις όλον τον λαόν, δια να τον απαλλάξωσιν από την κατατυραννούσαν αυτόν αλόγως δεισιδαιμονίαν, και από το να πλάττη πράγματα ανύπαρκτα...» (ανυπόγραφο, Λόγιος Ερμής, 1817). Εναρμόνιση θα λέγαμε της ελληνικής παιδείας με την ευρωπαϊκή, συνδυασμός δηλαδή του κλασικού ιδεώδους με ό,τι επιστημονικά νεωτεριστικό υπάρχει στη Δύση, με ταυτόχρονη κάλυψη στοιχειωδών πνευματικών αναγκών με αντίκρισμα κοινωνικό, στοιχειοθετούν το θεωρητικό υπόβαθρο των ενεργειών εκ μέρους των λογίων την προεπαναστατική περίοδο.

Από τα ωρολόγια προγράμματα των σχολείων νέου τύπου, δηλαδή εκείνων που ιδρύονται κατά τα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου στα οικονομικά κέντρα του ελληνισμού, από τη νοητή γραμμή του Ολύμπου και πάνω θα λέγαμε (Γυμνάσιο Χίου, Σχολή Μηλέων, Ακαδημία Κυδωνιών, Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης, Σχολή Βουκουρεστίου), παρατηρείται σε αυτά τα σχολεία η εισαγωγή των θετικών επιστημών, της φιλοσοφίας, της διδασκαλίας ξένων γλωσσών και του πειράματος. Ακόμη η χρήση των εποπτικών μέσων, η αλλαγή του τρόπου διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας με την κατάργηση της ψυχαγωγικής μεθόδου και την αντικατάστασή της από την ερμηνευτική, καθώς και η αξιοποίηση της καθομιλουμένης στην εκπαιδευτική διαδικασία. Και πάντα στο πλαίσιο του εφικτού, χρήσιμου και κοινωνικά ωφέλιμου, κάτι που ενδεικτικά γίνεται αντιληπτό αν ανατρέξουμε στην άποψη του Μοισιόδακα, του Κούμα και του Κοραή για το αντικείμενο της φιλοσοφίας απ’ όπου διακρίνεται η αναβάθμισή της σε ηθικοπρακτική δύναμη με κοινωνική στόχευση.

Ακόμη λοιπόν και η φιλοσοφία ναι μεν εισάγεται κατά περιπτώσεις στα εκπαιδευτήρια της εποχής αλλά μόνο στον βαθμό που θα έχει πρακτικό προσανατολισμό και θα αποβλέπει στην προσωπική ή κοινωνική βελτίωση. Θέση που αφορά και τη σχέση του Έλληνα της εποχής με την κλασική αρχαιότητα, η οποία σχέση, σύμφωνα με τον Μοισιόδακα, είναι προβληματική: «Την σήμερον η Ελλάς τρέφει και περιποιείται δύω ελαττώματα τα πλέον ανοίκεια εις την δόξαν της. Αυτή κυριεύεται κατά κράτος από την Υπόληψιν και από την Αμέλειαν της Αρχαιότητος. Η πρώτη τής εγέννησεν εκείνην την ακμαίαν Πρόληψιν, ότι όσα ή εφεύρηκαν, ή εκαλλιέργησαν οι Παλαιοί, όλα γενναία, όλα ακριβή: και η δευτέρα της επροξένησε την σπάνιν, ή μάλιστα την ερημίαν των περισσοτέρων παλαιών Συγγραμμάτων. Δεν φθάνει. Η Πρόληψις έπειτα της εφύτρωσεν ένα άσπονδον μίσος εναντίον πάντων των Νεωτέρων, και η σπάνις την εγύμνωσεν σχεδόν από όλας τας κεφαλαιωδεστέρας ειδήσεις των Παλαιών» (Μοισιόδαξ Ι., 1761). Αναφορά η παραπάνω που φανερώνει ότι το πρόβλημα δεν ήταν οι δεσμοί των υπόδουλων Ελλήνων με την αρχαιότητα αλλά ο τρόπος αξιοποίησης των μηνυμάτων τους για λόγους πρωτίστως εθνικούς. Αυτό ήταν που όφειλε να αλλάξει: Ο τρόπος της μελέτης, ώστε από τους γραμματικούς τύπους και την αφηρημένη αρχαιολατρία να οδηγηθεί η ελληνική παιδεία στη μελέτη του περιεχομένου των κειμένων με εργαλείο την καθομιλουμένη η οποία άλλωστε θεωρείται η φυσική συνέχεια της αρχαίας. Δηλαδή να μιμηθεί τον δυτικό τρόπο καλλιέργειας της αρχαίας ελληνικής παιδείας, σύμφωνα με τον Κοραή, χωρίς να λησμονούμε και την αντίθετη τάση της εποχής, που έδειχνε να χάνει έδαφος στις αρχές του 19ου αιώνα, όπου σύμφωνα με τον Δούκα ναι μεν ο ελληνισμός πρέπει να αναβαπτιστεί στην ιστορική κολυμβήθρα του κλασικού ελληνισμού, ώστε να αναβιώσει το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, αλλά θεωρώντας πάντα ότι η γλώσσα των αρχαίων Ελλήνων και όχι η φιλοσοφία τους είναι το πιο ιερό και θείο προϊόν τους.

Οι επιδιώξεις των λογίων όσον αφορά τον χαρακτήρα του παιδευτικού αγαθού που θα παρέχεται στον ελληνικό και ελλαδικό χώρο, κινούνται σε ρεαλιστική βάση, πρεσβεύοντας εν ολίγοις ότι στο πλαίσιο της παιδείας είναι ανάγκη να γίνει σύζευξη των ιδεών της ελληνικής παράδοσης με τη μελέτη της κλασικής γραμματείας και των ιδεών του Διαφωτισμού. Ό,τι πιο προωθημένο ίσως από την πλευρά των εκπαιδευτικών στόχων έχει καταγραφεί στο σύνολο των προτάσεων εκ μέρους των λογίων για την επιχειρούμενη αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης, σχετίζεται με την ανυπαρξία ειδικευμένου εκπαιδευτικού προσωπικού και κατά τον Δάρβαρη ως μοναδική λύση θεωρείται η ίδρυση ειδικών διδασκαλείων, στα οποία οι μελλοντικοί δάσκαλοι όχι μόνο θα διδάσκονται «τους γενικούς και ειδικούς κανόνας της Μεθόδου» (Δάρβαρης Δ., 1811), αλλά θα ασκούνται και πρακτικά στη διδασκαλία κάτω από την επίβλε­ψη ειδικών επιστημόνων. Μπορεί οι λόγιοι της εποχής να αναφέρονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είτε ως μία πραγματικότητα διευρωπαϊκή είτε ως εν δυνάμει εκπαιδευτικό σχεδιασμό, όπως εντελώς ενδεικτικά κάνει ο Κούμας το 1819 στο κείμενό του «Παιδαγωγία, Περί παιδείας και σχολείων», αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να υπερβούν την εποχή τους και τις δεδομένες εθνικές και κοινωνικές συνθήκες: Ό,τι προέχει είναι η συγκρότηση εθνικού κράτους. Και ό,τι πρωτεύει στο πλαίσιο της παιδαγωγικής παρέμβασης και της οργάνωσης του σχολείου είναι η παροχή βασικών και πρακτικών γνώσεων,  και τους μαθητές «άλλο δεν πρέπει να τους διδάσκωσιν ειμή ό,τι μέλλει να τους χρησιμεύση εις το μέλλον επάγγελμά των» (Κούμας Κ., 1819). Και η απόκριση που δίνεται στα 1812 στο ζήτημα «Ποία εστί η πρώτη και αναγκαιοτάτη Επιστήμη εις τον άνθρωπον;», είναι «Η Γεωργία λοιπόν, η Ιατρική, και η Ιστορία» (Λόγιος Ερμής, 1812).

 

3. ΟΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ  ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ

 

Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, και παρά τις αντίξοες συνθήκες, παρατηρείται έντονο ενδιαφέρον για την εκπαίδευση από όλους τους φορείς, κρατικούς και ιδιωτικούς. Η γένεση και η σταθεροποίηση του νέου κράτους θεωρείται ότι είναι στενά συνδεδεμένες με τη θεσμοποίηση της παιδείας, η οποία θα οδηγήσει το έθνος στην ηθική του ανάταση μετά από τετρακόσια χρόνια δουλείας. Τόσο στα συνταγματικά κείμενα όσο και στις θεωρητικές τοποθετήσεις της Διοίκησης επίμονα τονίζεται η ανάγκη του «φωτισμού» δια της παιδείας ο οποίος οδηγεί στην κατάκτηση και διατήρηση της ελευθερίας, θέση σαφώς Διαφωτιστική. Για το θέμα μας αξίζει να θυμήσουμε ότι τον Μάιο του 1824  συστήνεται ειδική πενταμελής επιτροπή από βουλευτές με πρόεδρο τον λόγιο Άνθιμο Γαζή, η οποία υποβάλλει στην κυβέρνηση σχέδιο «διοργανισμού της κοινής εκπαιδεύσεως». Κατά το σχέδιο Γαζή, το οποίο ως παιδευτική στόχευση προσδιορίζει όλη την περίοδο της Επανάστασης, η δημόσια εκπαίδευση έπρεπε να οργανωθεί σε τρεις βαθμίδες. Στα σχολεία της πρώτης βαθμίδας ο μαθητής έπρεπε να μάθει να διαβάζει, να γράφει και να λογαριάζει. Στη δεύτερη που περιελάμβανε τα Λύκεια, ένα στην πρωτεύουσα κάθε επαρχίας, θα διδάσκονταν αρχαία ελληνικά, λατινικά, γαλλικά και στοιχεία των φυσικών επιστημών και της φιλοσοφίας. Στην τρίτη βαθμίδα προβλεπόταν ίδρυση πανεπιστημίου με τις τέσσερις γνωστές σχολές, θεολογίας, φιλοσοφίας, νομικής και ιατρικής. Παράλληλα προβλεπόταν η καθιέρωση της αλληλοδιδακτικής μεθόδου στην πρώτη βαθμίδα της εκπαίδευσης καθώς και η δημιουργία έμψυχου εκπαιδευτικού δυναμικού με τη σύσταση πρότυπου διδασκαλείου στο Άργος.

Είναι εμφανής από τα παραπάνω η προσπάθεια της πολιτείας την περίοδο αυτή για την υλοποίηση  του διαφωτιστικού ιδανικού του «συστήματος»: Ο εκπαιδευτικός χώρος προβλέπεται να οργανωθεί, κατά το προεπαναστατικό σχέδιο οργάνωσής του, σε τρεις βαθμίδες. Άξιο παρατήρησης  είναι ότι στο επίπεδο της πανεπιστημιακής οργάνωσης, η επιλογή των σχολών κινείται ουσιαστικά στο πλαίσιο των θεωρητικών επιστημών, όπου η αποφοίτηση από αυτές θα οδηγήσει και στην επαγγελματική αποκατάσταση.

Παρά όμως τους γενικότερους στόχους και οραματισμούς που διαγράφει το παραπάνω σχέδιο, οι ίδιοι οι συντάκτες του, αναγνωρίζοντας ότι «τοιούτον σχέδιον δεν είναι επί του παρόντος καιρού να βαλθεί εις πράξιν καθ’ όλην την έκτασίν του», προτείνουν τον περιορισμόν της εκπαιδευτικής δραστηριότητας «εις μόνον το πρώτον είδος, την αλληλοδιδασκαλίαν», δηλαδή στην πρώτη μόνο βαθμίδα εκπαίδευσης. Στόχος πιο ρεαλιστικός για τα δεδομένα εκείνης της περιόδου της εμφύλιας σύρραξης και υποκείμενος στη σύνδεση παιδείας- ηθικοποίησης- εθνικής ελευθερίας.

Κατά την ίδια περίοδο δεν πρέπει βέβαια να λησμονούμε την ύπαρξη της Ιόνιας Ακαδημίας στην Κέρκυρα (1824 - 1864), η οποία ιδρύεται το 1824, και κατ’ εικόνα του χουμπολντιανού πανεπιστημίου συντίθεται από τέσσερις σχολές -Θεολογική, Φιλοσοφική, Νομική, Ιατρική. Αυτή χαρακτηρίζεται ως πανεπιστήμιο και από αναφορές της εποχής και από σύγχρονους μελετητές, γεγονός όμως που χρήζει περαιτέρω μελέτης αφενός ως προς την επιβεβαίωση του χαρακτηρισμού και αφετέρου λόγω του γεγονότος ότι η κοινωνική και πολιτισμική ανεξαρτησία της περιοχής αυτής απέναντι στον υπόδουλο ελληνισμό, αποτελεί ενδεχομένως λόγο για χωριστή εξέταση της παιδείας των Επτανήσων, σύμφωνα με τον Κ. Θ. Δημαρά. Πάντως, οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας κάποια βασικά κοινά χαρακτηριστικά της Ιόνιας Ακαδημίας και του πρώτου αθηναϊκού πανεπιστημίου όπως τη σύνθεση των σχολών, την αρχαιολατρία, την έξαρση του γλωσσικού φορμαλισμού και τον λογιοτατισμό, την ίδρυση της Ακαδημίας στο πλαίσιο «μιας πολιτισμικής απαίτησης και ενός εθνικού προσανατολισμού» (Ασδραχάς Σπ., 1982), όπως συνέβη και με την ίδρυση του πανεπιστημίου το 1837, καθώς και το γεγονός ότι το νεοελληνικό κράτος σε έναν βαθμό στελεχώνεται από αποφοίτους της.  

Τέλος στο ίδιο κλίμα ρεαλισμού με τα έτη που προηγήθηκαν σχετικά με την αντίληψη περί παιδείας, κινείται και ο Ι. Καποδίστριας ως προς την εκπαιδευτική φιλοσοφία και πολιτική του. Ο Καποδίστριας πάντως προβάλλει μία αντίληψη για την εκπαίδευση διαφοροποιημένη, σε επίπεδο αρχών, από εκείνη της προηγούμενης περιόδου, η οποία διέπεται από δυο συναφείς αρχές: 1) Πρωταρχικός στόχος τίθεται η γενίκευση της δημοτικής και, κατά δεύτερον, της τεχνικής εκπαίδευσης. 2) Όπως και στην Επανάσταση, σκοπός του σχολείου είναι πρωτίστως η διαμόρφωση πολιτισμένων, δηλαδή ηθικών και πειθαρχημένων πολιτών. Τώρα όμως μέσο για τον σκοπό αυτόν δεν είναι η γνώση και ο «φωτισμός» αλλά η συστηματική έξωθεν επιβολή της πειθαρχίας και της ευταξίας, αρχές οι οποίες θα υποβοηθήσουν την προσπάθεια για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού και τη δημιουργία ειδικευμένων επαγγελματιών.

Δόθηκε επομένως ιδιαίτερη βαρύτητα στην εθνική διαπαιδαγώγηση, στην ενίσχυση δηλαδή της εθνικής συνείδησης και ταυτότητας, στη δημιουργία εθνικών πολιτών, μελών εθνικού κράτους και τονίστηκε η σύζευξη θρησκείας και παιδείας για την ανόρθωση των πολιτών. Ως προς την εκπαιδευτική πολιτική του, μπορούμε να πούμε ότι αυτή εστιάζεται σε τέσσερις άξονες: Την προστασία των ορφανών και άπορων παιδιών, την επιβολή ομοιόμορφης στοιχειώδους εκπαίδευσης, τη συγκρότηση δασκάλων και στελεχών για τις δημόσιες υπηρεσίες και την επαγγελματική κατάρτιση των νέων. Ως προς την εκπαιδευτική του φιλοσοφία, αυτή επικεντρώνεται, με γνώμονα το πνεύμα των κειμένων του, στις έννοιες της ηθικής αγωγής, της ορθοδοξίας και της πατρίδας. Τελικά, το πρότερο διαφωτιστικό κλίμα δεν τον είχε συνεχιστή και στην πράξη υποκαταστάθηκε από την ομοιομορφία, την πειθαρχία, τη σκληραγωγία και την ελεγχόμενη σταδιακή μάθηση.

Σε εύθετο πάντως χρόνο προβλεπόταν η ίδρυση πανεπιστημίου, όταν όμως θα υπήρχαν οι απαραίτητοι οικονομικοί πόροι αλλά και οι υποψήφιοι φοιτητές. Ως γνωστόν, ήδη από το 1815 ο Καποδίστριας είχε εκθέσει τις απόψεις του επί του θέματος αυτού, με το υπόμνημά του «Περί της οργανώσεως των Ιονίων νήσων», με το οποίο πρότεινε την ίδρυση πανεπιστημίου στην Ιθάκη, όπου θα σπούδαζαν οι νέοι της υπόδουλης Ελλάδας, αντί να μεταβαίνουν στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Έτσι ο Καποδίστριας έγινε ο πρώτος εισηγητής της σύστασης ελληνικού πανεπιστημίου στην Ελλάδα. Αυτές όμως οι ενέργειες του Καποδίστρια για την ίδρυση πανεπιστημίου, έχουν τις ρίζες τους ακόμη παλαιότερα, από το 1809, όταν γνωρίστηκε στη Ρωσία με τον πλούσιο Έλληνα Ι. Δομπόλη, στον οποίο υπέβαλε τη σκέψη και ενέπνευσε την απόφαση να διαθέσει την περιουσία του για την ίδρυση πανεπιστημίου στην πρωτεύουσα του ελεύθερου κάποτε κράτους.

 

4. ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΕΙΑ: Η ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΟΘΩΝΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΑΙ Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ

 

Γενικεύοντας, ό,τι τουλάχιστον μπορούμε να κρατήσουμε σαν γέφυρα ως προς τις εκπαιδευτικές τάσεις από την περίοδο του νεοελληνικού Διαφωτισμού έως την έλευση των Βαυαρών στην Ελλάδα, είναι πρωτίστως η αντιμετώπιση του εκπαιδευτικού χώρου, εκ μέρους των λογίων ή της πολιτικής εξουσίας, ως πρακτικού εργαλείου για την εξυπηρέτηση ποικίλων νέων αναγκών (μορφωτικών, εθνικών, οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών). Μπορεί η σύνδεση του «φωτισμού» με την αναβίωση του αρχαιοελληνικού ιδεώδους και την αξιοποίηση της σύγχρονης ευρωπαϊκής γνώσης, κατά περιπτώσεις πάντα, της προκαποδιστριακής περιόδου, να μετεξελίχθηκε επί Καποδίστρια σε προτεραιότητα στην ηθική-χριστιανική και εθνική αγωγή, στη βάση τους όμως και οι δύο κατευθύνσεις στηρίζονταν σε δύο κοινά αποδεκτές αρχές που έλκουν την προέλευσή τους από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό: Στην αντίληψη για την κοινωνική χρησιμότητα της γνώσης και στην αποστροφή προς την άγονη αρχαιολατρία, τον λογιοτατισμό και σχολαστικισμό.

Μεταξύ του 1833 και του 1837, η Αντιβασιλεία θέτει τις βάσεις ενός ολοκληρωμένου εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο εντάσσεται στη συνολική προσπάθεια για την ανασυγκρότηση και τον εκσυγχρονισμό του νεοσύστατου κράτους με βάση τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα. Στο πλαίσιο όμως της συγκεκριμένης ανακοίνωσης, εκ των πραγμάτων οφείλουμε να αντιπαρέλθουμε όχι μόνο ό,τι αφορά στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση αλλά και ό,τι αναφέρεται στις προσπάθειες και τους σχεδιασμούς για τη σύσταση του αθηναϊκού πανεπιστημίου, θεωρώντας ότι η ιδεολογικο-πολιτική φυσιογνωμία του οθωνικού πανεπιστημίου μπορεί να ανιχνευτεί κατευθείαν μέσω συγκεκριμένων κειμένων στα οποία αποτυπώνονται λίγο έως πολύ οι βαθύτερες βλέψεις και τα οράματα των ιθυνόντων για τον ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει το νεοσύστατο ίδρυμα στο νέο ελληνικό κράτος.

Αρχικά, δηλαδή πριν το Διάταγμα του 1836 Περί συστάσεως πανεπιστημίου, μπορούμε να καταγράψουμε τα δύο άρθρα του Κωνσταντίνου Νέγρη, γόνου φαναριώτικης οικογένειας, σπουδασμένου στη Γαλλία, στην εφημερίδα Αθηνά τον Ιούνιο και Ιούλιο του 1836 (Λάππας Κ., 2004),  με τα οποία υπεραμύνεται της σύστασης πανεπιστημίου, θεωρώντας ότι αυτό θα δημιουργήσει μία πνευματική και επιστημονική ελίτ, θα στηρίξει τη βιομηχανία, θα διαδώσει τις επιστήμες σε όλο το έθνος, θα συμβάλλει στη σύζευξη του ελεύθερου και του αλύτρωτου ελληνισμού καθώς θα δημιουργήσει στους δεύτερους εκείνες τις συνθήκες διάσωσης της έννοιας του ελληνικού έθνους. Θέσεις που μπορεί να θεωρηθεί ότι κινούνται σε ένα πραγματιστικό πλαίσιο επιδιώξεων για τη νεοσύστατη ελληνική κοινωνία, με χαρακτηριστικότερη και πιο ενδιαφέρουσα από όλες την τελευταία, η οποία, σε συνδυασμό και με ανάλογες τοποθετήσεις, πιστεύουμε ότι αποτελεί τον βασικότερο ίσως προωθητικό παράγοντα για την επίσπευση της ίδρυσης του οθωνικού πανεπιστημίου. Μάλιστα, αυτός ο ρόλος του πανεπιστημίου, η αποστολή θα λέγαμε, μπορεί να ιδωθεί μαζί με τα παραπληρώματά της: Αφενός με τη γνωστή θέση του Μάουρερ στο βιβλίο του Ο ελληνικός λαός το 1835, για τον προορισμό της Ελλάδας «να μεταλαμπαδεύσει μία μέρα το φως του ευρωπαϊκού πολιτισμού στην Ασία κι ακόμα πιο πέρα...» (Μάουρερ Γκ. Λ., 1976), και αφετέρου με τη θέση του Τιρς το 1833 ότι μέσω του πανεπιστημίου, συν τοις άλλοις, θα επιτυγχανόταν η επανασύνδεση των Ελλήνων με τον αρχαίο τους πολιτισμό (Τιρς Φρ., 1972). Επανασύνδεση των Ελλήνων με τον αρχαίο τους πολιτισμό, διαμετακομιστικός σε πνευματικό επίπεδο ο ρόλος της νέας Ελλάδας και συντήρηση της ελληνικότητας στους αλύτρωτους πληθυσμούς συγκροτούν εισαγωγικά το τρίπτυχο της αποστολής του υπό ίδρυσιν πανεπιστημίου. Πληθωρικός ρόλος που απέχει από εκείνον που έως και την Αντιβασιλεία είχε ο εκπαιδευτικός χώρος και που φανερώνει τις νέες κατευθύνσεις της ελληνικής κοινωνίας ως απάντηση στις νέες ανάγκες.

Αν ανατρέξει κανείς στο Διάταγμα της 31ης Δεκεμβρίου 1836 Περί συστάσεως πανεπιστημίου (ΦΕΚ, αρ. 86, 1836) με εκπονητή τον Άρμασπεργκ, που τελικά δεν ίσχυσε, και στο Διάταγμα της 24ης Απριλίου 1837 Περί προσωρινού κανονισμού του εν Αθήναις συστηθησομένου Πανεπιστημίου (ΦΕΚ, αρ. 16, 1837), μπορεί να παρατηρήσει ότι και τα δύο Διατάγματα είναι βασισμένα σε γερμανικά πρότυπα, ήταν φιλελεύθερα ως προς τον χαρακτήρα των σπουδών, το δεύτερο Διάταγμα ήταν πιο ελαστικό ως προς τις ποινές αναφορικά με το μη πρέπον ήθος και τη συμπεριφορά των φοιτητών εντός και εκτός του πανεπιστημίου και, αυτό που μάς ενδιαφέρει περισσότερο, έδιναν έμφαση στη θεωρητική κατάρτιση και την κλασική παιδεία. Χαρακτηριστικά, στο Διάταγμα του 1837 στο άρθρο 17 αναφέρεται ότι όσοι σπουδάζουν στη Θεολογία, στη Νομική και την Ιατρική -όχι οι σπουδαστές της Φιλοσοφίας-, οφείλουν μετά το πέρας των τριετών σπουδών τους να παρακολουθήσουν επί ένα ακόμη έτος μαθήματα της φιλοσοφίας, ιστορίας και φιλολογίας. Εκτός αυτού, ο φοιτητής της Ιατρικής και τα μαθήματα του τμήματος της Φυσικομαθηματικής. Πάντως, στο άρθρο 18 αναφέρεται ότι «εις τους φοιτητάς δεν επιβάλλεται ως προς την σπουδήν ουδεμία βία, δύναται δε έκαστος ελευθέρως να εκλέξη οποιονδήποτε κλάδον, και οποιονδήποτε μάθημα προαιρείται». Τέλος για την απόκτηση πτυχίου, οι φοιτητές, σύμφωνα με το άρθρο 20, «καθυποβάλλονται εις μίαν και μόνην εξέτασιν κατά την έξοδόν των από το πανεπιστήμιον... και χρεωστούν να εμφανίσουν έκθεσιν εις το αρχαίον ελληνικόν περί ενός τινός αντικειμένου του αυτού κλάδου...».

Από τα παραπάνω, σχετικά με την υποχρέωση των φοιτητών όλων των σχολών να επιλέγουν μαθήματα από τη σχολή της Φιλοσοφίας, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι στο νεοσύστατο ελληνικό πανεπιστήμιο έχει μεταφερθεί από τα γερμανικά πανεπιστήμια η αντίληψη της ενότητας των επιστημών και της γνώσης γενικότερα, σύμφωνα με την οποία οι επιμέρους γνώσεις συναποτελούν τη μία καθολική γνώση, που βρίσκει την έκφρασή της στη φιλοσοφία. Κατόπιν αυτού, εύλογο είναι ότι η διαφωτιστική αντιμετώπιση της γνώσης, το πρακτικό της αντίκρισμα στο εργασιακό επίπεδο φερειπείν, υποσκελίζεται από την αναγωγή τής «καθαρής επιστήμης» ως ύψιστου αγαθού (Λάππας Κ., 2004). Αυτό δηλαδή που πρωτίστως ενδιαφέρει το πανεπιστήμιο δεν είναι, με βάση αυτό το σκεπτικό, η επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων αλλά η καλλιέργειά τους. Και μάλιστα η καλλιέργεια στο πλαίσιο της κλασικής παιδείας, στον βαθμό που να είναι σε θέση να συντάσσουν το τελικό τους κείμενο στην αρχαία ελληνική γλώσσα.

Ένας ακόμη χώρος, τον οποίο θα εξετάσουμε στα βασικά του σημεία και φωτίζει την ιδεολογικό-πολιτική φυσιογνωμία του οθωνικού πανεπιστημίου, είναι τα κείμενα των λόγων των πέντε εκπροσώπων του πανεπιστημίου (του πρύτανη Κωνσταντίνου Σχινά και των σχολαρχών Νεόφυτου Βάμβα της Φιλοσοφικής, Μισαήλ Αποστολίδη της Θεολογικής, Γεώργιου Ράλλη της Νομικής και Αναστάσιου Γεωργιάδη Λευκία της Ιατρικής) την ημέρα της τελετής των εγκαινίων του στις 3 Μαΐου 1837. Ελέγχοντας και τα πέντε κείμενα των λόγων ως σύνολο, μπορούμε να εντοπίσουμε τα ακόλουθα: Το πανεπιστήμιο θεωρείται ως το αποκορύφωμα της θέσης ότι ο νέος ελληνισμός αποτελεί συνέχεια του αρχαίου, αποδεικνύοντας ότι τώρα, με την απελευθέρωση, η πηγή της κλασικής παιδείας αναγεννάται. Ακόμη τονίζεται ότι μέσω του πανεπιστημίου και την εύλογη ανάπτυξη των επιστημών, θα οδηγηθεί το ελληνικό έθνος στην ανύψωση του πνευματικού και ηθικού του επιπέδου και ταυτόχρονα θα ικανοποιηθεί η ανάγκη για τη συγκρότηση δημοσίων υπαλλήλων. Βασική όμως ως προς τον ιδεολογικό χαρακτήρα που αποκτούσε το οθωνικό πανεπιστήμιο από τη γέννησή του, θεωρούμε την τοποθέτηση του πρύτανη Κ. Σχινά, γνωστή ήδη από τον Μάουρερ λίγα χρόνια πριν, σύμφωνα με την οποία «Το Ελληνικόν πανδιδακτήριον... κείμενον μεταξύ της Εσπέρας και της Έω, είναι προωρισμένον να λαμβάνη αφ’ ενός μέρους τα σπέρματα της σοφίας, και αφού τα αναπτύξη εν εαυτώ, ιδίαν τινά και γόνιμον ανάπτυξιν, να τα ματαδίδη εις την γείτονα Έω νεαρά και καρποφόρα» (Σχινάς Κ., 1837). Η νέα Ελλάδα δηλαδή, λαμβάνοντας από τη Δύση και κατόπιν καλλιεργώντας στην πραγματικότητα τα κλασικά γράμματα, θα μεταβίβαζε τα «φώτα» της στους γείτονές της, όπως και κατά την αρχαιότητα η Αθήνα. Ρόλος εθνικός και πολιτικός, καθώς η Έω προφανώς φωτογράφιζε τους ελληνικούς πληθυσμούς της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης, της Μ. Ασίας, της Κρήτης και των νησιών οι οποίοι έπρεπε να διατηρήσουν την ελληνικότητά τους καθώς ενδεχομένως μελλοντικά θα μπορούσαν να ενταχθούν στο ιδιαίτερα περιορισμένο εδαφικά νέο ελληνικό κράτος.

Το βασικότερο λοιπόν στοιχείο που μπορεί να θηρευτεί από τους πέντε λόγους γενικά, είναι κατά τη γνώμη μας οι ιδεολογικοί στόχοι τους οποίους καλούνταν να εξυπηρετήσει το νέο ίδρυμα. Γενικόλογη η τοποθέτηση για την άνοδο του μορφωτικού και ηθικού επιπέδου του λαού και εν μέρει αυτονόητη, μη πειστική η προβολή της ανάγκης για τη δημιουργία στελεχών της διοίκησης καθώς αυτά θα μπορούσαν να συγκροτηθούν για ένα ακόμη διάστημα από την Ιόνιο Ακαδημία, το ίδιο θα μπορούσε να γίνει για ένα ακόμη διάστημα και με την παραγωγή γιατρών, νομικών, εκπαιδευτικών κ.ά. Αυτονόητο σίγουρα ότι ένα σύγχρονο κράτος όφειλε να έχει τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά ακόμη πιο αυτονόητο ότι αυτή θα μπορούσε να δημιουργηθεί όταν το έμψυχο υλικό που θα το στελέχωνε θα ήταν και πολυάριθμο και καλύτερα προπαρασκευασμένο από τα σχολεία δεύτερης και τρίτης βαθμίδας.  Δεν θεωρούμε όμως καθόλου συμπτωματική την επίσπευση της δημιουργίας του πανεπιστημίου το 1837 μετά από όσα έχουμε αναφέρει, καθώς αποδεικνύεται ότι ο ρόλος του ήταν ιδεολογικά φορτισμένος, πολιτικά και πρωτίστως εθνικά: Η αρχαία Ελλάδα αναβιώνει στη νέα με ορατό στοιχείο τον εξαρχαϊσμό της λόγιας γλώσσας και είναι σε θέση και πάλι να καλλιεργήσει τα κλασικά γράμματα, όπως τα προηγμένα έθνη της Δύσης, και μάλιστα να τα μεταλαμπαδεύσει στα Βαλκάνια και την Ανατολή, τροφοδοτώντας ουσιαστικά τους ελληνικούς πληθυσμούς, τους αλύτρωτους πληθυσμούς, με στοιχεία του δικού τους πολιτισμού στην προσπάθεια να αποτελέσει το πανεπιστήμιο σύμβολο και εργαλείο εθνικής ενότητας. Αποστολή, εθνική αποστολή, κάθε άλλο παρά ιδεολογικά φορτισμένη που επισκιάζει επί της ουσίας οποιονδήποτε άλλο ρόλο, όπως αυτοί ακούστηκαν στους λόγους της 3ης  Μαΐου 1837.

Αρκετά εύγλωττος ως προς την ιδεολογικο-πολιτική φυσιογνωμία του οθωνικού πανεπιστημίου εμφανίζεται ο πρώτος Οδηγός Σπουδών «προς τους φοιτητάς εκάστης σχολής» ο οποίος εκδόθηκε έναν χρόνο ακριβώς από την ίδρυση του ιδρύματος (Μάρτιος 1838). Συγκεκριμένα από τον πρόλογο των Οδηγιών, ο οποίος υπογράφεται από τον πρύτανη Κωνσταντίνο Δ. Σχινά, μπορούμε να ανιχνεύσουμε επιλεκτικά τα εξής: Ο πρύτανης εστιάζει την προσοχή του στη γενική αδιαφορία των φοιτητών κυρίως προς τα γνωστικά αντικείμενα που δεν οδηγούν άμεσα προς τη μελλοντική άσκηση ενός επαγγέλματος, παραγνωρίζοντας τη συνάφεια που υπάρχει μεταξύ των μαθημάτων της κάθε σχολής. Αυτή η παραγνώριση της ολικής επιστημονικής εκπαίδευσης και της αλληλουχίας των γενικών γνώσεων σύμφωνα με τον ίδιο τον Κ. Σχινά, αποδίδεται είτε στην ηλικία είτε στην κακή προκαταρκτική εκπαίδευση των φοιτητών και συμπληρώνεται από τη θέση ότι σκοπός του πανεπιστημίου δεν είναι η παραγωγή επαγγελματιών αλλά «η επιστήμη πρέπει να θηρεύηται δι’ αυτήν και μόνην» (Σχινάς Κ., 1838). Δεύτερο χρήσιμο για την εργασία μας στοιχείο είναι ο τονισμός της σχέσης του Έλληνα με την αρχαία ελληνική γλώσσα, η αναγκαία επαφή που πρέπει να έχει η σύγχρονη εκπαίδευση με τη μελέτη της αρχαιότητας καθώς η φιλολογία οφείλει να μην απομακρυνθεί από τη μελέτη της αρχαιότητας. Μάλιστα ο «αληθώς λόγιος Έλλην» οφείλει να κατανοεί τα συγγράμματα των προγόνων του αλλά και να γράφει στην αρχαία ελληνική. Προς τούτο, οι φοιτητές της θεολογίας και της φιλολογίας υποχρεούνται να συντάσσουν τις απολυτήριες διατριβές τους στην αρχαία ελληνική (Σχινάς Κ., 1838).

Η εισαγωγή στον πρώτο Οδηγό Σπουδών του 1838 ουσιαστικά αποτελεί ένα κείμενο απολογισμού της λειτουργίας κατά το πρώτο έτος του πανεπιστημίου και ταυτόχρονα ευκαιρία για προβολή του ιδεολογικού του στίγματος. Έτσι απ’ ό,τι λέγεται είτε άμεσα είτε έμμεσα, μπορεί εύκολα να επισημανθεί ότι ο εμφανής εθνικο-ιδεολογικός στόχος του πανεπιστημίου είναι η καλλιέργεια και προβολή της σύνδεσης του νέου ελληνισμού με την αρχαία Ελλάδα. Είναι η επιθυμία να δειχθεί ότι ο νέος ελληνισμός έχει παρελθόν, ότι έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία καθώς προέρχεται από την κλασική Ελλάδα του 5ου αιώνα π.χ., γεγονός που αποδεικνύεται από τη δυνατότητα του σύγχρονου Έλληνα να κατανοεί την αρχαία ελληνική και να τη γράφει. Θέσεις που φωτογραφίζουν το εναγώνιο εθνικό αίτημα για αναστύλωση, θα λέγαμε, την περίοδο αυτή, της προσβαλλόμενης επί τετρακόσια χρόνια εθνικής ταυτότητας.

 

5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Από όσα προηγήθηκαν, μπορούμε να οδηγηθούμε σε ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με την πνευματική και ιδεολογικο-πολιτική φυσιογνωμία του οθωνικού πανεπιστημίου και τη σχέση του με τις θέσεις του νεοελληνικού Διαφωτισμού, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών καθώς εν γνώση μας η αντιπαραβολή γίνεται μεταξύ της πρωτοβάθμιας/ δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης την περίοδο πριν την ίδρυση του οθωνικού πανεπιστημίου, και του τριτοβάθμιου ιδρύματος του 1837. Έτσι λοιπόν μπορούμε να καταλήξουμε στα εξής: Ένας από τους βασικούς στόχους της ίδρυσης του οθωνικού πανεπιστημίου είναι η καλλιέργεια του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ώστε να συγκροτηθεί η εθνική και πολιτισμική ταυτότητα των νέων Ελλήνων στο πλαίσιο της δημιουργίας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Το «γένος» αναζητά την εθνική του υπόσταση, προσανατολιζόμενο στις ρίζες του, στην αρχαιότητα, και την περίοδο αυτή δεν αναζητάται ακόμη η αποκατάσταση της ενότητας και της εθνικής συνέχειας αλλά πρωτίστως η εθνολογική και πολιτισμική σύνδεση των νεότερων Ελλήνων με τη στερεή βάση της αρχαιότητας. Ακόμη το πανεπιστήμιο στοχεύει στη σύνδεση Δύσης και Ανατολής με απώτερο στόχο την ενότητα του ελληνικού έθνους, δηλαδή τη σύνδεση των ελεύθερων Ελλήνων με τους αλύτρωτους πληθυσμούς. Δηλαδή, η επάνδρωση των δημόσιων υπηρεσιών, η κάλυψη συλλογικών αναγκών, μάλλον αποτελεί, όπως φάνηκε, δευτερεύοντα στόχο ενώ η εθνική πολιτική πρωτεύει. Και όλα αυτά κινούμενα μέσα σε ένα φιλελεύθερο πλαίσιο λειτουργίας του ιδρύματος, απότοκο αφενός του διαφωτιστικού κλίματος της προηγούμενης περιόδου και αφετέρου της μεταφοράς των φιλελεύθερων αρχών λειτουργίας των γερμανικών πανεπιστημίων. Τώρα όμως τη θέση της αντίληψης που κυριαρχούσε την προηγούμενη περίοδο για την κοινωνική χρησιμότητα της γνώσης και την αποστροφή προς την άγονη αρχαιολατρία, τον λογιοτατισμό και σχολαστικισμό παίρνει ο εθνικο-πολιτικός στόχος που προαναφέρθηκε, προσδιορίζοντας και το όριο των δύο εποχών, του νεοελληνικού Διαφωτισμού που έφθινε και του ρομαντικού μεγαλοϊδεατισμού που σταδιακά αναδυόταν.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

 

Αγνώστου (1812) «Απόκρισις εις το ζήτημα: Ποία εστίν η πρώτη και αναγκαιοτάτη επιστήμη εις τον άνθρωπον;», στον Λόγιο Ερμή, τ. Β’, (Αθήνα 1989, Ε.Ε.Λ.Ι.Α.).

Ασδραχάς, Σπ. (1982) Εισαγωγή, στο Τυπάλδος-Ιακωβάτος Γ. Ιστορία της Ιόνιας Ακαδημίας, σ. μς’ (Αθήνα 1982, Ερμής)

Δάρβαρης, Δ. (1811) «Περί της των σχολείων συστάσεως», Λόγιος  Ερμής, τ. Α’, (Αθήνα 1988, Ε.Ε.Λ.Ι.Α.).

Εφημερίς της Κυβερνήσεως (1836) αρ. 86, 31 Δεκεμβρίου 1836.

Εφημερίς της Κυβερνήσεως (1837) αρ. 16, 24 Απριλίου 1837.

Κοραής, Α. (1817) «Φυσική Δημώδης», Λόγιος Ερμής, τ. Ζ’, (Αθήνα 1989, Ε.Ε.Λ.Ι.Α.)

Κούμας, Κ. (1819) «Παιδαγωγία. Περί παιδείας και σχολείων», Λόγιος Ερμής, τ. Θ’, (Αθήνα 1990, Ε.Ε.Λ.Ι.Α.).

Λάππας, Κ. (2004) «Πανεπιστήμιο και φοιτητές στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα», (Αθήνα 2004, ΙΑΕΝ/ ΓΓΝΓ, ΚΝΕ/ ΕΙΕ)

Μάουρερ, Γκ. Λ. (1976) Ο ελληνικός λαός, (Αθήνα 1976, Αφοί Τολίδη)

Μοισιόδαξ, Ι. (1761) Ηθική Φιλοσοφία,, (Βιέννη 1761)

Σχινάς, Κ. (1837) «Λογίδριον εκφωνηθέν εις την ημέραν της εγκαθιδρύσεως του πανεπιστημίου Όθωνος», στο Δημαράς Κ. Θ. Εν Αθήναις τη 3η Μαΐου 1837, (Αθήνα 1987, Εκδόσεις του ΕΚΠΑ)

Σχινάς, Κ. (1838) Παραίνεσις προς άπαντας τους φοιτητάς εξ ονόματος του πρυτάνεως και της γερουσίας, στο Οδηγίαι προς τους φοιτητάς εκάστης σχολής περί της αλληλουχίας των διαφόρων επιστημών και περί της κατά την εξακολούθησιν των εν τω πανεπιστημείω σπουδών διατηρητέας μεθόδου και τάξεως, (Εν Αθήναις 1838)

Τιρς, Φρ. (1972) Η Ελλάδα του Καποδίστρια, τ. Α’-Β’, (Αθήνα 1972, Αφοί Τολίδη)