ΣΧΟΛΕΙΑ ΕΣΠΕΡΙΝΗΣ ΦΟΙΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

 

 

 

Παντελής ΓΑΛΙΤΗΣ

Δρ. Παιδαγωγικής, Εκπ/κός Β΄/θμιας Εκπ/σης

 

 

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτέλεσε – και συνεχίζει να αποτελεί –σημαντικό λόγο προσέλευσης στην εσπερινή εκπαίδευση για αρκετά από τα άτομα που απευθύνονται σ’ αυτήν. Στην παρούσα εργασία, αρχικά θα επιχειρηθεί μια σύντομη ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη του θεσμού των εσπερινών σχολείων στην Ελλάδα από την ίδρυσή τους μέχρι σήμερα. Στη συνέχεια θα επιδιωχθεί η εστίαση στο κίνητρο που ωθεί κάποιους ανθρώπους να επιστρέψουν στα εσπερινά θρανία προκειμένου να επιδιώξουν την πρόσβασή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες που τα άτομα αυτά αντιμετωπίζουν. Θα ακολουθήσει παρουσίαση του τρόπου πρόσβασης των αποφοίτων της εσπερινής εκπαίδευσης, τόσο των εσπερινών Γενικών – Ενιαίων Λυκείων, όσο και των εσπερινών ΤΕΛ- ΤΕΕ, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η παρουσίαση αυτή θα καλύψει το χρονικό διάστημα 1983 – 2005. Ακολούθως, θα επιχειρηθεί να δοθεί απάντηση, με τη βοήθεια στατιστικών στοιχείων των τελευταίων ετών, στο ερώτημα πόσα από τα άτομα που φοιτούν στα εσπερινά σχολεία λαμβάνουν μέρος στις εισαγωγικές εξετάσεις και με τι ποσοστό επιτυχίας. Επιπρόσθετα, θα παρακολουθηθεί η πορεία των σπουδών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση όσων αποφοίτων της εσπερινής κατορθώνουν τελικά να εισαχθούν σ’ αυτήν και θα γίνει προσπάθεια ανίχνευσης των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν στη συνέχιση των τριτοβάθμιων σπουδών τους.

 

ABSTRACT

 

The potential access to higher education has always been, and is still, an important reason of attendance to the evening education for several people who turn to it. The first part of the present project will consist of a brief historical review in the evolution of the evening school institution in Greece from its foundation until the present days. Next, there will be an attempt to focus on the motives that lead some people to evening schools in order to pursue their access to higher education, in spite of the objective difficulties that those people come up against. Following this there will be a presentation of the modes of access to higher education stipulated for the graduates of evening schools, both those of the Comprehensive Evening schools and those of the Technical Schools. This presentation will be covering the 1983-2005 period. Then, an attempt will be made, with the aid of statistical data of recent years, to answer the question concerning the number of students in evening schools who take part in the university entrance exams as well as their respective success rate. An attempt will also be made to follow the course of studies in higher education of the graduates of evening schools who have succeeded in being accepted, combined with the detection of specific difficulties faced by them in their effort to pursue their studies.

 

 

1.  Η εξέλιξη της εσπερινής εκπαίδευσης στην Ελλάδα – Σύντομη ιστορική αναδρομή

 

Η πρώτη σχολή εσπερινής εκπαίδευσης εμφανίστηκε στην Ελλάδα με πρωτοβουλία του «Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων Αθήνας», ο οποίος ίδρυσε το 1901 νυχτερινή εμπορική σχολή.

Το 1927 επιτρέπεται η ίδρυση νυχτερινών Πρακτικών Εμπορικών Σχολών και από ιδιώτες.

Το 1929, ιδρύονται τα πρώτα δημόσια νυχτερινά δημοτικά (με την έννοια της παροχής στοιχειώδους εκπαίδευσης) σχολεία, με το νόμο 4397, ο οποίος είχε ως στόχο την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού όσων είχαν υπερβεί την νόμιμη ηλικία φοίτησης στο Δημοτικό σχολείο, την υποβοήθηση της γλωσσικής ανάπτυξης των ξενόφωνων και την παροχή σ’ αυτούς στοιχείων μόρφωσης από τη σύγχρονη ζωή του Έθνους.

Με το Α. Ν. 28 / 1936 δίνεται το δικαίωμα ίδρυσης νυχτερινών Σχολών εμπορικής μόρφωσης σε Δήμους, Κοινότητες, Εμπορικά και Επαγγελματικά Επιμελητήρια, Επαγγελματικές Οργανώσεις, Σωματεία Εμπόρων. 

Το 1936 ο «Φοιτητικός Εκπαιδευτικός Σύλλογος» (με τον Α. Ν. 250 / 1936) και το 1937 η «Φιλική Εταιρία Νέων» ιδρύουν δύο νυχτερινά Γυμνάσια.

Το 1938, με τον Α. Ν. 1784, επιτρέπεται στη Χριστιανική Αδελφότητα Νέων να ιδρύσει και να συντηρεί στη Νέα Κοκκινιά και στη Θεσσαλονίκη από ένα ιδιωτικό νυχτερινό Γυμνάσιο, στο οποίο θα φοιτούν εργαζόμενοι μαθητές.

Το 1943, με το νόμο 916, το κράτος επιτρέπει σε κάθε νομικό πρόσωπο να ιδρύσει νυχτερινό Γυμνάσιο, ενώ το 1947, με το νόμο 205, αφαίρεσε το προνόμιο της αποκλειστικότητας στην ίδρυση και τη συντήρηση Νυχτερινών Γυμνασίων από τα κοινωφελή σωματεία και ιδρύματα, δίνοντας τη δυνατότητα της ιδιοκτησίας τέτοιων σχολείων και στα φυσικά πρόσωπα. Ταυτόχρονα, με το νόμο 837 / 1943 ιδρύεται στο ΥΠ. Ε. Π. Θ. «Τμήμα Λαϊκής Επιμόρφωσης», που είχε ως σκοπό να συστηματοποιήσει την όλη προσπάθεια για την αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού, η οποία στηρίχθηκε κύρια στη λειτουργία των νυχτερινών δημοτικών (με την παραπάνω έννοια) σχολείων. Με το Ν. Δ. 3094 / 1954 αναδιοργανώνεται το Τμήμα Λαϊκής Επιμόρφωσης με τη δημιουργία των Νομαρχιακών Επιτροπών Καταπολέμησης του Αναλφαβητισμού και ιδρύονται νυχτερινά σχολεία για την υποχρεωτική φοίτηση των αναλφάβητων και ημιαναλφάβητων ηλικίας 14 – 20 ετών καθώς και την προαιρετική φοίτηση των ενηλίκων ηλικίας άνω των 20 ετών. Το 1961, με το Β. Δ. 617, προστίθεται ο 7ος χρόνος φοίτησης στα νυχτερινά Γυμνάσια. Επίσης, με το νόμο 3971 / 1959, είχε αρχίσει η ίδρυση νυχτερινών τεχνικών επαγγελματικών σχολών.

Το 1964, με το Ν. Δ. 4379 ορίζεται ότι η φοίτηση στη Μέση Εκπαίδευση θα παρέχεται στα Γυμνάσια και στα Λύκεια, στα οποία η εσπερινή εκπαίδευση θα είναι τετραετής. Αυτό καταργήθηκε το 1967 με τον Α. Ν. 129, για να επανέλθουν τα επτάχρονα εσπερινά Γυμνάσια.

Ο Ν. 309 / 1976 κατάργησε τα επτάχρονα εσπερινά Γυμνάσια και στη θέση τους ίδρυσε τρίχρονα εσπερινά Γυμνάσια και τετράχρονα εσπερινά Γενικά Λύκεια.

Ο Ν. 576 / 1977 προέβλεψε τη σταδιακή κατάργηση των νυχτερινών κατώτερων και μέσων τεχνικών – επαγγελματικών σχολών και την ίδρυση νυχτερινών Τεχνικών – Επαγγελματικών Λυκείων, στα οποία η φοίτηση είναι οκτώ εξάμηνα (δύο περισσότερα από τα ημερήσια), καθώς και την ίδρυση νυχτερινών Τεχνικών – Επαγγελματικών σχολών νέου τύπου, στις οποίες η φοίτηση διαρκεί ένα ή δύο εξάμηνα περισσότερα απ’ ότι στις ημερήσιες.

Ο Ν. 2525 / 1997 θεσμοθετεί το Ενιαίο Λύκειο ενώ ο Ν. 2640 / 1998 τα Τ. Ε. Ε. (με ταυτόχρονη κατάργηση των Τ. Ε. Λ. και των Τ. Ε. Σ.) και την καθιέρωση σ’ αυτά δύο κύκλων σπουδών συνολικής διάρκειας τριών ετών για τα ημερήσια και τεσσεράμισι ετών για τα εσπερινά (3 έτη ο Α΄ κύκλος και 1,5 έτος ο Β΄ κύκλος σπουδών. Αργότερα, 2,5 έτη ο Α΄ κύκλος και 1,5 έτος ο Β΄ κύκλος).

Με το νόμο 3475/2006 θεσπίζονται τα Επαγγελματικά Λύκεια (ΕΠΑ. Λ) και οι Επαγγελματικές Σχολές (ΕΠΑ. Σ), τα οποία αντικαθιστούν τα ΤΕΕ. Η φοίτηση στα ημερήσια ΕΠΑ. Λ είναι τριετής ενώ στα εσπερινά τετραετής. 

Στον πίνακα 1.1 (παρακάτω) παρουσιάζεται η εξέλιξη των δημόσιων εσπερινών σχολείων στη χώρα μας. Είναι φανερό πως, μετά από μια περίοδο φθίνουσας πορείας, τα εσπερινά σχολεία αυξάνονται και πάλι στη χώρα μας, γεγονός που καταδεικνύει την έντονη ζήτηση για δευτεροβάθμια υποχρεωτική και μεταϋποχρεωτική εκπαίδευση από άτομα με συγκεκριμένες ανάγκες και υποχρεώσεις. 

 

2.  Οι λόγοι που οι μαθητές των εσπερινών σχολείων εγγράφονται σ’ αυτά

 

Η επαγγελματική επιλογή και ανάπτυξη του ατόμου προσδιορίζεται ως μια συνεχώς μεταβαλλόμενη διαδικασία, της οποίας κίνητρο είναι η βελτιστοποίηση των εργασιακών συνθηκών και η μεγιστοποίηση του βαθμού ικανοποίησης – κυρίως οικονομικής – που η εργασία προσφέρει στο άτομο (Ginzberg, 1984, Herr, 1970).

Η διερεύνηση της συσχέτισης μεταξύ του εκπαιδευτικού επιπέδου και της θέσης του ατόμου στην αγορά εργασίας καθώς και των προοπτικών βελτίωσης της επαγγελματικής και, κατ’ επέκταση, της κοινωνικοοικονομικής του κατάστασης, αναδεικνύει τη δυσμενή θέση στην οποία περιέρχονται όσοι από το εργατικό δυναμικό δεν έτυχαν της συνδρομής της εκπαίδευσης τουλάχιστον σε δευτεροβάθμιο μεταϋποχρεωτικό επίπεδο. Επιπλέον, το επίπεδο εκπαίδευσης φαίνεται να αποτελεί σημαντικό παράγοντα καθορισμού της ποιότητας επαγγελματικής ένταξης αλλά και διασφάλισης της επαγγελματικής αποκατάστασης (Γαλίτης, 2005).

Πίνακας 1.1

Εξέλιξη των Δημόσιων εσπερινών σχολείων στη χώρα μας

Σχολικό έτος

Εσπερινά Γυμνάσια

Εσπερινά Λύκεια

Εσπερινή Δευτεροβάθμια Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση

1954 – 1955

19

 

 

1964 – 1965

33

34

103*

1976 – 1977

31

31

195

1985 – 1986

36

29

59

1993 – 1994

50

35

38

2000 – 2001

76

54

44

*Το σύνολο αυτό αφορά στο σχολικό έτος 1967 – 1968.

Πηγή: α) Ε. Σ. Υ. Ε., Στατιστική της Εκπαίδευσης – Έτη:  1954 – 1955, 1964 – 1965, 1976 – 1977, 1985 – 1986, 1993 – 1994,

β) ΥΠ. Ε. Π. Θ. – Διεύθυνση Μηχανογράφησης.

 

Η αξιοποίηση της εκπαίδευσης ως βασικού μοχλού ικανοποίησης της επιθυμίας και τάσης του ατόμου για επαγγελματική και κοινωνική ανάπτυξη, αποτελεί σταθερή πρακτική εδώ και αρκετά χρόνια (Parsons, 1959, Schultz, 1961, Watson, 1980). Πρακτική, η οποία εμφανίζεται να επιβραβεύει την επιλογή της σε σημαντικό ποσοστό, τουλάχιστον στον τομέα της εισοδηματικής εξέλιξης του ατόμου, εφόσον η συσχέτιση μεταξύ του επιπέδου εκπαίδευσης και των οικονομικών απολαβών είναι θετική (Ψαχαρόπουλος – Καζαμίας, 1985, Κανελλοπούλου – Μαυρομάρα – Μητράκου 2003, Γαλίτης, 2005). Πάντως, η συσχέτιση μεταξύ ανεργίας και επιπέδου εκπαίδευσης εμφανίζεται εν μέρει μόνο αρνητική, όσον αφορά στα ελληνικά δεδομένα, εφόσον η άνοδος του επιπέδου εκπαίδευσης στη χώρα μας έχει οδηγήσει το εν δυνάμει μαθητικό δυναμικό σε πιέσεις μετακίνησης προς υψηλότερα εκπαιδευτικά επίπεδα, με τις ανάλογες συνέπειες ένταξης στην αγορά εργασίας. Επιπλέον, έχει επισημανθεί ο θετικός συσχετισμός αισθήματος εργασιακής ασφάλειας και επιπέδου εκπαίδευσης (Γαλίτης, 2005).

Η ζήτηση για εκπαίδευση, ιδίως από τη δεκαετία του ’60 και μετά, είναι εντυπωσιακή, αντικατοπτρίζοντας  τις παγιωμένες αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας τόσο για επαγγελματική και κοινωνική ανέλιξη μέσω της εκπαίδευσης, όσο και για επαγγελματική εξασφάλιση μέσω της κατάληψης μιας μόνιμης θέσης στο Δημόσιο τομέα[1].

Ο Δημόσιος τομέας κατατάσσει το ανθρώπινο εργατικό του δυναμικό με βάση κατά κύριο λόγο τα τυπικά προσόντα, τα οποία προσδιορίζονται από το επίπεδο εκπαίδευσης.

Όσον αφορά στον ιδιωτικό τομέα, οι απαιτήσεις της αγοράς εργασίας προς τους εργαζόμενους έχουν ως σημείο αναφοράς τη δια βίου εκπαίδευση (lifelong learning), η οποία περιλαμβάνει τόσο την κατάρτιση όσο και την επανακατάρτιση σε νέες τεχνολογίες και τρόπους παραγωγής.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η επιθυμία απόκτησης περισσότερων γνώσεων αλλά και αυτή της ολοκλήρωσης των σπουδών στη δευτεροβάθμια υποχρεωτική και μεταϋποχρεωτική εκπαίδευση μαζί με λόγους εργαλειακής υφής, και συγκεκριμένα με λόγους που έχουν να κάνουν με τη βελτίωση της υπάρχουσας εργασιακής κατάστασης καθώς και με την εύρεση καλύτερης εργασίας, είναι οι σημαντικότεροι λόγοι απόφασης της συνέχισης των σπουδών στο εσπερινό σχολείο.

Ειδικότερα, η επιθυμία συνέχισης των σπουδών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αλλά και, μέσω αυτής, σε σχολές των ΑΕΙ – ΤΕΙ καθώς και σε σχολές εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης,  με κίνητρο τόσο την απόκτηση περισσότερων γνώσεων για προσωπική ολοκλήρωση και ικανοποίηση, όσο και την απόκτηση τυπικών αλλά και ουσιαστικών εφοδίων και προσόντων με σκοπό τη βελτίωση της θέσης στην αγορά εργασίας καθώς και την ικανοποίηση επαγγελματικών προσδοκιών αλλά και φιλοδοξιών, προβάλλεται ως ουσιαστικός λόγος συνέχισης των σπουδών στην εσπερινή εκπαίδευση.

Θα πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι  η επιθυμία συνέχισης των σπουδών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν εκφράζεται από την πλειοψηφία των μαθητών των εσπερινών σχολείων. 

Η εργασία την ημέρα εμφανίζεται ως σημαντικότερος λόγος συνέχισης των σπουδών στην εσπερινή και όχι στην ημερήσια εκπαίδευση, ενώ ουσιαστικοί λόγοι είναι ακόμη η ηλικία, οι οικογενειακές υποχρεώσεις αλλά κι η ευκολία του επιπέδου φοίτησης στα εσπερινά σχολεία.

 

3.  Η ζήτηση για εκπαίδευση

 

Η εντυπωσιακή ζήτηση για εκπαίδευση, ιδίως από τη δεκαετία του '60 και μετά (Τσαούσης, 2003, σ. 78) στην Ελλάδα, μπορεί να αποδοθεί στις παγιωμένες αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας τόσο για επαγγελματική και κοινωνική ανέλιξη μέσω της εκπαίδευσης, όσο και για επαγγελματική εξασφάλιση μέσω της κατάληψης μιας μόνιμης θέσης στο Δημόσιο τομέα, θέση η οποία προϋποθέτει την κατοχή τυπικών εκπαιδευτικών προσόντων, επιπέδου κατά κύριο λόγο τουλάχιστον Λυκείου.

 

Πίνακας 3.1

Υποψήφιοι και εισακτέοι στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση την περίοδο 1995 – 2004

Ακαδημαϊκό έτος

Υποψήφιοι*

Συνολικός αριθμός εισακτέων στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση

Ποσοστό % των εισακτέων ως προς τους υποψήφιους

Μένουν «εκτός» Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης

Αριθμός

Ποσοστό %

1995

153.547

45.666

29,74

107.881

70,26

1996

151.499

49.638

32,76

101.861

67,24

1997

156.161

54.788

35,08

101.373

64,92

1998

161.507

62.289

38,57

99.218

61,43

1999

166.288

71.265

42,86

95.023

57,14

2000

138.180

85.351

61,77

52.829

38,23

2001

133.517

83.058

62,21

50.459

37,79

2002

127.697

81.408

63,75

46.289

36,25

2003

125.982

79.591**

63,18

46.391

36,82

2004

127.584

81.346**

63,76

46.238

36,24

2005

129.380

81.021**

62,62

48.359

37,38

2006

119.471

64.392**

53,90

55.079

46,10

Πηγή: α) Στατιστική Υπηρεσία ΥΠ. Ε. Π. Θ., β) Τμήμα εισιτηρίων εξετάσεων ΥΠ. Ε.   Π. Θ.

* Στον αριθμό υποψηφίων για τα ακαδημαϊκά έτη 1995 – 2004 συνυπολογίστηκαν οι θέσεις εισακτέων στα ΑΕΙ – ΤΕΙ, στην Α. Σ. ΠΑΙ. Τ. Ε. / Σ. Ε. Λ. Ε. Τ. Ε., στις ΑΣΤΕ, στις Στρατιωτικές και Αστυνομικές Σχολές, καθώς και στις Σχολές Ακαδημιών Εμπορικού Ναυτικού και του Πανεπιστημίου Κύπρου.

** Εισαχθέντες

Τα τελευταία χρόνια, η έντονη ζήτηση για τριτοβάθμια εκπαίδευση οδήγησε την πολιτεία σε αύξηση του αριθμού εισακτέων στα τριτοβάθμια ιδρύματα, με αποτέλεσμα ένα ιδιαίτερα σημαντικό ποσοστό νέων να συνεχίζουν σ’ αυτά, αλλά και ένα επίσης σημαντικό ποσοστό υποψηφίων να μένουν εκτός Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (π. 3.1, παραπάνω).

 

4.  Η πρόσβαση των αποφοίτων της εσπερινής εκπαίδευσης στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση

 

Μελετώντας προσεχτικά την νομολογία που αφορά στους τρόπους πρόσβασης των αποφοίτων της εσπερινής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Τριτοβάθμια για την χρονική περίοδο 1983 – 2005 (π. 4.1), μπορούμε να ισχυριστούμε ότι, όσον αφορά στους αποφοίτους των εσπερινών Γενικών Λυκείων, οι συνθήκες δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές, αν λάβουμε υπόψη ότι για να εισαχθούν αυτοί οι μαθητές στα ΑΕΙ θα έπρεπε να συναγωνισθούν κάτω από τους ίδιους όρους (συμμετοχή στις ίδιες εξετάσεις χωρίς να προβλέπεται γι' αυτούς ιδιαίτερο ποσοστό πρόσβασης στα ΑΕΙ) τους αντίστοιχους των ημερήσιων Γενικών Λυκείων, γεγονός που έδινε αναμφισβήτητο προβάδισμα στους δεύτερους, οι οποίοι ήταν απαλλαγμένοι από τον φόρτο της ημερήσιας εργασίας στον επαγγελματικό τομέα, με αποτέλεσμα να έχουν πολύ μεγαλύτερη ευχέρεια και άνεση στην αρτιότερη οργάνωση της μάθησης και γενικότερα της μαθησιακής και μαθητικής τους ζωής. Τα παραπάνω ισχύουν σε μεγαλύτερο ακόμη βαθμό δυσκολίας και για τους απόφοιτους των εσπερινών ΤΕΛ, οι οποίοι επιδίωκαν να εισαχθούν στα ΑΕΙ μέσω του συστήματος των γενικών εξετάσεων (Δέσμες), συναγωνιζόμενοι κι αυτοί «επί ίσοις όροις» με τους απόφοιτους των ημερήσιων και των εσπερινών Γενικών Λυκείων.

Όσον αφορά στους απόφοιτους των εσπερινών Ενιαίων Λυκείων, οι όροι πρόσβασής τους στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση εμφανίζονται ευνοϊκοί, κυρίως λόγω του επιπλέον ποσοστού που δίνεται σ' αυτούς τόσο για τα ΑΕΙ όσο και για τις υπόλοιπες σχολές Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δεδομένου και του ότι οι απόφοιτοι αυτοί διαγωνίζονται πλέον σε εξετάσεις εθνικού μεν επιπέδου αλλά χωριστά από τους αντίστοιχους των ημερήσιων Ενιαίων Λυκείων. Βέβαια, οι πιθανότητες εισαγωγής τους στις Στρατιωτικές και Αστυνομικές Σχολές δεν είναι οι καλύτερες δυνατές, εφόσον προϋποτίθεται ο απευθείας συναγωνισμός τους με τους απόφοιτους των ημερήσιων Ενιαίων Λυκείων στις εθνικές εξετάσεις (π. 4.1). Δεν θα πρέπει επίσης να αγνοηθεί το γεγονός της δυνατότητας που τους παρέχει ο νόμος προκειμένου να αποκτήσουν το απολυτήριο του Ενιαίου Λυκείου χωρίς να συμμετάσχουν σε εξετάσεις εθνικού επιπέδου.

Οι απόφοιτοι των εσπερινών ΤΕΛ εμφανίζονται να ευνοούνται από τον τρόπο εισαγωγής στις σχολές των ΤΕΙ, ΑΣΕΤΕΜ / ΣΕΛΕΤΕ, ΑΣΤΕ, εφόσον εξασφαλίζεται από ανέκαθεν γι αυτούς ειδικό ποσοστό εισαγωγής, τη μια χωρίς εξετάσεις και την άλλη με εξετάσεις μεν, όμως σε δύο μόνο (αντί των τριών για τα ημερήσια ΤΕΛ) μαθήματα γενικής παιδείας, και σε θέματα κοινά μεταξύ των αποφοίτων μόνο των εσπερινών ΤΕΛ.

Επίσης, οι απόφοιτοι των εσπερινών ΤΕΕ, έχοντας κι αυτοί «δικό τους» ποσοστό πρόσβασης στις σχολές των ΤΕΙ, ΑΣΕΤΕΜ / ΣΕΛΕΤΕ, ΑΣΤΕ, διαγωνιζόμενοι μεταξύ τους σε εξετάσεις πανελλαδικού επιπέδου σε δύο επίσης μαθήματα γενικής παιδείας (αντί των δύο γενικής συν ένα μάθημα ειδικότητας για τους απόφοιτους των ημερήσιων ΤΕΕ) εμφανίζονται να διευκολύνονται στην εισαγωγή τους στις σχολές αυτές, εισαγωγή η οποία επιτυγχάνεται με χαμηλή βαθμολογία[2].   

 

5.  Κινητικότητα των αποφοίτων των σχολείων εσπερινής φοίτησης στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση: Μια ματιά στα πρόσφατα στατιστικά δεδομένα

 

Σύμφωνα με τα πρόσφατα στατιστικά στοιχεία, η ροή μαθητών προς την εσπερινή εκπαίδευση συνεχώς αυξάνεται, κάτι που φαίνεται άλλωστε ξεκάθαρα από τους αριθμούς των αποφοιτούντων από την εσπερινή δευτεροβάθμια μεταϋποχρεωτική εκπαίδευση (π. 5.1, Απόφοιτοι εσπερινών σχολείων).

 

Πίνακας 4. 1

Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την εισαγωγή των αποφοίτων της εσπερινής Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση

 

Απόφοιτοι εσπερινών Γενικών Λυκείων

Απόφοιτοι εσπερινών Ενιαίων Λυκείων

Απόφοιτοι εσπερινών ΤΕΛ

Απόφοιτοι εσπερινών ΤΕΕ (Β΄ κύκλου)

Πρόσβαση στα ΑΕΙ

Ως και το 1999 - 2000 με Γενικές εξετάσεις (Δέσμες) - "Επί ίσοις όροις" με τους απόφοιτους των ημερήσιων Γενικών Λυκείων

Από το 2000 – 2001 χωρίς εισιτήριες εξετάσεις αλλά φυσικά με συμμετοχή στις προβλεπόμενες για τους μαθητές της Γ΄ και Δ΄ τάξης των εσπερινών Ενιαίων Λυκείων εξετάσεις εθνικού επιπέδου - Ποσοστό πρόσβασης 0,5% καθ' υπέρβαση του αριθμού εισακτέων

Οι μαθητές των ΤΕΛ είχαν το δικαίωμα να ακολουθήσουν κάποια Δέσμη προκειμένου να διεκδικήσουν "επί ίσοις όροις" με τους απόφοιτους των ημερήσιων και των εσπερινών Γενικών Λυκείων την πρόσβασή τους στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση (ΑΕΙ, ΤΕΙ, ΑΣΕΤΕΜ / ΣΕΛΕΤΕ, ΑΣΤΕ, Στρατιωτικές και Αστυνομικές Σχολές)

Δεν έχουν δικαίωμα πρόσβασης στα ΑΕΙ

Το 2000 - 2001 με Γενικές εξετάσεις (Δέσμες) - ποσοστό πρόσβασης 0,5% καθ' υπέρβαση του αριθμού εισακτέων

Από το 2004 – 2005 με συμμετοχή στις προβλεπόμενες για τους μαθητές της Δ΄ τάξης των εσπερινών Ενιαίων Λυκείων εξετάσεις εθνικού επιπέδου – Ποσοστό πρόσβασης 1% καθ’ υπέρβαση του αριθμού εισακτέων

 

 

 

 

Πρόσβαση σε ΤΕΙ (ΚΑΤΕΕ), ΑΣΕΤΕΜ / ΣΕΛΕΤΕ, ΑΣΤΕ

Ως και το 1992 - 1993 χωρίς γενικές εξετάσεις -  Ποσοστό πρόσβασης 1% του συνολικού αριθμού εισακτέων στις σχολές αυτές

Από το  2000 - 2001 χωρίς εισιτήριες εξετάσεις αλλά φυσικά με συμμετοχή στις προβλεπόμενες για τους μαθητές της Γ΄ και Δ΄ τάξης των εσπερινών Ενιαίων Λυκείων εξετάσεις εθνικού επιπέδου - Ποσοστό πρόσβασης 0,5% καθ' υπέρβαση του καθοριζόμενου αριθμού εισακτέων

Από το 1977 όσον αφορά στα Κ. Α. Τ. Ε. Ε., και από το 1983 στα ΤΕΙ, η πρόσβαση των αποφοίτων των εσπερινών ΤΕΛ και Ναυτικών Λυκείων καθοριζόταν με ειδικό ποσοστό, χωρίς γενικές εξετάσεις. Ως το 1994 - 1995 το ποσοστό αυτό ήταν 0,5% επί του 35% του συνολικού αριθμού των κάθε φορά οριζομένων θέσεων για τους εισακτέους στις σχολές αυτές.

Από το 2001 - 2002 εισάγονται με εισιτήριες εξετάσεις - Ποσοστό πρόσβασης 0,5% των θέσεων που προβλέπονται για τις παραπάνω σχολές για τους απόφοιτους των ΤΕΕ (Β΄ κύκλου).

Ως και το 1999 - 2000 με γενικές εξετάσεις (Δέσμες) - Ποσοστό πρόσβασης 1% καθ' υπέρβαση του συνολικού αριθμού εισακτέων

Από το 2005 – 2006 με συμμετοχή στις προβλεπόμενες για τους μαθητές της Δ΄ τάξης των εσπερινών Ενιαίων Λυκείων εξετάσεις εθνικού επιπέδου – Ποσοστό πρόσβασης 1% καθ’ υπέρβαση του αριθμού εισακτέων

Ως και το 1995 - 1996 χωρίς γενικές εξετάσεις - Ποσοστό πρόσβασης 1% επί του 35% του συνολικού αριθμού των κάθε φορά οριζομένων θέσεων για τους εισακτέους στις σχολές αυτές.

Το ακαδημαϊκό έτος 1996 - 1997 με εισιτήριες εξετάσεις στην Έκθεση και στα Μαθηματικά - Ποσοστό πρόσβασης 1% επί του 35% του συνολικού αριθμού των κάθε φορά οριζομένων θέσεων για τους εισακτέους στις σχολές αυτές.

Το 2000 - 2001 με γενικές εξετάσεις (Δέσμες) - Ποσοστό πρόσβασης 0,5% καθ' υπέρβαση του καθοριζόμενου αριθμού εισακτέων

Ως και το 1999 - 2000 με εισιτήριες εξετάσεις στην Έκθεση, στα Μαθηματικά και σ' ένα μάθημα ειδικότητας- Ποσοστό πρόσβασης 1% επί του 35% του συνολικού αριθμού των κάθε φορά οριζομένων θέσεων για τους εισακτέους στις σχολές αυτές.

Το 2000 - 2001 με εισιτήριες εξετάσεις στην Έκθεση, στα Μαθηματικά και σ' ένα μάθημα ειδικότητας - Ποσοστό πρόσβασης 1% επί του 15% των θέσεων των παραπάνω σχολών, οι οποίες προβλέπονται για τους απόφοιτους του συστήματος των γενικών εξετάσεων (Δεσμών)

Το 2001 - 2002 με εισιτήριες εξετάσεις στην Έκθεση και στα Μαθηματικά - Ποσοστό πρόσβασης 0,5% επί του 10% των θέσεων των παραπάνω σχολών, οι οποίες προβλέπονται για τους απόφοιτους του συστήματος των γενικών εξετάσεων (Δεσμών)

 

Πρόσβαση στις Στρατιωτικές Σχολές και στις Σχολές Αστυνομικής Ακαδημίας

Ως το 1999 - 2000 η πρόσβαση στις σχολές αυτές γινόταν μέσω των γενικών εξετάσεων ( Δεσμών)

Οι απόφοιτοι του εσπερινού Ενιαίου Λυκείου δεν έχουν δικαίωμα πρόσβασης στις σχολές αυτές παρά μόνο αν διαγωνισθούν στις γραπτές εξετάσεις εθνικού επιπέδου της Γ΄ ημερήσιου Λυκείου και κριθούν με βάση τη γραπτή τους βαθμολογία στα μαθήματα αυτά μαζί με τους απόφοιτους των ημερήσιων Λυκείων

Δεν επιτρέπεται στους απόφοιτους των Εσπερινών (αλλά και των ημερήσιων) ΤΕΛ η πρόσβασή τους στις Στρατιωτικές Σχολές και στις Σχολές Αστυνομικής Ακαδημίας

Δεν επιτρέπεται στους απόφοιτους των Εσπερινών ΤΕΕ η πρόσβασή τους στις Στρατιωτικές Σχολές και στις Σχολές Αστυνομικής Ακαδημίας [ενώ αντίθετα από το ακαδημαϊκό έτος 2005 – 2006 δίνεται η δυνατότητα πρόσβασης  στους κατόχους πτυχίου Β΄ κύκλου ημερησίου ΤΕΕ καθώς και στους απόφοιτους των πρώην ΤΕΛ ή των Ναυτικών Λυκείων, στις Σχολές Μονίμων Υπαξιωματικών Στρατού Ξηράς (Σ. Μ. Υ.), Υπαξιωματικών Πολεμικού Ναυτικού (Σ. Μ. Υ. Ν.), Τεχνικών Υπαξιωματικών Πολεμικής Αεροπορίας (Σ. Τ. Υ. Α.) και στις Σχολές Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας].

Πηγή: Νομοθεσία που αφορά στην εσπερινή εκπαίδευση. Η κωδικοποίηση της νομολογίας έγινε από τον Παντελή Γαλίτη.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί πάντως ότι ο ολοένα αυξανόμενος αριθμός των μαθητών της εσπερινής εκπαίδευσης οφείλεται στα δημόσια εσπερινά σχολεία, αφού τα αντίστοιχα ιδιωτικά παρουσιάζουν σταθερά χαμηλά απόλυτα νούμερα αποφοίτων.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τα ποσοστά των υποψηφίων από τα εσπερινά Ενιαία Λύκεια για την τριτοβάθμια εκπαίδευση ως προς τους απόφοιτους απ’ αυτά παραμένουν ιδιαίτερα χαμηλά, ενώ το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε μεγαλύτερη ένταση για τους αντίστοιχους των εσπερινών ΤΕΕ (π. 5.2, παρακάτω), σε αντίθεση με την εικόνα που παρουσιάζουν οι απόφοιτοι των ημερήσιων σχολείων (π. 3.1, παραπάνω)[3].

 

Πίνακας 5.1

Απόφοιτοι εσπερινών σχολείων

 

Σχολικό έτος

Απόφοιτοι δημόσιων εσπερινών ΓΕΛ – Ενιαίων Λυκείων

Απόφοιτοι ιδιωτικών εσπερινών ΓΕΛ – Ενιαίων Λυκείων

Σύνολο αποφοίτων  εσπερινών ΓΕΛ – Ενιαίων Λυκείων

Απόφοιτοι δημόσιων εσπερινών ΤΕΛ - ΤΕΕ

Απόφοιτοι ιδιωτικών εσπερινών ΤΕΛ – ΤΕΕ

Σύνολο αποφοίτων  εσπερινών ΤΕΛ – ΤΕΕ

1994 – 1995

772

188

960

877

0

877

1995 – 1996

813

167

980

1187

0

1187

1996 – 1997

813

177

990

1250

4

1254

1997 – 1998

1457

189

1646

1246

166

1412

1998 – 1999

978

186

1164

1024

173

1197

1999 – 2000

930

206

1136

315

24

339

2000 – 2001

1360

127

1487

1236

174

1410

2001 – 2002

1986

222

2208

1626

195

1821

2002 – 2003

2044

220

2264

2515

85

2600

2003 – 2004

2310

218

2528

3736

123

3859

Πηγή: Στατιστική Υπηρεσία ΥΠ. Ε. Π. Θ.

 

Είναι ενδιαφέρον επίσης ότι οι απόφοιτοι τόσο των εσπερινών ΓΕΛ – Ενιαίων Λυκείων, όσο και των εσπερινών ΤΕΛ – ΤΕΕ που επιδιώκουν την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, εμφανίζουν ανάλογα ποσοστά επιτυχίας στα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα με τους αντίστοιχους των ημερήσιων σχολείων (π. 5.3, παρακάτω).

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τα τελευταία τουλάχιστον έτη οι απόφοιτοι των εσπερινών ΓΕΛ – Ενιαίων Λυκείων δείχνουν να επιτυγχάνουν υψηλότερα ποσοστά κάλυψης των προσφερόμενων θέσεων στα Τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα από τους αντίστοιχους των εσπερινών ΤΕΛ – ΤΕΕ (π. 5.4, παρακάτω). Το γεγονός αυτό επιδέχεται ποικίλες ερμηνείες,, οι οποίες έχουν ως κέντρο αναφοράς από την μια τους λόγους για τους οποίους επιλέχθηκε η Τεχνική εκπαίδευση για συνέχιση των εσπερινών σπουδών και από την άλλη την διαπιστωμένη χαλαρότητα που επιδεικνύουν γενικά οι μαθητές των ΤΕΛ – ΤΕΕ στην παρακολούθηση των θεωρητικών μαθημάτων τους[4]. 

Συμπερασματικά, οι απόφοιτοι της εσπερινής δευτεροβάθμιας μεταϋποχρεωτικής εκπαίδευσης εμφανίζονται, σε σχέση με τους αντίστοιχους της ημερήσιας, να διεκδικούν την είσοδό τους στα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα με μειωμένη ένταση, ακολουθώντας πάντως την τάση που υπαγορεύει εντονότερη επιθυμία πρόσβασης στα ΑΕΙ απ’ ότι στα ΤΕΙ. Αυτή η επιθυμία για εισαγωγή στα ΑΕΙ συμβαδίζει με την γενική τάση της ελληνικής κοινωνίας για την απόκτηση ενός πανεπιστημιακού τίτλου, ο οποίος θα συμβάλλει στη βελτίωση τόσο της επαγγελματικής κατάστασης, όσο και του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου.

 

6.  Η πορεία των αποφοίτων των εσπερινών σχολείων στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση

 

Η πορεία των συμμετασχόντων αποφοίτων της εσπερινής εκπαίδευσης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς και οι δυσκολίες που τυχόν αντιμετώπισαν θα στηριχτεί σε πρόσφατη έρευνα (Γαλίτης, 2005) η οποία διεξήχθηκε σε σταθμισμένο δείγμα αποφοίτων της εσπερινής εκπαίδευσης από διάφορες περιοχές της χώρας.

Σύμφωνα μ’ αυτήν, το 1/5 των ερωτηθέντων (19,7%) συνέχισε στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση μετά την αποφοίτηση από το εσπερινό σχολείο. Απ’ αυτούς, σχεδόν το 40% έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του ή συνέχιζε κανονικά το έτος διεξαγωγής της έρευνας (το 2003), ενώ το 36% συνέχιζε με προβλήματα τα οποία εστιάζονται στην εργασία, στην έλλειψη χρόνου, στην απόσταση αλλά και – με μικρότερη όμως αναφορά – στις οικογενειακές υποχρεώσεις, στα οικογενειακά προβλήματα, στις μαθησιακές δυσκολίες. Επιπλέον, έχει διακόψει το 13% για λόγους που σχετίζονται με την εργασία, την απόσταση από τη Σχολή, την οικογένεια, τις μαθησιακές δυσκολίες. Δεν παρακολούθησε καθόλου το 10% είτε λόγω απόστασης από τη σχολή είτε λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων είτε λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων.

Το 22,4% αυτών που εγγράφηκαν στα ΑΕΙ – ΤΕΙ είτε έχει διακόψει τις σπουδές του σ’ αυτά είτε δεν τις ξεκινάει καθόλου, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω. Αν λάβουμε υπόψη και το ποσοστό αυτών που συνεχίζουν με προβλήματα τη φοίτησή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, προβλήματα που πολλές φορές οδηγούν σε διακοπή των σπουδών, το παραπάνω ποσοστό εκτινάσσεται σχεδόν στο 50% (ακριβές ποσοστό: 48,4%). Γίνεται αντιληπτό ότι η συνέχιση των σπουδών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αναδεικνύεται σε δύσκολη υπόθεση (ίσως κάποιες φορές σε άπιαστο όνειρο) για το προφίλ του αποφοίτου της εσπερινής εκπαίδευσης, ο οποίος κατάφερε να πραγματοποιήσει τη φιλοδοξία του να εισαχθεί στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Από τα άτομα που, συνεχίζοντας τις σπουδές τους στα ΑΕΙ – ΤΕΙ, αντιμετώπισαν δυσκολίες στην παρακολούθηση των μαθημάτων [το 7% του συνόλου των ερωτηθέντων ή τα 2/5 (το 40,7%) όσων συνέχισαν στα ΑΕΙ – ΤΕΙ και παρακολούθησαν μαθήματα], οι δυσκολίες αυτές εστιάστηκαν κυρίως στην ανεπάρκεια χρόνου για διάβασμα (27,3%), στην μεγάλη απουσία από την εκπαίδευση (18,2%), στην ανεπάρκεια των αποκτηθέντων γνώσεων από το ημερήσιο (18,2%), ή από το εσπερινό σχολείο (18,2%). Συνολικά στην ανεπάρκεια γνώσεων αναφέρθηκε το 54,6% αυτών που εμφανίζονται να αντιμετώπισαν μαθησιακές δυσκολίες κατά τη συνέχιση των σπουδών τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.  

 

Πίνακας 5.2

Απόφοιτοι –υποψήφιοι από τα εσπερινά σχολεία στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση

 

Σχολικό έτος

Εσπερινά ΤΕΕ

Εσπερινά Ενιαία Λύκεια

Απόφοιτοι

Υποψήφιοι

Ποσοστό % των υποψηφίων ως προς τους απόφοιτους

Απόφοιτοι

Υποψήφιοι

Ποσοστό % των υποψηφίων ως προς τους απόφοιτους

2000 - 2001

1.410

57

4,04

1.487

522

35,10

2001 – 2002

1.821

120

6,59

2.208

612

27,72

2002 – 2003

2.600

127

4,88

2.264

687

30,34

2003 – 2004

3.859

143

3,71

2.528

756

29,91

Πηγή: α) ΥΠ. Ε. Π. Θ. – Διεύθυνση Οργάνωσης και Διεξαγωγής Εξετάσεων, Τμήματα Α΄ και Β΄,

β) Τμήμα Επιχειρησιακών Ερευνών και Στατιστικής της Διεύθυνσης Προγραμματισμού και Επιχειρησιακών Ερευνών του ΥΠ. Ε. Π. Θ.

Η επεξεργασία των στοιχείων έγινε από τον Παντελή Γαλίτη. 

 


Πίνακας 5.3

Υποψήφιοι – εισαχθέντες στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση από τα ημερήσια και εσπερινά σχολεία κατά σχολικό έτος

Ακαδημαϊκό έτος

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ

Ποσοστό 10%

Από ημερήσια Ενιαία Λύκεια (ποσοστό 90%)

Από Β΄ κύκλο ημερήσιων ΤΕΕ

Από εσπερινά Ενιαία Λύκεια

Από Β΄ κύκλο εσπερινών ΤΕΕ

Υποψήφιοι

Εισαχθέντες

Ποσοστό επιτυχίας %

Υποψήφιοι

Εισαχθέντες

Ποσοστό επιτυχίας %

Υποψήφιοι

Εισαχθέντες

Ποσοστό επιτυχίας %

Υποψήφιοι

Εισαχθέντες

Ποσοστό επιτυχίας %

Υποψήφιοι

Εισαχθέντες

Ποσοστό επιτυχίας %

2000 – 2001

21652

8332

38,48

78687

62512

79,44

32171

2650

8,24

522

431

82,57

485

58

11,96

2001 – 2002

11878

7932

66,78

85715

67573

78,83

29492

5339

18,40

612

447

73

483

120

24,84

2002 – 2003

11264

7831

69,52

85038

65911

77,51

28503

5259

18,45

687

463

67,39

490

127

25,92

2003 – 2004

16789

8040

47,89

83249

67455

81,03

26308

5240

19,92

756

468

61,90

482

143

29,67

2004 – 2005

20341

7999

39,32

83602

67475

80,71

24138

4740

19,64

725

661

91,17

574

146

25,44

2005 – 2006

19332

7754

40,11

79748

52122

65,36

18841

3918

20,80

702

328

46,72

848

270

31,84

Πηγή: ΥΠ. Ε. Π. Θ. – Διεύθυνση Οργάνωσης και Διεξαγωγής Εξετάσεων, Τμήματα  Α΄ και Β΄. Η επεξεργασία των στοιχείων έγινε από τον γράφοντα.

 

 

Πίνακας 5.4

Εισακτέοι – Εισαχθέντες  από τα εσπερινά σχολεία στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση κατά σχολικό έτος

Σχολικό έτος

Εισακτέοι - Εισαχθέντες από εσπερινά ΓΕΛ – Ενιαία Λύκεια στα ΑΕΙ

Εισακτέοι – Εισαχθέντες από εσπερινά ΓΕΛ – Ενιαία Λύκεια στα ΤΕΙ, στην ΣΕΛΕΤΕ / ΑΣΠΑΙΤΕ. και στις ΑΣΤΕ

Εισακτέοι – Εισαχθέντες από εσπερινά ΤΕΛ – ΤΕΕ στα ΤΕΙ, στην ΣΕΛΕΤΕ / ΑΣΠΑΙΤΕ. και στις ΑΣΤΕ

Εισακτέοι (Θέσεις)

Εισαχθέντες

Ποσοστό % των εισαχθέντων ως προς τους εισακτέους

Εισακτέοι (Θέσεις)

Εισαχθέντες

Ποσοστό % των εισαχθέντων ως προς τους εισακτέους

Εισακτέοι (Θέσεις)

Εισαχθέντες

Ποσοστό % των εισαχθέντων ως προς τους εισακτέους

2000 – 2001

233

233

100

199

198

99,5

219

57

26

2001 – 2002

247

246

99,6

201

201

100

218

120

55

2002 – 2003

250

250

100

214

213

99,5

223

127

57

2003 – 2004

258

258

100

227*

210

92,5

229

143

62,5

2004 – 2005

396

371

93,7

421

289

68,6

235

146

62,1

Πηγή: ΥΠ. Ε. Π. Θ. – Διεύθυνση Οργάνωσης και Διεξαγωγής Εξετάσεων / Τμήματα Α΄ & Β΄. Η επεξεργασία των στοιχείων έγινε από τον γράφοντα.


 

Η εσπερινή εκπαίδευση φαίνεται να συντηρεί και αρκετές φορές να ενισχύει και να πραγματοποιεί τα όνειρα για συνέχιση των σπουδών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση εφόσον θεωρείται ότι διευκολύνει  - πιθανόν με τον (σύμφωνα με πολλούς) απαιτούμενο και συγχρόνως κατάλληλο για τις ανάγκες της εσπερινής εκπαίδευσης βαθμό εκπαιδευτικής δυσκολίας – την πρόσβαση στα ΑΕΙ – ΤΕΙ. Ακόμη, δίνει τη δυνατότητα συνέχισης στη μεταϋποχρεωτική εκπαίδευση (δευτεροβάθμια – μεταδευτεροβάθμια).

Από την άλλη, η επιτυχής παρακολούθηση των τριτοβάθμιων σπουδών προσκρούει σε αντικειμενικές δυσκολίες που έχουν να κάνουν τόσο με την άσκηση εργασίας και τις οικογενειακές υποχρεώσεις – σε συνδυασμό και με την μεγάλη απόσταση από την έδρα της σχολής φοίτησης – όσο και με την μεγάλη σε χρονική διάρκεια απομάκρυνση από την εκπαιδευτική διαδικασία, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μαθησιακών κενών, τα οποία, σε συνδυασμό και με την προχωρημένη πλέον ηλικία για κάποια άτομα, λειτουργούν αρνητικά στην πρόσκτηση της προσφερόμενης στα τριτοβάθμια ιδρύματα γνώσης. Έτσι, δεν είναι καθόλου σπάνιο το φαινόμενο, την επιτυχία πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση να ακολουθεί η αναγκαστική εγκατάλειψή της ή ακόμη και η μη αποδοχή της, όταν η προσμέτρηση των αντικειμενικών δυσκολιών συνηγορήσει σε κάτι τέτοιο.

Πάντως, οι παρεχόμενες από το εσπερινό σχολείο γνώσεις δεν φαίνεται να δημιουργούν ουσιαστικές μαθησιακές δυσκολίες στη συνέχιση των σπουδών.

Συμπερασματικά, η εσπερινή εκπαίδευση προσφέρει την – αποκλειστική για αρκετούς – ευκαιρία για προσπάθεια της συνέχισης των σπουδών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, για όσους επιθυμούν κάτι τέτοιο, όμως οι πρακτικές δυσκολίες απρόσκοπτης συνέχισης των σπουδών για όσους καταφέρουν να εγγραφούν σ’ αυτήν εμφανίζονται πλέον ως δεδομένο και, σε αρκετές περιπτώσεις, απαγορευτικό της φιλοδοξίας επιτυχούς ολοκλήρωσής τους[5].

 

7.  Ο ρόλος της εσπερινής εκπαίδευσης – Επισημάνσεις

 

Σύμφωνα με όσα έχουν αναφερθεί, η εσπερινή εκπαίδευση συνεχίζει να υπηρετεί ένα μοναχικό – αλλά ιδιαίτερα σημαντικό – ρόλο: αυτόν της προσφοράς εκπαιδευτικών ευκαιριών σ’ εκείνα τα εργαζόμενα άτομα, τα οποία δεν κατάφεραν να ενταχθούν «έγκαιρα» και ομαλά στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ανάγκες που σχετίζονται είτε με την επιθυμία απόκτησης γνώσεων, είτε μ’ αυτήν της ολοκλήρωσης των υποχρεωτικών σπουδών, είτε της συνέχισης των σπουδών σε ανώτερες εκπαιδευτικές βαθμίδες, είτε ακόμη της απόκτησης τυπικών – κατά κύριο λόγο – ή ουσιαστικών εκπαιδευτικών προσόντων, απαραίτητων για τη βελτίωση ή την εξασφάλιση της ήδη υφιστάμενης εργασιακής κατάστασης. Σε αρκετές από τις παραπάνω επιδιώξεις λανθάνει, λιγότερο ή περισσότερο έντονα, η επιθυμία της κοινωνικοοικονομικής βελτίωσης. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η προσφορά της εσπερινής εκπαίδευσης προβάλλει ως ιδιαίτερα σημαντική.

Η διασφάλιση και η προσφορά ευκαιριών στους μαθητές των εσπερινών σχολείων ίσων με αυτές των μαθητών των ημερησίων, ενώ φαντάζει ως αυτονόητο, στην πραγματικότητα αποτελεί ακόμη αρνητικό σημείο αναφοράς. Η έλλειψη δυνατότητας των μαθητών της εσπερινής εκπαίδευσης να εισαχθούν σε στρατιωτικές και αστυνομικές σχολές – παρά μόνο αν οι εσπερινοί μαθητές διαγωνισθούν επί ίσοις όροις με τους αντίστοιχους των ημερησίων – προβάλλει έντονα το θέμα της πραγματικά ειλικρινούς και ολόπλευρης ισότητας ευκαιριών στον τύπο αυτό εκπαίδευσης.  

Επιτακτική εμφανίζεται η ανάγκη της διασφάλισης της εισόδου στο εσπερινό σχολείο όσων πραγματικά διαθέτουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις και συγκεκριμένα όσων πραγματικά εργάζονται. Είναι γνωστό ότι οι απόφοιτοι των εσπερινών σχολείων της δευτεροβάθμιας μεταϋποχρεωτικής εκπαίδευσης (Ενιαίο Λύκειο, ΤΕΕ) διεκδικούν την είσοδό τους στην Τριτοβάθμια με ποσοστό επιπλέον των θέσεων που προσφέρονται στα αντίστοιχα ημερήσια σχολεία για τις σχολές των ΑΕΙ – ΤΕΙ. Είναι επίσης κοινό μυστικό ότι τα τελευταία χρόνια, με την καθιέρωση αυτού του επιπλέον ποσοστού από την πολιτεία, αυξήθηκε ο αριθμός των νεαρών ατόμων που, ενώ δεν εργάζονται, επιδιώκουν την εγγραφή τους στην εσπερινή εκπαίδευση προερχόμενοι από την ημερήσια, με αποκλειστικό σκοπό την ευκολότερη διεκδίκηση της εισόδου στα ΑΕΙ – ΤΕΙ, εφόσον ο ανταγωνισμός στο εσπερινό σχολείο είναι φυσικά πολύ ηπιότερος. Έτσι, σε βάρος αυτών που πραγματικά έχουν ανάγκη το παραπάνω μνημονευθέν ποσοστό εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, κάποιοι, εκμεταλλευόμενοι την ελαστικότητα στον ουσιαστικό έλεγχο των απαραίτητων δικαιολογητικών εγγραφής τους στο εσπερινό σχολείο, γίνονται ενσυνείδητα – ή μήπως ασυνείδητοι (;) – ποδοπατητές των κόπων και των ονείρων για είσοδο στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση αυτών που προσπαθούν να συνδυάσουν ετερόκλιτες υποχρεώσεις – εργασία, οικογένεια, σπουδές – και επιπλέον να υπερκαλύψουν εγγενείς δυσκολίες, όπως αυτές της εργασιακής κούρασης, της έλλειψης χρόνου για μελέτη, της ηλικιακής διαφοράς (με ό,τι αυτό το τελευταίο συνεπάγεται όσον αφορά στην ικανότητα και στην ευκολία πρόσληψης των νέων γνώσεων). Στο χαλαρό νομοθετικό πλαίσιο με το οποίο η πολιτεία αντιμετωπίζει την εσπερινή εκπαίδευση εδώ και πολλά χρόνια[6], οφείλονται αρνητικές καταστάσεις όπως οι παραπάνω, οι οποίες με τη σειρά τους από τη μια συμβάλλουν στο κλίμα καχύποπτης αντιμετώπισης και, γιατί όχι, αμφισβήτησης, για την προσφορά του εσπερινού σχολείου στα εργαζόμενα άτομα και στο ρόλο που αυτό διαδραματίζει, ενώ από την άλλη δυσχεραίνουν ή ακόμη και ακυρώνουν τις προσπάθειες των «νομίμως» συμμετεχόντων στο εσπερινό σχολείο.        

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

 

Γαλίτης, Π., (2005), Η εκπαίδευση στα εσπερινά σχολεία ως παράγοντας άμβλυνσης του κοινωνικού αποκλεισμού, Θεσσαλονίκη, Υπό δημοσίευση Διδακτορική Διατριβή.

Ginzberg, E., (1984), Career development, in: Brown, D., - Brooks, L., et. al., (Eds.), (1984), Career choice and development, San Francisco, Jossey – Bass.

Herr, E., L., (1970), Decision making and vocational development. Guidance Monograph Series, Series IV: Career information and Development, Boston, Houghton Mifflin

Κανελλοπούλου, Κ., Ν., - Μαυρομάρα, Κ., Γ., - Μητράκου, Θ., Μ., (2003), Εκπαίδευση και αγορά εργασίας, Μελέτες 50, Κ. Ε. Π. Ε.

Λαμπρόπουλος, Χ., - Ψαχαρόπουλος, Γ., (1990), Κοινωνιολογικές διαστάσεις της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τχ. 77, σσ. 172 – 209, Αθήνα, Ε. Κ. Κ. Ε.

Parsons, T., (1959), The school class as a social system: some of its functions in American Society, Harvard Educational Review, 4, Autumn.

Shultz, W., T., (1961), Investment in human capital, in: American Economic Review, 51, March, pp. 1 – 17.

Τσαούσης, Δ., Γ., (επιμ.), (2003), Από τη Διεθνοποίηση των Πανεπιστημίων προς την Παγκοσμιοποίηση της εκπαίδευσης, Αθήνα, Gutenberg.

Τσουκαλάς, Κ., Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830 – 1922), Αθήνα, Θεμέλιο.

Ψαχαρόπουλος, Γ., - Καζαμίας, Α., (1985), Παιδεία και ανάπτυξη στην Ελλάδα: Κοινωνική και οικονομική μελέτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, Αθήνα, Ε. Κ. Κ. Ε.

 



[1] Ενδεικτική της τάσης αυτής είναι ότι στο γραπτό διαγωνισμό του ΑΣΕΠ της 10ης – 11ης Ιουλίου 2004 για την εξασφάλιση μιας θέσης στο Δημόσιο, οι αιτήσεις συμμετοχής αναμένονταν να ξεπεράσουν τις 110.000 για την κάλυψη 3.455 θέσεων κατηγορίας ΠΕ, ΤΕ. ΔΕ., διαμορφώνοντας την πιθανότητα επιτυχίας στο 1/30 (ποσοστό επιτυχίας 3,14%) (Εφημερίδα: «Έθνος», 28/04/04), ενώ για συνολικά 5.761θέσεις στο Δημόσιο μέσω ΑΣΕΠ οι συνολικές αιτήσεις ξεπερνούν τις 230.000, διαμορφώνοντας την πιθανότητα επιτυχίας στο 1/40 (ποσοστό επιτυχίας 2,5%) (Εφημερίδα: «Έθνος», 04/05/04).

[2] Βλ. Σχετικούς αναλυτικούς πίνακες βαθμολογίας πρώτου – τελευταίου εισαγόμενου στα Τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα τους οποίους δημοσιεύει κάθε σχολικό έτος το ΥΠ. Ε. Π .Θ. 

[3] Ενδεικτικά, σύμφωνα με στοιχεία του ΥΠ. Ε. Π. Θ., η αποχή από τη συμμετοχή των μαθητών της τελευταίας τάξης των Λυκείων (δημόσιων και ιδιωτικών) στις γενικές εξετάσεις του Ιουνίου 2000 για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κυμάνθηκε για μεν τα εσπερινά στο 64,5% ενώ για τα ημερήσια μόλις στο 4,4%. (Σχετ.: Ψαχαρόπουλος, Γ., «Εξετάσεις Λυκείου: Ποιοι απέχουν και γιατί;», Εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», 23/07/2001).

[4] Όσον αφορά στους εισαχθέντες στα ΤΕΙ, ΑΣΕΤΕΜ / ΣΕΛΕΤΕ, ΑΣΤΕ από τα εσπερινά ΤΕΕ, η πρόσβαση στις σχολές αυτές από το σχολικό έτος 2001 – 2002 προϋποθέτει την επίτευξη της βάσης (10) στα δύο πανελλαδικά εξεταζόμενα μαθήματα (Νέα Ελληνικά και Μαθηματικά), γεγονός που αποτέλεσε, τόσο για τους μαθητές των εσπερινών ΤΕΕ, όσο και των ημερήσιων, ανασταλτικό παράγοντα για την πρόσβαση στις παραπάνω σχολές και που αιτιολογεί τα χαμηλά ποσοστά που εμφανίζονται από το σχολικό έτος 2001 – 2002 και εφεξής.

[5] Το συμπέρασμα αυτό αποτελεί επιβεβαιωθείσα υπόθεση εργασίας της διατριβής του γράφοντα (βλ.: Γαλίτης, Π., (2005), ό., π., σελ. 432 – 433.

[6] Παρατηρείται, για παράδειγμα, το οξύμωρο, ενώ η φοίτηση στο εσπερινό Ενιαίο Λύκειο είναι τέσσερα έτη, να έχει δικαίωμα εγγραφής στη Γ΄ εσπερινού Ενιαίου Λυκείου μαθητής που έχει ολοκληρώσει την Α΄ ημερησίου, με αποτέλεσμα, αυτός ο μαθητής να σπουδάζει τελικά 3 συνολικά έτη στο Ενιαίο Λύκειο (1 έτος στο ημερήσιο και μόνο 2 αντί 3 επιπλέον έτη στο εσπερινό) . Κι αν ο μαθητής αυτός έχει προσκομίσει εικονικά δικαιολογητικά εργασίας, καταφέρνει από τη μια να διεκδικεί με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, έναντι τόσο των τωρινών όσο και των πρώην συμμαθητών του, την είσοδό του στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ από την άλλη ευνοείται και ως προς τον υποχρεωτικό συνολικό χρόνο παρακολούθησης της δευτεροβάθμιας μεταϋποχρεωτικής εκπαίδευσης.