Υπ. Δρ. Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ.
Κατά τη
δεκαετία του 1930 παρατηρείται αλλαγή στις τάσεις και προτιμήσεις των νέων/
υποψηφίων φοιτητών και φοιτητριών σε ό,τι αφορά στις πανεπιστημιακές τους
σπουδές, και, συνεκδοχικά, στις επαγγελματικές τους επιλογές. Ενώ, κατά τη
δεκαετία του 1920 η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης βρίσκεται
στην πρώτη θέση των προτιμήσεων των νέων, στη δεκαετία του 1930 παρατηρείται
"απροθυμία προσέλευσης" σε αυτή και τον μεγαλύτερο αριθμό φοιτητών
και φοιτητριών συγκεντρώνει η Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών ενώ
αυξανόμενη προσέλευση παρατηρείται στη Γεωπονική Σχολή.
Το 1934, με αφορμή τις
παραπάνω διαπιστώσεις, η Εφημερίς των Βαλκανίων πραγματοποιεί έρευνα
προκειμένου να διερευνήσει τις νέες επαγγελματικές τάσεις της νεολαίας. Η
έρευνα διεξάγεται κατά τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο με τη μορφή
συνεντεύξεων σε πανεπιστημιακούς και φοιτητές και φοιτήτριες του Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης.
Η παρούσα εισήγηση
βασιζόμενη στο υλικό αυτό παρουσιάζει τις απόψεις των δώδεκα καθηγητών, των
φοιτητών και φοιτητριών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, οι οποίοι συμμετείχαν
στη δημοσιογραφική έρευνα και προσπαθεί να ερμηνεύσει τις απαντήσεις τους με
βάση το ιστορικό πλαίσιο και το πολιτικό-εκπαιδευτικό συγκείμενο. Στόχος της
παρούσας ανακοίνωσης είναι να αναζητήσει και να προβάλει τα κριτήρια με βάση τα
οποία επιλέγουν οι υποψήφιοι/ ες φοιτητές/ τριες του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
τη Σχολή, στην οποία θέλουν να φοιτήσουν και τους παράγοντες που επηρεάζουν την
απόφασή τους αυτή, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου.
During the decade of
In 1934, on the occasion of the ascertainment above, the Newspaper of Balkans realises a research to investigate new professional tendencies of youth. The interviews with Professors and teams of students of
This paper presents these opinions and tries to interpret their answers based on the historical
frame. This paper, also, searches the criteria with which the candidate students decide to study in the University of Thessaloniki.
Η Μικρασιατική καταστροφή, το 1922, αποτελεί σημαντικό
σταθμό για τη νεότερη ελληνική ιστορία, καθώς τα οικονομικά και κοινωνικά
επακόλουθά της αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη πρόκληση για την Ελλάδα του
Μεσοπολέμου.[2] Το κύμα των προσφύγων[3]
επέφερε σημαντικές αλλαγές στη γενικότερη δομή της ελληνικής κοινωνίας, αλλάζοντας
σε πολλές περιοχές της ακόμα και την εθνική σύνθεση[4]
και δίνοντας, μακροπρόθεσμα, μεγάλη και αποφασιστική ώθηση στην ελληνική
οικονομία.[5]
Ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη[6],
φέρνοντας μαζί του τις επιχειρηματικές του ικανότητες και τις χρηματικές του
οικονομίες, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στο πρώτο μεγάλο άλμα στο
βιομηχανικό τομέα.[7]
Η εκπαίδευση, ασφαλώς, δεν θα μπορούσε να μείνει έξω
από το ευρύτερο αυτό κλίμα. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, επομένως,
δημιουργούνται οι προϋποθέσεις εκείνες που οδηγούν την κυβέρνηση του Αλέξανδρου
Παπαναστασίου να αποφασίσει την ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης[8],
αίτημα που διατυπώνεται αμέσως μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου[9]
και επαναφέρει στο προσκήνιο η μη λειτουργία του Πανεπιστημίου της Σμύρνης.[10]
Ο χαρακτήρας του Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης προκύπτει από πολλά κείμενα της εποχής, τα οποία προσδιορίζουν
τους άμεσους και απώτερους στόχους που καλείται να υπηρετήσει.[11]
Λίγες ημέρες μετά την ανάληψη της εξουσίας η κυβέρνηση του Αλ. Παπαναστασίου,
μέσω του ίδιου του πρωθυπουργού, δηλοποιεί την πρόθεσή της να φροντίσει «…δια
την εκπαιδευτικήν οργάνωσιν των βορείων του Κράτους επαρχιών…»[12]
θέτοντας το πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας του δεύτερου Πανεπιστημίου, για
το οποίο το κόμμα του Αλ. Παπαναστασίου αναφέρει στις προγραμματικές του
δηλώσεις (24.3.1924): «…Του Πανεπιστημίου τούτου η καλή οργάνωσις και τας
Νέας Χώρας θα ωφελήσει και την επιστημονικήν παρ’ ημίν δράσιν θα προαγάγει
συντελούσα εμμέσως εις την βελτίωσιν και του εν Αθήναις Πανεπιστημίου».[13]
Η σύσταση Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη[14]
έρχεται να ικανοποιήσει την αντικειμενική ανάγκη ίδρυσης «…ανωτέρων
εκπαιδευτικών ιδρυμάτων νεωτέρου μάλιστα πρακτικού και τεχνικού τύπου[15],
τα οποία και την Χώραν να μελετήσωσιν από των απόψεων τούτων και τα κατάλληλα
πρόσωπα να μορφώσωσι…».[16]
Έτσι, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης προστίθενται, σε σχέση με το υφιστάμενο
Πανεπιστήμιο Αθηνών[17],
νέες Σχολές, όπως η Σχολή Οικονομικών Επιστημών[18],
ή διαιρούνται «οι κατά παράδοσιν Σχολαί εις πολλαπλά τμήματα».[19]
Χαρακτηριστική είναι η παρέμβαση του βουλευτή Ι. Μαμαή, κατά τη συζήτηση επί
της αρχής του σχεδίου νόμου στη Βουλή (8.7.1924), ο οποίος δηλώνει: «…πρέπει
να ιδρυθούν Σχολαί βιομηχανικαί. Γίνεται πάλιν μία Σχολή δια να βγάλη σοφούς…».[20]
Συνοψίζεται, έτσι, στις φράσεις αυτές η φιλοσοφία της ίδρυσης του δεύτερου
Πανεπιστημίου: συγχρονισμός της εκπαίδευσης[21]
στις κοινωνικο-οικονομικές ανάγκες της εποχής και ανάπτυξη των βόρειων
επαρχιών.
Γίνεται, επομένως, σαφές ότι την
ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ευνοούν ιστορικοί και πολιτικοί λόγοι,
όπως η ιδιαίτερα σημαντική παρουσία στο πολιτικό προσκήνιο του Αλ.
Παπαναστασίου, η διακυβέρνηση της χώρας από τον Ελ. Βενιζέλο[22],
καθώς και η δημογραφική και κοινωνική ανασύνθεση της Θεσσαλονίκης, που
επιτυγχάνεται με το συνδυασμό του ιστορικού αστικού της υποστρώματος και του
ανήσυχου πνεύματος που συνεισφέρει το προσφυγικό στοιχείο.[23]
Ο ιδρυτικός νόμος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης είναι
περιπετειώδης[24] και φανερώνει ότι το νέο
Πανεπιστήμιο αποτελεί διακύβευμα εξουσίας. Ο νόμος ορίζει πέντε Σχολές:
Θεολογική, Φιλοσοφική, Νομικών και Οικονομικών Επιστημών, Φυσικών και
Μαθηματικών Επιστημών και Ιατρική. Έως τις αρχές, όμως, της δεκαετία του 1930
το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης αποτελείται από τρεις Σχολές: τη Φιλοσοφική, η
οποία αρχίζει να λειτουργεί το 1926, τη Σχολή των Φυσικών και Μαθηματικών
Επιστημών, η οποία δέχεται φοιτητές από το ακαδημαϊκό έτος 1927-1928, και τη
Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών, της οποίας το Τμήμα Οικονομικών
Επιστημών αρχίζει τη λειτουργία του από το ακαδημαϊκό έτος 1928-1929, ενώ από
το 1930 αρχίζει να λειτουργεί και το Νομικό Τμήμα της Σχολής.
Το 1934 η Εφημερίς των Βαλκανίων[25]
πραγματοποιεί έρευνα, προκειμένου να διερευνήσει τις επαγγελματικές τάσεις της
νεολαίας. Στόχος της παρούσας εργασίας, η οποία βασίζεται κυρίως
στο υλικό των συνεντεύξεων αυτών, είναι να επισημάνει τα κριτήρια με βάση τα
οποία, κατά την άποψη των πρώτων καθηγητών και φοιτητών/ τριών του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, επιλέγουν οι υποψήφιοι φοιτητές και οι υποψήφιες
φοιτήτριες τη Σχολή, στην οποία θέλουν να φοιτήσουν, να καταγράψει τους
παράγοντες που επηρεάζουν, άμεσα ή έμμεσα, την απόφασή τους αυτή, κατά την
περίοδο του μεσοπολέμου και να τους συσχετίσει με την αγορά εργασίας και την
οικονομία του ελληνικού κράτους την ίδια χρονική περίοδο. Στην έρευνα
συμμετέχουν δώδεκα καθηγητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης× από αυτούς οι επτά (Δημοσθένης Στεφανίδης, Αβροτέλης
Ελευθερόπουλος[26], Χαράλαμπος Φραγκίστας[27],
Δημήτριος Σάντης, Γεώργιος Φαρδής, Χαράλαμπος Τζωρτζόπουλος και Γρηγόριος
Κασιμάτης[28]) είναι καθηγητές της
Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών, οι τρεις (Χαράλαμπος Θεοδωρίδης[29],
Αλέξανδρος Δελμούζος[30]
και Κωνσταντίνος Ρωμαίος[31])
είναι καθηγητές στη Φιλοσοφική Σχολή και οι δύο (Δημήτριος Καββάδας και Πέτρος
Κοντός) είναι καθηγητές της Σχολής Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών. Στην
έρευνα συμμετέχουν ακόμη φοιτητές της Νομικής Σχολής, και φοιτήτριες της
Φιλοσοφικής Σχολής.
Η συμμετοχή
ανδρών και γυναικών στα διάφορα «ελευθέρια» επαγγέλματα τη δεκαετία του 1920
είναι ενδεικτική του πνεύματος που επικρατεί στην αγορά εργασίας. Αν και η
συντριπτική πλειονότητα των γυναικών κατευθύνεται στα επαγγέλματα της δασκάλας
(4.369 γυναίκες), της μαίας (1.343 γυναίκες) και της νοσοκόμας (889 γυναίκες),
παρατηρείται, ωστόσο, μία διεύρυνση στις επαγγελματικές δυνατότητες των
γυναικών, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, σε επαγγέλματα
που θεωρούνται έως τότε «ανδρικά». Ο συνδυασμός γάμου-οικογένειας και
επαγγέλματος ως γεγονότος στη ζωή των γυναικών συνετέλεσε στη σταδιακή
υποχώρηση της αντίληψης της εποχής, σύμφωνα με την οποία οικογένεια και εργασία
είναι ιδιότητες ασυμβίβαστες για τη γυναίκα.[32]
Οι άνδρες, από την άλλη πλευρά, ακολουθούν στην πλειονότητά τους επαγγέλματα,
όπως αυτά του δασκάλου (8.830 άνδρες), γιατρού (3.975 άνδρες), δικηγόρου (3.757
άνδρες), αρχιτέκτονα (3.593 άνδρες), λογιστή (1.970 άνδρες), φαρμακοποιού
(1.687 άνδρες), δικαστή (1.239 άνδρες) και γεωπόνου (425 άνδρες). Στον πίνακα,
που ακολουθεί, παρουσιάζονται αναλυτικά τα στοιχεία της απογραφής του 1920.
Πίνακας Ι:
Δημοσία και ιδιωτική διοίκησις,
ελευθέρια επαγγέλματα και τέχναι
Κύριον
επάγγελμα |
Αμφοτέρων των φύλων |
Άρρενες |
Θήλεις |
Παιδεία |
|||
Διδάσκαλοι, καθηγηταί, διευθυνταί
και υπάλληλοι σχολείων δημοσίων και ιδιωτικών |
13199 |
8830 |
4369 |
Ιατρικά
επαγγέλματα |
|||
Ιατροί και χειρούργοι |
4398 |
3975 |
423 |
Μαίαι |
1373 |
---- |
1373 |
Κτηνίατροι |
81 |
78 |
3 |
Φαρμακοποιοί |
1747 |
1687 |
60 |
Νοσοκόμοι |
1236 |
347 |
889 |
Νομικά
επαγγέλματα |
|||
Δικηγόροι |
3773 |
3757 |
16 |
Δικασταί και δικαστικοί υπάλληλοι |
1285 |
1239 |
46 |
Γράμματα
και εφηρμοσμέναι επιστήμαι |
|||
Φιλόλογοι, δημοσιογράφοι,
μεταφρασταί |
740 |
708 |
32 |
Μηχανικοί, αρχιτέκτονες, χημικοί |
3614 |
3593 |
21 |
Γεωμέτραι, γεωπόνοι, γεωλόγοι |
431 |
425 |
6 |
Λογισταί |
2030 |
1970 |
60 |
Πηγή: Απογραφή του πληθυσμού της Ελλάδος κατά την 19
Δεκεμβρίου 1920. Γενικά στατιστικά αποτελέσματα, Αθήναι, Εθνικόν
Τυπογραφείον, 1928, σσ. 56-58
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η
τάση της διεύρυνσης των επαγγελματικών επιλογών των γυναικών σταθεροποιείται
και ίσως ως ένα βαθμό να γενικεύεται.[33]
Κατά τη δεκαετία του 1930 παρατηρείται αλλαγή στις προτιμήσεις των νέων/
υποψηφίων φοιτητών και φοιτητριών σε ό,τι αφορά στις πανεπιστημιακές τους
σπουδές, και, συνεκδοχικά, στις επαγγελματικές τους προτιμήσεις. Ενώ, δηλαδή,
τη δεκαετία του 1920 η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
βρίσκεται στην πρώτη θέση της επαγγελματικής επιλογής των νέων, τη δεκαετία του
1930 παρατηρείται "απροθυμία προσέλευσης" σε αυτή, ενώ, από
την άλλη, η Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών αρχίζει να συγκεντρώνει τον
μεγαλύτερο αριθμό φοιτητών και φοιτητριών με αποτέλεσμα ορισμένοι να
ισχυρίζονται με έμφαση πως «Ο δικηγορισμός λυμαίνεται την Ελλάδα»[34],
και, από την άλλη πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, όπως για παράδειγμα ο Αλ.
Δελμούζος, να παρατηρούν πως «…το επάγγελμα του δασκάλου ούτε πολλούς
γυμνασιακούς απόφοιτους τραβά, ούτε και όσοι το προτιμούν είναι πάντα από τους
ικανότερους…».[35]
Τέλος, σε ό,τι αφορά στη Γεωπονική Σχολή παρατηρείται κατά τη δεκαετία του
1930 αυξανόμενη προσέλευση.
Στον παρακάτω Πίνακα παρουσιάζεται ο φοιτητικός πληθυσμός
του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από το ακαδημαϊκό έτος 1926-1927 έως τη χρονιά
που διεξάγεται η έρευνα της Εφημερίδος των Βαλκανίων, που θα μας
απασχολήσει στην εργασία αυτή, δηλαδή το ακαδημαϊκό έτος 1933-1934. Μελετώντας
τον Πίνακα κρίνουμε σκόπιμο να προβούμε σε ορισμένες επισημάνσεις. [Τα στοιχεία
του Πίνακα προέρχονται από τις επετηρίδες της κάθε Σχολής].
Πίνακας ΙΙ:
Ο φοιτητικός πληθυσμός του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
(1926-27 έως 1933-1934)
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
|
|
||||||||
Έτη |
1926-1927 |
1927-1928 |
1928-1929 |
1929-1930 |
1930-1931 |
1931-1932 |
1932-1933 |
1933- 1934 |
Σύνολο |
Φοιτητές |
50 |
94 |
81 |
93 |
79 |
70 |
62 |
49 |
578 |
Φοιτήτριες |
15 |
36 |
28 |
34 |
39 |
37 |
44 |
62 |
295 |
Σύνολο |
65 |
130 |
109 |
127 |
118 |
107 |
106 |
111 |
873 |
ΣΧΟΛΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
|
|
||||||||
Έτη |
1926-1927 |
1927-1928 |
1928-1929 |
1929-1930 |
1930-1931 |
1931-1932 |
1932-1933 |
1933-1934 |
Σύνολο |
Φοιτητές |
--- |
12 |
72 |
101 |
139 |
203 |
225 |
279 |
1031 |
Φοιτήτριες |
--- |
--- |
3 |
4 |
7 |
13 |
17 |
17 |
61 |
Σύνολο |
--- |
12 |
75 |
105 |
146 |
216 |
242 |
296 |
1092 |
ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
|
|
||||||||
Έτη |
1926-1927 |
1927-1928 |
1928-1929 |
1929-1930 |
1930-1931 |
1931-1932 |
1932-1933 |
1933-1934 |
Σύνολο |
Φοιτητές |
--- |
--- |
185 |
319 |
445 |
603 |
660 |
735 |
2947 |
Φοιτήτριες |
--- |
--- |
4 |
14 |
32 |
39 |
54 |
59 |
202 |
Σύνολο |
--- |
--- |
189 |
333 |
477 |
642 |
714 |
794 |
3149 |
Πηγή: Στατιστική των φοιτητών κατά την πρώτην οκταετίαν από της
ιδρύσεως του Πανεπιστημίου, 1933-34, σσ. 57-59
Επισήμανση πρώτη: Τη δεκαετία του 1920 (δηλαδή τα ακαδημαϊκά έτη
1926-27, 1927-28, 1928-29 και 1929-30) η Φιλοσοφική Σχολή συγκεντρώνει ένα
μεγάλο αριθμό φοιτητών/ τριών, 431 φοιτητές και φοιτήτριες, ενώ η Σχολή Νομικών
και Οικονομικών Επιστημών, που έως το 1930 έχει μόνο το Τμήμα Οικονομικών
Επιστημών, 522 φοιτητές και φοιτήτριες. Στην τρίτη θέση είναι η Σχολή Φυσικών
και Οικονομικών Επιστημών με συνολικά 192 φοιτητές και φοιτήτριες.
Επισήμανση δεύτερη: Την πρώτη τετραετία του 1930 οι αριθμοί αλλάζουν. Στη
Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών φοιτούν συνολικά 2.627 φοιτητές/ τριες
(2.443 άνδρες και 184 γυναίκες), στη Σχολή Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών
φοιτούν 900 φοιτητές/ τριες (846 άνδρες και 54 γυναίκες) ενώ στην τρίτη θέση
βρίσκεται η Φιλοσοφική Σχολή με συνολικά 442 φοιτητές/ τριες (260 άνδρες και
182 γυναίκες). Η συντριπτική πλειονότητα των φοιτητών/ τριών κατευθύνονται προς
τη Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών, η οποία παρουσιάζει αύξηση στο
φοιτητικό της πληθυσμό της τάξεως του 403,3% (από 522 φοιτητές/ τριες τη
δεκαετία του 1920 σε 2.627 φοιτητές/ τριες τη δεκαετία του 1930) και προς τη
Σχολή Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών, η οποία παρουσιάζει την ίδια περίοδο
αύξηση της τάξεως του 368,75% (από 192 φοιτητές/ τριες τη δεκαετία του 1920
αριθμεί 900 φοιτητές/ τριες την πρώτη τετραετία του 1930). Η Φιλοσοφική Σχολή
παρουσιάζει μικρή αύξηση της τάξης του 2,6% (από 431 φοιτητές/ τριες αριθμεί
τώρα 442 φοιτητές/ τριες).
Επισήμανση τρίτη: Κατά τη δεκαετία του 1920, την πρώτη θέση προτίμησης
από το γυναικείο πληθυσμό κατέχει η Φιλοσοφική Σχολή. Σε σύνολο 138 φοιτητριών
στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης οι 113 (ποσοστό 81,8%) φοιτούν στη Φιλοσοφική
Σχολή, 18 (ποσοστό 13,1%) στη Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών και 7
(ποσοστό 5,1%) στη Σχολή Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών. Θα πρέπει να
σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι στο Πανεπιστήμιο Αθηνών την περίοδο 1890-1920 οι
Σχολές που κερδίζουν την προτίμηση των πρώτων φοιτητριών είναι η Ιατρική (134
φοιτήτριες) και δεύτερη στη σειρά η Φιλοσοφική (115 φοιτήτριες). Στη Νομική
Σχολή φοιτούν έως το ακαδημαϊκό έτος 1919-1920 συνολικά 17 φοιτήτριες.[36]
Επισήμανση τέταρτη: Κατά την πρώτη τετραετία του 1930, η πλειονότητα των
κοριτσιών προτιμά τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, η οποία
μάλιστα το ακαδημαϊκό έτος 1933-34 υπεραντιπροσωπεύεται από το γυναικείο φύλο
(εισάγονται 49 φοιτητές και 62 φοιτήτριες), γεγονός που προκαλεί έντονες
αντιδράσεις μεταξύ των καθηγητών της Σχολής. Ο αριθμός των γυναικών που
επιλέγουν τη Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών είναι εξίσου μεγάλος ως
απόλυτος αριθμός (184 φοιτήτριες), έρχεται σε δεύτερη θέση, όμως, σε σύγκριση
με τον αριθμό των ανδρών που επιλέγουν τη Σχολή αυτή (2.443 άνδρες, ποσοστό 93%
και 184 γυναίκες, ποσοστό 7%).
Οι παραπάνω επισημάνσεις, νομίζω, πως οριοθετούν την
προβληματική της παρούσας εργασίας και δημιουργούν ερωτήματα αναφορικά με τις
επαγγελματικές επιλογές των νέων του μεσοπολέμου, τα οποία πρέπει να ιδωθούν
μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της εκπαιδευτικής πολιτικής των κυβερνήσεων της
περιόδου αυτής, καθώς και των κοινωνικο-οικονομικών αναγκών και των απαιτήσεων
της αγοράς εργασίας την ίδια περίοδο.[37]
Στην πρώτη θέση των επιλογών των φοιτητών
κατατάσσεται η Νομική Σχολή. Οι αιτίες που οδηγούν στην επιλογή αυτή είναι
πολλές, κατά γενική ομολογία, όμως, απουσιάζει από αυτές η αγάπη για την ίδια
την επιστήμη. Την ιδιαίτερη κλίση για το επάγγελμα, το ενδιαφέρον για τη νομική
επιστήμη επισκιάζουν άλλες αιτίες λιγότερο «ιδεολογικά φορτισμένες» και
περισσότερο πρακτικού χαρακτήρα, γεγονός που λυπεί τους καθηγητές της Σχολής.
Ο Αβροτέλης Ελευθερόπουλος, καθηγητής Κοινωνιολογίας
στη Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών, σημειώνει: «...Αι
τάσεις προς τας επιστήμας είναι καθαρώς βιοποριστικαί και δεν απορρέουν από
εσωτερικήν τάσιν προς την επιστήμην...»[38]
και ο καθηγητής του Δικονομικού Δικαίου Χαράλαμπος Φραγκίστας επισημαίνει: «...Την
προτίμησιν των φοιτητών προς τας επιστήμας σπανίως υπαγορεύει μία κλίσις και
προδιάθεσις. Νομίζω ότι η προτίμησις υπαγορεύεται μάλλον από τας οικονομικάς
συνθήκας των φοιτητών και επιβάλλεται εις αυτόν υπό του οικογενειακού
περιβάλλοντος...».[39]
Οι κυριότεροι λόγοι, επομένως, οι
οποίοι μπορούν να εντοπιστούν στα λεγόμενα των καθηγητών και των φοιτητών του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που οδηγούν τους φοιτητές και τις φοιτήτριες στη
Σχολή Νομικών Επιστημών συνοψίζονται στους εξής:
α) Βιοποριστικοί και οικονομικοί: Το πτυχίο της Νομικής, κατά κοινή ομολογία και με
βάση την ισχύουσα νομοθεσία, ανοίγει επαγγελματικές διεξόδους στους κατόχους
του. Η εξασφάλιση θέσης εργασίας, αν δεν είναι βέβαιη, είναι τουλάχιστον πολύ
πιθανή, πιθανότερη από κάθε άλλο επάγγελμα. Ο κάτοχος πτυχίου Νομικής ζει
ευκολότερα και με μεγαλύτερη οικονομική άνεση, εφόσον εκτός από την άσκηση του
δικηγορικού επαγγέλματος πολλές δημόσιες υπηρεσίες ζητούν την περίοδο αυτή
πτυχιούχους Νομικής. Έτσι, κατά τον πρύτανη Δημοσθένη Στεφανίδη, «...το
πτυχίον της αποτελεί εισιτήριον εισόδου εις το πολυπληθέστατον δικηγορικόν
επάγγελμα καθώς και εις τας πλείστας δημοσίας υπηρεσίας...».[40]
Παρομοίως ο Αβροτέλης Ελευθερόπουλος, αφού διαπιστώνει και αυτός την τάση των
νέων προς την Νομική, σημειώνει: «...Τρέπονται [οι νέοι] δε προς τας
επιστήμας εκείνας αι οποίαι υπόσχονται ευκολώτερον ή ανετώτερον τον βίον. Ούτω
παρατηρείται εις το ιδικόν μας Πανεπιστήμιον μεγάλη προτίμησις της Νομικής
σχολής διότι νομίζουν οι φοιτώντες εις αυτήν ότι δια της επιστήμης αυτής θα
ζήσουν ευκολώτερον...».[41]
Ο Δημήτριος Σάντης, καθηγητής της Δημόσιας Οικονομίας,
σημειώνει ότι παράλληλα με την εξασφάλιση των αναγκαίων, τα οποία υπόσχεται το
πτυχίο της Νομικής, είναι και η ελκυστικότητα του επαγγέλματος, που ωθεί τους
νέους σε αυτό: «...Το πτυχίον της νομικής παρέχει τας μεγαλυτέρας
πιθανότητας εξασφαλίσεως βιοποριστικού επαγγέλματος και ελκύει όπως και
πανταχού το πλείστον των σπουδαστών…».[42]
Οι φοιτητές, τέλος, της ίδιας της
Σχολής συμφωνούν με τις παρατηρήσεις των καθηγητών τους σχετικά με τον κορεσμό
του δικηγορικού επαγγέλματος «...Πληθωρισμός δικηγορικός ... και κακοδαιμονία…»[43]
και υποστηρίζουν πως η μεγαλύτερη μερίδα των φοιτητών/ τριών που επιλέγουν
τη Σχολή αποβλέπουν στην οικονομική ευρωστία που το επάγγελμα προσφέρει: «…Η
απάντηση πως είνε στου Έλληνος το χαρακτήρα πιο ταιριαστή η νομική επιστήμη, αν
δεν μπορεί να χαραχτηριστή ρηχή, πάντως δεν είνε ικανοποιητική. Πρόχειρα θα
μπορούσαμε να κατατάξουμε τους φοιτητές, που παρακολουθούνε νομικά στις
ακόλουθες κατηγορίες. α) Των εργαζομένων, στους οποίους το πτυχίο της νομικής
είνε περισσότερο χρήσιμο για μια καλλιτέρεψη της θέσης τους κι’ εξάλλου πιο
εύκολη η απόχτησή του. Τώρα γιατί δεν επιζητούνε το «οικονομικό» πτυχίο είνε
άλλο ζήτημα...».[44]
β) Κοινωνικοί:
Οι υποψήφιοι φοιτητές επιλέγουν τη Νομική, επειδή θεωρούν ότι το επάγγελμα του
δικηγόρου θα τους προσδώσει κύρος, γόητρο και εξουσία. Χαρακτηριστική είναι η
αναφορά του καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Γεωργίου Φαρδή: «... Διά δε
την σύγχρονον ελληνικήν πολιτείαν δύναται να επαναληφθή το λεχθέν περί της
γαλλικής δημοκρατίας υπό του Κλεμανσώ, ότι αύτη αποτελεί «δικηγοροκρατίαν». Οι
νομικοί κατέλαβον την εξουσίαν, το κοινοβούλιον, την διοικητικήν και
υπαλληλικήν οργάνωσιν της χώρας. Έκαστος δε νεοέλλην έχει ως ιδανικόν την
εξουσίαν, τείνει προς αυτήν και προς κατάληψιν κρατικής θέσεως, δια πάντα δε
ταύτα απαιτείται πτυχίον νομικής. Δια τούτο και η σπουδάζουσα νεολαία
κατακλύζει την νομικήν σχολήν, επιδιώκουσα το πτυχίον της Νομικής, δια να το
χρησιμοποιήση προς κατάλυψιν θέσεως ή εξουσίας, αδιαφορούσα, ως επί το
πλείστον, δια την επιστήμην...».[45]
γ)
Επαγγελματικοί: Ο
καθηγητής του Δικονομικού Δικαίου Χαράλαμπος Φραγκίστας επισημαίνει μία τρίτη
διάσταση στην επιλογή της Νομικής από την πλειοψηφία των νέων×
πρόκειται, κατά τον ίδιο, για το μοναδικό επάγγελμα που εξασφαλίζει
επαγγελματική σταδιοδρομία και δυνατότητες ανέλιξης σε όσους το ασκούν.
Αναφέρει: «...παρά τον αναμφισβήτητον πληθωρισμόν, εξακολουθεί να είνε
επάγγελμα ευχερέστερον δια σταδιοδρομίαν εις τους φοιτητάς...».[46]
Ο Χαράλαμπος Τζωρτζόπουλος, καθηγητής του Ποινικού Δικαίου,
θεωρεί φυσική την τάση των νέων στη Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών και
την δικαιολογεί αναφέροντας χαρακτηριστικά: «...Η τροπή αύτη των
σπουδαζόντων νέων κατά προτίμησιν προς την Νομικήν, δεν έχει τι το παράδοξον. Ο
κεκτημένος δίπλωμα της Νομικής δύναται να δικηγορήση, ή να γίνη
συμβολαιογράφος, ή να στραφή προς τον δικαστικόν κλάδον, ή προς την διοίκησιν.
Αλλά και εις ιδιωτικάς επιχειρήσεις, ανωνύμους εταιρείας π.χ. Τράπεζας κλπ.,
δύναται να ευδοκιμήση ασφαλέστερον ο διπλωματούχος της Νομικής. Συνεπώς το
στάδιον του νομικού είνε ευρύ, υπόσχεται την εκπλήρωσιν πολλαπλών ιδανικών και
ελκύει...».[47]
Μία δεύτερη τάση, η οποία παρατηρείται είναι αυτή
προς τις θετικές επιστήμες και ιδιαίτερα προς τη Γεωπονία και τη Δασολογία. Η
ανωτατικοποίηση της Γεωπονικής Σχολής σε συνδυασμό με την αναβάθμιση της
γεωργικής εκπαίδευσης, την οποία επιχειρεί η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου, και
την ορθολογικότερη οργάνωση συνεταιρισμών με σκοπό τον εκσυγχρονισμό της
γεωργικής παραγωγής[48],
φαίνεται να έχουν αντίκρισμα στις επαγγελματικές επιλογές των νέων. Οι Σχολές
αυτές, επαγγελματικής κατεύθυνσης, με την ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
αποκτούν πανεπιστημιακό status. Ο καθηγητής Πέτρος Κοντός τονίζει
την ιδιαίτερη ανάγκη για γεωργική και δασική εκπαίδευση στην Ελλάδα, την οποία
θεωρεί συνυφασμένη με την γεωργική κατεύθυνση της ελληνικής οικονομίας και την
έλλειψη ουσιαστικής εκπαίδευσης του γεωργικού πληθυσμού της χώρας.[49]
Μία μερίδα καθηγητών θεωρεί ότι οι νέοι επιλέγουν τη Σχολή
αυτή μη έχοντας άλλες διεξόδους, καθώς ο επαγγελματικός κορεσμός μαστίζει τους
αποφοίτους τόσο της Φιλοσοφικής όσο και της Νομικής Σχολής. Χαρακτηριστική
είναι η αναφορά του καθηγητή Χαράλαμπου Φραγκίστα: «... Κατά τα τελευταία
έτη παρατηρείται και ιδίως εις το πανεπιστήμιόν μας μία τάσις προς τας
εφηρμοσμένας φυσικάς επιστήμας (Γεωπονία, Δασολογία). Τούτο το θεωρώ πολύ
ευχάριστον διότι και οι δύο αυτοί κλάδοι συνδέονται προς ζωτικά
πλουτοπαραγωγικά ζητήματα της χώρας. Εις την φιλοσοφικήν σχολήν παρετηρήθη
μείωσις προσελθόντων. Τούτο οφείλεται εις το ότι το κράτος δια λόγους
οικονομιών αφήνει κενάς θέσεις καθηγητών γυμνασίων. Εντός δε της σχολής Νομικών
και Οικονομικών επιστημών παρατηρείται απροθυμία προς λήψιν του πτυχίου των
οικονομικών και πολιτικών επιστημών. Τούτο είνε δυσάρεστον και οφείλεται εις το
ότι και το κράτος και οι παρ’ ημίν οικονομικοί οργανισμοί δεν αποδίδουν εις το
πτυχίον αυτό την προσήκουσαν σημασίαν. Ούτω φρονώ ότι το κράτος καθώς και οι
άλλοι οργανισμοί της χώρας θα ηδύναντο να εκμεταλλευθώσι τον πληθωρισμόν χάριν
της ποιοτικής βελτιώσεως των στελεχών...».[50]
Η άποψη αυτή δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο οι επαγγελματικές
αυτές Πανεπιστημιακές Σχολές εξασφαλίζουν το γόητρο των Πανεπιστημίων, των
καθηγητών και των φοιτητών τους.
Μία δεύτερη μερίδα θεωρεί όσους επιλέγουν τις θετικές
επιστήμες και ιδιαίτερα τη Γεωπονία και τη Δασολογία, ότι το πράττουν έχοντας
απόλυτη συνείδηση της επιλογής τους, δεν προέρχονται από τους κατώτερους
φοιτητές και έχουν άρτια κατάρτιση. Την άποψη αυτή υποστηρίζει και ο καθηγητής
Δημήτριος Σάντης, ο οποίος συμμετείχε στις πτυχιακές εξετάσεις των φοιτητών.[51]
Άλλοι λόγοι που οδηγούν στην επιλογή των θετικών
επιστημών από τους/ τις υποψήφιους/ ιες φοιτητές/ τριες αναφέρονται οι εξής:
α) Βιοποριστικοί/ Οικονομικοί: Ο Δημήτριος Καββάδας, καθηγητής Φυσικών και
Μαθηματικών Επιστημών, τονίζει: «...Το φαινόμενον αυτό δέον να αποδοθή εις
το γεγονός ότι υπάρχουν πολλαί κεναί θέσεις γεωπόνων. Μάλιστα τοσούτον είναι το
προς την σχολήν αυτήν ρεύμα ώστε πολλοί μεταγράφονται εξ άλλων σχολών εις την
γεωπονίαν και εξ Αθηνών έρχονται εις το Πανεπιστήμιόν μας δια να σπουδάσουν την
επιστήμην αυτήν...».[52]
β)
Επαγγελματικοί: Ο
Πέτρος Κοντός, καθηγητής Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών, σημειώνει: «...Τώρα
εάν εξετάσετε τα αίτια της προτιμήσεως αυτής κατά την αντίληψίν μου είναι
μάλλον επαγγελματικά. Ο νέος σήμερον σπουδάζων αποβλέπει εις το να κατακτήσει
μίαν θέσιν εξασφαλίζουσαν εις αυτόν ζωήν άνετον και θέσιν επίλεκτον εν τη
κοινωνία. Αυτό δεν συμβαίνει μόνον εδώ αλλά και εις την Ευρώπην...».[53]
Την τρίτη θέση αναφορικά με τις επιλογές των
νέων κατέχει η Φιλοσοφική Σχολή. Οι λόγοι, οι οποίοι, κατά την άποψη των
καθηγητών και των φοιτητριών της Σχολής, οδηγούν τους νέους στο να μην
επιλέγουν ή στο να διστάζουν να επιλέγουν τη Σχολή είναι οι εξής:
α) Βιοποριστικοί – εκπαιδευτικοί: Ο Κωνσταντίνος Ρωμαίος, καθηγητής Αρχαιολογίας, αφού
επισημαίνει τη γενικότερη σημασία της Φιλοσοφικής Σχολής: «...Η φιλοσοφική
επιστήμη η οποία δίδει την τέχνην, την πραγματικήν μόρφωσιν που εξανθρωπίζει
και εξευγενίζει τον άνθρωπον θα έπρεπε να εκτιμάται περισσότερον…»[54]
εντοπίζει τις αιτίες, που "εμποδίζουν" τους/ τις φοιτητές/ τριες
να φοιτήσουν σε αυτή. Οι λόγοι αυτοί είναι βιοποριστικοί και εκπαιδευτικοί.
Αναφέρει: «…Δυστυχώς όμως όλοι συρρέουν εις την νομικήν η οποία υπόσχεται
δράσιν και ευρύ στάδιον. Η βιοποριστική ανάγκη της επιστήμης αφ’ ενός και η
ελαττωματική μας εκπαίδευσις αφ’ ετέρου εμποδίζουν από του να εισάγωνται οι
μαθηταί όπως πρέπει εις την εκτίμησιν των καλλιτεχνικών θησαυρών, ή της
ιστορίας κλπ. δηλαδή δεν καλλιεργείται η τάσις προς την φιλοσοφίαν, φιλολογίαν,
λογοτεχνίαν, καλλιτεχνίαν κλπ…».[55]
Προκειμένου να οδηγηθούν οι νέοι συνειδητά στη Φιλοσοφική Σχολή προτείνει
την ανασύσταση και βελτίωση των Φιλοσοφικών Σχολών: «…Πώς να γίνη η
διόρθωσις. Μόνον με την ποιοτικήν εξύψωσιν των φιλοσοφικών σχολών αι οποίαι θα
παρασκευάσουν τους καθηγητάς, τους μέλλοντας εκπαιδευτάς των μαθητών του
γυμνασίου. Αλλά πρέπει να βοηθήση και η κοινωνία και η πολιτεία την τοιαύτην
προσπάθειαν, πρέπει να αναγνωρισθή από τον κόσμον η σπουδαιότης της μορφωτικής
αυτής επιστήμης και έτσι τουλάχιστον θεωρητικά να ανεβή στην συνείδησίν του η
ασχολία περί την φιλοσοφίαν, λογοτεχνίαν και εν γένει την τέχνην...».[56]
β) Συνθήκες
εργασίας: Ιδιαίτερα στο σημείο αυτό πρέπει
να υπογραμμίσουμε την απόφαση της Εφημερίδας να δημοσιεύσει και τις απόψεις των
φοιτητριών σχετικά με το θέμα των επαγγελματικών επιλογών.[57]
Στα λεγόμενα των φοιτητριών: α) Διαπιστώνουμε τις δύσκολες συνθήκες
εργασίας των εκπαιδευτικών, οι οποίοι αν και κοπιάζουν πολύ προκειμένου να
αποκτήσουν το πτυχίο τους και να ασκήσουν το επάγγελμα του/ της εκπαιδευτικού,
ωστόσο το επάγγελμα αυτό «…μόλις εξασφαλίζει τη ζωή…»![58]
β) Απεικονίζεται η εργασιακή πραγματικότητα: η αβεβαιότητα
του αύριο οδηγεί πολλούς να φεύγουν από την εκπαίδευση και να αναζητούν
ασφαλέστερες διεξόδους× «…θέση του
δημοσίου υπαλλήλου…».[59]
γ) Διαφαίνεται η ανισότητα του εύρους των επαγγελματικών επιλογών
που παρέχεται στα δύο φύλα καθώς οι φοιτήτριες θεωρούν ότι αδικούνται με το να
περιορίζονται κοινωνικά στο διδασκαλικό επάγγελμα. Υπογραμμίζουν: «...Όσο
για τις φοιτήτριες το ζήτημα είναι λίγο διαφορετικό, γιατί μ’ όλο που σήμερα η
γυναίκα θεωρείται ελεύθερη να διαλέξει μόνη το επάγγελμά της, ωστόσο ουσιαστικά
περιορίζεται από την παράδοσι και από κοινωνικές προλήψεις που θέλουν τη
γυναίκα κατάλληλη μόνο για ορισμένα επαγγέλματα. Αυτός είναι και ένας
ιδιαίτερος λόγος που μαζεύει περισσότερες φοιτήτριες στη Φιλολογία πράγμα που
φέρνει σ’ απελπισία τους καθηγητές μας, γιατί πιστεύουν πως οι ιδιαίτεροι όροι
της ζωής της γυναίκας θα γίνουν εμπόδιο για μια ευρύτερη ανάπτυξη και εξέλιξη
στο επιστημονικό της στάδιο...».[60]
Από την άλλη πλευρά, οι καθηγητές της Φιλοσοφικής
Σχολής δίνουν ιδιαίτερη αξία στη φιλολογική επιστήμη και θεωρούν ότι δύο
παράγοντες συμβάλλουν ή πρέπει να συμβάλουν στην επιλογή της από τους/ τις
φοιτητές/ τριες:
α)
Η επιστήμη ως αυταξία: Οι
καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής, που συμμετέχουν στην έρευνα, υπογραμμίζουν με
έμφαση την άποψη ότι η επιστήμη θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως παράγοντας
μόρφωσης και πνευματικής ανάπτυξης, και όχι ως αποκλειστικό μέσο βιοπορισμού.
Οι καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής, επομένως, διαφοροποιούνται στο σημείο αυτό
από την γενικότερη τάση των πανεπιστημιακών καθηγητών που θεωρεί
δικαιολογημένο, ως ένα σημείο, τον επαγγελματικό προσανατολισμό της Ανώτατης
Εκπαίδευσης και εμμένουν στην άποψη ότι η μόρφωση πρέπει να αντιμετωπίζεται ως
αυταξία και να μην μεταβάλλεται ανάλογα με τις εκάστοτε πολιτικές και
οικονομικές ανάγκες και κοινωνικές συνθήκες.
Ο καθηγητής της Φιλοσοφίας Χ. Θεοδωρίδης, συγκρίνοντας την
ισχύουσα κατάσταση με το παρελθόν διαπιστώνει μεγάλη διαφορά στα κίνητρα με
βάση τα οποία οι νέοι επιλέγουν το επάγγελμα που θα ακολουθήσουν, φτάνοντας –
ίσως; – και στην υπερβολή. Σημειώνει: «…Μα οι νέοι είναι σήμερα πεζοί, δεν
έχουν ιδανικά. Εκλέγουν την επιστήμη τους από λόγους βιοποριστικούς, ενώ εμείς
στην εποχή μας κινούμασταν από λόγους ανώτερους, ευγενικώτερους, υπερκόσμιους,
αδιαφορούσαμε αν αύριο θα μέναμε άνεργοι ή πεινασμένοι…».[61]
β) Το
πρότυπο του δασκάλου: Ο
Α. Δελμούζος, από την άλλη πλευρά, υπογραμμίζει την ιδιαίτερη σημασία που έχει
η επιλογή του επαγγέλματος για τους ίδιους τους νέους, καθώς και για την
πνευματική και ψυχική τους ισορροπία. Ενώ σημαντικό παράγοντα, ο οποίος
επηρεάζει τους νέους στην όποια επαγγελματική τους επιλογή, θεωρεί το δάσκαλο. «…Δεν
έχη τόση σημασία το που πάνε οι περισσότεροι νέοι σήμερα, αν πάνε στις θετικές
επιστήμες ή στις θεωρητικές, αλλά εκείνο κυρίως που ενδιαφέρει είναι αν
σπρώχνεται στο ένα ή στο άλλο επάγγελμα από εσωτερική ανάγκη ή τουλάχιστο αν
δουλεύουν και μορφώνονται έτσι που το επάγγελμά τους να γίνη πραγματικά
εσωτερικό επάγγελμα, ανάγκη δηλαδή ψυχική. Επαγγελματίας και άνθρωπος να είναι
ένα. Κι εδώ πάλι δεν εξαρτώνται όλα από τους νέους, αλλά και από τους δασκάλους
των. Όσο βλέπει ο νέος στο δάσκαλό του ότι ζη τις αξίες της επιστήμης του, τόσο
καλλίτερος θα γίνεται και ο ίδιος, τόσο και περισσότερο το επάγγελμά του θα
γίνεται ανάγκη εσωτερική…».[62]
Από όλα τα παραπάνω μπορούμε να καταλήξουμε σε
ορισμένες πρώτες βασικές εκτιμήσεις – συμπεράσματα:
α) Την
περίοδο του μεσοπολέμου παρατηρείται μία αλλαγή στις προτιμήσεις των φοιτητών/
τριών. Ενώ έως τα τέλη της δεκαετίας του 1920 η Φιλοσοφική Σχολή του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης αποτελεί μία από τις πρώτες επιλογές, στις αρχές της
δεκαετίας του 1930 παρατηρείται "ιδιαίτερη απροθυμία προσελεύσεως των
νέων" σε αυτή[63],
ενώ χαρακτηριστική είναι η αυξανόμενη προσέλευση φοιτητών στο Γεωπονικό Τμήμα
της Σχολής Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών, γεγονός που συνάδει με τη στροφή
προς τη γεωργική εκπαίδευση και, συνακόλουθα, τη δημιουργία νέων θέσεων
εργασίας.
β) Η στροφή
των νέων προς τη Νομική και τις θετικές επιστήμες ίσως εξηγείται από τη
διαφορετική αντιμετώπιση των σπουδών από τη νεολαία. Η επιστήμη δεν
αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως παράγοντας μόρφωσης και πνευματικής ανάπτυξης
αλλά συνδέεται άμεσα με τη ζήτηση στην αγορά εργασίας και αντιμετωπίζεται ως
κατ’ εξοχήν μέσο βιοπορισμού και ευδαιμονίας. Έτσι, η πλειονότητα του
φοιτητικού πληθυσμού στρέφεται σε σχολές, όπως η Νομική, το πτυχίο της οποίας
εξασφαλίζει εργασία, ανετότερη ζωή[64]
και δίνει δυνατότητες επαγγελματικής ανέλιξης: οι απόφοιτοί/ ές της εισέρχονται
αργότερα τόσο σε ανώτερες διοικητικές θέσεις, όσο και σε θέσεις εξουσίας.
γ) Οι
φοιτήτριες, τέλος, συνεχίζουν να επιλέγουν – ή αναγκάζονται από τα πράγματα να
επιλέγουν – τη Φιλοσοφική Σχολή, καθώς παρά τα όποια βήματα προόδου έχουν
γίνει, με τη μεταρρύθμιση του 1929, το επάγγελμα της καθηγήτριας είναι αυτό,
στο οποίο η ελληνική κοινωνία είναι δυνατόν να αποδεχθεί χωρίς ιδιαίτερες
αντιρρήσεις και επιφυλάξεις – αν και υπάρχουν και τέτοιες στο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης – την είσοδο των γυναικών, καθώς εξακολουθεί να το θεωρεί ως
συνέχεια του μητρικού της ρόλου.[65]
Όλα όσα αναφέρθηκαν καταδεικνύουν τη διαχρονικότητα
του προβληματισμού σχετικά με το ρόλο της Ανώτατης Εκπαίδευσης γενικά και των
ελληνικών Πανεπιστημίων ειδικότερα. Ένα από τα θέματα που απασχολεί την
εκπαίδευση ακόμα και σήμερα[66]
αφορά στη σχέση πανεπιστημίου και επαγγελματικής εκπαίδευσης: Πανεπιστήμιο
προσαρμοσμένο στις σύγχρονες οικονομικές συνθήκες κάθε εποχής; Πανεπιστήμιο
προσανατολισμένο στη μόρφωση ως αυταξία ή στη μετάδοση ενός ελάχιστου ορίου
επαγγελματικών προδιαγραφών και ικανοτήτων, που δεν περικλείονται στην
επαγγελματική γνώση καθαυτή; Με άλλα λόγια, επιδιώκουμε ένα πανεπιστήμιο
θεραπαινίδα[67] της αγοράς εργασίας ή
στοχευμένο στην ανώτερη μόρφωση και στην κατάρτιση των φοιτητών και των φοιτητριών;
[1] Το παράθεμα από άρθρο της Ο.Λ.Μ.Ε. με τίτλο: «Κατάργησις Γυμνασίων», Δελτίον ΟΛΜΕ, χρ. Ζ΄, περ. Δ΄, αρ. φύλ. 65, Νοέμβριος 1931.
[2] Ν. Ανδριώτης, «Οι πρόσφυγες. Η άφιξη και τα πρώτα μέτρα περίθαλψης», στο: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 7: Ο Μεσοπόλεμος, 1922-1940, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σσ. 79-88, εδώ σ. 79.
[3] Βλ. ενδεικτικά Γ. Γιαννακόπουλος, «Η Ελλάδα με τους πρόσφυγες. Η δύσκολη προσαρμογή στις νέες συνθήκες», στο: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 7: Ο Μεσοπόλεμος, 1922-1940, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σσ. 89-100, και, Ε. Κοντογιώργη, «Η αποκατάσταση 1922-1930», στο: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 7: Ο Μεσοπόλεμος, 1922-1940, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σσ. 101-118.
[4] Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι στη Μακεδονία ο αριθμός των προσφύγων έφτανε τους 638.253 (ποσοστό 52,2%), στη Στερεά Ελλάδα τους 306.193 (ποσοστό 25,1%), στη Δυτική Θράκη τους 107.607 (ποσοστό 8,8%) και στα Νησιά του Αν. Αιγαίου τους 56.613 (ποσοστό 4,6%). Βλ. Ν. Ανδριώτης, «Οι πρόσφυγες. Η άφιξη και τα πρώτα μέτρα περίθαλψης», ό.π., σ. 86.
[5] Βλ. Ν. Μουζέλης, Νεοελληνική κοινωνία: όψεις υπανάπτυξης, Εξάντας, Αθήνα 19782, σ. 46.
[6] Η Θεσσαλονίκη είναι ο τέταρτος κατά σειρά Δήμος με τη μεγαλύτερη αναλογία προσφύγων στο συνολικό πληθυσμό τους. Το ποσοστό των προσφύγων ανέρχεται στο 47,8% με βάση τα στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδας το 1928. Και οι τρεις πρώτοι Δήμοι, ωστόσο, ανήκουν στις λεγόμενες «Νέες Χώρες». Πρόκειται για τους Δήμους Δράμας (70,2%), Καβάλας (59,6%) και Σερρών (50,4%). Βλ. Ν. Ανδριώτης, «Οι πρόσφυγες. Η άφιξη και τα πρώτα μέτρα περίθαλψης», ό.π., σ. 87.
[7] Ν. Μουζέλης, Νεοελληνική κοινωνία…, ό.π., σσ. 47-48.
[8] Βλ. σχετικά Χ. Παπαστάθης, «Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και η Θεσσαλονίκη», στο: Χ. Παπαστάθης, Θεσσαλονίκεια και Μακεδονικά Ανάλεκτα, University Studio Press/ Έκφραση, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 157-165, και, Κ. Κριμπάς, «Η Ανώτατη Παιδεία. 1922-1940», στο: Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμ. 7: Ο Μεσοπόλεμος, 1922-1940, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σσ. 185-196.
[9] Πρβλ. σχετικά: Τ. Καζαντζής, «Πνευματική και πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης μετά το 1912», Νέα Εστία, τόμ. 118, τχ. 1403, Αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη, Αθήναι 1985, σσ. 480-492 και Ν. Π. Τερζής, «Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών», στο: Ν. Π. Τερζής, Εκπαιδευτική πολιτική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση: Πρόγραμμα και πραγματικότητα – Πράγματα και πρόσωπα, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη: 1993, σσ. 148-169.
[10] Βλ. σχετικά Ι. Πυργιωτάκης – Ν. Παπαδάκης, «Ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή και το ελληνικό Πανεπιστήμιο», στο: Σ. Μπουζάκης (επιμ.), Ιστορικο-Συγκριτικές Προσεγγίσεις, Gutenberg, Αθήνα 2000, σσ. 97-120 και Ι. Πυργιωτάκης, «Φως εξ Ανατολών: Ο μαθηματικός Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή και το ελληνικό Πανεπιστήμιο της Σμύρνης», στο: Ι. Πυργιωτάκης – Ν. Παπαδάκης, Εκπαίδευση και Κοινωνία στην Ελλάδα, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2001, σσ. 307-335.
[11] Ο Σήφης Μπουζάκης αναφέρει: «Παράλληλα, βέβαια, με τον πρακτικό προσανατολισμό του νέου Ιδρύματος δεν αγνοείται, αντίθετα, επιβεβαιώνεται, ο γνωστός από παλαιότερα σχετικά κείμενα εθνικός και ελληνοκεντρικός πολιτιστικός προσανατολισμός του νέου Πανεπιστημίου…». Βλ. Σ. Μπουζάκης, Η Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση στην Ελλάδα (1836-2005). Τεκμήρια Ιστορίας, τόμ. Α΄ (1836-1925), Gutenberg, Αθήνα 2006, σ. 79.
[12] Α. Παπαναστασίου, Εφημερίς Συζητήσεων της Βουλής, Συνεδρίασις 37, 24/3/1924, σ. 584.
[13] Βλ. σχετικά Α. Παπαναστασίου, Εφημερίς Συζητήσεων της Βουλής, Συνεδρίασις 83, 16/7/1924, σ. 997 και Α. Γ. Τσοπανάκης, «Τα πενηντάχρονα της ελευθερίας και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης», Νέα Εστία, τχ. 850, 1962, σσ. 1705.
[14] Η κυβέρνηση συνεπής στις προγραμματικές της δηλώσεις σπεύδει στις 8 Ιουλίου 1924 να υποβάλλει στη Βουλή νομοσχέδιο «Περί συστάσεως Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης», το οποίο είχε συντάξει ο Δημήτρης Γληνός. Πρβλ. ενδεικτικά Σ. Μαρκέτος, «Η ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης: κριτική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας», στο: Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και παιδεία. Ιστορική διάσταση και προοπτικές, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, Ι.Α.Ε.Ν. – Γ.Γ.Ν.Γ., Αθήνα 1997, σσ. 397-420.
[15] Φαίνεται πως η εκπαιδευτική πολιτική των κυβερνήσεων της περιόδου, υπό την πίεση των καιρών, στρέφεται προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικότητας και της χρησιμότητας των γνώσεων, προσαρμόζοντας την αγωγή στις συγκεκριμένες κοινωνικο-οικονομικές ανάγκες. Η τακτική αυτή ακολουθήθηκε και από τις κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Αγγλίας και της Γαλλία την ίδια χρονική περίοδο. Βλ. περισσότερα σχετικά με τις αγγλοσαξωνικές χώρες, Σ. Ράσης, Τα Πανεπιστήμια χθες και σήμερα. Συμβολή στην Ιστορία της Εκπαίδευσης: Η Αγγλοσαξονική εμπειρία, Παπαζήσης, Αθήνα 2004.
[16] Ι. Λιμπερόπουλος, Εφημερίς Συζητήσεων της Βουλής, Συνεδρίασις 76, 8/7/1924, σ. 747.
[17] Σχετικά με το πώς το Πανεπιστήμιο Αθηνών "υποδέχεται" την ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, βλ. Π. Σιμενή, «Η υποδοχή της ίδρυσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από το Πανεπιστήμιο Αθηνών», στο: Σ. Μπουζάκης (επιμ.), Η παιδεία στην αυγή του 21ου αιώνα, Πρακτικά 2ου Διεθνούς Συνεδρίου Ιστορίας της Εκπαίδευσης, Πάτρα 4-6 Οκτωβρίου 2002 (σε μορφή cd).
[18] Στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης δεν ιδρύεται Νομική Σχολή, αλλά Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών, γεγονός το οποίο καταδεικνύει το ενδιαφέρον από μέρους της πολιτείας για οικονομική ανάπτυξη των λεγομένων «Νέων Χωρών» και την προσδοκία της για οικονομική επικοινωνία και συνεργασία με άλλες, κυρίως Βαλκανικές, χώρες. Βλ. επίσης Ν. Παπαδάκης, «"Διερευνώντας την σκέπην της σοφίας". Αναπτυξιακή προοπτική, κοινωνικο-οικονομικές μεταρρυθμίσεις και πανεπιστημιακή πολιτική στο Μεσοπόλεμο: Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ΑΣΚΤ, Ανώτατη Γεωπονική Σχολή, ΑΣΟΕΕ και Πάντειος», Πανεπιστήμιο, τ. 5, 2002, σσ. 3-59, εδώ σ. 9.
[19] Ο πλουραλισμός αυτός σηματοδοτεί μια τάση εξειδίκευσης. Βλ. Ι. Λιμπερόπουλος, Εφημερίς Συζητήσεων της Βουλής, ό.π., σ. 747 και Ν. Παπαδάκης, «"Διερευνώντας την σκέπην της σοφίας"...», ό.π.
[20] Βλ. Σ. Μπουζάκης, Η Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση στην Ελλάδα…, ό.π., σ. 79.
[21] Την ίδια περίοδο στη Γερμανία τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα αναδεικνύονται σε «εργοστάσια» μετάδοσης χρησιμοθηρικών και αποτελεσματικών για τις ανάγκες της κοινωνίας γνώσεων, προετοιμάζοντας εξειδικευμένα μέλη για την παραγωγική διαδικασία, στη Γαλλία κύρια αποστολή των Πανεπιστημίων, ήδη από τον 19ο αιώνα, είναι η παροχή πτυχίων προς επαγγελματισμό των φοιτητών, ενώ στην Αγγλία εντατικοποιείται η συζήτηση σχετικά με τον προσανατολισμό των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων. Βλ. ενδεικτικά Σ. Ράσης, Τα Πανεπιστήμια χθες και σήμερα…, ό.π., σσ. 195-294 και τις εκεί βιβλιογραφικές αναφορές.
[22] Βλ. ενδεικτικά Γ. Αναστασιάδης, Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης αφηγείται την ιστορία του (1926-1973), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 21-27.
[23] Ν. Μουζέλης, «Οικονομία και κράτος την εποχή του Βενιζέλου», στο: Θ. Βερέμης – Οδ. Δημητρακόπουλος (επιμ.), Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του, Εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1980, σσ. 3-19, εδώ σσ. 9-15.
[24] Την 5η Ιουνίου
1925 ψηφίζεται από τη Συντακτική Συνέλευση ο ιδρυτικός αυτός Νόμος του Πανεπιστημίου.
Τη 14η όμως του ίδιου μήνα παραιτείται από Υπουργός Δημοσίας
Εκπαιδεύσεως ο Ι. Μανέττας, και αναλαμβάνει το Υπουργείο ο Κ. Σπυρίδης, ο
οποίος υπογράφει την ίδια μέρα τον Νόμο 3341, όπως και ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας Παύλος Κουντουργιώτης. Αλλά και ο Σπυρίδης παραιτείται στις 26 του
ίδιου μηνός με την ανατροπή της Κυβερνήσεως Μιχαλακόπουλου από τον Θ. Πάγκαλο,
προτού να δημοσιευθή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο περιπετειώδης αυτός
Νόμος. Στην πρώτη Κυβέρνηση Παγκάλου («Κοινοβουλευτικού Μανδύου»), έλαβε μέρος
ως Υπουργός Παιδείας ο πληρεξούσιος Θεσσαλονίκης Γ. Χατζηκυριακού, ο οποίος
έσπευσε να τον δημοσιεύση με την υπογραφή του προκατόχου του και σε φύλλο με
ημερομηνία 22 Ιουνίου 1925. Στο μεταξύ είχε εγκατασταθή το Πανεπιστήμιο στην
έπαυλη Αλλατίνη, και είχε συγκροτηθή το πρώτο Πρυτανικό Συμβούλιο (Πρόεδροι: Γ.
Χατζηδάκις, και Χ. Τσούντας) και άρχισε να εγγράφει φοιτητές.
Στη συνέχεια το
Ν.Δ. 13 Φεβρουαρίου 1926 τροποποιεί ελαφρά το Νόμο 3341, το δε Ν.Δ. της
Δικτατορίας Παγκάλου «Περί ιδρύσεως Πανεπιστημίου εν Θεσσαλονίκη» της 12/ 15
Ιουνίου 1926, που συνέταξε ο τότε Υπουργός Παιδείας Δημ. Αιγινήτης, καταργεί το
Νόμο 3341 και θέτει το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης υπό την κηδεμονία της
Ακαδημίας Αθηνών, που μόλις ο ίδιος είχε ιδρύσει, για να ενισχύση την αποστολή
της. Με το Διάταγμα αυτό, ο αριθμός και το είδος των εδρών, τα παραρτήματα του
Πανεπιστημίου, τα απονεμόμενα διπλώματα, πτυχία και ενδεικτικά παρά του
Πανεπιστημίου, ορίζονται «προτάσει της οικείας Σχολής και αποφάσει της Ακαδημίας
Αθηνών».
Με την
ανατροπή της δικτατορίας Παγκάλου από τον Γ. Κονδύλη (7 Αυγούστου 1926) έγινε
κάτι ακόμη χειρότερο. Δημοσιεύεται το Ν.Δ. της 3 Σεπτεμβρίου 1926,
με το οποίο ανατρέπεται τόσο το Ν.Δ. Αιγινήτη όσο και το όλο Πανεπιστήμιο
«απολυομένων πάντων των εις αυτό διορισθέντων καθηγητών άμα τη δημοσιεύσει του
παρόντος». Σε λίγο όμως και το διάταγμα αυτό τροποποιείται και τελικά
λειτουργεί εσπευσμένα το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με το Ν.Δ. της 21ης
Σεπτεμβρίου 1926, της ίδιας Κυβερνήσεως Κονδύλη, «περί επαναφοράς εν ισχύει του
Νόμου 3341 περί ιδρύσεως Πανεπιστημίου εν Θεσσαλονίκη». Βλ. ενδεικτικά σχετικά
με το θέμα αυτό: Β. Κυριαζόπουλος, Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκη
1926-1960, Θεσσαλονίκη 1960, Του ίδιου, Τα πενήντα χρόνια του Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης, 1926-1976, Θεσσαλονίκη 1976, Του ίδιου, «Το Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο», Νέα Εστία, Αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη, τόμ. 118, Αθήναι
1985, σσ. 283-290.
[25] Η Εφημερίς των Βαλκανίων είναι μία απογευματινή εφημερίδα που εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη από τον δικηγόρο Νίκο Μπουζάνη με αρχισυντάκτη (ή συνιδιοκτήτη;) τον δημοσιογράφο Νίκο Καστρινό από την 1η Ιουλίου 1918 και έχει μεγάλη κυκλοφορία. Η έκδοση της εφημερίδος συνεχίζεται σε όλη την περίοδο του μεσοπολέμου και διακόπτεται τις πρώτες μέρες της Γερμανικής Κατοχής. Κατά τον Μ. Κανδυλάκη, «ήταν απογευματινή εφημερίδα έντονα μαχητική και με συχνές προσπάθειες εκσυγχρονισμού ως προς την εμφάνιση και το περιεχόμενο…». Βλ. αναλυτικότερα Μ. Κανδυλάκης, Εφημεριδογραφία της Θεσσαλονίκης. Συμβολή στην Ιστορία του Τύπου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, τόμ. Β΄, σσ. 235-244 και τόμ. Γ΄, σσ. 122-135.
[26] «Ο Ελευθερόπουλος, με το λευκό κράνος των μαλλιών του, ήταν μια άλλη γραφική μορφή του νεαρού πανεπιστημίου...», Γ. Θ. Βαφόπουλος, Σελίδες αυτοβιογραφίας, τόμ. Α΄, «Εστία», Αθήνα 1970, σσ. 291-292.
[27] «...Πρέπει να μνημονεύσω εδώ και τους δυο στυλοβάτες του πανεπιστημίου, το Στίλπωνα Κυριακίδη και το Χαράλαμπο Φραγκίστα. ... Ο Φραγκίστας, ο νεαρός καθηγητής του 1932, είναι ο μόνος, νομίζω, που έχει μείνει από την παλιά καθηγητική φρουρά του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης...», Γ. Βαφόπουλος, ό.π., σ. 292.
[28] «...ο Γρηγόριος Κασιμάτης, φοβεροί μαγνήτες των νέων φοιτητριών...», Γ. Βαφόπουλος, ό.π., σ. 292.
[29] «...Βέβαια, ο Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, δεν ήταν ένας συστηματικός φιλόσοφος, με προσωπική κοσμοθεωρία και με δική του στάση απέναντι στα προβλήματα της γνώσης. Ήταν ένας καλός «μεταφραστής» της φιλοσοφίας των άλλων, ένας «μεσάζων» για την εξερεύνηση του λαβύρινθου της γνωσιολογίας. Είχε μιαν επαγωγική ικανότητα να μεταφυτεύει γνώσεις και τόχε κάμει τούτο συνείδησή του. Και καθώς ήταν ένας ευφυής διανοητής, ποτέ δε θέλησε να παρακινδυνεύσει στο να καταπιασθεί με εγχειρήματα, που πήγαιναν πέρα από τις ικανότητές του. Περιορίσθηκε σ’ εκείνο που μπορούσε. Και από την άποψη αυτή η «Εισαγωγή στη Φιλοσοφία» του και η μετάφραση της «Ιστορίας της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας» των Ziller – Nestle, ήσαν μια θετική προσφορά στην ελληνική φιλοσοφική βιβλιογραφία. Στο Θεοδωρίδη χρωστώ και την πρώτη μου γνωριμία με την ποίηση του Στέφαν Γκεόργκε, από τη μεγάλη του μελέτη, πούχε δημοσιέψει στο «Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου», με το ψευδώνυμο Χρήστος Θρακιάς...», Γ. Βαφόπουλος, ό.π., σ. 291.
[30]
Σχετικά με τον Αλέξανδρο Δελμούζο, βλ. ενδεικτικά Ε. Παπανούτσος, Α.
Δελμούζος, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1978, Τομέας
Παιδαγωγικής Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., Αλέξανδρος Π. Δελμούζος.
Παιδαγωγός και μεταρρυθμιστής, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη,
Θεσσαλονίκη 1991, Ν. Π. Τερζής, Η Παιδαγωγική του Αλέξανδρου Π. Δελμούζου.
Συστηματική εξέταση του έργου και της δράσης του, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών
Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1998, 20062 (συμπληρωμένη έκδοση).
[31] «Στους «μεγάλους»
δασκάλους των πρώτων χρόνων του πανεπιστημίου πρέπει να καταταχθεί κι’ ο
αρχαιολόγος Κων. Ρωμαίος. Μια φυσιογνωμία τυπικού δασκάλου, με τα χοντρά
μυωπικά γυαλιά και τη χαμηλή φωνή, που συγκέντρωνε την εκτίμηση των συναδέλφων
του και το θαυμασμό των μαθητών του. Είχε προηγηθεί η φήμη για τον ερχομό του κι’
ο εναρκτήριος λόγος του ήταν μια ευκαιρία για μένα, να κάμω την πρώτη γνωριμία
του δασκάλου. Φαίνεται πως ο Ρωμαίος δεν ήταν καλός ομιλητής κ’ είχε διαπράξει
το σφάλμα να μιλήσει χωρίς χειρόγραφο. Κ’ η συγκίνηση της περίστασης, μαζί με
τη φυσική του δειλία, είχαν γίνει ένας φοβερός γλωσσοδέτης, που έφερε σε μεγάλη
αμηχανία το νέο καθηγητή. Ο εναρκτήριος λόγος του είχε μεταβληθεί σε ασυνάρτητο
τραύλισμα ενός αμελούς μαθητού. Πολύ είχα συγκινηθεί από τη φοβερή εκείνη
δοκιμασία του Ρωμαίου. Και πολύ είχαν στενοχωρηθεί οι συνάδελφοί του, που
γνώριζαν τη μεγάλη αξία του αρχαιολόγου...», Γ. Βαφόπουλος, ό.π.,
σσ. 292-293.
[32] Βλ. σχετικά Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Γυναίκες και Ανώτατη Εκπαίδευση στην Ελλάδα. Οι πρώτες φοιτήτριες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών 1890-1920, Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 108-109.
[33] Το γεγονός αυτό τεκμηριώνουν τα πορίσματα σχετικών ερευνών. Βλ. Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, «"Προ των προπυλαίων": Διεκδικήσεις και αντιστάσεις για την είσοδο των γυναικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1890) και Θεσσαλονίκης (1926)», στο: Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Διερευνώντας το φύλο. Ιστορική διάσταση και σύγχρονος προβληματισμός στη Γενική, Επαγγελματική και Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 235-296, και, στο ίδιο, «"Όχι και Καθηγήτριαι!": Επαγγελματικές επιλογές, ακαδημαϊκή εξέλιξη και κοινωνική παρουσία των πρώτων πτυχιούχων γυναικών», σσ. 297-319. Αλλά και τα δεδομένα του Πίνακα των εισαχθέντων φοιτητριών στις διάφορες Σχολές του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που ακολουθούν στην παρούσα εργασία (βλ. Πίνακας ΙΙ).
[34] Π. Δημητρακόπουλος, «Το Πανεπιστήμιόν μας και η εκπαιδευτική πολιτική του κράτους», Εφημερίς των Βαλκανίων, αρ. φύλ. 4454, 11-11-1929.
[35] Α. Δελμούζος, Το πρόβλημα της Φιλοσοφικής σχολής, Μπάυρον, Αθήνα 19832, σ. 159.
[36] Βλ. αναλυτικότερα για τις επιλογές των φοιτητριών του Πανεπιστημίου Αθηνών, Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Γυναίκες και Ανώτατη Εκπαίδευση στην Ελλάδα…, ό.π., σσ. 77-87.
[37] Για τη σχέση κράτους, Πανεπιστημίου και εκπαιδευτικής πολιτικής βλ. ενδεικτικά Ν. Παπαδάκης, Η παλίμψηστη εξουσία. Κράτος, Πανεπιστήμιο και εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα, Gutenberg, Αθήνα2004.
[39] Ε.τ.Β., αρ. φύλ. 6216, 26-10-1934, σ. 1.
[42] Ε.τ.Β., αρ. φύλ. 6220, 30-10-1934, σ. 1.
[43] Ε.τ.Β., αρ. φύλ. 6226, 5-11-1934, σ. 1.
[44]
Ό.π.
[45] Ε.τ.Β., αρ. φύλ. 6218, 28-10-1934, σ. 1.
[46] Ε.τ.Β., αρ. φύλ. 6216, 26-10-1934, σ. 1.
[47] Ε.τ.Β., αρ. φύλ. 6217, 27-10-1934, σ. 1.
[48] Βλ. σχετικά Ν. Παπαδάκης, «"Διερευνώντας την σκέπην της σοφίας"...», ό.π., σσ. 27-31.
[49] Ε.τ.Β., αρ. φύλ.
6213, 23-10-1934, σ. 1.
[50] Ε.τ.Β., αρ. φύλ. 6216, 26-10-1934, σ. 1.
[51] Ε.τ.Β., αρ. φύλ. 6220, 30-10-1934, σ. 1.
[52] Ε.τ.Β., αρ. φύλ. 6214, 24-10-1934, σ. 1.
[53] Ε.τ.Β., αρ. φύλ.
6213, 23-10-1934, σ. 1. Σε ό,τι αφορά στη Γερμανία, για παράδειγμα, το
φοιτητικό δυναμικό των ιδρυμάτων αυτών προέρχεται στην πλειονότητά τους από την
κατώτερη μεσαία τάξη, την αγροτική και ένα μικρό μέρος της εργατικής τάξης. Βλ.
Σ. Ράσης, Τα Πανεπιστήμια χθες και σήμερα…, ό.π., σ. 202 και τις εκεί
βιβλιογραφικές αναφορές. Για την Ελλάδα το θέμα αυτό μένει να διερευνηθεί
συστηματικά.
[54] Ε.τ.Β., αρ. φύλ. 6224, 3-11-1934, σ. 1.
[55] Ό.π.
[56] Ό.π.
[57] Η Εφημερίς των Βαλκανίων στην έρευνά της αυτή ζητά και δημοσιεύει τη γνώμη των φοιτητριών του Πανεπιστημίου υπογραμμίζοντας: «Η έρευνά μας θα είχε ελλείψεις εάν δεν έπαιρνε υπ’ όψιν της και τας απόψεις των φοιτητριών, που και αυτές αγωνίζονται πλάι στους φοιτητάς με τον ίδιο ζήλο και θέρμη δια την κατάκτησιν της επιστήμης. Προτιμήσαμε τις φοιτήτριες της Φιλοσοφικής Σχολής, διότι είνε οι πολυαριθμότερες του κλάδου τούτου». Ε.τ.Β., αρ. φύλ. 6230, 9-11-1934, σ. 1.
[58] Όλο το παράθεμα έχει ως εξής: «...Πολύ λίγοι είνε οι φοιτητές που σπρώχνονται από πραγματικό ενδιαφέρον στην εκλογή της μιας ή της άλλης επιστήμης. Το χρήσιμο και ευκολοαπόχτητο μαζί πτυχίο τραβάει τόσο πλήθος στη Νομική και κατά δεύτερο λόγο στη Γεωπονία, και έτσι θα πιστεύει κανείς πως οι λίγοι φιλόλογοι άκουσαν τη φωνή της βαθύτερής τους κλίσης ακολουθώντας το τόσο κοπιαστικό και που μόλις εξασφαλίζει τη ζωή, επάγγελμα του καθηγητή. Κι όμως είμαστε υποχρεωμένες με μεγάλη μας λύπη να ομολογήσουμε πως σε λίγους το βλέπουμε αυτό. Οι πιο πολλοί τραβιούνται από την εξασφαλισμένη, έστω και ύστερα από πολλά χρόνια, θέση του δημόσιου υπάλληλου που δεν την ταράζει η αβεβαιότητα του αύριο...». Ε.τ.Β., αρ. φύλ. 6230, 9-11-1934, σ. 1.
[59] Ό.π.
[60] Ε.τ.Β., αρ. φύλ. 6230, 9-11-1934, σ. 1.
[61] Ε.τ.Β., αρ. φύλ. 6215, 25-10-1934, σ. 1.
[62] Ε.τ.Β.,
αρ. φύλ. 6221, 31-10-1934, σ. 1.
[63] Ε.τ.Β., αρ. φύλ. 6211, 21-10-1934, σ. 1.
[64] Ό.π.
[65] Βλ. αναλυτικότερα, Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, «"Προ των προπυλαίων": Διεκδικήσεις και αντιστάσεις για την είσοδο των γυναικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1890) και Θεσσαλονίκης (1926)», στο: Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Διερευνώντας το φύλο. Ιστορική διάσταση και σύγχρονος προβληματισμός στη Γενική, Επαγγελματική και Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση, Θεσσαλονίκη, Βάνιας 2006, σσ. 235-296 και στο ίδιο, «"Όχι και Καθηγήτριαι!": Επαγγελματικές επιλογές, ακαδημαϊκή εξέλιξη και κοινωνική παρουσία των πρώτων πτυχιούχων γυναικών», ό.π., σσ. 297-319.
[66] Βλ. ενδεικτικά, C. Dyhouse, «Going to University in
[67] Τον όρο ‘θεραπαινίδα’ δανείζομαι από τον Αλέξη Δημαρά. Α. Δημαράς, «Το Πανεπιστήμιο και οι θεραπαινίδες του», Εισήγηση στο 4ο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο Ιστορίας της Εκπαίδευσης, Πάτρα 6-8 Οκτωβρίου 2006. Το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης έχει οργανώσει ήδη δύο Συνέδρια με θέμα: «Σύνδεση Τριτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης», προκειμένου να συζητηθούν τα ερωτήματα αυτά. Βλ. επίσης ενδεικτικά, Ν. Βαρμάζης, «Από τη Μέση Εκπαίδευση προς το Πανεπιστήμιο και τανάπαλιν. Σχέσεις υποταγής και υπονόμευσης των εκπαιδευτικών βαθμίδων», Πρακτικά Α΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Σύνδεση Τριτοβάθμιας & Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, 30 Μαρτίου – 1 Απριλίου 2001, σσ. 459-466.