Αθήνα, Ιανουάριος 1897. Όταν ο αστυνόμος Μπαϊρακτάρης πολιορκούσε το Πανεπιστήμιο και η πολιτική εξουσία ποδηγετούσε τα όργανα διοίκησής του

 

 

Εμμανουήλ ΦΥΡΙΠΠΗΣ

Επίκ. Καθηγητής Π.Τ.Δ.Ε  Παν/μίου Αθηνών

 

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

            Από τον Δεκέμβριο του 1896 έως και τον Ιανουάριο του 1897 διαδραματίσθηκαν στην Αθήνα πολύ σοβαρά γεγονότα με πρωταγωνιστές τους φοιτητές του Εθνικού Πανεπιστημίου. Τα γεγονότα αυτά, γνωστά ως «Γαλβανικά» ή «Πανεπιστημιακά», ξεκίνησαν με αφορμή λεκτικό επεισόδιο μεταξύ του Καθηγητή της Ιατρικής Σχολής Ι. Γαλβάνη και φοιτητών του και κατέληξαν σε κατάληψη του Πανεπιστημίου από φοιτητές όλων των Σχολών και σε πολιορκία του από τις αστυνομικές και τις στρατιωτικές δυνάμεις της εποχής.

            Με την εργασία  αυτή διερευνήθηκε ειδικότερα η στάση που τήρησαν τα όργανα της διοίκησης του Πανεπιστημίου απέναντι στα γεγονότα αυτά, τα οποία από κάποιους χαρακτηρίστηκαν ως το «πρώτο Πολυτεχνείο». Από την έρευνα που διενεργήθηκε στα πρακτικά των συνεδριάσεων της Συγκλήτου, αλλά και στη σχετική με το θέμα πανεπιστημιακή αλληλογραφία, προέκυψαν ξεκάθαρα οι λανθασμένοι χειρισμοί του θέματος, τόσο από την πλευρά του Πρυτάνεως του Πανεπιστημίου, όσο και από την πλευρά των μελών της  Πανεπιστημιακής Συγκλήτου. Τα όργανα αυτά με τις πράξεις τους, τις αποφάσεις τους και με τη γενικότερη στάση τους, συνέβαλαν αποφασιστικά στη δημιουργία ανεξέλεγκτων καταστάσεων εντός των χώρων του Πανεπιστημίου, με παρ’ ολίγον τραγικά αποτελέσματα.

 

ABSTRACT

            From December 1896 until January 1897, many serious events unfolded in Athens spurred by the students of the National University. These events, also known as “Galvanika” or “Panepistimiaka”, were caused by a series of verbal exchanges between Professor I. Galvani of the Medical School and his students. Consequently, the University was seized by both the students and the police and military forces.

            This essay puts forth the stance that was taken by the administrative body of the University in light of these events, which many have labeled “the first Polytechneio”. The thorough research through the Minutes of the Senate as well as the related correspondence, showed clearly the event’s mishandling by both the Rector of the University and the Members of the Senate. These organs whose actions, decisions and general stance vis-à-vis the issue, enabled the uncontrollable and chaotic circumstances into the university’s property which nearly had a tragic outcome.

 

1.  ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΓΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

            Το πρώτο μισό της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος χαρακτηρίζεται από συνεχείς αλλαγές στην πολιτική ηγεσία του και από οξύτατα, οικονομικά, πολιτικά και εθνικά προβλήματα. Οι αποτυχίες των κυβερνήσεων του Χαρ. Τρικούπη ( 10 Ιουνίου 1892 -3 Μαΐου 1893 και 30 Οκτωβρίου 1893 – 12 Ιανουαρίου 1895) και του Σωτ. Σωτηρόπουλου (3 Μαΐου 1893 – 30 Οκτωβρίου 1893) να εξασφαλίσουν εξωτερικό δάνειο για την ικανοποίηση των ξένων πιστωτών του δημοσίου, υποχρέωσαν τον Χαρ. Τρικούπη να ανακοινώσει την 1η Δεκεμβρίου του 1893 στη Βουλή των Ελλήνων την πτώχευση του ελληνικού κράτους. Ακολούθησε η υπηρεσιακή εξωκοινοβουλευτική κυβέρνηση του Νικολάου Δηλιγιάννη (12 Ιανουαρίου 1895 – 31 Μαΐου 1895) και οι εκλογές της 16ης Απριλίου του 1895 με νικητή το Εθνικό κόμμα του Θεόδωρου Δηλιγιάννη. Εκμεταλλευόμενο πλήρως τη λαϊκή δυσαρέσκεια κατά του Χαρ. Τρικούπη, όχι μόνο για τις μέχρι τότε εφαρμοσμένες πολιτικές του, αλλά και για τις προεκλογικές του εξαγγελίες σε κυρίαρχα θέματα της εποχής που είχαν σχέση με τη χρεωκοπία του κράτους, τη μείωση των δημοσίων εσόδων, τη μείωση των φορολογικών βαρών, τις περικοπές κοινωνικών παροχών, την επιβολή διδάκτρων για τη φοίτηση στο Εθνικό Πανεπιστήμιο κ.ά., το κόμμα του Θ. Δηλιγιάννη κέρδισε τις εκλογές της 16ης Απριλίου του 1895 με 156 έδρες έναντι 21 του Χ. Τρικούπη, 20 του κόμματος του Ράλλη, 5 του Λεων. Δεληγιώργη και 2 του Κων. Καραπάνου.

            Παρά τη συντριπτική πλειοψηφία των βουλευτών της στη Βουλή, η νέα κυβέρνηση του Θ. Δηλιγιάννη, δεν μπόρεσε να επιλύσει κανένα από τα σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα του τόπου. Επέδειξε αδυναμία συμφωνίας με τους πιστωτές του εξωτερικού κρατικού χρέους (Σ. Μαρκεζίνη, 1973: 275-276), αδυναμία επίλυσης του σταφιδικού παρακρατήματος (Βλέπε πρακτικά συνεδριάσεων Βουλής της 12ης και 27ης Φεβρουαρίου και 7ης και 8ης Μαρτίου του 1896), αδυναμία μείωσης των φορολογικών βαρών των πολιτών (Σ. Μαρκεζίνης, ο.π.: 699), αδυναμία επίλυσης αγροτικών προβλημάτων (στο ίδιο : 599) κ.ά. Επιπρόσθετα, τη νέα πολιτική ηγεσία απασχολούσαν και τα σοβαρά θέματα της Κρήτης οι κάτοικοι της οποίας βρισκόταν σε αναβρασμό: « Εκτός από το παλλαϊκό αίτημα της ενώσεως της νήσου με την Ελλάδα, υπέβοσκε οξύτατο και το αγροτικό ζήτημα. Ο ακτήμων αγροτικός πληθυσμός της, διπλά υποτελής στη σουλτανικά εξουσία και τους μπέηδες φεουδάρχες, κινούνταν μέσα στα πλαίσια του ένοπλου εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα για την απαλλαγή του από την καταπίεση των γαιοκτημόνων και τη διανομή της γης στους καλλιεργητές». (Τ. Βουρνά, 1980: 551). Παράλληλα με τα εσωτερικά προβλήματα, η κυβέρνηση είχε αναλάβει και την προετοιμασία επανάληψης της τέλεσης των Ολυμπιακών αγώνων οι οποίοι διεξήχθησαν τελικά από 24 Μαρτίου μέχρι 2 Απριλίου του 1896 στο Παναθηναϊκό στάδιο.

            Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό και κοινωνικό συγκείμενο τη περιόδου, το Εθνικό Πανεπιστήμιο, σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα θα συμπλήρωνε τα εξήντα χρόνια λειτουργίας του. Στη συνέχεια, πολύ περιληπτικά, θα αναφερθώ και στα πανεπιστημιακά δρώμενα της εποχής, προκειμένου να αποτυπώσω την εικόνα και της κατάστασης που επικρατούσε στο χώρο αυτό, λίγο πριν ξεσπάσουν τα φοιτητικά γεγονότα από το Δεκέμβριο του 1896 μέχρι τον Ιανουάριο του 1897.

 

2. Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΤΟΥ

            Το Εθνικό Πανεπιστήμιο[1] λίγο προτού κλείσει ο 19ος αιώνας έχει συμπληρώσει περίπου 60 χρόνια λειτουργίας. Από τις σχολές του είχαν πάρει το πτυχίου τους χιλιάδες νέοι[2], ενώ η ζήτηση πανεπιστημιακής εκπαίδευσης εξακολουθούσε να είναι ιδιαίτερα μεγάλη, κυρίως για τις σχολές της Νομικής και της Ιατρικής.[3] Από το ακαδημαϊκό έτος 1891-1892 μέχρι και το ακαδημαϊκό έτος 1896-1897 είχαν εγγραφεί 5.401 φοιτητές στις σχολές του ως ακολούθως:[4]

Θεολογική        :     71

Φιλοσοφική      :   886

Νομική             :  2593

Ιατρική             :  1610

Φαρμακευτική  :    241

                          ----------

Σύνολο                5401

            Το διδακτικό προσωπικό του Πανεπιστημίου αποτελείτο το ακαδ. έτος 1895-96 από 55 τακτικούς καθηγητές από τους οποίους: οι 4 δίδασκαν στη Θεολογική, οι 11 στη Νομική, οι 18 στην Ιατρική και οι 22 στη Φιλοσοφική σχολή. (Κ. Λάππας, ο.π. : 164).

            Η Διοίκηση του Πανεπιστημίου, (σύμφωνα με το Δ/γμα της 14ης Απριλίου του 1837 όπως αυτό τροποποιήθηκε με το Β.Δ. της 10/22 Οκτωβρίου του 1841) ασκείτο από τον Πρύτανη, τον Αντιπρύτανη (πρώην πρύτανης), τους Κοσμήτορες των Σχολών και τέσσερις καθηγητές. Οι Κοσμήτορες των σχολών εκλέγονταν με ψηφοφορία από τους καθηγητές της σχολής τους. Αυτή ήταν πολύ  περιληπτικά η δομή της διοίκησης του Πανεπιστημίου κατά την περίοδο που εξετάζουμε και σε γενικές γραμμές και η σύνθεση της πανεπιστημιακής κοινότητας δηλαδή των καθηγητών και των φοιτητών. Μια κοινότητα, που από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του θεσμού, είχαν απασχολήσει πάρα πολλά θέματα όχι μόνο της πανεπιστημιακής αλλά και της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του τόπου μας.

            Για την υπό εξέταση περίοδο τα θέματα που την απασχολούσαν ήταν και πολλά και ποικίλα. Ήδη από το ακαδ. έτος 1882-83 φοιτητικές κινητοποιήσεις και ταραχές, εξαιτίας της αναπροσαρμογής των εκπαιδευτικών τελών στους φοιτητές από την Κυβέρνηση Χαρ. Τρικούπη, είχαν προκαλέσει σοβαρές δυσλειτουργίες και εντάσεις εντός του Πανεπιστημίου και προβλήματα στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου. Φοιτητικές κινητοποιήσεις είχαν εκδηλωθεί και στην αρχή του ακαδ. έτους 1888-89. Με στόχο να υπερασπιστούν την εγχώρια υφαντουργία οι φοιτητές διαδήλωσαν εναντίον των εισαγόμενων υφαντουργικών προϊόντων. Σε ανοιχτή συγκέντρωση στα Προπύλαια εξέφρασαν την αντίθεσή τους κατά της πρακτικής αυτής και καθιστούσαν υπεύθυνη την Κυβέρνηση, ενώ κατά τη διάρκεια της διαμαρτυρίας- πορείας- τους συνελήφθησαν δεκατρείς και οδηγήθηκαν στις φυλακές της Ακροναυπλίας. Την ίδια περίοδο περίπου, την πανεπιστημιακή κοινότητα απασχολούσαν ακόμα δυο σημαντικά θέματα. Το ένα ήταν γλωσσικό και είχε σχέση με την έκδοση του έργου του Ψυχάρη  «Το ταξίδι μου», και το άλλο ήταν κοινωνικο-πολιτικό και είχε σχέση με τον περιορισμό του αριθμού των φοιτητών που εισήγοντο στο Πανεπιστήμιο.

            Η τελευταία 10ετία του 19ου αιώνα, σε συνέχεια των όσων περιγράψαμε προηγουμένως, ήταν και αυτή αρκετά ενδιαφέρουσα από άποψη φοιτητικών δραστηριοτήτων- κινητοποιήσεων. Τον Ιούλιο του 1892 με το νόμο ΒΝΔ΄ επιβλήθηκαν στους φοιτητές του Πανεπιστημίου καθώς και στους μαθητές των γυμνασίων και των ελληνικών σχολείων δίδακτρα (εκπαιδευτικά τέλη) πολύ υψηλότερα από εκείνα που κατέβαλαν μέχρι τότε. Το γεγονός αυτό κινητοποίησε άμεσα τους φοιτητές και τους πολίτες με ποικίλες αντιδράσεις που κλιμακώθηκαν με συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και με διαδηλώσεις. Για να εκφράσουν την αντίθεσή τους ακόμα πιο πιεστικά στο νομοθέτημα αυτό, οι φοιτητές του Εθνικού Πανεπιστημίου εξέδωσαν δύο φοιτητικές εφημερίδες (το Πανεπιστήμιο και την Εθνική Ελπίδα) και μέσω αυτών δημοσιοποιούσαν τις απόψεις τους όχι μόνο για θέματα που είχαν σχέση με τη δωρεάν εκπαίδευση, το φοιτητικό συνδικαλισμό, τους καθηγητές, το πανεπιστημιακό άσυλο, κ.ά.,  αλλά και για θέματα που αφορούσαν την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου. Κινητοποιήσεις-διαδηλώσεις και απεργίες στον πανεπιστημιακό χώρο εκδηλώθηκαν και στις αρχές του ακαδ. έτους 1894/95. Η επιβολή αυστηρών εξετάσεων για τους φοιτητές από τη Νομική σχολή και η παύση του νεοδιορισθέντος καθηγητή της Φιλοσοφικής Α. Οικονόμου πυροδότησαν μια σειρά φοιτητικών κινητοποιήσεων για δύο περίπου μήνες. « Αντιδρώντας στις κινητοποιήσεις των φοιτητών, αλλά και στο ίδρυμα γενικά, ο γραμματέας της αστυνομίας Αθηνών και φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Μιλτιάδης Έβερτ, όχι μόνο χειροδίκησε εις βάρος φοιτητή, αλλά εξύβρισε το ίδιο το ίδρυμα, πράγμα που ξεσήκωσε τη γενική κατακραυγή. Επί μια εβδομάδα το κέντρο και το ίδρυμα παραδόθηκαν στη οχλαγωγία και στις βιαιότητες στρατού και αστυνομίας, καθώς χρησιμοποιήθηκαν εφ όπλου λόγχες στην εκδίωξη των φοιτητών». (Γ. Γιάνναρης, 1993: τ.1, 268).

            Λίγο προτού ξεσπάσουν τα γεγονότα του Ιανουαρίου του 1897 το κλίμα εντός των χώρων του Πανεπιστημίου φορτίσθηκε ιδιαίτερα από τις απεργιακές κινητοποιήσεις των φοιτητών της Ιατρικής σχολής. Με κύρια αιτήματά τους: Τη σύσταση ιατρικού φροντιστηρίου, αλλαγές στο εξεταστικό τους σύστημα και μεταρρυθμίσεις στις διαδικασίες διεξαγωγής των διπλωματικών τους εργασιών, κατέβηκαν σε απεργία προκαλώντας παράλληλα προβλήματα και σε άλλες σχολές ιδίως τη Νομική, της οποίας οι φοιτητές εξακολουθούσαν να επιζητούν μεταρρυθμίσεις στο εξεταστικό τους σύστημα.

            Αυτό ήταν σε γενικές γραμμές και το κλίμα που είχε διαμορφωθεί μέσα στους κόλπους της πανεπιστημιακής κοινότητας λίγο προτού ξεσπάσουν τα επεισόδια των φοιτητών της Ιατρικής σχολής με τον καθηγητή τους Ι. Γαλβάνη. Επεισόδια που ξεκίνησαν στις 17 Δεκεμβρίου του 1896 και μέσα σε λίγο διάστημα πυροδότησαν μια δυναμική γενική φοιτητική εξέγερση το χρονικό και τις εξελίξεις της οποίας θα αναπτύξουμε στη συνέχεια.

 

3.  Η ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ 1896. ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ

            Αφορμή για τη φοιτητική εξέγερση του 1896 υπήρξε μια προσωπική διαμάχη μεταξύ του καθηγητή της Ιατρικής Ιούλιου Γαλβάνη και φοιτητών του (εξ’ ου και τα επεισόδια ονομάσθησαν « Γαλβανικά»), τους οποίους καθυστερούσε να εξετάσει για το πτυχίο τους. Πιο συγκεκριμένα, ο καθηγητής ζητούσε από τους 4ετείς φοιτητές προκειμένου να γίνουν δεκτοί στις διδακτορικές των εξετάσεις στο μάθημα της χειρουργικής, να προσκομίζουν αποδείξεις των συναδέλφων του καθηγητών, ότι παρουσίασαν στις πανεπιστημιακές τους κλινικές έναν ασθενή, τον οποίο εξέτασαν, συνέταξαν το ιστορικό του και προέβησαν σε σχετική ιατρική γνωμάτευση. Οι φοιτητές όμως δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τη διαδικασία αυτή και ο Γαλβάνης αρνείτο να τους χορηγήσει αποδείξεις, με αποτέλεσμα να καθυστερούν οι φοιτητές να πάρουν το πτυχίο τους.

            Επιτροπή που συστάθηκε από τους φοιτητές και συζήτησε τα προβλήματα στις 17/12/1896 με τον καθηγητή Ι. Γαλβάνη, προκειμένου να βρεθεί λύση, δεν έφερε αποτέλεσμα. Ο καθηγητής συμπεριφέρθηκε με περιφρονητικό τρόπο στους φοιτητές και δεν δέχθηκε άλλη λύση. Η απάντησή του: « Είσθε ανάξιοι να κατέχητε τας φοιτητικάς έδρας και ατιμάζετε την Ελλάδα και το Ελληνικόν πανεπιστήμιον» αποτέλεσε την αφετηρία της αντιπαράθεσης. Οι φοιτητές της επιτροπής αποδοκιμάζοντας τον καθηγητή αποχώρησαν από τη συνάντηση ανταπαντώντας του: «Είσθε σεις ανάξιος να κατέχητε την καθηγητικήν έδραν του Εθνικού Πανεπιστημίου»[5]. Μαζί με τους άλλους συμφοιτητές τους αποφάσισαν να δράσουν άμεσα και συλλογικά. Αφού συνέστησαν νέα επιτροπή από 46 άτομα με ψήφισμα ζήτησαν την απόλυση του καθηγητή Γαλβάνη. Ταυτόχρονα αφού έπεισαν και τους φοιτητές άλλων σχολών ότι η υβριστική συμπεριφορά του καθηγητή στρεφόταν εναντίον όλων των φοιτητών του Πανεπιστημίου, κήρυξαν γενική απεργία.

            Την επομένη (18/12) ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου, Χρηστομάνος, συγκάλεσε έκτακτη Σύγκλητο με σκοπό να συζητήσει «το εν τη κλινική του καθηγητή Γαλβάνη αναφυέν ζήτημα». Στην εν λόγω συνεδρίαση ο Πρύτανης, αφού αναφέρθηκε στο πρόβλημα των εξετάσεων των φοιτητών της Ιατρικής για το μάθημα του καθηγητή Γαλβάνη και στο λεκτικό επεισόδιο που διημείφθη μεταξύ φοιτητών και καθηγητή, ανακοίνωσε και ψήφισμα των φοιτητών της Ιατρικής με το οποίο δήλωναν αποχή των από το μάθημα της Χειρουργικής και παράλληλα ζητούσαν την απόλυση του καθηγητή. Στη Σύγκλητο είχε κληθεί και παρίστατο και ο καθηγητής Γαλβάνης ο οποίος αφού ενημέρωσε τη Σύγκλητο για τα συμβάντα στην κλινική του στις 17 Δεκεμβρίου, υποστήριξε ότι δεν εξεστόμισε ύβρεις κατά των φοιτητών στο διάλογο που είχε μαζί τους και ότι «ουδέν άλλο έπραξεν ειμή να υποτιμήσει τους θορυβήσαντες και ατακτήσαντας χωρίς όμως να έχει την ελαχίστην πρόθεσιν δια της επιτιμήσεώς τους να προσβάλλει κάποιον από τους φοιτητές πράγμα το οποίο και εις τον χαρακτήραν του αντίκειται». Η Σύγκλητος αφού άκουσε τον καθηγητή, μετά από σχετική συζήτηση συνέταξε την παρακάτω ανακοίνωσή της : « Η Ακαδημαϊκή Σύγκλητος συνελθούσα εις συνεδρίασιν την 18-12-1896 και εξετάσασα τα κατά την 17ην του μηνός γενόμενα εν τη κλινική του καθηγητού κ. Γαλβάνη, επείσθη ότι ουδέν συνέβη εκ των διαδοθέντων. Ο κ. Γαλβάνης επετίμησεν μόνον τους ατακτήσαντας εν τη παραδόσει του ουδαμώς δε εξεφράσθη κατά των ακροατών αυτού, πολλώ δε ολιγώτερον κατά του συνόλου των φοιτητών. Η Ακαδημαϊκή Σύγκλητος προτρέπει τους κ.κ. φοιτητάς να εξακολουθήσωσιν ησύχως το εαυτών έργον».

            Παρά την ανακοίνωση της Συγκλήτου, οι φοιτητές της Ιατρικής επέμεναν στις απόψεις- θέσεις τους και το Υπουργείο αποφάσισε να κλείσει η Ιατρική και το Νοσοκομείο για την αποφυγή επεισοδίων. Εν τω μεταξύ όμως οι φοιτητές αποφάσισαν τη συνέχιση του αγώνα και εξέλεξαν νέα επιτροπή από φοιτητές μετά από παραίτηση της πρώτης επιτροπής. Η νέα επιτροπή συνήλθε σε ζυθοπωλείο στο ΜΕΤΣ και αφού εξέλεξε πρόεδρο ( «τον εκ Γορτυνίας φοιτητή της Ιατρικής Ι. Παλαμίδη»)  και Γραμματέα, μετά από πολύωρη συζήτηση μεταξύ άλλων αποφάσισε:

*       Να συνεχίσει να υποστηρίζει τις θέσεις των φοιτητών όπως αυτές είχαν διατυπωθεί στο ψήφισμα που είχε αποσταλεί στο Υπουργείο.

*       Να οπλισθούν όλα τα μέλη της επιτροπής.

*       Να συγκεντρώσουν και φοιτητές άλλων σχολών για να υποστηρίξουν τις θέσεις τους.

*       Να εκφράσουν τις διαμαρτυρίες των φοιτητών προς όλους τους καθηγητές του Πανεπιστημίου και να τους γνωστοποιήσουν ότι είχαν εξουσιοδοτηθεί από όλους τους φοιτητές να προβούν κατά την κρίση της επιτροπής στις απαραίτητες ενέργειες μέχρις ότου ικανοποιηθεί η εξυβρισθείσα υπό του καθηγητή Ι. Γαλβάνη τιμή του ελληνικού Πανεπιστημίου.

            Σε δεύτερη συνεδρίασή της, η Σύγκλητος, ασχολήθηκε με το θέμα Γαλβάνη την 23/12/1896. Από τη μελέτη των πρακτικών της φαίνεται ότι ο Πρύτανης είχε δώσει εντολή για διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης-ανάκρισης για τα συμβάντα στην κλινική Γαλβάνη στον καθηγητή Κ. Πολυγένη. Η Σύγκλητος στην εν λόγω συνεδρίασή της, αφού άκουσε και τον καθηγητή Κ. Πολυγένη, ο οποίος είχε αρχίσει ανακρίσεις φοιτητών, συζήτησε και πάλι το θέμα και μετά από πολύωρο διάλογο στον οποίο έχουν καταγραφεί οι γνώμες όλων σχεδόν των συμμετεχόντων στη συνεδρίαση συγκλητικών αποφάσισε: «Η Σύγκλητος αναστέλλουσα προς καιρόν πάσαν ανάκρισιν περί των λυπηρών συμβάντων εν τη κλινική του καθηγητού κ. Ι. Γαλβάνη αποφασίζει: εάν κατά την επανάληψιν των μαθημάτων[6] οι φοιτηταί της Ιατρικής σχολής εξακολουθήσουν να ατακτώσι, οπωσδήποτε διακόψει τα μαθήματα και τας εξετάσεις και να μην καταλογίσει το χειμερινόν εξάμηνον εις τον χρόνον της φοιτήσεως».

            Κατά την περίοδο των διακοπών των Χριστουγέννων και του νέου έτους, η αντιπαράθεση των φοιτητών της Ιατρικής με τον καθηγητή Ι. Γαλβάνη συνεχίσθηκε με αποκορύφωμα τη δημόσια αποδοκιμασία του καθηγητή από τους φοιτητές έξω από το νοσοκομείο την 9/1/1897. Την οξύτητα και την κρισιμότητα της κατάστασης ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Χρηστομάνος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της Συγκλήτου της συνεδρίας της 9/1/1897, μετέφερε στον Υπουργό Παιδείας[7] ο οποίος τους προέτρεψε να λάβουν αυστηρότερα μέτρα. Την ίδια άποψη φαίνεται να είχε και ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως σύμφωνα με δήλωση στη Σύγκλητο του μέλους της καθηγητή Πατσόπουλου. Πράγματι τα μέλη της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου κατά την εν λόγω συνεδρίαση, εμφανώς επηρεασμένα και από τις προτροπές του Υπουργού και του Προέδρου της Κυβερνήσεως συζήτησαν πρόταση του Πρύτανη για προσωρινή διακοπή των μαθημάτων και των εξετάσεων της Ιατρικής σχολής. Όμως, η αντίθετη άποψη του Συγκλητικού Βάφα είχε αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αντιπαράθεση μεταξύ των Συγκλητικών που οδήγησε σε αποχώρηση μελών της (Καραμήτσος και Χατζημιχάλης) και σε αδυναμία λήψης απόφασης.

            Μετά τη διάλυση της Συγκλήτου και την αδυναμία λήψης απόφασης ιδιαίτερη σημασία έχουν για τη συνέχεια ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίσθηκαν την κατάσταση τόσο ο Πρύτανης όσο και η Σύγκλητος του εθνικού Πανεπιστημίου. Από τα πρακτικά της συνεδρίασης της Συγκλήτου της 11ης Ιανουαρίου 1897 προκύπτει ότι, ο Πρύτανης, αμέσως μετά τη διάλυση της Συγκλήτου 9/1/1897, μετέβη στον Πρόεδρο της Κυβέρνησης και Υπουργό Παιδείας προκειμένου να τον ρωτήσει: « αν έμελλε να εγκρίνει μέτρα άτινα ήθελε λάβη η Ακαδημαϊκή Σύγκλητος». Ο Πρόεδρος του απάντησε ότι το Υπουργείο είχε ήδη επιληφθεί του θέματος και έπρεπε να αναμείνει την απάντηση του Υπουργείου σε σχετική αναφορά (από 18/12/1896) των φοιτητών της Ιατρικής Σχολής.[8] Σε περίπτωση κατά την οποία το έγγραφο του Υπουργείου δεν επέφερε αποτελέσματα, τότε θα ενέκρινε ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης μέτρα τα οποία θα ελάμβανε η Σύγκλητος.

            Το έγγραφο- απάντηση του Υπουργείου προς τον Πρύτανη και τους φοιτητές (αρ. 18826/10-1-1897) μεταξύ άλλων ανέφερε την άρνηση του Υπουργείου να διερευνήσει τα παράπονα των φοιτητών προτού οι φοιτητές «επαναγάγωσιν εαυτούς εις την τάξιν ήτις προσήκει εις τους ανακοινώνοντας εις την Αρχήν αδίκημα το οποίο υπολαμβάνουν ότι εγένετο αυτοίς και ζητούντες την ανόρθωσιν αυτού». Παράλληλα το Υπουργείο επεσήμαινε στους φοιτητές ότι με την αναφορά τους εξετράπησαν της τάξεως για το λόγο ότι υπέγραψαν ψήφισμα « παρασταθέντες ουχί ως ανακοινώνοντες αδίκημα, όπερ υπέλαβον ότι εγένετο αυτοίς, αλλ’ ως κρίνοντες και αποφαινόμενοι αυτοί επί τούτου».Τέλος τους προέτρεπε για λόγους τάξεως να ανακαλέσουν την αναφορά τους και να την επανυποβάλουν σύμφωνα με τις υποδείξεις του. Με το σκεπτικό του ανωτέρω εγγράφου φαίνεται να συμφώνησε η πρυτανεία του Πανεπιστημίου η οποία άμεσα απέστειλε σχετική ανακοίνωσή της προς τους φοιτητές της Ιατρικής Σχολής με ημερομηνία 10 Ιανουαρίου 1897 με το παρακάτω περιεχόμενο: «Έχοντες υπόψει το υπ’ αριθμ. 18826 έγγραφο του Υπουργείου της Παιδείας προς την Πρυτανείαν, γνωρίζομεν τοις φοιτηταίς της Ιατρικής Σχολής ότι συμφώνως προς τούτο δέον οι φοιτηταί να ανακαλέσωσι το εις την αναφορά αυτών της 18ης  Δεκεμβρίου προσαρτημένον ψήφισμα ως αντικείμενον προς τα υποχρεώσεις αυτών εις τας Πανεπιστημιακάς Αρχάς, ειτα δε αρμοδίως υποβάλωσι ό,τι δίκαιον παράπονον έχουσι, όπως η Κυβέρνησις σκεφθεί περί των ληπτέων μέτρων». Το ανωτέρω έγγραφο της Πρυτανείας ενέκρινε η Σύγκλητος στη συνεδρίαση της 11/1/1897. Στην ίδια συνεδρίαση ο Πρύτανης ανακοίνωσε:

*       επιστολή του καθηγητή Ι. Γαλβάνη με την οποία επέμενε ότι η δήλωσή του δεν είχε σκοπό να προσβάλλει τους φοιτητές παρά μόνο να επαναφέρει στην τάξη τους ατακτήσαντες κατά την ώρα του μαθήματος,

*       έγγραφο προς τον Πρύτανη του Διευθυντή της Αστυνομίας , Μπαϊρακτάρη με το οποίο του ζητούσε ονομαστικό κατάλογο των φοιτητών « των μη ακολουθούντων το μάθημα του καθηγητή Ι. Γαλβάνη, ίνα ούτω δυνηθώμεν να ανεύρωμεν τους υπαιτίους και καταδιώξωμεν αυτούς κατά τον νόμον».

            Για το νέο έγγραφο- δήλωση του καθηγητή Ι. Γαλβάνη, η Σύγκλητος δέχθηκε ότι μετά και από αυτή τη δήλωση του καθηγητή, το θέμα Γαλβάνη θεωρείται λήξαν. Το αίτημα του αστυνόμου η Σύγκλητος εμμέσως πλην σαφώς το απέρριψε επισημαίνοντας ιδιαιτέρως ότι το θέμα αφορά: «εις την εσωτερικήν του Πανεπιστημίου τάξιν» για τη οποία τόσο η Σύγκλητος όσο και η Πρυτανεία λαμβάνουν τα προσήκοντα μέτρα».

            Η συζήτηση συνεχίστηκε στη Σύγκλητο της 11/1/1897 με τον Πρύτανη να αναφέρει ότι, ακόμα και μετά το έγγραφο του Υπουργείου το οποίο ανακοινώθηκε μέσω της Πρυτανείας στους φοιτητές αυτοί επέμειναν στο ψήφισμα της 18/12/1896 αρνούμενοι να το ανακαλέσουν, Η πρόταση του Πρύτανη προς τη Σύγκλητο για τη συνέχεια, αλλά και για τα ληπτέα μέτρα προέβλεπε:

*       Την αποβολή των φοιτητών που μετείχαν στις επιτροπές που είχαν συσταθεί (καταγράφονται στα πρακτικά 53 ονόματα φοιτητών).

*       Το κλείσιμο της Ιατρικής σχολής.

            Μετά από συζήτηση που ακολούθησε η Σύγκλητος έκανε δεκτό μόνο το μέρος της πρότασης του Πρύτανη που αφορούσε το κλείσιμο της Ιατρικής σχολής. Πιο συγκεκριμένα ομόφωνα αποφάσισε: 

    1. «Να διακοπώσι τα μαθήματα της Ιατρικής Σχολής ως και αι γενικαί και διδακτορικαί εξετάσεις αυτής,
    2. Να μην καταλογισθή εις τον χρόνον της φοιτήσεως αυτών η χειμερινή εξαμηνία του ακαδημ. έτους 1896-97» .

            Εκτός από την παραπάνω απόφαση, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει για την έρευνά μας και το σχετικό έγγραφο το οποίο συνέταξε η πρυτανεία του Πανεπιστημίου, προκειμένου να ανακοινώσει την ανωτέρω απόφαση της Συγκλήτου προς το Υπουργείο της Παιδείας. Επειδή θεωρούμε ότι αυτό καταδεικνύει με σαφήνεια τις σχέσεις εξάρτησης των πανεπιστημιακών αρχών από την κυβερνητική εξουσία, το παραθέτουμε αυτούσιο.

«Η Ακαδημαϊκή Σύγκλητος, συνελθούσα σήμερον Σάββατον 11ην του μηνός και ώραν 12ην και ακούσασα ευγνωμόνως το υμέτερον έγγραφον υπ’ αριθμ. 18826 προς το οποίο δυστυχώς δεν συνεμορφώθησαν οι φοιτηταί της Ιατρικής προέβη εις την ακόλουθον απόφασιν:

1.       Να διακοπώσι τα μαθήματα της Ιατρικής Σχολής ως και αι γενικαί και διδακτορικαί εξετάσεις αυτής.

2.       Να μην καταχωρισθή εις τον χρόνον της φοιτήσεως αυτών χειμερινή εξαμηνία του ακαδημ. έτους 1896-97.

Εις το έσχατον τούτο μέτρον ηναγκάσθη να προβή η Ακαδημ. Σύγκλητος αφού εις μάτην εξήντλησε παν άλλον μέτρον προς αποκατάστασιν της τάξεως, παρακαλώ δε υμάς Κύριε Πρόεδρε όπως προς ανόρθωσιν της διασαλευθείσης τάξεως ευδοκίσητε να εγκρίνητε την απόφασιν αυτής ταύτην.»

            Η επόμενη συνεδρίαση πραγματοποιήθηκε στις 16 Ιανουαρίου ημέρα Πέμπτη και ώρα 11π.μ. στο σπίτι του Πρύτανη, λόγω ασθενείας του, όπως αναφέρεται στα πρακτικά. Όμως κατά το διάστημα των 5 ημερών το οποίο μεσολάβησε από το Σάββατο 5 Ιανουαρίου, ημερομηνία κατά την οποία η Σύγκλητος αποφάσισε το κλείσιμο της Ιατρικής σχολής, πολλά σοβαρά γεγονότα έλαβαν χώρα εντός και εκτός του Πανεπιστημίου με πρωταγωνιστές τον Πρύτανη, τους φοιτητές και τη Δ/νση της Αστυνομίας. Στα γεγονότα αυτά θα αναφερθούμε στη συνέχεια, αντλώντας τις σχετικές πληροφορίες κυρίως μέσα από τα πρακτικά της Συγκλήτου και τις καταθέσεις- περιγραφές του Πρύτανη Χρηστομάνου.

Δευτέρα 13/1/1897: Οι φοιτητές της Ιατρικής, μετά το κλείσιμο της σχολής τους ζητούν συμπαράσταση στον αγώνα τους και επιδιώκουν να ξεσηκώσουν και τους φοιτητές άλλων σχολών.

Τρίτη 14/1/1897: Φοιτητές από όλες τις σχολές του Πανεπιστημίου συγκεντρώνονται στα Προπύλαια για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους τόσο για το θέμα Γαλβάνη, όσο και για το κλείσιμο της Ιατρικής Σχολής. Ο Διευθυντής της Αστυνομίας και ο Εισαγγελέας ζητούν από τον Πρύτανη τα ονόματα των πρωταιτίων των φοιτητών προκειμένου να τους συλλάβουν. Ο Πρύτανης τα παραδίδει. Η πράξη αυτή του Πρύτανη καταγράφεται, σύμφωνα με την αφήγησή του, ως ακολούθως στα πρακτικά της Συγκλήτου: «την δε πρωΐαν της Τρίτης συνεπεία ταραχώδους συναθροίσεως προ των Προπυλαίων ο Δ/ντής της Αστυνομίας και ο Εισαγγελέας θέλοντας να συλλάβωσι τους πρωταιτίους με εκάλεσαν δι αστυφυλάκων εκ του μαθήματός μου εν τω πολυτεχνείω και μου εζήτησαν κατάλογον αυτών, όν προχείρως σημειώσας επέδωκα αυτοίς εκ του γραφείου της Πρυτανείας.»

Τετάρτη 15/1/1897: Φοιτητές έχουν ήδη συλληφθεί από την αστυνομία και στους χώρους του Πανεπιστημίου επικρατεί γενικός ξεσηκωμός. Ο Πρύτανης μεταβαίνει στον Πρόεδρο της Κυβέρνησης για να του εκθέσει την κρισιμότητα της κατάστασης, να ζητήσει οδηγίες καθώς και αστυνομική δύναμη γύρω από το Πανεπιστήμιο και τη Νομική σχολή για την τήρηση της τάξεως.

            Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στη συνέχεια πολύ παραστατικά περιγράφονται από τον Πρύτανη και καταγράφονται στα πρακτικά της Συγκλήτου ως ακολούθως: « Και όντως, μόλις επιστρέψας περί ώραν 11π.μ. εκ της οικίας του κ. προέδρου παρετήρησα έκτακτον κίνησιν και συρροήν πλήθους εις την πλατείαν του Πανεπιστημίου και του Νοσοκομείου και ελέγετο ότι ερρίφθησαν πυροβολισμοί. Εισελθών εναντίον των προτροπών πολλών φίλων και φοιτητών φοβουμένων επίθεσιν κατ’ εμού εις το Πανεπιστήμιον και μόλις αναγνωρισθείς, περιεκυκλώθην υπό μαινομένου πλήθους ωθούντος με εις τον διάδρομον της πρυτανείας εν μέσω ύβρεων, γιουχαϊσμάτων και απειλών. «Συ είσαι ο προδότης, άτιμε, ανάξιε να είσαι πρύτανης, συ έχυσες το αίμα τριών αποθνησκόντων συναδέλφων. Να πιούμε το δικό σου. Σε ετάξαμεν να υπερασπιστείς την τιμήν των φοιτητών και συ γίνεσαι υπόδουλος ατιμησάντων μας καθηγητών. Έξω. Έξω.» Φθάσας ενώπιον της κλειστής θύρας της Πρυτανείας ηθέλησα να προσφωνήσω, αλλά το ρεύμα με ώθησεν εις της αυλήν της κρήνης, εδέχθην πολλάς γροθιάς και πολλά ποδοκλοτσήματα, εκτραπέντος πλειότερον των άλλων ενός Θεόδ. Ευστρ. Φίλια φοιτητού της Νομικής εκ Τρικάλων, όστις εξηρέθιζε το πλήθος κατ’ εμού.» Και κλείνει την αφήγηση των γεγονότων ο Πρύτανης με τις διαβεβαιώσεις που έδωσε στους συγκεντρωμένους φοιτητές για τις προθέσεις τις δικές του, της Συγκλήτου και της Κυβέρνησης, τόσο για την επίλυση του θέματος, όσο και για την αποφυλάκιση των συλληφθέντων φοιτητών. « Η Κυβέρνησις, η Σύγκλητος και η Πρυτανεία εμφορούνται υπό του πόθου να εύρωσιν λύσιν αξιοπρεπή και εμπρέπουσαν….Θα προσπαθήσω παντί σθένει να απαλλάξω τους φυλακισθέντας εάν δεν είναι ένοχοι». Πράγματι ο Πρύτανης μετέβει με ομάδα φοιτητών στην Αστυνομική Δ/νση προκειμένου να ελευθερώσει τους συλληφθέντες φοιτητές χωρίς όμως αποτέλεσμα.

            Παράλληλα με τα όσα συνέβαιναν στους χώρους της Πρυτανείας και στην αστυνομική Δ/νση, οι φοιτητές προετοίμαζαν νέα συγκέντρωση- διαμαρτυρία στο αμφιθέατρο της Ιατρικής στο κεντρικό κτήριο του Πανεπιστημίου. Όμως ο Πρύτανης, προκειμένου να μην πραγματοποιηθεί η συγκέντρωση αυτή, μετά από συνεννόηση με τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως και το Δ/ντή της Αστυνομίας, έκλεισε όλες τις εισόδους του Πανεπιστημίου. Το κλείσιμο αυτό των εισόδων δεν στάθηκε ικανό να αποτρέψει τελικά την εισβολή των φοιτητών στο κεντρικό κτήριο του Πανεπιστημίου. Για το θέμα αυτό ο Πρύτανης αναφέρει: «Έμαθον δε δυστυχώς ότι πολύ πριν τις 2μ.μ. φοιτητές εισπηδήσαντες εκ των κιγκλίδων και παραβιάσαντες τα κλείθρα της εισόδου επλήρουν τα προαύλια.» Η κατάληψη των χώρων του Πανεπιστημίου από φοιτητές είχε ήδη πραγματοποιηθεί και οι αστυνομικές δυνάμεις είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους πέριξ των χώρων του Πανεπιστημίου.

            Τα γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα από τούδε και στο εξής περιγράφει ο Διον. Μαρκόπουλος (καταληψίας κι αυτός) ως ακολούθως: «Και τω όντι, την 2μμ. αίφνης πάσαι αι προς το πανεπιστήμιον άγουσαι οδοί κατελήφθησαν υπό αστυφυλάκων, συγχρόνως μία ίλη Ιππικού παρετάχθη προ των Προπυλαίων και της Ακαδημίας. Εις λόχος Ευζώνων κατηυλίσθη υπό το περιστύλιον της ακαδημίας». Η Κυβέρνηση είχε την πληροφόρηση ότι εντός των χώρων του Πανεπιστημίου υπήρχαν περί τα 200 όπλα, μεγάλη ποσότητα δυναμίτιδος και μια αντλία από την οποία οι φοιτητές θα εκτόξευαν θειικό οξύ. Η αγγελία της πολιορκίας του Πανεπιστημίου πολύ σύντομα έγινε γνωστή στην Αθήνα και πλήθος πολιτών άρχισε να συρρέει πέριξ των χώρων του Πανεπιστημίου. « Παντοίαι δε εκυκλοφόρουν φήμαι, ότι η κυβέρνησις θα εκβιάση την είσοδον εν τω πανεπιστημίω πάση θυσία, αφ’ ετέρου ότι οι φοιτηταί καλώς εφοδιασμένοι και οχυρωμένοι είναι αδύνατον να ενδώσωσι. Εκείνο δε όπερ περισσότερο εκυκλοφόρει, ήτο το εξής: οι φοιτητές έχοντες μεγάλη ποσότητα δυναμίτιδος, μελετώσι να ανατινάξωσιν εις τον αέρα το Πανεπιστήμιον μετά της βιβλιοθήκης εάν βιασθώσι».

            Παράλληλα με τα όσα συνέβαιναν εντός και πέριξ των χώρων του Πανεπιστημίου, επιτροπή από φοιτητές της Ιατρικής, επισκέφθηκε τον Πρύτανη στο σπίτι του και του ζήτησε να στείλει επιστολή στον Πρόεδρο της Κυβέρνησης να αποσύρει τις αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις γύρω από τους χώρους του Πανεπιστημίου. Σε αντίθετη περίπτωση οι φοιτητές ήταν αποφασισμένοι «να αποκρούσωσιν ενόπλως την στρατιωτική δύναμιν». Πράγματι ο Πρύτανης αφού όπως αναφέρει στα πρακτικά, έλαβε το λόγο και την υπόσχεση της επιτροπής των φοιτητών «ότι άμα τη αποχωρήσει του στρατού ήθελον απέλθει και αυτοί», απέστειλε στον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως την παρακάτω επιστολή:

«Εν Αθήναις της 15 Ιανουαρίου 1897

            Σεβαστέ Κύριε Πρόεδρε.

            Αναλαμβάνω την ευθύνη να τηρήσω τάξιν εν τω Πανεπιστημίω και τω περιβόλω αυτού, όθεν παρακαλώ να μην επιτρέψετε να εισέλθει εις αυτό ο στρατός και η αστυνομία καθ’ ά φημίζεται σήμερον.

Ευπειθέστατος

Ο πρύτανης  Α. Χρηστομάνος

            Όπως καταγράφεται στα πρακτικά, ο στρατός περί την 5ην απογευματινή ώρα αποχώρησε. Δεν αποχώρησαν όμως από το Πανεπιστήμιο και οι καταληψίες φοιτητές οι οποίοι σύμφωνα με πληροφορίες που είχε ο Πρύτανης,  «κομίσαντες όπλα, φυσίγγια και δυναμίτιδα, εξαρθρώσαντες τας θύρας, παρατάξαντες εκ των αιθουσών τας τραπέζας και τα καθίσματα εις τας αυλάς, καταβιβάσαντες τους πίνακας, διαρρήξαντες πάσας τας θύρας των αιθουσών και αποθηκών, πλην των γραφείων και του ταμείου, συντρίψαντες την έδραν του αμφιθεάτρου της Ιατρικής σχολής και διορίσαντες φρουράρχους τους εκ Μεσσηνίας Α. Τασσόπουλον και Β. Μπαρδόπουλον, ητοίμασθησαν να καταυλισθώσι οριστικώς εν τω πανεπιστημίω».

            Δύο ώρες περίπου μετά την αποχώρηση του στρατού και της αστυνομίας, ο Πρύτανης μετέβη στο χώρο του Πανεπιστημίου, «καίτοι δεινώς πάσχων» όπως αναφέρει, προκειμένου να συναντήσει τους καταληψίες φοιτητές. Σε συζήτηση που είχε μαζί τους, μεταξύ των άλλων τους επεσήμανε: « Προ ολίγου, επιτροπή υμετέρα με εβεβαίωσε ότι άμα τη αποχωρήσει του στρατού ηθέλετε και υμείς απέλθει του Πανεπιστημίου, όπως αναλάβει απέναντι του κ. προέδρου της Κυβερνήσεως την βαρυσήμαντον προσωπικήν ευθύνην ότι θα επανέλθετε εις την τάξιν οπόταν ο στρατός αποχωρήσει. Μας εδώσατε τον λόγον της τιμής σας να εκκενώσετε το πανεπιστήμιον. Νυν δε δεν πράττετε όπως υποσχέθητε. Απεκδύομαι πάσης ευθύνης.. Η τάξις ην νυν προτίθεσθε να τηρήσητε εν τω πανεπιστημίω δεν είναι τάξις, είναι ανταρσία. Απέναντι των φοβερών και ανυπολογίστων συνεπειών ας δύναται η διαγωγή σας να έχει, ικετεύω υμάς να απέλθετε εις τα ίδια και να αφήσητε εμέ και τους υπαλλήλους του Πανεπιστημίου…να παραλάβωμεν εκ των χειρών υμών τας κλείδας του Πανεπιστημίου… Σας επιτάσσω και σας παρακαλώ, σας εκλιπαρώ να απέλθητε, είναι αύται αι τελευταίαι μου προς υμάς λέξεις. Καλήν νύκτα».

            Όλα τα ανωτέρω έχουν καταγραφεί στα πρακτικά της Συγκλήτου της 16ης Ιανουαρίου του 1897 ώρα 11π.μ. ως αφηγήσεις του Πρύτανη προς τα μέλη της Συγκλήτου. Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε στην εν λόγω συνεδρίαση τα μέλη της Συγκλήτου καταρχήν εξέφρασαν τη σύμφωνη γνώμη τους με τις μέχρι τότε ενέργειες του Πρύτανη και τις θερμές τους ευχαριστίες για το σθένος και το ζήλο που επέδειξε. Συγκεκριμένα, ομόφωνα η Σύγκλητος συγκινημένη συνεχάρη τον κ. Πρύτανη «εκφράζουσαν την βαθείαν αυτής λύπην δια τα λυπηρά συμβάντα». Ακολούθησε συζήτηση περί των μέτρων τα οποία έπρεπε να ληφθούν. Κατατέθηκαν αρκετές προτάσεις (κλείσιμο όλων των σχολών, τον λόγον εις το εξής να έχει μόνο η Κυβένησις κ.ά.)πλην όμως δεν ελήφθη καμία.

            Το απόγευμα της ίδιας ημέρας (16/1) και περί ώραν 7 μ.μ. συνήλθε και πάλι η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου στο σπίτι του Πρύτανη και εξέδωσε (χωρίς να έχει καταγραφεί η σχετική συζήτηση) την ακόλουθη ανακοίνωση:

« Η Ακαδημαϊκή Σύγκλητος συνελθούσα εις έκτακτον συνεδρίασιν σήμερον την 16ην Ιανουαρίου 1897 εν τη οικία του Πρυτάνεως και λάβωσι υπόψη προ πάντων:

α) ότι οι φοιτητές ησέβησαν κατά της άνω ταύτης αρχής του πανεπιστημίου και τινων καθηγητών κατά τρόπον πρωτοφανή και ανήκουστον,

β)  ότι αν και η επιτροπή των φοιτητών υπεσχέθη εις τον πρύτανιν ότι ευθύς ως ο στρατός και η αστυνομία απομακρυνθώσι να παραδώσωσι τας κλείδας αυτού εις αυτόν και να αποσυρθώσιν, ούτοι ου μόνον δεν εξεπλήρωσαν την εαυτών υπόσχεσιν αλλά και εξοπλίσθησαν και εισήγαγον εις το πανεπιστήμιον όπλα και πολεμοφόδια ,

γ)  ότι αν και την νύκταν ότε μετέβην παρ’ αυτοίς ο Πρύτανις και ενουθέτησεν αυτούς παρεκάλεσε να εκκενώσωσι το πανεπιστήμιον οι φοιτητές ουδόλως έλαβον υπόψη τους τας νουθεσίας του Πρυτάνεως,

δ) ότι αντί να απευθύνωσιν αναφοράν προς τας αρχάς του Πανεπιστημίου αν είχον τι να αιτήσωσιν οι φοιτητές προέβησαν εις επαναστατικάς εκκλήσεις προς τον Λαόν,

            Φρονούσα δε ότι η έκνομος και πρωτοφανής αυτή εν τη ιστορία του Πανεπιστημίου κατάτασις δεν πρέπει επ’ ουδενί λόγω να παραταθεί πλέον,

            Αποφασίζει ομοφώνως:

Να διακοπώσει τα μαθήματα του πανεπιστημίου μέχρι των εορτών του Πάσχα, παρακαλεί δε το Σ. Υπουργείον όπως ευδοκήσει και εγκρίνει την απόφασιν ταύτην».

            Αυτές ήταν οι αποφάσεις της Συγκλήτου και οι ενέργειες του Πρύτανη για τα γεγονότα που είχαν αρχίσει να διαδραματίζονται μέσα στους χώρους του Πανεπιστημίου από την ημέρα της καταλήψεώς του από τους φοιτητές. Απεναντίας οι φοιτητές που είχαν εισχωρήσει μέσα στους χώρους του Πανεπιστημίου άρχισαν να προετοιμάζονται και να οργανώνονται με στόχο να αποκρούσουν την όποια επίθεση αστυνομικών και στρατιωτικών δυνάμεων. «Εξελέξαμεν έναν γενικόν αρχηγόν ον εκαλέσαμεν φρούραρχον. Ούτος ήτο ο εξ Αλή Τσελεπή της Οιχαλίας φοιτητής της Ιατρικής Σπ. Τασσόπουλος, όστις χρηματίσας έφεδρος ανθυπολοχαγός εθεωρήθη ο επιτηδειώτερος· τούτω εδόθησαν και τρεις σύμβουλοι οίτινες αποτέλουν τρόπον τινα το επιτελείον. Η άμυνα εμερίσθη ως εξής: την μεν ανατολικήν πλευράν ανέλαβον οι Μεσσήνιοι και Κρήτες· την μεσημβρινήν οι Λάκωνες, Αρκάδες και Κορίνθιοι· την Β. Ανατολικήν οι εκ Θεσσαλίας και Στερεάς· επί της Ν.Α. αιθούσης ετάχθησαν οι εκ του έξω Ελληνισμού· επί της Β.Δ. οι Νησιώται Σάμιοι και Κύπριοι. Τα δε προπύλαια απεφασίσθη να αναλάβωσι οι άριστοι εξ’ όλων, καθόσον εκείθεν υπήρχε και το ασθενέστερον και προσφορώτερον εις προσβολήν μέρος· επί του αετώματος δε, ανέβησαν 2 εκατέρωθεν με όπλα γκρα. Εξ’ εκάστης δε των προρρηθέντων ομάδων εξελέγη εις υπαρχηγός, όστις ιδία επετήρει την φρούρησιν της θέσεώς του, επιτετραμμένος να αλλάσσει ανά δίωρον τους φρουρούς κ.τ.λ. Τη αποφάσει δε της επιτροπής ετέθησαν και 4 φρουροί ως φρουροί του ταμείου του πανεπιστημίου· 5 δε εξ’ όλων απετέλεσαν την εντός αστυνομίαν, δίδοντας εκάστοτε τας δέουσας πληροφορίας τω φρουράρχω» (Δ. Μαρκόπουλου ο.π.).

            Οι εντός του Πανεπιστημίου καταληψίες φοιτητές είχαν στην κατοχή τους όπλα, όπως αναφέρει ο Δ. Μαρκόπουλος. « Πάντες οι εναπομείναντες εντός έφεραν πιστόλια (περίστροφα) κατά το μάλλον και ήττον καλά, εκτός των περιστρόφων οι πλείστοι είχον και μαχαίρας σεβαστάς (κάμας) ιδία οι Μεσσήνιοι και Λάκωνες. Ολίγοι τινές της δούλης Ελλάδος εστερούντο όπλων». Ο εφοδιασμός των εγκλείστων με τρόφιμα γινόταν από έναν δισκοβόλο φοιτητή ο οποίος τα πετούσε στον περίβολο του Πανεπιστημίου από το χώρο της βιβλιοθήκης. « Εν πρώτοις εδέχθημεν γαλέτας τινας και καπνόν ριφθέντα υπό του δισκοβόλου συναδέλφου μας Παρασκευοπούλου, εξ αποστάσεως 100 σχεδόν μέτρων εκ του παρά την βιβλιοθήκην σκοτεινού χώρου». Εκτός των χώρων του Πανεπιστημίου και γύρω από αυτό υπήρχαν ισχυρές στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις υπό τας διαταγάς του αστυνόμου Μπαϊρακτάρη, καθώς επίσης και φοιτητές οι οποίοι ενημέρωναν τους πολίτες για την κατάληψη και οργάνωναν συλλαλητήρια διαμαρτυρίας. Σε ένα από τα συλλαλητήρια αυτά φοιτητές και πολίτες συγκρούσθηκαν με τις αστυνομικές δυνάμεις στην οδό Σταδίου με αποτέλεσμα το θάνατο του μαθητή Βαρότση, τη σύλληψη και τον τραυματισμό δεκάδων φοιτητών και πολιτών. Μετά τα δραματικά αυτά γεγονότα και την ανεξέλεγκτη πλέον κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη των Αθηνών η Κυβέρνηση αποφάσισε να κηρύξει τους φοιτητές «εν στάσει» και να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής του στρατιωτικού νόμου.

            Μέσα στο Πανεπιστήμιο οι έγκλειστοι φοιτητές είχαν αρχίσει να δέχονται επισκέψεις από διαφόρους «μεσολαβητές» οι οποίοι τονίζοντας ιδιαιτέρως την κρισιμότητα της κατάστασης σε εθνικό επίπεδο (είχε ήδη ξεσπάσει η εξέγερση στην Κρήτη) επεδίωκαν να τους νουθετήσουν, προκειμένου να εξευρεθεί λύση. Μεταξύ των μεσολαβητών ο Δ. Μαρκόπουλος αναφέρει τον συντάκτη της εφημερίδας «Ακρόπολις» Δάσιο, τον Μητροπολίτη Προκόπιο καθώς και ομάδα καθηγητών του Πανεπιστημίου με επικεφαλής τον καθηγητή Γ. Μιστριώτη ο οποίος πληροφόρησε τους φοιτητές ότι έχει την έγκριση της Κυβέρνησης να τους ανακοινώσει ότι τα αιτήματά τους έγιναν αποδεκτά.

            Ορισμένοι από τους φοιτητές πείσθηκαν από την ανακοίνωση αυτή του καθηγητή Γ. Μιστριώτη και άρχισαν να αποχωρούν από το κτήριο του Πανεπιστημίου. Η αρχή του τέλους της κατάληψης είχε ήδη επιτευχθεί. Ο καθηγητής Γ. Μιστριώτης συνέχισε τις «μεσολαβητικές» του προσπάθειες και τελικά κατόρθωσε να πείσει και τους υπόλοιπους έγκλειστους φοιτητές να εξέλθουν από το Πανεπιστήμιο και να λήξει η κατάληψη αφού η Κυβέρνηση έκανε αποδεκτά, όπως τους ανακοίνωσε εκ νέου τα δίκαια αιτήματά των δηλαδή, την παύση του καθηγητή Γαλβάνη και την αμνήστευση όλων των φοιτητών οι οποίοι είχαν συλληφθεί κατά τη διάρκεια των γεγονότων. Τελικά οι φοιτητές με επικεφαλής τον Μιστριώτη και τον Μητροπολίτη Αθηνών Προκόπιο αποχώρησαν από το Πανεπιστήμιο κατευθυνόμενοι προς την πλατεία του Κολωνακίου. Εκεί όπως αναφέρει ο Δ. Μαρκόπουλος οι φοιτητές πληροφορήθηκαν ότι η Κυβέρνηση «έλαβεν απόφασιν να καταδιώξη τους πρωταιτίους των επεισοδίων και εζήτα τας κλείδας όπως εγκαταστήση φρουράν εν τω πανεπιστημίω» Την επομένη ημέρα στο Πανεπιστήμιο εγκαταστάθηκε στρατιωτική φρουρά και πολλοί από τους φοιτητές οι οποίοι είχαν πρωταγωνιστήσει στα γεγονότα είχαν αρχίσει να καταζητούνται από την αστυνομία. Οι φοιτητές πράγματι είχαν εξαπατηθεί. Η πρώτη φοιτητική κατάληψη στην ιστορία του Πανεπιστημίου που διήρκησε τρεις ημέρες είχε ήδη προδοθεί.

            Μια μέρα μετά τη λήξη της κατάληψης (Δευτέρα 20/1/1897) ο Πρύτανης Χρηστομάνος συνεκάλεσε στο σπίτι του τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου. Το θέμα το οποίο κατ’ αρχήν συζητήθηκε, μετά από εισήγησή του, αφορούσε τη στάση που τήρησαν ορισμένοι καθηγητές του Πανεπιστημίου κατά τη διάρκεια των γεγονότων. Ο Πρύτανης μεταξύ άλλων ανέφερε ότι, «καθ’ ον χρόνον ευρίσκετο το πανεπιστήμιο προ σπουδαίων ταραχών, ημείς δεν μεταχειριζόμεθα παν μέσον συντελεστικόν προς κατάπαυσιν αυτών και αποκατάστασιν της διασαλευθείσης τάξεως, μανθάνομεν ότι συγχρόνως αλλ’ ουχί παραλλήλως καταβάλλετο παρά καθηγητών τινων προς τούτο προσπάθεια. Η ενέργεια όμως αύτη, εκτός της Συγκλήτου γενομένη μάλλον κακών ή καλών πρόξενος εγένετο.» Δικαιολογώντας αρχικά την πρωτοβουλία του μητροπολίτη Προκοπίου ως μεσολάβηση με καθαρό φιλανθρωπικό στόχο, κατηγόρησε στη συνέχεια τις ενέργειες του αντιπρύτανη Α. Κυριακού[9] του Γ. Μιστριώτη και άλλων 22 καθηγητών ως σκόπιμες με στόχο «την δημοκοπίαν και την πρόσκτησιν ευώνου δόξης». Στην ίδια συνεδρίαση απέρριψε αίτημα των ανωτέρω καθηγητών για άμεση σύγκληση της ολομέλειας των καθηγητών του Πανεπιστημίου προκειμένου «να συσκεφθεί περί της καταστάσεως και της λύσεως των ζητημάτων» και χαρακτήρισε τις μέχρι τότε πρωτοβουλίες τους «μάλλον επιβλαβείς εις τας ενεργείας της τε Συγκλήτου και της Κυβερνήσεως». Στα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίασης έχει καταγραφεί και απόφαση για παράδοση στον εισαγγελέα (μετά από σχετικό αίτημά του) τόσο των πρακτικών των συνεδριάσεων της, που αφορούσαν την υπόθεση Γαλβάνη, όσο και των ονομάτων των πρωταιτίων για τα γεγονότα φοιτητών. Η τελευταία συνεδρίαση της Συγκλήτου της 20/1/1897, η οποία ασχολήθηκε με τα γεγονότα της πρώτης φοιτητικής κατάληψης του Πανεπιστημίου έκλεισε με μια απλή ανακοίνωση του Πρύτανη σχετική με την αποτίμηση των ζημιών που προξένησαν οι φοιτητές στους χώρους του πανεπιστημίου. «Κατά πρόχειρον υπολογισμόν του αρχιτέκτονος κ. Κόρακα, οι υπό των φοιτητών προξενηθείσαι ζημίαι εν τω πανεπιστημίω ανέρχονται εις δρχ. 3.900».

 

4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

            Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα από τις 17/12/1896 και για ένα μήνα περίπου στους χώρους του Εθνικού Πανεπιστημίου έχουν καταγραφεί και έχουν αποτελέσει αντικείμενο πλήθους δημοσιευμάτων.[10] Με στόχο να τα προσεγγίσουμε  λεπτομερέστερα διερευνήσαμε μέσα από τα πρακτικά της Συγκλήτου τους χειρισμούς και τις αποφάσεις τόσο του Πρύτανη, όσο και του ανωτάτου οργάνου διοίκησης του Πανεπιστημίου. Είναι φυσικό όταν διάφορα γεγονότα διαδραματίζονται μέσα στους κόλπους ευθύνης του Πανεπιστημίου, ο Πρύτανης και η Σύγκλητος με τις αποφάσεις τους, αλλά και με τη γενικότερη στάση τους, να επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τις εξελίξεις τους.

            Όπως αναφέραμε στην αρχή τα γεγονότα ξεκίνησαν από μια αντιπαράθεση μεταξύ του καθηγητή της Ιατρικής σχολής Ι. Γαλβάνη και φοιτητών του για θέματα που αφορούσαν τον τρόπο εξέτασης του μαθήματός του και στο λεκτικό επεισόδιο που ακολούθησε μεταξύ του καθηγητή και φοιτητών. Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου, σύμφωνα με τα όσα έχουν καταγραφεί στα πρακτικά της, τάχθηκε υπέρ των θέσεων και των εξηγήσεων του καθηγητή και προσπάθησε να κλείσει το θέμα δικαιολογώντας τη συμπεριφορά του. Όμως οι φοιτητές δεν έκαναν αποδεκτές τις θέσεις της Συγκλήτου και συνέχισαν τις κινητοποιήσεις τους με αποτέλεσμα να αναγκασθεί η Σύγκλητος να αποφασίσει το κλείσιμο της Ιατρικής σχολής και την απώλεια του χειμερινού εξαμήνου για τους φοιτητές της. Για τις ανεξέλεγκτες καταστάσεις που δημιουργήθηκαν στη συνέχεια από 16-19/1/1897 (αναλυτικά έχουν περιγραφεί στα προηγούμενα) και οι οποίες κατέληξαν σε κατάληψη του Πανεπιστημίου από φοιτητές όλων των σχολών του και στην πολιορκία του από αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις, από την έρευνα που διενεργήσαμε, διαπιστώθηκε ότι αυτές κατά κύριο λόγο προκλήθηκαν από τη στάση του Πρύτανη Xρηστομάνου και από τους χειρισμούς του στη διαχείριση της κρίσεως. Πιο συγκεκριμένα η πράξη του να παραδώσει στο Δ/ντή της Αστυνομίας και στον Εισαγγελέα κατάλογο των πρωταιτίων των κινητοποιήσεων φοιτητών προκειμένου να τους συλλάβουν (βλέπε πρακτικά της Συγκλήτου της 16-1-1897) αποτέλεσε την αιτία της κατάληψης και της πολιορκίας του Πανεπιστημίου.

            Συμπερασματικά μετά τα όσα αναφέραμε παραπάνω, πιστεύουμε ότι μπορούμε πλέον να υποστηρίξουμε ότι, ο τίτλος «Γαλβανικά», που απέδιδε μέχρι σήμερα στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης τα γεγονότα της πρώτης κατάληψης του Πανεπιστημίου από τους φοιτητές του, δεν αποδίδει την πραγματικότητα στην ολότητά της. Άποψή μας είναι, μετά τα όσα αποδείξαμε για την κύρια ευθύνη και του Πρύτανη Χρηστομάνου, ότι τα γεγονότα αυτά πρέπει στο εξής να τιτλοφορούνται ως «Γαλβανικά – Χρηστομανικά» για την απόδοση της ιστορικής πραγματικότητας από την πλευρά των προσώπων που τα προκάλεσαν.

ΠΗΓΕΣ

 

*       Λογοδοσία Πρύτανη Α. Χρηστομάνου της 1ης Φεβρουαρίου 1898.

*       Πρακτικά Συγκλήτου Εθνικού Πανεπιστημίου:

*       Συνεδρίαση της  18 -12-1896 (11η).

*       Συνεδρίαση της  23 -12-1896 (12η).

*       Συνεδρίαση της    9 -  1-1897 (13η).

*       Συνεδρίαση της  11 -  1-1897 (14η).

*       Συνεδρίαση της  16 -  1-1897 (15η).

*       Συνεδρίαση της  16 -  1-1897 (16η).

*       Συνεδρίαση της  20 -  1-1897 (17η).

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Βουρνάς,     Τ.,  (1980) Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, Εκδόσεις Αφών Τολίδη.

Γιάνναρης,   Γ., (1993) Φοιτητικά κινήματα και ελληνική παιδεία. Αθήνα Εκδόσεις

                     «Το ποντίκι», τ. Α, σελ. 269-274.

Λάζος,  Χρ.,  (1987) Ελληνικό φοιτητικό κίνημα 1821-1973. Αθήνα, Εκδόσεις

                     «Γνώση», σελ. 164-178.

Λάππας,       Κ., (2004) Πανεπιστήμιο και φοιτητές στην Ελλάδα κατά το 19ο αιώνα.

                     Αθήνα, Ε.Ι.Ε. σελ. 613-625.

Μαρκεζίνης, Σ., (1973) Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος. Σειρά Β΄:

                     «Σύγχρονος Ελλάς», Αθήνα.

Μαρκόπουλου, Δ., (1903) Η εξέγερσις των φοιτητών εν Αθήναις και η δράσις

                     της φοιτητικής φάλαγγας εν Κρήτη κατά το 1897. Καλαμάτα.



[1] Αρχικά είχε ονομασθεί Οθώνειον. Το 1862, αμέσως μετά την έξωση του Όθωνα με πράξη της προσωρινής κυβέρνησης ονομάσθη Εθνικόν, ως ίδρυμα κοινόν ολοκλήρου του Έθνους.

[2] Μέχρι το ακαδημαϊκό έτος 1890/1 είχανν αποφοιτήσει: από τη Θεολογική 93, από τη Νομική 3.269, από την Ιατρική 2.951, από τη Φιλοσοφική 758 και από τη Φαρμακευτική 466. Σύνολο 7.537. (Βλέπε σχετικά : Κ. Λάππας, 2004: 403).

[3] Στατιστικά στοιχεία του 1885 κατατάσσουν την Ελλάδα πρώτη μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, σε φοιτητές σε σχέση με τον πληθυσμό της. (Κ. Τσουκαλάς, 1992: 432).

[4] Βλέπε σχετικά : Λογοδοσία Α. Χρηστομάνου κατά την παράδοση της Πρυτανείας ακαδ. έτους 1896-1897.

5 Ο εν λόγω διάλογος και το ιστορικό των γεγονότων είναι καταγεγραμμένα στο έργο του Διον. Μαρκόπουλου « Η εξέγερσις των φοιτητών εν Αθήναις και η δράσις της φοιτητικής φάλαγγας  εν Κρήτη κατά το 1897» Καλαμάτα 1903. Ο Δ. Μαρκόπουλος ήταν φοιτητής της Ιατρικής και καταληψίας του Πανεπιστημίου τον Ιανουάριο του 1897.

 

 

[6] Τα μαθήματα είχαν διακοπεί λόγω των εορτών των Χριστουγέννων και του νέου έτους.

[7] Καθήκοντα Υπουργού Εκκλησιαστικών και Παιδείας εκτελούσε προσωρινά από 23/11/1896 μέχρι 18/4/1897 ο πρωθυπουργός Θ.Π. Δηλιγιάννης.

[8] Για το περιεχόμενο της εν λόγω αναφοράς ο Διον. Μαρκόπουλος αναφέρει: « Η εκλεγήσα επιτροπή συνελθούσα ιδία την εσπέραν εκείνην και μετά μακράν συζήτησιν συνέταξε ψήφισμα απευθυνόμενον προς τον Υπουργό και τον Πρύτανιν δι ου απητείτο η δι’ απολύσεως τιμωρία του καθηγητού και η ευχή της ταχείας αυτού αντικαταστάσεως, όπως μη παρακωλυθή η εν τω Νοσοκομείω άσκησις»  (Διον. Μαρκόπουλου, ο.π. : 101-102.

[9] Ο αντιπρύτανης Α. Κυριακός απουσίαζε από όλες τις ανωτέρω αναφερθείσες συνεδριάσεις της Συγκλήτου.

[10] Βλέπε σχετικά:

*       Γ. Γιάνναρη: «Φοιτητικά κινήματα και ελληνική παιδεία». Εκδ. «Το ποντίκι», Αθήνα 1993, τόμος Α΄, σελ.269-274.

*       Χρ. Λάζος: «Ελληνικό φοιτητικό κίνημα 1821-1973. Εκδ. «Γνώση», Αθήνα 1987, σελ. 164-178.

*       Κ. Λάππας: « Πανεπιστήμιο και φοιτητές στην Ελλάδα κατά το 19ο αιώνα» Αθήνα 2004, Ε.Ι.Ε., σελ. 613-625.