Η ιδέα του Πανεπιστημίου στην Αυτοκρατορική Ρωσία:

κράτος και κουλτούρα στο διάλογο για την εκπαίδευση (1755-1861)

 

 

 

Vitaly BEZROGOV

Ρωσική Ακαδημία Εκπαίδευσης, Μόσχα

Galina IVANCHENKO

Ρωσική Ακαδημία Εκπαίδευσης, Μόσχα

 

 

           

 

Περίληψη

Η ιστορία των πανεπιστημίων της Ρωσίας αρχίζει στα μέσα του 18ου αιώνα. Έγιναν αρκετές προσπάθειες νωρίτερα, το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα και το πρώτο μισό του 18ου αιώνα,  για να αρχίσει η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στη Ρωσία. Η πρώτη είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση την Ανώτατης Εκκλησιαστικής Σχολής που ιδρύθηκε από τους αδελφούς Lichud στη Μόσχα, το 1682. Η δεύτερη προσπάθεια οδήγησε, το 1724, στη δημιουργία ενός ακαδημαϊκού πανεπιστημίου στην Αγία Πετρούπολη. Δυστυχώς, και οι δύο προσπάθειες απέτυχαν. Η τρίτη προσπάθεια, που ήταν επιτυχής, κατέληξε στη σύσταση του Αυτοκρατορικού Πανεπιστημίου της Μόσχας, το 1755. Γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, το Πανεπιστήμιο της Μόσχας είχε αποβεί το βασικό ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης στη Ρωσία.

Η ιστορία των πανεπιστημίων της Ρωσίας παρουσιάζει αρκετά χαρακτηριστικά. Καταρχήν, όλα τα ρωσικά πανεπιστήμια ιδρύονταν από το Κράτος. Δεν υπήρχαν ομάδες φοιτητών ή καθηγητών που να συσπειρώνονταν γύρω από το σχολείο των γενικών γνώσεων,  έχοντας την επιθυμία και τη δυνατότητα να συστήσουν ένα πανεπιστήμιο.  Δεύτερον, όλοι οι καθηγητές και οι φοιτητές θεωρούνταν «κρατικοί υπηρέτες» και όχι ελεύθεροι άνθρωποι ή «κρατικοί υπάλληλοι». Τρίτον, όλο το προσωπικό και οι φοιτητές πληρώνονταν από το Κράτος. Τέταρτον, το Κράτος μπορούσε ανά πάσα στιγμή να αποσπάσει τους φοιτητές από τις σπουδές τους και να τους χρησιμοποιήσει για την εκτέλεση σημαντικών κυβερνητικών καθηκόντων στην Αγία Πετρούπολη ή σε άλλες ρωσικές πόλεις. Ο δρόμος, λοιπόν, προς τη δημιουργία ενός πραγματικού πανεπιστημίου ήταν μακρύς. Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι η πορεία των ρωσικών πανεπιστημίων ήταν ασυνήθιστη σε σύγκριση με αυτή των Δυτικών πανεπιστημίων, όχι, όμως, και σε σύγκριση με εκείνη των πανεπιστημίων της Κωνσταντινούπολης και άλλων πόλεων της Ανατολής στα πλαίσια του ορθόδοξου κόσμου.

 

 

Abstract

 

History of universities in Russia has began around the middle of the 18th century. There were several attempts before to start a higher education system in Russia during the last half of the 17th and the first half of the 18th centuries. The first one was the higher ecclesiastical school founded by brothers Lichud in Moscow in 1682. The second one was an academic university in Saint-Petersburg, that started in 1724. Unfortunately both attempts failed. The third attempt led to the foundation of the Moscow Imperial University in 1755, and it was successful. By the middle of the 19th century the Moscow University has become a real university as the main institution of the higher education in Russia.

There were several specific features in the history of the Russian universities. First, all of the Russian universities during the first century of their existence were founded by the state. There were not any free groups of students or professors circled around their higher school of the studium generale and having a wish and an ability to found an university. Second, all professors and all students were considered to be “state serves” or “state stewards” and neither free people nor “state employees” or “civil servants”. Third, all the staff and the students took their salaries and stipends from the state. Fourth, the state officials could take all students at any moment from their study in order to use them to fulfil several important duties for the government in Saint Petersburg or in other Russian towns. From these starting points there was a long way toward the real university. We can say that Russian universities have passed an unusual way compared to the Western ones but maybe not unusual in comparison with those in Constantinople and other Oriental cities within the Orthodox World.

 

Ανιχνεύοντας την εξέλιξη των πανεπιστημίων στη σύγχρονη ιστορία, συνήθως, κάνουμε λόγο για αγγλική, γερμανική και γαλλική πανεπιστημιακή παράδοση οι οποίες επηρεάζουν τις άλλες χώρες. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν στην εξέλιξη των πανεπιστημίων κι άλλες μεταβλητές που έχουν ίδια ή διαφορετικά χαρακτηριστικά από τις παραπάνω παραδόσεις. Η ιστορία της εξέλιξης των πανεπιστημίων στη Ρωσία δείχνει πόσο διαφορετική από τα «τέλεια πρότυπα» των ευρωπαϊκών και αμερικάνικων πανεπιστημίων είναι η δική τους οργάνωση, η κατάστασή τους, ο ρόλος τους και η λειτουργία τους.

Η ιστορία των ανώτατων ιδρυμάτων της Ρωσίας αρχίζει στα μέσα του 18ου αιώνα. Συνδέεται άμεσα με τις επιδιώξεις της αυτοκρατορικής εξουσίας και, κατά συνέπεια, έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά όχι μόνο με την εξέλιξη των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων αλλά και με την ιστορία των συστημάτων των ανώτατων ιδρυμάτων στη Νότια Ευρώπη και την Ασία. Στην Ευρώπη, τα πρώτα πανεπιστήμια εμφανίστηκαν το Μεσαίωνα χάρη στην πρωτοβουλία ανεξάρτητων καθηγητών και/ή φοιτητών, ενώ, στη συνέχεια, η λειτουργία τους καθορίστηκε με κανονισμούς της κοσμικής και/ή της εκκλησιαστικής εξουσίας. Τα πρώτα πανεπιστήμια εμφανίστηκαν στη Ρωσία αποκλειστικά χάρη στην πρωτοβουλία της κρατικής εξουσίας που ήταν γνωστή ως «μορφωμένη/διαφωτισμένη απολυταρχία». Αυτή η εξουσία  θεώρησε τα πανεπιστήμια πρώτα απ’ όλα ως ιδρύματα για την προπαρασκευή «σοφών» υπαλλήλων, ενός είδους στρατιωτικής και γραφειοκρατικής ελίτ. Η έννοια «αυτονομία» ήταν άγνωστη, ακόμη και στη δεκαετία του 1840, μέσα στα ρωσικά πανεπιστήμια.

Μπορούμε να εξηγήσουμε την αργοπορημένη εμφάνιση του πανεπιστημίου στη Ρωσία με βάση ένα σύνολο συγκεκριμένων αιτιών που υπήρχαν από το 13ο ως το 17ο  αιώνα.

Δεν υπήρχαν καθόλου σχολεία στη Μεσαιωική Ρωσία από το 13ο  ως το 17ο  αιώνα. Δεν υπήρχε τίποτε πάνω στο οποίο θα μπορούσαν να βασιστούν τα πανεπιστήμια. Ένας από τους λόγους για την απουσία σχολείων και πανεπιστημίων ήταν η εξάρτηση από τις μογγολικές ορδές καθώς και η πολιτική αστάθεια. Ένας άλλος λόγος ήταν η πλήρης αδιαφορία της ρωσικής Ορθοδοξίας και της ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για την ανάπτυξη και τη διάδοση των επιστημών, ειδικά των «ανώτατων». Η μοναστική μορφή της Ορθοδοξίας που εισήχθη στη Ρωσία από τη Σερβία οδήγησε, σε γενικές γραμμές, σε μια αρνητική στάση απέναντι στη μάθηση. Προκάλεσε θεολογικές διαμάχες, καθόσον θεωρούνταν ότι ένας πιστός μπορεί να φτάσει στην αλήθεια μόνο μέσα από εσωτερικό διαλογισμό και όχι μέσα από μια θεολογική συζήτηση με ένα μαθητή Ιεροδιδασκαλείου. Η απουσία πανεπιστημίων εκείνη την εποχή σχετιζόταν με την απουσία διδασκαλίας.

Μια τρίτη αιτία ήταν η κοινωνική δομή της Μεσαιωνικής Ρωσίας. Δεν υπήρχαν τέτοιου είδους εκπαιδευτήρια απ’ τα οποία θα προέκυπταν πανεπιστήμια. Οι πόλεις δεν είχαν εξουσία και ανεξαρτησία, όπως συνέβαινε στην Ευρώπη. Δεν είχαν τον έλεγχο της εκπαίδευσης που θεωρούνταν προνόμιο των μοναστικών κέντρων. Έτσι, οι ρωσικές πόλεις δεν είχαν την ευκαιρία να πάρουν πρωτοβουλία για την οργάνωση των πανεπιστημίων, γιατί δεν είχαν αυτό το δικαίωμα, και οι αστοί δεν ένιωθαν αυτή την ανάγκη εξαιτίας της νοοτροπίας τους. Δεν υπήρχε ρυθμιστικό σύστημα για τοπικούς και κρατικούς διακανονισμούς, που θα απαιτούσε μορφωμένους επαγγελματίες, ανεξάρτητους απ’ το κράτος. Δε δινόταν η ευκαιρία να δοθεί μια περιουσία ή άλλα οικονομικά εισοδήματα σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα για να γίνει αυτοδύναμο. Δεν υπήρχαν αυτοδύναμοι επαγγελματικοί συνεταιρισμοί. Το πανεπιστήμιο δεν μπορούσε να συνυπάρξει με ένα στερεό υψηλού κύρους  τμήμα της ρωσικής κοινωνίας. Επομένως, το πανεπιστήμιο αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες στο να οργανωθεί, γιατί υπήρχαν σ’αυτό εκπρόσωποι από διάφορα κοινωνικά στρώματα. Αυτά τα προβλήματα πρωτοπαρουσιάστηκαν όταν τα παιδιά των ευγενών εγκατέλειψαν τα πανεπιστήμια, γιατί μορφώνονταν στο σπίτι τους ή σε ανώτατα στρατιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ο αυστηρά ταξικός χαρακτήρας της ρωσικής κοινωνίας επηρέασε καταλυτικά την εξέλιξη των πανεπιστημίων μέχρι την κατάργηση των κοινωνικών στρωμάτων το 1917.

Η ιδέα ενός συνεταιρικού σώματος ενσωματωμένου στο πανεπιστημιακό σύστημα οποιουδήποτε τύπου δε συνέπιπτε εξολοκλήρου με ένα απολυταρχικό πολιτικό σύστημα. Οι διάφοροι συνεταιρισμοί που δημιουργούνταν στη Ρωσία αντιμετώπιζαν μεγάλες δυσκολίες και προβλήματα. Τα πανεπιστήμια του 18ου και του 19ου αιώνα δεν υπήρξαν ποτέ τόσο αυτοτελή όσο τα δυτικά πανεπιστήμια που είχαν διευθετηθεί με βάση τα μεσαιωνικά και τα νέα πολιτειακά μοντέλα. Στη Ρωσία, το πανεπιστήμιο περιοριζόταν σε ορισμένα μεγάλα αστικά κέντρα χωρίς να αποτελεί χώρο ποικίλων πληροφοριών και πολιτισμικό δίκτυο, όπως τα δυτικά πανεπιστήμια.

Η προσπάθεια για τη σύσταση πανεπιστημίου στη Ρωσία ξεκίνησε τρεις φορές. Την πρώτη φορά, το 17ο αιώνα, εμφανίστηκε ως ανώτατη εκκλησιαστική σχολή γνωστή ως Κievo-Mogilyansky Ακαδημία (ή Κολλέγιο του Kιέβου) που διαμορφώθηκε το 1632, και το 1667 αποσχίστηκε από την Πολωνία και εντάχτηκε στη ρωσική μοναρχία. Η εμφάνισή του άλλαξε την αρνητική στάση που υπήρχε μέχρι τότε από φόβο απέναντι στη μελέτη των λατινικών κειμένων και  απομάκρυνε από την προσκόλληση στην ιδέα της μη ύπαρξης σχολείων. Στο Κολλέγιο του Κιέβου, το προσωπικό, έχοντας συσσωρεύσει μεγάλη εμπειρία από την πολεμική ανάμεσα σε Ορθόδοξους και Καθολικούς, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τις μεθόδους ακαδημαϊκής μάθησης και παιδαγωγικής εμπειρίας των Ιησουιτών. Το επίπεδο της εκπαίδευσης προσέγγισε το επίπεδο των σχολείων των Ιησουιτών του 16ου και του 17ου αιώνα. Οι απόφοιτοι της Ακαδημίας του Κιέβου συνέχιζαν τις σπουδές τους στα πανεπιστήμια της Πολωνίας και της Τσεχίας. Έτσι, έφεραν πίσω τις εμπειρίες από την κουλτούρα εκείνων των πανεπιστημίων. Η Ακαδημία θεωρούνταν ως μια εταιρεία όπως ήταν το Πανεπιστήμιο της Κρακοβίας, αλλά κατοχυρώθηκε νομικά το 1964 οπότε και απέκτησε το δικαίωμα της εσωτερικής αυτοδιοίκησης. Ο Τσάρος Μεγάλος Πέτρος  της χορήγησε πατέντα το 1701, ανάλογη με τα συμβόλαια που δίνονταν στα πανεπιστήμια της Μεσαιωνικής Ευρώπης. Στα έγγραφα δε χρησιμοποιούνταν ο όρος «Πανεπιστήμιο» αλλά ο όρος «Ακαδημία». Αυτή ήταν η ενσάρκωση της ιδέας της Ανώτατης Εκπαίδευσης όχι, όμως, της ιδέας του Πανεπιστημίου. Παρόμοια Ακαδημία –η Ελληνο-Λατινική Σχολή- ιδρύθηκε και στη Μόσχα το 1687. Διευθυντές της ήταν οι αδελφοί Λυκούδη που ήταν Έλληνες από την Κεφαλονιά  και είχαν σπουδάσει στην Ελλάδα και στην Ιταλία (στη Βενετία και στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας). Ο καλύτερος σε επιδόσεις από τους περίπου 200 φοιτητές στελνόταν  από αυτή την Ακαδημία για να ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Πάδοβας, όπου έπαιρνε το διδακτορικό του δίπλωμα. Έχοντας παρακμάσει στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1690, η Σχολή με διάταγμα του 1701 αναδιαμορφώθηκε, έχοντας ως πρότυπο την Ακαδημία του Κιέβου,  και μετονομάστηκε Ακαδημία της Μόσχας (το δεύτερο τέταρτο του 18ου αιώνα, στον τίτλο προστίθονταν, μερικές φορές, ο όρος «Αυτοκρατορική»). Σύμφωνα με το έργο του μεγάλου Πέτρου «Η εποχή των μεγάλων μεταρρυθμίσεων», το παραπάνω Ίδρυμα  δεχόταν ανθρώπους από όλες τις κοινωνικές τάξεις, απ’ τους οποίους περίπου το 25% πήγαινε στον ανώτατο κλήρο, και οι υπόλοιποι γίνονταν μεταφραστές ή πήγαιναν σε σχολές Ιατρικής, Μαθηματικών, Μηχανικών. Έτσι, στο Κίεβο και στη Μόσχα δημιουργήθηκαν οι πρώτοι επιστημονικοί Οργανισμοί που εκπαίδευαν τους  φοιτητές τους έτσι ώστε όταν αποφοιτήσουν να μπορούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο ή να εργαστούν ως κρατικοί αξιωματούχοι. Ο Πέτρος, επηρεασμένος από το ταξίδι του στην Ευρώπη το 1697-1698, άρχισε να ισχυροποιεί την Ακαδημία της Μόσχας. Παρ’όλα αυτά ως το τέλος του 1720 ο αριθμός των φοιτητών και το εύρος της διδασκαλίας ελαττώθηκαν σημαντικά στην Ακαδημία της Μόσχας.

Η δεύτερη προσπάθεια για την επικύρωση και τη συντήρηση πανεπιστημίου στηριζόταν στο σχέδιο που εγκρίθηκε από το Μεγάλο Πέτρο το 1724, το οποίο, χωρίς να καταστρατηγεί τα δικαιώματα της ρωσικής αριστοκρατίας, επιδίωκε να ισχυροποιήσει τη θέση της χρησιμοποιώντας στοιχεία των εκπαιδευτικών συστημάτων της Δύσης. Άρχισαν να δημιουργούνται ένα κλασικό γυμνάσιο και πανεπιστήμιο στην Ακαδημία Επιστημών της Αγίας Πετρούπολης, που η οργάνωσή τους στηριζόταν στο ευρωπαϊκό μοντέλο και προσκλήθκαν Ευρωπαίοι επιστήμονες. Η πορεία και των δύο ιδρυμάτων ήταν αρνητική μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα.Το πανεπιστήμιο έχασε τη φήμη του. Ο αριθμός των φοιτητών ήταν καταστροφικά μικρός. Η ποιότητα της εκπαίδευσης και ο κατάλογος των διδασκόμενων αντικειμένων καθοριζόταν από τις επιστημονικές δραστηριότητες των μελών της Ακαδημίας και όχι από το γενικό πνεύμα σπουδών. Η έλλειψη εκπαιδευτικής ιεραρχίας είχε σαν αποτέλεσμα κάποιος να είναι ταυτόχρονα μαθητής γυμνασίου και φοιτητής. Κατά συνέπεια, το Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης δεν ευδοκίμησε το 18ο αιώνα. Οι πρακτικές ανάγκες για επαγγελματική εκπαίδευση ικανοποιούνταν από ανάλογα σχολεία (τεχνικές σχολές) που δεν παρείχαν εκπαίδευση ανωτάτου επιπέδου. Αυτό που συνέβαινε στην πραγματικότητα ήταν ότι η επαγγελματική εκπαίδευση συνδυαζόταν με τις κλασικές σπουδές που θεωρούνταν ως βάση για την παγκοσμιοποίηση της εκπαίδευσης.

Η τρίτη προσπάθεια έγινε το 1755, όταν ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Αυτή η προσπάθεια ήταν, στο σύνολό της, πιο πετυχημένη από τις δύο προηγούμενες για την ίδρυση πανεπιστημίου. Στην αρχή, υπήρχαν τρεις σχολές στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας: η Νομική, η Ιατρική και η Φιλοσοφική, και 10 συνολικά καθηγητές. Μετά από προφορικές εξετάσεις, όλοι οι φοιτητές του Πανεπιστημίου υποχρεωτικά παρακολουθούσαν μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή. Στην αρχή της λειτουργίας του, οι φοιτητές του Πανεπιστημίου μελετούσαν τον πλούτο και το ύφος της Λατινικής και της Ρωσικής γλώσσας, αριθμητική και γεωμετρία, λογική μεταφυσική και ηθική φιλοσοφία, θεωρία του φυσικού δικαίου, δίκαιο των εθνών, παγκόσμια ιστορία. Γίνονταν διαλέξεις πέντε μέρες την εβδομάδα και οι σπουδές σε όλους τους κλάδους διαρκούσαν τρία χρόνια. Οι απόφοιτοι έπαιρναν τα διπλώματά τους και άρχιζαν να δουλεύουν σε δημόσιες υπηρεσίες. Το Πανεπιστήμιο έμοιαζε περισσότερο με γυμνάσιο, και οι απόφοιτοί του έπρεπε να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους σε ένα κανονικό πανεπιστήμιο ή να κάνουν αίτηση για να πιάσουν δουλειά στο δημόσιο. Επειδή το πανεπιστήμιο θεωρούνταν  ως ένα προηγμένο επαγγελματικό σχολείο για τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, δεν υπήρχε σ’αυτό θεολογικός κλάδος. Ο κοσμικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης στα πανεπιστήμια της μετά το Μεγάλο Πέτρο εποχής ήταν ένα από τα πιο τυπικά χαρακτηριστικά της πρώτης φάσης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στη Ρωσία. Αντίθετα μ’ αυτό που συνέβαινε στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, που ιδρύθηκε το 1837, η θεολογία ήταν ένας από τους βασικούς κλάδους. Από τα έξι πανεπιστήμια που υπήρχαν στη Ρωσία την περίοδο 1804-1814, θεολογικές σπουδές (με βάση τον προτεσταντισμό) γίνονταν μόνο στα Πανεπιστήμια του Dorpat και του Vilnius, ενώ στα Πανεπιστήμια της Μόσχας, της Πετρούπουλης, του Kazan  και του Kharkov, παρόλο που είχαν προγραμματιστεί οι θεολογικές σπουδές, δεν έγιναν ποτέ.

Ποια είναι τα πιο ξεχωριστά χαρακτηριστικά της ιστορίας των ρωσικών πανεπιστημίων το δεύτερο μισό του 18ου και το πρώτο μισό του 19ου αιώνα;

Καταρχάς, τον πρώτο αιώνα της ύπαρξής τους (1755-1861) στη Ρωσία όλα αυτά τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, χωρίς καμία εξαίρεση, ήταν κρατικά. Ψηφίσματα του 1700, παρόμοια με αυτά των μεσαιωνικών πανεπιστημίων της Δυτικής Ευρώπης, αντικαταστάθηκαν από επίσημα έγγραφα που οργάνωναν πανεπιστήμια απ’ το πουθενά. Οι καθηγητές προσκαλούνταν από την αυτοκρατορική διοίκηση στα ρωσικά πανεπιστήμια και η σχέση τους με την εξουσία καθόριζε την ευδοκίμησή τους, την προαγωγή τους, το ζήλο τους, τα επιτεύγματά τους. Οι πρώτοι φοιτητές γίνονταν δεκτοί μετά από επιλογή, και προέρχονταν, κυρίως, από ιεροδιδασκαλεία, γιατί θεωρούνταν ως οι πιο προετοιμασμένοι για περαιτέρω σπουδές. Ήξεραν, ήδη, λατινικές και σλαβικές γλώσσες, ελληνική και ρωμαϊκή λογοτεχνία, αριθμητική, ρωσικά χρονικά και είχαν και κάποιες άλλες γνώσεις. Επειδή δεν υπήρχε υπόστρωμα απ’όπου θα προέρχονταν οι φοιτητές, οι υπεύθυνοι για τη δημιουργία του Πανεπιστημίου της Μόσχας απευθύνονταν στην Εκκλησία. Οι πρώτοι φοιτητές αυτού του Πανεπιστημίου ήταν γιοι ιερέων. Θεωρούνταν ότι γνώριζαν καλά τόσο τη λατινική γλώσσα όσο και τους κλασικούς συγγραφείς. Το 1755, στάλθηκαν συνολικά 25 φοιτητές από την Ελληνο-Λατινική Ακαδημία και από Ιεροδιδασκαλεία.Οι φοιτητές που στάλθηκαν από κάποια Ιδρύματα και όσοι εγγράφηκαν το 1759 ως οι πρώτοι 19 φοιτητές του πανεπιστημιακού Γυμνασίου ήταν κυρίως ορφανά που είχαν κρατική υποστήριξη. Το 1760, υπήρχαν 30 φοιτητές (όλοι υποστηριζόμενοι από το Κράτος) και 110 φοιτητές στο πανεπιστημιακό Γυμνάσιο. Τα επόμενα χρόνια ο αριθμός των φοιτητών μειώθηκε.

Πριν από τις αρχές του 19ου αιώνα η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών δεν ενδιαφέρονταν για τις σπουδές και δε θεωρούσαν την εκπαίδευση ως την κύρια πηγή για την επιβίωσή τους. Η Κυβέρνηση υποσχέθηκε να εξασφαλίζει δουλειά μετά την αποφοίτηση, με σκοπό να προκαλέσει το ενδιαφέρον των ευγενών και των γιων τους για το πανεπιστήμιο.Το διάταγμα του 1756 έδωσε το δικαίωμα στους ευγενείς που θα τελείωναν με επιτυχία τις σπουδές τους να αποκτούν το βαθμό του στρατιωτικού αξιωματικού, με τον οποίο θα μπορούσαν να αρχίσουν πιο εύκολα τη δημόσια υπηρεσία τους. Όσοι αποφοιτούσαν με άριστα έπαιρναν στρατιωτικό αξίωμα, κατατάσσονταν σε συντάγματα και ο χρόνος σπουδών τους συνυπολογιζόταν τιμητικά στη στρατιωτιωτική τους υπηρεσία. Η Κυβέρνηση θεωρούσε το πανεπιστήμιο ως μια κοινωνική σκάλα στο δρόμο για τον κρατικό μηχανισμό, ως μια ευκαιρία πρόσθετης τροφοδοσίας της πολιτικής ελίτ. Όμως, οι ευγενείς γρήγορα απογοητεύτηκαν από το πανεπιστήμιο και τις ευκαιρίες που αυτό έδινε. Ο S.R.Vorontsov εκλιπαρούσε το 1759 τον πατέρα του να τον πάρει από το Πανεπιστήμιο, γιατί δε μάθαινε τίποτε και γιατί «οι μεθύστακες καθηγητές και οι φοιτητές έκαναν επαίσχυντα πράγματα». Η Κυβέρνηση παρείχε και στους φοιτητές και στους καθηγητές χρήματα και την ευχαρίστηση να τα ξοδεύουν, ο αγώνας για την απόκτηση των οποίων και η έλλειψή τους ήταν το βασικό θέμα καθημερινής σκέψης και κατέληγε στην αναζήτηση επιπλέον πόρων.

Στο Πανεπιστήμιο υπήρχε ποικιλία ως προς την κοινωνική προέλευση των φοιτητών αλλά και των εγχώριων καθηγητών. Αν ανάμεσα στους πρώτους Ρώσους καθηγητές, εκτός από τους εκπροσώπους αρκετών φτωχών μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, υπήρχαν και ευγενείς, στο τέλος του 18ου αιώνα η κοινωνική δομή των επιστημόνων θα ήταν ομογενής: γόνοι φτωχών ιερατικών οικογενειών. Όλοι οι επιστήμονες έπαιρναν μια στοιχειώδη εκπαίδευση σε θεολογικές σχολές, απ’ όπου εισάγονταν στο πανεπιστήμιο. «Το πνεύμα του κελιού, του καντηλιού και των εικόνων αντανακλούνταν στη γλώσσα, στα ρούχα, στον τρόπο ζωής μερικών από αυτούς». Οι αλλοδαποί καθηγητές που δούλευαν εκεί από την ίδρυση του πανεπιστημίου δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν επιστημονικές σχολές. Μην έχοντας πάει σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, οι Ρώσοι επιστήμονες εξελίσσονταν πολύ αργά, αφού υπηρετούσαν ως έκτακτοι για ένα ή δύο χρόνια μέχρι να γίνουν μόνιμοι, και οι προαγωγές τούς δίνονταν με βάση το χρόνο υπηρεσίας και όχι τα επιστημονικά τους επιτεύγματα. Η αντίδραση στα γεγονότα της Γαλλικής Επανάστησης εκμηδένισε το ενδιαφέρον της Κυβέρνησης για την ανάπτυξη της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και των επιστημών. «Οι δικηγόροι, οι καθηγητές και οι επαίτες» κατηγορούνταν ως υπεύθυνοι όλων των ευρωπαϊκών καταστροφών. Η απαγόρευση διαλόγου με την Ευρώπη δημιούργησε φράγμα ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και τον υπόλοιπο επιστημονικό κόσμο. Η Νομική και η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μόσχας παρήκμασαν. Δεν επιτρέπονταν θεολογικές απόψεις, εφόσον το πανεπιστήμιο ήταν κοσμικό ίδρυμα.

Από τότε που γεννήθηκε το Πανεπιστήμιο της Μόσχας, οι καθηγητές δεν μπορούσαν να οραματίζονται την ακαδημαϊκή αυτονομία που έβλεπαν, για παράδειγμα, στη Γερμανία και την Ολλανδία. Το καταστατικό του Πανεπιστημίου της Μόσχας δεν προέβλεπε ελευθερία στη διδασκαλία: «κανένας καθηγητής δεν επιτρεπόταν να επιλέξει μόνος του να παρουσιάσει στους φοιτητές του μια θεωρία ή ένα συγγραφέα, αλλά ήταν υποχρεωμένος να διδάσκει τα συστήματα και τους συγγραφείς που του επέβαλαν η συνέλευση των καθηγητών και οι επόπτες του Πανεπιστημίου». Τα προνόμια των μελών της Πανεπιστημιακής Ένωσης περιορίστηκαν στο ότι απαλλάχτηκαν από τους καταυλισμούς και τις βίαιες συλλήψεις από την αστυνομία, ενώ, χωρίς την άδεια του διευθυντή και των εφόρων, δεν είχαν δικαίωμα να παραστούν σε συνεδριάσεις άλλες εκτός από αυτές του Πανεπιστημίου. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό το τελευταίο ήταν εντελώς τυπικό.

Αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στην Ευρώπη, όπου η αυτονομία των πανεπιστημίων εγγυώνταν τη γρήγορη ανάπτυξη των επιστημών, το Πανεπιστήμιο της Μόσχας μπλέχτηκε στα γρανάζια του γραφειοκρατικού συστήματος της ρωσικής αυτοκρατορίας.Ορισμένες σχέσεις με το σύστημα ποίκιλαν ανάλογα με την αναδιοργάνωση των επίσημων σωμάτων. Για παράδειγμα, η Ιατρική βρισκόταν σε εξάρτηση από το Ιατρικό πανεπιστημιακό συμβούλιο που έδρευε στην Αγία Πετρούπολη και λειτουργούσε ως το ανώτατο διοικητικό σώμα της χώρας σχετικά με την Ιατρική. Η συντριπτική πλειοψηφία των άριστων φοιτητών πριν από τη λήξη της ειδίκευσής τους στέλνονταν εκεί από τη Μόσχα. Η αποστολή στην Αγία Πετρούπολη των καλύτερων φοιτητών προκάλεσε έντονες αλλά μάταιες διαμαρτυρίες από το Πανεπιστήμιο της Μόσχας, ενώ κατέφθαναν συνεχώς διαταγές για την αποστολή των άριστων μαθητών του Γυμνασίου και του Πανεπιστημίου στην Αγία Πετρούπολη. Διαμαρτυρόμενοι ενάντια στην απόφαση του εφόρου να στείλει στο Ιατρικό πανεπιστημιακό συμβούλιο στην Αγία Πετρούπολη 25 μαθητές του Γυμνασίου και του Πανεπιστημίου, οι καθηγητές, το Μάϊο του 1764, έκαναν την παρατήρηση ότι «αυτή η απώλεια δε θα μπορούσε να αντισταθμιστεί ούτε σε 5 χρόνια». Το καθηγητικό προσωπικό αντικαταστάθηκε από νέους καθηγητές που δεν τοποθετήθηκαν με βάση τις σπουδές τους, και οι φοιτητές επιλέγονταν στην τύχη. Οι άνθρωποι ανακατατάσσονταν σαν να ήταν πιόνια. Για παράδειγμα, οι αυτοκρατορικές αρχές θα μπορούσαν να βγάλουν ένα διάταγμα σύμφωνα με το οποίο οι μαθητές που υποστηρίζονταν οικονομικά από το Κράτος θα διδάσκονταν μόνο Γερμανικά και Γαλλικά και, στη συνέχεια, θα δούλευαν ως μεταφραστές. Αυτή η περιοριστική στάση απέναντι στην εκπαίδευση στηριζόταν σε παρανόηση της ουσίας της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.Τόσο το Κράτος όσο και πολλές οικογένειες θεωρούσαν ότι ήταν αρκετό να σπουδάσουν τα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο μόνο ξένες γλώσσες, ρωσική λογοτεχνία και αριθμητική.

Μόλις το 18ο αιώνα το πανεπιστήμιο άρχισε να εξελίσσεται σε επιστημονικό ίδρυμα. Στα πρώτα του βήματα οι δραστηριότητές του ήταν η επιστημονική διαφώτιση και η συγκέντρωση των κυβερνητικών εκπροσώπων. Στόχος ήταν η εμπλοκή του Πανεπιστημίου στα κρατικά τελετουργικά. Επίσημες τελετές για τις ανώτατες τάξεις, παραστάσεις με αλληγορικούς χαρακτήρες, ψυχαγωγικές εκδηλώσεις και επίδειξη των επιτυχιών των φοιτητών προπαγάνδιζαν το ρόλο της εκπαίδευσης και της επιστήμης στην κοινωνία και καλλιεργούσαν την πεποίθηση των φοιτητών ότι οι ασχολίες τους και τα επιτεύγματά τους ενδιέφεραν το κοινό. «Ηλικιωμένοι άντρες με μπλε και κόκκινες λωρίδες» και καλοφτιαγμένες στολές, και κομψές κυρίες άκουγαν τους λόγους των φοιτητών γραμμένους στα λατινικά και τα ρωσικά, και, μετά από μια επίσημη ωδή, ακολουθούσε μουσική. Η μασκαράτα αυτή που οργανωνόταν από το Ρωσικό Κράτος έμοιαζε να είναι σε πλήρη αντίθεση με τις μασκαράτες των προγόνων.

Το Ρωσικό Πανεπιστήμιο δεν είχε καμία σχέση με την ιδέα της εθνικής ενότητας, την ενδυνάμωση της εθνικής ταυτότητας και κουλτούρας.Ούτε το Πανεπιστήμιο της Μόσχας ούτε κανένα άλλο από τα ρωσικά πανεπιστήμια τον πρώτο αιώνα της λειτουργίας τους θεωρούνταν εθνικό πανεπιστήμιο. Στην Αγία Πετρούπολη και στη Μόσχα  δεν υπήρχε καν αστικά ιδρύματα όπως στο Kazan και σε άλλες πανεπιστημιακές πόλεις της Ρωσίας.

Εξαιτίας του επιστημονικού του επιπέδου το 18ο αιώνα πολλοί Ευρωπαίοι αρνούνταν να θεωρήσουν το Πανεπιστήμιο της Μόσχας ως πραγματικό πανεπιστήμιο και το ονόμαζαν απλά ‘σχολείο’. Αντίθετα με τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, όπου το 18ο αιώνα ο μέσος όρος των φοιτητών κυμαινόταν ανάμεσα στο 100 και 200 (από 50 φοιτητές σε ένα μικρό πανεπιστήμιο μέχρι 600 στο μεγαλύτερο), η εικόνα του Πανεπιστημίου της Μόσχας στα καλύτερα του χρόνια (30 φοιτητές και 10 καθηγητές) φάνταζε σίγουρα πολύ μέτρια. Ακόμη και στην αρχή της λειοτουργίας του, το Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας είχε 33 καθηγητές και 127 φοιτητές και ακροατές.

Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ρωσική εξουσία θεωρούσε τα πανεπιστήμια ως προσαρτήματα των επίσημων σωμάτων της μοναρχίας, τα οποία προετοίμαζαν υποψήφιους που προέρχονταν από εκκλησιαστικά σχολεία για να γίνουν υπάλληλοι και/ή για άλλες δουλειές της γραφειοκρατικής μηχανής της αυτοκρατορίας. Η εξουσία δεν είχε ιδέα τι ήταν η πραγματική πανεπιστημιακή εκπαίδευση και πόσο ευρεία και βαθιά έπρεπε να είναι. Αυτή η στάση απέναντι στην εκπαίδευση και αυτή η παρανόηση οδηγούσαν όχι μόνο σε καταναγκαστική αλλά και σε ακρωτηριασμένη εκπαίδευση. Η  συνηθισμένη τακτική ήταν να επιλέγονται για τις κατώτατες δημόσιες θέσεις φοιτητές που δεν είχαν αποφοιτήσει. Η ανάγκη να επιλέγονται οι πιο προχωρημένοι φοιτητές και να αποστέλλονται σε έρημα σώματα καθηγητών τούς στερούσε τις όποιες εκπαιδευτικές προοπτικές. Και οι καθηγητές και οι φοιτητές θεωρούνταν ως «υπηρέτες του Κράτους», «δούλοι της Αυτοκρατορίας». Δεν ήταν «πολιτικοί υπάλληλοι» ή «κρατικοί λειτουργοί», ελεύθεροι να αξιοποιούν τα προσόντα τους. Η οργάνωση των πανεπιστημίων στη Ρωσία δεν εξασφάλιζε καμία ελευθερία ή αυτονομία για διορισμό και οι απόφοιτοι ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετήσουν το Κράτος. Ο κρατικός χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης σε μια κοινωνία με αυστηρά διαχωρισμένες κοινωνικές τάξεις εξασφάλισε κάποια μορφή «ελεύθερης σκέψης» γιατί δημιούργησε ένα περιβάλλον που έσπασε τα σύνορα ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα λόγω της προέλευσης των πανεπιστημιακών αποφοίτων. Γι’ αυτό δεν ήταν αναμενόμενο οι φοιτητές να εξελιχθούν σε ευρέως και ενδελεχώς μορφωμένους ανθρώπους. Εξαιτίας αυτής της τόσο στενής αντίληψης για την εκπαίδευση, αφενός το αναλυτικό πρόγραμμα ήταν πρακτικό αφετέρου το διδακτικό προσωπικό ήταν περιορισμένο. Η ιδέα ότι το πανεπιστήμιο ήταν ένας τόπος όπου κάποιος θα μπορούσε να λάβει πολύπλευρη μόρφωση την οποία αποφοιτώντας θα τη χρησιμοποιούσε σε οποιοδήποτε πεδίο της επιλογής του, ήταν εντελώς άγνωστη στη Ρωσία του 18ου αιώνα, όπου άρχισε να εισέρχεται σιγά-σιγά τον επόμενο αιώνα.

Οι ρωσικές μεταρρυθμίσεις της περιόδου 1804-1863 έδειξαν ότι η ρωσική Κυβέρνηση αντιμετώπιζε σοβαρά την ανώτατη εκπαίδευση. Τα Αυτοκρατορικά Συντάγματα του 1835 και του 1849 κατάργησαν τη διαδικασία εκδημοκρατισμού των πανεπιστημίων που είχε αρχίσει με το Σύνταγμα του 1804 με στόχο τη Δύση, στη συνέχεια, όμως, το Σύνταγμα του 1863 την επανέφερε. Βλέπουμε πόσο δύσκολο ήταν για την εξουσία να επιλέξει με συνέπεια τον έναν ή τον άλλον τρόπο ανάπτυξης της ανώτατης εκπαίδευσης, αφενός βλέποντας τα αδιέξοδα της αυτοκρατορικής μεταβλητής και αφετέρου απορρίπτοντας την ανεξάρτητη μεταβλητή της πανεπιστημιακής ανάπτυξης. Κάποιες επαφές με τα πανεπιστημιακά συστήματα της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Γερμανίας, είχαν σαφή επίδραση στην επιλογή του τρόπου της πανεπιστημιακής ανάπτυξης. Η δομή του ανεξάρτητου γερμανικού πανεπιστημίου που συμπεριλάμβανε σύστημα εκλογής της πλειοψηφίας του πανεπιστημιακού προσωπικού συμπεριλαμβανομένου και του πρύτανη επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το Διάταγμα του 1804, ενώ το Διάταγμα του 1835 επηρεάστηκε από τη συντηρητική αντίδραση που σημειώθηκε εκείνη την εποχή στη Γερμανία και την Αυστρία και η οποία επέβαλε κανονισμούς στην πανεπιστημιακή ζωή των ελεύθερων γερμανικών πανεπιστημίων. Οι Ρώσοι θεώρησαν αυτού του είδους τα μέτρα ως προοδευτικά και σωστά. Οι τοπικές κοινωνίες τα συνδύασαν με την αρνητική τους στάση απέναντι στην ανάπτυξη των πανεπιστημίων: πέντε από τα έξι πρώτα πανεπιστήμια (με εξαίρεση το Πανεπιστήμιο του Vilno) δε θεωρούνταν από τις τοπικές κοινωνίες ως ένδειξη δυνατής προοδευτικής ανάπτυξής τους, αλλά ως μία εξωτερική επιδρομή που έπρεπε να την αντικρούσουν ή τουλάχιστον να την αγνοήσουν. Παρ’όλ’αυτά στη Ρωσία ούτε οι τοπικές ούτε οι κεντρικές αρχές επιχείρησαν να κλείσουν τα πανεπιστήμια (παρ’όλο που υπήρχαν τέτοια σχέδια το 1820). Εκείνη την εποχή υπήρχαν πανεπιστήμια σε έξι πόλεις της ρωσικής αυτοκρατορίας: Μόσχα, Dorpat, Kazan, Kharkov, Helsinki, Αγία Πετρούπολη και Κίεβο, που λειτουργούσαν από το 1833, αλλά προσπαθούσαν όσο γινόταν να κάνουν τους φοιτητές νομοταγείς «γιους των προγόνων και της Ορθόδοξης Εκκλησίας» διατηρώντας, όσο μπορούσαν την εσωτερική δομή του 1804. Τα πανεπιστήμια έχασαν το δικαίωμα να αναπτύσσουν αναλυτικά προγράμματα και τα περιεχόμενα των μαθημάτων, δικαίωμα που τους είχε παραχωρηθεί με το Σύνταγμα του 1804. Την περίοδο 1820-1830 άνθρωποι από μη προνομιούχες κοινωνικές τάξεις είχαν πολύ περιορισμένες ευκαιρίες στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Θεωρούνταν λάθος η ύπαρξη ανώτερων λειτουργών από διαφορετικές τάξεις, γιατί διέδιδαν φιλελεύθερες ιδέες. Τα πανεπιστήμια, ακόμη, προωθούσαν τους «ευγενείς» αλλά, ταυτόχρονα, προσπαθούσαν να τους αφαιρέσουν την ελεύθερη σκέψη. Την ίδια περίοδο, το Κράτος προσπάθησε να προσαρμόσει την πανεπιστημιακή οργάνωση και κουλτούρα στον παραδοσιακό «γνήσια» ρωσικά τρόπο κατανόησης και σταμάτησε να τα καταστρέφει. Το Σύνταγμα του 1849 έβαλε τέλος στη ρευστότητα που υπήρχε από πολλές απόψεις στην ελεύθερη οργάνωση του πανεπιστημίου και που είχε απομείνει από το Σύνταγμα του 1835.

Παρ’όλ’αυτά, πολλές ιδιαιτερότητες της πανεπιστημιακής οργάνωσης διατηρήθηκαν και εξελίχθηκαν. Το σύστημα της εκπαίδευσης και της ανάπτυξης του επιπέδου των δεξιοτήτων των καθηγητών υπήρχε από το 1820. Αυτό το σύστημα από τη μια χρηματοδοτούνταν από το Δημόσιο και έδωσε την ευκαιρία στους καθηγητές να μελετούν και να εργάζονται υπό δοκιμή στο εξωτερικό (φιλοσοφία, νομική-Γερμανία, φυσικές επιστήμες-Γαλλία), αλλά από την άλλη μεριά η εξουσία διαρκώς τους έλεγχε: ένας καθηγητής δεν είχε το δικαίωμα να διδάξει σε κάποιο ρωσικό πανεπιστήμιο χωρίς να έχει καταθέσει λεπτομερές σχεδιάγραμμα των προγραμματισμένων διαλέξεων μαζί με κατάλογο όλων των πηγών που χρησιμοποιήθηκαν για αυτές. Το στερεότυπο σχήμα «πανεπιστήμιο είναι το ανώτατο σχολείο που βρίσκεται κάτω από την εξουσία» συνέχιζε να υπάρχει, καθορίζοντας την ανατολική χροιά της οργάνωσης και της λειτουργίας των ρωσικών πανεπιστημίων, προωθώντας τα προς τις παραδόσεις των ανώτατων σχολείων των πολιτισμών της Ανατολής, τα οποία είχαν άμεση σχέση με την αυτοκρατορική εξουσία και την υποστήριξή της. Η ιδέα «κάτω από την εξουσία» είναι χαρακτηριστική για την πλειοψηφία των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Ρωσίας του 19ου αιώνα.

Στα μέσα του 19ου αιώνα τα ρωσικά πανεπιστήμια είχαν γίνει έγκυρα. Η λειτουργία τους κατά την προηγούμενη και την επόμενη περίοδο δείχνει εμφανώς τόσες βασικές διαφορές στην αντίληψη για το πανεπιστήμιο στη Ρωσία, στις βασικές ιδέες των λειτουργιών του, της αποστολής του και της κοινωνικής του υπόστασης κ.λπ., όσες και οι προσπάθειες της προσέγγισης των ανώτατων σχολείων της Ρωσίας στα πανεπιστήμια του δυτικού κόσμου. Οι πανεπιστημιακές μεταρρυθμίσεις του 1804, του 1835, του 1849 και του 1863 ήταν εγχειρήματα με διαφορετικούς στόχους, προσεγγίζοντας ή αντιπαραβάλλοντας την εξέλιξη των ρωσικών πανεπιστημίων με αυτή των άλλων πανεπιστημίων του κόσμου. Απ’τη μια μεριά, τα ιδανικά του Διαφωτισμού απαιτούσαν κοσμικούς επιστημονικούς οργανισμούς, ενώ από την άλλη η ειδική οργάνωση του μοναρχικού κράτους, τα κοινωνικά στρώματα και η αρνητική στάση της Ορθοδοξίας απέναντι στην εκπαίδευση οδήγησαν τα ήδη υπάρχοντα πανεπιστήμια στις παρυφές του πολιτισμού και ανύψωσαν την πνευματική ζωή στη Ρωσία. Τα Συντάγματα του 1804 και του 1863 ήταν μάλλον φιλελεύθερα, αλλά οι κανονισμοί του 1835 και του 1849 ενσωμάτωσαν την περιοριστική στάση της αυτοκρατορικής γραφειοκρατίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Σύνταγμα του 1884 πήρε υπόψη του και τις δύο μεταβλητές της ιδέας της ανάπτυξης των ρωσικών πανεπιστημίων: για παράδειγμα, η εκλογή του πρύτανη και των καθηγητών καταργήθηκε, ενώ ο Υπουργός Παιδείας, που ήταν υπεύθυνος για το διορισμό των καθηγητών, σε πολλές περιπτώσεις ήταν φιλελεύθερος. Για ένα σύντομο διάστημα που χαρακτηριζόταν από την ανάγκη για πλήρη αυτονομία και πλήρη υποταγή, από απουσία και παρουσία ταξικών περιορισμών  σχετικά με την καταλληλότητα των φοιτητών του πανεπιστημίου για εγγραφή, το δυτικό μοντέλο και το ιδεώδες της αριστοκρατικής ελίτ της ρωσικής μοναρχίας δημιούργησε μια ασταθή ισορροπία. Το μοναρχικό κράτος είχε την έμπνευση να δημιουργήσει ένα σύστημα όπου το πανεπιστήμιο θα δούλευε ελεύθερα για τον εαυτό του εκπαιδεύοντας ειδήμονες επαγγελματίες. Το πρόβλημα, όμως, ήταν ότι δεν εκπαιδεύονταν μόνον επαγγελματίες με υψηλά προσόντα, αλλά και άνθρωποι με ανεξάρτητη κρίση και με προσωπικές βασικές απόψεις που ανήκαν σε αντικυβερνητικά φοιτητικά κλαμπ. Η εξουσία δεν μπορούσε να αποδεχτεί αυτά τα τελευταία αποτελέσματα. Ήταν, όμως, μάλλον δύσκολο να διαχωριστεί το υψηλό επίπεδο της εκπαίδευσης από την ακαδημαϊκή ελευθερία και την κοινωνική κινητικότητα που απέρρεαν από την πανεπιστημιακή εκπαίδευση: η απώλεια της αυτονομίας ελάττωσε την επιτυχία της εκπαίδευσης και την ποιότητα του προκύπτοντος προσωπικού. Η αντιφατική τοποθέτηση των πανεπιστημίων στη Ρωσία και η ανικανότητα των αρχών να εφαρμόσουν με συνέπεια κάποια πολιτική στα πανεπιστήμια διατηρήθηκε ακόμη κι όταν επήλθε κάποια σταθερότητα στα μέσα του 19ου αιώνα. Το ιδανικό του πανεπιστημίου αποδείχτηκε ακατόρθωτο, το πανεπιστήμιο, όμως, στη Ρωσία πέτυχε.