Η γυναικεία παρουσία στην ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα

 

Ακόμη κι όταν το μονοπάτι είναι επίσημα ανοιχτό –

όταν τίποτα δεν εμποδίζει μια γυναίκα να γίνει

γιατρός, δικηγόρος, δημόσιος υπάλληλος –

υπάρχουν πολλά φαντάσματα και εμπόδια

που ξεπροβάλλουν στον δρόμο της[1].

Virginia Woolf (1974)

 

Αναστασία ΑΝΑΣΤΑΣΑΚΗ

Υπ. Δρ. ΤΕΠΑΕΣ Παν/μίου Αιγαίου

 

 

Περίληψη

Οι μελέτες που αφορούν τη γυναικεία απασχόληση στον ακαδημαϊκό χώρο έχουν έκδηλα διαπιστώσει τη μειωμένη παρουσία των γυναικών στο διδακτικό προσωπικό της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Στο χώρο των Πανεπιστημίων διαφαίνεται να συντελείται ένας ακόμη έμφυλος καταμερισμός της εργασίας, καθώς, ενώ η παρουσία των γυναικών, ως κάτοχοι πτυχίων, αυξάνεται συνεχώς και σχεδόν σε παγκόσμιο επίπεδο, οι γυναίκες συνεχίζουν να υπο-εκπροσωπούνται σε μεγάλο βαθμό ως παραγωγοί και πάροχοι της γνώσης.

 Η ανάγνωση των σχετικών στοιχείων μας αποκαλύπτει το γεγονός ότι οι γυναίκες στα Πανεπιστήμια αποτελούν περίπου το 1/3 του συνολικού διδακτικού προσωπικού (μόλις το 28% των μελών ΔΕΠ). Επίσης, έχει διαπιστωθεί ότι όσο υψηλότερη είναι η θέση στην ακαδημαϊκή ιεραρχία, τόσο χαμηλότερο είναι το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών, γεγονός που καθιστά την κατανομή της παρουσίας τους «πυραμιδωτή», με την πλειοψηφία του γυναικείου διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού στην κατώτερη βαθμίδα εξέλιξης.

 Οι γυναίκες στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κατέχουν λιγότερες ανώτερες διοικητικές και διευθυντικές θέσεις, τείνουν να αντιπροσωπεύονται περισσότερο σε ιδιαίτερους τομείς, όπως οι Ανθρωπιστικές και  οι Οικονομικές Επιστήμες, εμφανίζουν, αναλογικά με τους άνδρες πανεπιστημιακούς καθηγητές, χαμηλότερη παραγωγικότητα, λιγότερες ευκαιρίες για χρηματοδότηση των ερευνητικών προγραμμάτων που αναλαμβάνουν και λιγότερες εκπαιδευτικές άδειες. Οι γυναίκες προάγονται με βραδύτερους ρυθμούς συγκριτικά με αυτόν των ανδρών, ειδικά όταν έχουν οικογενειακές υποχρεώσεις, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ικανοποιητική κρατική μέριμνα με επαρκή μέτρα που θα βοηθήσουν στη «συμφιλίωση» οικογένειας και απασχόλησης. Οι έρευνες που έχουν διεξαχθεί για τη θέση των γυναικών στην ακαδημαϊκή κοινότητα πιστοποιούν τις «οριζόντιες» και «κάθετες» διακρίσεις που έχουν παρατηρηθεί στο ακαδημαϊκό προσωπικό των Πανεπιστημίων διεθνώς.

 Η παρούσα εργασία έχει ως στόχο να παρουσιάσει τη θέση των γυναικών στην ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα, όπως αυτή προκύπτει από την ανάγνωση των σχετικών στατιστικών δεδομένων, καθώς και να διερευνήσει και να αναδείξει την πολυπαραγοντικότητα αυτού του φαινομένου.

 

Εισαγωγή

Στο λυκαυγές του 21ου αιώνα, καλούμαστε όλοι να παρακολουθήσουμε και να προσαρμοστούμε στις ραγδαίες αλλαγές που συντελούνται καθημερινά, ως αποτέλεσμα της εκρηκτικής ανάπτυξης των νέων τεχνολογιών και της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας. Στις συντελούμενες αυτές αλλαγές, η επιστήμη καλείται να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο, καθώς αποτελεί το κυρίαρχο όχημα των εξελίξεων και ένα μέσο ικανοποίησης των αναγκών, εύρεσης λύσεων σε καθημερινά προβλήματα των ατόμων. Η βελτίωση της ποιότητας ζωής και της ευημερίας των πολιτών εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το επίπεδο αριστείας των επιστημονικών επιτευγμάτων του επιστημονικού προσωπικού Πανεπιστημίων και ερευνητικών ιδρυμάτων.

Ωστόσο, διαφαίνεται ότι από τις διαδικασίες προαγωγής της επιστήμης αποκλείονται οι γυναίκες, καθώς διαπιστώνεται διεθνώς ο δυσανάλογος ρόλος που διαδραματίζει το φύλο ενός ατόμου στις πιθανότητες πρόσβασης και εισόδου, παραμονής και επιτυχίας του στο εσωτερικό της επιστημονικής κοινότητας της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Αν και η παρουσία των γυναικών στον επιστημονικό τομέα και ειδικότερα στην ακαδημαϊκή κοινότητα αυξάνεται συνεχώς, λίγες γυναίκες έχουν ίσες ευκαιρίες να συνεισφέρουν και να απολαύσουν τα οφέλη της επιστημονικής επαγγελματικής σταδιοδρομίας (ΕΤΑΝ, 2001).

 

Οι γυναίκες ως διδακτικό προσωπικό της Γ΄/θμιας Εκπαίδευσης

Η ζώσα πραγματικότητα των γυναικών στην ακαδημαϊκή κοινότητα καταδεικνύει ότι ο παράγοντας φύλο εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, ως προς την κατανομή θέσεων και πόρων στην πανεπιστημιακή κοινότητα. Διακρίσεις, άμεσες και έμμεσες, εμφανείς και λανθάνουσες, εμμένουν και ενεργούν έτσι ώστε στερούν από το γυναικείο δυναμικό την ισότιμη συμμετοχή στην επιστημονική αριστεία και τον καθορισμό των επιστημονικών πολιτικών και αφήνουν ανεκμετάλλευτο μεγάλο μέρος του ανθρώπινου κεφαλαίου. Έτσι, είναι απαραίτητο να προσδιορισθούν οι υπάρχουσες μορφές αποκλεισμού και να εξαλειφθούν προς όφελος της ορθής επιστημονικής πρακτικής και στο πλαίσιο της κοινωνικής δικαιοσύνης (ΕΤΑΝ, 2001).

Ποια είναι η παρούσα θέση των γυναικών στο Πανεπιστήμιο; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, αντικατοπτρίζεται με χαρακτηριστικό τρόπο στις ρήσεις γνωστών φεμινιστριών επιστημόνων. Οι Nadya Aisenberg και Mona Harrington (1988) αποκαλούν τις γυναίκες της ακαδημαϊκής κοινότητας ως «ξένες» (outsiders) στο επάγγελμα που έχουν επιλέξει. Η Sandra Acker (1980) τις περιγράφει ως τις «άλλες ακαδημαϊκούς» (the other academics). Η Jennifer Mather (1998) μας επισημαίνει ότι οι γυναίκες στο Πανεπιστήμιο θεωρούνται «πολίτες δεύτερης κατηγορίας» (second class citizens). Αν και η σύνθεση, με βάση το φύλο, του πληθυσμού των «καταναλωτών» των μορφωτικών αγαθών της εκπαίδευσης έχει ριζικά αλλάξει, δομικά εμπόδια και ανασταλτικές συμπεριφορές εξακολουθούν να υφίστανται όσον αφορά στις γυναίκες ως «παραγωγούς» της γνώσης (Howie & Tauchert, 2002).

Οι Jacqeline Stalker και Susan Prentice (1998:14) αναφέρουν ότι «Στις μέρες μας, όπως και κατά τη διάρκεια των τελευταίων 100 ετών, όσοι επιζητούν την ισότητα αγωνίζονται να καταργήσουν τις μεροληπτικές δομές και πρακτικές, ακριβώς έτσι ώστε τα άτομα να ειδωθούν ως μοναδικά και ως πολίτες που αξίζουν, απαλλαγμένα από στερεότυπα, μύθους και προκατάληψη». Σύμφωνα με την Carmelina Armenti (2000) μεσαιωνικές επαγγελματικές πρακτικές και ιδεολογίες που επιβιώνουν στο πέρασμα των αιώνων, εξακολουθούν να καθιστούν τις γυναίκες πανεπιστημιακούς σε μειονεκτική και τελικά σε υποδεέστερη θέση.

Ακόμα, και σύμφωνα με τη σχετική διεθνή βιβλιογραφία καταδεικνύεται ότι στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, διεθνώς, οι γυναίκες επιστήμονες εμφανίζονται, όπως παρατηρεί χαρακτηριστικά η ερευνήτρια Birgit Blattel-Mink, «κοινωνικά και μορφωτικά, εξαιρετικά διαφοροποιημένες, αλλά με τον ίδιο τρόπο τοποθετημένες» (2001:3). Ανάλογη είναι η θέση της Nina Toren, η οποία παρατηρεί ότι κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους οι γυναίκες πανεπιστημιακοί,  σε όλο τον κόσμο και ανεξάρτητα από τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και ιστορικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των χωρών, αντιμετωπίζουν «κατά την είσοδό τους (στο Πανεπιστήμιο) μια σιδερένια πύλη, έπειτα ένα κολλώδες έδαφος, στην κορυφή μια γυάλινη οροφή και ενδιάμεσα ένα δύσβατο και κακοτράχαλο μονοπάτι» (2001:51).

Επιπλέον, έχει πολλάκις υποστηριχθεί ότι οι γυναίκες αποτελούν τους «ξένους» της ακαδημαϊκής κοινότητας, λεκτικός χαρακτηρισμός που οφείλεται στην ισχνή αριθμητική τους ποσόστωση. Έτσι, η εμφανής απουσία των γυναικών πανεπιστημιακών, ιδιαίτερα από τις υψηλότερες βαθμίδες της ιεραρχίας, τις καθιστά «μέλη της εξω-ομάδας» (outgroup members), όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί η Rosabeth Kanter (1977), η οποία διατύπωσε την πεποίθηση ότι ένας οργανισμός πρέπει να διαθέτει ένα σημαντικό αριθμό τέτοιων μελών πριν αυτά αρχίσουν να αντιμετωπίζονται περισσότερο ως άτομα παρά ως σύμβολα. 

 

Οι γυναίκες ως διδακτικό προσωπικό της Ελληνικής Γ΄/θμιας Εκπαίδευσης

 

Όσον αφορά τη γυναικεία απασχόληση στον ακαδημαϊκό χώρο διαπιστώνονται έκδηλα μειωμένη παρουσία και υπο-αντιπροσώπευση, καθώς η αύξηση του ποσοστού των πτυχιούχων γυναικών δεν οδήγησε στην αντίστοιχη αύξηση ποσοστού στο διδακτικό προσωπικό της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

 

*       Ενώ οι γυναίκες αποτελούν περισσότερο από το ήμισυ του φοιτητικού πληθυσμού, αντιστοιχούν μόνο στο 28% των μελών ΔΕΠ στα Ελληνικά Πανεπιστήμια.

*       Παρατηρείται μία σταθερή μείωση του αριθμού των γυναικών σε κάθε βαθμίδα της ακαδημαϊκής κλίμακας. Όσο υψηλότερη είναι η βαθμίδα τόσο μικρότερη εμφανίζεται η παρουσία των γυναικών.

*       Διαπιστώνεται συγκέντρωση των γυναικών μελών ΔΕΠ στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες και ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά στις θετικές επιστήμες (ΕΤΑΝ, 2001, ΓΓΕΤ, 2002, ΕΚΚΕ, 2002, ΚΕΘΙ, 2003, ΠΠΣ ΘΕ.ΦΥΛ.ΙΣ., 2004).

 

 

 

Οι έρευνες που έχουν διεξαχθεί για τη θέση των γυναικών στην ακαδημαϊκή κοινότητα πιστοποιούν τις «οριζόντιες» και «κάθετες» διακρίσεις που έχουν παρατηρηθεί στο ακαδημαϊκό προσωπικό των Πανεπιστημίων διεθνώς[2] (Bebbington, 2001, Morley, 1999).

Έτσι, η ανάγνωση των στοιχείων σχετικά με τη συμμετοχή των γυναικών στις επιστημονικές θέσεις στα πανεπιστήμια, μας αποκαλύπτει το γεγονός ότι οι γυναίκες στα πανεπιστήμια αποτελούν περίπου το 1/3 του συνολικού διδακτικού προσωπικού. Ως προς την ποσοστιαία συμμετοχή τους, σύμφωνα με την επεξεργασία δεδομένων από το ΥΠΕΠΘ για τα έτη 2004-2005, οι άνδρες αποτελούν το 72% του συνόλου του Διδακτικού Προσωπικού των ΑΕΙ, ενώ οι γυναίκες μόλις το 28% των μελών ΔΕΠ (Διδακτικό Ερευνητικό Προσωπικό). 

Επίσης, έχει διαπιστωθεί ότι όσο υψηλότερη είναι η θέση στην ακαδημαϊκή ιεραρχία, τόσο χαμηλότερο είναι το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών, γεγονός που καθιστά την κατανομή της παρουσίας τους «πυραμιδωτή», με την πλειοψηφία του γυναικείου διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού στην κατώτερη βαθμίδα εξέλιξης (Bagihole, 2000) και αποτελεί «κάθετη διάκριση».

Συγκεκριμένα, το ποσοστό των γυναικών στις βαθμίδες των Καθηγητών και των Αναπληρωτών Καθηγητών είναι αθροιστικά το 10,5% του συνόλου των μελών ΔΕΠ σε όλες τις βαθμίδες, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών κυμαίνεται στο 42% του συνόλου των μελών ΔΕΠ στα ελληνικά Πανεπιστήμια. (ΠΠΣ ΘΕ.ΦΥΛ.ΙΣ., 2004).

Οι γυναίκες στην τριτοβάθμια εκπαίδευση τείνουν να αντιπροσωπεύονται περισσότερο σε ιδιαίτερους τομείς, όπως οι Ανθρωπιστικές, οι Κοινωνικές, οι Νομικές και  οι Οικονομικές Επιστήμες, εμφανίζουν, αναλογικά με τους άνδρες πανεπιστημιακούς, γεγονός που καθιστά «οριζόντια διάκριση», όρος που αφορά στην κατά πλειοψηφία συγκέντρωση των γυναικών πανεπιστημιακών σε τομείς όπου παραδοσιακά θεωρούνται καταλληλότεροι για το φύλο τους, όπως ο τομέας των ανθρωπιστικών επιστημών και στην αντίστοιχη απουσία τους από τους τομείς των θετικών και τεχνολογικών επιστημών.

Χαρακτηριστικά, οι γυναίκες μέλη ΔΕΠ αποτελούν το 62% της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ, ενώ στη Σχολή Θετικών Επιστημών, αποτελούν μόλις το 29%. Το ποσοστό των γυναικών είναι ιδιαίτερα χαμηλό στις Πολυτεχνικές Σχολές των ελληνικών Α.Ε.Ι. και γενικότερα στα Τμήματα όπου βασικός κορμός των μαθημάτων και του επιστημονικού αντικειμένου είναι τα μαθηματικά (ΠΠΣ ΘΕ.ΦΥΛ.ΙΣ., 2004).

Τοιουτοτρόπως, οι γυναίκες πανεπιστημιακοί, ενώ σε πολύ μεγάλο βαθμό υπο-αντιπροσωπεύονται στη συνολική κατάταξή τους στην ιεραρχική πυραμίδα της ακαδημαϊκής κοινότητας, υπερ-συγκεντρώνονται στις χαμηλότερες βαθμίδες του επαγγέλματος του πανεπιστημιακού. Η ανισομερής αυτή παρουσία, που αποτελεί επίσης μια κοινή εμπειρία των γυναικών ανά τον κόσμο, καθώς και η εμφανής υπερ-αντιπροσώπευσή τους στο κατώφλι των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, έχει διαπιστωθεί ότι οδηγεί σε μία νέα κατηγορία εργατικού δυναμικού, που αποκαλείται «ακαδημαϊκό προλεταριάτο» (academic proletariat) (B. Brown Packer, 1995). Επιπρόσθετα, τη νέα αυτή τάξη χαρακτηρίζουν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, η ημι-απασχόληση και η στασιμότητα στην ιεραρχική εξέλιξη.

Έτσι, στην τρέχουσα ερευνητική δραστηριότητα, εκτός από τις κάθετες και οριζόντιες διακρίσεις, διαπιστώνεται να αναδεικνύονται νέες μορφές άνισης μεταχείρισης των δύο φύλων στην πανεπιστημιακή κοινότητα, όπως η «συμβασιακή» διάκριση (contractual segregation) (Saunderson, 2002:379). Σύμφωνα δε με την Association of University Teachers (AUT, 2004) η νέα αυτή μορφή διάκρισης που αφορά στη σχέση απασχόλησης των γυναικών στο Πανεπιστήμιο, μέσω σύμβασης εργασίας, οδηγεί στην ελάττωση του ηθικού αυτού του προσωπικού, στη γένεση και διαιώνιση συναισθημάτων ανασφάλειας και υποτίμησης, καθώς επίσης δημιουργεί χαμηλές προοπτικές σταδιοδρομίας και δυσχέρειες στην οικονομική ανέλιξη αυτών των ατόμων.

Ωστόσο, και όταν ακόμα οι γυναίκες επιτυγχάνουν να εισέλθουν στην ακαδημαϊκή κοινότητα, έχει διαπιστωθεί πως ένα ποσοστό τους, πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό που αφορά τους άνδρες συναδέλφους τους, αποχωρεί αργότερα, πιθανόν με σκοπό να ακολουθήσει μία άλλη σταδιοδρομία έξω από το πανεπιστήμιο, λόγω της άνισης μεταχείρισης. Το φαινόμενο αυτό της πρόωρης αποχώρησης των γυναικών από το ακαδημαϊκό επάγγελμα μια διαρροή δυναμικού από την ακαδημαϊκή «δεξαμενή» και έχει ονομαστεί ως «διαρροή αγωγού» (leaking or leaky pipeline).

Σύμφωνα μάλιστα με την Έκθεση ΕΤΑΝ (2001:12) παραμένει αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι «διαρροές γυναικών από τον ακαδημαϊκό «αγωγό» είναι μεγαλύτερες από των ανδρών ομολόγων τους. Συνήθως, η αναλογία των εγγεγραμμένων φοιτητών και φοιτητριών είναι σχεδόν ίδια στα κράτη μέλη της ΕΕ για τα οποία υπάρχουν στοιχεία. Όμως, το ποσοστό των γυναικών φθίνει εμφανώς στο μεταδιδακτορικό επίπεδο, όταν αρχίζει η διαμόρφωση της σταδιοδρομίας. Για κάθε ανώτερη βαθμίδα της κλίμακας, το ποσοστό των γυναικών φθίνει. Η μείωση του αριθμού των γυναικών από το μεταδιδακτορικό επίπεδο και μετά αποδίδεται παραστατικά ως «σωλήνας με διαρροή».

Το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών της Μεγάλης Βρετανίας (NCSR, 2000) διαπίστωσε ότι οι γυναίκες διδάσκουσες στο Πανεπιστήμιο έχουν λιγότερες πιθανότητες, συγκριτικά με τους άνδρες συναδέλφους τους, να τους επιτραπεί να αιτηθούν για ερευνητική χρηματοδότηση, ως συνέπεια των σχέσεων εργασίας τους, καθώς αυτές συχνά αποτελούν συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή αφορούν στις κατώτερες θέσεις της ακαδημαϊκής ιεραρχίας. Είναι γεγονός ότι οι γυναίκες συχνά αποτελούν τους ερευνητικούς βοηθούς και όχι τους διευθυντές ερευνών (Reay, 2000).

Η αντιφατική εικόνα της γυναικείας συμμετοχής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση – αυξημένη παρουσία στον φοιτητικό πληθυσμό / περιορισμένη παρουσία στο διδακτικό προσωπικό – οδήγησε στη διερεύνηση των παραγόντων που επιδρούν στη θέση των γυναικών στο Πανεπιστήμιο και την καθιστούν τελικά δυσμενή. Τα αποτελέσματα των ερευνών που έχουν διενεργηθεί προς την κατεύθυνση αυτή, αναδεικνύουν την πολυπαραγοντικότητα του φαινομένου και τη συνέργια συνθηκών και αιτιών, οι οποίες μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής:

Η ύπαρξη δομικών εμποδίων που οδηγούν στη μη συμφιλίωση οικογένειας και εργασίας (π.χ. έλλειψη συστήματος υποστήριξης και πρόνοιας για την παροχή φροντίδας σε εξαρτημένα μέλη της οικογένειας) (Morley, 1997). Η μη επάρκεια και η έλλειψη λειτουργίας βασικών δομών και υποδομών, οι οποίες δύνανται να ενισχύσουν τη γυναικεία συμμετοχή στην αγορά εργασίας γενικότερα, εκκινεί ήδη από την ίδρυση των Κρατών Πρόνοιας (Welfare States) στις περισσότερες δυτικές χώρες[3] και αποτελεί μέχρι τώρα κοινή διαπίστωση της ζώσας καθημερινής πραγματικότητας των γυναικών.

Η ύπαρξη ψυχολογικών εμποδίων που εκκινούν από την κοινωνικοποίηση των γυναικών και την εσωτερίκευση από μέρους τους της αντίληψης η οποία δέχεται ότι αποτελούν πολίτες «δεύτερης κατηγορίας» (Butler, 1997, Charles and Davies, 2000, McNay, 2000).

Η ύπαρξη έμφυλων δικτύων επικοινωνίας, συνεργασίας και προώθησης (Eliasson, Berggren and Bondestam, 2000, Husu, 2001).

Η άσκηση σεξουαλικής παρενόχλησης (Durrani, 2001, Thomas and Kitzinger, 1997).

Η βαθιά ριζωμένη αντίληψη της έμφυλης διάστασης της εξουσίας, της ηγεσίας και της πνευματικής ανωτερότητας, έννοιες οι οποίες γίνονται αντιληπτές ως αποκλειστικά ανδρικά χαρακτηριστικά (Clegg, 2001).

Η ύπαρξη και διαιώνιση ενός «κρυφού έμφυλου παραπρογράμματος» (hidden gendered curriculum) ή οι «πολιτικές του μικρο-επιπέδου» (micropolitics)[4] στην καθημερινότητα στο χώρο των Πανεπιστημίων (Μorley, 1999, 2003).

 

Συμπεράσματα

Η παρούσα εισήγηση κατέδειξε ότι αν και η παρουσία των γυναικών στον επιστημονικό τομέα και ειδικότερα στην ακαδημαϊκή κοινότητα αυξάνεται συνεχώς, λίγες γυναίκες έχουν ίσες ευκαιρίες να συνεισφέρουν και να απολαύσουν τα οφέλη της επιστημονικής επαγγελματικής σταδιοδρομίας.

Η αντιφατική εικόνα της γυναικείας συμμετοχής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση – αυξημένη παρουσία στον φοιτητικό πληθυσμό / περιορισμένη παρουσία στο διδακτικό προσωπικό – οδήγησε στη διερεύνηση των παραγόντων που επιδρούν στη θέση των γυναικών στο Πανεπιστήμιο και την καθιστούν τελικά δυσμενή. Τα αποτελέσματα των ερευνών που έχουν διενεργηθεί προς την κατεύθυνση αυτή, αναδεικνύουν τη συνέργια συνθηκών και αιτιών.

Η ζώσα πραγματικότητα των γυναικών στην ακαδημαϊκή κοινότητα καταδεικνύει ότι ο παράγοντας φύλο εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, ως προς την κατανομή θέσεων και πόρων στην πανεπιστημιακή κοινότητα. Διακρίσεις, άμεσες και έμμεσες, εμφανείς και λανθάνουσες, εμμένουν και ενεργούν έτσι ώστε στερούν από το γυναικείο δυναμικό την ισότιμη συμμετοχή στην επιστημονική αριστεία και τον καθορισμό των επιστημονικών πολιτικών και αφήνουν ανεκμετάλλευτο μεγάλο μέρος του ανθρώπινου κεφαλαίου. Έτσι, είναι απαραίτητο να προσδιορισθούν οι υπάρχουσες μορφές αποκλεισμού και να εξαλειφθούν προς όφελος της ορθής επιστημονικής πρακτικής και στο πλαίσιο της κοινωνικής δικαιοσύνης.


Βιβλιογραφία

Acker, S. & Armenti, C. (2004) Sleepless in academia Gender and Education, Vol. 16, No. 1, March 2004.

Acker, S. (1980) Women: the other academics, British Journal of the Sociology of Education, 1, pp. 81-91.

Aisenberg, N. & Harrington, M. (1988) Women of academe: outsiders in the sacred grove (Amherst, University of Massachusetts Press).

Armenti, C. (2004) May babies and post-tenure babies: maternal decisions of women professors, Review of Higher Education, 27(3), 211–231.

Association of University Teachers (2004) The unequal academy –UK academic staff 1995–96 to 2002–03. (London, Association of University Teachers).

Bagilhole, B. (2000) Too Little Too Late? An Assessment of National Initiatives for Women Academics in the British University System, Higher Education in Europe, Vol. XXV, No. 2, 2000.

Bebbington, D. (2001). Women Scientists in higher education: A literature review. London, Athena Project.

Blattel-Mink, B. (2001). From Bottom to Top in Higher Education: Women’s Experiences and Visions in Different Parts of the World – A Summary, International Journal of Sociology and Social Policy, 21 (1/2), 3-19.

Butler, J. P. (1997). The psychic life of power: theories in subjection. Stanford, Calif., Stanford University Press.

Charles, N., and Davies, C. (2000) “Cultural Stereotypes and the gendering of senior management” Sociological Review 38(4): 544- 567.

Clegg, S. (2001). Expertise, Professionalism and Managerialism: Trouble Relationships in Contemporary High Education? Inaugural Lecture, Sheffield Hallam University.

Durrani, A. (2001). The impact of sexual harassment on women managers in two of the higher educational institutions in Pakistan. Unpublished MA thesis. London, University of London (Institute of Education).

Eliasson, M., Berggren, H., and Bondestam, F., (2000). “Mentoring Programmes- A Shortcut for Women's Academic Careers?” Higher Education in Europe XXV (2): 173-179.

European Technology Assessment Network [ETAN], (2001). Science policies in the European Union: Promoting excellence through mainstreaming gender equality. Retrieved October 10, 2003, from ftp://ftp.cordis.lu/pub/etan/docs/women.pdf

Howie, G., & Tauchert, A., Ed. (2002). Gender, teaching, and research in higher education: challenges for the 21st century. Aldershot, Ashgate.

Kanter, R. (1977) Men and Women of the Corporation. New York: Basic Books.

Mather, J. (1998). Fostering women's full membership in the academy. Status of Women Supplement. CAUT Bulletin Insert 45(4): 2.

McNay, L. (2000). Gender and Agency: Reconfiguring the Subject in Feminist and Social Theory. Cambridge, Polity Press.

Morley, L. (1997) “Change and Equity in Higher Education.” British Journal of Sociology of Education 18(2): 229- 240.

Morley, L. (1999) Organizing feminisms: the micropolitics of the academy. London, Macmillan.

Morley, L. (2001) “Subjected to Review: Engendering Quality in Higher Education.” Journal of Education Policy 16(5): 465-478.

Morley, L. (2003) Quality and Power in Higher Education. Buckingham, Open University Press.

NCSR (National Centre for Social Research), (2000). 'Who Applies for Research Funding?' London: National Centre for Social Research.

Reay, D. (2000). “'Dim Dross': Marginalised Women both Inside and Outside the Academy.” Women's Studies International Forum 23(1): 13-22.

Stalker, J. & Prentice, S. (1998) The illusion of inclusion: women in post-secondary education (Halifax, Fernwood).

Thomas, A., and Kitzinger, C., Ed. (1997). Sexual harassment: Contemporary Feminist Perspectives. Buckingham, Open University Press.

Toren, N. (1990) Would more women make a difference? in: S. Stiver Lie & V. E. O’Leary Storming the Tower: women in the academic world (London, Kogan Page).

Toren, N. (2001). Women in the Academe: The Israeli Case, International Journal of Sociology and Social Policy, 21 (1/2), 50-56.

Woolf, V. (1974). The Death of the Moth and other essays, Harvest Books.

ΓΓΕΤ (2002) Ελλάδα / Γυναίκες και Επιστήμη: Εθνική Έκθεση, Αθήνα, Υπουργείο Ανάπτυξης: ΓΓΕΤ Τμήμα Τεκμηρίωσης Ε & Τ Δεικτών.

ΕΚΚΕ (2002) Το κοινωνικό πορτραίτο της Ελλάδας 2001, Αθήνα.

ΠΠΣ ΘΕ.ΦΥΛ.ΙΣ., (2004) Συμπεράσματα από το Συνέδριο με θέμα «Η θέση των γυναικών στην ακαδημαϊκή κοινότητα και οι πολιτικές φύλου στα Πανεπιστήμια», Αρ.2, 20/12/2004.



[1] Virginia Woolf (1974:25): “even when the path is nominally open – when there is nothing to prevent a woman from being a doctor, a lawyer, a civil cervant – there are many phantoms and obstacles…looming in her way”. Επίσης, η συγγραφέας στη συνέχεια μας προτρέπει: “To discuss and define them is of great value and importance; for thus only can the labour be shared, the difficulties solved”.

 

[2] Ενδεικτικά αναφέρονται, η έκθεση ETAN (Etan Report) του ευρωπαϊκού Δικτύου Τεχνολογικής Αξιολόγησης (European Technology Assessment Network, ETAN), η οποία ασχολείται με τη θέση των γυναικών στους τομείς των επιστημών και της τεχνολογίας και η έκθεση “National Policies on Women and Science in Europe” της ομάδας του Ελσίνκι (Helsinki Group on Women and Science). Ανάλογες διαπιστώσεις προέκυψαν και από την έρευνα του Massachusetts Institute of Technology (MIT) το 1993, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στην έκθεση με τίτλο “A Studie on the Status of Women Faculty in Science at MIT”.

[3] Στη χώρα μας, με καθυστέρηση δεκαετιών και μετά την εδραίωση αρχικώς ενός κράτους δικαίου, την περίοδο που ακολουθεί τη Μεταπολίτευση, αναπτύσσεται το κοινωνικό κράτος, το οποίο ανήκει στη λεγόμενη «νοτιοευρωπαϊκή παραλλαγή», με σημαντικές προνοιακές παρεμβάσεις και πολιτικές για το γυναικείο φύλο (π.χ. οικογενειακό δίκαιο, εργασιακές σχέσεις, προστασία και διευκόλυνση εργαζομένων με οικογενειακές υποχρεώσεις κλπ.), που παρά τις ατέλειές τους έγιναν αποδεκτές ως εντυπωσιακά μέτρα εκσυγχρονισμού της νομοθεσίας. Ωστόσο και σύμφωνα με την κριτική που ασκήθηκε, τα μέτρα αυτά είχαν ως στόχο αφενός τη διευκόλυνση των γυναικών για τη άσκηση των ρόλων τους (που νομιμοποιούνται έτσι περισσότερο ως δικοί τους) κι αφετέρου την κατάργηση των κατάφωρων αδικιών εις βάρος τους, οι οποίες δεν άρμοζαν στην επιδιωκόμενη ευρωπαϊκή φυσιογνωμία της χώρας, στην πλήρη στροφή της προς τη «Δύση».

 

[4] Η έννοια micropolitics αναφέρεται στους τρόπους με τους οποίους ασκείται η εξουσία σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής. Ως νεολογισμός, εισήχθη στην επιστημονική βιβλιογραφία τη δεκαετία του 1980 για να αποδώσει εννοιολογικό περιεχόμενο στην έννοια της «σκοτεινής πλευράς» της καθημερινότητας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και των εκπαιδευτικών οργανισμών (Ball, 1987:270). Η έννοια αναφέρεται στην επιρροή, στα δίκτυα, τις συμμαχίες, τις πολιτικές και προσωπικές στρατηγικές που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη ή την αντίσταση στην αλλαγή (Morley, 1999:4-5). Η Hoyle (1982:87) περιέγραψε την έννοια micropolitics ως «έναν κόσμο, κάτω από τον κόσμο, τον οποίο όλοι αναγνωρίζουμε και στον οποίο όλοι συμμετέχουμε».