Κάνοντας μια νέα επίσκεψη στην ιστορική εμπειρία για την Ανώτατη
Εκπαίδευση
Gary McCULLOCH
Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Παν/μιο του Λονδίνου
Περίληψη
Η
ανώτατη εκπαίδευση έχει αποτελέσει το επίκεντρο του ανανεωμένου ιστορικού
ενδιαφέροντος τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ρίξει
φως στις ιδιαίτερες εμπειρίες συγκεκριμένων ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης σ’
ένα ευρύ πλαίσιο. Ο χαρακτήρας και ο ρόλος των αλλαγών στην εκπαιδευτική πολιτική,
το αναλυτικό πρόγραμμα, οι ιδέες και οι γνώμες, οι φοιτητές και το προσωπικό
άρχισαν, επίσης, να διερευνώνται με περισσότερη λεπτομέρεια. Αυτή η καινούργια
έρευνα μπορεί να θεωρηθεί ως μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας να κάνουμε μια
δεύτερη επίσκεψη στην ιστορική εμπειρία για την ανώτατη εκπαίδευση. Για να
επεκτείνουμε την παραπάνω παρατήρηση, σημειώνουμε ότι χρειάζεται να γίνουν
περισσότερα για να αποτιμηθούν οι προσφορές της ανώτατης εκπαίδευσης στη ζωή
των ατόμων και των οικογενειών, σε ευρύτερες κοινωνικές και πολιτισμικές
ομάδες, καθώς και στη μετατροπή τους σε συνάρτηση με την τοπική δυναμική και
τις εθνικές, διεθνείς και παγκόσμιες εξελίξεις. Αυτή η παρουσίαση σκιαγραφεί
κάποιες υποσχόμενες γραμμές έρευνας σ’ αυτή την περιοχή, και, ακόμη, υποδηλώνει
πιθανές σχέσεις με την τρέχουσα έρευνά μου που αφορά στη ζωή και την
εκπαιδευτική καριέρα του Cyril
Norwood, ενός πρωτοπόρου Βρετανού σχεδιαστή εκπαιδευτικής
πολιτικής τον 20ό αιώνα.
Abstract
Higher education has been the focus of renewed historical attention over
the past two decades. This has served
especially to highlight the distinctive experiences of specific institutions of
higher education in a range of contexts.
The character and role of changes in education policy, the curriculum,
ideas and opinions, students and staff have also begun to be investigated in
greater detail. This new research may
all be appraised as part of a wider process of revisiting the historical
experience of higher education. To take
this further, more now needs to be done to assess the contributions of higher
education to individual lives and families, to broader social and cultural
configurations, and to its changing position in relation to local and regional
dynamics, and national, international and global developments. The presentation will sketch out some
promising lines of research in this area, and will also suggest potential links
with my current research project on the life and educational career of Sir
Cyril Norwood, a leading British educational policy maker of the twentieth
century.
Η
ανώτατη εκπαίδευση έχει αποτελέσει το επίκεντρο του ανανεωμένου ιστορικού
ενδιαφέροντος τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ρίξει
φως στις ιδιαίτερες εμπειρίες συγκεκριμένων ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης σ’
ένα ευρύ πλαίσιο. Ο χαρακτήρας και ο ρόλος των αλλαγών στην εκπαιδευτική
πολιτική, το αναλυτικό πρόγραμμα, οι ιδέες και οι γνώμες, οι φοιτητές και το
προσωπικό άρχισαν, επίσης, να διερευνώνται με περισσότερη λεπτομέρεια. Αυτή η
καινούργια έρευνα μπορεί να θεωρηθεί ως μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας να
κάνουμε μια δεύτερη επίσκεψη στην ιστορική εμπειρία για την ανώτατη εκπαίδευση.
Για να επεκτείνουμε την παραπάνω παρατήρηση, σημειώνουμε ότι χρειάζεται να
γίνουν περισσότερα για να αποτιμηθούν οι προσφορές της ανώτατης εκπαίδευσης στη
ζωή των ατόμων και των οικογενειών, σε ευρύτερες κοινωνικές και πολιτισμικές
ομάδες, καθώς και στη μετατροπή τους σε συνάρτηση με την τοπική δυναμική και
τις εθνικές, διεθνείς και παγκόσμιες εξελίξεις. Αυτή η παρουσίαση σκιαγραφεί
κάποιες υποσχόμενες γραμμές έρευνας σ’ αυτή την περιοχή, και, ακόμη, υποδηλώνει
πιθανές σχέσεις με την τρέχουσα έρευνά μου που αφορά στη ζωή και την
εκπαιδευτική καριέρα του Cyril
Norwood, ενός πρωτοπόρου Βρετανού σχεδιαστή εκπαιδευτικής
πολιτικής τον 20ό αιώνα.
Δε
χρειάζεται να πείσω το παρόν ακροατήριο για την αξία μιας ιστορικής και
συγκριτικής προσέγγισης της ανώτατης εκπαίδευσης.Αυτό το Συνέδριο παρέχει μια
άριστη ευκαιρία για την προαγωγή της και την περαιτέρω εξέλιξή της. Είναι σωστό
σ’ αυτή μας την προσπάθεια να θυμηθούμε και να τιμήσουμε τη μεγίστη προσφορά
του Fritz Ringer,
ενός από τους πρωτοπόρους υπέρμαχους αυτής της προσέγγισης, που πέθανε νωρίτερα
αυτή τη χρονιά. Ίσως, η πιο γνωστή εργασία του με τίτλο Εκπαίδευση και
Κοινωνία στη Σύγχρονη Ευρώπη (Ringer
1979) είχε σαν στόχο να χρησιμεύσει ως «πρόσκαιρο θεμέλιο για ένα νέο πεδίο
σπουδών: τη συγκριτική κοινωνική ιστορία των εθνικών συστημάτων μέσης και
ανώτατης εκπαίδευσης» (σ.1). Επέμενε ότι τα εκπαιδευτικά συστήματα έπρεπε να
μελετώνται και να ερμηνεύονται και ιστορικά και συγκριτικά. Αυτή του η θέση
αποτέλεσε ένα μήνυμα- κλειδί, το οποίο οι Rothblatt και Wittrock θέλησαν
να περάσουν στην εξαίρετη συλλογή τους για
τα πανεπιστήμια στην Ευρώπη και την Αμερική από το 1800. Θεωρούν ότι «η σύγκριση παρέχει ένα εξωτερικό σημείο
αναφοράς για την αξιολόγηση, έναν εξωτερικό τρόπο καθορισμού του πλήθους, της
λειτουργίας, του σκοπού και της επιτυχίας ιδιαίτερων αφηγηματικών στοιχείων στη
δημιουργία και την ανάπτυξη των ιδρυμάτων ενός έθνους». (Rothblatt και Wittrock 1993, σ.7).
Αν,
τελικά, προσδιορίσουμε τους όρους μας μέσα από το εξωτερικό συγκείμενο, τότε
είναι φανερό ότι οι ιστορικοί ερμήνευσαν την «ανώτατη εκπαίδευση» με έναν ευρύ
και εκτεταμένο τρόπο. Οι Rothblatt και Wittrock, επίσης, παρατηρούν ότι η ανώτατη εκπαίδευση
περιλαμβάνει «μεραρχίες θεμάτων και προβλημάτων για ανάλυση» που εκτείνονται σε
ευρύ πεδίο και έχουν ανακριβή όρια που ποικίλλουν στα διάφορα ιστορικά και
τοπικά περιβάλλοντα. Σε γενικές γραμμές, ισχυρίζονται ότι η «μελέτη της ανώτατης
εκπαίδευσης είναι ανάλογη με τη μελέτη της ανθρώπινης δραστηριότητας, καθόσον
συμβάλλει στην κοινωνικοποίηση, στην κουλτούρα, στην ανάπτυξη των ικανοτήτων
και της δημιουργικότητας σ’εκείνα τα μετακινούμενα επίπεδα της εκπαιδευτικής
οροθεσίας που αποκαλύπτονται από την ιστορία» (Rothblatt και Wittrock 1993, σ.3). Αυτή η θέση είναι σύμφωνη με την αντίληψη
του Ringer ότι η ιστορία της ανώτατης εκπαίδευσης, ιδωμένη ως
μείζον ζήτημα στην ιστορία της γνώσης, διασταυρώνεται και με την ιστορία της επιστήμης
και με τη γενική ιστορία του πνεύματος (Ringer 1977, σ.251). Είναι σημαντικό να είμαστε ενήμεροι
τόσο για την πιθανή εμβέλεια και διαφορετικότητα όσο και για τις ιστορικές
ανομοιότητες και ανακολουθίες που περιέχονται στην ιδέα της ανώτατης εκπαίδευσης,
έτσι ώστε να παρακολουθήσουμε την ιστορία της όσο περισσότερο γίνεται.
Κατά
κάποιο τρόπο, η τρέχουσα κατάσταση δε φαίνεται να προσφέρει ένα πλαίσιο
κατάλληλο για την ανάπτυξη αυτής της ερευνητικής περιοχής. Ειδικότερα, θα
μπορούσαμε να επισημάνουμε την έλλειψη αντανάκλασης της ιστορίας πάνω στις
τρέχουσες πολιτικές που συνδέονται με την περαιτέρω ανάπτυξη της ανώτατης
εκπαίδευσης. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, η κυβερνητική Λευκή Βίβλος Το
μέλλον της ανώτατης εκπαίδευσης (2003) έδωσε πολύ λίγη σημασία στο ιστορικό
υπόβαθρο ή σε ιστορικά θέματα. Το ίδιο έγινε και σε ένα πιο πρόσφατο έγγραφο
του Βρετανικού Οικονομικού Συμβουλίου Ανώτατης Εκπαίδευσης σχετικά με το
εργατικό δυναμικό (2006). Κι όμως υπάρχει μια ανθίζουσα λογοτεχνία πάνω στην
ανώτατη εκπαίδευση. Αναμφίβολα, αυτό οφείλεται εν μέρει στην ανάπτυξη του
ενδιαφέροντος για τη συστηματοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης. Μέχρι πρόσφατα
θα μπορούσε να αμφιβάλει κανείς για το αν υπήρχε σύστημα της ανώτατης
εκπαίδευσης. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, για παράδειγμα, η προεξάρχουσα
ιστορικός Asa Briggs σημείωνε: «Μόνο τα λίγα τελευταία χρόνια είναι δυνατόν
να μιλάμε με σημασία –αν και ακόμη με κάποια αβεβαιότητα- για ένα «σύστημα»
ανώτατης εκπαίδευσης στην Αγγλία» (Briggs
1969, σ.95). Στην προηγούμενη γενιά, η σχέση ανάμεσα στην ανώτατη εκπαίδευση
και το Κράτος ήταν ένα βασικό ζήτημα, και μαζί μ’ αυτό οι σχέσεις συγκεκριμένων
ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης μεταξύ τους, με άλλες διαστάσεις του
εκπαιδευτικού συστήματος, και με την κοινωνία γενικά.
Ακόμη
και πριν πέντε ή δέκα χρόνια έπρεπε να είχα, ίσως, ψάξει να βρω αν υπήρχε ένα
ξεχωριστό σώμα λογοτεχνίας για την ιστορία της ανώτατης εκπαίδευσης σε αντίθεση
με ένα ετερόκλητο σύνολο γραπτών μεμονωμένων ατόμων που συχνά ενδιαφέρονταν για
την ιστορία του δικού τους χώρου εργασίας. Είναι σίγουρο ότι συνεχίζει να
υπάρχει ένα μεγάλος αριθμός ιστορικών έργων για μεμονωμένα ιδρύματα, τα οποία
έργα ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό σε ποιότητα και σημασία. Υπάρχει ένας μεγάλος
αριθμός από ενδιαφέρουσες και πραγματικά σημαντικές εργασίες που εμφανίστηκαν
την τελευταία δεκαετία. Στη Βρετανία υπάρχουν σημαντικές μελέτες αφιερωμένες
στην ιστορία των Πανεπιστημίων της Οξφόρδης (π.χ. Harrison 1994,
Brock 1997) του Birmingham
(Ives 2000) του Manchester
(Pullan 2004), του Sheffield
(Mathers 2005), του Keele (Kolbert 2000), του Strathclyde (Brown
et al 2004),
καθώς και στην ιστορία μεγάλων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων όπως το Χριστιανικό
Κολέγιο του Cambridge (Reynolds 2005) και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο του Λονδίνου (Aldrich 2002). Πολλές από αυτές τις μελέτες απέβλεπαν στον
εορτασμό των εκατό χρόνων ή κάποιας άλλης σημαντικής επετείου του εν λόγω
ιδρύματος. Παρ’ όλα αυτά, μερικά έχουν κάποια ιστορική αξία.
Ταυτόχρονα,
όπως είχε ελπίσει ο Ringer, ολοένα και περισσότερη
προσοχή δίνεται σε ευρύτερα θέματα και αναλύσεις που δημιουργούν ένα αθροιστικό
σώμα γνώσης, μια αναγνωρίσιμη διεθνή λογοτεχνία πάνω στην περιοχή. Ο Harold Silver
πρόσφατα επέδειξε την ανάπτυξη ενός ζωντανού πεδίου ιστορικής συγγραφής με
ιδιαίτερη αναφορά στο βρετανικό περιβάλλον (Silver 2006). Στις Ηνωμένες Πολιτείες επίσης, υπάρχει μια
σημαντική ανάπτυξη σ’ αυτή την περιοχή. Ο David Labaree, για παράδειγμα, πρόσφατα αφιέρωσε την προεδρική
προσφώνησή του στην Εταιρία της Ιστορίας της Εκπαίδευσης στις Η.Π.Α. στην
ιστορία της φιλελεύθερης και επαγγελματικής ανώτατης εκπαίδευσης στην Αμερική (Labaree 2006). Υπήρξε, επίσης, πρόσφατα ουσιαστική συμμετοχή
των γυναικών στην ιστορία της εκπαίδευσης και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού,
όπως της Carol Dyhouse στη
Βρετανία (Dyhouse 2006), της Linda Eisenmann (2005)
και της Andrea Walton
(2000) στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Robert Anderson (2000) και Keith Vernon
(2004) μελέτησαν μακροπρόθεσμες εξελίξεις στη συστηματικοποίηση της ανώτατης
εκπαίδευσης. Ένας αριθμός εθνικών και τοπικών ιστοριών της ανώτατης εκπαίδευσης
αναπτύχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες (Thelin 2004), στην Ασία ( Altbach 2004),
και στην Αφρική (Lulat
2005), ενώ δεν υπήρξε κάτι ενδιαφέρον στη Βρετανία. Σε πολλές από αυτές τις
μελέτες υπήρχαν σημάδια που υπόσχονταν τη χρήση μιας ευρύτερης κλίμακας
ιστορικών πηγών, και δείγματα πρόσφορης ενασχόλησης με θεωρητικά θέματα.
Θα
έπρεπε, ίσως, να παρατηρήσουμε ότι ένας
αριθμός από σημαντικές περιοχές της ανώτατης εκπαίδευσης έχουν κάπως
παραμεληθεί. Η εθνικότητα, για παράδειγμα, χρειάζεται περισσότερη και πιο
λεπτομερή προσέγγιση, καθόσον και εδώ υπάρχουν οι ρίζες μιας ενδιαφέρουσας και
χρήσιμης λογοτεχνίας (π.χ. Angulo 2005, Moss 2006).
Το αναλυτικό πρόγραμμα και η παιδαγωγική της ανώτατης εκπαίδευσης και το πεδίο
έρευνας είναι, σε κάποιο βαθμό, μυστικές περιοχές, αν και η ολοένα αυξανόμενη
προσέγγισή τους θα προσφέρει περισσότερες γνώσεις την επόμενη δεκαετία (βλέπε
π.χ. Lagemann 2000). Ο ρόλος του ατόμου και η καριέρα στην περιοχή της
ανώτατης εκπαίδευσης, καθώς και αυτός των οικογενειών σε σχέση με τις
κοινωνικές ομάδες και τάξεις στα πλαίσια των οποίων λειτούργησαν, παρέχει
επιπλέον κίνητρο για περαιτέρω έρευνα.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να δώσουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις τοπικές,
περιφερειακές, εθνικές, διεθνείς και παγκόσμιες αλληλεπιδράσεις και δυναμικές
που θα μπορούσαν να είναι βασικά θέματα στην ιστορία της ανώτατης εκπαίδευσης
και να μας παρέχουν μεγαλύτερη επίγνωση της ιστορικής εμπειρίας για την ανώτατη
εκπαίδευση απ’ ό,τι είχαμε μέχρι τώρα.
Η περίπτωση
του Cyril Norwood του St John’s College, Oxford University
(βλέπε επίσης McCulloch 2006, 2007 υπό έκδοση):
1)
Η ζωή και η εκπαιδευτική καριέρα του Norwood
2)
Οι συνεισφορές του Norwood σε ιδέες και πολιτικές
ανώτατης εκπαίδευσης (π.,χ. Η ανώτατη εκπαίδευση των Αρρένων στην Αγγλία
(1900)
3)
Δεσμοί ανάμεσα στη μέση και την ανώτατη εκπαίδευση
4)
Χαρακτηριστικά των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης
5)
Βιογραφία: η καριέρα «ενός Οξφορδιανού», οι ζωές, οι οικογένειες, οι κοινωνικές
ομάδες, τα δίκτυα.
Υπάρχει
ακόμη η ανάγκη να μιλήσουμε με πιο αποτελεσματικό τρόπο για τη σχέση της
ιστορίας με τις τρέχουσες πολιτικές. Πρέπει, επίσης, να συνεχίσουμε να
μαθαίνουμε πώς να αναπτύξουμε τις πλήρεις συνέπειες της ιστορικής και
συγκριτικής προσέγγισης στην ιστορία της ανώτατης εκπαίδευσης. Ο ρόλος, όμως,
των ατόμων και των οικογενειών, θα είναι σημαντικός για την ανάπτυξη αυτού που
ο Fritz Ringer
αγωνίστηκε τόσο ένθερμα, μιας συγκριτικής κοινωνικής ιστορίας της μέσης και της
ανώτατης εκπαίδευσης.