H Συγκριτική Παιδαγωγική (ΣΠ) στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο:

η περίπτωση των Π.Τ.Δ.Ε.

 

 

 

 

 

Πέλλα ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΑΚΗ

Καθηγ. Συγκριτικής Παιδαγωγικής Πανεπιστήμιο Κρήτης

Κώστας ΚΑΡΡΑΣ

 Δρ., Διδάσκων στο Μαράσλειο Διδασκαλείο Πανεπιστήμιο Αθηνών

 

 

 

 

 

Εισαγωγικά: περί Συγκριτικής Παιδαγωγικής γενικά

 

Οι βάσεις για τη θεμελίωση της Συγκριτικής Παιδαγωγικής ως επιστημονικό πεδίο μελέτης και έρευνας εντοπίζονται στο τέλος του 19ου αιώνα, ο οποίος όπως είναι γνωστό χαρακτηρίστηκε από σπουδαίες κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικο-ιδεολογικές αλλαγές σε διεθνές επίπεδο. Ενδεικτικά μπορεί να αναφέρει κανείς τη δραστηριοποίηση στο χώρο της βιομηχανοποίησης και τις διάφορες αλλαγές στην επαγγελματική δομή, στην οικονομία και την αγορά εργασίας, την εμφάνιση και την προοδευτική αύξηση των δημοσίων υπαλλήλων, των ειδικευμένων εργατών, κ.λπ., μαζί με την ανάδειξη της μεσαίας τάξης, την ανάπτυξη του Εργατικού Κινήματος, τους διάφορους οικονομικούς και τεχνολογικούς ανταγωνισμούς, κ.ά. Μέσα σ’ένα τέτοιο κλίμα αναπτύχθηκαν και καινούργιες εκπαιδευτικές ανάγκες, τάσεις και προσανατολισμοί.[1] Η θεμελίωση λοιπόν και η ανάπτυξη της ΣΠ συνδέθηκε στενά όχι μόνο με τους προσανατολισμούς αυτούς στον ευρύτερο κοινωνικο-πολιτικό χώρο αλλά και με τους προσανατολισμούς του έθνους-κράτους το οποίο αποτέλεσε κυριαρχούσα ιδεολογία στην Ευρώπη του 19ου αιώνα και συνδέθηκε στενά με την κουλτούρα και την πολιτική αντικαθιστώντας τον ‘παγκόσμιου χαρακτήρα’ που είχε η εκπαίδευση κατά τον προηγούμενο αιώνα.[2] Εξάλλου, κατά τον 19ο αιώνα γίνεται συζήτηση και αναζήτηση νέων εκπαιδευτικών προτύπων, νέων εκπαιδευτικών ιδεών και πρακτικών[3] ενώ τα διάφορα κράτη αρχίζουν πλέον συστηματικά να συγκεντρώνουν πληροφορίες, γνώσεις και εμπειρίες[4] από ξένα εκπαιδευτικά συστήματα, εκπαιδευτικούς θεσμούς και εκπαιδευτικά δρώμενα. Η προοδευτική εξάπλωση του εθνικισμού, η οργάνωση της εθνικής εκπαίδευσης σε δημόσια βάση, η δημιουργία σχολικών διοικήσεων σε εθνικό επίπεδο και η δημιουργία εθνικών δευτεροβάθμιων και ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα στο χώρο της εκπαίδευσης στην Ευρώπη κατά το τέλος του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα,[5] όπως επίσης και ‘η περίοδος του εκπαιδευτικού δανεισμού’ στην οποία εντοπίζονται εντατικοποιημένες προσπάθειες για άμεση γνωριμία με τα ξένα εκπαιδευτικά συστήματα και για ‘δανεισμό των χρήσιμων’ εκείνων στοιχείων που θα συντελέσουν στην ανάπτυξη του εθνικού εκπαιδευτικού συστήματος κάθε χώρας,[6] γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να συστηματοποιηθεί η ανάγκη για εκπαιδευτικές αναζητήσεις και συγκρίσεις. Παράλληλα, κατά την περίοδο αυτή, η οποία ουσιαστικά αποτελεί και την περίοδο διαμόρφωσης της ΣΠ ως επιστήμης, ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στη διδασκαλία της ΣΠ στα ανώτατα Ιδρύματα και Κολλέγια μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικής, φιλοσοφικής και ανθρωπιστικής θεμελίωσης της εκπαίδευσης και της προετοιμασίας των μελλοντικών εκπαιδευτικών.[7]Κύρια χαρακτηριστικά των μελετών που σχετίζονται με την εκπαίδευση στις ξένες χώρες κατά τον 19ο αιώνα είναι ο περιγραφικός και χρησιμοθηρικός χαρακτήρας τους, η προσπάθεια εξευρωπαϊσμού μέσω της εκπαίδευσης, τουλάχιστον σε ορισμένες από αυτές, η συχνή χρήση της έννοιας της ‘σύγκρισης’, καθώς και η έμφαση στη λαϊκή εκπαίδευση (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια, ανώτατη και τεχνική και επαγγελματική).[8]

 

Χαρακτηριστικά παραδείγματα πρώιμων συγκριτικών εκπαιδευτικών μελετών είναι κυρίως οι Εκθέσεις και οι έρευνες που αφορούν εκπαιδευτικά συστήματα άλλων χωρών στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Γερμανία, στην Αγγλία, στη Γαλλία, στο Βέλγιο στη Ρωσία, στον Καναδά, στη Νέα Ζηλανδία και αλλού[9].  Σημειώνουμε, επίσης, ότι στο τέλος του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα ιδρύονται Ινστιτούτα, Ενώσεις και Ερευνητικά Κέντρα τα οποία συλλέγουν και καταγράφουν πληροφορίες για τα διάφορα εκπαιδευτικά συστήματα και αργότερα αρχίζουν να εκδίδονται και παιδαγωγικά περιοδικά που θα συμβάλλουν στην προώθηση των συγκριτικών εκπαιδευτικών μελετών. Παράλληλα ιδρύονται και φιλανθρωπικά Ιδρύματα που συνέβαλαν και αυτά με τον τρόπο τους  στην προώθηση της εκπαίδευσης σε διεθνές επίπεδο  ενισχύοντας οικονομικά ποικίλες εκπαιδευτικές δραστηριότητες σε διάφορα μέρη. Επιπλέον, διεθνή συνέδρια και συμπόσια[10] όπως και διεθνούς κύρους Οργανισμοί θα συμβάλλουν με τη σειρά τους προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή την προώθηση συγκριτικών μελετών.

 

Γενικά στο διεθνή χώρο, οι πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα αποτελούν την κρίσιμη περίοδο στην ιστορία της ΣΠ: είναι η εποχή που έχουν κυκλοφορήσει οι κλασικές εργασίες σημαντικών συγκριτολόγων όπως του Sadler[11], του Kandel,[12] του Hans[13], του Rosselo[14], του Schneider[15], και -κατά τα μέσα του 20ού αιώνα οι επίσης σημαντικές μελέτες των Bereday[16], Holmes[17], King[18], Noah & Eckstein[19]. Ιδιαίτερα, μάλιστα, κατά τη δεκαετία του 1960 οι σημαντικότερες εργασίες στο χώρο της Συγκριτικής Παιδαγωγικής είχαν ως κύριο μέλημά τους την “καλυτέρευση της εκπαίδευσης” που ως στόχο της θα είχε την ατομική και κοινωνική ευημερία. Αυτή η ιδέα της “καλυτέρευσης” κυριάρχησε κατά τα πρώτα στάδια ανάπτυξης της επιστήμης της ΣΕ. Τα επόμενα χρόνια (δεκαετία του 1970) αποτέλεσαν ουσιαστικά μια περίοδο επαναξιολόγησης του ρόλου και της αποτελεσματικότητας της εκπαίδευσης στον ευρύτερο χώρο των κοινωνικο-πολιτικών και οικονομικών φαινομένων και γεγονότων, κατάσταση που θα οδηγήσει τη ΣΠ σε περαιτέρω προσεγγίσεις, τόσο σε μικρο- όσο και σε μακρο-επίπεδο. Είναι γεγονός, πάντως, πως η προσπάθεια για την προσέγγιση των εκπαιδευτικών πραγμάτων σε διεθνές επίπεδο μεγιστοποιείται μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εφόσον μάλιστα ο ρόλος και η αποτελεσματικότητα του σχολείου αρχίζει πλέον συστηματικά να αμφισβητείται.

Πάντως οι απαρχές της “επιστημονικής” αναζήτησης στη Συγκριτική Παιδαγωγική αρχίζουν να εμφανίζονται με τη συστηματική προσέγγιση του Marc Antoine Jullien de Paris (1817).

 

Κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι δραστηριότητες στο χώρο της εκπαίδευσης, όπως διεθνείς συνεργασίες, εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, κινήματα αγωγής, εκπαιδευτικές καινοτομίες, διεθνείς έρευνες, δημιουργία ενώσεων, σωματείων και εταιρειών με διεθνές κύρος καθώς και εκδόσεις έγκυρων διεθνών περιοδικών στο χώρο, οδήγησαν σε νέους δρόμους την ανάπτυξη της ΣΕ, η οποία –όπως ήταν φυσικό- δέχθηκε την έντονη επίδραση των Κοινωνικών Επιστημών που αναπτύσσονται επίσης με ραγδαίο τρόπο κατά τις δεκαετίες αυτές[20]. Κάτω από την επίδραση αυτή οι συγκριτολόγοι θα προσπαθήσουν -όχι χωρίς προβλήματα- να κατασκευάσουν αναλυτικές ερμηνευτικές κατηγορίες για τα εκπαιδευτικά φαινόμενα με σκοπό να προδιαγράψουν την πορεία των φαινομένων αυτών.[21] Ιδιαίτερα μάλιστα, μετά τη δεκαετία του 1950, η σταθερή πλέον διεθνοποίηση του παιδαγωγικού στοχασμού αρχίζει να δέχεται και την επίδραση πολλών νέων επιρροών, όπως την έντονη δραστηριότητα των διεθνών οργανισμών στο χώρο της εκπαίδευσης (ΟΟΣΑ, Διεθνής Τράπεζα, Unesco), οι οποίοι επιδρούν με τη σειρά τους στη διαμόρφωση των εθνικών εκπαιδευτικών πολιτικών -ιδιαίτερα στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, αλλά  και την επίδραση των θέσεων για το Ανθρώπινο κεφάλαιο (human capital) που στη συνέχεια θα στηρίξουν τις θεωρίες του εκσυγχρονισμού (theories of modernazation). Μετά το 1950 έχουμε, επίσης, την οργάνωση της επιστημονικής συγκριτικής εκπαιδευτικής κοινότητας[22], η οποία προσπαθεί να οριοθετήσει πλέον σταθερά τους σκοπούς και τους στόχους της (ίδρυση της Comparative and International Education Society στα 1956, της Comparative Education Society in Europe στα 1961, έκδοση του περιοδικού Comparative Education Review στα 1957, του περιοδικού Comparative Education στα 1965, εμφάνιση κλασικών μελετών στο χώρο της ΣΕ, κ.λπ.).[23] Κατά τη δεκαετία του 1960 που ακολουθεί έχουμε πλέον την αντιπαράθεση βασικών εννοιολογικών απόψεων και κυρίαρχων μεθοδολογικών προσεγγίσεων. Συνοπτικά,  η “επιστημολογική” θα λέγαμε αναζήτηση της ΣΠ αρχίζει πλέον να συστηματοποιείται κατά τις επόμενες δεκαετίες[24] με τις θεωρήσεις του λειτουργικού φονξιοναλισμού, του δομο-λειτουργισμού, του μεθοδολογικού εμπειρισμού, του κοινωνιολογικού λειτουργισμού, της προσέγγισης/ θεώρησης των εκπαιδευτικών προβλημάτων και τη θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου και να οδηγείται σε νέες αναζητήσεις και προβληματισμούς με  τις νεομαρξιστικές θεωρήσεις των Martin Carnoy και Michael Apple, καθώς και την ιστορική συγκριτική ανάλυση.[25]

 

Η ΣΠ ως ακαδημαϊκό μάθημα διδάσκεται πλέον από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών (στο Manchester από τον Kandel, στο Southempton από τον Clarke, στον Καναδά από τον MacGill, στην Αμερική από τους Sanford και Monroe στη στο Salzburg από τον  Schneider, στη Βαρσοβία από τον  Hessen),  [26] Η ΣΕ αρχικά ως μέρος του Προγράμματος Σπουδών Μόρφωσης των Εκπαιδευτικών εντάχθηκε σαν μέρος του μαθήματος της Ιστορίας της Εκπαίδευσης. Αργότερα, αποτέλεσε αυτόνομο μάθημα, το οποίο έδωσε έμφαση κυρίως στην ανάλυση των εκπαιδευτικών συστημάτων ανά τον κόσμο.[27]

 

 

Η Συγκριτική Παιδαγωγική στην Ελλάδα

 

Στην Ελλάδα η πρώιμη πορεία της Συγκριτικής Παιδαγωγικής (ΣΠ) σηματοδοτείται στο τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι πρώιμες αυτές συγκριτικές παιδαγωγικές προσεγγίσεις έχουν χαρακτήρα περιγραφικό/ πληροφοριακό, ωφελιμιστικό και αποσπασματικό/ ευκαιριακό. Μάλιστα, η συγκρότηση του συγκριτικού εκπαιδευτικού παραδείγματος για την περίοδο αυτή θα μπορούσε να περιλαμβάνει τέσσερις διαφορετικές «κατηγορίες» πηγών οι οποίες καθορίζουν –και διαφοροποιούν ταυτόχρονα- τις συγκριτικές προσεγγίσεις. Ουσιαστικά αναφερόμαστε σε τέσσερα διαφορετικά συγκριτικά παραδείγματα στο χώρο της Συγκριτικής Παιδαγωγικής, τα οποία ισχύουν για την Ελλάδα, θα μπορούσαν όμως να εντοπιστούν και να καταγραφούν –με μελλοντική συστηματική έρευνα- και στο διεθνή χώρο:

 

α. Το ταξιδιωτικό/ περιηγητικό συγκριτικό παράδειγμα, το οποίο έχει χαρακτήρα συγκυριακό/ συμπτωματικό (ο περιηγητής δεν έχει σκοπό να μελετήσει αποκλειστικά την εκπαίδευση μιας χώρας), βασίζεται στην προσωπική-βιωματική προσέγγιση και εντάσσεται σ’ ένα ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο. Πηγή του συγκριτικού αυτού παραδείγματος αποτελούν οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις και οι περιηγήσεις γνωστών ταξιδιωτών, κυρίως από την Ευρώπη.

 

β. Το πολιτικό-νομοθετικό συγκριτικό παράδειγμα, το οποίο έχει χαρακτήρα πολιτικό και αποδεικτικό (τάσσεται υπέρ ή κατά μιας συγκεκριμένης εκπαιδευτικής πολιτικής μιας χώρας για να υιοθετήσει ή να απορρίψει το σύστημά της) και χρησιμοποιεί το συγκριτικό επιχείρημα ή αντεπιχείρημα. Πρόκειται για παράδειγμα που ακολουθεί την επικαιρότητα της εκπαίδευσης αφού ως επιχείρημα ενδιαφέρεται το παρόν και τις σύγχρονες τάσεις στην εκπαίδευση. Πηγή του συγκεκριμένου συγκριτικού παραδείγματος είναι οι συζητήσεις στη Βουλή που αφορούν ψήφιση εκπαιδευτικών νομοσχεδίων-επίσημα πρακτικά, καθώς και εισηγήσεις και νομοσχέδια περί παιδείας.

 

γ. Το επιστημονικό συγκριτικό παράδειγμα, το οποίο έχει χαρακτήρα αναλυτικο-ερμηνευτικό, μεθοδολογικό και επιστημονικό και είναι συστηματικό και διαχρονικά και συχνά υποστηρικτικό μιας συγκεκριμένης εκπαιδευτικής πολιτικής μιας χώρας της οποίας την εκπαίδευση προκρίνει ως την καλύτερη για «δανεισμό». Πηγή του συγκριτικού αυτού παραδείγματος είναι επιστημονικές μελέτες και πονήματα που μελετούν συγκριτικά την εκπαίδευση σε άλλες χώρες. Και τέλος,

 

δ. Το «συνδικαλιστικό» συγκριτικό παράδειγμα, το οποίο έχει χαρακτήρα περιγραφικό και ενημερωτικό, χρησιμοποιεί ένα συγκριτικό επιχείρημα που είναι προτρεπτικό και ωφελιμιστικό, βασίζεται και αυτό στην επικαιρότητα και  συνδέεται με την εκπαιδευτική πολιτική και εκφράζει κυρίως τις απόψεις των εκπαιδευτικών της εποχής (δασκάλων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης). Πηγή για το συγκριτικό αυτό παράδειγμα αποτελούν διάφορα εκπαιδευτικά περιοδικά της εποχής, όργανα κυρίως Συλλόγων δασκάλων και του εκπαιδευτικού κόσμου γενικότερα.

 

Με βάση τα συγκριτικά αυτά παραδείγματα, εντοπίζεται ένας συγκριτικός παιδαγωγικός λόγος της εποχής μέσα από τη θεματική και τις αναφορές σε συγκεκριμένες χώρες, τις προτεραιότητες και τα προβλήματα που παρουσιάζονται στο χώρο της εκπαίδευσης και υπογραμμίζουν το ενδιαφέρον για την εκπαίδευση και τα εκπαιδευτικά δρώμενα, καθώς και την ανάδειξη μιας συγκεκριμένης συγκριτικής εκπαιδευτικής επιχειρηματολογίας που αφορά τα εκπαιδευτικά πράγματα της εποχής σε διάφορες άλλες χώρες. Ο συγκριτικός αυτός παιδαγωγικός λόγος σχετίζεται επίσης με τη βελτίωση της εκπαίδευσης και την εξεύρεση εκπαιδευτικών λύσεων.

Το «επιστημονικό συγκριτικό παράδειγμα» ανιχνεύεται στην Ελλάδα σε πρώιμες επιστημονικές μελέτες σημαντικών για την εκπαίδευση της εποχής τους προσωπικοτήτων.

Εδώ εντάσσεται η μελέτη του Α. Γιάνναρη στις αρχές του 20ού αιώνα (1908). Πρόκειται για ένα επιστημονικό πονημάτιο 49 σελίδων, με τίτλο «Η Δημοσία Παιδεία, Αρχαιόθεν μέχρι Σήμερον, Συνεξεταζομένου κατ’ εξοχήν του σημερινού Γερμανικού συστήματος: ήγουν σύντομος αλλά περιεκτική Ιστορική Μελέτη»[28], το οποίο παρουσιάζει την ιστορική εξέλιξη του εκπαιδευτικού συστήματος της Γερμανίας, τη δομή του αναλυτικά σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης έως την πανεπιστημιακή, μαζί με συγκριτικούς στατιστικούς πίνακες που αφορούν κυρίως τη Γερμανία, αλλά περιλαμβάνουν και άλλες χώρες ( 22 χώρες της Ευρώπης, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία). Η μελέτη αυτή του Γιάνναρη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η πρώτη συγκριτική μελέτη στην Ελλάδα με χαρακτήρα αναλυτικό, δομικό και σε ορισμένες περιπτώσεις ερμηνευτικό, ενώ παράλληλα συγκρίνονται το γερμανικό με το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα με τρόπο συστηματικό, συνοπτικό και τεκμηριωμένο[29].

Στην κατηγορία των πρώιμων επιστημονικών μελετών θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν και η μελέτη του Π. Οικονόμου[30] (1903) και του Ι. Περδικάρη[31] (1901). Πρόκειται για μελέτες που αφορούν την εκπαίδευση στην Κρήτη στις αρχές του 20ού αιώνα, ωστόσο σ’ αυτές παρουσιάζονται ενδιαφέρουσες συγκριτικές παρατηρήσεις με κύριους άξονες σύγκρισης την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών και την υποχρεωτική εκπαίδευση σε χώρες της Ευρώπης (με κύρια συγκριτικά παραδείγματα την Πρωσία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία και την Γερμανία).

Οι πρώτες πάντως συστηματικές μονογραφίες για τη ΣΠ εντοπίζονται στα μέσα του 20ού αιώνα. Πρόκειται για τη μελέτη του Κ.Ι.Πετρίτη, με τίτλο «Συμβολή εις την Συγκριτικήν Παιδαγωγικήν, το νεώτατον αναλυτικόν πρόγραμμα στοιχειώδους εκπαιδεύσεως της Γενεύης»[32]. Το έργο αυτό εμφανίζεται περισσότερο ως περιγραφική συγκριτική μελέτη των αναλυτικών προγραμμάτων στη Γαλλία και Ελβετία/Γενεύη σε σύγκριση με την Ελλάδα. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η μελέτη του Κ.Ι. Κίτσου, με τίτλο «Συγκριτική Παιδαγωγική».[33] Όπως τονίζεται μάλιστα χαρακτηριστικά, το έργο αυτό αφορά τη Συγκριτική Παιδαγωγική γενικά, «το έργον της νέας επιστήμης» καθώς και «δεδομένα συγκριτικών μελετών». Στη μελέτη αυτή συμπεριλαμβάνονται συγκριτικοί στατιστικοί πίνακες από ευρωπαϊκές χώρες με κύριους άξονες σύγκρισης τα αναλυτικά προγράμματα, την οργάνωση και διοίκηση της εκπαίδευσης, την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, τη διδασκαλία των ξένων γλωσσών, κ.ά.

Κατά τις δεκαετίες του 1950, 1960, 1970 (προ-επιστημονική φάση της ΣΠ στην Ελλάδα), εντοπίζομε –κυρίως στο περιοδικό «Σχολείο και Ζωή» (σημερινό «Επιστήμες Αγωγής»[34]) –σειρά άρθρων για την προσχολική αγωγή, την πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμιας, τριτοβάθμια και τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση, τα αναλυτικά προγράμματα και την εκπαίδευση εκπαιδευτικών, κλπ. στις χώρες της Ευρώπης[35] και της Αμερικής. Τα άρθρα αυτά έχουν χαρακτήρα αποσπασματικό, περιγραφικό και ευκαιριακό.  Μάλιστα, με την πάροδο του χρόνου, η ταυτότητα των αρθρογράφων της ΣΠ στην Ελλάδα μεταβάλλεται σταδιακά. Οι συγκριτικές μελέτες που εμφανίζονται μεταβάλλονται από περιγραφικά, τυχαία και ταξιδιωτικά μελετήματα σε συστηματικά, επιστημονικά και δομημένα άρθρα με συντάκτες μελετητές από το χώρο της Παιδαγωγικής (και λιγότερο από άλλες Επιστήμες). Έμφαση δε δίνεται κυρίως στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στην Ανώτατη Εκπαίδευση, στα Αναλυτικά Προγράμματα, στην Εκπαίδευση Εκπαιδευτικών, στην Προσχολική Αγωγή, στην Τεχνική-Επαγγελματική Εκπαίδευση, στην Ειδική Αγωγή, στις Εκπαιδευτικές Μεταρρυθμίσεις, στους Διεθνείς Οργανισμούς που σχετίζονται με την Εκπαίδευση, την Εκπαίδευση Ενηλίκων, στα Αντιαυταρχικά Κινήματα Αγωγής, κ.λπ. [36] Μάλιστα μετά την δεκαετία του 1980, οι συγκριτικές μελέτες που αφορούν την Εκπαίδευση των Εκπαιδευτικών, εξαιτίας και της ανωτατοποίησης των Παιδαγωγικών Ακαδημιών, είναι ένας ιδιαίτερα ελκυστικός χώρος μελέτης και έρευνας, εξαιρετικά επίκαιρος και σήμερα στο χώρο της Ευρώπης[37].

Κατά τη δεκαετία του 1980-1990, μαζί με τη δημοσίευση άρθρων για τη ΣΠ ως επιστήμη[38], εμφανίζονται μεταφράσεις συγγραμμάτων Συγκριτικής Παιδαγωγικής από τη γαλλική, ρωσική και γερμανική γλώσσα: το έργο των Debesse-Mialaret (1984) με προλεγόμενα της Μ. Ηλιού[39], η εργασία των Σοκολόβα, Κουζμινά, Ροντιόνωφ (1985) με επιμέλεια του Λ. Αγγέλη[40]  και η μελέτη των Anweiller, Kuebart et al (1987) σε μετάφραση του Δ.Ι.Θωίδη.[41] Επίσης, εντοπίζονται ορισμένα δημοσιεύματα που θα μπορούσαν να ενταχθούν στο χώρο της ΣΠ (ανώτατη παιδεία στην Ευρώπη, κ.ά.).[42] Το 1982 έχομε και την προκήρυξη της πρώτης υποτροφίας από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών.

Η εξέλιξη του κλάδου στην Ελλάδα- στο χώρο της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης- αρχίζει συστηματική πλέον με τις ελληνόγλωσσες μελέτες που εκδόθηκαν κατά το τέλος της δεκαετίας του 1980 και τη δεκαετία του 1990 και εξής, στο πλαίσιο επιστημονικής σειράς με τίτλο: Συγκριτική Παιδαγωγική» υπό τη διεύθυνση του Σήφη Μπουζάκη.[43] Τότε ουσιαστικά μιλάμε στην Ελλάδα για την εξέλιξη του κάδου με τον θεωρητικό, επιστημολογικό και μεθοδολογικό προσανατολισμό της ΣΠ, καθώς και με την παρουσίαση εκπαιδευτικών συστημάτων, κυρίως από το χώρο της Ευρώπης.

Το ενδιαφέρον για τη ΣΠ στην Ελλάδα συνέχισε να αναπτύσσεται συνεχώς με νέες εκδόσεις και μελετήματα για τη ΣΠ στην ελληνική γλώσσα (Καζαμίας, Μπουζάκης, Ματθαίου, Καλογιαννάκη, Αγγέλης, κ.ά.)[44], παράλληλα με τη λειτουργία και τη δραστηριοποίηση δύο σημαντικών Εργαστηρίων ΣΠ στο πλαίσιο των Παιδαγωγικών Τμημάτων του Πανεπιστημίου Πατρών και Αθηνών: το Εργαστήριο Ιστορικού Αρχείου Νεοελληνικής και Διεθνούς Εκπαίδευσης υπό τη δ/νση του Σ. Μπουζάκη και το Εργαστήριο Συγκριτικής Παιδαγωγικής, Διεθνούς Εκπαιδευτικής Πολιτικής και Επικοινωνίας, υπό τη δ/νση του Δ. Ματθαίου.

Σταθμό στην ανάπτυξη και πορεία της ΣΠ στην Ελλάδα αποτελεί και η ίδρυση της Ελληνικής Εταιρείας Συγκριτικής Εκπαίδευσης (ΕΛ.Ε.Σ.Ε.) το 1991 και η έκδοση σχετικού Επιστημονικού Περιοδικού με τίτλο «Συγκριτική και Διεθνής Εκπαιδευτική Επιθεώρηση».

 

 

Η ΣΠ στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο: η περίπτωση των Π.Τ.Δ.Ε.

 

Μετά την πτώση της Δικτατορίας στην Ελλάδα (1974) η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδας (Δ.Ο.Ε.) ανάμεσα σε άλλα, διεκδίκησε με μαζικές κινητοποιήσεις των μελών της την ένταξη των σπουδών των εκπαιδευτικών και των νηπιαγωγών στα Πανεπιστήμια. Το 1983 ψηφίστηκε το Προεδρικό Διάταγμα με το οποίο ιδρύθηκαν και λειτούργησαν από το 1984 τα Παιδαγωγικά Τμήματα ως αυτόνομα πανεπιστημιακά Τμήματα. Αυτό αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα του κλάδου. ΄Ετσι, τα Παιδαγωγικά Τμήματα θεωρήθηκαν ότι έχουν ως αποστολή τους τη δημιουργία ενός νέου τύπου «δασκάλου» σε αντικατάσταση του παλαιότερου. Αυτός ο νέος «δάσκαλος» θα είναι εφοδιασμένος με επιστημονική συγκρότηση και κοινωνική καταξίωση.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του Προεδρικού Διατάγματος 320/83, τα Παιδαγωγικά Τμήματα έχουν ως αποστολή:

-να καλλιεργούν και να προάγουν τις Παιδαγωγικές Επιστήμες με την ακαδημαϊκή και την εφαρμοσμένη διδασκαλία και έρευνα,

-να παρέχουν στους πτυχιούχους τους τα απαραίτητα εφόδια που θα εξασφαλίζουν την άρτια κατάρτισή τους για την επιστημονική και την επαγγελματική τους σταδιοδρομία,

-να συμβάλλουν στην εξύψωση του επιπέδου και στην κάλυψη των αυξανόμενων αναγκών της Εκπαίδευσης σε ό,τι αφορά τα ζητήματα Παιδαγωγικής,

- να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση και επίλυση παιδαγωγικών προβλημάτων γενικά.

      Στο πλαίσιο αυτό οι Οδηγοί Σπουδών των Τμημάτων αυτών περιλαμβάνουν από τότε σειρά μαθημάτων, σεμιναρίων και πρακτικών ασκήσεων προσαρμοσμένων –όσο το δυνατόν- στην αποστολή ίδρυσής τους.

Ειδικότερα, η ΣΠ διδάχθηκε για πρώτη φορά στο Πανεπιστήμιο Κρήτης από τον Ανδρέα Καζαμία και στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων από την Μαρία Ηλιού, ενώ στην Κύπρο από τον Παναγιώτη Περσιάνη.  Με την πάροδο του χρόνου όλο και περισσότερα μαθήματα Συγκριτικής Παιδαγωγικής εντάχθηκαν στους Οδηγούς αυτούς και διδάσκονταν –ανάμεσα στα άλλα- στους μελλοντικούς εκπαιδευτικούς στην Ελλάδα.

 

Σήμερα, μια ενδεικτική παρουσίαση της ΣΠ όπως εντοπίστηκαν στους Οδηγούς Σπουδών των ετών 2005-2006 των Παιδαγωγικών Τμημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης στη χώρα μας, έχει ως εξής:

 

Π.Τ.Δ.Ε.             ΜΑΘΗΜΑΤΑ

 

ΘΡΑΚΗΣ           Συγκριτική Θεώρηση των εκπαιδευτικών τάσεων

                          Συγκριτική Παιδαγωγική Ι

                          Συγκριτική Παιδαγωγική ΙΙ

                          Ευρωπαϊκή Διάσταση στην Εκπαίδευση

 

ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ                         -

 

ΚΡΗΤΗΣ            Επιστημολογικά και Μεθοδολογικά Ζητήματα της ΣΠ

                          Θεμελιωτές της ΣΠ

                          Συγκριτική Παιδαγωγική: η εκπαίδευση στις χώρες της Ευρώπης

                          Ευρωπαϊκή και Οικουμενική Διάσταση στην Εκπαίδευση

 

ΦΛΩΡΙΝΑΣ       Συστήματα Προσχολικής Αγωγής στην Ευρώπη

                          Παγκοσμιοποίηση και Εκπαίδευση

                          Διεθνής Εκπαιδευτική Πολιτική

 

ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ:                           -

 

ΑΙΓΑΙΟΥ                                 -

 

ΠΑΤΡΩΝ           Συγκριτική Παιδαγωγική

                          Ειδικά Θέματα Συγκριτικής Παιδαγωγικής

                          Ευρωπαϊκή Διάσταση στην Εκπαίδευση

 

ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ                            -

 

ΑΘΗΝΩΝ           Συγκριτική Παιδαγωγική

                           Εκπαιδευτικά Προβλήματα και Εκπαιδευτική Πολιτική

                           Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση: μια πρόκληση για την εκπ/ση        (διαλέξεις)

                           Εκπαίδευση Ενηλίκων από Απόσταση με τη χρήση τηλεδιάσκεψης

 

Όπως φαίνεται από τον παραπάνω ενδεικτικό πίνακα, η διδασκαλία της ΣΠ στα Π.Τ.Δ.Ε. σχετίζεται κυρίως με τα εξής θέματα:

 

*       Επιστημολογικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις γύρω από τη Σ.Π

*       Αναφορές σχετικά με τον πρώιμο ιστορικό λόγο

*       Λόγος για τους θεμελιωτές της Σ.Π

*       Αναφορές στις σύγχρονες τάσεις της Σ.Π

*       Αναφορά στα συστήματα εκπαίδευσης στις Ευρωπαϊκές χώρες

*       Λόγος για την ευρωπαϊκή και οικουμενική διάσταση στην εκπαίδευση καθώς και με θέματα σχετικά με

*       Την Ευρωπαϊκή διάσταση στην εκπαίδευση,

*       Την εκπαιδευτική πολιτική και τα Εκπαιδευτικά προβλήματα

*       Την παγκοσμιοποίηση, αλλά και

*       Την εκπαίδευση των ενηλίκων από απόσταση (τηλεδιάσκεψη).

 

Το μεγαλύτερο μέρος των προγραμμάτων που σχετίζονται με τη Σ.Π καλύπτουν σήμερα οι αναφορές σε επιστημολογικά και μεθοδολογικά ζητήματα μαζί με τις ανάλογες αναφορές στους θεμελιωτές της επιστήμης αυτής, καθώς και με σύγχρονες τάσεις στην εκπαίδευση στον κόσμο και ιδιαίτερα στην Ευρώπη.

 

Πιο συγκεκριμένα, όπως φαίνεται και στο γράφημα που ακολουθεί, η Συγκριτική Παιδαγωγική, ως τίτλος μαθήματος εμφανίζεται στα τρία (Θράκης, Πατρών, Αθηνών) από τα πέντε Παιδαγωγικά Τμήματα Δημοτικής Εκπαίδευσης που περιλαμβάνουν στους Οδηγούς Σπουδών τους σχετικά με το χώρο μαθήματα στην Ελλάδα. Στο Π.Τ.Δ.Ε του Πανεπιστημίου Κρήτης, θα λέγαμε ότι το περιεχόμενο του ευρύτερου αυτού τίτλου που αφορά στην επιστήμη της Σ.Π, αποδίδεται με δύο αναλυτικότερους τίτλους μαθημάτων που αφορούν στα «Επιστημολογικά και Μεθοδολογικά Ζητήματα της Σ.Π» το πρώτο, ενώ το δεύτερο στους «Θεμελιωτές της Σ.Π». Σε σχέση με το μάθημα της επιστήμης της Σ.Π, πρέπει να επισημάνουμε ότι στο Π.Τ.Δ.Ε του Πανεπιστημίου Πατρών προσφέρεται επίσης το μάθημα «Ειδικά Θέματα Συγκριτικής Παιδαγωγικής» που περιλαμβάνει τις σύγχρονες τάσεις στη Συγκριτική Παιδαγωγική, αλλά και ζητήματα σχετικά με την αξιολόγηση των μαθητών και των εκπαιδευτικών. Επίσης περιλαμβάνει αναφορές στη μόρφωση, την επιμόρφωση και τη μετεκπαίδευση των εκπαιδευτικών μέσα από μια συγκριτική θεώρηση.

 



 

 


Ταύτιση εμφανίζεται στα Προγράμματα Σπουδών σε τρία (Θράκης, Κρήτης, Πατρών), από τα πέντε Π.Τ.Δ.Ε των Ελληνικών Πανεπιστημίων σε σχέση με το μάθημα της «Ευρωπαϊκής Διάστασης στην Εκπαίδευση». Στο Π.Τ.Δ.Ε του Πανεπιστημίου Κρήτης το συγκεκριμένο μάθημα προσφέρεται διευρυμένο σε σχέση με τα άλλα δύο Π.Τ.Δ.Ε, περιλαμβάνοντας εκτός από την Ευρωπαϊκή και την Οικουμενική διάσταση στην Εκπαίδευση («Ευρωπαϊκή και Οικουμενική Διάσταση στην Εκπαίδευση»).

Μια άλλη θεματική που καταλαμβάνει σημαντική θέση ανάμεσα στα μαθήματα που διδάσκονται στα πλαίσια της Σ.Π, αφορά στη συγκριτική θεώρηση των τάσεων που επικρατούν γύρω από την εκπαίδευση στις χώρες της Ευρώπης. Το μάθημα αυτό εμφανίζεται με τον τίτλο «Συγκριτική Παιδαγωγική: η εκπαίδευση στις χώρες της Ευρώπης», ενώ αντίστοιχα στο Π.Τ.Δ.Ε της Θράκης έχει τον ευρύτερο τίτλο «Συγκριτική Θεώρηση των εκπαιδευτικών τάσεων». Στο πρόγραμμα σπουδών του Π.Τ.Δ.Ε του Πανεπιστημίου της Φλώρινας περιλαμβάνεται το ίδιο μάθημα που αφορά όμως συγκεκριμένα στην Προσχολική Αγωγή. Ο τίτλος του προσφερόμενου μαθήματος είναι «Συστήματα Προσχολικής Αγωγής στην Ευρώπη». Στο ίδιο Π.Τ.Δ.Ε προσφέρονται δύο ακόμη μαθήματα που αφορούν το πρώτο στη συσχέτιση της παγκοσμιοποίησης με την εκπαίδευση, με τίτλο «Παγκοσμιοποίηση και Εκπαίδευση», ενώ το δεύτερο που έχει τίτλο «Διεθνής Εκπαιδευτική Πολιτική» αφορά στις διεθνής τάσεις και πολιτικές  που αφορούν στην εκπαίδευση.

Τέλος, στο Π.Τ.Δ.Ε του Πανεπιστημίου Αθηνών εκτός από το μάθημα της Σ.Π εμφανίζονται στο ίδιο πλαίσιο τρία ακόμη μαθήματα. Το πρώτο αφορά στα «Εκπαιδευτικά Προβλήματα και την Εκπαιδευτική Πολιτική», το δεύτερο έχει τίτλο «Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση: μια πρόκληση για την εκπαίδευση» με τη μορφή διαλέξεων, ενώ το τρίτο αφορά στην «Εκπαίδευση Ενηλίκων από Απόσταση με τη χρήση Τηλεδιάσκεψης».

Συμπερασματικά, μπορούμε να επισημάνουμε ότι απουσιάζουν από τους Οδηγούς Σπουδών μαθήματα σχετικά με τη σπουδή της Συγκριτικής Παιδαγωγικής σε τέσσερα από τα εννέα Π.Τ.Δ.Ε της χώρας (Ιωαννίνων, Θεσσαλονίκης, Αιγαίου, Θεσσαλίας). Η έλλειψη αυτή συνιστά σημαντικό κενό στο διάλογο που επιχειρείται στην Ελλάδα και διεθνώς από τους μελετητές της εκπαίδευσης και ο οποίος αφορά τις νέες τάσεις και προσεγγίσεις στην εκπαίδευση στο κόσμο, τη νέα γνώση και τις σύγχρονες συγκριτικές σκέψεις/ προσεγγίσεις γενικότερα.

Σημειώνουμε επίσης ότι μαθήματα ΣΠ εντοπίζονται κατά καιρούς και σε άλλα Πανεπιστημιακά Τμήματα της χώρας σποραδικά, όπως σε Τμήματα Νηπιαγωγών, σε Τμήματα Ειδικής Αγωγής και σε Τμήματα ΦΠΨ των Φιλοσοφικών Σπουδών. Περαιτέρω έρευνα που προτιθέμεθα να κάνουμε θα αναδείξει συνολικά την εικόνα της διδασκαλίας του γνωστικού αυτού αντικειμένου στα Α.Ε.Ι. της χώρας.

            Η συζήτηση πάντως που αφορά τη διδασκαλία της ΣΠ στα Ελληνικά Πανεπιστήμια (στην συγκεκριμένη περίπτωση στα Π.Τ.Δ.Ε.), θα μπορούσε να επικεντρωθεί σε ορισμένες βασικές διαπιστώσεις:

 

1η διαπίστωση: η ΣΠ ως γνωστικό αντικείμενο αναπτύχθηκε κυρίως στα Παιδαγωγικά Τμήματα της χώρας, θεωρήθηκε δηλαδή ως βασικό μάθημα για τη μόρφωση και στη συνέχεια επιμόρφωση των μελλοντικών εκπαιδευτικών και των εκπαιδευτικών γενικότερα.

 

2η διαπίστωση: στα Π.Τ.Δ.Ε. αναπτύσσονται οι Επιστήμες της Αγωγής. Η ΣΠ θεωρήθηκε ως σημαντική Επιστήμη της Αγωγής, ήταν λοιπόν φυσικό ότι θα καλλιεργούνταν περισσότερο σε Τμήματα όπου σημαντικό μέρος της κατάρτισης των εκπαιδευτικών ήταν οι Επιστήμες της Αγωγής, δηλαδή τα Παιδαγωγικά Τμήματα. Αυτός είναι και ο πρώτος λόγος ένταξής της ως μάθημα στα Τμήματα μόρφωσης εκπαιδευτικών. Εάν στο μέλλον, στις Φιλοσοφικές Σχολές καθιερωθεί υποχρεωτική η παιδαγωγική κατάρτιση για την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας, και εκεί θεωρούμε ότι είναι σίγουρο πως θα αναπτυχθεί η ΣΠ με παρόμοιο τρόπο, όπως έγινε στα Παιδαγωγικά Τμήματα. 

 

3η διαπίστωση: η αρχική αλλά και η μετέπειτα στελέχωση των Παιδαγωγικών Τμημάτων ήταν τέτοια ώστε μέλη Δ.Ε.Π. και ειδικοί επιστήμονες υπήρξαν ειδικοί στο χώρο της ΣΠ (με σπουδές στο εξωτερικό και διεθνή εμπειρία (Ηνωμένες Πολιτείες, Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία, κλπ.).

 

Είναι πάντως γεγονός ότι στην Ελλάδα η πορεία της ΣΠ καθορίζεται από ορισμένους βασικούς παράγοντες:

 

-από την καθιέρωση της ΣΠ ως προπτυχιακού ή/ και μεταπτυχιακού μαθήματος (υποχρεωτικού ή επιλογής),

-από την εμφάνιση σημαντικής παραγωγής διδακτορικών διατριβών στη ΣΠ από νέους Έλληνες μελετητές που σπουδάζουν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό,

-από το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη ΣΠ και ιδιαίτερα για το τι γίνεται σε άλλα κράτη στο χώρο της εκπαίδευσης, για την Ευρώπη και την παγκοσμιοποίηση,

-από την ίδρυση και τη δραστηριοποίηση της ΕΛ.Ε.Σ.Ε. και την έκδοση και κυκλοφορία του περιοδικού «Συγκριτική και Διεθνής Εκπαιδευτική Επιθεώρηση», και κυρίως,

-από την ανάγκη που εντοπίζεται για σύγκριση του «εαυτού» με τον «άλλο» σε ένα ευρύτερο διεθνοποιημένο/ παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.

 

Στη διεθνή αλλά και την ελληνική βιβλιογραφία οι μελετητές της παιδείας, μετέχοντας στο διάλογο για το σύγχρονο συγκριτικό παιδαγωγικό στοχασμό αναφέρονται σε νέες τάσεις, σε νέες προσεγγίσεις, σε νέα αναδυόμενα θέματα, σε νέες γνώσεις, σε νέες δεξιότητες, σε νέες αλλαγές, σε νέες προκλήσεις. Ένα νέο «παράδειγμα» στη ΣΠ θα μπορούσε στις μέρες μας να έχει χαρακτήρα ολιστικό, θα βλέπει δηλαδή τη σύγκριση ως εσωτερικό και εξωτερικό φαινόμενο συνολικά, καθώς και τις νέες δυναμικές προκλήσεις και καταστάσεις που διαμορφώνονται μέσα από τη διαλεκτική τους σχέση. Επιπλέον οι συγκρίσεις δεν μπορούν πλέον να έχουν τον παλιό παραθετικό/γραμμικό χαρακτήρα, αλλά θα εμπεριέχουν την ερμηνευτική προσέγγιση της αφομοίωσης και ενσωμάτωσης των νέων στοιχείων και χαρακτηριστικών των μελετούμενων καταστάσεων, οι οποίες σε επίπεδο επιστημολογίας θα πρέπει να επαναοριοθετητούν.  Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η σύγχρονη ‘συγκριτική σπουδή’ της εκπαίδευσης μας προτρέπει /ή και μας αναγκάζει να αποκτήσουμε μια νέα συνείδηση/ανάγνωση για το παιδαγωγικό γίγνεσθαι. Αυτή νέα συνείδηση καλείται να σπουδάσει η ΣΕ πλέον ως όρο. Για το λόγο αυτό επιβάλλεται ένα καινούργιο συγκριτικό πλαίσιο αναφοράς, μια διαφορετική γλώσσα, ένας διαφορετικός τρόπος σκέψης, ένας πολυνοηματικός τρόπος πρόσληψης του περιβάλλοντος κόσμου. Εδώ νομίζουμε ότι ο ρόλος της Συγκριτικής Παιδαγωγικής θα μπορούσε να είναι  εξαιρετικά σημαντικός ενόψει του 21ου αιώνα.

 

Αντί Επιλόγου: Σύγχρονοι Προβληματισμοί στο χώρο της ΣΠ

 

Η εκπαίδευση ως ένα από τα επίκεντρα του σύγχρονου στοχασμού οφείλει να μετέχει στους σύγχρονους προβληματισμούς που σχετίζονται με τους νέους οραματισμούς: την οικουμενοποίηση των χώρων της ανθρώπινης δραστηριότητας, την παγκόσμια επικοινωνία, τις πολυποίκιλες αλληλεξαρτήσεις, το τοπικό και το παγκόσμιο, την κατανόηση του κόσμου που περνά μέσα από την κατανόηση του άλλου, τη δημοκρατική συμμετοχή, την πάλη ενάντια στον αποκλεισμό και την προκατάληψη, τις οικονομικές προκλήσεις, τις πολιτικές επιλογές, τους νεωτερισμούς και τη διεθνή συνεργασία. Στο πλαίσιο αυτό οι συγκριτολόγοι οφείλουν να εμπλακούν ενεργά σ’αυτόν τον διάλογο.

Οι ανακατατάξεις και οι κριτικές για την λεγόμενη “ιδεολογία της προόδου” (που συσχετίζεται με τις νέες τάσεις/προδιαθέσεις για συγκεκριμένους χώρους συγκριτικής έρευνας),  για την “έννοια της επιστήμης” (που συνδέεται με τον επαναπροσδιορισμό των θεωριών και των εννοιών που έχουν να κάνουν με τη σύγκριση), για την “ιδέα του έθνους-κράτους” (που αποτελούν πλέον και το επίπεδο αναφοράς της δουλειάς του συγκριτολόγου και τον υποχρεώνουν να επαναοριοθετήσει τα αντικείμενα και της ενότητες της σύγκρισης), και για τον “καθορισμό της συγκριτικής μεθόδου” (που αναφέρεται στις συγκεκριμένες πρακτικές/μεθόδους σύγκρισης), αποτελούν σύμφωνα με σύγχρονους μελετητές τις βασικές όψεις που καθορίζουν ουσιαστικά τον επαναπροσδιορισμό του χώρου της Συγκριτικής Παιδαγωγικής στη σύγχρονη εποχή.

Ιδιαίτερα η ιδέα της οικουμενικής εκπαίδευσης (global education) συνενώνει τους χώρους της νεοαναδυόμενης εκπαίδευσης όπως είναι η περιβαλλοντική, η αναπτυξιακή, η διεθνής, η πληροφορική, η διαβίου εκπαίδευση σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Η αρχή της συνύπαρξης/συμβίωσης και της ισοκατανομής/ίσης συμμετοχής αποτελεί την αρχή της εκπαίδευσης αυτής που έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της ανταγωνιστικής εθνοκεντρικής εκπαίδευσης. Ακόμη, στο πλαίσιο αυτό σημαντικό θεωρείται το θέμα των αξιών και του χαρακτήρα των αξιών το οποίο αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του σύγχρονου στοχασμού που χρειάζεται να απασχολήσει και τον σύγχρονο συγκριτολόγο. Σύμφωνα με σύγχρονους μελετητές[45] το θέμα του ρόλου αλλά και της καθολικότητας των αξιών βρίσκεται στο επίκεντρο του σύγχρονου λόγου και συχνά αποτελεί σημείο αντιπαράθεσης ανάμεσα στο μοντέρνο και μεταμοντέρνο στοχασμό.[46] Καθώς μια από τις βασικές διαστάσεις του μεταμοντερνισμού είναι ο απόλυτος σχετικισμός των αξιών, ο μεταμοντέρνος λόγος υποστηρίζει την ανυπαρξία ιεράρχησης των διαφόρων πολιτισμικών αξιών και των τρόπων ζωής που συνακολουθούν, καθώς ο κοινωνικός και πολιτιστικός πλουραλισμός που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες είναι στενά συνδεδεμένος με ορισμένα κοινωνικο-πολιτικά και πολιτιστικά πλαίσια. Σε αντίθεση με την σχετικιστική αυτή νοοτροπία  της μεταμοντέρνας σκέψης υπάρχει η θέση πως υπάρχουν αξίες με πραγματικά καθολικό/ παγκόσμιο χαρακτήρα με βάση μάλιστα τις οποίες μπορεί κάποιος να ερμηνεύσει τις κοινωνικές πρακτικές σ’ένα ορισμένο ιστορικό και πολιτισμικό συγκείμενο. Συχνά μάλιστα, -και αυτό οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψη του ο συγκριτολόγος- οι διάφορες πολιτισμικές αξίες που συνδέονται με ορισμένες κοινωνικές δομές αλλάζουν/ μετεξελίσσονται και φέρνουν σε επαφή πολιτισμούς και κόσμους με διαμετρικά αντίθετους τρόπους ζωής, αλλά και συνδέονται στενά η μία με την άλλη. Ο ρόλος τους, η επίδρασή τους, η διασύνδεσή τους και η αλλαγή ή μετεξέλιξή τους είναι θέμα ευρύτερου προβληματισμού στο χώρο της παιδείας, της κοινωνίας, της πολιτικής, του πολιτισμού, της οικονομίας. Με λίγα λόγια, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας εδώ -και μαζί και η εκπαίδευση βέβαια- είναι το πρόβλημα της σύνθεσης των συγκρούσεων- ανάμεσα σε αξίες, σε συμφέροντα, σε τρόπους ζωής, σε διεκδικήσεις και σε αιτήματα. Αυτό το πρόβλημα καθίσταται ολοένα και σοβαρότερο, καθώς η κοινωνία αυτή χαρακτηρίζεται ολοένα από τη συνθεθετότητα, τη διαφορετικότητα, την πολυπλοκότητα και την ετερογένεια, γι’ αυτό και ο ρόλος της εκπαίδευσης και της παιδείας γενικότερα συνεχώς αναβαθμίζεται, τίθεται σε νέες βάσεις και προβάλλει νέες αξιώσεις.

Οι συγκριτολόγοι επομένως αντιμετωπίζουν τώρα νέες προκλήσεις και βρίσκονται μπροστά σε νέες δυνατότητες. ΄Ενα πεδίο πρόκλησης για τη συγκριτική έρευνα θα μπορούσε να αποτελέσει ο τρόπος με τον οποίο οι παιδαγωγοί- σαν δημιουργοί, ερμηνευτές και διακινητές της γνώσης και της εκπαιδευτικής πολιτικής- προσπαθούν να δομήσουν τις έννοιες “εαυτός” και “άλλος” συχνά κάτω από την πίεση συγκεκριμένων μεθοδολογικών και ερμηνευτικών παραδόσεων. Ο τρόπος με τον οποίο διαφορετικές πολιτιστικές προοπτικές μπορούν να εμπλακούν σε μια ερμηνεία ή διακίνηση της γνώσης καθορίζει και τη μορφή τη γνώσης ή τις μορφές της γνώσης. 

Ακόμη, οι διαπολιτισμικές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε διάφορους και διαφορετικούς λαούς έχουν αντίκτυπο και στην ανάπτυξη και την έκφραση των εθνικών ταυτοτήτων μέσα σε ένα ευρύτερο πολιτιστικό συγκείμενο. Παράλληλα αυτές οι διαπολιτισμικές αλληλεπιδράσεις επηρεάζουν βαθειά τις εμπειρίες της παγκόσμιας κοινότητας στη σύγχρονη εποχή. Συχνά η υπέρβαση του εθνοκεντρισμού και των εθνοκεντρικών στερεοτύπων γίνεται επιτακτική όχι μόνο για λόγους επιστημολογικούς αλλά και για πολιτισμικούς, εφόσον ο πολυνοηματικός τρόπος πρόσληψης του περιβάλλοντος κόσμου μας επιτρέπει πλέον στις μέρες μας να κατανοήσουμε τις οικουμενικές διαδικασίες που συντελούνται αλλά και να διευρύνουμε τις αντιλήψεις μας για τον υπόλοιπο κόσμο. Η υπέρβαση αυτής της εθνοκεντρικής προσέγγισης δεν συνεπάγεται βέβαια ούτε ισοπέδωση των εθνοπολιτισμών ούτε κατάργησή τους. Η ΣΠ μπορεί εδώ να προσπαθήσει να διαμορφώσει τα θεωρητικά εκείνα πλαίσια και τους τρόπους προσέγγισης των εξελίξεων που θα επιτρέψουν να κατανοήσουμε τις κοινωνικές, εκπαιδευτικές, πολιτικές και άλλες διαδικασίες που συντελούνται σε κοινωνίες που δεν είναι πάντα και κατ’ αποκλειστικότητα πλέον οριοθετημένες στα πλαίσια του έθνους-κράτους.

Σήμερα η εκπαίδευση περνά ριζικές αναθεωρητικές διαδικασίες και η εποχή μας μπορεί να θεωρηθεί σαν μια εποχή επανερμηνείας και ευρύτατων ερμηνευτικών οριζόντων, αλλά και εποχή αποϊδεολογικοποιημένης σκέψης και πολλαπλής μεθοδολογικής ανανέωσης. Οποιαδήποτε πλευρά της ανθρώπινης κοινωνίας δεν προσεγγίζεται σαν αυτόνομη και κλειστή μονάδα.  Η έρευνα αναπροσανατολίζεται, εκσυγχρονίζεται και διευρύνεται.[47] Το μέγιστο ζητούμενο είναι η κατάργηση των ιδεολογικών μηχανισμών που καθορίζουν τη διάχυση και δεξίωση των γνώσεων, η χρησιμοποίηση όλης της κλίμακας των Σχολών στην έρευνα, οι οποίες θα πρέπει να θεωρούνται αδιάσπαστες, η συνολική ερμηνευτική προσέγγιση του κοινωνικού φαινομένου, η συναίσθηση ότι ανήκουμε σε ένα σύνολο συνεχειών και τομών. Η συνεχής ρευστότητα και η αλλαγή της κοινωνικής πραγματικότητας είναι φαινόμενο που μας κάνει να σκεφτόμαστε ότι o εθνοκεντρισμός, η ξενοφοβία, ο μονοπολιτισμός σε μια κατεξοχήν οικουμενική εποχή, τόσο ως προς την έρευνα όσο και ως προς το επίπεδο της κοινοποίησης της έρευνας έχουν πάψει να θεωρούνται ως επαρκής αναλυτικές κατηγορίες. Η εθνοκεντρική αλλά και ευρωκεντρική οριακότητα οδηγεί σε μια απατηλή αντίληψη του ιστορικού γίγνεσθαι και της θέσης μας μέσα σ’ένα κοσμοσύστημα που το διατρέχει μια οικουμενική συνάρτηση. Ο εθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση μας εγκλωβίζει και μας κάνει πολιτισμικά εσωστρεφείς, στοιχείο που δεν μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τον κόσμο μας ως πολλαπλότητα χωροχρονικών διαδικασιών και τη διαλεκτική της αυτογνωσίας, η οποία λειτουργεί ως σχέση γνωριμίας και επικοινωνίας με τον ευρύτερο βιόκοσμο.

            Εν κατακλείδι θα λέγαμε πως σήμερα, ο προβληματισμός στο χώρο της ΣΠ - στην Ελλάδα και αλλού- σχετίζεται ανάμεσα σε άλλα: με τη δομή/ λειτουργία/ αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών συστημάτων στις διάφορες χώρες, με τις διαδικασίες και τους παράγοντες που επηρεάζουν και διαμορφώνουν τα εκπαιδευτικά συστήματα (παγκοσμιοποίηση, ευρωπαϊκή και οικουμενική διάσταση στην εκπαίδευση, πολυπολιτισμικότητα και παιδεία του ανθρώπου-πολίτη), με την προώθηση εκπαιδευτικών καινοτομιών, εκπαιδευτικών ανταλλαγών στη διεθνή κοινότητα και της διερεύνηση της σχολικής γνώσης (έμφαση στις έρευνες γύρω από τη σχολική γνώση στις διάφορες χώρες και στο περιεχόμενο του σχολείου, παρά στο σχολείο ως κοινωνικός θεσμός και οι σχέσεις του με την κοινωνία), με την επαναφορά/ επανίδρυση του ιστορικού παραδείγματος (ιστορικο-συγκριτική έρευνα- ανθρωπιστική ΣΠ που δίνει έμφαση στις ανθρώπινες αξίες και στην ανθρωπιστική παιδεία του ανθρώπου)-«Νέα Κοσμόπολη»[48]. Προς αυτήν την κατεύθυνση θεωρούμε πως θα μπορούσε να κινηθεί και η ΣΠ στον 21ο αιώνα.

 

 

 



[1] A. Kazamias, K. Schwartz, ‘Introduction’, in: Comparative Education Review, special issue: The State of Art, 21/2-3(1977), Π. Καλογιαννάκη, M.Sadler-I.Kandel-N.Hans και η Συγκριτική Παιδαγωγική, Αναζητήσεις και Προβληματισμοί μέσα από το έργο τους, Αθήνα, Συγκριτική Παιδαγωγική.4 (Διευθυντής: Σήφης Μπουζάκης), Gutenberg, 1998, σσ. 13-14.

[2] A. Vexliard, La Pédagogie Comparée, Méthodes et Problèmes, Paris, Presses Universitaires de France, 1967, σελ. 18.

[3] Στις αρχές του 19ου αιώνα αναπτύσσονται και σημαντικές παιδαγωγικές θεωρίες (Pestalozzi, Froebel, Herbart κ.ά.).

[4] Ο 19ος αιώνας θεωρείται ως ο αιώνας «επιλεκτικού δανεισμού» στον τομέα της εκπαίδευσης, Δ. Ματθαίου, «Συγκριτική Σπουδή των Εκπαιδευτικών Τάσεων, οι επιστημονικές παραδοχές της κλασικής ιστορικής προσέγγισης και η σημασία τους στην εκπαιδευτική πολιτική», στο: Σ. Μπουζάκη (επιμ.), Συγκριτική Παιδαγωγική ΙΙΙ, Θεωρητικά, μεθοδολογικά προβλήματα και σύγχρονες τάσεις στη διεθνή εκπαίδευση, Αθήνα, Gutenberg, 1993, σελ. 129.

[5] A. Vexliard, op.cit., σελ. 18.

[6] Σ. Μπουζάκης, ‘Συγκριτική Παιδαγωγική, Θεωρητική Προσέγγιση’, στο: Σ. Μπουζάκη (επιμ.), Συγκριτική Παιδαγωγική ΙΙ, Θεωρητικές Προσεγγίσεις και ξένα εκπαιδευτικά συστήματα, Αθήνα, Gutenberg, 1990,  σελ. 20-21, Δ. Ματθαίου, Συγκριτική Σπουδή της Εκπαίδευσης, Θεωρήσεις και Ζητήματα, Αθήνα, εκδ. Σαβάλλα, 1997, Π. Καλογιαννάκη, Προσεγγίσεις στη Συγκριτική Παιδαγωγική, Τόποι και Τρόποι, Τομές και Παραδείγματα, Αθήνα, Μ.Π.Γρηγόρης, 1998, σσ. 9-17 και 55-70.

[7] A. Kazamias, K.Schwartz, op.cit., σελ. 154, A. Novoa, ‘Modèles d’analyse en Education Comparée: le champ et la carte’, in: Les Sciences de l’Education, 2-3 (1995),σελ. 17.

[8] cf. A. Vexliard, op.cit., σελ. 28.

[9] Π. Καλογιαννάκη, M.Sadler-I.Kandel-N.Hans και η Συγκριτική Παιδαγωγική, Αναζητήσεις και Προβληματισμοί μέσα από το έργο τους, op.cit., σσ. 16-18.

[10]  A. Vexliard, op.cit., σσ. 32-33.

[11] M.Sadler, “How far can we learn anything of practical value from the study of foreign systems of education”, 1900 (ανατυπωμένο στο Comparative Education Review, 7/3(1964)307-314.

[12] I.Kandel, Comparative Education, Houghton Mifflin Co., Boston, 1933, id., The New Era in Education: A Comparative study, Houghton Mifflin co., Boston, 1955.

[13] N.Hans, “The Historical Approach to Comparative Education”, in: International Review of Education, 3 (1959)299-307, id., Comparative Education, Definition and Methods,

[14] P. Rossello, “Comparative Education as an instrument of planning”, in:Comparative Education Review, 4/1 (1960)3-12.

[15]Fr.Schneider, Vergleichende Erzichungswissenschaft, Geschichte, Forschung, Lehre, Quelle & Meyer, 1961.

[16] G.Z.F.Bereday, Comparative Method in Education, Holt, Rinehart & Winston, New York, 1964.

[17] B.Holmes, Problems in education: a comparative approach, London, routledge & Kegan Paul, New York, Humanity Press, 1965.

[18] E.J.King, Comparative Studies and Educational Decision, London, Methuen Educational, 1968.

[19] J.H.Noah, A.M.Eckstein, Toward a Science of Comparative Education, London, Macmillan, 1969.

[20] Πρβλ. για παράδειγμα στα 1925 την ίδρυση του Διεθνούς Γραφείου Εκπαίδευσης (Bureau International de lEducation), στα 1933 την καθιέρωση περιοδικής έκδοσης των εκπαιδευτικών στατιστικών δεδομένων από το παραπάνω Γραφείο και αργότερα από την Unesco, κ.λπ.

[21] A.Novoa, “Modèles d’Analyse en Education Comparée”, op.cit., σελ. 18.

[22] Για τις εταιρείες της ΣΕ, πρβλ. Μ.Ηλιού, “Οι Εταιρείες Συγκριτικής Εκπαίδευσης και η Ελλάδα’, στο: Σύγχρονη Εκπαίδευση 79(1994).

[23] Κλασικά στο χώρο της ΣΕ θεωρούνται ότι αποτελούν τα εισαγωγικά ή προοιμικά κεφάλαια καθιερωμένων μελετών, όπως εκείνες των: I.L.Kandel, Comparative Education, Boston, Houghton Mifflin Co., 1933, M. Hans, Comparative Education (1949), F.Schneider, Vergleichende Erziehundswissenschft (1961), G.Bereday, Comparative Method in Education, (1964), A.Kazamias, B.Massialas, Tradition and Change in Education, (1965), A.Vexliard, LEducation Comparée (1967), A. Kazamias, E.H.Epstein (eds.), Schools in Transition. Essays in Comparative Education, Allyn & Bacon, Boston, 1968, H.Noah, M.Eckstein, Toward a Science of Comparative Education, (1969) κ.ά.

[24] Η εξέλιξη της ΣΕ σηματοδοτείται από την άνθιση των εμπειρικών και μπιχεβιοριστικών επιστημών, καθώς και από την εμφάνιση και εξέλιξη της εμπειρικής κοινωνιολογικής και φονξιοναλιστικής προσέγγισης, κατά τη δεκαετία του 1960, με κύριους εκφραστές τους C.A.Anderson, Philip Foster, Mary Jean Bowman (Σχολή του Σικάγου).

[25] G.Altbach, G. Kelly (eds), New Approaches to Comparative Education, The University of Chicago Press, Chicago and London, 1986, A.Kazamias, “Comparative Pedagogy. An Assignment for the 70s”, in: Compartive Education Review, 16(1972), A.Kazamias, K.Schwartz, “Intellectual and Ideological Perspectives in Compartive Education: An Interpretation”, in: Comparative Education, 21/2-3(1977), W.D.Halls, L’Education Comparée, op.cit., 1990, σσ. 1-64, Α.Καζαμία, “Συγκριτική Παιδαγωγική…, op.cit.,σσ. 4428-4435, Δ. Ματθαίου, “Συγκριτική Σπουδή των Εκπαιδευτικών Τάσεων: οι επιστημολογικές παραδοχές της κλασικής ιστορικής προσέγγισης και η σημασία τους στην εκπαιδευτική πολιτική”, στο: Σ.Μπουζάκης (επιμ.), Συγκριτική Παιδαγωγική ΙΙΙ, Αθήνα, Gutenberg, 1993, Ι. Μπουζάκης, Γ.Κουστουράκης, “Επιστημολογικά παραδείγματα στη Συγκριτική Παιδαγωγική: σύγχρονες τάσεις”, στο: Νέα Παιδεία 73 (1995)97-134, κ.ά.

[26] Σ. Μπουζάκη, ‘Συγκριτική Παιδαγωγική, Θεωρητική Προσέγγιση’, στο: Σ. Μπουζάκη (επιμ.), Συγκριτική Παιδαγωγική ΙΙ, op.cit., σελ. 22.

[27] A.Novoa, “Modèles d’Analyse en Education Comparée”, in: Les Sciences de l’Education, 2-3 (1995) σελ. 17.

[28] Εν Χανίοις, Εκδότης Στυλ. Πετράκης, Βιβλιοπώλης, 1906.

[29] Π. Καλογιαννάκη «Ποίον Παιδευτικόν Σύστημα Προκριτέον;», Το συγκριτικό παράδειγμα στην παιδεία της Κρήτης. Από τις ταξιδιωτικές περιγραφές στον λόγο περί παιδείας των ‘πεπολιτισμένων χωρών’, Αθήνα, Ατραπός, 2005, σσ. 99-107.

[30] Π. Π. Οικονόμου, Η Διοργάνωσις της Εκπαιδεύσεως εν Κρήτη, Εν Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων «Ανέστη Κωνσταντινίδου», 1903.

[31] Ι. Περδικάρη, Το Εκπαιδευτικόν Συνέδριον και αι Επετηρίδες των Γυμνασίων κατά το σχολικόν έτος 1899-1900, Εν Χανίοις, εκ του Κυβερνητικού Τυπογραφείου, 1901.

[32] Εκδόσεις Συλλόγου Φίλων του Βιβλίου Δημοδιδασκάλων Περιφέρειας Πεδιάδος, Ηράκλειον Κρήτης, 1960.

[33] Εκδοτικός Οίκος Ι.Σιδέρης, Αθήναι, 1963.

[34] Το Περιοδικό αυτό εκδίδεται σήμερα από το Π.Τ.Δ.Ε. της Σχολής Επιστημών Αγωγής του Πανεπιστημίου Κρήτης.

[35] Συχνά εντοπίζεται με ευρωκεντρική ελληνική συγκριτική παιδαγωγική, η οποία μάλιστα έχει χαρακτήρα μελιοριστικό/ ωφελιμιστικό.

[36]Για μια αναλυτική παρουσίαση του θέματος, πρβλ. Γ. Στεφανάκη, Η Συγκριτική Παιδαγωγική στην Ελλάδα, Κυρίαρχες Τάσεις και Προοπτικές, Αδημοσίευτη Μεταπτυχιακή Εργασία, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Π.Τ.Δ.Ε. Ρέθυμνο, 2000.

[37] Κ. Καρράς, Σύγχρονες τάσεις στην Εκπαίδευση των Εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας στην Ευρώπη: η περίπτωση της Αγγλίας και της Σουηδίας σε σύγκριση με την Ελλάδα, Master, Ρέθυμνο 2000, ίδιου, Κοινωνικές αναπαραστάσεις Ευρωπαίων εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας ως προς το επάγγελμα τους ενόψει του 21ου αιώνα: μια συγκριτική μελέτη ανάμεσα στην Αγγλία τη Σουηδία και την Ελλάδα, Διατριβή, Ρέθυμνο 2006, ίδιου, Στάσεις Ελλήνων, Άγγλων και Σουηδών Εκπαιδευτικών απέναντι στο επάγγελμα τους, στο: Επιστήμες της Αγωγής, τ.1/2007.

[38] Μ. Ηλιού, Η έννοια της ισότητας των ευκαιριών και η πολλαπλή πολιτική τους

χρήση, στο: Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήµης, 1982, τ. 3: 103-105

[39] M. DebesseG. Mialaret, Οι Παιδαγωγικές Επιστήμες (μτφρ. Α. Τζώρτζη), τ. 3, Συγκριτική Παιδαγωγική, Προλεγόμενα Μαρίας Ηλιού, Αθήνα, Δίπτυχο, 1984.

[40] Μ. Σοκολόβα, Ε. Κουζμινά, Μ.Λ. Ροντιόνοφ, Συγκριτική Παιδαγωγική, (επιμ. Λ.Αγγέλης), Παιδαγωγική Βιβλιοθήκη, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1985.

[41] O. Anweiler, L.Kuebart et al., Εκπαιδευτικά Συστήματα στην Ευρώπη: δομή και προβλήματα ανάπτυξης της εκπαίδευσης, Θεσ/νίκη, Αφοί Κυριακίδη, 1987.

[42] Μ. Ηλιού, Προλεγόμενα. Η Συγκριτική Προσέγγιση στις Επιστήμες της Αγωγής. στο: Οι Παδαγωγικής Επιστήμες, τ. 3, Συγκριτική Παιδαγωγική, Αθήνα, Δίπτυχο, σσ. 11-20.1984.

[43] Σ. Μπουζάκης, Συγκριτική Παιδαγωγική Ι,  Gutenberg, Aθήνα 2005, ίδιου, Συγκριτική Παιδαγωγική ΙΙ, Θεωρητικές Προσεγγίσεις και Ξένα Εκπαιδευτικά Συστήματα, Gutenberg, Aθήνα,2003,  ιδίου, Συγκριτική Παιδαγωγική ΙΙΙ, Θεωρητικά, Μεθοδολογικά Προβλήματα και Σύγχρονες Τάσεις στη Διεθνή Εκπαίδευση, Gutenberg, Aθήνα, 2002.

[44] Πρβλ. Ενδεικτικά : Α. Καζαμίας. & Μ. Κασσωτάκης., (επ.), Ελληνική Εκπαίδευση. Προοπτικές ανασυγκρότησης και εκσυγχρονισμού, εκδ. Σείριος, Αθήνα, 1995, Α.Καζαμίας, Συγκριτική Παιδαγωγική, λήμμα στο: Παιδαγωγική-Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια Λεξικό, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1990, Α. Καζαμίας., Η κατάρα του Σίσυφου στην ελληνική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Μια κοινωνικό-πολιτική και πολιτισμική ερμηνεία, στο: Σ. Μπουζάκης., (επ.), Συγκριτική Παιδαγωγική ΙΙΙ, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2002, Α. Καζαμίας & Μ., Κασσωτάκης (επ.), Η εκπαίδευση του Διδακτικού Προσωπικού στις χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ρέθυμνο, 1987, Σ. Μπουζάκης, ό.π., Καλογιαννάκη Π., Ο «Κόσμος της Εκπαίδευσης», εκδ. Ατραπός, Αθήνα 2005, ίδιας, Συγκριτική Εκπαίδευση και Εκπαιδευτικά Φαινόμενα. Μία θεωρητική – κριτική προσέγγιση, στο: Μπουζάκης Σ., Συγκριτική Παιδαγωγική ΙΙΙ, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2002, ιδίας, Συγκριτική Παιδαγωγική: Μια γαλλόφωνη προσέγγιση, εκδ. Ατραπός, Αθήνα 2002, ιδίας, Sadler, Kandel, Hans και η Συγκριτική Παιδαγωγική, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1998, ίδιας, Προσεγγίσεις στην Συγκριτική Παιδαγωγική, Τόποι και Τρόποι, Τομές και Παραδείγματα, εκδ. Gutenberg, Αθήνα,1998, ίδιας, Η Συγκριτική Παιδαγωγική στον αγγλόφωνο επιστημονικό περιοδικό τύπο, σύγχρονες τάσεις και προοπτικές, στο: Μπουζάκης Σ. (επιμ.), Ιστορικο-συγκριτικές προσεγγίσεις. Τόμος - Αφιέρωμα στον Ανδρέα Καζαμία, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2000, σ.σ. 195-223, Καλογιαννάκη Π. & Μακράκης Β., (επ.), Ευρώπη και Εκπαίδευση, εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα, 1996, Δ. Ματθαίου, Συγκριτική Σπουδή της Εκπαίδευσης, Θεωρήσεις και Ζητήματα, Αθήνα 2002, ιδίου, Το Πανεπιστήμιο στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας. Συγκριτική μελέτη της ιδεολογικής και θεσμικής μεταλλαγής του (επιμ.), Αθήνα 2001, ίδιου, Η εκπαίδευση απέναντι στις προκλήσεις του 21ου αιώνα. Νέες ορίζουσες και προοπτικές (επιμ.), Εκδ. Λιβάνης, Αθήνα 2002

[45] Ν.Μουζέλης, “Η Σύγκρουση των αξιών, εφημερίδα Το Βήμα, 20 Ιουλίου 1997

[46] D.Harvey, The Condition of Postmodernity, Oxford, Blackwell, 1990, A.Giddens, The Consequences of Modernity, Stanford University Pressm 1990, J. Habermas, Ο Φιλοσοφικός Λόγος της Νεωτερικότητας, μτφρ. Λ.Αναγνώστου- Α.Καραστάθη, Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1993.

[47] Πρβλ. “Modernization: the Dominant Framework for Research”, in: P. G. Altbach, R.F. Arnove, G.P.Kelly, Comparative Education, MacMillan Publishing Co, Inc., 1982, pp. 515-519.

[48] Α. Καζαμίας, Περί Συγκριτικής Παιδαγωγικής, ή Προς έναν Προμηθεϊκό Ουμανισμό στη Νέα Κοσμόπολη, (επιμ. Π. Καλογιαννάκη), Σειρά: Συγκριτική Εκπαίδευση (Δ/ντές Σειράς: Α. Καζαμίας-Π. Καλογιαννάκη-Σ. Μπουζάκης), Αθήνα,Εκδόσεις Ατραπός (υπό έκδοση), 2007.