«Πανεπιστήμιο και Μέση Εκπαίδευση: Το Πανεπιστήμιο ως
"παραγωγός" διδακτικού προσωπικού των σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης
(1833-1850)»
Δαυίδ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Ιστορικός της Εκπαίδευσης,
Επίτιμος Δρ. Παν/μίου
Ιωαννίνων
Στην
ανακοίνωση μου δεν πρόκειται να αναφερθώ σε ζητήματα, όπως οι στόχοι του
νεοελληνικού κράτους και η καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης, η ίδρυση του πανεπιστημίου
και το ιδεολογικό του στίγμα, καθώς αυτά έχουν μελετηθεί κατά εξαντλητικό τρόπο
και επομένως παρέλκει να γίνει εδώ έστω και απλή
μνεία. Έτσι, θα περιοριστώ αποκλειστικώς στην
ανάπτυξη του θέματος μου υπό την οπτική που αναγράφεται στον τίτλο του
Η
πρόθεση της Αντιβασιλείας για την ανάπτυξη του εκπαιδευτικού δικτύου ποη είχε σχεδιάσει, μέρος του οποίου αποτελούσε ή γνωστή
μας ως «μέση εκπαίδευση» (που περιελάμβανε το 3ετές
ελληνικό σχολείο και το 4ετές γυμνάσιο), προϋπέθετε την ύπαρξη κατάλληλου και
ικανού διδακτικού προσωπικού για την στελέχωση των εκπαιδευτικών μονάδων, που
θα ίδρυε σε διάφορες πόλεις. Επομένως θα έπρεπε να αναζητηθούν τρόποι
«παραγωγής» του, αφενός άμεσοι —λόγω της ταχύτητας ίδρυσης αλλά και της κοινωνικής
πίεσης για ίδρυση σχολείων Μ.Ε. (με στόχο την κοινωνική ανέλιξη) — και αφετέρου
έμμεσοι, με συστηματική και επιστημονική προετοιμασία.
Άμεσοι,
λοιπόν, τρόποι ήταν:
α)
Η αναζήτηση μεταξύ παλαιοτέρων διδασκάλων, εκείνων οι οποίοι λόγω σπουδών αλλά
και διδακτικής εμπειρίας είχαν διακριθεί για το έργο τους.
β)
Η συγκρότηση εξεταστικών επιτροπών (Αίγινα/ Αθήνα, Ναύπλιο, Σύρος, όπου
υπήρχαν γυμνάσια, που τις αποτέλεσαν οι σύλλογοί τους), στις οποίες δόθηκε ένα
γενικόλογο και ασαφές πλαίσιο του τρόπου εξέτασης των υποψηφίων ελληνοδιδασκάλων
(διότι αυτούς κυρίως αφορούσε το μέτρο, καθώς τα Γυμνάσια στελεχώνονταν από
γνωστούς και ικανούς εκπαιδευτικούς), αλλά και χωρίς ακριβή καθορισμό των
προσόντων τους (αρχικώς).
Αφήνοντας
προς το παρόν κατά μέρος τους άμεσους τρόπους, θα αναφερθούμε στη συνέχεια
στους έμμεσους, αφού προηγουμένως όμως κάνουμε μία μικρή αναφορά στα τότε
ισχύοντα στη Δυτική Ευρώπη.
Ένα από τα βασικά
χαρακτηριστικά της γερμανικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το 19ο αιώνα είναι η
συγκρότηση ειδικών ιδρυμάτων, των σεμιναρίων, με αφετηρία τους τα θεολογικά
σεμινάρια για εκπαίδευση ιερέων. Κατά την αντίληψη της εποχής, τα σεμινάρια
ενεργοποιούν το ενδιαφέρον του φοιτητή και τον μετατρέπουν από παθητικό δέκτη
μηνυμάτων σε ενεργητικό διαχειριστή τής γνώσης.
Καθώς στα πανεπιστήμια
σημειώνεται στροφή προς την ίδρυση ειδικών επιστημονικών ινστιτούτων και
σεμιναρίων για εκπαίδευση κρατικών —μόνο— στελεχών, τα φιλολογικά σεμινάρια
έχουν κύριο σκοπό να βελτιώσουν την ποιότητα διδασκαλίας των κλασικών με τη
διαμόρφωση καλά εκπαιδευμένων γραμματικών, εκπαιδεύοντας τους φοιτητές με
πρακτικό τρόπο, χωρίς να αποκλείεται και η έρευνα. Αυτά τα σεμινάρια είχαν ως
πρότυπο το ελληνικό φιλολογικό φροντιστήριο, για το όποιο ο λόγος στη
συνέχεια.
Ήδη
από το Σεπτέμβριο του 1835 και πριν ακόμη αποκρυσταλλωθεί και δρομολογηθεί η
ίδρυση του πανεπιστημίου, η κυβέρνηση προχώρησε στη σύσταση του «Φιλολογικού
Σχολείου» (ή «Διδασκαλείου» —όπως ήταν η αρχική ονομασία), του οποίου σκοπός
ήταν «η τελειοποίησις τών
διδασκάλων τής Ελληνικής Φιλολογίας» —όπως άλλωστε είχε προτείνει η επιτροπή
που είχε διοριστεί για τη «συγγραφή» του κανονισμού των «ειδικών σχολείων»,
προπομπών του πανεπιστημίου. Τη διεύθυνση αυτού του «Φιλολογικού Σχολείου»
ανέθεσε στον γνωστό εκπαιδευτικό Κωνσταντίνο Ασώπιο,
ο οποίος μετά την άφιξη του από την Κέρκυρα στην Αθήνα, θα ανελάμβανε την
υποχρέωση «να εκθέση σχέδιον
φιλολογικού διδασκαλείου». Η ρύθμιση όμως αυτή —ασαφής ως προς τα της λειτουργίας
της γενικώς—, εξαιτίας της ματαίωσης της άφιξης του Ασωπίου,
παρέμεινε κενό γράμμα και έτσι μόνη πηγή «παραγωγής» —πέραν των απευθείας
διορισμών— διδακτικού προσωπικού για τη Μέση Εκπαίδευση παρέμεναν οι
εξεταστικές επιτροπές.
Με το Ιδρυτικό διάταγμα «περί
συστάσεως του πανεπιστημίου» του Απριλίου 1837, με το οποίο καθοριζόταν ότι ο
σημαντικότερος
σκοπός του ήταν «η μόρφωσις άξιων διδασκάλων διά τα Γυμνάσια και Ελληνικά
Σχολεία», η όπως έλεγαν οι καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής κατά τις συζητήσεις
για τον χαρακτήρα της «απέδωσαν αύτη τόν διπλούν χαρακτήρα του προοδοποιείν
εν γένει τους φοιτητάς και καταρτίζειν
Ιδίως άνδρας προς το διδασκαλικόν επάγγελμα»,
εντάχθηκε οργανικά στο πανεπιστήμιο ως προσάρτημα το «Φιλοσοφικόν
Δίδασκαλείον» (όπως αναγράφεται), στο όποιο τρεις
καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής (Γ. Γεννάδιος, Λ. Ρος,
Ε. Ούλριχ) θα γύμναζαν πρακτικώς «εις το ελληνικόν και λατινικόν ύφος»
τους υποψηφίους εκπαιδευτικούς και παράλληλα ανελάμβαναν την υποχρέωση να
υποβάλουν «πριν τον τέλους της πρώτης εξαμηνίας» σχέδιο οργανισμού τού
Διδασκαλείου.
Μέχρι τις αρχές του 1842 τόσο
η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου όσο και κυριότατα η
Φιλοσοφική Σχολή σε αλλεπάλληλες συνεδριάσεις τους επεσήμαιναν την ανάγκη να
λειτουργήσει το θεσμοθετημένο Διδασκαλείο και να εγκριθεί το σχέδιο οργανισμού
του, το οποίο ήδη από το Φεβρουάριο του 1838 είχαν συντάξει και υποβάλει οι
αρμόδιοι καθηγητές, λειτουργία που προβλεπόταν από το χειμερινό εξάμηνο του
έτους 1838-1839 και στις «Οδηγίες διά τους φοιτητάς
των φιλολογικών επιστημών», τυπωμένες τον ίδιο χρόνο.
Ας
επισημανθεί στο σημείο αυτό, ότι του σχεδίου αυτού —το οποίο δυστυχώς δεν έχει
μέχρι σήμερα εντοπισθεί παρά τις επίμονες έρευνες— λεπτομέρειες γνωρίζουμε από
την κριτική που του άσκησε ο αρμόδιος Υπουργικός Σύμβουλος Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, καθώς υποστήριζε το γαλλικό πρότυπο των ecole normale, φέροντας ως
παράδειγμα το ότι «τινές τών
φοιτητών του πανεπιστημίου διορίζονται και υποδιδάσκαλοι εις το ελληνικόν σχολείον της
πρωτευούσης, όπως υπό την επιτήρησιν τών καθηγητών τής ελληνικής φιλολογίας και τής ιστορίας γυμνάζωνται εις το διδάσκειν.
Ιδού το φιλολογικόν διδασκαλείον» και θεωρώντας μη
χρήσιμη τη διδασκαλία των Λατινικών και της Αρχαιολογίας, τα οποία
περιλαμβάνονταν στο σχέδιο, από παρανόηση της επιτροπής. Από την κριτική του
Ραγκαβή συμπεραίνεται ότι στο Διδασκαλείο αυτό είχε δοθεί χαρακτήρας
περισσότερο επιστημονικός παρά πρακτικός, συμπέρασμα που ενισχύεται από
μεταγενέστερη κρίση του Υπουργείου ότι το εν λόγω σχέδιο οργανισμού «απέχει
πολύ του σκοπού του φροντιστηρίου και παρέχει μάλλον ιδέαν ετέρου πανετιστημίου ουχί δέ φροντιστηρίου» —για τούτο άλλωστε και δεν το ενέκρινε,
όπως επίσης ενισχύεται και από τον υπαινιγμό του Ραγκαβή για διαφωνία του
Γενναδίου προς τις απόψεις των δύο γερμανών
καθηγητών.
Παρά
ταύτα και μέχρι το θερινό εξάμηνο του έτους 1841-1842 στη Φιλοσοφική Σχολή οι
φοιτητές ασκούνταν πρακτικώς «εις το ελληνιστί και λατινιστί λαλείν και γράφειν» με φιλολογικά
και λατινικά γυμνάσματα ανά 1 ώρα εβδομαδιαίως από τον Ούλριχ
(στα λατινικά) και τον Ιωάννη Βενθύλο (στα αρχαία
ελληνικά, από το θερινό εξάμηνο του έτους 1838-1839, δηλ. τις αρχές του 1839),
όπως αναγράφεται στα προγράμματα του Πανεπιστημίου μάλιστα ο Βενθύλος —καθώς γράφει πολύ αργότερα— επί τριετία εργάστηκε
στο «αυτεπαγγέλτως συστηθέν
υπ' εμού φροντιστήριον» -
«προς πρακτικωτέραν των τον πανεπιστημίου φοιτητών άσκησιν τον τε έλληνος λόγον και άλλων
φιλολογικών αντικειμένων».
Τελικώς
τον Ιούνιο του 1842 ιδρύθηκε το Φιλολογικό Φροντιστήριο (όπως αποδόθηκε η
λατινική ονομασία του Seminarium).
Και
εδώ γεννάται το ερώτημα: Γιατί πέρασε τόσο χρονικό διάστημα ως την ίδρυσή του;
Που οφείλεται αυτή η καθυστέρηση;
Από
τη μελέτη των σχετικών τεκμηρίων μπορούμε να διατυπώσουμε την ακόλουθη
απάντηση:
Καθώς
– όπως είπαμε – Το Φ.Φ. λειτουργεί «αυτεπαγγέλτως» με τον καθηγητή Ι. Βενθύλο
να αναλαμβάνει και το κύριο βάρος της άσκησης των φοιτητών, η Φιλοσοφική Σχολή
συζητεί κυρίως το θέμα του προσδιορισμού του χαρακτήρα της αφενός, και καθώς το
Υπουργείο δεν εγκρίνει το αρχικό σχέδιο του κανονισμού, αυτή ζητεί την
αναθεώρησή του από τους αρχικούς συντάκτες του και τον Βενθύλο.
Καθώς ο Γ. Γεννάδιος «δια το πολυάσχολον» (γυμνασιάρχης και καθηγητής του πανεπιστημίου
συγχρόνως) ήταν αδύνατο να αναλάβει και τη διεύθυνση του Φ.Φ.,
θεωρητικώς το έργο αυτό έπρεπε να
αναλάβει ο έτερος καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας, δηλαδή ο Βενθύλος. Όμως
σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του διατάγματος ιδρύσεώς του, η οποία – ας
σημειωθεί ιδιαιτέρως – είχε συνταχθεί διά χειρός του καθηγητή Φιλίππου Ιωάννου
(που τότε εκτελούσε και χρέη Υπουργικού Συμβούλου και που φαίνεται ότι δεν
διατηρούσε καλές προσωπικές σχέσεις με τον Βενθύλο),
«ο κύριος Βενθύλος δια την ολίγην
αυτού άσκησιν εις το γράφειν
των αρχαίων ελληνικών και εις το κριτικόν μέρος της
φιλολογίας δεν δύναται ν’ αναδεχθή την διεύθυνσιν του
φιλολογικού φροντιστηρίου». Έτσι απέμεινε ο γνωστός μας Κων/νος Ασώπιος, προς τον οποίο και
στράφηκε για άλλη μια φορά η κυβέρνηση.
Επανέρχομαι στα της ίδρυσης του
Φιλολογικού Φροντιστηρίου
Από την εισηγητική έκθεση και
το κείμενο του διατάγματος εξάγεται το συμπέρασμα ότι το Φιλολογικό
Φροντιστήριο που συστήνεται «κατά το παράδειγμα των γερμανικών πανεπιστημίων»
έχει δύο διαστάσεις: μιαν ευρεία (όπου θα φοιτούν «οι μέλλοντες να επιδοθούν
εις την κλασικήν φιλολογίαν»,
και μία ειδική (στενή) «προς μόρφωσιν διδασκάλων
αξιών», και μέθοδο την άσκηση των φοιτητών «όχι μόνον εις το γράφειν ευφραδώς τάς κλασικάς γλώσσας (άρχαίαν Έλληνικήν και Λατινικήν) αλλά και
εις το κριτικόν μέρος της φιλολογίας», σύμφωνα με τις
γερμανικές τάσεις. Για τον συνταχθησόμενο κανονισμό του
δεν τίθεται χρονικό όριο (συμπεραίνεται: το δυνατόν συντομώτερον)
ούτε ορίζεται ο συντάκτης του που —συμπεραίνεται και πάλι— ότι θα είναι ο
διορισθείς —εκτός από καθηγητής Φιλολογίας— και διευθυντής του Φροντιστηρίου
Κωνσταντίνος Ασώπιος, ο οποίος αυτή τη φορά ήλθε
στην Αθήνα και ανέλαβε καθήκοντα. Συγκεκριμένα, από το 1843 άρχισε να διδάσκει
«άπαξ της εβδομάδος μάθημα συμβάλλον εις τον σκοπόν
τον Έλληνικού [= Φιλολογικού] Φροντιστηρίου», στο
όποιο από το 1846 προστέθηκε ο καθηγητής της λατινικής φιλολογίας Στέφανος Κουμανούδης και από το 1847 και ο Ιω.
Βενθύλος.
Το
ίδιο έτος —το 1842— εκδόθηκε διάταγμα πού ρύθμιζε τις διαδικασίες των πτυχιακών
εξετάσεων των φοιτητών του πανεπιστημίου, οι όποιες αναλύθηκαν με τις
«Διατυπώσεις άφορώσας την έφαρμογήν
του περί εξετάσεων βασιλικού
διατάγματος», έτος κατά το όποιο οι πρώτοι φοιτητές είχαν ολοκληρώσει τις
σπουδές τους και είχε φθάσει ή στιγμή του διπλώματος.
Ως προς τον Κανονισμό του Φ.Φ., παρά την απόφαση —το Δεκέμβριο του 1844— της
Συγκλήτου, μέχρι το τέλος του 1847 ο Ασώπιος δεν τον
είχε συντάξει. Η νέα παρέμβαση του Υπουργείου στις αρχές Ιανουαρίου 1848
υποχρέωσε τον Ασώπιο αφενός να υπερασπιστεί το έργο
του Φ.Φ. που κατά την άποψή του είναι «ή ακριβεστέρα μάθησις των δύο
αρχαίων γλωσσών Ελληνικής και Λατινικής» από τους μέλλοντες να μετέλθουν το
διδασκαλικό επάγγελμα —έργο που είναι τελείως διαφορετικό από το γαλλικό των ecole normale— και αφετέρου να
συντάξει τον κανονισμό του, που εγκρίθηκε με διάταγμα της 17 Σεπτεμβρίου 1850,
το όποιο κλείνει την πρώτη περίοδο λειτουργίας του Φροντιστηρίου.
Ο
Κανονισμός (σε 28 άρθρα) καθορίζει τον σκοπό της λειτουργίας του («ή είδικωτέρα έκπαίδευσις εις τάς δύο αρχαίας γλώσσας, τήν Έλληνικήν καί Λατινικήν,
τών όπόσοι σκοπούσι νά μετέλθωσι
τό διδασκαλικόν έργον»), τα καθήκοντα του διευθυντή και των καθηγητών, τα
καθήκοντα και τα δικαιώματα των φοιτητών και τέλος τη διάρκεια των μαθημάτων (2
έτη). Ο Κανονισμός αυτός του Φ.Φ. με τις δομές του
και τη φιλοσοφία του (κυρίως ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των φοιτητών
αλλά και τον αποκλεισμό ακροατών) θα λέγαμε ότι του προσδίδει τον χαρακτηρισμό
ως ενός εκπαιδευτικού θεσμού επαγγελματικής κατεύθυνσης ενταγμένου στις
κρατικές ανάγκες.
Και
εδώ προβάλλει το ερώτημα: Ποια ήταν η «παραγωγή» εκπαιδευτικών από το Πανεπιστήμιο
αυτήν την περίοδο;
Μολονότι
ήδη από το 1842 —όπως είπαμε— είχαν καθιερωθεί οι πτυχιακές εξετάσεις και
μολονότι οι εγγραφέντες φοιτητές στη Φιλοσοφική Σχολή μέχρι 1847-48 ανήλθαν
στους 202, ως το τέλος αυτής της περιόδου πτυχιούχοι εξήλθαν μόνο τρεις (3):
πρώτος ο τελειοδίδακτος της Φιλολογίας Κων/νος Κλεάνθης (1844), και έξι
χρόνια αργότερα (1850) ο διδάκτωρ των Μαθηματικών Βασίλειος Λάκων
και ο διδάκτωρ της Φιλολογίας Ευθύμιος Θεοδωρόπουλος,
οι οποίοι και άσκησαν το επάγγελμα του εκπαιδευτικού.
Θα
μας απομάκρυνε πολύ να αναπτύξουμε τους λόγους της
απροθυμίας των φοιτητών τής Φιλοσοφικής Σχολής να προσέλθουν στις πτυχιακές
εξετάσεις σημειώνω μόνο ότι οι λόγοι είναι κυρίως οικονομικοί (χαμηλοί μισθοί),
κοινωνικοί (περιορισμένο κοινωνικό κύρος) και πρακτικοί (ευκολότεροι τρόποι
διορισμού —αλλαγή προσανατολισμού με καλύτερες επαγγελματικές προοπτικές).
Πώς, λοιπόν, αντιμετωπιζόταν
το πρόβλημα του διδακτικού προσωπικού;
Ας
επανέλθουμε στις εξεταστικές επιτροπές (και κυρίως σε αυτήν των Αθηνών, που
μετά το 1840 είχε την κύρια ευθύνη). Τόσο η Επιτροπή Αθηνών όσο και το
Υπουργείο διαπιστώνουν τη μετριότητα των προσόντων και των γνώσεων των
προσερχόμενων στις εξετάσεις αλλά και των υπηρετούντων εκπαιδευτικών, οι
οποίοι—παρά τα υψηλά προσόντα που έθετε ο κανονισμός περί Γυμνασίων και
ελληνικών σχολείων του 1836— εκτός ολίγων ικανών «[οι άλλοι] υπάγονται εις την κατηγορίαν της ανικανότητος και
αμελείας». Η διαπίστωση αυτή οδήγησε στην πρόταση να γίνονται δεκτοί για
εξέταση μόνο κάτοχοι απολυτηρίου Γυμνασίου. Το Υπουργείο, πάντως, επιδιώκοντας
καλύτερα αποτελέσματα, ήδη σταδιακά από το 1840 και μέχρι το 1847 είχε
προχωρήσει στη συγκρότηση ad hoc
εξεταστικών επιτροπών από καθηγητές Πανεπιστημίου, τακτική την οποία καθιέρωσε
από το 1848, οπότε την αποκλειστική εξέταση των υποψηφίων ελληνοδιδασκάλων
ανέλαβαν αυτές οι επιτροπές (κατά κανόνα ιδιαίτερες για κάθε υποψήφιο) — χωρίς
ωστόσο να υπάρχει θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας τους— και έτσι έχουμε εμπλοκή του
πανεπιστημίου στην «παραγωγή» εκπαιδευτικού προσωπικού. Μερικά αριθμητικά
στοιχεία:
1840-1847 εξετάστηκαν 8
και εγκριθήκαν όλοι
1848-1850 » 67 » 66
Από
τις εξεταστικές επιτροπές:
Εξετάστηκαν
200 και εγκρίθηκαν 191
Χωρίς
εξετάσεις έλαβαν δίπλωμα ελληνοδιδάσκαλοι 26
Διορίστηκαν
απευθείας περί τους 50.
Ας
σημειωθεί ότι ένα ικανοποιητικό ποσοστό όλων αυτών ήταν φοιτητές (για μικρό
συνήθως διάστημα) η ακροατές πανεπιστημίου.
Παρά την ολοφάνερη (από τα
αριθμητικά στοιχεία) επιείκεια (που κυρίως οφειλόταν
στην έλλειψη προσοντούχων και πτυχιούχων), οι καθηγητικές επιτροπές
διαπιστώνουν έλλειψη επαρκών γνώσεων των υποψηφίων και προτείνουν ως ελάχιστο
τυπικό προσόν είτε απολυτήριο Γυμνασίου είτε Αποφοιτήριο «ή καν ένδει-κτικόν τι της εν πανεπιστημίω μαθητεύσεως αυτών»,
πρόταση η οποία έγινε τελικώς αποδεκτή από το Υπουργείο με σχετική του
δηλοποίηση της 26 Απριλίου 1848, το οποίο σε όλη τη διάρκεια του ιδίου έτους
απευθύνει στις καθηγητικές επιτροπές συστάσεις για αυστηρές εξετάσεις «εις όλα
τα αναγκαία μαθήματα».
Όμως η Σύγκλητος του
Πανεπιστημίου, καθώς διαπίστωνε την προσέλευση φοιτητών στις ad hoc καθηγητικές επιτροπές (με
παράλληλη άρνησή τους να προσέλθουν στις εξετάσεις της Φιλοσοφικής Σχολής:
«[...] άλλου δέ, πλην ενός καί
μόνον, μη παρουσιασθέντος εις τήν
Φιλοσοφικών Σχολήν προς έξέτασιν»),
καθώς επίσης την είσοδο στον εκπαιδευτικό κλάδο «των τυχόντων» (άποψη όμως
προσβλητική και υποτιμητική για τα μέλη των καθηγητικών επιτροπών) αλλά και την
απαξίωση του έργου της Φιλοσοφικής Σχολής (και συνεκδοχικά και του Πανεπιστημίου),
παρενέβη ουσιαστικά στο πρόβλημα τον Δεκέμβριο του
1849. Ζήτησε, λοιπόν, να θεσπιστεί από το Υπουργείο, οι μέλλοντες εκπαιδευτικοί
να είναι κάτοχοι πανεπιστημιακού διπλώματος της Φιλοσοφικής Σχολής, πρόταση πού
αποδέχθηκε το Υπουργείο, το όποιο με διάταγμα της 18ης Οκτωβρίου 1850 «περί
προσόντων των καθηγητών καί Ελληνοδιδασκάλων», όρισε
ότι από το έτος 1851 «ουδείς θέλει είσθαι δεκτός ίνα καθέξη διδασκαλικήν θέσιν, εάν δέν διήλθε τήν σειράν των μαθημάτων του φιλολογικού Τμήματος του Πανεπιστημίου
καί των του Φροντιστηρίου». Το Διάταγμα αυτό το
συμπλήρωσε τον Φεβρουάριο του 1851 η Φιλοσοφική Σχολή με τις «Διατυπώσεις των
εξετάσεων των απαιτουμένων διά το δίπλωμα των
διδασκάλων των Ελληνικών σχολείων».
Ανακεφαλαιώνοντας,
«παραγωγή» εκπαιδευτικού προσωπικού των σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης την περίοδο
1833-1850 διά του Πανεπιστημίου επιτεύχθηκε:
α)
με πτυχιούχους
β)
με τις ad hoc καθηγητικές
επιτροπές
γ)
με τις πρακτικές γυμνάσεις είτε αρχικώς «αυτεπαγγέλτως» (κατά τον χαρακτηρισμό τού Βενθύλου) είτε με το Φροντιστήριο.
Συμπερασματικά
λοιπόν, με τον Κανονισμό του Φιλολογικού Φροντιστηρίου και τον ορισμό αυξημένων
προσόντων των υποψηφίων εκπαιδευτικών καλλιεργήθηκε η προσδοκία ότι υπήρχε
πιθανότητα να «παραχθούν» πτυχιούχοι ή τουλάχιστον απόφοιτοι του Φιλολογικού
Φροντιστηρίου. Όμως παρά την αύξηση των αναγκών σε προσωπικό, η «παραγωγή»
υπήρξε μικρή (όπως αποδεικνύουν τα υπάρχοντα στοιχεία). Έτσι το κράτος κατέφυγε σε πρόχειρες και εύκολες λύσεις, τους βοηθούς και
τους αναπληρωτές. Αλλά για την εξέλιξη γενικότερα του θέματος της παραγωγής
εκπαιδευτικού προσωπικού και ειδικότερα για την πορεία / διαδρομή του Φιλολογικού
Φροντιστηρίου ίσως σε κάποια άλλη συνάντηση μας...