ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ: Ο ΠΡΩΤΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΣΤΟ ΟΘΩΝΕΙΟ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Απόστολος ΑΤΣΙΑΣ
Υπ. Δρ. στην Ιστορία της
Εκπαίδευσης
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η παρούσα εργασία αποσκοπεί στην
παρουσίαση μιας εξέχουσας μορφής των ελληνικών γραμμάτων, αυτής του Φιλίππου
Ιωάννου. Διεξέρχεται αδρομερώς τα σημαντικότερα βιογραφικά του στοιχεία, το
έργο του, το οποίο αναδεικνύεται στους κόλπους του Οθώνειου Πανεπιστημίου και
τη σχέση, μέσω μέρους της υπάρχουσας
αλληλογραφίας, με το Γρηγόριο Κωνσταντά.
ABSTRACT
This
paper represents a distinguished person in the Greek literature, Felipe
Ioannou. It goes through the most important points of his biography, his academic
work in Othonion University and his relationship, based on a part of the
existed correspondence, with Gregory Konstandas.
Η προσφορά του Φιλίππου Ιωάννου στην Ανώτατη
Εκπαίδευση, όταν αυτή διήνυε τα πρώτα της βήματα, οι αρετές που διέθετε, όπως
αυτές της φιλοπατρίας και της αυταπάρνησης, καθώς και η κοινή μας καταγωγή,
απετέλεσαν τους λόγους για τους οποίους
οδηγηθήκαμε σ’ αυτή την ανακοίνωση. Ειδικότερα, θα προσπαθήσουμε να
καταδείξουμε στο περιορισμένο πλαίσιο ενός συνεδρίου, την προσωπογραφία του
αδρομερώς, παραπέμποντας τον μελετητή στη βιβλιογραφία, την οποία ομολογουμένως
με πολλή δυσκολία εντοπίσαμε και σε μια μελλοντική μονογραφία, η οποία θα
παρουσιάζει με κάθε λεπτομέρεια «το κόσμημα του ημετέρου Πανεπιστημίου», όπως
τον αποκάλεσε η εφημερίδα ‘Τηλέγραφος ’, την επομένη του θανάτου του.
Τη δομή της εργασίας μας κατηύθυνε η εργασία του
καθηγητή Βαγγέλη Σκουβαρά σχετικά με το χαιρετιστήριο άσμα του Φιλίππου Ιωάννου
προς τον Καποδίστρια, η οποία όμως εμπεριείχε και την ιστορική διαδρομή του
πρώτου καθηγητή φιλοσοφίας στο Οθώνειο Πανεπιστήμιο, το μετέπειτα "Εθνικό
και Καποδιστριακό". Έχοντάς την ως βάση συνθέσαμε μέρος του υλικού, το
οποίο είχαμε στη διάθεσή μας, προσπαθώντας να αναδείξουμε καινούρια στοιχεία,
όπως δύο επιστολές του Φιλίππου Ιωάννου προς το δάσκαλό του Γρηγόριο Κωνσταντά.
΄Ισως φανεί ασυνήθης ή και οξύμωρη η επιλογή να
χρησιμοποιήσουμε ως εισαγωγή σε μια βιογραφία ένα επιτύμβιο επίγραμμα. Η
αδρομερής όμως σε αυτό καταγραφή, από τον ίδιο, των κυριοτέρων βιογραφικών του
στοιχείων αφενός και το ποιητικό του πιστεύω, το οποίο διατύπωσε αργότερα σε
έναν λόγο του (Φίλιππος Ιωάννου, 1870:76) και αποτέλεσε βαρύνον χαρακτηριστικό
της προσωπικότητάς του αφετέρου, οδήγησαν προς αυτή την κατεύθυνση: «Η ποίησις
… είναι θαυμασία του ανθρωπίνου πνεύματος πτέρωσις, δι ής ο άνθρωπος αναπέτεται
από της φλαυρότητος και ταπεινότητος του πραγματικού τούτου κόσμου εις το
αιθέριον ύψος κόσμου τελειότερου ιδεώδους» ∙ όσο για την κοινωνική της
αποστολή, τη θεωρεί «… υπηρετικήν του υψηλού και μεγάλου σκοπού της
πραγματώσεως του ηθικού αγαθού εν τω κόσμω».
Εις εαυτόν
«Φίλιππος ο Ιωάννου υιός, του
χρηστού Ρηγιάδου
και της Σοφίας ομού
συνετοτάτης μητρός,
την Ζαγοράν μεν πατρίδα επί
του δασώδους Πηλίου,
κ’ ενδελεχή της ζωής έσχε
τους λόγους σπουδήν ∙
την δουλοσύνην μισών, εις
βαρείς υπεβλήθη αγώνας
των Πανελλήνων, υπέρ
ελευθερίας αυτών.
Υπό του Όθωνος δε τιμηθείς
του εχέφρονος, πάντα
λόγω τε κ’ έργω πιστός έμεινε
τω βασιλεί.
Υπερβολάς δ’ αποφεύγων ούθ’
ύβριν δεσπότου πότ’ ήνει,
ούτε του χύδην λαού έστεργε παρεκτροπάς.
Όργια δε τα σεμνά των Μουσών εις τους νέους
διδάξας,
κείται, μοιραίως θανών, νυν
εν τω τάφω αυτώ.»
(Φίλιππος Α. Οικονομίδης,
1882)
Ακολουθώντας λοιπόν τα βήματα του ακάματου μελετητή
και ιστοριοδίφη Βαγγέλη Σκουβαρά[1],
πληροφορούμαστε τα εξής (Βαγγέλης Σκουβαράς,1960: 35): «Ο Φίλιππος Ιωάννου, μια
ονομαστή φυσιογνωμία των γραμμάτων μας τον περασμένο αιώνα, γεννήθηκε στη
Ζαγορά του Πηλίου στα 1803. Τα πρώτα εγκύκλια μαθήματα τα παρακολούθησε στο
Ελληνομουσείο της Ζαγοράς με δασκάλους το θείο του Νικόλαο Κασσαβέτη, τον
Οικονόμο Κασσαβέτη και τον Ιωάννη Χουνή. Εξαιρετικός σταθμός στην πνευματική
του σταδιοδρομία ήταν η μαθητεία του κοντά
στο σοφό μηλιώτη δάσκαλο του Γένους, Γρηγόριο Κωνσταντά. Ο Κωνσταντάς
τον μύησε στις ομορφιές της κλασσικής φιλολογίας και τον γνώρισε με τα
καινούρια φιλοσοφικά ρεύματα της Δύσης.
Όταν υψώθηκε στη Θεσσαλομαγνησία το φλάμπουρο της
λευτεριάς στα 1821, ο Φίλιππος Ιωάννου πήρε ενεργό μέρος στην επανάσταση και
πολέμησε στο Βόλο και στο Βελεστίνο. Μετά την κατάπνιξη του κινήματος από το
Δράμαλη τον βρίσκουμε στα Τρίκορφα της Τριπολιτσάς και στα 1828 ιδιαίτερο
γραμματικό του Ανδρέα Μιαούλη στη
ναυαρχίδα «Ελλάδα».
Όταν το Γενάρη του 1828 έφτασε ο Καποδίστριας στην
Ελλάδα, όλοι οι Έλληνες αγωνιστές, και προπαντός οι μορφωμένοι, χάρηκαν
υπερβολικά. Έλπιζαν πως θα μπη κάποιο τέρμα στα δεινά της ακυβερνησίας και της
γενικής εξάρθρωσης, που θα επικρατούσε. Πρώτος και καλύτερος ενθουσιάστηκε κι ο
Φίλιππος Ιωάννου. Η εικοσιπεντάχρονη καρδιά του σκίρτησε και, αισθαντικός
ποιητής καθώς ήταν, μετουσίωσε τα συναισθήματά του σε στίχους. Φήμη και
πανευρωπαϊκό κύρος είχε ο Κυβερνήτης και πάτησε τα επαναστατημένα χώματα σαν προσωπικότητα
σεβαστή, λουσμένη με μια ιδανική αίγλη. Στα χείλια των Πανελλήνων ανέβηκε ένας
εγκάρδιος χαιρετισμός στον ερχομό του ∙ τον χαιρέτισε κι ο Φίλιππος με
τον τρόπο του και με το φθόγγο του. Υπηρετώντας στο δίκροτο «Ελλάς», όπως
προαναφέρθηκε, μέσα στον τόσο φόρτο της υπηρεσίας του, μεσοπελαγίς πάντα ή
αραγμένος για λίγο σε κάποιον κόρφο των ασπροθαλασσίτικων νησιών, βρήκε τον
καιρό να σμιλέψει το τραγούδι του[2].
Σε μια πρόχειρη νεοελληνική απόδοση ο τίτλος του αφιερωμένου στον Καποδίστρια
ποιήματος έχει ως εξής: "Εισιτήριον άσμα, μελουργηθέν εις την έλευσιν του
Εξοχωτάτου Κυβερνήτου της Ελλάδος Κ.[όμητος]
Ιωάννου Καποδίστρια εν μέτρω επιχοριαμβικώ ενδεκασυλλάβω, τω καλουμένω
Σαπφικώ, παρά Φ.[ιλίππου] Μάγνητος[3]
(Βαγγέλης Σκουβαράς,1960: 35)».
Στο σημείο αυτό, έχοντας κάνει μνεία του ποιήματος, το
οποίο έδωσε την ευκαιρία στο Βαγγέλη Σκουβαρά να συνθέσει μια σύντομη
μονογραφία του Ζαγοριανού καθηγητή, κρίναμε αναγκαίο να κάνουμε μια παρέκβαση,
αποσκοπώντας στη διεύρυνση της παρουσίασης
της ποιητικής του αύρας, βασιζόμενοι πάλι στο έργο, το οποίο χρησιμοποιούμε
από την αρχή ως οδηγό:
«Η
προσφορά της ποίησης, σε συνέχεια των όσων προαναφέρθηκαν σχετικά στην αρχή της
εργασίας μας, αποτελεί μια αισθητική αντίληψη, σύμφωνη με τη γενικότερη φιλοσοφική
θεωρία του Φιλίππου Ιωάννου, μα και καταστάλαγμα των στοχασμών και
προβληματισμών ενός αγωνιστή, ο οποίος μόχθησε για την αποκατάσταση του σκλαβωμένου
ελληνισμού, και που βοηθάει παράλληλα και για την πολιτική του μορφοποίηση, την
κοινωνική του ανασυγκρότηση και το πνευματικό του ανέβασμα. Η ποίηση για τον
λόγιο αυτόν πολεμιστή έπρεπε να είναι στρατευμένη και να θητεύει στο συγκαιρινό
κοινό ιδανικό. Οι ποιητές με τα προϊόντα της τέχνης τους πρέπει ‘να προβάλλωσι
διδάγματα, άτινα και την ηθικήν και την τέχνην ικανούσιν’ μια και ‘το αληθώς καλόν είναι αχώριστον πάντοτε
του ηθικού αγαθού’[4] (Π. Ν. Πατριαρχέας, 1936)
.
Πιστεύει ακόμη ο Φίλιππος Ιωάννου, ότι ο τιτανικός
αγώνας, που κάνουν οι Έλληνες σε στεριές και πέλαγα για να λευτερωθούν, δεν
είναι παρά κάτι ανάλογο με τους πολέμους της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας. Η
ίδια αγωνιστική προσπάθεια κεντρισμένη από παραπλήσια ιδανικά. Το ιδρωμένο
μέτωπο του μαχητή πρέπει να το στέψη ένα σιμωνίδειο φωτοστέφανο. Γι αυτό κι
αριοπλέκει τα τραγούδια του σ’ αρχαιόπρεπη γλώσσα, γι αυτό και το τονίζει πάω
στον κλασικό βηματισμό. Το μέτρο που χρησιμοποίησε ο Φίλιππος Ιωάννου στο ποίημα του είναι η
Σαπφική στροφή, που αποτελείται από τρεις σαπφικούς ενδεκασύλλαβους στίχους, κι
ένα τέταρτο – δεμένο στενά με τον τρίτο – αδώνιο επωδικό.
Επανερχόμενοι, στη συνέχεια στην εξιστόρηση του
Βαγγέλη Σκουβαρά, πληροφορούμαστε ότι «τον Οχτώβρη του 1829[5]
ο Φίλιππος Ιωάννου πήγε στο Μόναχο της Γερμανίας, συνοδεύοντας τα παιδιά του
Μιαούλη. Ευρισκόμενος στην Σύρο, με σκοπό να αποπλεύσει στη συνέχεια για την
Τεργέστη, γράφει[6]
στον Γρηγόριο Κωνσταντά, προς τον οποίο πάντοτε εκδηλώνει έναν βαθύ σεβασμό,
ζητώντας του συμβουλές και οδηγίες, τις οποίες, σύμφωνα με την επιστολή του,
έχει μεγάλη ανάγκη. Επιπρόσθετα του ζητά συστατικές επιστολές για το Θήρσιο και
αποδεικτικό των μαθημάτων φιλοσοφίας και μαθηματικών, τα οποία διδάχτηκε από το
μεγάλο μηλιώτη δάσκαλο του γένους. Λόγω της μη ανταπόκρισης του δασκάλου του, ο Φίλιππος Ιωάννου
επανέρχεται μετά από δύο μήνες περίπου στέλνοντάς του νέα επιστολή, από την
Τεργέστη αυτή τη φορά[7].
Η
παραμονή του εκεί τούδωσε την ευκαιρία, από τη μια να χρηματίσει δάσκαλος της
ελληνικής γλώσσας στους βαυαρούς πρίγκιπες Μαξιμιλιανό – κατοπινό βασιλιά της
Βαυαρίας – και στον Όθωνα – κατοπινό βασιλιά της Ελλάδος -, κι από την άλλη ν’
αρτιώσει τη μόρφωσή του. Από τα 1830 – 1836 παρακολούθησε τις παραδόσεις του Meilinger («Moral und Naturelle»),
μαθήματα Φυσικής του Siber, Χημείας
του Buchner, Γενικής Βοτανικής του Zuccarini, Λογικής και Μεταφυσικής του Kittel, Φιλοσοφίας του Fuchs, Ανατομίας τουSchneider,
Ζωολογίας του Schubert, Φυσιολογίας τουDolinger, Γεωγραφίας και Αστρονομίας του Gruithuisen και Φιλοσοφίας του περίφημουSchelling. Στις 19 Δεκεμβρίου 1836 ανακηρύχτηκε διδάχτορας του
Πανεπιστημίου του Μονάχου. Μ’ εντολή ακόμα της Ελληνικής Κυβέρνησης χρημάτισε
δάσκαλος στο Ολδεμβούργο της κατοπινής βασίλισσας των Ελλήνων Αμαλίας. Από το
1839 διορίστηκε ταχτικός καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο».
Το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας αριθμούσε
μόνον δύο χρόνια ζωής. Ως εκ τούτου, η παρουσία του Φιλίππου Ιωάννου σ’ αυτό,
συνδέεται τόσο με τα πρώτα βήματα του ιδρύματος, όσο με την μετέπειτα
πνευματική πορεία του. Καθίσταται συνεπώς αναγκαία μια σύντομη εξιστόρηση των
στοιχείων εκείνων - σε επίπεδο κειμενικού εγκιβωτισμού - τα οποία σχετίζονται
και αποδίδουν το ιστορικό πλαίσιο του Πανεπιστημίου μέχρι το 1870, έτος κατά το
οποίο καταλήγει ο πηλιορείτης καθηγητής.
Γράφει ο Βασίλης Σφυρόερας στο βραχύ χρονικό για τα
Εκατόν Πενήντα Χρόνια του Πανεπιστημίου Αθηνών (Βασίλης Σφυρόερας, 1987,
12-13): «Στα εγκαίνια του Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 3 Μαΐου 1837, ο φαναριώτης
καθηγητής της Ιστορίας και πρώτος πρύτανης Κωνσταντίνος Σχινάς, οριοθετούσε
ιδεολογικά και γεωγραφικά το πεδίο δράσης του νεοσύστατου ιδρύματος: ‘Το
Ελληνικόν Πανδιδακτήριον…, κείμενον μεταξύ της Εσπερίας και της Έω, είναι
προωρισμένον να λαμβάνη αφ’ ενός μέρους τα σπέρματα της σοφίας και, αφ ού τα
αναπτύξη εν εαυτώ ιδίαν τινά και γόνιμον ανάπτυξιν, να τα μεταδίδη εις την
γείτονα Έω, νεαρά και καρποφόρα’. Η αισιόδοξη αυτή προοπτική, όπως εκφράστηκε
και στους άλλους λόγους των ‘σχολαρχών’, των κοσμητόρων, κατά τη διάρκεια της
τελετής των εγκαινίων, δεν ήταν άσχετη με τα επιτεύγματα και τους
προσανατολισμούς της ελληνικής λογιοσύνης κατά το τέλος της Τουρκοκρατίας, αλλά
και με την κατάσταση της παιδείας στον ελληνικό χώρο». Σε στενότερο πλαίσιο,
αυτό της Θεσσαλίας, η περίοδος 1774-1820
είναι γνωστή ως δεύτερη περίοδος του Θεσσαλικού Διαφωτισμού, αποκαλούμενη και
Μεταρηγική γιατί αρχίζει με το Ρήγα και δεσπόζεται σ’ όλη τη διαδρομή της από
το πνεύμα και την παράδοση του μεγάλου Εθνεγέρτη. Στους πρωτοπόρους της
συναντάμε ανάμεσα σε αυτά των τριών δασκάλων του Γένους, του Μάγνητος κ.ά. και
αυτό του Φιλίππου Ιωάννου (Γεώργιος Βαλέτας, 1965).
Σύμφωνα με το Βασίλη Σφυρόερα (Βασίλης Σφυρόερας,
1987: 12-13) «Οι περισσότεροι από τους εικοσιεφτά Έλληνες καθηγητές, που είχαν
διοριστεί με το διάταγμα της 14ης Απριλίου 1837 ‘Περί συστάσεως του
Πανεπιστημίου’, προέρχονταν από κέντρα του αλύτρωτου και του παροικιακού
ελληνισμού και είχαν σπουδάσει στα Πανεπιστήμια της Γερμανίας και της Γαλλίας. Μαζί
με τους έξι Γερμανούς καθηγητές – των θετικών κυρίως επιστημών – επωμίζονταν το
βαρύ έργο να ‘ανακαλέσουν’ την παιδεία ‘εκ της σοφής Ευρώπης μεθ’ απάντων, οις
περιεβλήθη εν τη ξενιτεία αυτής κοσμημάτων’, για να τη ‘μετακενώσουν’ στο νέο
ελληνικό κράτος, που δημιουργούσε το πρώτο Πανεπιστήμιο της Βαλκανικής και της
ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου. Το πανεπιστήμιο του Όθωνος, όπως
ονομάστηκε στο πρώτο άρθρο του ‘προσωρινού κανονισμού’ του, στεγάστηκε στη
βορειοανατολική πλευρά της Ακρόπολης, στο σπίτι του αρχιτέκτονα Σταματίου
Κλεάνθους, που είχε προηγουμένως χρησιμοποιηθεί και ως γυμνάσιο. Ο Κλεάνθης
ανέλαβε την υποχρέωση προσθέσει τρεις αίθουσες για τις παραδόσεις, οι οποίες
περιορίστηκαν σε ‘προεισαγωγικά’ μαθήματα στο δίμηνο μέχρι τις θερινές
διακοπές».
Η καθιέρωση του Πανεπιστημίου τελέσθηκε στις 3 Μαΐου
1837. «Οι καθηγηταί αυτού από τότε
εσπούδασαν ανενδότως και ευσυνειδήτως να εκτελώσι το εις αυτούς ανατεθέν
έντιμον μεν αλλά δυσχερές έργον (Θ. Μανούσος, 1845: 27).
Οι τέσσερις σχολές του Πανεπιστημίου συνεχίζει ο
Βασίλης Σφυρόερας (Θεολογίας, Νομικών επιστημών, Ιατρικής, Φιλοσοφίας, όπου
εντάχθηκαν οι Φυσικές και Μαθηματικές επιστήμες) λειτούργησαν συστηματικότερα
από τον Οκτώβριο με 52 συνολικά φοιτητές και 75 ακροατές, οι περισσότεροι από
τους οποίους ήταν κρατικοί υπάλληλοι. Το πρόγραμμα των μαθημάτων κυκλοφόρησε
ευρύτατα στην πρωτεύουσα των 15.000 κατοίκων. Στις παραδόσεις του πρώτου καιρού
προσέρχονταν από περιέργεια ή φιλομάθεια ιερωμένοι και έμποροι, παλιοί
αγωνιστές και μαθητές γυμνασίου, ‘μεσήλικες και πολιότριχες, οι οποίοι
παρεκάθηντο ανεκτικώτατα επί ων φοιτητικών θρανίων’. Μολονότι ο αριθμός των
φοιτητών, οι οποίοι προσήλθαν για εγγραφή τα δύο επόμενα χρόνια, ήταν
μικρότερος (43 το 1838 και 24 το 1839), το σπίτι του Κλεάνθους δεν διέθετε πια
τους απαραίτητους για τη διδασκαλία χώρους, γεγονός που είχε προβλεφθεί στο
πρώτο διάταγμα για την ίδρυση του Πανεπιστημίου. Εκεί οριζόταν ότι ‘δύνανται οι
καθηγηταί και διδάσκαλοι, ελλείψει άλλων καταλλήλων οικημάτων να διδάσκωσι και
εις τα ίδια’. Με πρωτοβουλία του δεύτερου πρύτανη, Γεωργίου Α. Ράλλη, στις 26
Ιανουαρίου 1839 συγκροτήθηκε επιτροπή για τη συλλογή συνδρομών ‘προς ανέγερσιν
Ελληνικού Πανεπιστημίου’. Τρεις κορυφαίες μορφές του αγώνα της ανεξαρτησίας,
σύμβουλοι επικρατείας τώρα, ο Γεώργιος Κουντουριώτης, ο Ανδρέας Ζαΐμης και ο
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο ανακτοσύμβουλος Αύγουστος – Χριστιανός Μπράντις,
ιστορικός και φιλόσοφος, και οι καθηγητές Κωνσταντίνος Σχινάς, Γεώργιος Ράλλης,
Θεόδωρος Ράλλης, Νεόφυτος Βάμβας και Γεώργιος Γεννάδιος ορίστηκαν μέλη της επιτροπής
αυτής. Έναν μήνα αργότερα, στις 25 Φεβρουαρίου, με προκήρυξή τους καλούσαν τους
‘πανταχού της Οικουμένης παρεπιδημούντας Έλληνας’, καθώς και τους ‘παρ’ άπασι
τοις έθνεσι φιλέλληνας’ να συμβάλλουν ‘εις την ανέγερσιν του εις τον φωτισμόν
των παίδων καθωρισμένου Ελληνικού Πανεπιστημίου’. Η ανταπόκριση στην έκκληση
της επιτροπής υπήρξε άμεση. Πλούσιοι έμποροι και λόγιοι κυρίως της διασποράς
και του αλύτρωτου ελληνισμού, κληρικοί, μισθοβίωτοι και επαγγελματίες του ελεύθερου
κράτους είχαν προσφέρει ως το τέλος Μαρτίου το ένα έκτο περίπου της δαπάνης,
που είχε προϋπολογισθεί κατά προσέγγιση για την οικοδομή».
Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται και ο Δημήτριος Πλατυγένης
, συντοπίτης του Φιλίππου Ιωάννου. Ο τελευταίος, ως Πρύτανης, εκφώνησε λόγο στο
μνημόσυνο του ευεργέτη, το οποίο τελέσθηκε από το Πανεπιστήμιο στον καθεδρικό
ναό της Αγία Ειρήνης την 1η Ιουνίου 1858 (Φίλιππος Ιωάννου, 1858)[8].
Στις 5 Μαΐου 1839 ανακοινώθηκε στην επιτροπή η έγκριση
του σχεδίου που είχε εκπονήσει ο Δανός
αρχιτέκτονας Χριστιανός Χάνσεν. Στις 2 Ιουλίου, σε πανηγυρική τελετή, ο Όθων
έθετε τον θεμέλιο λίθο με την επιγραφή ‘Ελληνικόν Πανεπιστήμιον, ανεγερθέν τη
συνδρομή Ελλήνων και Φιλελλήνων, ζ΄ έτει της βασιλείας του Όθωνος του Πρώτου,
την 2αν Ιουλίου
Προς τιμήν του άνακτος, προς το οποίο έτρεφε ιδιαίτερη
εκτίμηση και συμπάθεια, ο Φίλιππος Ιωάννου συνέθεσε επιγραφή (Φίλιππος Ιωάννου,
1865: 600), η οποία τοποθετήθηκε στη θύρα του Πανεπιστημίου:
«Ζήθι,
άναξ τρισέβαστε, συν Αμαλίη Βασιλίσση
ζήθι,
βιτλεσβαχίων ευκλεές έρνος Όθων.
Μούσας
ηδυμελείς και ον ιδρύσας ενθάδε Μούσαις
Ναόν,
σω σκήπτρω χρυσέω αμφιέπων».
Δύο
χρόνια διήρκεσε η οικοδόμηση της πρώτης πτέρυγας του κτηρίου. Το Νοέμβριο του
1841 άρχιζαν τα μαθήματα, ενώ συνεχίζονταν ακόμη οι εργασίες στο χώρο των
προπυλαίων (Βασίλης Σφυρόερας, 1987: 13).
Μέχρι το 1844 το Πανεπιστήμιο στερούνταν οριστικό
οργανισμό επειδή όσα σχέδια είχαν συνταχθεί και υποβληθεί από διάφορες
επιτροπές δεν είχαν εγκριθεί. Τότε, ο Σπυρίδων Τρικούπης, διευθύνων το έτος
εκείνο τα της δημοσίας εκπαιδεύσεως, έδωσε εντολή στις τέσσερις σχολές του
Πανεπιστημίου να συντάξουν, η καθεμιά ξεχωριστά, οργανισμό. Επιτροπή, η οποία
απαρτιζόταν από τους πανεπιστημιακούς καθηγητές Κ. Ασώπιο, Ν. Βάμβα, Φίλιππο
Ιωάννου και Θ. Μανούσο, επιφορτίσθηκε με το έργο της σύνταξης ενός πλήρους και
οριστικού για το Πανεπιστήμιο οργανισμού. Αφού παρέλαβε τα σχέδια των
οργανισμών, με βάση την πείρα της, τον τύπο και το παράδειγμα νεότατων ξένων
οργανισμών, ιδίως των Πανεπιστημίων της Βόννης και του Βερολίνου, συνέταξε
σχέδιο οργανικού νόμου του Πανεπιστημίου Όθωνος, το οποίο αφού έγινε αποδεκτό
από τη σύγκλητο υποβλήθηκε στο υπουργείο για να συζητηθεί στη Βουλή και να
αποκτήσει ισχύ οργανικού νόμου (Θ. Μανούσος, 1845: 28).
Το 1846 οι γενναίες εισφορές των Ελλήνων του
εξωτερικού και η κρατική επιχορήγηση επέτρεψαν την έναρξη κατασκευής της
οπισθίας πτέρυγας και της αίθουσας τελετών, η οποία περατώθηκε το 1851.
Χρειάστηκαν ακόμη 12 χρόνια για τη διακόσμηση – εσωτερική και εξωτερική – του
Πανεπιστημίου, που πραγματοποιήθηκε με συνδρομές Ελλήνων του εξωτερικού».
Παράλληλη προς την ανέγερση του κεντρικού πανεπιστημιακού κτηρίου υπήρξε η
φροντίδα για τη δημιουργία βιβλιοθήκης, ειδικών συλλογών, εργαστηρίων και
προσαρτημάτων απαραιτήτων για τη διδασκαλία και την επιστημονική συγκρότηση των
φοιτητών (Βασίλης Σφυρόερας, 1987: 13-14).
Για το Φιλολογικό Φροντιστήριο, στο οποίο θητεύει και
ο Φίλιππος Ιωάννου, γράφει ο Σήφης Μπουζάκης (Σήφης Μπουζάκης, 2006: 191-192), ότι συστάθηκε με το διάταγμα της 30ης
Ιουνίου 1842, διατελούσε υπό τη διεύθυνση ενός από τους τακτικούς καθηγητές της
Φιλολογίας, ο οποίος λάμβανε μηνιαίο επιμίσθιο 100 δραχμών και αποσκοπούσε στην
αρχή στην άσκηση των φοιτητών της Φιλολογίας «υπό την οδηγίας των τακτικών
αυτής Καθηγητών εις το γράφειν ευφραδώς την αρχαίαν Ελληνικήν και Λατινικήν
γλώσσαν και εις την κριτικήν έρευναν και ανάλυσιν των κλασικών συγγραφέων και
ποιητών». Με Διάταγμα της 17ης Σεπτεμβρίου 1850 ενεκρίθη ο
Κανονισμός του, στον οποίο βλέπουμε ότι ο σκοπός του είναι τώρα η «ειδικωτέρα
εκπαίδευσις των μελλόντων να μετέλθωσι το διδασκαλικόν έργον, η δε εις αυτό
φοίτησις διετής. Ο ανωτέρω Κανονισμός ίσχυσε μέχρι του έτους 1868. Διευθυντής
του από το 1842 μέχρι το 1867 διετέλεσε ο Κωνσταντίνος Ασώπιος. Το Ασώπιο
διαδέχθηκε ο Φίλιππος Ιωάννου και αυτόν ο Κ. Κόντος.
Σχετικά με τις παραδόσεις του Φιλίππου Ιωάννου
εντοπίσαμε έκδοση του Λεοντίου Οικονόμου, ο οποίος υπήρξε φοιτητής του. Ο
τελευταίος παρακολουθώντας τις παραδόσεις του καθηγητή του, τις εξέδωσε στη
συνέχεια μετά από σχετική επεξεργασία, όπως διευκρινίζει ο ίδιος στην πρώτη
σελίδα του πονήματός του (Λεόντιος Οικονόμου, 1863) : «Παραδόσεις Φιλίππου
Ιωάννου εκδιδόμεναι υπό Λ.Ο. ως αντελήφθην αυτών και ως εκ παραβολής πολλών
τετραδίων και προς το όλον του Φ. Ι. σύστημα και προς το Φ. Δ. του Γρος
διόρθωσεν αυτάς κατά τα χειρογραφικά αμαρτήματα, επεξηργασμέναι,
αναπεπλασμέναι, μετά προσθαφαιρέσεων, παραβολών των σχετικών μερών,
συμπληρώσεως των κεχηνότων της συγγραφής, συνηρμοσμέναι προς το όλον
φιλοσοφικόν σύστημα του Φ. Ι., μετά περιλήψεων και ιδίων σημειώσεων κ.τ.λ.»
Στην αρχή της έκδοσης παρατίθεται κείμενο του Φιλίππου
Ιωάννου, με το οποίο ο καθηγητής επιχειρηματολογεί εναντίον του τυποκλόπου.
Δυστυχώς δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε τους
προβληματισμούς του από την αρχή
διότι στο αντίτυπο, το οποίο διαθέταμε, λείπουν οι έξι πρώτες σελίδες. Στις
υπόλοιπες διαβάζουμε ότι αφότου ο Φίλιππος Ιωάννου έμαθε γι την τύπωση των
σημειώσεών του, τους καλεί όλους να μην καταδεχθούν να τις αγοράσουν,
δηλώνοντας ότι αναγκασμένος από τις περιστάσεις, τις δημοσίευσε και ο ίδιος.
Επιπρόσθετα παραθέτει και όλα εκείνα τα σημεία, τα οποία διαστρεβλώνουν το
κείμενό του (Λεόντιος Οικονόμου, 1863: ζ΄, η΄).
Η
απάντηση του ‘λογοκλόπου’ περιλαμβάνει τις προθέσεις του, να αφαιρέσει
παλιλλογίες, περιττολογίες και να διευκολύνει γενικά τους άλλους φοιτητές.
Σχετικά με τη λογοκλοπή, ισχυρίζεται ότι ούτε διακοίνωσε κάτι το εμπιστευτικό,
ούτε τύπωσε αυτούσιες τις παραδόσεις του Φιλίππου Ιωάννου και ότι δεν είχε
καμία διάθεση να συγκρουσθεί μαζί του (Λεόντιος Οικονόμου, 1863: ι΄, ια΄).
Το δεύτερο σε σημασία έργο του αποτελούν τα
‘Φιλολογικά Πάρεργα’ (Φίλιππος Ιωάννου, 1874), ένα πολυποίκιλο και πολυσχιδές
και πολυσέλιδο έργο. Συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτό, εκτός της, ως προοίμιο,
προσφωνητικής επιστολής προς τον αδελφό του, μεταξύ των άλλων και, μετάφραση
και σχολιασμός του βιβλίου του Κορνηλίου Τάκιτου ‘Περί θέσεως, Ηθών και Λαών
της Γερμανίας’, έμμετρη ‘μεθερμηνεία’ των ασμάτων ΞΔ΄ ΞΣΤ΄ του Ουαλέριου
Κάτουλλου, έμμετρη μεταφορά στην ελληνική των πέντε πρώτων βιβλίων του Οβιδίου,
μεταφράσεις δημοτικών ασμάτων, ποιητικές συνθέσεις δικές του, όπως Ωδές, Επιγράμματα,
Επιγραφές, Γνωμικά, Παροιμίες.
Στο Οθώνειο Πανεπιστήμιο, επανερχόμενοι στο κείμενο
του Βαγγέλη Σκουβαρά, δίδαξε συνέχεια μέχρι τα 1862, όταν απολύθηκε από τη θέση
του επειδή ήταν Οθωνικός. Η απομάκρυνσή του αυτή σχολιάστηκε πολύ, μια κι η
διδαχτική καρποφορία του Φιλίππου Ιωάννου στο ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της
χώρας ήταν γονιμότατη. Η έδρα του προτάθηκε στον ονομαστό κερκυραίο σοφό Πέτρο
Βράΐλα Αρμένη, που την αρνήθηκε ωστόσο από σεβασμό στην επιστημονική
προσωπικότητα και στο ήθος του πηλιορείτη καθηγητή. Έτσι τον επόμενο χρόνο
ξαναδιορίστηκε και δίδαξε ως το θάνατό
του στις 30 Μαΐου 1880 (Βαγγέλης Σκουβαράς, 1987:35).
Προσπαθήσαμε να καλύψουμε με την εργασία μας αυτή, στο
μέτρο του δυνατού, και χωρίς καμιά διάθεση αγιοποίησης, μια προσωπικότητα
κόσμημα, ζώσα ενσάρκωση της αρετής καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου της , όπως
αποκλήθηκε, ενός ακαδημαϊκού δασκάλου, ο οποίος διαπαιδαγώγησε και μύησε δυο
γενιές Ελλήνων στην ελληνική φιλοσοφία. Αισθανθήκαμε διπλό το χρέος λόγω κοινώς
καταγωγής, σημείο το οποίο διακρίναμε και στο έργο του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βαλέτας Γ., Η Συμβολή της Θεσσαλίας στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, Θεσσαλικά Χρονικά, Έκτακτος Έκδοσις, Επί τω Εορτασμώ της Ογδοηκονταετηρίδος από της Απελευθερώσεως της Θεσσαλίας, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία των Θεσσαλών, Αθήναι, 1965, σελ. 332
Ιωάννου Φ., Πρυτάνεως, Λόγος Εκφωνηθείς κατά το Μνημόσυνο του Δημητρίου Πλατυγένους, το τελεσθέν υπό του Πανεπιστημίου, Εν τω Καθεδρικώ Ναώ της Αγίας Ειρήνης, τη 1η Ιουνίου 1858, Εν Αθήναις, Τύποις Δ. Αθ. Μαυρομμάτη (Οδός Ερμού 33, παρά τη πλατεία της Αγίας Ειρήνης), 1858 σελ. 5-15. (Βιβλιοθήκη της Βουλής)
Ιωάννου Φ., Φιλολογικά Πάρεργα, Προσφωνηθέντα τω αδελφώ αυτού Δημητρίω Ι. τω Γυαλά, Έκδοσις Β΄ εν η τινα διώρθωται ή επί το κρείττον μεταπεποίηται, ουκ ολίγα δε και προστέθειται, Αθήνησιν, εκ του τυπογραφείου των αδελφών Περρη επί των οδών Βουλής και Μητροπόλεως, 1865, σελ. 600 (Βιβλιοθήκη της Βουλής)
Ιωάννου Φ, Λόγος Ολυμπιακός, συνταχθείς και εκφωνηθείς υπό Φ.Ι. εν τη β΄ εορτή των ιδρυθέντων Ολυμπίων υπό του αειμνήστου Ευαγγέλου Ζάππα. Αθήναι [1870] σελ. 76.
Μανούσος Θ. Περί Πανεπιστημίων Εν Γένει και Ιδιαιτέρως περί του Οθωνείου Πανεπιστημίου, Εν Αθήναις, Εκ της Τυπογραφίας Εμ. Αντωνιάδου, Κατά την οδόν Ανακτόρων αριθ. 26, 1845. (Βιβλιοθήκη της Βουλής)
Μπουζάκης Σ., Η Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση στην Ελλάδα (1836-2005), Τεκμήρια Ιστορίας, Τόμος Α΄ (1836 - 1925), Gutenberg, Αθήνα, 2006.
Οικονομίδης Φ., Αρχαία Μούσα υπό Νέον Ένδυμα, ήτοι: Φιλίππου Ιωάννου Διάφορ’ Αρχαία Ελληνικά Ποιήματα και Επιγράμματα Κατ’ Εκλογήν, Εις την Καθ’ Ημάς Ελληνικήν Ελευθέρως Μεταφρασθέντα, Τινά μεν εν λόγω πεζώ, τα πλείστα δ’ εμμέτρως, Υπό του Ανεψιού Αυτού Φιλίππου Α. Οικονομίδου, Διδάκτορος της Φιλοσοφίας, Εν Βιέννη, εκ του Τυπογραφείου Υιού Καρόλου Γερόλδου, 1882.
Οικονόμου Λ., Φιλοσοφία, Μέρος Δεύτερον – Πρακτική Φιλοσοφία, Μέρος Δεύτερον -Φιλοσοφική Δικαιολογία ή Φυσικόν Δίκαιον, Εν Αθήναις, Τύποις Δ. Δράκου, 1863.
Πατριαρχέας Π. Ν., Φίλιππος Ιωάννου, ο από καθέδρας Έλλην φιλόσοφος του 19ου αιώνος, εν Αθήναις, 1936.
Σκουβαράς Β., Ένα ανέκδοτο Χαιρετιστήριο Άσμα του Φιλίππου Ιωάννου στον Ιωάννη Καποδίστρια, Ανάτυπο από την "Επτανησιακή Πρωτοχρονιά", 1960.
Σφυρόερας Β., Βραχύ χρονικό για τα Εκατόν Πενήντα Χρόνια του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1837-1987, Εκατόν Πενήντα Χρόνια, Κατάλογος Έκθεσης Ενθυμημάτων, Μουσείο Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
[1] Σημ: Ο Βαγγέλη Σκουβαράς υπήρξε φιλόλογος της μέσης εκπαίδευσης αρχικά και μετέπειτα καθηγητή της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Τιμήθηκε και από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, με την ονοματοθέτηση κάποιου από τα αμφιθέατρά του, σε ‘Βαγγέλης Σκουβαράς’.
[2]
Για το χαιρετιστήριο αυτό άσμα σημειώνει ο Βαγγέλης Σκουβαράς: «Το
χαιρετιστήριο αυτό άσμα, ανέκδοτο απ’ όσο ξέρω, το βρήκα απολησμονημένο μέσα
στο σωρό των φακέλων της Βιβλιοθήκης των Μηλεών. Είναι 4 φύλλα χαρτιού δεμένα (σελ. 8 χωρίς αρίθμηση) ∙
οι διαστάσεις του τετραδίου αυτού: 17 Χ
[3] Σημ: Φίλιππος Ιωάννου και Φίλιππος Ι. Μάγνης υπογραφόταν στα χρόνια της επανάστασης ο ποιητής σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Βαγγέλης Σκουβαράς. Σημειώνουμε στο σημείο αυτό ότι οι επιφυλάξεις οι οποίες δηλώνονται στον τίτλο με τις αγκύλες επαναλαμβάνονται σύμφωνα με αυτές του Βαγγέλη Σκουβαρά, ο οποίος μετέγραψε την επιστολή.
[4] Πατριαρχέας Π. Ν., Φίλιππος Ιωάννου, ο από καθέδρας Έλλην φιλόσοφος του 19ου αιώνος, εν Αθήναις, 1936, στο Βαγγέλης Σκουβαράς, Ένα ανέκδοτο Χαιρετιστήριο Άσμα του Φιλίππου Ιωάννου στον Ιωάννη Καποδίστρια, Ανάτυπο από την "Επτανησιακή Πρωτοχρονιά", 1960, σελ. 35.
[5] Στο σημείο αυτό ο Βαγγέλης Σκουβαράς κάνει την εξής διευκρίνιση σε σχέση με τα στοιχεία της μελέτης του Π. Ν. Πατριαρχέα σχετική με τη ζωή, τη δράση και τις φιλοσοφικές πεποιθήσεις του Φιλίππου Ιωάννου : «Ο Π. Πατριαρχέας λαθεμένα λέει, ότι ο Φίλιππος Ιωάννου πήγε στο Μόναχο στις 22 Μαΐου 1829. Από τα ανέκδοτα γράμματα του Φιλίππου στον Κωνσταντά, πούχω στα χέρια μου, και που ελπίζω να τα εκδώσω αργότερα, φαίνεται πως στις 30 Ιουλίου 1829 βρισκόταν ακόμη στη Σύρα και την πρώτη του Οχτώβρη του 1829 στην Τεργέστη».
[6] Πρωτοδημοσιευόμενη επιστολή του Φιλίππου Ιωάννου [βλέπε παραπάνω σημείωση Βαγγέλη Σκουβαρά] προς το Γρηγόριο Κωνσταντά, της 30ης Ιουλίου 1829, η οποία έχει ως εξής:
«Σεβαστέ Διδάσκαλε.
Τέλος πάντων σήμερον εκπλέομεν εντεύθεν διά την Τεργέστην αφ’ ού παρήλθον ικανά σήμερον και αύριον του πλοιάρχου μας. Μη δυνηθείς διά την δυσκολίαν των περιστάσεων εις τας οποίας ενεβλήθην, να λάβω την ευχαρίστησιν να σας ίδω εις την αναχώρησίν μου, και ν’ ασπασθώ την δεξιάν σας, ήλπιζα τουλάχιστον ν’ αξιωθώ να λάβω προ της αναχωρήσεώς μου κανέν γράμμα σας. Τούτο μ’ ήτον τόσω μάλλον επιθυμητόν, καθ’ όσον ήλπιζα να λάβω δι’ αυτού τας οδηγίας σας και τας συμβουλάς, των οποίων αισθάνομαι ότι έχω μεγίστην χροίαν. Τις κάλλιον παρά την Σοφολογιότητά σας γνωρίζει να συμβιβάση το ίδιον μου όφελος με τας χροίας της πατρίδος και επομένως να με οδηγήσει ειλικρινέστερα εις ποίον είδος μαθήσεως πρέπει να ενασχοληθώ; Σας παρακαλώ Διδάσκαλε να υποκλέψητε ολίγην ώραν από τας ενασχολήσεις σας και να με γράψητε εν γράμμα, διά του οποίου να μ’ οδηγήσητε εις ό,τι κρίνετε ωφέλιμον. Εις αυτό θέλετε περικλείσει και το οποίον σας προεζήτησα συστατικόν προς τον Θέρσιον και το αποδεικτικόν το ότι παρεδόθην παρά της Σοφολογιότητός σας τα στοιχεία της φιλοσοφίας και την στοιχειώδην Μαθηματικήν, αναγκαία αμφότερα δι’ εμέ. Αφ’ ου τα ετοιμάσητε θέλετε τα διευθύνει καλύτερα εδώ εις Σύραν προς τον κύριον Γεώργιον Σαμσαρέλον ή προς τον κύριον Νικόλαον Μεταξάν, γαμβρόν του Γεωργίου Ρήγα, οι οποίοι θέλουν μοι τα στείλει διά της Τεργέστης ασφαλέστερα και ταχύτερα.
Εν τοσούτω παρακαλώ να μ’ ενθυμήσθε, και να μ’ αγαπάτε, όσον εγώ σας σέβομαι, εύχομαι καλήν αντάμωσιν και [ ]
Της Σοφολογιότητός σας
Την 30 Ιουλίου 1829 εκ Σύρας
Τέκνον ευπηθές
Φίλιππος Ιωάννου»
[7] Πρωτοδημοσιευόμενη επιστολή του Φιλίππου Ιωάννου προς το Γρηγόριο Κωνσταντά, της 30ης Ιουλίου 1829, η οποία έχει ως εξής:
«Σεβαστέ Διδάσκαλε.
Σπεύδω με το παρόν μου να σας ειδοποιήσω, ότι προ ενός σχεδόν μηνός έφθασα εις τον λιμένα της Τεργέστης, και ήδη εξήλθον μετά των συνοδοιπόρων μου από το καθαρτήριον. σπουδάζομεν δε να βαδίσωμεν προς την Μυνιχίαν, διά να προλάβωμεν ει δυνατόν, τον οσονούπω παρόντα χειμώνα.
Πολλά γράμματα σας έγραψα και εκ της Ναυπάκτου και εκ του Ναυπλίου και εκ της Ύδρας, χωρίς να αξιωθώ αποκρίσεώς σας. Αι ασχολίαι σας, γνωρίζω, είναι πολλαί ∙ έπρεπε μόλον τούτο να υποκλέψητε καιρόν διά να μοι γράψητε, ενώ μάλιστα εγνωρίζετε πόσην είχον χρείαν των οδηγιών σας και πόσον σέβομαι και τιμώ αυτάς. Σας παρακαλώ και πάλιν να μη βαρυνθήτε να μοι γράψητε περί όσων σας ανέφερα ∙ τα δε γράμματά σας στέλλετε προς τον Ναύαρχον Μιαούλην, ή προς τον εν Σύρα Νικόλαον Μεταξά, οι οποίοι θέλουν φροντίσει να τα διευθύνουν προς εμέ.
Εν τοσούτω σας προσκυνώ με βαθύτατον σέβας και [ ]
Την 1η Οκτωβρίου 1829 Της Σοφολογιότητός σας
Εκ της Τεργέστης Τέκνον ευπηθές
Φίλιππος Ιωάννου»
[8] Εν συντομία στο λόγο του σημειώνονται τα εξής: «Στην αρχή τονίζει τη δύναμη της Ελλάδας να γεννά άνδρες αγαθούς παρά τις δεινές περιστάσεις που την συγκλόνισαν, παρομοιάζοντάς την με τη γη η οποία αν και καθίσταται πολλές φορές χέρσα δεν χάνει τη δύναμή της να καρποφορεί. Συνεχίζει με τα απλά βιογραφικά στοιχεία –τόπο καταγωγής, οικογένεια – δίνοντας αρκετά στοιχεία για τον πατέρα του, Ιωάννη Πλατυγένη, πολιτικό, με πατριωτικό φρόνημα, το οποίο απεδείκνυε με λόγια και με έργα. Και που ήταν φυσικό να μεταλαμπαδεύσει και στους δύο γιους του. Διαβάζουμε κατόπιν ότι ο Δημήτριος Πλατυγένης, μετά το θάνατο των υπολοίπων μελών της οικογενείας του (είχαν μεταβεί όλοι στα Ψαρά και σκοτώθηκαν το 1824 με την ολοσχερή καταστροφή του νησιού ενώ εκείνος βρισκόταν στη Σύρο), επιδόθηκε στο εμπόριο αποκομίζοντας όχι μόνον χρήματα αλλά υπόληψη, πίστη και αγάπη. Εκλιπών την 25η Ιουλίου 1856 κληροδότησε σχεδόν ολόκληρη την περιουσία του στο Πανεπιστήμιο».