Εκπαιδευτική πολιτική και εξέλιξη του πανεπιστημιακού θεσμού στην Ελλάδα (1836-1982)

 

 

Χρήστος  ΑΝΤΩΝΙΟΥ

Αναπλ. Καθηγητής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

 

 

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Η παρούσα μελέτη έχει ως σκοπό της να εξετάσει την εξέλιξη του πανεπιστημιακού θεσμού στην Ελλάδα κάτω από το πρίσμα ενός ερμηνευτικού σχήματος - υπόβαθρου, που λέγεται από τη μια εκπαιδευτική πολιτική και από την άλλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Η διερεύνηση του θέματος μέσα από τη σκοπιά αυτή γίνεται, επειδή κάθε επιχειρούμενη ολιστική μεταβολή στο εκπαιδευτικό σύστημα διέρχεται υποχρεωτικά μέσα από τη διάδραση αυτών των δύο παραγόντων, που διαμορφώνουν τον ιδεολογικό προσανατολισμό, θέτουν τους σκοπούς της εκπαίδευσης, εκπαιδεύουν και αμείβουν ανθρώπους για την επίτευξη των σκοπών αυτών, χρησιμοποιούν όλα τα διαθέσιμα μέσα για την υλοποίηση των σκοπών αυτών.

Μεθοδολογικά το υπό διερεύνηση θέμα προσεγγίζεται μέσα από δύο θεματικές  ενότητες. Η πρώτη ενότητα εξετάζει και αναλύει τους βασικότατους εννοιολογικούς όρους: «εκπαιδευτική πολιτική, «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» και «Πανεπιστήμιο». Η δεύτερη ενότητα διερευνά υπό το πρίσμα της εκπαιδευτικής πολιτικής την αριθμητική και κυρίως  την «εσωτερική εξέλιξη» του θεσμού μέσα από τα νομοθετικά κείμενα, που κατά βάση άλλαξαν ή επιχείρησαν να αλλάξουν τη δομή και τη λειτουργία ελληνικού Πανεπιστημίου.

Το υπό διερεύνηση θέμα φαίνεται κατ’ αρχήν απέραντο για τα περιθώρια ενός άρθρου, ωστόσο στην ουσία είναι μικρό αν εκ των προτέρων γνωρίζει κανείς ότι όλες οι αλλαγές πραγματοποιούνται κατά το διάστημα αυτό (1836-1982) μέσω –κυρίως- τεσσάρων, μόλις, Νόμων. Εξάλλου, με τέτοιας μικρής έκτασης εργασιών δεν επιδιώκεται η ενδελεχής ιστορική εξέταση θεμάτων μεγίστης σημασίας, όπως το προκείμενο, αλλά η ανάκτηση μιας ολικής εικόνας της εξέλιξης του θεσμού ως σήμερα, η ερμηνεία των συντελεσθεισών εξελίξεων και η επισήμανση της προοπτικής του θεσμού για την πρόοδο της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι. 

Ως βασική προϋπόθεση του όλου ερευνητικού εγχειρήματος τίθεται η αρχή ότι το Πανεπιστήμιο αποτελεί τον πρώτιστο άξονα για την ανάπτυξη μιας κρατικής οντότητας και  για την ευημερία μιας κοινωνίας.

 

 

2. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ 

2.1. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ  ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

 

            Προκειμένου να γίνει σαφής ο ρόλος που διαδραμάτισε στην Ελλάδα η «εκπαιδευτική πολιτική» είναι αναγκαία στο σημείο αυτό η εννοιολογική διασάφηση του όρου.

Ο όρος «πολιτική» σημαίνει τον τρόπο διαχείρισης των κρατικών υποθέσεων και το σύστημα διακυβέρνησης ενός πεδίου (μιας χώρας, ενός ιδρύματος, μιας επιχείρησης κ.λπ.). Η πολιτική είναι συναρτημένη με ιδεολογικές τάσεις και με πρακτικές εξουσίας. Κριτήρια μιας πολιτικής είναι η σαφήνεια, η νομιμοποίηση (ανάμεσα στους παραγωγούς και τους αποδέκτες της), η αποτελεσματικότητα, η επάρκεια (συσχετιζόμενη με το κόστος και τα αντισταθμιστικά οφέλη) και ο τρόπος αξιολόγησής της από τις ομάδες ενδιαφέροντος (Παπαδάκης, 1993, 79).

Ο όρος «εκπαιδευτική πολιτική» είναι εκ των πραγμάτων πιο σύνθετος, αφού πρώτα από όλα αναφέρεται γενικά στην εκπαίδευση, δηλαδή στη μάθηση γνώσεων και δεξιοτήτων, στη μάθηση μιας κουλτούρας και των συναρτημένων με αυτήν αξιών, στους εκπαιδευτικούς, στο σχολείο, στην σχολική υλικοτεχνική υποδομή, στη διδασκαλία και στα μέσα διεξαγωγής της διδασκαλίας. Έπειτα, ο ίδιος όρος «εκπαιδευτική πολιτική»: 1) Αναφέρεται στις επιλογές ενός πολιτικού προσώπου ή μιας ομάδας πολιτικών προσώπων και στα αποτελέσματα αυτών των επιλογών. 2) Θεωρείται ως μια ολοκληρωμένη δέσμη δράσης, που κοινοποιείται στα πλαίσια ενός πολιτικού λόγου ή μιας νομοθεσίας. 3) Σχετίζεται με τις αποφάσεις για την εκπαίδευση, που λαμβάνονται από τα κλιμάκια εξουσίας. 4) Διακρίνεται στη μακρο-εφαρμόσιμη (σ’ αυτήν που σχεδιάζεται από την κεντρική εξουσία και αφορά το εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα) και στη μικρο-εφαρμόσιμη (σ’ αυτήν που σχεδιάζεται σε τοπικό επίπεδο και αφορά στη λειτουργία των σχολείων). 5) Δεν εφαρμόζεται με τον ίδιο τρόπο ποτέ σε διαφορετικά κράτη. Έτσι, για να έχει αποτελεσματικότητα πρέπει να εξυπηρετεί τις ανάγκες της εκάστοτε κοινωνίας, στην οποία ασκείται. 6) Τα προαναφερθέντα συστατικά μιας εκπαιδευτικής πολιτικής συνδέονται άρρηκτα με το κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και ιδεολογικό πλαίσιο της κοινωνίας στην οποία εκπονούνται, δημοσιοποιούνται και γίνεται προσπάθεια να εφαρμοσθούν (Παπαδάκης, 1993, 81).

Το περιεχόμενο, συνεπώς, της εκάστοτε εκπαιδευτικής πολιτικής δημοσιοποιεί είτε ο Υπουργός Παιδείας ως εκφραστής της Κυβέρνησης ή της ομάδας ειδικών σε συνεργασία με τα αρμόδια πολιτικά πρόσωπα. Κατά προέκταση, το ποιόν και το είδος μιας εκπαιδευτικής πολιτικής ποικίλλει ανάλογα με τα πρόσωπα που επιλέγονται στην Κυβέρνηση, με την πολιτική ιδεολογία που αυτά εμφορούνται και από τα συμφέροντα (ιδιωτικά ή συλλογικά) που αυτά εκπροσωπούν. Υποστηρίζεται ότι, όταν δεν αποφασίζει μόνη της μια Κυβέρνηση για την εκπόνηση μιας εκπαιδευτικής πολιτικής αλλά στην εκφορά αυτής της εκπαιδευτικής πολιτικής συμμετέχουν οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς και οι φορείς της τοπικής κοινωνίας, τότε επισπεύδονται τα αποτελέσματα εκδημοκρατισμού του εκπαιδευτικού συστήματος (Παπαδάκης, 1993, 88ε).

Γίνεται από τα παραπάνω σαφές ότι η εκπαιδευτική πολιτική διαδραματίζει καταλυτικό και πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος μιας χώρας, συνεπώς και στη διαμόρφωση του πλαισίου οργάνωσης και λειτουργίας των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της, των Πανεπιστημίων της.               

             

2.2. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

 

            Ο όρος «αλλαγή» παραπέμπει σε μια διαρκή ρήξη με τις παραδόσεις, με τις προϋπάρχουσες υλικές συνθήκες και με τα πολιτιστικά μορφώματα. Ο όρος «μεταρρύθμιση» σημαίνει περισσότερο μια κανονιστική έννοια ή ένα αίτημα για καινοτομία σε περιπτώσεις, όπου απειλούνται θεμελιώδεις αξίες και παραπέμπει στην προσπάθεια για επαναπροσαρμογή ενός θεσμού στον αληθινό σκοπό ύπαρξής του. Κατά συνέπεια, με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ουσιαστικά επέρχεται μια ρήξη με την προϋπάρχουσα εκπαιδευτική πολιτική και με την κατάσταση του εκπαιδευτικού συστήματος (Παπαδάκης, 2003, 100 και 102). Έτσι, οι όποιες μεμονωμένες αλλαγές στα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός εκπαιδευτικού συστήματος (όπως π.χ. σχολική νομοθεσία, ίδρυση νέων σχολικών τύπων, καινούρια σχολικά κτήρια) δεν συνιστούν εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, αφού η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση σημαίνει κυρίως αλλαγή προσανατολισμού, αλλαγή πνεύματος, αλλαγή σε βάθος και πλάτος (Δημαράς, 1973,  κ΄) όλων των εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων του εκπαιδευτικού συστήματος (σκοπός του σχολείου, μέθοδοι διδασκαλίας και μάθησης, αναλυτικά προγράμματα, βιβλία, εκπαίδευση εκπαιδευτικών, διδακτήρια) (Τερζής, 1993, 14).

            Τέλος, ο όρος «Πανεπιστήμιο» σημαίνει έναν ενιαίο και πνευματικά αυτοδύναμο χώρο (Τσαούσης, 1994, 40), που αποτελείται από ένα σύνολο Σχολών με κοινή διοίκηση και που έχει ως σκοπό του: 1) Την ανάπτυξη της προσωπικότητας με την καλλιέργεια του ορθού λόγου και της κριτικής σκέψης. 2) Τη μετάδοση γνώσης, τεχνογνωσίας και δεξιοτήτων με τη διδασκαλία (Μπουζάκης, 2006, 16). 3) Την ανάπτυξη και παραγωγή νέας γνώσης και τεχνολογίας (Gasset, 2004, 77) με την έρευνα (Ράσσης, 2004, 197).

 

 

2.3. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

 

2.3.1. Ο ΙΔΡΥΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1836

 

Ένα έτος μετά την ίδρυση του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου στην Αθήνα, δημοσιεύεται επί Αντιβασιλείας Άρμανσμπεργκ το Διάταγμα της 31ης Δεκεμβρίου 1836 «Περί συστάσεως του Πανεπιστημίου». Το Διάταγμα ωστόσο αυτό  ανακαλείται και αντικαθίσταται από το Βασιλιά Όθωνα με το Διάταγμα της 10ης Απριλίου 1837 (Τερζής, 2005, 353 και Μπουζάκης, 2006α, 33). Το Πανεπιστήμιο αυτό «προσανατολίζονταν από την ίδρυσή του ως το 1892 στο γερμανικό πρότυπο, που έχει την προέλευσή του στο Νεοανθρωπισμό του 19ου αιώνα και την πρώτη υλοποίησή του στην ίδρυση του Πανεπιστημίου του Βερολίνου το 1810. Κύριο γνώρισμα του μοντέλου αυτού είναι η σύζευξη διδασκαλίας και έρευνας μέσα σε μια περιορισμένη αριθμητικά πανεπιστημιακή κοινότητα επίλεκτων φοιτητών και σοφών καθηγητών […] και πρώτιστος στόχος του η γενική μόρφωση μέσω της επιστήμης και σε δεύτερη μοίρα η επαγγελματική εκπαίδευση των φοιτητών» (Ξωχέλλης, 1989, 34).

 Σύμφωνα με το Διάταγμα αυτό της 10ης Απριλίου 1837 «Περί συστάσεως του Πανεπιστημίου», το Πανεπιστήμιο αποτελείται από τέσσερις Σχολές: Θεολογική, Νομικών Επιστημών, Ιατρική και Φιλοσοφική. Κύρια χαρακτηριστικά της δομής του Πανεπιστημίου είναι: 1) Δεν είναι αυτόνομο εκπαιδευτικό ίδρυμα αλλά τελεί υπό την άμεση επιτήρηση και υπό την ανώτατη εποπτεία του Υπουργού των Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας Εκπαίδευσης. 2) Παρά το γεγονός ότι τη διεύθυνση και την αστυνόμευση του Πανεπιστημίου έχει ο Πρύτανης και τη διεύθυνση των Σχολών έχουν οι Σχολάρχες, την ανώτατη εποπτεία και διοίκηση του Πανεπιστημίου διατηρεί το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας Εκπαίδευσης. 3) Οι καθηγητές του Πανεπιστημίου διορίζονται απευθείας από τον Βασιλιά μετά από πρόταση του Υπουργού των Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας Εκπαίδευσης, μετά δε πέντε χρόνια (από την ίδρυση του Πανεπιστημίου) συμμετέχουν στη διαδικασία της επιλογής των καθηγητών και το Πανεπιστήμιο και οι Σχολές. 4) Οι φοιτητές πληρώνουν δίδακτρα ετήσιας φοίτησης από 10 έως 40 δραχμές (μέτρο που τελικά δεν εφαρμόστηκε) και καταβάλλουν το κατά τάξη χαρτόσημο και τα τέλη για τα απολυτήρια και για τους ακαδημαϊκούς βαθμούς. 5) Οι φοιτητές είναι υποχρεωμένοι να υπακούουν στις διατάξεις του εσωτερικού κανονισμού του Πανεπιστημίου. 6) Στους φοιτητές που «παρεκτρέπονται» μέσα στο Πανεπιστήμιο μπορεί να επιβάλλονται από τον Πρύτανη οι εξής ποινές: επίπληξη ιδιαιτέρως, επίπληξη ενώπιον του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου, κράτηση μέσα στο Πανεπιστήμιο μέχρι 24 ώρες (Διάταγμα υπ. αριθ. 16 της 14ης Απριλίου 1837 «Περί προσωρινού κανονισμού του εν Αθήναις συστηθησομένου Πανεπιστημίου» (άρθρα 3, 6, 24, 27 και 31).

Η έναρξη λειτουργίας του Πανεπιστημίου γίνεται στις 3/15 Μαΐου 1837 και στο πρώτο έτος εγγράφονται 52 φοιτητές. 

Η ίδρυση του πρώτου Πανεπιστημίου αποτελεί με βεβαιότητα ένα κορυφαίο γεγονός για το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος. Κυρίως επειδή το Πανεπιστήμιο από αποτελεί για τους Έλληνες αυτή την περίοδο ένα κορυφαίο πνευματικό και εθνικό σύμβολο. Στον πνευματικό αυτό οργανισμό εναποτίθενται οι ελπίδες των Ελλήνων για την πνευματική τους καλλιέργεια, για τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού προς την Ανατολή, για τη σφυρηλάτηση  της εθνικής συνείδησης και της κοινωνικής συνοχής (Μπουζάκης, 2006, Α΄, 38).

Σε επίπεδο ωστόσο δομής και οργάνωσης φαίνεται από τις διατάξεις του ιδρυτικού Διατάγματος του 1837 ότι εγκαινιάζεται η άσκηση μιας εκπαιδευτικής πολιτικής που εγκαθιδρύει τον απόλυτο κρατικό έλεγχο της πανεπιστημιακής διοίκησης και της πανεπιστημιακής ζωής, υιοθετείται μια αυστηρή συγκεντρωτική οργάνωση, αποκλείεται ολότελα η αυτοδιοίκηση και χαράσσεται ένας θεωρητικός και κλασικιστικός χαρακτήρας των σπουδών (Δημαράς, Α΄, 1973, λ΄).   

 

2.3.2. ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ – ΠΛΑΙΣΙΟΥ 4353 ΤΟΥ 1932

            Η αλλαγή της διακυβέρνησης της Χώρας στις δεκαετίες 1910 έως 1932 από τις Φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις του Ελευθερίου Βενιζέλου σήμανε και την πρώτη ριζική αλλαγή της ισχύουσας ως τότε εκπαιδευτικής πολιτικής στο θέμα του Πανεπιστημίου. Ο άνεμος της ελευθερίας που έπνεε στη Μακεδονία, στη Θράκη και στα νησιά του Αιγαίου μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ήταν η αφορμή μόνο για την ωρίμανση της σκέψης για αποκέντρωση και για ίδρυση και άλλων Πανεπιστημίων στη χώρα, τα οποία και θα έκαναν ευκολότερη την πρόσβαση στη μόρφωση και των ανθρώπων της Βόρειας Ελλάδας. Καρπός αυτών των ζυμώσεων υπήρξε στα 1919 η ιδέα του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή προς τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο για ίδρυση του δεύτερου ελληνικού Πανεπιστημίου στη Σμύρνη (που θα περιλάμβανε κυρίως Σχολές όπως: Γεωπονική, Εμπορική, Φυσικών Επιστημών, Ανατολικών Γλωσσών)∙ οι σπουδές δηλαδή στο Πανεπιστήμιο αυτό θα είχαν μια  περισσότερο θετική κατεύθυνση (Πυργιωτάκης, 2001, 315). Με τον τρόπο αυτό η πανεπιστημιακή εκπαίδευση δεν θα ήταν προνόμιο μόνο των Αθηνών και των Ελλήνων της νότιας Ελλάδας, αλλά τόσο των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και των άλλων εστιών του ελληνισμού όσο και εκείνων που κατάγονται από ανατολικές χώρες και ζουν στην Ελλάδα (Μπουζάκης, 2006, Α΄, 69 και 73). Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη ματαίωση του σχεδίου για την ίδρυση του Πανεπιστημίου της Σμύρνης, ο Πρωθυπουργός της χώρας Αλέξανδρος Παπαναστασίου εισηγείται στα 1925 την ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης  (Τερζής, 1993, 154 και Μπουζάκης, 2006, 73 και 80-83).

Παρά το σημαντικό γεγονός ότι η Ελλάδα αποκτά -μετά περίπου έναν αιώνα- το δεύτερο Πανεπιστήμιό της στη Θεσσαλονίκη το 1925,    η δομή και η οργάνωσή του παραμένει η ίδια με εκείνη του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ανάμεσα στα μέτρα που επιφέρει η μεταρρύθμιση του 1929-1932 και που ουσιαστικά άλλαξαν ριζικά για πρώτη φορά το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα από τη σύστασή του, περιλαμβάνεται και ο Νόμος 4353 του 1932 «Περί οργανισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών», που ψηφίζεται επί Κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου και προσυπογράφεται από τον Υπουργό Παιδείας Γεώργιο Παπανδρέου. Πριν τη δημοσίευση του παραπάνω Νόμου είχε προηγηθεί η ψήφιση του Διατάγματος 5143 του 1931, βάσει του οποίου εγκαινιάζεται η θεσμοθέτηση ενός τρόπου έμμεσης εποπτείας του Υπουργείου Παιδείας στα δύο ελληνικά Πανεπιστήμια, καθώς η εποπτεία αυτή ενασκείται πλέον δια του Κυβερνητικού Επιτρόπου. Ο νέος Νόμος 4353 του 1932 επαυξάνει τον εποπτικό εξουσιαστικό ρόλο του Πρύτανη σε ολόκληρο το διδακτικό (άρθρα 54-110) και διοικητικό προσωπικό του Πανεπιστημίου, που παραμένει ο άμεσος διαμεσολαβητικός κρίκος με το Υπουργείο Παιδείας. Επιδιώκοντας την καθιέρωση μιας αυστηρής ιεραρχίας στη διοίκηση του Πανεπιστημίου, ο νομοθέτης δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο του συλλογικού οργάνου της Συγκλήτου (άρθρα 23-43), όπως και στη Γενική Συνέλευση των Καθηγητών, που συνέρχεται μία φορά τα χρόνο μετά από πρόσκληση του Πρύτανη (άρθρο 43). Στον ίδιο Νόμο σημαντική έμφαση δίνεται στο διοικητικό έργο κάθε Σχολής, την εποπτεία της οποίας έχει ο Κοσμήτορας (άρθρα 45-47). Βεβαίως, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο ρόλο της Κεντρικής Διοίκησης του Πανεπιστημίου, που εδρεύει στο κεντρικό κτήριο του Πανεπιστημίου και περιλαμβάνει τα επιμέρους γραφεία και τις διευθύνσεις (άρθρα 260-280). Το πρόσωπο όμως που κυριολεκτικά ελέγχει την ζωή και την κάθε κίνηση εντός του Πανεπιστημίου είναι ο Γενικός Γραμματέας, καθώς έχει την εποπτεία και τον έλεγχο όλων των γραφείων της κεντρικής διοίκησης του Πανεπιστημίου, επιβλέπει την εφαρμογή των νόμων από αυτά, εισηγείται τα προς συζήτηση θέματα στη Σύγκλητο, φροντίζει για όλα τα θέματα που αφορούν στη διοίκηση του Πανεπιστημίου, εκτελεί όλες τις αποφάσεις που του αναθέτει η Σύγκλητος, αλληλογραφεί απευθείας με όλες τις δημόσιες αρχές για θέματα που αφορούν τη λειτουργία του Πανεπιστημίου, ελέγχει και μονογράφει όλα τα σχέδια των εξερχομένων εγγράφων (άρθρο 262). Πέραν όμως του κεφαλαίου της διοίκησης και της απαίτησης για χρηστή διαφάνεια, ο Νόμος 4353 δίνει πρωτοφανή και -δικαίως για πρώτη φορά στα ελληνικά χρονικά δεδομένα- μέγιστη σημασία, στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των φοιτητών (άρθρα 111-135). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Νόμος είναι εξαιρετικά αυστηρός σε ότι αφορά τη λήξη της ιδιότητας του φοιτητή, καθώς επισημαίνει ότι η φοιτητική του ιδιότητα λήγει όταν αυτός: 1) Καθυστερήσει να ανανεώσει την εγγραφή του για ένα έτος. 2) Όταν αποβληθεί από τη Σχολή προσωρινά. 3) Όταν περάσουν δύο ακαδημαϊκά έτη και δεν έχει φοιτήσει τον απαιτούμενο χρόνο στο Πανεπιστήμιο (άρθρα 132-189). Για την πρόληψη, τέλος, οικονομικών ατασθαλειών ο νομοθέτης υποχρεώνει τον ταμία της κεντρικής οικονομικής υπηρεσίας να καταβάλει εγγύηση, το ύψος της οποίας ορίζεται από το Οικονομικό Συμβούλιο (άρθρο 267).

Ο Νόμος 4353 του 1932 πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι μέρος της πολύ σημαντικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης (Φραγκουδάκη, Α., 1986, 64), που πραγματοποιεί σε όλους τους τομείς του εκπαιδευτικού συστήματος η κυβέρνηση Βενιζέλου με τους Υπουργούς Παιδείας Κ. Γόντικα και Γ. Παπανδρέου κατά το διάστημα 1928-1932. Βασισμένη στη γνώση της σύνθεσης της ελληνικής κοινωνίας (Γενική εισηγητική έκθεσις, 1929, 9-11), η μεταρρύθμιση αυτή προσβλέπει στην οργάνωση και στη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού δίνει εξαιρετική βαρύτητα τόσο στο θέμα της διοίκησης όσο και στο θέμα της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών (Γενική εισηγητική έκθεσις, 1929, κεφάλαιο Δ΄, 37-51). Χωρίς την αναβάθμιση αυτών των δύο παραγόντων δεν μπορεί να υπάρξει καμία πρόοδος στην Ελλάδα. Όμως η εκπαιδευτική αυτή μεταρρύθμιση σε ό, τι αφορά στη δομή και στη διοίκηση του Πανεπιστημίου δεν μπόρεσε να απαλλαγεί από το σύνδρομο του «Ιδιωνύμου» του 1929 και του απόλυτου κρατικού ελέγχου της πανεπιστημιακής ζωής, παράγοντες που φυσικά δεν ευνοούν την καλλιέργεια και την ανάπτυξη της πνευματικής και επιστημονικής σκέψης (Αντωνίου, 1999, 118 και 130). Ο Γενικός Γραμματέας του Πανεπιστημίου πρέπει επίσης να συνδυαστεί με την θεσμοθετημένη από το Νόμο 5143 του 1931 παρουσία του Κυβερνητικού Επιτρόπου, ο οποίος διατηρούσε υποχρεωτικά γραφείο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και προαιρετικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ήταν επιφορτισμένος να παρακολουθεί την εφαρμογή των Νόμων στα δύο Πανεπιστήμια και να υποβάλλει σχετικές εκθέσεις προς τον Υπουργό Παιδείας.  Έτσι ο Γενικός Γραμματέας του Πανεπιστημίου σε συνάρτηση με τον Κυβερνητικό Επίτροπο αποτελούν έμμεσα την προέκταση του Υπουργού Παιδείας στη ζωή του Πανεπιστημίου, αφού ελέγχουν όσα γίνονται μέσα στο Πανεπιστήμιο και όσα έγγραφα εξέρχονται από το Πανεπιστήμιο, αναγορευόμενοι έτσι σε έναν ιδεολογικό και πολιτικό μηχανισμό ελέγχου του Πανεπιστημίου (Παπαδάκης, 2004, 212).

Αποδεικνύεται από τα παραπάνω ότι όντως ο Νόμος αυτός αποκλείει την αυτοδιοίκηση και συνεχίζει την τακτική του συγκεντρωτισμού και του ιδεολογικού και πολιτικού κρατικού ελέγχου της διοίκησης του Πανεπιστημίου. Είναι, ωστόσο, δίκαιο να υπογραμμιστεί στο σημείο αυτό ότι παρά τα προαναφερθέντα τρωτά σημεία, το Πανεπιστήμιο αποκτά με τις διατάξεις του Νόμου 4353 του 1932 ένα θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας με θετικότερες προοπτικές για την εξέλιξή του. 

 

2.3.3. ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΤΟΥ 1958 KΑΙ Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΤΟ 1964

 

Τα πρώτα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά τον Εμφύλιο, η Ελλάδα προσπαθεί να επουλώσει τα κακώς κείμενα σε όλους τους τομείς: κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό, διοικητικό. Η εκπαίδευση παρουσιάζει, επίσης, κατά γενική ομολογία έντονες ελλείψεις. Σε ένα τέτοιο κλίμα αποφασίζεται στα μέσα του 1957 με εντολή του Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή η συγκρότηση Ειδικής Επιτροπής Παιδείας από διακεκριμένες προσωπικότητες -από το χώρο πρωτίστως της επιστήμης (όπως π.χ. ο Ε. Παπανούτσος, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Λούρος) και δευτερευόντως της πολιτικής- με σκοπό τη μελέτη των προβλημάτων της εκπαίδευσης, τη διατύπωση και την υποβολή προτάσεων για την αντιμετώπισή τους. Μέσα σε ένα εξάμηνο η Επιτροπή ολοκλήρωσε τα Πορίσματά της και τα παρέδωσε στον Πρωθυπουργό μέσα στο Κοινοβούλιο στις 10 Ιανουαρίου 1958. Η Επιτροπή που πράγματι επιτέλεσε ένα σημαντικό έργο, θεωρούσε ότι χρειάζεται αναθεώρηση του εκπαιδευτικού συστήματος, αφού αυτό δεν ανταποκρίνεται στις αντιμετώπιση των νέων κοινωνικών αναγκών που δημιουργήθηκαν με τις ραγδαίες εξελίξεις στην οικονομία και κυρίως στην τεχνολογία. Σημειωτέον εδώ ότι στις 4 Οκτωβρίου 1957, ενώ δηλαδή η Επιτροπή συνέχιζε τις εργασίες της, πραγματοποιείται η εκτόξευση στο διάστημα του πρώτου τεχνικού δορυφόρου Σπούτνικ από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Έτσι, για την αντιμετώπιση των νέων αναγκών, η Επιτροπή προτείνει τη χάραξη μιας νέας εκπαιδευτικής πολιτικής με βάση τόσο τις Ανθρωπιστικές Σπουδές όσο και τις Θετικές Επιστήμες (Πορίσματα Επιτροπής Παιδείας, 1958, 20 και 21). Ωστόσο το ενδιαφέρον της Επιτροπής εστιάζεται περισσότερο στην Πρωτοβάθμια και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και ελάχιστα στο Πανεπιστήμιο. Σχετικά με το Πανεπιστήμιο, η Επιτροπή προτείνει την σταδιακή ίδρυση ενός τρίτου Πανεπιστημίου (Πορίσματα Επιτροπής Παιδείας, 1958, 30 και 65), την ίδρυση νέων Τμημάτων στα δύο Πανεπιστήμια Αθηνών και Θεσσαλονίκης, την οικονομική ενίσχυση των Πανεπιστημίων, την αναδιάρθρωση του διδακτικού φορέα, την αύξηση του βοηθητικού προσωπικού, την μισθολογική ενίσχυση των διδασκόντων, τον περιορισμό των τακτικών εδρών, τη βελτίωση της ιατρικής εκπαίδευσης, την οργάνωση μεταπτυχιακών σπουδών (Πορίσματα Επιτροπής Παιδείας, 1958, 64-79 και 197-207). Η Επιτροπή ωστόσο δεν αγγίζει το φλέγον θέμα της διοίκησης στο εσωτερικό των Πανεπιστημίων.

Με την άνοδο στην εξουσία των πολιτικών δυνάμεων της Ένωσης Κέντρου το 1963 και το 1964 ο Πρωθυπουργός και Υπουργός Παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου θα εξαγγείλει αμέσως «γενναία» εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Γνώστης ο ίδιος ο Πρωθυπουργός των εκπαιδευτικών πραγμάτων από τη θητεία του στο Υπουργείο Παιδείας κατά το διάστημα 1930-1932, και  έχοντας στο πλευρό του τον Ευάγγελο Παπανούτσο ως Γενικό Γραμματεία του Υπουργείου Παιδείας θέτει ως άμεση προτεραιότητα της πολιτικής του την ουσιαστική αναβάθμιση της Παιδείας (Χαραλάμπους, 1990, 206-208), την οποία θεωρεί ως τη μεγαλύτερη επένδυση της χώρας. Παιδεία και Διοίκηση αποτελούν για τον Γεώργιο Παπανδρέου την υποδομή της οικονομικής ανάπτυξης και παράγοντες που μπορούν να συμβάλουν πραγματικά στην ένταξη της Ελλάδας στην Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά (στο: Δημαράς, 1974, 259 και 261).

Στα πλαίσια της εκπεφρασμένης εκπαιδευτικής πολιτικής για δωρεάν παροχή εκπαίδευσης σε όλες της σχολικές βαθμίδες αλλά και στο Πανεπιστήμιο, η νέα Κυβέρνηση ψηφίζει το Νομοθετικό Διάταγμα 4425 της 11ης Νοεμβρίου 1964 (ΦΕΚ 216, τ. Α΄) «Περί ιδρύσεως Πανεπιστημίου εν Πάτραις» και το Βασιλικό Διάταγμα 735 της 30ης Νοεμβρίου 1964  (ΦΕΚ 267, τ. Α΄) «Περί ιδρύσεως της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου εν Ιωαννίνοις». Έτσι η ευχή που εξέφραζε η Επιτροπή Παιδείας του 1958 για ίδρυση τρίτου Πανεπιστημίου υλοποιείται το 1964 με την ίδρυση του Πανεπιστημίου Πατρών και με την ίδρυση της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων. Το νέο Πανεπιστήμιο και η Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων θα λειτουργούν, σύμφωνα με το νομοθέτη, με βάση το ισχύον θεσμικό πλαίσιο.

Ο Γεώργιος Παπανδρέου πάντοτε εκδήλωνε ζωηρά το ενδιαφέρον του για αλλαγές στο Πανεπιστήμιο, που θα αφορούσαν στην αύξηση των κονδυλίων, στην οργάνωση μεταπτυχιακών σπουδών, στην αναδιοργάνωση των σπουδών, στον εκσυγχρονισμό της διδασκαλίας (Παπαδάκης, 2004, 315ε). Ωστόσο, πρέπει στο σημείο να επισημανθεί ότι με τις δύο τελευταίες παρεμβάσεις του πραγματοποιείται το εξής παράδοξο: από τη μια            επιτυγχάνεται αισθητά η αποκέντρωση του πανεπιστημιακού θεσμού (με την ίδρυση του νέου Πανεπιστημίου και της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων) και από την άλλη παραμένει σθεναρή η πολιτική βούληση για διατήρηση του κρατικού μηχανισμού ελέγχου της διοίκησης και της λειτουργίας του  Πανεπιστημίου. 

 

2.3.4. ΟΙ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΑΛΛΑΓΕΣ ΚΑΙ Ο ΝΟΜΟΣ 815 ΤΟΥ 1978

 

Η μεταπολίτευση βρήκε τους έλληνες εκπαιδευτικούς συσπειρωμένους στο αίτημα για αναβάθμιση των σπουδών τους και για μεταρρυθμίσεις στο Πανεπιστήμιο. Στα πλαίσια ενός ώριμου πολιτικού περιβάλλοντος συγκροτείται -με απόφαση του Υπουργού Παιδείας Νικολάου Λούρου- το 1974 η πρώτη Επιτροπή για τη σύσταση καταστατικού Χάρτη για τα Ανώτατα Κρατικά Ιδρύματα. Μετά από δεκατέσσερις συνεδριάσεις η Επιτροπή καταλήγει υπό την προεδρία του Υφυπουργού Παιδείας Δημητρίου Τσάτσου στις 13 Νοεμβρίου 1974 σε συγκεκριμένες προτάσεις, μεταξύ των οποίων τονίζεται κυρίως η ανάγκη για προώθηση της συμμετοχικότητας και της αντιπροσωπευτικότητας. Στις 4 Δεκεμβρίου συγκροτείται νέα Επιτροπή με απόφαση του Υπουργού Παιδείας Παναγιώτη Ζέππου.

Η Επιτροπή αυτή υπό την προεδρία του Υφυπουργού Παιδείας Δημήτρη Ευρυγένη αναλαμβάνει να συνεχίσει το έργο της πρώτης Επιτροπής με θέματα που αφορούν στο χώρο του Πανεπιστημίου. Η Επιτροπή Ευρυγένη παραδίδει το Σχέδιο Νόμου «Για την οργάνωση και λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων» στις 16 Ιουνίου 1975. Παρά το γεγονός ότι όλες οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις του Σχεδίου έχουν ως βάση τους την αρχή της αυτονομίας των Ανωτάτων Κρατικών Ιδρυμάτων, τα Πανεπιστήμια απορρίπτουν το Σχέδιο Νόμου Τσάτσου- Ευρυγένη. Στον απόηχο αυτών των κινήσεων ψηφίζεται ο Νόμος 118 της 18ης Αυγούστου 1975 «Περί ρυθμίσεως θεμάτων αφορώντων εις το Διδακτικό Προσωπικόν των Α.Ε.Ι.». Ο νέος Υπουργός Παιδείας Γεώργιος Ράλλης συστήνει μια νέα Επιτροπή υπό την προεδρία του Υφυπουργού Παιδείας Αθανάσιου Ταλιαδούρου με σκοπό τη σύνταξη ενός Νόμου –Πλαισίου. Η Επιτροπή παραδίδει το Σχέδιο Νόμου στον Υπουργό Παιδείας Γεώργιο Ράλλη τον Ιούνιο του 1977. Όμως και αυτό το Σχέδιο Νόμου δέχεται σκληρή κριτική από φοιτητές, βοηθούς και καθηγητές και τελικά δεν γίνεται Νόμος. Έτσι τρία χρόνια μετά τη μεταπολίτευση δεν κατέστη δυνατόν να ψηφισθεί ένας νέος Νόμος για τη λειτουργία των Πανεπιστημίων. Ψηφίζεται όμως ομόφωνα ο σημαντικός Νόμος 587 της 23ης Μαϊου 1977 «Περί συμμετοχής του βοηθητικού διδακτικού προσωπικού και των φοιτητών σε συνεδριάσεις των Σχολών και των Συγκλήτων των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων» (ΦΕΚ 140, τ. Α΄) (πρβλ. Παπαδάκης, 2004, 387-396). 

Ο νέος Υπουργός Παιδείας Ιωάννης Βαρβιτσιώτης συγκαλεί την Σύνοδο των Πρυτάνεων τον Αύγουστο του1978 για συζήτηση εφ’ όλης της ύλης. Μετά από αυτό το γεγονός ο Υπουργός καταθέτει εντός ολίγου διαστήματος στη Βουλή ένα Σχέδιο Νόμου με τον τίτλο: «Περί ρυθμίσεως θεμάτων αφορώντων εις την οργάνωσιν και λειτουργίαν των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων». Το Σχέδιο αυτό ψηφίζεται κατά τη διάρκεια της θερινής συνόδου της Βουλής και γίνεται ο Νόμος 815 της 15ης Σεπτεμβρίου 1978 (ΦΕΚ 147, τ. Α΄). Ο Νόμος: 1) Θεσμοθετεί τους Τομείς, καθένας από τους οποίους περιλαμβάνει τουλάχιστον πέντε έδρες (άρθρο 1). 2) Στο Πανεπιστήμιο και στο Πολυτεχνείο Κρήτης (που θα ιδρυθούν με τον παρόντα Νόμο) συστήνει στους Τομείς αντί των εδρών, θέσεις καθηγητών που καλύπτουν τα γνωστικά αντικείμενα του Τομέα (άρθρο 5, 2). 3) Θεσμοθετεί τις βαθμίδες των Ειδικών Επιστημόνων (άρθρο 6,1). 4) Καταργεί την τρίτη εξεταστική περίοδο (άρθρο 20, 1). 5) Προβλέπει την απώλεια της φοιτητικής ιδιότητας: α) όταν ο φοιτητής συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο σπουδών προσαυξημένο κατά το ήμισυ, β) όταν ο φοιτητής αφού επαναλάβει τη φοίτηση στο ίδιο έτος και απορριφθεί κατά τη δεύτερη τμηματική εξεταστική περίοδο σε δύο ή περισσότερα μαθήματα γ) και όταν ο φοιτητής δεν πάρει έστω και σε ένα μάθημα προβιβάσιμο βαθμό κατά την δεύτερη εξεταστική περίοδο (άρθρο 20, 2-4).

Η πανεπιστημιακή κοινότητα επέκρινε την Κυβέρνηση, γιατί ψήφισε το Νόμο αυτόν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και δεν έδωσε την ευκαιρία στους ενδιαφερομένους φορείς να συμμετάσχουν στη συγκρότηση του Νομοσχεδίου. Εκτός τούτου ο Νόμος δεν προωθούσε την αυτονομία και την αυτοτέλεια των Πανεπιστημίων.

Ο Νόμος 815 κρίνεται τελικά αντισυνταγματικός και αντικαθίσταται από το Νόμο 853 του 1978 (ΦΕΚ 236, τ. Α΄). Όμως κάτω από την πίεση των συνεχιζόμενων κινητοποιήσεων, η Κυβέρνηση τότε προβαίνει στην αναστολή των επίμαχων διατάξεων του Νόμου 815 του 1978 (λιγότερες εξεταστικές, απώλεια φοιτητικής ιδιότητας, μειωμένη και χωρίς ψήφο συμμετοχή στα Συλλογικά Όργανα). Οι ρυθμίσεις των Νόμων αυτών δύο χρόνια μετά την ψήφισή τους παγίωσαν ένα κλίμα έντασης εντός του Πανεπιστημίου, με συνέπεια στην αρχή του ακαδημαϊκού έτους 1980-1981 να αρχίσουν παρατεταμένες καταλήψεις των Σχολών. Ενώπιον των διογκούμενων αναταραχών, ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής συστήνει στις 3 Ιανουαρίου 1980 νέα Επιτροπή Παιδείας που αποτελείται από όλους τους Πρυτάνεις υπό την προεδρία του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Φ. Μήτση,  με σκοπό να καταθέσει ως τις 18 Μαρτίου 1981 προτάσεις για τη διδασκαλία, για το πρόγραμμα σπουδών, για τα διδακτικά συγγράμματα, για τις εξετάσεις στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Παράλληλα και στα πλαίσια της ίδιας Επιτροπής συστήνεται και μια ομάδα εργασίας με επικεφαλής τον καθηγητή Μιχάλη Σταθόπουλο, με σκοπό να επεξεργαστεί μια ολοκληρωμένη πρόταση για ένα Νόμο –Πλαίσιο για τα Πανεπιστήμια, αφού λάβει υπόψη τις απόψεις όλων των άμεσα ενδιαφερομένων φορέων. Εντός εξαμήνου η ομάδα εργασίας του Μ. Σταθόπουλου υποβάλλει την πρότασή της στον πρόεδρο της Επιτροπής Φ. Μήτση και αυτός καταθέτει την πρόταση αυτή στην Κυβέρνηση τον Ιούλιο του 1980. Το Υπουργείο Παιδείας αποστέλλει τον Οκτώβριο του 1980 την πρόταση αυτή στις Πανεπιστημιακές Σχολές για να τη μελετήσουν και να εκφράσουν τις απόψεις τους γι’ αυτήν. Την πρόταση καταψηφίζουν οι περισσότερες Σχολές (Μπουζάκης, 2006, Β΄, 49-50).

Μετά από πολλές αντιδράσεις των φοιτητών και του Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού (που θεωρούσαν ότι το περιεχόμενο του Νομοσχεδίου κινείται στο πνεύμα του Νόμου 815 του 1978) και εκτεταμένες καταλήψεις των Σχολών, η Κυβέρνηση καταθέτει τελικά ολοκληρωμένο το Νομοσχέδιο (που όμως δεν είναι εναρμονισμένο με τις προτάσεις της Επιτροπής Φ. Μήτση) στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παιδείας την 21η Μαϊου 1981, και συζητείται στις 2 Ιουλίου 1981, λίγο δηλαδή πριν διακόψει η Επιτροπή τις εργασίες της για το καλοκαίρι. Ενόψει της προεκλογικής περιόδου η ψήφιση του Νομοσχεδίου τελικά ματαιώθηκε (πρβλ. Παπαδάκης, 2004,  399, 400, 404 και 407-413).  Σε πέντε μήνες θα πραγματοποιούνταν τον Οκτώβριο του 1981 οι εθνικές εκλογές και τότε όλα θα κρίνονταν από την αρχή.

            Ωστόσο, είναι σημαντικό να τονιστεί στο σημείο αυτό πως παρά το γεγονός ότι δεν  επιτεύχτηκε  κατά το διάστημα 1976-1981 η ψήφιση ενός κοινά αποδεκτού Νόμου -πλαισίου για τη δομή και τη λειτουργία των Πανεπιστημίων, εντούτοις μέσα από την «άρνηση» είχε συντελεστεί ένα πάρα πολύ θετικό βήμα: όλοι οι άμεσα εμπλεκόμενοι με την πανεπιστημιακή κοινότητα φορείς ομονοούσαν στη απαίτηση για θέσπιση ενός Νόμου, που θα εγγυόταν τη δημοκρατική λειτουργία και την αυτονομία των Πανεπιστημίων.

 

2.3.5. Η ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ-ΠΛΑΙΣΙΟΥ 1268 ΤΟΥ 1982

           

Με την εκλογική νίκη του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος τον Οκτώβριο του 1981 όλα έδειχναν ότι είναι ο κατάλληλος χρόνος για την ψήφιση ενός νέου θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των Πανεπιστημίων. Το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα είχε διακηρύξει προεκλογικά ότι διαθέτει ήδη από το 1978 έναν Σχέδιο Νόμου – πλαισίου για τη δομή και για τη λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και ότι η ψήφιση του Νόμου αυτού θα ήταν μία από τις πρώτες προτεραιότητες, όταν θα αναλάμβανε τη διακυβέρνηση της χώρας. Στο πλευρό της Κυβέρνησης βρίσκονταν οι σπουδαστές και οι συνδικαλιστικοί φορείς των δασκάλων και των νηπιαγωγών, που προσδοκούσαν με την ψήφιση του Νόμου και την ανωτατοποίηση των σπουδών τους με την ίδρυση νέων Πανεπιστημιακών Τμημάτων τετραετούς φοίτησης.

Με Υπουργό Παιδείας τον Ελευθέριο Βερυβάκη η νέα Κυβέρνηση περνάει πολύ γρήγορα στην υλοποίηση της προεκλογικής υπόσχεσής της. Το Σχέδιο Νόμου είναι ήδη έτοιμο και κατατίθεται στη Βουλή τον Απρίλιο του 1982 προς συζήτηση. Η Εισηγητική Έκθεση και το ίδιο το Σχέδιο Νόμου για τη δομή και τη λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων κατατίθενται στη βουλή των Ελλήνων την 20η Μαϊου 1982, ενώ η συζήτηση για την ψήφισή του διεξάγεται κατά το τρίτο δεκαήμερο του Ιουνίου του ίδιου έτους (Κλάδης, Δ./Πανούσης, Γ., 1984, 11). Κύριοι εκφραστές των αντιδράσεων κατά του Νομοσχεδίου ήταν οι Καθηγητές, που έχαναν τα προνόμιά τους (δηλαδή την πανεπιστημιακή έδρα) από τον επικείμενο Νόμο (Παπαδάκης, 2004, 423-426). Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε το επιθυμητό κλίμα συναίνεσης, το Σχέδιο ψηφίστηκε ως Νόμος 1268 της 16ης Ιουλίου 1982 «Για τη δομή και λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων» (ΦΕΚ 87, τ. Α΄).

Τα κυριότερα χαρακτηριστικά του νέου Νόμου – πλαισίου είναι:

1) Σκοπός των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων είναι να παράγουν και να μεταδίδουν τη γνώση με την έρευνα και τη διδασκαλία, να καλλιεργούν τις τέχνες, να συμβάλουν στη διαμόρφωση υπεύθυνων ανθρώπων και να παρέχουν στους φοιτητές όλα τα εφόδια προκειμένου να αποκτήσουν άρτια επιστημονική και επαγγελματική εκπαίδευση, να συμβάλουν στην αντιμετώπιση των κοινωνικών, πολιτιστικών και αναπτυξιακών αναγκών του τόπου, να συμβάλουν στην αντιμετώπιση της ανάγκης για συνεχιζόμενη εκπαίδευση και διαρκή επιμόρφωση του λαού (άρθρο 1).

            2) Κατοχυρώνεται η ακαδημαϊκή ελευθερία στη διδασκαλία και στην έρευνα, καθώς και η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Στα ίδια πλαίσια καθιερώνεται το πανεπιστημιακό άσυλο σε όλους τους χώρους του Πανεπιστημίου (άρθρο 2). 

3) Ορίζεται –για πρώτη φορά στην εκπαιδευτική ιστορία του Ελληνικού Κράτους- ότι τα Πανεπιστήμια είναι πλήρως αυτοδιοικούμενα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ενώ η εποπτεία του Κράτους ασκείται από τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων (άρθρο 3).

4) Τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά ιδρύματα διαρθρώνονται σε Σχολές, σε Τμήματα, σε Τομείς, καθώς και στη δυνατότητα οργάνωσης Μεταπτυχιακών Τμημάτων (άρθρο 6).

5) Ιδιαίτερα λεπτομερής είναι Νόμος στα Πανεπιστημιακά Όργανα διοίκησης των Πανεπιστημίων, και ειδικότερα στα Όργανα διοίκησης της Σχολής, του Τμήματος και του Τομέα (άρθρο 8).

6) Με την κατάργηση της πανεπιστημιακής έδρας, θεσμοθετούνται τέσσερις βαθμίδες Καθηγητών (Λέκτορες, Επίκουροι, Αναπληρωτές Καθηγητές και Καθηγητές) (άρθρα 13-18).

7) Ξεχωριστή αναφορά γίνεται στην οργάνωση των Προπτυχιακών και των Μεταπτυχιακών Σπουδών, καθώς και στον κανονισμό σπουδών (άρθρα 23-28).

8) Εξαιρετική σημασία αποδίδεται στο πρόβλημα της φοιτητικής μέριμνας  (άρθρο 29), ενώ στα άρθρα 30-46 γίνεται αναφορά στις μεταβατικές διατάξεις.

9) Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 46 ιδρύονται Τμήματα Δημοτικής Εκπαίδευσης και Νηπιαγωγών τετραετούς φοίτησης στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πατρών, Ιωαννίνων, Θράκης και Κρήτης.

Από τη δομή του και από τα περιεχόμενα των άρθρων του, ο Νόμος 1268 διευρύνει για πρώτη φορά το ρόλο του Πανεπιστημίου, καθώς σκοπός του δεν είναι πια μόνο η μετάδοση επιστημονικής γνώσης. Η πανεπιστημιακή μόρφωση ανάγεται σε δικαίωμα των πολιτών της χώρας. Οι Καθηγητές είναι ισότιμοι στο δικαίωμα της συναπόφασης και η εξέλιξή τους στην επόμενη βαθμίδα προσδιορίζεται με συγκεκριμένες διατάξεις. Οι φοιτητές έχουν θεσμική συμμετοχή σε πολύ υψηλό ποσοστό στα όργανα διοίκησης, που είναι οι Γενικές Συνελεύσεις. Ουσιαστικά εγκαινιάζεται μια πολιτική αποκέντρωσης του πανεπιστημιακού θεσμού, μέσω της ίδρυσης νέων Πανεπιστημιακών Τμημάτων στην περιφέρεια. Ο Νόμος 1268 του 1982 παραμένει ως σήμερα (2007) ενεργός παρά τις εκατοντάδες τροποποιήσεις που επέστη, κυρίως με το Νόμο 2083 του 1992 (π.χ. διάρθρωση προπτυχιακών σπουδών σε δύο κύκλους, ίδρυση Ανοιχτού Πανεπιστημίου και Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, περιορισμός της φοιτητικής συμμετοχής στην εκλογή των οργάνων διοίκησης). Παραμένει επίσης ολοκληρωμένος από την άποψη ότι εισάγει ένα λειτουργικό θεσμικό πλαίσιο για τη δομή και για τη διοίκηση του Πανεπιστημίου.      

     Ο Νόμος αυτός, ωστόσο, δεν μπορούσε να προβλέψει την κάθε λεπτομέρεια για τα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια από την ψήφισή του. Γι’ αυτόν το λόγο διεξάγονται σήμερα, δηλαδή στα τέλη του 2006 και στις αρχές του 2007, εκτεταμένες συζητήσεις για τη βελτίωση του (π.χ. προτάσεις για υψηλότερη οικονομική ενίσχυση των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων) και κατατίθενται κυβερνητικές προτάσεις για την ανανέωσή του με ένα νέο «Νόμο – Πλαίσιο) ή για την ουσιαστική τροποποίηση βασικών άρθρων του (π.χ. προτάσεις για την αξιολόγηση του Πανεπιστημίου, για τον επαναπροσδιορισμό και την εννοιολογική οριοθέτηση του πανεπιστημιακού ασύλου, για τα διδακτικά εγχειρίδια, για την εκλογή των πρυτανικών αρχών, για την εκλογή των μελών Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού, για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των φοιτητών). 

 

3. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Η εξελικτική πορεία του πανεπιστημιακού θεσμού στην Ελλάδα είναι για τα πρώτα σχεδόν εκατό χρόνια από το 1836 σχεδόν ανύπαρκτη. Θεσμοθετήθηκε ένα Πανεπιστήμιο στα βαυαρικά πρότυπα, χωρίς να ληφθεί υπόψη των ιδρυτών του η ελληνική κοινωνία και οι πραγματικές ανάγκες της. Κληροδοτήθηκε έτσι ένα δυσκίνητο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας, με κλειστή πρόσβαση στους πολλούς, με αστυνομευμένη ζωή, με κλειστές διαφάνειες στη διοίκηση, με την καθιέρωση της καθηγητικής έδρας, με την απόλυτη παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας στη διοίκηση και στην εποπτεία του Πανεπιστημίου, με τον απόλυτο συγκεντρωτισμό. Το βήμα που έγινε το 1925 με την ίδρυση του δεύτερου Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη αποτελεί μια πρώτη κίνηση προς την αποκέντρωση.

Ο Νόμος – πλαίσιο 4353 του 1932, που αντικαθιστά το παλαιό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας, είναι σίγουρα πολύ πιο εκσυγχρονισμένος, δεν είναι ωστόσο τολμηρός και προπαντός δεν εγκαταλείπει ποσώς την εκπαιδευτική πολιτική του κρατικού ελέγχου της διοικητικής μηχανής του Πανεπιστημίου. 

Οι προσπάθειες που καταβάλλονται μετά τη μεταπολίτευση του 1974 από τις Κυβερνήσεις τις Νέας δημοκρατίας για συγκρότηση ενός νέου θεσμικού καταστατικού λειτουργίας του Πανεπιστημίου καταλήγουν βασικά άκαρπες. Είχαν όμως συμβάλλει πολύ θετικά στη συσπείρωση όλων των ενδιαφερομένων φορέων γύρω από την ιδέα για άμεση και ριζική μεταρρύθμιση της δομής και της λειτουργίας του Πανεπιστημίου, όπως π.χ. για πλήρη αυτονομία, για πλήρη εκδημοκρατισμό, για άνοιγμα στην ελληνική κοινωνία. 

Η εκπαιδευτική πολιτική που ασκείται από τη νεοεκλεγείσα Κυβέρνηση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος το 1981, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση όσον αφορά στη βούληση για ριζική ανανέωση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας του Πανεπιστημίου. Ο νέος Νόμος - πλαίσιο 1268 του 1982 καθιερώνει την πλήρη αυτονομία του Πανεπιστημίου, επιχειρεί να δει τις υπόλοιπες ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας μέσα από την θεσμική καθιέρωση της απόλυτης ελευθερίας στη διακίνηση των ιδεών, στην καθιέρωση του πανεπιστημιακού ασύλου, στην καθοριστική συμμετοχή των διδασκόντων και των φοιτητών στα διοικητικά Όργανα του Πανεπιστημίου. Παράλληλα, η ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική της πλήρους αποκέντρωσης των Πανεπιστημίων οδήγησε στην ίδρυση πολλών νέων Πανεπιστημιακών Τμημάτων κυρίως στην περιφέρεια.  

Είκοσι πέντε περίπου χρόνια μετά τη θεσμοθέτηση του –όντως- λειτουργικού Νόμου 1268 του 1982 αποδεικνύεται ότι χρειάζονται περισσότερες αλλαγές στη λειτουργία του Πανεπιστημίου. Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα σχέδια της Συνόδου της Μπολόνια για ριζικές μεταρρυθμίσεις των Πανεπιστημίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως το 1913, ο ανταγωνισμός Ευρώπης και Αμερικής σε τεχνολογία και πληροφορική, απαιτούν ουσιαστική αναδιάρθρωση των σπουδών και κυρίως αναβάθμιση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο. Επιβάλλεται, επίσης, να δοθεί έμφαση στις Σχολές εκπαίδευσης εκπαιδευτικών, με σκοπό την ολιστική επιστημονική και παιδαγωγική κατάρτισή τους. Παράλληλα, κρίνεται ορθολογικά σκόπιμο να σταματήσει η εκπαιδευτική πολιτική να κινείται με βάση τις πιέσεις των τοπικών παραγόντων για ίδρυση όλο και περισσότερων Πανεπιστημιακών Τμημάτων και να δοθεί άμεση προτεραιότητα στη στελέχωση και στις ανάγκες των ήδη λειτουργούντων πολλών περιφερειακών Τμημάτων. Κρίνεται, τέλος,  αναγκαίο και επιτακτικό να εντατικοποιηθούν οι προσπάθειες όλων ανεξαιρέτως των επίσημων φορέων για την προστασία του κύρους του Πανεπιστημίου ως θεσμού, ώστε να γίνει κοινή συνείδηση όλων των πολιτών ότι χωρίς Πανεπιστήμιο και Παιδεία δεν μπορεί να επέλθει καμία ουσιαστική πρόοδος στην ελληνική κοινωνία και στο Ελληνικό Κράτος.

 

 

ΠΗΓΕΣ

 

Διάταγμα/ 1836 «Περί συστάσεως πανεπιστημίου», Εφημερίς της Κυβερνήσεως αριθ. 86, 31

Δεκεμβρίου 1836.

Διάταγμα /1837 «Περί προσωρινού κανονισμού του εν Αθήναις συστηθησομένου

Πανεπιστημίου», Εφημερίς της Κυβερνήσεως αριθ. 16, 14 Απριλίου 1837.

Διάταγμα /1837 «Περί συστάσεως του πανεπιστημίου», Εφημερίς της Κυβερνήσεως αριθ. 16,

24 Απριλίου 1837.

Νόμος 3341/1925 «Περί ιδρύσεως Πανεπιστημίου εν Θεσσαλονίκη», ΦΕΚ 154, τ. Α΄, 22

Ιουνίου 1925.

Διάταγμα/ 1929 «Περί οργανώσεως της διοικητικής, οικονομικής και λογιστικής υπηρεσίας

του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης», ΦΕΚ 33, τ. Α΄, 29 Ιανουαρίου 1929.

Έκθεσις/1929 «Γενική εισηγητική έκθεσις και εκπαιδευτικά Νομοσχέδια, κατατεθέντα εις

την Βουλήν κατά την συνεδρίαν της 2ας Απριλίου 1929 υπό του Υπουργού της Παιδείας Κωνστ. Β. Γόντικα», Εν Αθήναις, Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου.

Διάταγμα/ 1930 «Περί τροποποιήσεως της παρ. 2 του άρθρου 6 του Π.Δ. της 25ης Ιανουαρίου

1929 περί οργανώσεως της διοικητικής, οικονομικής και λογιστικής υπηρεσίας

του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης», ΦΕΚ 358, τ. Α΄, 28 Οκτωβρίου 1930. 

Νόμος 5143/1931 «Περί κυβερνητικού επιτρόπου παρά τοις Πανεπιστημίοις Αθηνών και

Θεσσαλονίκης», ΦΕΚ 213, τ. Α΄, 17 Ιουλίου 1931.

Νόμος 4353/1932 «Περί οργανισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών», ΦΕΚ 86, τ. Α΄, 23

Μαρτίου 1932.

Αναγκαστικός Νόμος 1430/1938 «Περί αντικαταστάσεως, τροποποιήσεως και

συμπληρώσεως άρθρων του νόμου 5343 «περί οργανισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών», ΦΕΚ 394, τ. Α΄, 22 Οκτωβρίου 1938.

Αναγκαστικός Νόμος 1895/1939 «Περί οργανισμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης»,

ΦΕΚ 326, τ. Α΄, 16 Αυγούστου 1936.

Νόμος 815/1978 «Περί ρυθμίσεως θεμάτων αφορώντων εις την οργάνωσιν και λειτουργίαν

των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων», ΦΕΚ 147, τ. Α΄, 15 Σεπτεμβρίου 1978.

Νόμος, 1268/1982 «Για τη δομή και λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων»,

ΦΕΚ 87, 16 Ιουλίου 1982.

Πορίσματα Επιτροπής Παιδείας (1958): Αθήναι: Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου.

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Αντωνίου, Χρ. (1999) «Ελευθερία και αγωγή κατά τον Βασίλειο Ν. Τατάκη», Τα

Εκπαιδευτικά 51-52.

Δημαράς, Αλ. (επιμ.) (1973 και 1974) Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε. (τεκμήρια ιστορίας),

Τόμος Α΄ και Β΄. Αθήνα: Ερμής.

 Gasset, J. O. (2004) Η αποστολή του Πανεπιστημίου /μετ. Γλυκερία Μανιώτη. Αθήνα:

Μεταίχμιο.

Κελπανίδης, Μ. (2002) Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης: θεωρίες και πραγματικότητα.

Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Μπουζάκης, Σ. (2006) Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ελλάδα (1836-2005), Τεκμήρια

Ιστορίας, Τόμος Α΄: 1836-1925 και Τόμος Β΄: 1926-2005. Αθήνα: Gutenberg.

Ξωχέλλης, Π. ( 1989)Εκπαίδευση και εκπαιδευτικός σήμερα: προβλήματα και προοπτικές

            στη σύγχρονη εκπαίδευση. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.

Παπαδάκης, Ν. (2003) Εκπαιδευτική πολιτική: η εκπαιδευτική πολιτική ως κοινωνική

πολιτική (;). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Παπαδάκης, Ν. (2004) Η παλίμψηστη εξουσία: κράτος, Πανεπιστήμιο και εκπαιδευτική

πολιτική στην Ελλάδα. Αθήνα: Gutenberg.

Πυργιωτάκης, Ι. (2001) Εκπαίδευση και κοινωνία στην Ελλάδα: οι διαλεκτικές σχέσεις και οι

αδιάλλακτες συγκρούσεις. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Ράσης, Σπ. (2004) Τα πανεπιστήμια χθες και σήμερα: συμβολή στην ιστορία της

εκπαίδευσης. Η αγγλοσαξονική εμπειρία. Αθήνα: Παπαζήσης. 

Τερζής, Ν. (1993) Εκπαιδευτική πολιτική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση: πρόγραμμα και

πραγματικότητα – πράγματα και πρόσωπα. Θεσσαλονίκη; Αφοί Κυριακίδη.

Τερζής, Ν. (2005) «Δανεισμός ή εμμονή; Ο προσανατολισμός της Δευτεροβάθμιας

Εκπαίδευσης στο Ελληνικό Βασίλειο κατά την περίοδο της Βαυαρικής

Αντιβασιλείας», στο Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου: «Η ελληνική παιδεία από

τον 18ο ως τον 20ο αι. Ερμηνευτικές συνιστώσες». Φλώρινα: Πανεπιστήμιο Δυτικής

Μακεδονίας – Παιδαγωγική Σχολή Φλώρινας.  

Τσαούσης, Δ. (επιμ.) (1994) Πανεπιστήμιο και οικονομία στις αναπτυγμένες χώρες. Αθήνα:

Gutenberg.

Χαραλάμπους, Δ. (1990) Εκπαιδευτική πολιτική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στη

μεταπολεμική Ελλάδα (1950-1974). Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη.