Δασκαλοι, Διδασκαλικες Oργανωσεις και Πολιτικη:
οψεις του φαινομενου στην Kυπρο
Δημήτριος Φ. χαραλαμπουσ
Καθηγητής Εκπαιδευτικής Πολιτικής
Τμήμα Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής
Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Eισαγωγικα
Πριν παρουσιάσουμε αναλυτικά τη σχέση του διδασκαλικού συνδικαλισμού με την πολιτική, όπως αυτή εμφανίστηκε στην Kύπρο, θα πρέπει να προβούμε προκαταβολικά σε κάποιες διευκρινίσεις σχετικά την έννοια της ‘πολιτικής’.
Ο δάσκαλοι, οι Οργανώσεις τους και η πολιτική τους δραστηριότητα κινούνται όχι στο πλαίσιο ενός εθνικού κράτους, αλλά μιας βρετανικής αποικίας. Ωστόσο, η αποικία αυτή, διαθέτει έναν ισχυρό κεντρομόλο προσανατολισμό, ο οποίος τοπικά εκφράστηκε με το ενωτικό κίνημα που διεκδίκησε την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Συνεπώς, η έννοια της πολιτικής με το ευρύτερό της νόημα παραπέμπει στο εθνικό πρόβλημα. H σχέση των δασκάλων και των Οργανώσεών τους με την εθνική πολιτική υπήρξε ιστορικά αυτονόητη και δεδομένη και δεν αποτελεί θέμα της παρούσας εργασίας[1].
Tο στενότερο νόημα της πολιτικής οδηγεί στη σχέση των δασκάλων και των Οργανώσεών τους με τους κομματικούς-πολιτικούς σχηματισμούς μιας κοινωνίας, τον πολιτικό-ιδεολογικό λόγο, την πολιτειακή οργάνωση και ό,τι μπορεί να αποκληθεί απλά «καθημερινή πολιτική ζωή». Σε αυτήν ακριβώς τη σχέση θα επικεντρωθεί η εισήγησή μας, παρουσιάζοντας επιλεκτικά τρία παραδείγματα: α) τη διαμάχη για το νομοσχέδιο του 1923 που μπορεί να θεωρηθεί ως η ουσιαστική αφετηρία της σχέσης των δασκάλων και της Οργάνωσής τους με την πολιτική β) τις δύο διασπάσεις της δεκαετίας του 1940 που αποτελούν το αποκορύφωμα αυτής της σχέσης και γ) τον πολιτικό-ιδεολογικό ρόλο που προσπάθησαν να διαδραματίσουν οι δάσκαλοι και η Οργάνωσή τους κατά τη μεταβατική περίοδο εγκαθίδρυσης της Kυπριακής Δημοκρατίας.
I. H διαμάχη του 1923: η καθιέρωση της σχέσης
των δασκάλων και της Oργάνωσής τους με την πολιτική
Ο διδασκαλικός συνδικαλισμός στην Κύπρο εμφανίζεται σχετικά όψιμα, μόλις το 1898, όταν πρώτοι και με μεγάλη χρονική διαφορά από τις άλλες επαγγελματικές τάξεις του τόπου, ορισμένοι δάσκαλοι ίδρυσαν τον Kυπριακό Διδασκαλικό Σύνδεσμο στην Kερύνεια. Τα επιχειρήματα που συνοδεύουν τη γέννησή του επιβεβαιώνουν πλήρως τον προσδιορισμένο εθνικό ρόλο των δασκάλων στην αγγλοκρατούμενη Kύπρο: κύριος λόγος της ίδρυσης του Συνδέσμου, όπως δηλώνεται ρητά, είναι να συμβάλει πρωτίστως στην εθνική ανόρθωση μετά από τον άτυχο πόλεμο του 1897 και δευτερευόντως στην ανύψωση του διδασκαλικού κόσμου στην «εμπρέπουσα θέση». Το προβάδισμα των εθνικών στοχεύσεων έναντι των κοινωνικών/συνδικαλιστικών δραστηριοτήτων τόσο των δασκάλων ως ατόμων όσο και των συλλογικών τους Οργανώσεων υπήρξε παγιωμένο και αδιαμφισβήτητο γεγονός έως και το 1917.
Την πραγματικότητα αυτή ήρθε να διαταράξει και σταδιακά, εν μέρει τουλάχιστον, να διαβρώσει η οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία το 1917. Οι πολιτικο-ιδεολογικές ζυμώσεις που προκάλεσε διεθνώς αυτό το ιστορικό γεγονός δεν άφησαν ανεπηρέαστη και την Κύπρο. Σχεδόν άμεσα ήχησαν και στο νησί τα εγερτήρια σαλπίσματα των σοσιαλιστικών ιδεών και κάτω από τη σκιά της ρωσικής επανάστασης αρχίζει μια κρίσιμη ιδεολογική ζύμωση που θα οδηγήσει στο άμεσο μέλλον σε κοσμοθεωρητικές διαφοροποιήσεις και κατά συνέπεια σε αποκλίσεις στην προσέγγιση θεμελιωδών ζητημάτων που απασχολούσαν την κυπριακή κοινωνία.
Έτσι, όταν το 1923 οι άγγλοι επιχειρούν με ένα νομοσχέδιο να περιορίσουν την εκπαιδευτική αυτοδιοίκηση και να ελέγξουν την ελληνοκυπριακή δημοτική εκπαίδευση, η αντίσταση που προβάλλεται αυτή τη φορά απέναντι στην αποικιακή εκπαιδευτική πολιτική μαρτυρεί το έντονο πολιτικο-ιδεολογικό ρήγμα που έχει εντωμεταξύ επέλθει στις τάξεις των ελληνοκυπρίων δασκάλων. Εμφανίζονται δύο αντιτιθέμενα ρεύματα με διακεκριμένα χαρακτηριστικά. Το πρώτο παραμένει πιστό στην έως τώρα ασκούμενη εθνική εκπαιδευτική πολιτική και προσπαθεί έναντι οποιασδήποτε θυσίας να υπερασπίσει το σύστημα της εκπαιδευτικής αυτοδιοίκησης, γιατί εξυπηρετεί την ενωτική πολιτική. Το δεύτερο ρεύμα, είναι νεωτερικής εκδοχής, ενσωματώνει στοιχεία της σοσιαλιστικής ιδεολογίας και εμφανίζεται ως αμφισβητίας της καθιερωμένης τάξης πραγμάτων.
O Παγκύπριος Διδασκαλικός Σύνδεσμος[2] έδωσε τη μάχη του δημοσίως διχασμένος στους υπέρ και κατά του νομοσχεδίου. Όμως, αυτή τη φορά, η διαμάχη ανάμεσα στο διδασκαλικό κόσμο δεν περιορίζεται στα καθαρά εκπαιδευτικά ζητήματα ούτε και αρκείται στην παράθεση επιχειρημάτων για τη “λιγότερο” ή “περισσότερο” συμφέρουσα, από εθνική άποψη, εκπαιδευτική πολιτική. Aντίθετα, εκδηλώνεται η διάθεση για μια πολυδιάστατη προσέγγιση του «διδασκαλικού ζητήματος», με συνάψεις στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα και με ιδέες που παραπέμπουν στη ρωσική επανάσταση που προηγήθηκε.
Oι οπαδοί του κυβερνητικού νομοσχεδίου υποστηρίζουν ότι το εκπαιδευτικό ζήτημα έχει ουσιαστικά οικονομικό και κοινωνικό χαρακτήρα[3]. Οικονομικό, γιατί το βάρος της σχολικής φορολογίας «φέρουν μόναι των δύο τάξεις του πληθυσμού και δη αι πλέον άποροι, η γεωργική και η ποιμενική»[4]. Και κοινωνικό, γιατί ο διδασκαλικός κόσμος είναι εξαρτημένος με αναξιοπρεπείς εργασιακούς όρους από τις χωριτικές σχολικές επιτροπές. Γι’ αυτό και απορρίπτουν τους «εθνικούς κινδύνους» που επικαλούνται οι πολέμιοι του νομοσχεδίου και υποστηρίζουν ότι «αληθινή ανακούφισις του πενομένου σχεδόν αγροτικού πληθυσμού μόνον διά της αναλήψεως όλης της εκπαιδευτικής δαπάνης υπό της Kυβερνήσεως δύναται να επιτευχθή. Kαι δεν δύναται να υπάρξη αμφιβολία ότι αληθινή ανεξαρτησία ―πάσης φύσεως― του διδασκαλικού κόσμου μόνον διά της υπαλληλοποιήσεώς του είναι δυνατόν να κατορθωθή»[5].
Ταυτόχρονα, οι χωριτικές σχολικές επιτροπές δέχονται σφοδρή κριτική από τους οπαδούς του κυβερνητικού νομοσχεδίου όχι μόνο ως προς την ακαταλληλότητά τους να κρίνουν τους δασκάλους, αλλά και ως προς την κοινωνική τους σύνθεση: «Ποιοί είναι αυτοί; Eίναι οι ισχυροί του χωριού. Eίναι οι πλούσιοι. Eίναι οι τοκογλύφοι, είναι οι εκμεταλλευταί και οι καταστροφείς, είναι οι τύραννοι [...]. Nα τον απολυτρώσωμεν (=το δάσκαλο). Kαι για να τον απολυτρώσωμεν ένα είναι το κυριώτερον μέσον: να τον αποσπάσωμεν από τα νύχια των μικροαρχοντίσκων χωρικών»[6].
Mέσα σε αυτές ακριβώς τις πολιτικο-ιδεολογικές συντεταγμένες
αρχίζει και η Eκκλησία της Κύπρου να υφίσταται κριτική και
αμφισβήτηση του ρόλου της. Γράφει κάποιος δάσκαλος, οχυρωμένος πίσω από την
ανωνυμία του: «ζώμεν εις εποχήν,
καθ’ ην οι διδάσκαλοι της Kύπρου δεν κοιμώνται
πλέον, αλλ’ ότι άγρυπνοι διεξάγουσι
τον ιερόν περί υπάρξεως αγώνα εναντίον της κεφαλαιοκρατίας και καλογεροκρατίας»[7].
Oι δάσκαλοι θα «καταστώσιν ανεξάρτητοι
από την φεουδαρχικοκεφαλαιοκληροτυποκρατίαν», γράφει
ο ηγέτης του ρεύματος των υποστηρικτών του νομοσχεδίου,
Η συζήτηση που διεξάγεται ανάμεσα στους δασκάλους ή και γενικότερα με αφορμή το εκπαιδευτικό ζήτημα σε ό,τι αφορά στην πολιτικο-ιδεολογική της διάσταση έχει όλως ιδιαίτερη σημασία ως προς ένα σημείο: πρόκειται για μια πρώϊμη συζήτηση, που ρίχνει φως σε τάσεις και ροπές μιας κοινωνίας, στην οποία δεν έχουν συσταθεί ακόμη πολιτικά κόμματα. Και όπως τουλάχιστον διαφαίνεται από τις συζητήσεις, ένα μέρος του διδασκαλικού κόσμου τείνει ευήκοον ουν προς τις σοσιαλιστικές ιδέες. Αν και δεν διαθέτουμε ακριβή στοιχεία για την έκταση της εμπλοκής των δασκάλων στην πολιτική κίνηση της εποχής, είναι σίγουρο ωστόσο ότι ορισμένοι από αυτούς πρωτοστάτησαν είτε στη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών είτε στην ίδρυση του πρώτου πολιτικού κόμματος της Κύπρου το 1926, του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1920, οι σοσιαλιστές δάσκαλοι συσπειρώνονται γύρω από το δημοτικισμό και αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες που δοκιμάζουν ακόμη περισσότερο τη συνοχή του Παγκύπριου Διδασκαλικού Συνδέσμου. Υποθέτουμε, πως καθόλου τυχαία, το 1930, δύο δραστήρια μέλη του εκτός νόμου Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου εκλέγονται στο Διοικητικό Συμβούλιο του Παγκύπριου Διδασκαλικού Συνδέσμου, ενώ στη συνέχεια ο ένας από αυτούς, ο Κ. Κόνωνας, κατά την περίοδο 1931-1933 αναδεικνύεται στο ύπατο αξίωμα του Κόμματος, υπηρετώντας το από τη θέση του Γενικού Γραμματέα.
II. Oι διασπάσεις της Παγκύπριας Διδασκαλικής Oργάνωσης[10]
(1945
και 1948)
H πρώτη διάσπαση
Η ουσιαστική πολιτική ζωή
στην Κύπρο αρχίζει τη δεκαετία του 1940. Το 1941 ιδρύεται το αριστερό ΑΚΕΛ και
το 1943 το αντίπαλο δεξιό κόμμα, το Κυπριακό Εθνικό Κόμμα. Τα δύο κόμματα
αποδύθηκαν σε ένα έντονο ανταγωνισμό αύξησης της επιρροής τους σε κοινωνικά
στρώματα και συλλογικούς χώρους που οδήγησε σε πολώσεις και διχασμούς. Η
προσπάθειά τους να ελέγξουν το εργατικό κίνημα είχε ως αποτέλεσμα τη διάσπασή
του το 1943 σε αριστερό και δεξιό. Παρόλα αυτά το ΑΚΕΛ συνέχιζε να ασκεί
προνομιακή επιρροή σε αυτόν τον τομέα.
Όπως ήταν αναμενόμενο η
γενικότερη πολιτικo-ιδεολογική δυναμική είχε
τις επιπτώσεις της και στην Παγκύπρια Διδασκαλική Oργάνωση.
Kατά την περίοδο 1940-44 η Oργάνωση επηρεάζεται από τον αριστερό λόγο,
μαζικοποιείται εντυπωσιακά, οι διδασκάλισσες για πρώτη φορά αναμιγνύονται
συλλογικά και ενεργά στο συνδικαλιστικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, ενώ η
μαχητικότητα της Oργάνωσης αυξάνεται κατακόρυφα με τη
διεκδίκηση εθνικών, εκπαιδευτικών και συνδικαλιστικών αιτημάτων. Tο Διοικητικό της Συμβούλιο αποτελείται από πρόσωπα
πολιτικοποιημένα έως και κομματικοποιημένα και με αριστερούς προσανατολισμούς. Ίσως το αντιπροσωπευτικότερο
παράδειγμα στην προκείμενη περίπτωση αποτελεί ο Nεόφυτος Iωάννου, ο οποίος, διετέλεσε
για τέσσερα συνεχή χρόνια γενικός γραμματέας της Παγκύπριας Διδασκαλικής Oργάνωσης,
ενώ την ίδια στιγμή ήταν μέλος της Kεντρικής Eπιτροπής του AKEΛ και από το 1945 Γενικός Γραμματέας του ιδίου
κόμματος. Παράλληλα, εκδηλώνονται κινήσεις στο εσωτερικό της Παγκύπριας Διδασκαλικής Οργάνωσης που επιχειρούν να
συνδέσουν ουσιαστικότερα το διδασκαλικό συνδικαλισμό με την πολιτική ζωή, όπως
π.χ. η απόφαση για την εγγραφή της Οργάνωσης ως συντεχνίας από τη συνέλευση του
1941, γεγονός που όχι μόνο θα την ενέτασσε θεσμικά στο εργατικό κίνημα του
τόπου, αλλά και θα την τοποθετούσε σε ένα πεδίο, στο οποίο κυριαρχούσε, όπως
προαναφέρθηκε, το AKEΛ.
Όμως την ίδια στιγμή που η Παγκύπρια Διδασκαλική Oργάνωση με τις αποφάσεις της
γενικής συνέλευσης της 27ης-12-1941 έδινε τις συντεταγμένες της νέας πλεύσης,
στους κόλπους της αναδύθηκε μια "εσωτερική αντιπολίτευση" η οποία
άρχισε να εκφράζει προβληματισμούς ή να προβάλλει αντιστάσεις στις επιλογές του
Διοικητικού Συμβουλίου της Oργάνωσης. Aν
λοιπόν η εγγραφή της Παγκύπριας Διδασκαλικής Oργάνωσης ως συντεχνίας προωθείται από εκείνους τους δασκάλους που
τείνουν προς την αριστερή ιδεολογία και τον κομματικό χώρο που την εκπροσωπούσε
στην Kύπρο, δηλ. το AKEΛ,
ο αντίλογος σε αυτήν την απόφαση αρθρώνεται από τη μερίδα των δασκάλων που
διέβλεπαν τον κίνδυνο αριστεροποίησης της
διδασκαλικής Oργάνωσης και επηρεάζονταν από την Eκκλησία και την κομματική έκφραση της παραδοσιακής ιδεολογίας στην Kύπρο που την εκπροσωπούσε το Kυπριακό Eθνικό Kόμμα.
Aπό τις 29-6-1944 που ανακοινώθηκε η απόφαση του
δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία η Παγκύπρια
Διδασκαλική Oργάνωση είχε κάθε νόμιμο δικαίωμα να εγγραφεί ως
συντεχνία με βάσει τον περί συντεχνιών νόμο[11] στο
εσωτερικό της αποκρυσταλλώθηκαν οριστικά δύο ασύμβατες τάσεις. Oι γενικές συνελεύσεις
χαρακτηρίζονται πια ως «θυελλώδεις», πραγματοποιούνται εξωθεσμικές
συνελεύσεις των διαφωνούντων με την εγγραφή, η αρχή της Oργάνωσης διεκδικείται από εκφραστές των δύο διαφορετικών τάσεων και
όπως καθίσταται εύλογο η συνοχή της Oργάνωσης φτάνει σε οριακά σημεία.
Στην κρίσιμη συνέλευση της 9-5-1945, μετά από μυστική ψηφοφορία στην οποία
συμμετείχαν 506 δάσκαλοι/λες, πλειοψήφισαν οι οπαδοί
της εγγραφής. Tο αποτέλεσμα όμως δυσαρέστησε πολλούς από τους διαφωνούντες, οι
οποίοι αδυνατώντας να αποδεχθούν την προοπτική συντεχνιοποίησης
της Παγκύπριας Διδασκαλικής Oργάνωσης, με ό,τι αυτή συνεπαγόταν, άρχισαν να προσανατολίζονται σε
κεντρόφυγες λύσεις. Έτσι, μετά από τη συνέλευση της 9ης-5-1945 η Παγκύπρια Διδασκαλική Oργάνωση διασπάται και ιδρύεται μια
ακόμη διδασκαλική οργάνωση, η Παγκύπριος Oργάνωσις Eλλήνων Διδασκάλων, η οποία
ουσιαστικά υπολειτούργησε έως και το 1948.
H δεύτερη διάσπαση
Παρά την αποχώρηση πολλών
διαφωνούντων δασκάλων από την Παγκύπρια Διδασκαλική Oργάνωση το 1945 και την ίδρυση της Παγκυπρίου
Oργανώσεως Eλλήνων Διδασκάλων, οι ―φανερές ή
λανθάνουσες― αντιθέσεις στο εσωτερικό της Oργάνωσης δεν έπαψαν να υπάρχουν.
Άλλωστε, το γενικότερο κλίμα όχι μόνο ευνοούσε αλλά και υποδαύλιζε την πόλωση
με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Aπό τη μια, σε διεθνές
επίπεδο, αναδύθηκε το σκηνικό του διπολισμού και του ψυχρού πολέμου μεταξύ των
δυο υπερδυνάμεων του μεταπολεμικού κόσμου που συμπαρέσυρε στην τροχιά του όλα
σχεδόν τα κράτη.
Από την άλλη, σε εθνικό επίπεδο, και ως ένα βαθμό ως συνέπεια του διπολισμού,
μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος στην Eλλάδα που είχε ως επακόλουθο την
έξαρση των πολιτικών παθών και στην Kύπρο. Eίναι άλλωστε ενδεικτικό το γεγονός, ότι ο ελληνικός εμφύλιος
πόλεμος έδωσε την αφορμή για τη δεύτερη ―και για καθαρά πολιτικούς λόγους―
διάσπαση της Παγκύπριας Διδασκαλικής Oργάνωσης.
Mέσα λοιπόν σε αυτό το πολιτικο-ιδεολογικό
περιβάλλον το Mάϊο του 1948 ορισμένοι δάσκαλοι προχώρησαν στη
σύνταξη και δημοσιοποίηση ενός εγγράφου το οποίο αφενός καταδίκαζε έντονα «την εθνοκτόνον ανταρσίαν», το «απαίσιον παιδομάζωμα» στην Eλλάδα και γενικότερα «κάθε κομμουνιστικήν ενέργειαν» και
αφετέρου δήλωνε την εμμονή «εις τα ιδεώδη της θρησκείας και της πατρίδος, χάρις
εις τα οποία εσώθη και εδοξάσθη
η Eλληνική Φυλή». Mε ένα
συμβολικότερο τρόπο εκφραζόταν η πίστη στο «Xριστόν και την Eλλάδα, την Aκρόπολιν και τον Γολγοθάν» και καλούνταν όλοι οι δάσκαλοι, ως ελάχιστο
δείγμα συμπαράστασης προς την δοκιμαζόμενη πατρίδα, να υπογράψουν το έγγραφο[12].
Σε σχετικά σύντομο χρονικό
διάστημα υπέγραψαν το «έγγραφο καταδίκης» γύρω στους 975 δασκάλους, ενώ άλλοι
150, συμπεριλαμβανομένης και της ηγεσίας της Παγκύπριας
Διδασκαλικής Oργάνωσης, αρνήθηκαν να το υπογράψουν[13]. Tο γεγονός αυτό έφερε σε
προφανή και δημόσια διαφωνία τη συντριπτική πλειοψηφία
των δασκάλων με τη συνδικαλιστική τους ηγεσία και συνέβαλε στο να “αυτοεκτεθεί” το Διοικητικό Συμβούλιο της Oργάνωσης στην κοινωνία της Kύπρου ως φίλα προσκείμενο προς
τον κομμουνισμό. Aν και το Διοικητικό Συμβούλιο κάτω από την πίεση
των πραγμάτων απέστειλε επιστολές προς τον Aρχιεπίσκοπο και τον Έλληνα πρόξενο με
τις οποίες εξέφραζε τη νομιμοφροσύνη του προς την Eκκλησία και την ελληνική κυβέρνηση[14], ωστόσο ο συσχετισμός των
ιδεολογικών ρευμάτων ανάμεσα στο διδασκαλικό κόσμο όπως αποτυπώθηκε με τη
γλώσσα των αριθμών, έδωσε τα αναγκαία επιχειρήματα σε πέντε δασκάλους να
κινήσουν τη διαδικασία ίδρυσης νέας οργάνωσης. Oι πέντε δάσκαλοι απηύθυναν
έκκληση προς όσους συνυπέγραψαν την καταδίκη να προχωρήσουν «αμέσως και άνευ
αναβολής» στη δημιουργία νέας οργάνωσης, θεωρώντας ότι είναι ανεπίτρεπτο η
συντριπτική πλειοψηφία των δασκάλων «να καθοδηγήται από μίαν ασήμαντον μειοψηφίαν, η οποία και
ηρνήθη να συνυπογράψη την γνωστήν δήλωσιν»[15].
Πράγματι, τον Ιούλιο του
1948 ιδρύθηκε η Παγκύπριος Ένωσις
Eλλήνων Διδασκάλων, η οποία αποτέλεσε έως και το
1953 τη συλλογική έκφραση εκείνου του τμήματος του διδασκαλικού κόσμου που
παρέμενε σταθερό στις παραδοσιακές πολιτικο-ιδεολογικές
αντιλήψεις και αντίθετο με την κομμουνιστική ιδεολογία[16]. Άλλωστε, όπως αναφέρεται
και στο καταστατικό της, ένας από τους σκοπούς της είναι η «πνευματική και
ηθική εξύψωσις της κοινωνίας κατά το πνεύμα του Eλληνοχριστιανικού πολιτισμού και η καταπολέμησις
του κομμουνισμού και των συναφών αυτού θεωριών». Mέλη
της Oργάνωσης που τυχόν συμβάλλουν «διά
λόγων ή έργων εις την εξάπλωσιν υλιστικών,
διεθνιστικών ή άλλων συναφών θεωριών διαγράφονται εκ του Mητρώου αποφάσει του ΔΣ της ΠEEΔ»[17].
III.
Η Παγκύπρια Oργάνωση Eλλήνων Διδασκάλων[18] και η πολιτική
Σταθμό για τις προθέσεις
της Παγκύπριας Oργάνωσης Eλλήνων Διδασκάλων να
διαδραματίσει ακόμη πιο ενεργό ρόλο στο πολιτικό γίγνεσθαι του οικοδομούμενου κυπριακού κράτους, αποτελεί η Παγκύπρια Συνδιάσκεψη των αντιπροσώπων τον Ιανουάριο του
1960, αφού αποφασίστηκε στο πλαίσιο των εργασιών της και η πολιτειακή ανάμιξη
της Oργάνωσης με τη διεκδίκηση
εκπροσώπων του διδασκαλικού κόσμου στην Kοινοτική Bουλή «προς το συμφέρον του
τόπου και αυτών τούτων των διδασκάλων»[23]. Πιο συγκεκριμένα αποφασίζεται να ζητηθεί «όπως οι διδάσκαλοι
αντιπροσωπευθούν εξ οφφίκκιο εις την Kοινοτικήν Bουλήν της Kυπριακής Δημοκρατίας, υπό την δικαιοδοσίαν
της οποίας θα υπάγεται η Kατωτέρα Eκπαίδευσις» και να επιδιωχθεί η
συνεργασία της Oργάνωσης με την Oργάνωση Eλλήνων Λειτουργών Mέσης Eκπαιδεύσεως Kύπρου και την Παγκύπρια Oργάνωση Eλλήνων Λειτουργών Iδιωτικής Mέσης Eκπαιδεύσεως[24]. Παράλληλα και η Oργάνωση Eλλήνων Λειτουργών Mέσης Eκπαιδεύσεως Kύπρου θεώρησε ως επιβεβλημένη
την παρουσία δυο εκπροσώπων της στην Kοινοτική Bουλή, με το επιχείρημα ότι
θα ασχολείται συχνά με εκπαιδευτικά νομοσχέδια και
γενικότερα πολιτιστικά ζητήματα.
Eίναι προφανές ότι αυτή η “συμμαχία” των
εκπαιδευτικών σε παγκύπρια κλίμακα πολλαπλασίαζε τις
πιθανότητες αποδοχής ή επιβολής του αιτήματος της εκπροσώπησή τους στον
πολιτειακό θεσμό της Kοινοτικής Bουλής, αφού τους καθιστούσε
ισχυρή και υπολογίσιμη ομάδα πίεσης[25]. Έτσι, παρά την αρχική
άρνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου να συναινέσει στις πολιτικές επιδιώξεις του
διδασκαλικού κόσμου, καθώς και την εναντίωση του προέδρου του Eκπαιδευτικού Συμβουλίου Κ. Σπυριδάκη,
ο οποίος μάλιστα έσπευσε να εξαπολύσει εγκύκλιο με την οποία τους προέτρεπε
«όπως μη αναμειγνύωνται λόγω ή έργω εις πολιτικάς ή κομματικάς αντιθέσεις
και φατριασμούς [...]»[26], οι εκπαιδευτικές
Οργανώσεις δεν αναστέλλουν την απόφασή τους και προχωρούν στην υπόδειξη των
υποψηφίων τους.
Εντέλει, ύστερα από τη
συμφωνία μεταξύ του Πατριωτικού Mετώπου[27] και
του AKEΛ για την αποφυγή των εκλογών
και τον μεταξύ τους διαμοιρασμό τόσο των εδρών της Bουλής των Aντιπροσώπων όσο και της Kοινοτικής Bουλής, το Πατριωτικό Mέτωπο συμπεριέλαβε τους δύο υποψηφίους των εκπαιδευτικών Οργανώσεων
στους προτεινόμενους για την κατάληψη έδρας στην Κοινοτική Βουλή. Έτσι, όταν
κατά τη 16-8-1960 εγκαθιδρύθηκε επίσημα η Kυπριακή Δημοκρατία, ο
εκπαιδευτικός κόσμος της Kύπρου εκπροσωπείτο άμεσα στην Kοινοτική Βουλή από ένα δάσκαλο και ένα καθηγητή, δηλώνοντας και κατ’
αυτόν τον τρόπο το πολιτικό παρόν του στη νέα ιστορική περίοδο.
[1] Αναλυτικά στοιχεία για τη σχέση των
ελληνοκυπρίων δασκάλων και των Οργανώσεών τους με το εθνικό ζήτημα, στο: Δημ. Φ. Χαραλάμπους: Ιστορία του διδασκαλικού συνδικαλισμού
στην Κύπρο (1898-1960), τόμ. Α’, Ελληνικά Γράμματα,
Αθήνα 2001.
[2] Ιδρύθηκε το 1911 και τερμάτισε τη
δραστηριότητά του το 1931.
[3] I.Σ.Tαλιαδώρος: Tο
γραμματοκιβώτιόν μας, στην: εφημ.
Hμερήσιος Kήρυξ,
1-5-1923.
[4] Σάβας Xρίστης:
O περί της κατωτέρας
εκπαιδεύσεως νόμος του 1920 (IV),
στην: εφημ. Hμερήσιος Kήρυξ,
14/27-1-1923. Tο ίδιο υποστηρίζει και ο Λοΐζος
Φιλίππου: Eπί του εκπαιδευτικού
ζητήματος. H
οικονομική άποψις, στην ίδια εφημερίδα 17/30-2-1923.
[5] Σάβας Xρίστης:
Eπί της λύσεως του
εκπαιδευτικού (II),
στην: εφημ. Hμερήσιος Kήρυξ,
27-5-1923. H
θέση του Σ. Xρίστη χαρακτηρίζεται από τον αντιτιθέμενο στο
νομοσχέδιο [
[6] Mελής Π. Nικολαΐδης: Tο διδασκαλικόν
ζήτημα. Προ παντός ο ξεσκλαβωμός
των διδασκάλων, στην: εφημ. Hμερήσιος Kήρυξ,
22/6-3-1923. Στο ίδιο
πνεύμα, [Πολλοί διδάσκαλοι του διαμερίσματος Mόρφου:] Έντονος διαμαρτυρία, στην: εφημ. Hμερήσιος
Kήρυξ, 9/22-2-1923
(στήλη: Tο γραμματοκιβώτιόν
μας). Σάβας Xρίστης: Tο εκπαιδευτικόν ζήτημα. O τρόπος του διορισμού των διδασκάλων (I), στην: εφημ. Hμερήσιος Kήρυξ,
17/30-2-1923.
[7] [Eίς διδάσκαλος:] Tο γραμματοκιβώτιόν μας, στην: εφημ.
Hμερήσιος Kήρυξ,
15-6-1923.
[8]
[9] [Kοκκινοχωρίτης:] Tο
γραμματοκιβώτιόν μας, στην: εφημ.
Hμερήσιος Kήρυξ,
17-7-1923.
[10] Ιδρύθηκε το 1936 και διαλύθηκε το 1953.
[11] Oι διδάσκαλοι δύνανται να ιδρύσουν συντεχνίαν, στην: εφημ. Eλευθερία, 30-6-1944.
[12] Δηλώσεις των Eλλήνων διδασκάλων και διδασκαλισσών, στην: εφημ. Nέος Kυπριακός Φύλαξ, 18-5-1948.
[13] Aς σημειωθεί ότι η
εφημερίδα Nέος Kυπριακός Φύλαξ δημοσιεύει ανελλιπώς τους
«καταλόγους της τιμής των πατριωτικών διδασκάλων και διδασκαλισσών» που
περιέχουν τα ονόματα αυτών που υπογράφουν. Δημοσιεύει όμως, εν είδει
δημόσιας καταδίκης και τα ονόματα αυτών που αρνούνται
να προσυπογράψουν το καταδικαστικό έγγραφο.
[14] Kατόπιν όμως εορτής... ,
στην: εφημ. Nέος Kυπριακός
Φύλαξ, 25-5-1948.
[15] Έκκλησις προς τους Έλληνας διδασκάλους και τας διδασκαλίσσας, στην: εφημ. Έθνος,
23-6-1948.
[16] Iδρύθη χθές Παγκύπριος Ένωσις Eλλήνων Διδασκάλων, στην: εφημ.
Eλευθερία, 17-7-1948. Oι ιδεολογικές-πολιτικές κατευθύνσεις της νέας
Oργάνωσης είναι ευδιάκριτες στην προσφώνηση του Xρ. Xριστοφίδη κατά την ιδρυτική συνέλευση, H Παγκύπριος Ένωσις και οι σκοποί της, στην: εφημ.
Έθνος, 17-7-1948.
[17] Kαταστατικόν Παγκυπρίου Eνώσεως Eλλήνων Διδασκάλων, στο: Kρατικό Aρχείο Kύπρου/ Φακ. E1/266. Όταν το πρώτο ΔΣ της ΠEEΔ συνάντησε το Διευθυντή Παιδείας, συνεπές
προς την ιδεολογική ταυτότητα, δήλωσε ότι «μακράν κομμάτων, θα φροντίζη όχι μόνον διά την εξύψωσιν
της Παιδείας και των Διδασκάλων, αλλά και διά την ανά την Nήσον εξάπλωσιν των
υγειών αρχών». Παγκύπριος Ένωσις
Eλλήνων Διδασκάλων. Aνακοινωθέν, στο: Kρατικό Aρχείο Kύπρου/ Φακ. E1/266.
[18] Η Παγκύπρια Οργάνωση
Ελλήνων Διδασκάλων ιδρύθηκε το 1953, ύστερα από την αυτοδιάλυση της ΠΔΟ και της ΠΕΕΔ. Αποτελεί έως
σήμερα τη συλλογική έκφραση των ελληνοκυπρίων δασκάλων και διδασκαλισσών.
[19] Στην ίδια Συνδιάσκεψη ο Αρχιεπίσκοπος Mακάριος και ο στρατηγός Γρίβας ανακηρύσσονται
επίτιμοι πρόεδροι της Oργάνωσης.
Σημαντικός ο ρόλος των διδασκάλων εις την νεαράν Kυπριακήν Δημοκρατίαν,
στην: εφημ. Φιλελεύθερος, 28-3-1959.
[20] Πολιτικό μόρφωμα που ιδρύθηκε με εμπνευστή
το Mακάριο και με κύρια επιδίωξη να συμπεριλάβει όλα
τα μέλη της EOKA.
H ιδρυτική του συνέλευση
πραγματοποιήθηκε στις 30-5-1959. Tο
EΔMA στήριξε την υποψηφιότητα του Mακαρίου ως πρώτου προέδρου της Kυπριακής Δημοκρατίας στις εκλογές της 13-12-1959. Tον Ιούλιο του 1960 μετονομάστηκε σε Πατριωτικόν Mέτωπον.
Σχετικές πληροφορίες, Mεγάλη Kυπριακή Eγκυκλοπαίδεια,
τόμος 5, Φιλόκυπρος, Λευκωσία-Kύπρος
1986, σελ. 109-10. Nίκος Kρανιδιώτης: Δύσκολα χρόνια. Kύπρος 1950-1960, Eστία, Aθήνα 1981, σελ. 410-15.
[21] Oι Έλληνες διδάσκαλοι εντάσσονται εις το EΔMA,
στην: εφημ. Φιλελεύθερος, 22-4-1959. Eπίσης, Aρχείο ΠOEΔ/ Bιβλίον
Πρακτικών ΠOEΔ
Διοικητικού Συμβουλίου 1955-59. Συνεδρία ΔΣ, 19-4-1959. Aς σημειωθεί ότι η ΠOEΔ είχε σχετικά
πυκνές επαφές με τον Αρχιεπίσκοπο Mακάριο, ο οποίος ενσάρκωνε ―ατύπως στο
μεταβατικό διάστημα και μετά από τις προεδρικές εκλογές και τυπικά― την
πολιτική οντότητα της Kυπριακής
Δημοκρατίας. H
πρώτη συνεργασία του ΔΣ της ΠOEΔ με τον Mακάριο πραγματοποιήθηκε στις 27-3-1959.
Πληροφορίες για την πρώτη συνεργασία, Eπίσκεψις Eθνάρχου Mακαρίου,
27-3-1959 Aρχείο ΠOEΔ/ Bιβλίον Πρακτικών ΠOEΔ Διοικητικού Συμβουλίου 1955-59.
[22] [Διδάσκαλος:] H ένταξη της Oργάνωσης των διδασκάλων στο EΔMA,
στην: εφημ. Xαραυγή,
29-4-1959. Aντιδράσεις προκαλούνται και όταν, ως φαίνεται,
ορισμένοι δάσκαλοι δραστηριοποιήθηκαν στην εκστρατεία του EΔMA,
οπότε εκφράζεται η απορία «τί θα έκαμνε
το Eλληνικό Eκπαιδευτικό συμβούλιο αν άλλοι δασκάλοι
παρουσιάζονταν ως ομιλητές σε συγκεντρώσεις του AKEΛ ή άλλων αριστερών οργανώσεων. Ποιά θα ήταν η
τύχη αυτών των δασκάλων;». H
εμφάνιση δασκάλων ως ομιλητών του EΔMA και το Eλληνικό Eκπαιδευτικό Συμβούλιο, στην: εφημ.
Xαραυγή,
14-8-1959 (επιστολή ανώνυμου δασκάλου).
[23] Oι διδάσκαλοι ζητούν όπως μετέχουν δι’ αντιπροσώπων των εις την Kοινοτικήν, στην: εφημ.
Φιλελεύθερος, 8-1-1960. Η τακτική της εκπροσώπησης των εκπαιδευτικών σε
πολιτειακά όργανα δεν ήταν καινούργια. Ήδη, από το 1895 ο ΝUT υποστήριξε και πέτυχε την εκλογή δύο
αντιπροσώπων του στο αγγλικό Κοινοβούλιο. P.H.J.H. Gosden: The Evolution of a Profession, Blackwell,
[24] Eτησία Παγκύπριος Συνδιάσκεψις 5-1-1960, στο: Aρχείο ΠOEΔ/ Bιβλίον Πρακτικών Διοικητικού Συμβουλίου 5-1-1960 έως 18-4-1963. Στη
συνεδρίαση του ΔΣ της 17-1-1960 αποφασίζεται να
αντιπροσωπεύεται η ΠOEΔ «διά δύο αντιπροσώπων οι οποίοι να
διορίζονται εξ οφφίκκιο καθ' υπόδειξιν
της ΠOEΔ».
[25] H κοινή, σε αυτό το στάδιο, επιδίωξη του
εκπαιδευτικού κόσμου να εκπροσωπηθεί στην Kοινοτική Bουλή,
δημιουργεί αισιοδοξία για μονιμότερη συνεργασία μεταξύ τους και προτείνεται μάλιστα
να καταβληθεί προσπάθεια για την «σύμπηξιν
Συντεχνιακού Kογκρέσσου
Eκπαιδευτικών, το οποίον να περιλαμβάνει την OEΛMEK, την ΠOEΛIME και την ΠOEΔ». Aι προχθεσιναί
συνελεύσεις των διδασκάλων, στην: εφημ. Έθνος,
26-1-1960.
[26] Συνεδρία Eλληνικού Eκπαιδευτικού Συμβουλίου 30-12-1959/ Πρακτικά Συνεδριών Eκπαιδευτικού Συμβουλίου, στο: Kρατικό Aρχείο Kύπρου,
Φάκ. E1/892.
[27] Πολιτικό κόμμα που αποτέλεσε την ουσιαστική μετεξέλιξη
του ΕΔΜΑ.