Ιστορικη εξελιξη και προβληματικη του θεσμου της συνεκπαιδευσης
των δυο φυλων στα ελληνικα σχολεια (19ος-20ος αιώνας)
Λαμπρινή Σκουρα
Λέκτορας Π.Τ.Δ.Ε. Πανεπιστημίου Αθηνών
Περιληψη
Ο θεσμός της συνεκπαίδευσης των δύο φύλων συνδέεται άμεσα με ευρύτερα κοινωνικά, πολιτιστικά και ηθικά ζητήματα, όπως η γυναικεία εκπαίδευση, η ανισότητα εκπαιδευτικών ευκαιριών και άλλα. Kατά το 19ο αιώνα ο θεσμός λειτουργεί κατά περιόδους, υπό προϋποθέσεις και μόνον από ανάγκη στις περιοχές που η Πολιτεία δεν μπορεί να ιδρύσει χωριστό δημοτικό σχολείο για κάθε φύλο. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα αποτελεί κυρίαρχο θέμα της ελληνικής κοινωνίας ενώ το 1929 καθιερώνεται στα σχολεία της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και τα Διδασκαλεία. Στο χώρο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης παρατηρείται πολυπλοκότητα και ποικιλία. Μικτά σχολεία στην επαρχία και αμιγή στις μεγάλες πόλεις. Το πρότυπο αυτό ακολουθούν για αρκετές δεκαετίες και οι Παιδαγωγικές Ακαδημίες. Στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης 1976-79 ανακινείται το θέμα της μικτής φοίτησης ενώ το 1985 κατοχυρώνεται η εφαρμογή της σε όλα τα σχολεία της χώρας.
Στην εισήγηση αυτή εξετάζονται και σχολιάζονται, μέσα από το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, τη βιβλιογραφία και την αρθρογραφία της εποχής αλλά και ανέκδοτο υλικό, οι λόγοι που επέβαλαν τις συγκεκριμένες μεταβολές στην εξελικτική πορεία του θεσμού της συνεκπαίδευσης, οι κοινωνικές αντιδράσεις και οι απόψεις των παιδαγωγών καθώς και οι πρακτικές που συνδέθηκαν και ακολουθήθηκαν σχετικά με το γενικότερο προβληματισμό που υπήρχε για την εφαρμογή του.
Summary
The
mixed schooling institution is an issue directly connected with broader social,
cultural and moral issues like women’s education, inequality of educational opportunities,
e.t.c. In the 19th century, mixed schooling
takes place intermittently, under certain circumstances and only out of
necessity in places where separate primary schools for each sex cannot be
founded. In the first decades of the 20th century it comprises a dominant
consideration for the Greek society while in 1929 mixed schooling is
established by law for the schools of primary education and the teacher
training schools. As for secondary education, there is complexity and
variety; mixed schools in the provinces and separate ones in the big
cities. For some decades this pattern was also followed by Teachers’
Training Academies. In the context of the 1976-79 reform the issue of
mixed education is raised again while in 1985 its general application to every
school of the country is consolidated.
Ο
θεσμός της συνεκπαίδευσης των δύο φύλων κατά το 19ο αιώνα
Το ενδιαφέρον για την εκπαίδευση των κοριτσιών εκδηλώνεται πολύ πρώιμα στη χώρα μας από τα χρόνια ακόμη του Αγώνα, αφού οι πρωτεργάτες του δεν διαχωρίζουν του στόχους της εκπαίδευσης ανάλογα με το φύλο αλλά μεριμνούν για την παιδεία «αρρένων τε και θηλέων» (Δημαράς, τεύχ. Α΄, σ. 7). Στα χρόνια του Καποδίστρια αρχίζει να αναπτύσσεται και η γυναικεία εκπαίδευση, με την ίδρυση και λειτουργία[1] χωριστών σχολείων θηλέων στις πόλεις ( Αίγινα, Σύρο, Πάτρα) αλλά και με τη φοίτηση στα αλληλοδιδακτικά σχολεία των αρρένων και κοριτσιών. Βέβαια τα ποσοστά συμμετοχής των κοριτσιών είναι μικρά αλλά αυτό αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, αν αναλογισθεί κανείς τις συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα αμέσως μετά την απελευθέρωση. Χρειαζόταν μεγάλο θάρρος όχι μόνον από τους γονείς αλλά και τις ίδιες τις μαθήτριες να μεταβαίνουν στο σχολείο κάτω από δύσκολες συνθήκες και να συμφοιτούν με ένα μεγάλο αριθμό αρρένων μαθητών. Από στατιστικά στοιχεία της περιόδου εκείνης προκύπτει ότι το 1829 δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που μια ή και δύο μαθήτριες παρακολουθούσαν με ογδόντα και πλέον μαθητές[2]. Η συνεκπαίδευση καθιερώνεται πρώτα στα σχολεία των νησιών, μετά στις πρωτεύουσες των επαρχιών και αργότερα στους υπόλοιπους δήμους της χώρας (Βλ. περισσότερα Ζιώγου 1986, σσ. 46,48,49,54. Επίσης Μπαμπούνη σσ. 298,299, 443, 445).
Κατά την Οθωνική περίοδο με το Ν.1834 (άρθρο 58) προβλέπεται η ίδρυση και λειτουργία χωριστών δημοτικών σχολείων για τα κορίτσια, όπου αυτό είναι δυνατόν. Η διάταξη όμως αυτή κατέστη ευθύς εξ αρχής ανενεργή επειδή δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα για τη συντήρηση χωριστών σχολείων αλλά και εκπαιδευμένες δασκάλες, για να «προϊστανται» στα σχολεία των κοριτσιών, όπως απαιτούσε ο προαναφερθείς νόμος. Έτσι σε πολλά σχολεία αρρένων φοιτούσαν και κορίτσια[3] αλλά σε πολύ μικρό ποσοστό. Με την είσοδο της δεκαετίας του 1850 ο θεσμός της συνεκπαίδευσης των δύο φύλων δεν είναι ούτε κατ΄ εξαίρεση ανεκτός αφού με εγκύκλιο του τότε υπουργού Παιδείας Στ. Βλάχου απαγορεύεται ακόμη και απλή συστέγαση μαθητών εκατέρου των φύλων σε όλα τα δημόσια και ιδιωτικά διδακτήρια. Είναι δε απορίας άξιο πως ενώ το 1828 οι «προσωρινοί διοικητές» και αργότερα οι επιθεωρητές δεν ενοχλούνται από τη συμφοίτηση αγοριών και κοριτσιών, το 1852 φθάνουν στην πλήρη απαγόρευση της συνεκπαίδευσης[4], χαρακτηριζόντάς την μάλιστα ως «επιμιξία», η οποία « προκαταβάλλει σπέρματα δυσαρέστων συνεπειών» [5]. Εντύπωση όμως προκαλεί και η θέση του Συλλόγου προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων καθώς και του Ελληνικού Διδασκαλικού Συλλόγου, το 1875, οι οποίοι τάσσονται υπέρ της χωριστής εκπαίδευσης αγοριών και κοριτσιών με κύρια αιτιολογία «την ηθικήν διάπλασιν αμφοτέρων των γενών» (Ζιώγου 1986, σσ. 270, 283, 284, 292. Επίσης Δελμούζος 1950, σ.12).
Η αυστηρή αυτή απαγόρευση του θεσμού της συνεκπαίδευσης αλλά και η δυσκολία για την ίδρυση σχολείων κοριτσιών αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την εκπαίδευσή τους, με αποτέλεσμα στην απογραφή του 1879 το ποσοστό των αναλφάβητων κοριτσιών να ανέρχεται στο 93% τοις εκατό. Αξιοσημείωτο είναι ότι και αυτή η σε μικρό ποσοστό εκπαίδευση των κοριτσιών είναι διαφοροποιημένη σε σχέση με την εκπαίδευση των αγοριών.[6] Το πρόβλημα αρχίζει να αντιμετωπίζεται από μια προοδευτική σκοπιά γύρω στο 1880, όταν διανοούμενοι της εποχής προτείνουν τη συνεκπαίδευση, επικαλούμενοι την επιτυχή εφαρμογή του σε άλλες χώρες του εξωτερικού. Ο παιδαγωγός Χαρ. Παπαμάρκου[7] το 1880 εκφράζει την άποψη ότι το ποσοστό των αναλφάβητων θα περιορισθεί αν καθιερωθεί ο θεσμός της συνεκπαίδευσης. Έτσι η αρνητική στάση απέναντι στο θεσμό αυτό αρχίζει να μεταβάλλεται σταδιακά. Στα νομοσχέδια Αυγερινού 1880, Θεοτόκη 1889 δέχονται με ορισμένες προϋποθέσεις και τη λύση της συνεκπαίδευσης σε αντίθεση με τη χωριστή φοίτηση που μέχρι τότε προτεινόταν (νομοσχέδια Βακαλόπουλου, Δηλιγιάννη) ενώ από το 1886 μπορούν να εργάζονται στα δημοτικά σχολεία των αρρένων και δασκάλες (Ζιώγου 1986, σ.174) .
Οι προβληματισμοί και οι προσπάθειες για αποδοχή του θεσμού της συνεκπαίδευσης έστω και από ανάγκη, μπορούμε να πούμε ότι υλοποιήθηκαν επί υπουργού Παιδείας Δημ. Πετρίδη με το νόμο ΒΤΜΘ/1895, σύμφωνα με τον οποίο η συνεκπαίδευση είναι επιτρεπτή υπό προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι η εκπαίδευση των θηλέων γίνεται σε χωριστά σχολεία, στα οποία διδάσκουν δασκάλες. Επιτρέπεται όμως να φοιτούν στα σχολεία των θηλέων και αγόρια, «εν ελλείψει σχολείου αρρένων», αλλά μόνον «τα μη υπερβάντα το δέκατον έτος της ηλικίας αυτών»( άρθρα, 20 και 21)[8]. Ως προς το περιεχόμενο των σπουδών ο ίδιος νόμος προβλέπει ότι στα σχολεία των θηλέων διδάσκονται «πάντα τα […] εν τοις δημοτικοίς σχολείοις διδασκόμενα μαθήματα και προσέτι η ραπτική, η ποικιλτική, η πλεκτική, η τέχνη του παρασκευάζειν εδέσματα και της οικιακής οικονομίας και τάξεως αι στοιχειώδες γνώσεις» (άρθρο 22).
Στα σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Ελληνικά, Γυμνάσια) κατά το 19ο αιώνα ο θεσμός της συνεκπαίδευσης είναι ανύπαρκτος. Ο ιδρυτικός νόμος της Μέσης Εκπαίδευσης ( 1836) δεν κάνει καμία αναφορά στην εκπαίδευση των κοριτσιών[9] ενώ σε όλα τα νομοσχέδια ως το 1893 το Γυμνάσιο προορίζεται αποκλειστικά και μόνο για τους μαθητές. Ωστόσο και σε άλλες προηγμένες χώρες η εικόνα δεν είναι και πολύ διαφορετική. Για παράδειγμα το 1881-82 σε ολόκληρη τη Μ.Ε. της Γαλλίας υπήρχαν μόνο 342 μαθήτριες ενώ «η παιδεία που δινόταν στις γυναίκες δεν ήταν η ίδια με εκείνη των ανδρών.[…] Ο Δρ Κλάρκ έγραφε το 1873 στο βιβλίο του με τίτλο «Το σέξ στην εκπαίδευση» ότι «η κοινή εκπαίδευση των δύο φύλων είναι αμαρτία και έγκλημα έναντι θεού και ανθρώπων» (Κασσωτάκης 1979).
Ο θεσμός της συνεκπαίδευσης των δύο φύλων κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ο αιώνα
Με την είσοδο του 20ου αιώνα το θέμα της εκπαίδευσης των κοριτσιών και κατ΄ επέκταση ο θεσμός της συνεκπαίδευσης προκαλεί έντονες συζητήσεις και προβληματισμούς όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες[10]. Στο Α΄ Πανελλήνιο Εκπαιδευτικό Συνέδριο το 1904, το οποίο αποτελεί τομή στην ιστορία της εκπαίδευσης των κοριτσιών, κυριαρχεί το δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στις «γερές μητέρες» ή τις «αδύνατες και ασθενικές διανοούμενες»[11]. Ωστόσο ο θεσμός της συνεκπαίδευσης κερδίζει συνεχώς έδαφος. Εκτός από τα σχολεία της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης αρχίζει να εμφανίζεται, με ανεπίσημο τρόπο, και στα δημόσια σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης αφού πολλές μαθήτριες εγγράφονταν σ΄ αυτά με δυναμικό τρόπο και συμφοιτούσαν με αγόρια. Έτσι κατά τη σχολική χρονιά 1910-11 στα δευτεροβάθμια σχολεία αρρένων συνεκπαιδεύονται 1221 μαθήτριες με 30178 μαθητές (Ζιώγου 1993, σσ. 196, 202). Η πρακτική αυτή της συνεκπαίδευσης καθώς και ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των μαθητριών που εγγράφονταν στα σχολεία των αρρένων οδήγησε την Πολιτεία στην ίδρυση των πρώτων δημόσιων Ελληνικών Σχολείων και Γυμνασίων Θηλέων το 1917 (Φ.Ε.Κ. 189/5-9-1917) καθώς και στην απαγόρευση της εγγραφής κοριτσιών στα σχολεία των αρρένων στις πόλεις όπου λειτουργούσαν «του αυτού βαθμού και του αυτού τύπου σχολεία θηλέων». Κατ΄ εξαίρεση ήταν δυνατή η παραπάνω εγγραφή, κατόπιν όμως σχετικής άδειας του αρμόδιου Γεν. Επιθεωρητή (Ν.Δ. 13-10-1923, άρθρο 15 και Ν.4373/1929, άρθρο 27).
Κατά τη δεκαετία 1920-30 οι προβληματισμοί για το θέμα της συνεκπαίδευσης των δύο φύλων εντείνονται τόσο στον ελλαδικό όσο και τον ευρωπαϊκό χώρο. Ο υποδιευθυντής του Μαρασλείου Μιχ. Παπαμαύρος μέσα από το περιοδικό «Εργασία» απευθύνει ερώτημα στους εκπαιδευτικούς και ζητάει τη γνώμη τους για τη συνεκπαίδευση αγοριών και κοριτσιών. Από τις απαντήσεις που δημοσιεύτηκαν στο παραπάνω περιοδικό προκύπτει ότι ένα μέρος του εκπαιδευτικού κόσμου αποδεχόταν την «πρακτική της συνεκπαίδευσης» μόνον όμως για την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση[12] ενώ για τα σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης εκφραζόταν η άποψη ότι αυτά έπρεπε να παραμείνουν αμιγή (Ζιώγου 1993, σ. 197. Επίσης Κίτσου σ. 64).
Η παιδαγωγός Elizabeth Hyguenin το 1928 επισημαίνει την ανάγκη προπαρασκευής των νέων «διά την κοινήν ζωήν», και υποστηρίζει ότι «η συνεκπαίδευσις των φύλων είναι, περισσότερον από κάθε άλλο παιδαγωγικόν σύστημα, ικανωτέρα να τους διξάξη, πως ο ανήρ και η γυνή δύνανται να ζήσουν ομού ευγενώς και επωφελώς». Και ακόμη ότι «δύναται να απομακρύνη τους νέους από σφάλματα, τα οποία βαρύνουν μέχρι τέλους εις την ζωήν των.[13] Την ίδια περίοδο ο Ντε Βασιέρ υποστηρίζει ότι η συνεκπαίδευση εγκυμονεί σοβαρούς ηθικούς κινδύνους και ότι υποκινεί την αποστροφή από την οικογενειακή ζωή, το γάμο και τη μητρότητα ενώ ο Πάπας Πίος ο 11ος σε σχετική εγκύκλιό του το 1929 γράφει, ότι η συνεκπαίδευση είναι λάθος και ασέβεια […] και ότι η διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα δεν πρέπει μόνο να διατηρηθεί αλλά να ενισχυθεί με μια διαφορετική εκπαίδευση (Κασσωτάκης 1979).
Τον Ιούλιο του 1929, «το ορθόν ή μη της κοινής αγωγής αρρένων και θηλέων» αποτελεί ένα από τα κυριότερα θέματα του διεθνούς Συνεδρίου των λειτουργών Μ.Ε. της Χάγης. Για την προετοιμασία του θέματος είχαν υποβληθεί έγκαιρα, στις οργανώσεις Μ.Ε. των κρατών που επρόκειτο να μετάσχουν, ερωτήματα για το είδος των σχολείων που λειτουργούσαν σ΄ αυτά (αρρένων, θηλέων ή μεικτά), την αναλογία μεταξύ τους, τα προγράμματα των σπουδών τους κ.ά.[14] Στο Συνέδριο έγιναν «σφοδρές […] πεισματώδεις συζητήσεις» και εκφράσθηκαν πολλές απόψεις. Τελικά δεν υπήρξε μια γενική απόφαση αλλά θεωρήθηκε καλό το κάθε κράτος, να προχωρήσει στην οριστική ρύθμιση του ζητήματος «επί τη βάσει των εκπαιδευτικών και κοινωνικών αναγκών του, των ιδιαιτέρων ηθών και εθίμων, της οικονομικής καταστάσεώς του κ.λπ.» (Παλαιολόγος σ. 156).
Οι προαναφερθείσες απόψεις, οι ενδοιασμοί και οι επιφυλάξεις των εκπαιδευτικών αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου για το θεσμό της συνεκπαίδευσης, φαίνεται, ότι επηρέασαν την πολιτική βούληση, η οποία τον Αύγουστο του 1929 προχώρησε στην καθολική θεσμοθέτηση της μικτής φοίτησης σε όλα τα σχολεία της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Ν. 4397/1929) όχι όμως και σ΄αυτά της Δευτεροβάθμιας. Οι λόγοι που επέβαλαν τη γενίκευση της μικτής φοίτησης στην πρώτη βαθμίδα της εκπαίδευσης διακρίνονται σε οικονομικούς και εκπαιδευτικούς. Οι πρώτοι εστιάζονται στον περιορισμό του αριθμού των δασκάλων για την κάλυψη του συνόλου των μαθητών και μαθητριών[15] καθώς και στην εξοικονόμηση διδακτηρίων, μαθημάτων, οργάνων και σκευών διδασκαλίας. Οι δεύτεροι, μεταξύ άλλων, εντοπίζονται στην αλληλεπίδραση που ασκεί «η εκ μικράς ηλικίας επικοινωνία των δύο φύλων επί της ψυχικής εξελίξεως εκατέρου […], επί της αγωγής και διαπλάσεως του ήθους και του χαρακτήρος μαθητών και μαθητριών[…], της γνωριμίας και προσεγγίσεως αυτών εις ηλικίαν, καθ’ ήν ουδείς κίνδυνος ηθικής δύναται να προέλθη». Ακόμη επισημαίνεται ότι «το επικρατούν συνήθως δέος του αγνώστου, του μυστηρίου, το οποίον εις τόσας ψυχικάς διαστροφάς οδηγεί εξαφανίζεται βαθμιαίως και η εν τη ψυχή σχηματιζομένη υγιής και ορθή αντίληψις εξακολουθεί ενυπάρχουσα και εις την κατόπιν ζωήν» (Εισηγητική Έκθεση του Ν. 4397/1929).
Για τη συνεκπαίδευση αρρένων και θηλέων στη Μέση Εκπαίδευση η Πολιτεία κρατά επιφυλακτική στάση επειδή δεν θεωρεί ώριμη την ελληνική κοινωνία για την αποδοχή της. Ωστόσο, αναγκάζεται να ανεχθεί τη συνεκπαίδευση και να επιτρέψει τη φοίτηση κοριτσιών στα Γυμνάσια Αρρένων, στις πόλεις που ο αριθμός αυτών ήταν ελάχιστος και δεν επέτρεπε τη σύσταση νέων Γυμνασίων Θηλέων.[16] Η Πολιτεία φρόντισε τότε για πρώτη φορά και για την κατάρτιση «ειδικού προγράμματος» των Γυμνασίων Θηλέων, το οποίο χωρίς να μειώνει τη γενική μόρφωση των κοριτσιών, συμπεριλάμβανε και μαθήματα προσιδιάζοντα στη γυναικεία φύση και τον προορισμό της γυναίκας. Επίσης φρόντισε και για το χωρισμό των δύο φύλων στην ώρα της Γυμναστικής καθώς και για το διορισμό στα Γυμνάσια Θηλέων κατά προτεραιότητα καθηγητριών (Ν. 4373/1929. Επίσης Ζιώγου 1993, σ. 198).
Πρέπει να αναφερθεί ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις του 1929, για το θεσμό της συνεκπαίδευσης των δύο φύλων, χαρακτηρίζονται ως «αρκετά προωθημένες» για την εποχή εκείνη, ιδιαίτερα για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, και προκάλεσαν πολλές συζητήσεις αλλά και έντονες κοινωνικές αντιδράσεις. Για πρώτη φορά παιδαγωγοί, εκπαιδευτικοί, συλλογικοί φορείς κ.λπ. ασχολήθηκαν σε βάθος με το θεσμό της συνεκπαίδευσης με αποτέλεσμα να προκύψουν και πολλές γνώμες διϊστάμενες μεταξύ τους. Στο Συνέδριο των επιθεωρητών της δημοτικής εκπαίδευσης, το οποίο συγκλήθηκε στην Αθήνα το 1930 (Σεπτέμβριο 1-6), μεταξύ άλλων, συζητήθηκε και το θέμα: «Τα επιβαλλόμενα εκ της καθιερωθείσης μικτής φοιτήσεως διοικητικά, παιδονομικά και διδακτικά μέτρα» (Παλαιολόγος σ. 198). Το γεγονός αυτό ασφαλώς υποδηλώνει τον προβληματισμό που υπήρχε για την ορθή εφαρμογή της συνεκπαίδευσης, αμέσως μετά τη νομοθετική καθιέρωσή της στο δημοτικό σχολείο.
Ο Σύλλογος Γονέων Αθηνών, ο οποίος αριθμούσε τότε 500 μέλη, αφιέρωσε για τη συζήτηση του θεσμού της συνεκπαίδευσης μία ολόκληρη συνεδρία (20-12-1930), η οποία κατέληξε στην αποδοχή της εφαρμογής του υπό προϋποθέσεις.[17] Επίσης και άλλοι Σύλλογοι Γονέων ( Θεσσαλονίκης, Πατρών κ.λπ.) ασχολήθηκαν με το θέμα της συνεκπαίδευσης, αφού οι γονείς και ιδιαίτερα οι μητέρες, διακατέχονταν από φόβο μπροστά στο νέο θεσμό, κυρίως ως προς την εφαρμογή του στα σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης. Σε έρευνα που διενεργήθηκε,[18] σχετικά με την αποδοχή ή μη της εφαρμογής του θεσμού της συνεκπαίδευσης στο Γυμνάσιο, από τους ερωτηθέντες (50 γονείς παν/κής εκπαίδευσης καθώς και 50 καθηγητές γυμνασίων αρρένων) μόνον το 4% απάντησε θετικά, το υπόλοιπο 96% απέκρουσε τη συνεκπαίδευση, «φοβούμενο ..κυρίως την πρόωρη διέγερσι του ερωτισμού των νέων» (Kαραχρίστος, σ. 46. Επίσης, Παλαιολόγος σ. 202).
Αλλά και οι παιδαγωγοί, κατά την εποχή εκείνη, είναι χωρισμένοι ως προς το θέμα της συνεκπαίδευσης. Οι Γ. Παλαιολόγος[19] και Β. Έξαρχος[20] προτείνουν την κατάργηση του θεσμού της συνεκπαίδευσης ακόμη και στις δύο τελευταίες τάξεις του δημοτικού. Αντίθετα η Ρόζα Ιμβριώτη, η οποία είχε παραμείνει επί τρία χρόνια στη Γερμανία και είχε επισκεφθεί αρκετά σχολεία καθώς και ο Δ. Μωραϊτης, Υποδιευθυντής τότε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης, υποστηρίζουν την καθιέρωση των μικτών σχολείων χωρίς επιφυλάξεις. Οι Δ. Μισυρλής, Γυμνασιάρχης του Γυμνασίου Θεσσαλονίκης και πρώην αιρετός εκπαιδευτικός σύμβουλος και Νικ. Καραχρίστος, Διευθυντής Διδασκαλείων επί σειρά ετών, τάσσονται υπέρ της εφαρμογής του θεσμού με κάποιες όμως προϋποθέσεις (Καραχρίστος σσ. 15-25. Επίσης Ζιώγου, σ. 200). Ο τελευταίος μάλιστα σε σχετική έρευνα καταλήγει: « η συνεκπαίδευσις τότε μόνον ημπορεί να ευδοκιμήση, αν παραλλήλως προς την εισαγωγή αυτής καταβάλλωνται προσπάθειαι προς πλουτισμό του ψυχικού περιεχομένου των μαθητών με ασχολίας περί την ποίησι, περί την υψηλή λογοτεχνία, με επιστημονικάς […], πνευματικάς και ηθικάς ασχολίας» (Kαραχρίστος, σ. 92).
Ο θεσμός της συνεκπαίδευσης των δύο φύλων στα Διδασκαλεία και τις Παιδαγωγικές Ακαδημίες
Η εφαρμογή του θεσμού της συνεκπαίδευσης στα Διδασκαλεία και τις Παιδαγωγικές Ακαδημίες παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφενός γιατί δεν έτυχε βαθύτερης έρευνας και αφετέρου γιατί τα σχολεία αυτά δοκίμασαν πλατειά την αλλαγή της μετάβασης από την αμιγή στη μικτή φοίτηση.
Πρέπει να αναφερθεί ότι ο νόμος του 1834 «περί δημοτικών σχολείων» προέβλεπε τη φοίτηση στο πρώτο Διδασκαλείο της χώρας και διδασκαλισσών. Ο νομοθέτης δηλαδή όριζε πως οι δάσκαλοι και οι δασκάλες έπρεπε να έχουν την ίδια εκπαίδευση. Ωστόσο αυτό δεν πραγματοποιήθηκε αφενός λόγω της επιφυλακτικής στάσης της κοινωνίας για το θεσμό της συνεκπαίδευσης και αφετέρου λόγω οικονομικής αδυναμίας της Πολιτείας για ίδρυση χωριστού Διδασκαλείου θηλέων. Έτσι τα Διδασκαλεία Δημοτικής Εκπαίδευσης, εξελίχτηκαν και λειτούργησαν, καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ως Διδασκαλεία αρρένων ενώ η εκπαίδευση της δασκάλας είχε αφεθεί στην ιδιωτική πρωτοβουλία και κυρίως στη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, η οποία κυριολεκτικά αντικαθιστά την Πολιτεία στον τομέα αυτό.
Στις αρχές του 20ου αιώνα διαφαίνεται η πρόθεση της Πολιτείας για παροχή ομοιόμορφης εκπαίδευσης στους δασκάλους και τις δασκάλες και κατ΄επέκταση και στους μαθητές τους, άρρενες και θήλεις. Έτσι το 1914 ιδρύεται το πρώτο δημόσιο Διδασκαλείο θηλέων με έδρα τη Θεσσαλονίκη ενώ παράλληλα άρχισαν να εγγράφονται μαθήτριες και στα Διδασκαλεία Αρρένων. Ενδεικτικά αναφέρω το Διδασκαλείο της Σάμου, στο οποίο φοίτησαν μαθήτριες από το 1916 ( Σκούρα 2002, σ.170 ), της Λαμίας από το 1917 ( Χαρίτος σ. 236), του Μαρασλείου Διδασκαλείου, κ.ά. Το Μαράσλειο είναι και το πρώτο Διδασκαλείο Αρρένων, στο οποίο είχε επιτραπεί από την Πολιτεία η φοίτηση μαθητριών αλλά «μόνον ως εξωτερικών» (Ν. Δ. 11-10-1923 άρθρο 4, παρ. 2) . Ωστόσο στο τελευταίο είχαν αρχίσει να εγγράφονται μαθήτριες πολύ νωρίτερα, όπως προκύπτει και από τον παρακάτω Πίνακα 1.
Αναλογία μαθητών και μαθητριών στο Μαράσλειο Διδασκαλείο
κατά την πενταετία 1920-25 *
Σχολικό Έτος |
Σύνολο |
μαθητές |
μαθήτριες |
Αναλογία μαθητριών επί του συνόλου |
1920-21 |
32 |
28 |
4 |
12,5 % |
1921-22 |
44 |
37 |
7 |
15,9 % |
1922-23 |
83 |
63 |
20 |
24,09 % |
1923-24 |
86 |
45 |
39 |
45,34 % |
1924-25 |
99 |
52 |
47 |
47,47 % |
* Τα στοιχεία αντλήθηκαν από το Αρχείο του Μαρασλείου Διδασκαλείου
Παρατηρώντας τον παραπάνω πίνακα διαπιστώνουμε μια σταδιακή αύξηση του αριθμού των εγγραφόμενων μαθητριών, ο οποίος κατά το σχολικό έτος 1924-25 φθάνει σχεδόν το 48% του συνολικού μαθητικού πληθυσμού του Μαρασλείου[21]. Πρέπει να αναφερθεί ότι το 1923 επιτρέπεται η συμφοίτηση αρρένων και θηλέων και στα Μονοτάξια[22] Διδασκαλεία ( Ν.Δ. 27-7-1923) ενώ ένα χρόνο αργότερα γίνονται δεκτές και εγγράφονται μαθήτριες σε όλα τα Διδασκαλεία της χώρας αλλά και πάλι «μόνον ως εξωτερικές» (Ν. 3182/1924). Στις νομοθετικές αυτές ρυθμίσεις είναι εμφανής η επίδραση των αρχών του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Επί Δελμούζου μάλιστα στο Μαράσλειο (1923-1925) οι μαθήτριες συμμετέχουν σε όλες τις δραστηριότητες της Σχολικής Κοινότητας (επιτροπές τάξεων κ.λπ.), ενώ τα μαθήματα γίνονται από κοινού ακόμη και αυτό το μάθημα της γυμναστικής «εκτός από ορισμένα γυμνάσματα που ήταν μόνο για τα αγόρια»[23]. Ωστόσο η συμφοίτηση αγοριών και κοριτσιών στα Διδασκαλεία, πρωτοποριακή για την εποχή εκείνη, αν ληφθεί υπόψη ότι μόλις το 1924 είχαν αρχίσει στη Γερμανία «για πρώτη φορά να δέχονται τα ανώτερα σχολεία αγοριών και κορίτσια» (Κελεσίδου- Παναγιώτου, σ. 210), προκάλεσε ισχυρές αντιδράσεις. Ας σημειωθεί ότι μια από τις βασικές κατηγορίες στην περίπτωση των Μαρασλειακών, ήταν η καλλιέργεια ηθικής εκλύσεως, η οποία δεν ήταν άσχετη και με τη συμφοίτηση αγοριών και κοριτσιών. Από τότε το Μαράσλειο παρακολουθούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αυξημένη προσοχή τις σχέσεις των μαθητών και μαθητριών τόσο μέσα όσο και έξω από το σχολείο «προς πρόληψιν παντός εκτρόπου» ενώ δε δίσταζε να επιβάλλει και τις αυστηρότερες των ποινών σε περίπτωση διατάραξης των «ηθικών αντιλήψεων» (Πρακτικά Μ.Δ., Πράξη 43/1928).
Το θέμα της «ηθικής επίδρασης» της εφαρμογής της συνεκπαίδευσης επί των μαθητών, το οποίο απασχολεί γονείς, παιδαγωγούς και γενικότερα την ελληνική κοινωνία, μελετάται την εποχή εκείνη σε τρία διαφορετικά διδασκαλεία, ένα αρρένων, ένα θηλέων και ένα μικτό. Στα διδασκαλεία αυτά φοιτούσαν μαθητές ηλικίας 14-19 ετών, δηλαδή σε μια ευαίσθητη ηλικία που συνδέεται με την περίοδο της ήβης. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η κοινή εκπαίδευση των δύο φύλων δεν υπήρξε επιβλαβής για τους μαθητές του μικτού διδασκαλείου, αφού το ποσοστό (52%) των μαθητών και μαθητριών που περνούσαν με εγκράτεια και ηρεμία την εφηβεία στο διδασκαλείο αυτό ήταν πολύ μεγαλύτερο, σε σχέση με τα ποσοστά (28% και 38%, αντίστοιχα) των μαθητών και μαθητριών των δύο άλλων αμιγών διδασκαλείων (Καραχρίστος, σσ. 57-78).
Μετά τις νομοθετικές ρυθμίσεις του 1929, στο πλαίσιο της δυνατότητας μεταβολής του είδους των διδασκαλείων (Ν. 4368/1929, άρθρο 1, παρ. 2), το Διδασκαλείο Θηλέων των Σερρών καθώς και το Διδασκαλείο Αρρένων της Θεσσαλονίκης μετατρέπονται, από το σχολικό έτος 1931-32, σε μικτά (Π.Δ. της 30-7-1931) ενώ το Διδασκαλείο Θηλέων Θεσσαλονίκης μετατρέπεται σε Διδασκαλείο Οικοκυρικής Εκπαιδεύσεως και συγχωνεύεται με το Χαροκόπειο Διδασκαλείο της Αθήνας ( Π.Δ. της 4-9-1931). Από τότε όλα τα Διδασκαλεία Δημοτικής Εκπαίδευσης λειτουργούν πλέον ως μικτά (Λέφας, σ. 263).
Ωστόσο με την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού, το 1933, το θέμα της μικτής φοίτησης θα προκαλέσει νέες δριμύτατες αντιδράσεις. Τα Συνεργαζόμενα Σωματεία με υπόμνημά τους προς τα Νομοθετικά Σώματα θα ζητήσουν να καταργηθούν «τα μικτά δημοτικά σχολεία αρρένων και θηλέων, καθώς και η ανάμιξης διδασκάλων και διδασκαλισσών, ως και τα μικτά Διδασκαλεία»(Δημαράς Β΄.σ.178). Οι πολιτικές δυνάμεις υπό την ηγεσία του Παναγή Τσαλδάρη θα επιδιώξουν το χωρισμό «των πολυταξίων δημοτικών σχολείων» σε σχολεία αρρένων και θηλέων πλην όμως η προσπάθεια αυτή θα προσκρούσει στην έλλειψη «επαρκών διδακτηρίων» και έτσι δεν θα καταστεί δυνατή η πραγμάτωση «της προθέσεώς» τους ( Παλαιολόγος σ.169). Με την ψήφιση όμως του ιδρυτικού νόμου των Παιδαγωγικών Ακαδημιών, οι οποίες διαδέχτηκαν τα Διδασκαλεία, θα περιοριστεί ο αριθμός των εισαγομένων γυναικών σ΄αυτές, σε ποσοστό 37,5% επί του συνολικού αριθμού εισακτέων.[24] Ακόμη θα προβλεφθεί η δυνατότητα ίδρυσης ιδιαίτερης Π.Α. Θηλέων, το πρόγραμμα της οποίας να μπορεί να αποκλίνει από το αντίστοιχο των μικτών Π.Α. «προσαρμοζόμενον καλύτερον εις τας ιδιότητας του φύλου των παιδευομένων»( Ν.5802/1933, άρθρο 4).
Το 1937, δηλαδή τέσσερα χρόνια αργότερα, με βάση τις νέες ιδεολογικές αντιλήψεις της 4ης Αυγούστου 1936 θα απαγορευθεί «η συμφοίτησις αρρένων και θηλέων εις τας Παιδαγωγικάς Ακαδημίας» (Ν.953/1937).[25] Για την εκπαίδευση των διδασκαλισσών θα μπορούν να διατεθούν ένα ή περισσότερα τμήματα Π.Α. που ορίζονται με Β.Δ. Έτσι η Μαράσλειος Π.Α, όπως και άλλες κεντρικές Π.Α., λειτουργούν με δύο Τμήματα Αρρένων και ένα Θηλέων. Η απαγορευτική διάταξη θα διατηρηθεί σε ισχύ για περισσότερο από μια δεκαπενταετία (Ν.Δ.2702/1953). Η αδυναμία όμως συγκρότησης αμιγών Π.Α., λόγω μικρού αριθμού υποψηφίων, θα επιτρέψει την ίδρυση μικτών Παιδαγωγικών Ακαδημιών στην επαρχία, όπως της Φλώρινας το 1941, της Λαμίας το 1948, της Μυτιλήνης το 1950.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το 1938 ο Γ. Παλαιολόγος, Διευθυντής τότε της Μ.Π.Α, ο οποίος είχε ταχθεί κατά του θεσμού της συνεκπαίδευσης ακόμη και στις Ε΄ και ΣΤ΄ τάξεις του δημοτικού, εκφράζει την άποψη ότι θα αποβεί ευεργετική, για τους αποφοίτους των Π.Α., αμφοτέρων των φύλων, «η υπό την επίβλεψιν και καθοδήγησιν πεπειραμένων και στοργικών πνευματικών ηγετών προηγουμένη τούτων αλληλογνωριμία και συνεργασία, κατά το διάστημα των εν ταις Παιδαγωγικαίς Ακαδημίαις σπουδών των» (Παλαιολόγος σ.187). Κι αυτό γιατί πρόκειται, όπως αναφέρει, να συνυπηρετήσουν και να συνεργασθούν στην επαγγελματική ζωή και δράση τους κάτω από την κοινή στέγη του δημοτικού σχολείου. Ωστόσο δε φαίνεται να παίρνει σαφή θέση, εάν με τις απόψεις του αυτές εννοεί τη συνεκπαίδευση στις Π.Α. ή απλώς τη συστέγαση των σπουδαστών στο ίδιο κτήριο, μια πρακτική που ακολουθήθηκε για αρκετές δεκαετίες στις Κεντρικές Παιδαγωγικές Ακαδημίες (Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Ιωαννίνων) και μετά την άρση, με το Ν.Δ. 2702/1953, της προαναφερθείσας απαγορευτικής διάταξης του Μεταξά.
Στη Μαράσλειο Π.Α., για παράδειγμα, το 1958 διατυπώνεται ένας έντονος προβληματισμός, μεταξύ του διδακτικού προσωπικού, σχετικά με την οργάνωση των Τμημάτων της και συγκεκριμένα με το διαχωρισμό των σπουδαστών και σπουδαστριών, ώστε να συγκροτήσουν «αμιγή τμήματα κατά τάξεις». Ο τότε διευθυντής της Ακαδημίας Επαμειν Μπασουκέας ήταν υπέρ της συγκρότησης αμιγών Τμημάτων με το επιχείρημα ότι αυτό δεν αντιβαίνει στη μικτή φοίτηση, η οποία είχε θεσπισθεί με το προαναφερθέν διάταγμα του 1953, εφόσον οι σπουδαστές και οι σπουδάστριες συστεγάζονται και εκπαιδεύονται στο ίδιο Διδακτήριο και έχουν κοινές σχολικές και άλλες εκδηλώσεις. Την παραπάνω γνώμη του Μπασουκέα συμμερίστηκαν και οι περισσότεροι καθηγητές της Μ.Π.Α., πλην όμως οι παιδαγωγοί ήταν αντίθετοι γιατί πίστευαν ότι η συνεκπαίδευση στην Ακαδημία επιβαλλόταν και «από παιδευτικής και παιδαγωγικής απόψεως», γι αυτό και είχε καθιερωθεί σε όλα τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Έτσι επικράτησε τότε η γνώμη των παιδαγωγών και ο Σύλλογος προχώρησε στην κατανομή των μαθημάτων και των ωρών διδασκαλίας «με την υφισταμένην μεικτήν[26] συγκρότησιν των Τμημάτων και Τάξεων». Ειδικότερα για τα μαθήματα της Γυμναστικής και των Οικοκυρικών, αποφασίσθηκε α) οι γυμναστές να διδάσκουν τους σπουδαστές και τις σπουδάστριες «εκάστης τάξεως, ταυτοχρόνως μεν αλλά κεχωρισμένως»[27] και β) η μία από τις δύο ώρες διδασκαλίας που είχαν καθιερωθεί για κάθε τάξη από το πρόγραμμα σπουδών για το μάθημα των Οικοκυρικών να γίνεται σε ολόκληρη την τάξη, «δεδομένου ότι πλείονες του ενός κλάδοι του μαθήματος, ως η τροφογνωσία και διαιτητική, ενδιαφέρουν τους σπουδαστάς» (Πρακτικά Μ.Π.Α, Πράξη 67/20-10-1958, σ. 153).
Μια άλλη σημαντική διαπίστωση για τις Π.Α. είναι ότι καθόλη τη διάρκεια της λειτουργίας τους υπάρχει μια σαφής διάκριση ανάμεσα στα δύο φύλα σε ό,τι αφορά το ποσοστό εισαγωγής τους, το οποίο (με ελάχιστες εξαιρέσεις) ήταν μικρότερο για τις γυναίκες (Αντωνίου 1996, σσ. 134-135). Η κατά φύλο ποσοστιαία αναλογία καταργήθηκε από το ακαδ. έτος 1983-84, αφού ο αριθμός των εισακτέων σπουδαστών σ’ όλες τις ανώτερες και ανώτατες σχολές και τα τμήματα αυτών -επομένως και στις Π.Α.- καθοριζόταν «συνολικά και ανεξάρτητα από το φύλο των υποψηφίων» (Ν. 1286/1982, άρθρο 14, παρ. 1). Παρατηρείται τότε στις Π.Α. μια κατακόρυφη αύξηση του ποσοστού των εισαγομένων γυναικών επί του συνολικού αριθμού των εισακτέων σπουδαστών, όπως προκύπτει και από τον παρακάτω Πίνακα 2. Σε κάποιες μάλιστα Π.Α. κατά το παν/κό έτος 1984-85 φθάνει και το 75%, (Τριπόλεως, Αθηνών). Από το ακαδ. έτος 1983-84 εγγράφονται για πρώτη φορά και άνδρες στις παραδοσιακές Π.Α. θηλέων Πειραιώς, Πατρών και Ψυχικού σε μικρότερα όμως ποσοστά που κυμαίνονται από 11,51% έως 28,31%. Ακόμη από το ίδιο έτος καταργούνται και οι διακρίσεις που υπήρχαν σε σχέση με τους διορισμούς του διδακτικού προσωπικού των δημοσίων σχολείων δημοτικής και Μ.Ε., οι οποίοι πλέον «γίνονται ανεξάρτητα από το φύλο τους». Έτσι αποκαταστάθηκε η αδικία που υπήρχε σε βάρος των Ελληνίδων, οι οποίες μέχρι τότε δεν είχαν τις ίδιες ευκαιρίες με τους άνδρες να σπουδάσουν και να εργασθούν ως δασκάλες.[28]
Αναλογία ανδρών και γυναικών των Παιδαγωγικών Ακαδημιών
κατά τα ακαδ. έτη 1982-83 έως 1985-86*
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ
|
ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ
ΈΤΟΣ |
|||||||||||
1982-83 |
1983-84 |
1984-85 |
1885-86 |
|||||||||
Σ |
Γ |
% |
Σ |
Γ |
% |
Σ |
Γ |
% |
Σ |
Γ |
% |
|
Αθηνών |
549 |
145 |
26.41 |
906 |
525 |
57.94 |
1311 |
974 |
74.29 |
1415 |
1013 |
71.59 |
Αλεξαν/πόλεως |
334 |
109 |
32.63 |
498 |
170 |
34.13 |
694 |
478 |
68.87 |
396 |
289 |
72.97 |
Ηρακλείου |
298 |
94 |
31.54 |
738 |
520 |
70.46 |
741 |
520 |
70.17 |
843 |
574 |
68.09 |
Θεσσαλονίκης |
543 |
226 |
41.62 |
1133 |
808 |
71.31 |
1002 |
723 |
72.15 |
1002 |
723 |
72.15 |
Ιωαννίνων |
347 |
94 |
27.08 |
577 |
311 |
53.82 |
830 |
546 |
65.78 |
916 |
602 |
65.72 |
Λαμίας |
288 |
83 |
28.81 |
477 |
280 |
58.70 |
672 |
493 |
73.36 |
677 |
476 |
70.31 |
Λαρίσης |
429 |
141 |
32.86 |
658 |
361 |
54.86 |
837 |
564 |
67.38 |
1004 |
641 |
63.84 |
Μυτιλήνης |
231 |
83 |
35.93 |
373 |
207 |
55.42 |
563 |
381 |
67.67 |
732 |
427 |
58.33 |
Πατρών |
137 |
137 |
- |
72 |
72 |
- |
162 |
119 |
73.45 |
166 |
119 |
71.68 |
Πειραιώς |
276 |
276 |
- |
521 |
461 |
88.48 |
753 |
605 |
80.34 |
897 |
692 |
77.14 |
Ρόδου |
215 |
74 |
34.41 |
347 |
186 |
53.60 |
567 |
343 |
60.49 |
437 |
268 |
61.32 |
Τριπόλεως |
265 |
85 |
32.07 |
500 |
316 |
63.2 |
708 |
534 |
75.42 |
761 |
536 |
70.43 |
Φλωρίνης |
353 |
115 |
32.57 |
577 |
322 |
55.80 |
761 |
507 |
66.62 |
1020 |
641 |
62.84 |
Ψυχικού |
265 |
265 |
- |
130 |
130 |
- |
183 |
156 |
85.24 |
311 |
247 |
79.42 |
Σ= σύνολο, Γ=γυναίκες, %=αναλογία γυναικών επί του συνόλου
*Πηγή: Στατιστική της Εκπαιδεύσεως της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος των ετών 1982-83 έως 1985-86.
Η γενίκευση της εφαρμογής της μικτής φοίτησης στα σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης
Όπως ήδη αναφέρθηκε με τις νομοθετικές ρυθμίσεις του 1929 γενικεύτηκε η εφαρμογή του θεσμού της συνεκπαίδευσης στα σχολεία της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, τα οποία από τότε λειτουργούν πλέον ως μικτά. Στα σχολεία όμως της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης παρατηρείται μια διαφοροποίηση, ανάλογα με τον τόπο λειτουργίας τους. Μικτά δηλαδή γυμνάσια και λύκεια στην επαρχία και αμιγή στις πόλεις. Στις δεκαετίες που ακολουθούν, ως το 1979, ο θεσμός της συνεκπαίδευσης λειτουργεί στα πλαίσια των ρυθμίσεων του 1929. Κατά καιρούς παρατηρούνται στα προγράμματα κάποιες διαφοροποιήσεις, όπως η κατάργηση της διδασκαλίας του κλάδου της Άλγεβρας από τα γυμνάσια θηλέων, μειωμένες ώρες των Μαθηματικών καθώς και χωριστή διδασκαλία του μαθήματος της Σωματικής Αγωγής (Ζιώγου1993, σ. 201). Κατά τη δεκαετία του 1960 ασκείται πίεση για μια πιο ουσιαστική εκπαίδευση των κοριτσιών και για επίτευξη ίσων εκπαιδευτικών ευκαιριών. Ωστόσο η συμφοίτηση αρρένων και θηλέων εξακολουθεί να θεωρείται «ως επιζήμιο μέτρο» ( Κίτσου σσ.93,97).
Μετά τη μεταπολίτευση, και κυρίως στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης 1976-79, το θέμα της μικτής φοίτησης στη Μ. Ε. επανέρχεται στο προσκήνιο. Στην ανακίνησή του σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι γυναικείοι σύλλογοι και οργανώσεις, οι οποίες τοποθετούσαν το όλο θέμα στα πλαίσια της γενικότερης επιδίωξή τους για την εξίσωση της γυναίκας με τον άνδρα. Σε σχετικό δημοσίευμα του ημερήσιου τύπου εκφράζεται η «ομόφωνη καταδίκη του αμιγούς σχολείου» τόσο από τα συλλογικά συνδικαλιστικά όργανα της εκπαίδευσης Ο.Λ.Μ.Ε., Δ.Ο.Ε. και Ο.Ι.Ε.Λ.Ε[29] όσο και από την πολιτική ηγεσία. Ο τότε υφυπουργός Παιδείας Λ. Καραπιπέρης τάσσεται υπέρ των μικτών σχολείων, γιατί πιστεύει ότι «η συνεκπαίδευσις αρρένων και θηλέων βοηθά την ομαλή ψυχική εξέλιξίν των, αίρει το άγνωστον και το μυστηριώδες, που οδηγούν εις ψυχικάς διαστροφάς και συμβάλλει ουσιωδώς εις την ορθήν διάπλασιν του ήθους και του χαρακτήρος των παιδιών» (Καθημερινή 13-7-1976, σ. 3). Αλλά και ο τότε υπουργός Προεδρίας Γ. Ράλλης εκφράζει την άποψη το ότι τα «αμιγή σχολεία είναι ξεπερασμένα» (Ζιώγου 1993, σ. 202). Ωστόσο το Αρσάκειο Αθηνών, ένα παραδοσιακό αμιγές σχολείο, εξακολουθεί να έχει ενδοιασμούς για τη μικτή φοίτηση και να θεωρεί αναγκαίο το θεσμό της συνεκπαίδευσης μόνο για τις μικρές πόλεις της επαρχίας, όπου δεν υπάρχει ευχέρεια για χωριστού φύλου σχολεία. Ακόμη το Αρσάκειο θεωρεί ότι με τον παραπάνω θεσμό « η εξοικείωση με το άλλο φύλο γίνεται πρόωρα […] και δεν αναπτύσσονται κατά την ήβη οι αρετές που ταιριάζουν σε κάθε φύλο» (Καθημερινή 11-7-1986, σ. 4).
Με το νόμο 309/1976 ανοίγει ο δρόμος για τη μικτοποίηση των ημερήσιων γυμνασίων και λυκείων αφού προβλέπεται η δυνατότητα μετατροπής και μετονομασίας τους, μετά από εισήγηση των οικείων Εποπτών Μ.Ε. (άρθρα 27 και 30, παρ. 3). Το Υπουργείο Παιδείας προκειμένου να προχωρήσει στην υλοποίηση της παραπάνω διάταξης, ζητά από τους γονείς των μαθητών της χώρας να δηλώσουν αν επιθυμούν να φοιτήσουν τα παιδιά τους σε μικτά σχολεία. Η πλειοψηφία των γονέων τάσσεται αρνητικά. Συγκεκριμένα οι γονείς που υποστηρίζουν τα μικτά σχολεία έχουν την άποψη ότι τα παιδιά στα σχολεία αυτά φιλοτιμούνται και αποδίδουν καλύτερα στα μαθήματα και ακόμη ότι γνωρίζονται τα φύλα και εξοικειώνονται νωρίς το ένα με το άλλο, μια γνωριμία χρήσιμη για το μέλλον, γι’ αυτό «το σχολείο πρέπει να είναι μικρογραφία μιας κοινωνίας». Αντίθετα, οι γονείς που προτιμούν τα χωριστά σχολεία, θεωρούν ότι η συνεκπαίδευση δημιουργεί «ηθικούς κινδύνους» καθώς και διάσπαση της προσοχής των παιδιών, τα οποία είχαν πρόωρη σωματική και συναισθηματική ανάπτυξη (Σακελλαρίου 1979).[30] Όμως οι παιδαγωγοί αντικρούουν ένα προς ένα τα επιχειρήματα που προβάλλονται κατά της δημιουργίας μικτών σχολείων και επισημαίνουν ότι « δεν υπάρχει κανένας επιστημονικός λόγος ικανός να αποτρέψει [...] από τη δημιουργία παντού μικτών σχολείων. Αντίθετα», υποστηρίζουν ότι, «οι ωφέλειες για την αυριανή οικογένεια και ιδιαίτερα για τη βελτίωση της θέσης της Ελληνίδας θα είναι πάμπολλες» (Κασσωτάκης 1979). Όμως υπάρχει και η μερίδα του θρησκευτικού τύπου που θεωρεί τη μικτή φοίτηση ως απειλή που επικρέμεται και ζητά από το Υπουργείο Παιδείας, την ελληνική κοινωνία και κυρίως την «Ποιμένουσα Εκκλησία […] να αντιδράση δια των πολυτίμων και αποτελεσματικών πνευματικών της όπλων κατά του κακού» (Ελληνοχριστιανική, σ. 164). Αξιοσημείωτο είναι ότι τους ηθικούς κινδύνους που επικαλούνται οι πολέμιοι του θεσμού της συνεκπαίδευσης το 1929, τους ίδιους κινδύνους επικαλούνται και οι διαφωνούντες με τη μικτή φοίτηση το 1979, δηλαδή 50 χρόνια μετά.
Ωστόσο από την έναρξη της σχολικής χρονιάς 1979-80 η μικτή φοίτηση στα σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης αποτελούσε πλέον πραγματικότητα Το Υπουργείο Παιδείας με μια σειρά από Υπουργικές Αποφάσεις (Δ.28515/28-7-1979 κ.ά.) προχώρησε στη «μικτοποίηση»[31] των Γυμνασίων και των Λυκείων που πρότειναν ότι μπορούν και θέλουν να γίνουν μικτά. Επίσης προχώρησε και στην ίδρυση επτά νέων μικτών προτύπων κλασσικών Λυκείων και ογδόντα μικτών ημερησίων Γυμνασίων (Π.Δ. 530/1979) «εξουδετερώνοντας επιφυλάξεις, ταμπού και κατεστημένο μιας πολύχρονης νοοτροπίας χωρίς παιδαγωγικά αποτελέσματα» (Λαμπρόπουλος, σ.3). Όμως καθολική και οριστική εφαρμογή της συνεκπαίδευσης αγοριών και κοριτσιών έχουμε με το Ν. 1566/1985 (άρθρο 2, εδ. 5), από τον οποίο προβλέπεται ότι: «Στα σχολεία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης φοιτούν μαζί αγόρια και κορίτσια».
ΠΗΓΕΣ
Πρακτικά Μαρασλείου Διδασκαλείου, Βιβλίο Πράξεων 1918-1926 και 1926-1936
Πρακτικά Μαρασλείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας, Βιβλίο Πράξεων 1956-1963
II. Νόμοι και Διατάγματα
Δ. της 16-2-1834, «Περί των Δημοτικών Σχολείων»
Δ. της 31-12- 1836, «περί του Κανονισμού των Ελληνικών Σχολείων και Γυμνασίων»
Ν. ΒΤΜΘ΄/1895 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 37), «περί της στοιχειώδους ή δημοτικής εκπαιδεύσεως»
N.Δ. 11-10-1923 (Φ.Ε.Κ. Α΄292), «περί του εν Αθήναις Μαρασλείου Διδασκαλείου»
Ν.Δ.
13-10-1923 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 310) «περί τροποποιήσεως
διατάξεων Ν.Δ. «περί μονοταξίου κλπ.».
Ν.Δ.
27-7-1923 (Φ.Ε.Κ. Α΄217/1923) «περί ιδρύσεως Μονοταξίων Διδασκαλείων»,.
Ν.
4373/1929 (Φ.Ε.Κ. Α΄297) «περί διαρρυθμίσεως των σχολείων της Μ. Εκπαιδεύσεως».
Ν.4368/1929 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 291) «περί τροποποιήσεως του νόμου 3182…περί διδασκαλείων δημοτικής εκπαιδεύσεως».
Ν. 4397/1929 (ΦΕΚ Α΄ 309), «περί στοιχειώδους εκπαιδεύσεως».
Π.Δ.
της 30-7-1931(Φ.Ε.Κ. Α΄253), «περί μετατροπής διδασκαλείων εις μικτά τοιαύτα».
Π.Δ.
της 4-9-1931 (Φ.Ε.Κ. Α΄, 320) «περί μετατροπής του εν
Θεσσαλονίκη Διδασκαλείου εις Διδασκαλείον Οικοκυρικής Εκπαιδεύσεως»,
Ν.
5802/1933 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 286) «περί ιδρύσεως Παιδαγωγικών
Ακαδημιών».
Ν.953/1937
(Φ.Ε.Κ. Α΄ 469) «περί Παιδαγωγικών Ακαδημιών».
Ν.Δ.2702/31-10-1953 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 320) «περί ρυθμίσεως ζητημάτων τινών αφορώντων εις τας Παιδαγωγικάς Ακαδημίας […] και Μέσην Εκπαίδευσιν»
Ν. 309/1976 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 100) «περί οργανώσεως και διοικήσεως της Γενικής Εκπαιδεύσεως»
Υ.Α. Δ.28515/28-7-1979 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 734/1979), Δ. 30468/1979, (Φ.Ε.Κ. Α΄ 745), «περί μετονομασίας σχολείων Μ.Ε.»
Π.Δ. 530/1979 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 163) «περί ιδρύσεως μικτών προτύπων Ελληνικών κλασσικών Λυκείων, μικτών ημερησίων Γυμνασίων ...»
Ν.1286/1982 (Φ.Ε.Κ. Α΄119) «Μετεγγραφές και κατατάξεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση»
Ν.1566/1985 (ΦΕΚ Α΄167), «Δομή και λειτουργία της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αντωνίου, Χρ. (1996) «Ιδιαιτερότητες της εκπαίδευσης των γυναικών στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες (1933-1987)», περ. Νέα Παιδεία, τεύχ. 77.
Δελμούζος, Αλ. (1929), Οι πρώτες προσπάθειες στο Μαράσλειο 1923-1926, εκδ. Δημητράκου, Αθήνα.
Δελμούζος, Αλ. (1950) Το κρυφό Σκολειό 1908-1911, Αθήνα.
Δημαράς, Αλ. (1990) Η μεταρρύθμισις που δεν έγινε, τεύχη Α΄, Β΄,εκδ. Ερμής, Αθήνα.
Ζιώγου-Καραστεργίου, Σ. (1986) Η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα (1830-1893), εκδ. Ι.Α.Ε.Ν. Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα.
Ζιώγου-Καραστεργίου, Σ. (1993) «Η μικτή εκπαίδευση στα δευτεροβάθμια σχολεία στην Ελλάδα:προοπτικές και δημόσιες συζητήσεις από τις αρχές του αιώνα μας μέχρι σήμερα» και «Η εξέλιξη του προβληματισμού για τη γυναικεία εκπαίδευση στην Ελλάδα» στο: Εκπαίδευση και Φύλο, Ιστορική Διάσταση και Σύγχρονος Προβληματισμός, επιμέλεια έκδοσης B. Δεληγιάννη Σ. Ζιώγου, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, σσ. 193-208 και σσ. 71-93, αντίστοιχα.
Ελληνοχριστιανική Αγωγή (1979) μηνιαίο παιδαγωγικό περιοδικό, έτος ΛΒ΄, Ιούνιος, αριθμ. 274, «Απειλή που επικρέμαται. Η μικτή φοίτησις».
Hygyenin,
Kαραχρίστος, N. (1933) Η κοινωνία μας, τα σχολεία της και η συνεκπαίδευσις, Εν Αθήναις, Τυπογραφείον Παρασκευά Λεώνη (διατριβή επί διδακτορία).
Κασσωτάκης, Μιχ. (1979), «Πρέπει να γίνουν μικτά σχολεία στη Μ.Παιδεία?», εφημ. Το Βήμα, 21 Απριλίου.
Κελεσίδου, Ε.-Παναγιώτου, Β. Χ. (1993), «Ο θεσμός της συνεκπαίδευσης: πραγμάτωση ή ματαίωση προσδοκιών για τα κορίτσια?» στο: Εκπαίδευση και Φύλο, Ιστορική Διάσταση και Σύγχρονος Προβληματισμός, επιμέλεια έκδοσης B. Δεληγιάννη Σ. Ζιώγου, Εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, σσ.209-244.
Κίτσου, Αγ. (1993) Ιστορική εξέλιξη του θεσμού της συνεκπαίδευσης των δύο φύλων στα ελληνικά σχολεία, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη.
Λαμπρόπουλος, Β. Α. (1980), «Μικτά θα γίνουν όλα τα γυμνάσια και λύκεια από τον Σεπτέμβριο. Ανεβάζουν την επίδοση των μαθητών, οι γονείς δεν έχουν πλέον επιφυλάξεις», εφημ. Ακρόπολη, 23 Φεβρουαρίου.
Λέφας, Χρ. (1943) Ιστορία της εκπαιδεύσεως, εκδ. Ο.Σ.Β., Αθήνα.
Μαρκάκης, Ανδρόνικος (1976-επιμέλεια)-Γύρας Λευτέρης (ρεπορτάζ), «Αρρένων και Θηλέων? Ως πότε. Τι λένε οι εκπαιδευτικοί και οι λυκειάρχες, το υπουργείο, οι γονείς, τα παιδιά», εφημ.Καθημερινή 11, 13 και 14 Ιουλίου 1976.
Μπαμπούνης Χ. (1999), Η εκπαίδευση κατά την Καποδιστριακή Περίοδο, εκδ. Σύλλογος προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα.
Παλαιολόγος, Γ. (1938) Εκκπαιδευτικο-Κοινωνικά Προβλήματα, Αθήναι Τυπο-Μυρτίδη,
Περ. Εργασία, τόμ. Α΄, τεύχ. 11-12, 15-30 Φεβρ. 1924, σσ.263-273.
Σακελλαρίου, Κ.Β. (1979) «Ναι» των γονέων στη μεταρρύθμιση. Πως είδαν οι Έλληνες τις αλλαγές στην παιδεία», εφημ. Βήμα 17 Ιουλίου.
Σκούρα, Λ. (2002) «Το Διδασκαλείο Αρρένων Σάμου (1914-1927): Το πρώτο κρατικό Διδασκαλείο του Αιγαίου», ΣΑΜΙΑΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ, τόμ. 5, Αθήνα , σ. 161-196.
Σκούρα, Λ. (2004) «Το Μονοτάξιο Διδασκαλείο Σπάρτης (1924-1929)» στο: ΛΑΚΩΝΙΑ Γλώσσα, Ιστορία, Πολιτισμός, Π.Τ.Δ.Ε. Αθηνών, Νομαρχία Λακωνίας, Κ.Ε.ΕΠ.ΕΚ.
Σταματάκη, Ελπ. «Συμφοίτησις», Μεγάλη Παιδαγωγική Εγκυκλοπαίδεια, Ελληνικά Γράμματα- Herder- τόμ. Ε΄, σ. 97.
Φασατάκη, Ν. (2002), « Η έκθεση του Ιωάννη Κοκκώνη για τα δημοτικά σχολεία το 1836 », περ. Τα Εκπαιδευτικά, τεύχ. 61-62, σσ. 107-118.
Φουρναράκη, Ε. (1987), Εκπαίδευση και Αγωγή των κοριτσιών. Ελληνικοί Προβληματισμοί (1830-1910), εκδ. Ι.Α.Ε.Ν. Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα.
Χαρίτος, Χ.-Κανδήλα, Ι.-Κοντομήτρος, Γ. (2002), Τα Διδασκαλεία Λαμίας και Καρπενησίου, Συμβολή στην Τοπική Εκπαιδευτική Ιστορία, εκδ. Gutenberg, Αθήνα.
[1] Την ευθύνη για την ίδρυση
και λειτουργία σχολείων αναλαμβάνουν Εταιρείες, Δήμοι, ιδιώτες και σε αρκετές
περιπτώσεις ξένοι ιεραπόστολοι (Korck, Hildner, Hill). Μέχρι τότε η γυναικεία
εκπαίδευση είχε άμεση εξάρτηση από μοναστήρια και εκκλησίες (Ζιώγου 1986, σ. 341).
[2] Το 1829 στο Ελληνικό Σχολείο Ναυπλίου φοιτούν 26 μαθητές και μία μαθήτρια, στο Ελληνικό Σχολείο της Μήλου 29 μαθητές και μία μαθήτρια ενώ στης Ύδρας 6 μαθητές και τέσσερις μαθήτριες (Ζιώγου 1986, σ. 58-60). Πρωτοστατούν δηλαδή στον τομέα αυτό τα νησιά, στα οποία η θέση της γυναίκας είχε βελτιωθεί σημαντικά, από πολύ νωρίς, λόγω των επιδράσεων από τους Δυτικούς αλλά και της ανάπτυξης της ναυτιλίας και του εμπορίου.
[3] Στη συμφοίτηση μαθητών και μαθητριών αναφέρεται και ο Ιω. Κοκκώνης στην έκθεσή του για τη Δημοτική Εκπαίδευση, προς τον Γραμματέα Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Παιδεύσεως, το 1836, 1837 και το 1839 (Ζιώγου 1986, σσ.74, 106. Επίσης Φασατάκη, σ.116).
[4] Ο Hildner το 1853, ένα χρόνο δηλαδή μετά την παραπάνω απαγορευτική εγκύκλιο αναγκάζεται να διαχωρίσει τα αγόρια από τα κορίτσια ακόμη και στο Νηπιαγωγείο (Ζιώγου 1986, σ. 106).
[5] Η 4077/10-9-1852 εγκύκλιος του τότε υπουργού Παιδείας Σπ. Βλάχου στo: Φουρναράκη σ.141. Αλλά και οι μετέπειτα υπουργοί, Χαρ. Χριστόπουλος το 1856, Αν. Λόντος το 1865, Αθ. Πετμεζάς το 1871, επιμένουν με εγκυκλίους τους στην απαγόρευση της συμφοίτησης των δύο φύλων, επικαλούμενοι την εγκύκλιο Βλάχου (Ζιώγου 1986, σ.283).
[6] Με Διάταγμα του 1882 στα σχολεία των θηλέων, η Γυμναστική αντικαθίσταται με τη Ραπτική και τα Γυναικεία Εργόχειρα. Επίσης στο πρόγραμμα του 1894 εξαλείφεται εκτός από τη Γυμναστική, η Γεωμετρία και η Φυσική Πειραματική (Ζιώγου 1993, σ.75 ). Αυτό ασφαλώς υποδηλώνει το στόχο της Πολιτείας για απλούστερη εκπαίδευση των κοριτσιών, αφού προορίζονταν για έναν πιο ειδικό και πιο περιορισμένο ρόλο από τον αντίστοιχο των αγοριών.
[7] Ο ίδιος το 1883, μετά από επιθεώρηση των σχολείων της Κέρκυρας, αναφέρει: «το θήλυ φύλον ουδαμώς ουδαμού φοιτά». «Είναι σύμπαν εντελώς απαίδευτον και αγράμματον». Αλλά και ο Επιθεωρητής Νικ. Πολίτης επισημαίνει τα ίδια για τα σχολεία θηλέων της επαρχίας του Βόλου (Ζιώγου 1986, σ. 231).
[8] Το αντίστοιχο προβλέπεται και για τη δυνατότητα φοίτησης των κοριτσιών στα κοινά δημοτικά σχολεία αλλά και στα γραμματοδιδασκαλεία (άρθρα 12,15 του νόμου ΒΤΜΘ/1895).
[9] Ολόκληρο το 19ο αιώνα την ευθύνη της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης των κοριτσιών έχει αναλάβει αποκλειστικά η ιδιωτική πρωτοβουλία με κυριότερο φορέα τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία και τα Παρθεναγωγεία που ιδρύονται από ιδιώτες, Δήμους, Εταιρείες ή Συλλόγους. Εκπαιδευτικές ανάγκες καλύπτουν ακόμη οι σχολές ξένων Καλογραιών και η οικοδιδασκαλία (Ζιώγου 1993, σ. 77).
[10] Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα γίνεται πλέον παραδεκτή σε παγκόσμια κλίμακα η ανάγκη της μόρφωσης και της επαγγελματικής εξασφάλισης της γυναίκας. Σ΄ αυτό συνέβαλαν και τα διεθνή συνέδρια γυναικών που άρχισαν να συγκαλούνται εκείνη την εποχή, τα οποία μεταξύ άλλων απασχολούσε και το θέμα της μικτής φοίτησης (Κίτσου, σ. 42).
[11] Διανοούμενοι και παιδαγωγοί της εποχής υποστήριζαν διαφοροποιημένη και στην ουσία υποβαθμισμένη δευτεροβάθμια εκπαίδευση των κοριτσιών από αυτή των αγοριών προβάλλοντας μεταξύ άλλων ως επιχειρήματα , τις συνέπειες που είναι δυνατόν να έχει στην υγεία των κοριτσιών της εφηβικής ηλικίας η διανοητική εργασία και η ανώτερη εκπαίδευση, την ηθική των μαθητριών, τον περιορισμό της γυναίκας στο ρόλο της μητέρας και της συζύγου αποκλειστικά (Ζιώγου 1993, σσ. 85-88. Επίσης Κίτσου, σσ. 45-49).
[12] Την εποχή εκείνη στο δημοτικό σχολείο η εφαρμογή της συνεκπαίδευσης γινόταν υπό προϋποθέσεις και πολλές φορές οι επιθεωρητές είχαν την ευχέρεια να παίρνουν κάποιες πρωτοβουλίες και να εφαρμόζουν τη μεικτή φοίτηση εφόσον το επέτρεπαν οι συνθήκες ή το επέβαλλε η ανάγκη. Ο επιθεωρητής Κεφαλληνίας Β. Παπαγεωργίου αναφέρει σχετικά: «Έβλεπα σε πολλά χωριά στο σχολείο των αγοριών να φοιτούν 60-80 παιδιά με ένα δάσκαλο, στο σχολείο δε των κοριτσιών 20-25 με μια δασκάλα που συνήθως στις ανώτερες τάξεις δεν έβρισκες περισσότερες από 2-3 και καμιά φορά μία και κάποτε καμία. Τα σχολεία αυτά λειτουργούσαν με μεγάλη ανωμαλία χωριστά, με κούραση αφάνταστη στο διδαχτικό προσωπικό και με αποτελέσματα τιποτένια. Άμα όμως τα ένωσα και η δασκάλα πήρε Α΄και Β΄τάξη και ο δάσκαλος τις άλλες τάξεις Γ΄και Δ΄ ή και Ε΄ και ΣΤ΄, ε! τότε τα πράματα άλαξαν ριζικά. Η φοίτηση έγινε τακτική, η Α΄ τάξη ζωηρεύει, το προσωπικό ανακουφίζεται...» (Περ. Εργασία, τόμ. Α΄, τεύχ. 11-12, 1924, σ. 26).
[13] Ωστόσο η παραπάνω παιδαγωγός, καθηγήτρια τότε στο γαλλικό πρωτοποριακό σχολείο Odenwald, γνωστό για την εφαρμογή του θεσμού συνεκπαίδευσης, στον πρόλογο του βιβλίου της χαρακτηρίζει ως θέμα «επικίνδυνον» τη συνεκπαίδευση, διότι επισημαίνει «υπάρχουν διά το ζήτημα τούτο αι πλέον αντιφατικαί γνώμαι και αι πλέον βαθειά ερριζωμέναι προλήψεις, αι οποίαι δημιουργούν τους πλέον φανατικούς οπαδούς και τους πλέον σφοδρούς επικριτάς» (Hyguenin, σσ. 7, 9, 45, 100).
[14] Αξιοσημείωτο είναι από τις απαντήσεις που δόθηκαν προέκυψε ότι: α) σε όλες τις χώρες λειτουργούσαν σχολεία θηλέων β) σε μερικά κράτη (Γαλλία, Ρουμανία, Λουξεμβούργο, Γερμανικά κράτη) λειτουργούσαν αμιγή σχολεία, δηλαδή τα κορίτσια φοιτούσαν σε σχολεία θηλέων και τα αγόρια σε αρρένων και γ) σε αρκετά κράτη εκτός από τα ιδιαίτερα κατά φύλο σχολεία επιτρεπόταν στα σχολεία Μ.Ε. των αρρένων να φοιτούν και κορίτσια, εφόσον για λόγους οικονομικούς ή λόγω μη επαρκούς αριθμού μαθητριών δεν ήταν « εφικτή η ίδρυση ιδιαιτέρου σχολείου θηλέων» ( Παλαιολόγος σ. 172). Στην Ελλάδα το 1929 η αναλογία των μαθητριών που συνεκπαιδεύoνταν με τα αγόρια έφτανε στο 20% στα δευτεροβάθμια σχολεία της επαρχίας (Ζιώγου 1993, σ.199).
[15] Σύμφωνα με τις τότε διατάξεις είχε καθορισθεί ο αριθμός των 80 μαθητών για την τοποθέτηση ενός δασκάλου. Σε πολλά χωριά στα σχολεία των αρρένων φοιτούσαν 20-50 μαθητές, ενώ σε ιδιαίτερο σχολείο θηλέων 15-30 μαθήτριες. Με τη μικτή φοίτηση το σύνολο των μαθητών και μαθητριών μπορούσε να ενταχθεί σε ένα σχολείο, γεγονός το οποίο θα επέφερε «σημαντικήν οικονομίαν οργανικών θέσεων» και κατ΄επέκταση θα συνέβαλε στη μείωση του απαιτούμενου αριθμού μαθητών ανά δάσκαλο, αφού θα υπήρχε δυνατότητα τοποθέτησης περισσότερων δασκάλων στα σχολεία. Αυτό αποτελούσε πρωταρχικό στόχο της Πολιτείας, δεδομένου ότι ήταν αδύνατο ένας δάσκαλος να «επαρκέση διδάσκων 80 μαθητάς ανήκοντας εις 6 διαφόρους τάξεις του δημοτικού σχολείου» (Εισηγητική Έκθεση Ν.4397/1929).
[16] Επειδή όμως και στις πόλεις που λειτουργούσαν Γυμνάσια Θηλέων αυτά ήταν περιορισμένα και οι αποστάσεις μεταξύ τους μεγάλες, η Πολιτεία αναγκάστηκε να επιτρέψει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μετά από άδεια του Γενικού Επιθεωρητή, να δέχονται τα Γυμνάσια Αρρένων και θήλεα , καθαρά για προληπτικούς σκοπούς, προφυλάσσοντας έτσι τα κορίτσια από μεγαλύτερους κινδύνους στους οποίους μπορούσαν να εκτεθούν κατά τη μετακίνησή τους από το σχολείο στο σπίτι και το αντίθετο.
[17] Αναλυτικότερα ο Σύλλογος, ο οποίος είχε ως πρόεδρο την τελειόφοιτο της Φιλοσοφικής Σχολής του Παν/μίου της Ζυρίχης Ζωή Φράγκου, κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:
«1.Είς το δημοτικό σχολείο να υπάρχει συνεκπαίδευσις αλλά υπό τους εξής όρους α) το κτήριον να έχει ξεχωριστή αυλή δια τα θήλεα και ιδιαίτερη δια τα άρρενα και β) οι διδάσκαλοι να είναι καταλλήλως παρασκευασμένοι.
2.Όσον αφορά δε εις την Μέση Εκπαίδευση διακρίνουν την εργασία εις δύο: εις τα μαθήματα και εις την κυρίως αγωγή. Και ως προς μεν τα μαθήματα δέχονται τη συνδιδασκαλία εις ωρισμένα […] ως προς δε την κυρίως αγωγή ( ήτοι ως προς τας εκδρομάς, εορτάς, παιχνίδια κλπ.) δέχονται περιωρισμένη συνεκπαίδευσι» ( Καραχρίστος σ.13).
[18] Την έρευνα διεξήγαγε ο N. Kαραχρίστος, Διευθυντής του Διδασκαλείου Θηλέων Θεσσαλονίκης (1926) και μετέπειτα του μεικτού πεντατάξιου Μ.Δ. (1928-1932), στο πλαίσιο εκπόνησης διδακτορικής διατριβής στη Φιλοσοφική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών.
[19] Ο Γ. Παλαιολόγος, ο οποίος από το 1930 είχε τοποθετηθεί κατά του θεσμού της συνεκπαίδευσης (περ. Ερμής, αρ. φύλλου 403, 404,406 και 411) διατηρεί τις απόψεις του αυτές και στο βιβλίο που εκδίδει το 1938, αναλύοντας τους λόγους για τους οποίους τάσσεται κατά του θεσμού της «συνεκπαιδεύσεως και συνδιδασκαλίας αρρένων-θηλέων δια την ανωτέραν τουλάχιστον βαθμίδα της Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και την Μέσην Εκπαίδευσιν». Δέχεται όμως τη συνεκπαίδευση «κατ΄ανάγκην» μόνον όπου δεν είναι δυνατή, «εξ οικονομικών λόγων και ως εκ του ελαχίστου αριθμού των προς φοίτησιν θηλέων, η ίδρυσις ιδιαιτέρου σχολείου θηλέων…». Βλ. περισσότερα Παλαιολόγος, σσ. 154-215.
[20] Β. Έξαρχου, Το πρόβλημα της συνεκπαιδεύσεως εξ επόψεως Ελληνικής χριστιανικής, Αθήναι 1935, (στο Παλαιολόγος, σ. 190). Παρατίθεται απόσπασμα εκθέσεως Διευθυντού μεικτού δημοτικού σχολείου, από το οποίο προκύπτει ότι τα διάφορα σχολικά «σκάνδαλα» και «αι αισθησιακαί» μεταξύ μαθητών και μαθητριών σχέσεις, δεν ήταν σπάνιο ακόμη και στο δημοτικό σχολείο.
[21] Πρακτικά Μ.Δ., Πράξεις 424,/1924, 463/1925, κ.ά. Ο Kαραχρίστος (σ. 73) αναφέρει ότι, κατά τη σχολική χρονιά που διεξήγαγε την έρευνά του σε πεντατάξιο μικτό διδασκαλείο της πόλης, ο αριθμός των μαθητών του Διδασκαλείου ήταν 71 αγόρια και 91κορίτσια. Συμπεραίνουμε ότι πρέπει να πρόκειται για το Μ.Δ. γιατί κατά το περίοδο εκείνη ο Kαραχρίστος υπηρετούσε ως Δ/ντής στο Μαράσλειο. Επίσης και ο Γ. Παλαιολόγος (σ.202, 203) σχολιάζοντας τα πορίσματα του Καραχρίστου αναφέρει ότι πρόκειται «περί προσωπικών εντυπώσεων κατά την υπηρεσίαν» του προαναφερθέντος στα Διδασκαλεία Θεσσαλονίκης και Αθηνών, στα οποία είχε υπηρετήσει ο Kαραχρίστος.
[22] Στο Διδασκαλείο της Σπάρτης κατά το σχολικό έτος 1925-26 ήταν εγγεγραμμένες 20 μαθήτριες και 40 μαθητές (Σκούρα 2004, σ. 85).
[23] Επίσης υπήρχαν κάποιες διαφοροποιήσεις μεταξύ αγοριών και κοριτσιών, στο πλαίσιο της διδασκαλίας των μαθημάτων της Υγιεινής και της Χειροτεχνίας ( Δελμούζος 1929, σσ. 103, 108,113).
[24]Ο Ν. 5802/1933 προέβλεπε ότι ο αριθμός εισακτέων στις Π.Α. « επ΄ουδενί λόγω δύναται να υπερβή τους 40, εξ ών 15 δύνανται να είναι θήλεις». Από τον Λέφα (σ. 263) αναφέρεται ότι και στα διδασκαλεία, μετά το 1931 ίσχυε η αναλογία 2/3 αγόρια και 1/3 κορίτσια αλλά αυτό δεν φαίνεται να έχει κατοχυρωθεί νομοθετικά. Μάλιστα σε κάποια μικτά διδασκαλεία ο αριθμός των κοριτσιών ξεπερνούσε τον αντίστοιχο αριθμό των αγοριών (Καραχρίστος σ. 73).
[25] Δύο μήνες πριν ψηφισθεί η διάταξη αυτή, ο Δελμούζος σχολιάζοντας το περιεχόμενο του φυλλαδίου «Η Εκπαίδευσις μετά την 4ην Αυγούστου», θα επισημάνει: «δεν είναι αληθές ότι ο θεσμός της συνεκπαιδεύσεως […] έγινε διά «να εκριζώσει αποτελεσματικώς τας προλήψεις περί οικογενείας, δια να «εισαχθή εις την ελληνικήν οικογένειαν η διαφθορά και η ηθική κατάπτωσις»- θεσμός άλλωστε ο οποίος, ως γνωρίζει κάλλιστα το Υπουργείον, είχεν ήδη από την ανάγκη των πραγμάτων εισαχθή εις τα περισσότερα σχολεία του κράτους πολύ πριν αρχίσει η εκπαιδευτική μεταρρύθμισις, και ο οποίος εξακολουθεί και σήμερον και θα εξακολουθεί και εις το μέλλον ακόμη να υπάρχη παρ΄όλα τα ληφθέντα μέτρα, [εκτός] αν καταδικάσωμεν τον μισόν πληθυσμόν της Ελλάδος να μένη αγράμματος» (Δημαράς Β΄, σ. 188).
[26] Πρέπει να αναφερθεί ότι, κατά την εξαετία 1954-1960 η Μ.Π.Α. λειτούργησε με τρία τμήματα μικτά και με τη γνωστή αναλογία 2/3 αγόρια και 1/3 κορίτσια. Όμως από το 1960-1961 επανήλθε στη Μ.Π.Α. η συγκρότηση αμιγών τμημάτων, τα οποία συστεγάζονταν κάτω από το ίδιο κτήριο αλλά η διδασκαλία γινόταν χωριστά (Βιβλίο Ειδικού Ελέγχου Μ.Π.Α., των ετών 1952-1953 έως 1966-1967).
[27] Αξίζει να αναφερθεί ότι όπως προκύπτει από τα Πρακτικά της Μ.Π.Α., (Πράξη 67/20-10-1958, σ. 153), ορισμένοι καθηγητές δίδασκαν κάποια μαθήματα χωριστά, κατά Τμήμα, ως εξής:
Μπασουκέας (Γεν. Διευθυντής) :
Ψυχολογία , Β1,Β2,Β3: 3ώρες (κεχωρισμένως).
Σχολική Νομοθεσία, Β1,Β2,Β3: 3ώρες (Συνδιδασκαλία)
Αντώνιος Τσίριμπας (Διευθυντής):
Επαγγελματικός Προσανατολισμός, Β1,Β2,Β3: 3ώρες (κεχωρισμένως).
Ευριπ. Κωνσταντόπουλος (Υποδιευθυντής):
Ιστορία Παιδαγωγικής, Β1,Β2,Β3: 3ώρες (κεχωρισμένως).
Σοφοντώλης (Υποδιευθυντής):
Ψυχολογία, Α1,Α2,Α3: 7ώρες (αι 2 ώραι κεχωρισμένως, η δε 1συνδιδασκαλία).
Φιλοσοφία , Β1,Β2 : 3ώρες (κεχωρισμένως).
[28] Μετά το Ν. 1286/1982 διορίζονται δασκάλες και στα μονοθέσια σχολεία, στα οποία δεν μπορούσαν να διορισθούν με βάση τον Α.Ν. 692/24-5-1937 (Φ.Ε.Κ. 197), ο οποίος κατέστησε ανενεργό το Ν. 4397/1929 που τους παρείχε αυτό το δικαίωμα.
[29] Συγκεκριμένα η Ο.Λ.Μ.Ε., υποστηρίζει ότι «το μικτό σχολείο αποτελεί βήμα πολιτιστικής προόδου και πράξη δημοκρατική. Στη μικτή τάξη τα αγόρια που δεν έχουν αδελφές και τα κορίτσια που δεν έχουν αδελφούς έχουν την ευκαιρία να αναπτύξουν σχέσεις αμοιβαίου σεβασμού με το άλλο φύλο» (Καθημερινή, 11-7-1976, σ. 4). Η Δ.Ο.Ε. θεωρεί ως «ορθή και επιβεβλημένη τη μεικτή φοίτηση από παιδαγωγική και ψυχολογική άποψη» αφού μέσα από αυτή «αναπτύσσεται η οικειότητα, ο κοινωνικός σεβασμός, μεταξύ των δύο φύλων, προάγεται η εργατικότητα και συνεργατικότητα των μαθητών και επιτυγχάνονται καλύτερα αποτελέσματα πνευματικής, ψυχικής και κοινωνικής εξελίξεώς των» (Καθημερινή, 13-7-1976, σ. 3). Η Ο.Ι.Ε.Λ.Ε. χαρακτηρίζει ως «αναχρονιστικό και αντιδραστικό» το χωρισμό των αγοριών από τα κορίτσια ενώ αντίθετα πιστεύει ότι στα «μικτά σχολεία […] αν συντρέξουν και άλλοι θετικοί παράγοντες, προετοιμάζουν τα παιδιά για να λειτουργήσουν αργότερα […] ως μέλη συνεργατικά., χρήσιμα, παραγωγικά και ευτυχισμένα» (Καθημερινή, 13-7-1976, σ. 3).
[30] Το 1976 (Ιούνιο) και το 1977 (Μάϊο και Ιούνιο) οργανώθηκε και διενεργήθηκε ειδική έρευνα για τα «νέα εκπαιδευτικά μέτρα», στην οποία συνέβαλαν και τα Υπουργεία Παιδείας, Συντονισμού, Κοινωνικών Υπηρεσιών και Γεωργίας ενώ συνεργάστηκαν 1933 γονείς της περιφέρειας και 669 γονείς των Αθηνών. Οι απαντήσεις για τις επιμέρους θεσμικές αλλαγές ήταν αντικρουόμενες και αντιφατικές.
[31] Υπέρ της γενικής εφαρμογής
της μικτής φοίτησης στα σχολεία της Μ.Ε., εκτός από τους παιδαγωγικούς λόγους
συνηγόρησαν και λόγοι καθαρά πρακτικοί και χωροταξικοί, όπως συνέβη και το 1929
με τα σχολεία της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.