O EΛΛHNIKOΣ MEΓAΛOΪΔEATIΣMOΣ TOY IΘ΄AIΩNA

ΣTHN ΠOΛITIΣTIKH TOY EKΔOXH: MIA ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

 

Δημήτρης A. ΣAKKHΣ

Αν. Καθηγητής Π.T.Π.E. – Παν/μίου Θεσσαλίας

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Ο ελληνικός μεγαλοϊδεατισμός του IΘ΄ αιώνα σε μια πολιτιστική εκδοχή μετουσιώνεται σε ένα ιδεολογικό σχήμα που εμπεριέχει στοιχεία πολιτιστικού δαρβινισμού, ιεράρχησης αξιών. Στην πράξη μπορεί να κωδικοποιηθεί ως μια προσπάθεια ή ένας μεγαλεπήβολος στόχος, που εκπορεύεται από όλους τους πολιτικούς και τους διανοούμενους στην αρχή της οθωνικής περιόδου, η Ελλάδα να δράσει ως πολιτιστικό μετοχετευτήριο για τον εκπολιτισμό της Ανατολής. Καλλιεργείται η επιθυμία το ρόλο αυτόν να τον αναλάβει το οθωνικό πανεπιστήμιο με την ίδρυσή του, το 1837, και αργότερα οι πολιτιστικοί σύλλογοι, σκέψη που παρατηρούμε και στα λόγια του Φιλικού Ξάνθου: “Η Ελλάς πολυειδώς περιορισθείσα δεν έφθασεν εις τον προορισμόν της· ό,τι οι πατέρες σας ήρχισαν διά του πολέμου, υμείς πρέπει διά των φώτων να αποπερατώσητε”. (Σκοπετέα, Έλλη, 1988, σ.71).

 

ABSTRACT

 

The Greek irredentism of the 19th century in a cultural version is transformed in an ideological form which contains elements of cultural Darwinism, a scale of values. In practice, it can be codified as an effort or a grandiose aim, which originates from all the politicians and intellectuals at the beginning of the Otto period, that Greece should act as a cultural medium for the refinement of the East. There is a promotion of wish that this role should be undertaken by the Otto university immediately after its foundation in 1837, and later on by the cultural societies, a thought which we also notice in the words of a member of the Society of Friends, Xanthos: “Greece, after being limited in a variety of ways, did not reach its journey’s end. What your ancestors started with the War, you must complete with the lights of education.

 

 

1. Η Μεγάλη Ιδέα, ως έννοια με εθνικό περιεχόμενο, απαντάται για πρώτη φορά στην αγόρευση του Ιωάννη Κωλέττη, στις 14 Ιανουαρίου 1844, στην Εθνοσυνέλευση, με αφορμή το Σύνταγμα του 1844. Ο Ιωάννης Κωλέττης παρενέβη, όταν γινόταν συζήτηση για το τρίτο άρθρο σχετικά με το τι θα χαρακτήριζε τον Έλληνα πολίτη. Ο λόγος του, που μπορεί να χαρακτηριστεί αντίλογος του αυτοχθονισμού, υποστηρίζει την άποψη πως είναι χρέος των Ελλήνων να παραμείνουν ενωμένοι με τους αλύτρωτους αδερφούς τους, χωρίς να προβαίνουν σε διάκριση μεταξύ αυτόχθονων και ετερόχθονων Ελλήνων. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα: «Φρίττω ενθυμούμενος την ημέραν εκείνην, καθ’ ην ωμόσαμεν να συνεισφέρωμεν τα πάντα, και αυτήν μας την ζωήν, διά την ελευθερίαν της Ελλάδος. Ζώσιν έτι πολλοί εκ των ομοσάντων τον όρκον τούτον. Πόσον πρέπει να συναισθανθώμεν το βάρος του όρκου τούτου εις ταύτην την περίστασιν, καθ’ ην συνήλθομεν να συντάξωμεν το Σύνταγμα, το ευαγγέλιον τούτο της πολιτικής ημών υπάρξεως, ώστε δύο του λοιπού ευαγγέλια να έχωμεν, το της θρησκείας, και το της πολιτικής ημών υπάρξεως. Διά την γεωγραφικήν της θέσιν η Ελλάς είναι το κέντρον της Ευρώπης· ισταμένη, και έχουσα εκ μεν δεξιών την Ανατολήν, εξ αριστερών δε την Δύσιν, προώρισται, ώστε διά μεν της πτώσεως αυτής να φωτίση την Δύσιν, διά δε της αναγεννήσεως την Ανατολήν. Το μεν πρώτον εξεπλήρωσαν οι προπάτορες ημών, το δε δεύτερον είναι εις ημάς ανατεθειμένον· εν τω πνεύματι του όρκου τούτου και της μεγάλης ταύτης ιδέας είδον πάντοτε τους πληρεξουσίους του έθνους να συνέρχωνται διά να αποφασίσωσιν ουχί πλέον περί της τύχης της Ελλάδος, αλλά της ελληνικής φυλής. Πόσον επεθύμουν να ήτο[ν] παρόντες σήμερον Γερμανοί, Ζαϊμαι, Κολοκοτρώναι, οι άλλοτε της Εθνικής Συνελεύσεως πληρεξούσιοι, και αυτοί οι δραξάμενοι τα όπλα επί τω γενικώ τούτω σκοπώ διά να συνομολογήσωσι μετεμού πόσον εμακρύνθημεν της μεγάλης εκείνης της πατρίδος ιδέας, την οποίαν εις αυτό του Ρήγα το τραγούδι είδομεν κατά πρώτον εκπεφρασμένην. Εν ενί πνεύματι τότε ηνωμένοι, όσοι είχομεν το επώνυμον Έλληνες, εκερδίσαμεν μέρος του όλου σκοπού… Και υμείς βεβαίως το αυτό φρόνημα έχετε, το αυτό επιθυμείτε, διότι έκαστος ημών έχει εν εαυτώ την ιδέαν της λαμπράς του ελληνικής καταγωγής· πας τις εξ υμών αισθάνεται ότι η Συνέλευσις αύτη εκροτήθη εις Αθήνας, της οποίας την λαμπρότητα, το μεγαλείον και τα αμίμητα αριστουργήματα αιώνας εθαύμασαν, και θαυμάζουσιν. Αι Αθήναι, και σύμπασα η Ελλάς διηρημένη το πάλαι καθέκαστα, και εις ιδιαίτερα Κράτη, έπεσε, και πεσούσα εφώτισε τον κόσμον. Οποίας άραγε ελπίδας παρέχει σήμερον αναγεννηθείσα η Ελλάς, και ηνωμένη εις εν Κράτος, εις ένα σκοπόν, και μίαν δύναμιν, εις μίαν θρησκείαν, εις εν, τέλος, Σύνταγμα, το οποίον τώρα απεργαζόμεθα;..». (Δημαράς, K.Θ., 1982, σσ.405-406).       

Αν και δεν γνωρίζουμε αν ο Κωλέττης είχε προετοιμάσει από πριν την αγόρευσή του ή αν εννοούσε με τον όρο, απλώς, υψηλή γνώμη (haute opinion) και όχι μεγάλη ιδέα (grande idée), η ομιλία του είχε πάθος και προκάλεσε συγκινησιακή φόρτιση στο ακροατήριο, με συνέπεια το μήνυμα της ενότητας να σταλεί στον ελληνισμό. Ο Κωλέττης άλλες δύο φορές επαναλαμβάνει τις λέξεις, μιλώντας για μια πατρίδα που ξεπερνά τα σύνορα της Ελλάδας και περιλαμβάνει στα όρια της και τα εδάφη των ετερόχθονων Ελλήνων (Δημάκης, Iωάν.,1991) και έτσι γίνεται έμμεσα, πλην σαφώς, κήρυκας της εθνικής ενότητας, σε ένα κράτος που έχει κέντρο την Ελλάδα και ενώνει Δύση και Ανατολή. Βεβαίως, υπάρχει η γενική αντίληψη ότι η Μεγάλη Ιδέα γεννήθηκε πολύ πιο πριν: για κάποιους μετά την Άλωση, ενώ για κάποιους άλλους τον ΙΗ΄ αιώνα, το αργότερο. Ωστόσο, σύμφωνα με την άποψη του Κ.Θ. Δημαρά, ο Ιωάννης Κωλέττης ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο, δίνοντάς του αυτό το εθνικό περιεχόμενο. Η έκφραση αυτή «αποτελούσε ζωντανό στοιχείο της λαλιάς εκείνα τα χρόνια» (Δημαράς, K.Θ., 1982, σσ.359-363), γι’ αυτό και ήλθε φυσικά και αυθόρμητα, στον ομιλούντα. Ίσως, σαν έννοια, τη συναντάμε και σε παλαιότερα κείμενα της ελληνικής γραμματείας, αλλά δεν έχει αυτή την εθνική διάσταση που πήρε από το 1844 και ύστερα.

O ίδιος συγγραφέας παρεισφρέει και στα παρακάτω σημαντικά χαρακτηριστικά του όρου: «Τι σημαίνει; Στην αγόρευση του Κωλέττη μπορούμε να βρούμε τρεις μορφές που την καθορίζουν: είναι ο πόθος για την πραγματοποίηση, στο πολιτικό επίπεδο, του ενιαίου της ελληνικής φυλής, η ιστορική διαπίστωση του ενιαίου αυτού, και, τέλος, η μεταλαμπάδευση. Εσημειώσαμε, ωστόσο, πριν, και την έννοια του προορισμού: δεν είναι Μεγάλη Ιδέα, δεν είναι η Μεγάλη Ιδέα, μετέχει όμως από την μαγική της δύναμη και βεβαιότητα. Από κει και πέρα, υπάρχουν αποχρώσεις, υπάρχουν καινούριες, ή πιο ξεκομμένες, σημασίες (…). Ωστόσο, και από την ειδική αυτήν διερεύνηση της Μεγάλης ιδέας, θα χρειασθεί να αποκλείσουμε δύο έννοιες: Η μεταλαμπάδευση, όπως την είδαμε κιόλας, προηγήθηκε ως πρόγραμμα, ως γραμμή πορείας: η έννοια του «προορισμού» εντάσσεται κι εκείνη σε κάτι πιο γενικό, στην θρησκευτική, δηλαδή, τοποθέτηση των χρόνων εκείνων, και συνεπώς ανήκει σε χωριστό κι εκείνο χώρο ερευνών, τον οποίο εξετάζουμε εκεί που φουντώνει, σε ύστερα χρόνια». (Δημαράς, K.Θ., 1982, σ. 361). 

Το σύνθημα της μεγάλης ιδέας ριζώνεται στις καρδιές των Ελλήνων και στη δεκαετία του 1850, κατά την οποία και διαμορφώνεται η εθνική συνείδηση, καλλιεργείται η ιδεολογία της. Είναι μια εποχή που υπάρχει έκδηλος εθνικισμός. Η Ελλάδα παύει να ακολουθεί την ιδεολογία του φιλελευθερισμού και ο δημοκρατικός εθνικισμός, που ήταν εμπνευσμένος από το Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση (Kιτρομηλίδης, Π., 1984, σ.31- Bερέμης, Θ.,1983, σ. 62), αντικαθίσταται από το ρομαντικό εθνικισμό. Έτσι, οι καθιερωμένες αξίες, οι εμπνευσμένες από τον ελληνικό Διαφωτισμό, όπως το ιδανικό της ελευθερίας, ο θαυμασμός στην ελληνική αρχαιότητα και στο πατριωτικό συναίσθημα (Πετρόπουλος, Iωάν.- Kουμαριανού, Aικ., 1977, σ. 21) θα αποτελέσουν τα βασικά στοιχεία για τη θεμελίωση του κινήματος του ρομαντισμού στην Eλλάδα και, παρ’ όλο το δυσμενές κλίμα που επικρατούσε, εξαιτίας της οικονομικής εξάρτησης της χώρας από τις Δυνάμεις, θα διαμορφώσουν το ιδεολογικό υπόβαθρο για τη δημιουργία του ελληνικού ιρρεδεντισμού- εθνικισμού. Πρόκειται για την τάση ταύτισης έθνους και κράτους που συμβαίνει στο πλαίσιο ενός ιδιόμορφου εθνικισμού και που οδηγεί από μια κοσμοπολίτικη ή υπερεθνική θεώρηση της πατρίδας, σε μιαν εθνική- ένας κοσμοπολιτισμός που ονομάστηκε ‘ουνιβερσαλισμός’, στην προοπτική του έθνους. (Σκοπετέα, Έλλη, 1988, σ.33).

Η εκδηλωθείσα προσήλωση από μέρους των πολιτικών και των διανούμενων στη μεγάλη ιδέα, έχει στόχο να φέρουν εις πέρας μια σημαντική αποστολή: την ένωση όλων των τμημάτων που βρίσκονται έξω από τα σύνορα και την ταύτιση κράτους- έθνους. Καλλιεργείται η ιδεολογία της εθνικής ενότητας και ακολουθείται το πολιτικό πρόγραμμα της μεγάλης ιδέας. Το τραγικό σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ότι η Ελλάδα είναι αδύναμη να εκπληρώσει αυτήν την αποστολή. Όλοι προσδοκούν την εθνική ενότητα που αποκαθίσταται σταδιακά, αρχικά με την ενότητα στην ιστορία. Έτσι, την ενότητα του ελληνισμού στο χρόνο την εκφράζει ο Παπαρρηγόπουλος, αντικρούοντας τις θεωρίες του Φαλμεράυερ, ενώ την ενότητα στο χώρο ο Iωάννης Kωλέττης, που με την αγόρευσή του στην εθνοσυνέλευση, υποστήριξε το χρέος των ελεύθερων Ελλήνων να διακηρύξουν την ενότητά τους με τους αλύτρωτους αδελφούς. Αναπτύσσεται ο μεγαλοϊδεατισμός στο λαό και, μέσω του εθνικιστικού μηνύματος, δημιουργούνται οι προοπτικές για την αφοσίωσή του στο εθνικό ιδεώδες. (Παπαρρηγόπουλος, K.,1970- Δημαράς, K.Θ.,1986- Bερέμης, Θ.,1983, σ.63).

Ωστόσο, οι αλυτρωτικές προσδοκίες έλαβαν τέλος ή καλύτερα περιορίστηκαν μετά από τις αποτυχίες του Όθωνα στον Κριμαϊκό πόλεμο. Ο τελευταίος ακολουθούσε μια πολιτική, σύμφωνα με τις ελπίδες των Ελλήνων χωρίς αίσιο τέλος. «Ναι, είμασταν κάποτε όπως ‘‘πας Έλλην εραστής του μεγαλείου’’, οπαδοί της Μεγάλης Ιδέας: αλλά με την τωρινή διακυβέρνηση‘‘ η Μεγάλη Ιδέα κατήντησε μικρά, μικρότατη, ώστε σήμερον της μεγάλης ταύτης ιδέας μικροτέρα δεν υπάρχει εις την Ελλάδα», γράφει ο Κ. Δόσιος στην Εφημερίδα του Λαού το 1851. Ο Αχιλλέας Λεβέντης διαπραγματεύεται το ίδιο θέμα, το 1865, και γράφει για « το κατά το 1854, αποτυχόν κίνημα, όπερ επέφερε κυρίως την πτώσιν του Βασιλέως Όθωνος όστις απερισκέπτως και ιδιοτελώς εξεμεταλλεύθη την εθνικήν επιθυμίαν». Για τη Μεγάλη Ιδέα και τα γεγονότα του 1854 ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης αποφαίνεται, το 1862: «η Μεγάλη Ιδέα ήτο εις χείρας του η αληθής αυτής διακωμώδησις». (Δημαράς, K.Θ., 1982, σσ.362-363).

Ο επίλογός της ήταν καταστροφικός με την άσχημη κατάληξη του 1897 και 1922. Ιδιαίτερα, με τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των μειονοτήτων πληθυσμών η μεγάλη ιδέα και ο συνακόλουθος αλυτρωτισμός (irredentism) πραγματώνεται με τον πιο οδυνηρό, τον πιο τρομακτικό, τον πιο τραγικό τρόπο. (Herzfeld, M., 1982, σσ.123-139).  Έχουμε πλήρη σχεδόν σύμπτωση του κράτους με το έθνος, με την τραγική διαφορά ότι οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ανατολής εντάσσονται στο ελληνικό κράτος, απογυμνωμένοι, όπως ειπώθηκε, από τα ιστορικά εδάφη και ο ελληνισμός συσπειρώνεται στα όρια του ελεύθερου ελληνικού κράτους.

2. Εκφάνσεις της πολιτιστικής εκδοχής του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού ιχνηλατούνται στις απαρχές της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους, με την επακολουθήσασα οργάνωση των εκπαιδευτικών πραγμάτων, με το νόμο του 1834 για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, το B.Δ. του 1836 για τη δευτεροβάθμια, καθώς και με την ίδρυση του Πανεπιστημίου το 1837, οπότε και αρχίζουν οι προσπάθειες για την πολιτισμική αναβάθμιση του ελληνικού λαού. (Nόμος, “Περί δημοτικών σχολείων ”, 6/ 18 Φεβρουαρίου 1834, E.τ.K.,φ.11, 3/ 15 Mαρτίου 1834 και το Περί του κανονισμού των Eλληνικών σχολείων και γυμνασίων”, 31 Δεκεμβρίου 1836/ 12 Iανουαρίου 1837, E.τ.K., φ.87, 31 Δεκεμβρίου 1836- Mπουζάκης, Σήφης, 1987).

Και αν το προαναφερθέν θεσμικό πλαίσιο για τις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης είχε ως στόχο την οργάνωσή της σε εθνικό επίπεδο, τα πράγματα διαφοροποιούνται ως προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πράγματι, η ίδρυση του Πανεπιστημίου, το 1837, μπορεί να θεωρηθεί κομβικό σημείο, μια και ως ιδεολογική σύλληψη είχε την τάση να εξελιχθεί σε ενοποιητικό κρίκο του νέου ελληνισμού με τον αρχαίο, αλλά και το όραμα της μετακένωσης των φώτων της Δύσης στην Έω (Ανατολή). Πρόκειται για μια σύλληψη που έχει τις ρίζες της στο κίνημα του νεοελληνικού διαφωτισμού, του οποίου και το μήνυμα εστιαζόταν στην αποδοχή της δυτικής παιδείας που με τη σειρά της γαλουχήθηκε από τα νάματα της κλασικής παιδείας. Εξάλλου, για την απόκτηση της ελευθερίας θεωρήθηκε ότι έπρεπε να υπάρχουν δύο απαραίτητες προϋποθέσεις, η παιδεία και η ένοπλη εξέγερση, αφού η πρώτη θα μπορούσε να είναι και μοχλός για την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης. (Δημαράς, K.Θ., 1982- Kιτρομηλίδης, Π., 1984, σσ.23-38 -  Πετρόπουλος, Iωάν.- Kουμαριανού, Aικ., 1977, σ. 19).

Έτσι, στο παραπάνω όραμα ιχνηλατούμε, πέραν των ιρρεδεντιστικών τάσεων που εκδηλώνονται σε πολιτισμικό επίπεδο ως πνευματική και πολιτισμική υπεροχή των νεοελλήνων που απορρέει από την αρχαία τους κληρονομιά και του οφειλόμενου ‘χρέους’ από μέρους της Ευρώπης (Herzfeld, M. 1982, σσ.13-18- Mάουρερ, Γκέοργκ Λούντβιχ, 1976, σσ.29,30), και στοιχεία ενός ιδιότυπου πολιτισμικού Δαρβινισμού, μιας ιεράρχησης πολιτισμών, πολιτισμικών στοιχείων, μορφωμάτων, μιας κουλτούρας που με αφετηρία τις «πολιτισμένες» χώρες της Δύσης και με την Ελλάδα ως πολιτισμικό μετοχετευτήριο, θα εξακτινωθεί-μετακενωθεί στους λαούς της Ανατολής. Την παραπάνω ιεράρχηση δεν πρέπει να εκλάβουμε ως φυλετική αυτοπεποίθηση ή πρώιμο δείγμα ελληνικού ρατσισμού. Πρόκειται για μια πατριωτική αυτοπεποίθηση που ελλοχεύει στο συλλογικό υποσυνείδητο του ελληνικού λαού, απόρροια της καλλιέργειας, από μέρους των διανοούμενων, της ιδέας της πολιτισμικής υπεροχής του νέου ελληνικού έθνους, η οποία και ανιχνεύεται στα λόγια του Ξάνθου, συμπορεύεται με τη γέννηση της προοπτικής του αλυτρωτισμού και βασίζεται σε έννοιες πολιτισμικής και εθνικής συνέχειας στο χώρο και στο χρόνο ή και σε εθνικούς μύθους (Smith, A.D.,1984) περισσότερο παρά σε έννοιες που παραπέμπουν στο βιολογικό ντετερμινισμό (Διαμαντούρος, Π.- N.I.,1983, σσ. 51- 58- Σκοπετέα, Έλλη, 1988, σσ. 171,172).

Ο μεγαλεπήβολος στόχος ανιχνεύεται στην ομιλία του πρώτου πρύτανη του Πανεπιστημίου, του ιστορικού Δ. Σχινά, στην τελετή των εγκαινίων του ιδρύματος: «Tο Πανεπιστήμιον, κείμενον μεταξύ της εσπερίας και της έω, είναι προωρισμένον να λαμβάνει αφ’ ενός μέρους τα σπέρματα της σοφίας, και αφ’ ου τα αναπτύξη εν εαυτώ ιδίαν τινά και γόνιμον ανάπτυξιν, να τα μεταδίδη εις την γείτονα έω νεαρά και καρποφόρα» (Δημαράς, K.Θ., 1982, σ. 350). Τον ίδιο στόχο παρατηρούμε και σε ρήση του Kωλέττη, ο οποίος και διατείνεται ότι η Ελλάδα “προώρισται να φωτίση διά της αναγεννήσεως αυτής την Aνατολήν” (Δημαράς, K.Θ., 1982, σ. 351). Το βαρύ φορτίο της μετακένωσης των φώτων παρατηρούμε ότι πίπτει στους ώμους των νεοελλήνων, μια και αυτοί, ως «περιούσιος» λαός, συγγενής των αρχαίων Ελλήνων, μπορούν να φέρουν εις πέρας το σπουδαίο αυτό στόχο, θέση με την οποία συμφωνούσαν αυτόχθονες και ετερόχθονες διαφωτιστές (Bερέμης, Θ.,1983, σσ.60,61). 

3. Επιπλέον, ο ελληνικός μεγαλοϊδεατισμός, στην πολιτιστική του εκδοχή, με τα εμπεριέχοντα στοιχεία του πολιτισμικού Δαρβινισμού, που προαναφέραμε, συμπορεύεται, στις απαρχές της δημιουργίας νεοελληνικού κράτους, με τον πολιτιστικό πατριωτισμό, που κατά τον K. Tσουκαλά, μπορεί να θεωρηθεί ως τάση του ελληνικού λαού να προσφέρει, εκ του υστερήματος, για τη βελτίωση των εκπαιδευτικών πραγμάτων με σκοπό την πνευματική αναβάθμιση της νεολαίας του. (Tσουκαλάς, K., 1987, σ.492- Σακκής, Δ.Α., 2001, σσ.47-60). Ο στόχος είναι το κοινό καλό και εκφράζει τη γενικότερη νοοτροπία της εποχής και την κοινωνική σημασία που είχαν οι μικρές δωρεές των ατόμων μέτριου και χαμηλού εισοδήματος. Διαπιστώνεται η ύπαρξη μιας γενικής συνείδησης, σε ιδεολογικό επίπεδο, στους οικονομικά αδύναμους- και όχι μόνον- Έλληνες του IΘ΄ αιώνα, ταύτισης των εθνικών συμφερόντων με την πολιτιστική αναβάθμιση και υπεροχή, που οδηγούσε πρόσωπα τελείως αγράμματα να στέλνουν τις οικονομίες τους στα πολιτιστικά έργα και στην εθνική εκπαίδευση και όχι σε άλλους τομείς εθνικών δραστηριοτήτων. Έτσι, η εθνική συνείδηση που αναπαραγόταν στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου ήταν, κατά τον Κ. Τσουκαλά, στενά συνδεδεμένη με τον πολιτιστικό πατριωτισμό που αναδείκνυαν οι σχολικοί μηχανισμοί, αλλά και το Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπως προαναφέραμε. Το ερώτημα είναι αν υπάρχουν, σε σχέση με τα προαναφερθέντα, και ιρρεδεντιστικές τάσεις που απορρέουν από τον πολιτιστικό πατριωτισμό, κατά πόσο δηλαδή ο πολιτιστικός πατριωτισμός που έχει σημαντική θέση στο συλλογικό υποσυνείδητο του ελληνικού λαού τον IΘ΄ αιώνα στην προβολή του ως πολιτιστικό μόρφωμα μπορεί να ‘ενοχοποιηθεί’ για υποβόσκουσες προθέσεις μεγαλοϊδεατισμού. O K. Tσουκαλάς, στο σημείο αυτό, αν και θεωρεί υπερβολή μια προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία θα υπήρχε «μια συνειδητή ή ασυνείδητη πρόθεση των Ελλήνων να ανοίξουν το δρόμο της Κωνσταντινούπολης και να οικοδομήσουν ένα πνευματικό φρούριο που θα μπορεί να επιλέγει κατά βούλησιν ανάμεσα σε ανώτερη στρατιωτική ισχύ και σε ταλαντούχα διπλωματία», επισημαίνει, ωστόσο, ότι «η ελληνική αστική τάξη της διασποράς είχε στο σύνολό της απόλυτη συνείδηση, ότι η κυρίαρχη οικονομική της θέση δεν μπορούσε να συντηρηθεί χωρίς την αναπαραγωγή μιάς εθνικής ‘μονοπώλησης’ του ειδικευμένου προσωπικού που χρειαζόταν, μέσα στο πλαίσιο της συνεχώς διευρυνόμενης ιμπεριαλιστικής διείσδυσης». (Tσουκαλάς, K., 1987, σ.492- Gellner, Ernest, 1983, p.108). Η θέση αυτή μπορεί να θεωρηθεί, κατά τη γνώμη μας, σημαντική ως υπόθεση εργασίας προς απάντηση του ερωτήματός μας.

4. Στοιχεία πολιτιστικού πατριωτισμού, ενός ιδιότυπου πολιτισμικού Δαρβινισμού, αλλά και ενός ελληνισμού, που υποδηλώνει τον προορισμό του περιούσιου λαού, ανιχνεύσαμε στις αρχειακές πηγές (Γ.Α.Κ., 1990) και δημοσιεύσαμε (Σακκής, Δ.Α., 2001). Έτσι, σε παράθεμα παρατηρούμε ταύτιση των όρων ελληνική εθνική συνείδηση  και ελληνική εκπαίδευση: όποιος δεν μετέχει ενεργά στην πρόοδο της ελληνικής εκπαίδευσης δεν είναι καν Έλληνας. Πράγματι ο δήμαρχος Οίας στη Θήρα A. Mανολέζος, αναφερόμενος στην ίδρυση νέου σχολείου, το 1836, με τα παρακάτω λόγια προτρέπει τους γονείς να φοιτούν τα παιδιά τους στο σχολείο, εάν θέλουν πραγματικά να ονομάζονται Έλληνες:Δημόται, γνωρίζετε την ιερότητα του αντικειμένου τούτου. Γνωρίζετε την προς την Παιδείαν ανάγκην των τέκνων σας. Όποιος από σας κατά δυστυχίαν του φροντίσει διαφορετικότερα και εις το εξής αμελήσει, ας σβήση  μόνος του κάλλιον το άχαρες όνομά του από το λαμπρόν βιβλίον της Eλλάδος, καθ’ ότι μετ’ ου πολύ ο καιρός και τα πράγματα θέλει τούτον σβήσωσιν με αιώνιον αίσχος αυτού και της γενεαλογίας του”. Η παραπάνω ρήση υποδηλώνει το μέγιστο ενδιαφέρον του ελληνικού λαού για την αναπαραγωγή των εθνοπολιτισμικών αξιών μέσα από τους σχολικούς μηχανισμούς, το οποίο και συναντάμε σε μεγάλο γεωγραφικό εύρος. (Σακκής, Δ.Α.,2001,σ.60).

Αλλά και το δημοτικό συμβούλιο Ανάφης  σε έγγραφό του, τον Aύγουστο του 1843, προτρέπει την επί των Εκκλησιαστικών και δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματεία της Επικρατείας να μην παύσει ποτέ να μεριμνά για τη διηνεκή παροχή των αγαθών της παιδείας στη νεολαία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το αρτισύστατο κράτος θα αποφύγει τον εκβαρβαρισμό της νεολαίας του: “Tαύτα καθυποβάλλει το Δημοτικόν Συμβούλιον υπ’ όψιν της Γραμματείας. Παρακαλεί θερμώς να δείξη έλεος εις τα δυστυχή τέκνα μας, διότι εάν τούτο δεν γίνη, τα τέκνα μας εις το εξής δεν θέλουν ονομάζονται Έλληνες, αλλά βάρβαροι όλα, βάρβαροι Σκύθοι, διότι οι γονείς των δεν δύνανται να φέρωσιν διδάσκαλον εις Aνάφην εξ ιδίων εξόδων διά την παιδείαν των τέκνων των εκ της μεγάλης δυστυχίας και πτωχίας των...”. Πρόκειται για ρήση που μας παραπέμπει στον παραλληλισμό της νεοελληνικής πραγματικότητας με την αρχαία ελληνική διάκριση μεταξύ πολιτισμένων Eλλήνων και βαρβάρων Σκυθών. Έτσι, τίθεται θέμα καλλιέργειας εθνικής συνείδησης, συνέχειας και πολιτισμικής κληρονομιάς. (Σακκής, Δ.Α., 2001,σσ.59-60).

5. Ο ελληνικός μεγαλοϊδεατισμός, έχοντας ως εδαφικό πρότυπο το Βυζάντιο επιθυμεί την αποκατάστασή του στο συλλογικό υποσυνείδητο του ελληνικού λαού και συνάμα την απεμπόληση των αρνητικών εντυπώσεων που είχαν προκληθεί κατά το παρελθόν για το βυζαντινό κόσμο, εφόσον το ζητούμενο ήταν το νέο κράτος να δημιουργήσει εκείνες τις προϋποθέσεις που θα οδηγούσαν στην εδαφική αποκατάσταση του αλύτρωτου ελληνισμού, θέσεις που απομάκρυναν, σε μεγάλο βαθμό, τη νεοελληνική σκέψη από το Διαφωτισμό. (Kιτρομηλίδης, Π., 1984, σσ.32,33). Επιπλέον, η κατάληξη του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού, όπως προαναφέρθηκε, είναι τραγική και οριοθετείται από δύο ημερομηνίες, που αποτελούν και το επιμύθιον: 1897 και 1922. Ωστόσο, τα πολιτισμικά μηνύματα των γαλουχημένων στη Δύση, δασκάλων και άλλων πνευματικών ανθρώπων, διαχέονται στην ελληνική κοινωνία και παιδεία. Έτσι, πολλοί απλοί δάσκαλοι θα επηρεαστούν από αυτά, όπως παρατηρούμε στο παράθεμα που ακολουθεί: “εις τους εσχάτους τούτους χρόνους, καθ’ ους, αναλαβόν το ελληνικόν έθνος την παλιγγενεσίαν του, φιλοτιμείται να συγκροτηθή με τα σοφά της Eυρώπης έθνη...” (Σακκής, Δ.A., 1997, σσ.217-218), συγχρόνως, όμως, και η αντιπαλότητα απέναντι στους φραγκοθρεμμένους είναι υπαρκτή και θα διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο στους νέους πνευματικούς προσανατολισμούς. (Σβορώνος, N. Γ., 1985, σ. 92).

Επομένως, το νέο μοντέλο, που θα απεγκλώβιζε τον ελληνικό λαό από μια συνεχιζόμενη υιοθέτηση πολιτιστικών προτύπων ζωής και συμπεριφοράς των Οθωμανών, και θα συντελούσε στη διαμόρφωση της νεοελληνικής, εθνικής και πολιτιστικής, ταυτότητας, θα εμπεριείχε, σε αδρές γραμμές, στοιχεία νεοελληνικού διαφωτισμού, ιρρεδεντισμού, ιδεολογίας του ελληνισμού και μιας διαχεόμενης συνείδησης περί του ‘προορισμού’ και της εθνικής αποστολής του ‘περιούσιου λαού’. (Σβορώνος, N.Γ.,1987, σσ.85-91- Tσαούσης, Δ.Γ.,1983, σσ.15-25). Ο συγκερασμός των παραπάνω στοιχείων θα δημιουργήσει τα νέα πολιτισμικά πρότυπα, τα οποία θα υιοθετηθούν από τον ελληνικό λαό και θα αποτελέσουν τη νέα ανελισσόμενη πολιτισμική πραγματικότητα, με πολιτισμικό κέντρο, τώρα, τη νέα πρωτεύουσα, την Αθήνα, που θα έχει το νέο ρόλο να δράσει ως χωνευτήρι, αλλά και μετοχετευτήριο ιδεών στην Έω. Η πολιτισμική μετακένωση πραγματοποιείται σταδιακά προς την Ανατολή, με συνέπεια, στο πλαίσιο της νομιμότητας που επιτρέπει η εφαρμογή του Khatt- i Humayun, και ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1870, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία να υφίστανται περίπου 125 Ελληνικοί σύλλογοι με εκπαιδευτικό και πολιτιστικό χαρακτήρα.(Δημαράς, K.Θ., 1982, σσ. 399-402). Ωστόσο, το θέμα, κρινόμενο και από τη πλευρά του νεοελληνικού εθνικισμού και της μετακένωσής του, πρέπει να διερευνηθεί περισσότερο εμπειρικά και, ιδιαίτερα στο πλαίσιο εξέτασης των μηχανισμών μεταλαμπάδευσης των ιδεών αυτών και της αφομοίωσής τους από τον εκτός Ελλάδας ελληνισμό. (Kιτρομηλίδης, Π., 1983, σσ.154-155).

  

 


ΠHΓEΣ KAI BIBΛIOΓPAΦIA

 

1. ΠHΓEΣ

Γενικά Aρχεία του Kράτους, [Γ.Α.Κ.] (1990) Oθωνικό Aρχείο, Γραμματεία Eκκλησιαστικών και Παιδείας. Kλάδος (Παιδείας). [Bιβλιοθήκη Γενικών Aρχείων του Kράτους (Διεύθυνση N. Kαραπιδάκης), Δημόσια Aρχεία- Aρχειακές Συλλογές, αρ. 17 (Iούνιος 1989- Mάρτιος 1990)Aθήνα].

 

 

2. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Ελληνόγλωσση

 

Bερέμης, Θ. (1983) Kράτος και έθνος στην Eλλάδα: 1821-1912 στο: Tσαούσης, Δ.Γ. (επιμ.) EλληνισμόςEλληνικότητα: Iδεολογικοί και βιωματικοί άξονες της νεοελληνικής κοινωνίας. (Aθήνα, Eστία).

Δημάκης, Iωάν. (1991) H πολιτειακή μεταβολή του 1843 και το ζήτημα των αυτοχθόνων και ετεροχθόνων. (Aθήνα, Θεμέλιο).

Δημαράς, K.Θ. (1982) Eλληνικός Pωμαντισμός στο: 7 Nεοελληνικά Mελετήματα. (Aθήνα, Eρμής).

Δημαράς, K.Θ. (1986) Kωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. H εποχή του- H ζωή του- Tο έργο του, (Aθήνα, MIET).

Διαμαντούρος, Π.- N.I. (1983) Eλληνισμός- Eλληνικότητα στο: Tσαούσης, Δ.Γ. (επιμ.) Eλληνισμός- Eλληνικότητα: Iδεολογικοί και βιωματικοί άξονες της νεοελληνικής κοινωνίας. (Aθήνα, Eστία).

Kιτρομηλίδης,, Π. (1983) Tο ελληνικό κράτος ως εθνικό κέντρο στο: Tσαούσης, Δ.Γ. (επιμ.) Eλληνισμός- Eλληνικότητα: Iδεολογικοί και βιωματικοί άξονες της νεοελληνικής κοινωνίας. (Aθήνα, Eστία).

Kιτρομηλίδης, Π. (1984) Iδεολογικά ρεύματα και πολιτικά αιτήματα: προοπτικές από τον ελληνικό 19ο αιώνα, στο: Tσαούσης, Δ.Γ. (επιμ.) Όψεις της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα. (Aθήνα, Eστία).

Mάουρερ, Γκέοργκ Λούντβιχ (1976) O Eλληνικός Λαός: Δημόσιο, Iδιωτικό και Eκκλησιαστικό Δίκαιο από την έναρξη του αγώνα για την ανεξαρτησία ως την 31 Iουλίου 1834. Mετ. Pομπάκη, Όλγας. (Aθήνα, Tολίδης).

Mπουζάκη, Σήφη (1987) Nεοελληνική Eκπαίδευση (1821- 1985). (Aθήνα, Gutenberg).

Παπαρρηγόπουλος, K. (1970) Iστορία του Eλληνικού Έθνους. (Aθήνα).

Πετρόπουλος, Iωάν.- Kουμαριανού, Aικ. (1977) Περίοδος Bασιλείας του Όθωνος. Η Οικονομία. Η κοινωνία. H παιδεία, Iστορία του Eλληνικού Έθνους, τ. IΓ΄. (Αθήνα, Eκδοτική Aθηνών).

Σακκής, Δ. A. (1997) H Eκπαίδευση στις Nοτιοδυτικές Kυκλάδες κατά την A΄Oθωνική περίοδο (1833- 1843). (Aθήνα, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Bιβλίων).

Σακκής, Δ.Α. (2001) Νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος (1833-1848): οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνιστώσες της εκπαιδευτικής πραγματικότητας, τ. Α΄ (Αθήνα, Τυπωθήτω).

Σβορώνος, N. Γ. (1985) Eπισκόπηση της Nεοελληνικής Iστορίας, (Αθήνα, Θεμέλιο).

Σβορώνος, N.Γ. (1987) Aνάλεκτα Nεοελληνικής Iστορίας και Iστοριογραφίας. (Aθήνα Θεμέλιο).

Σκοπετέα, Έλλη (1988) Tο “Πρότυπο Bασίλειο” και η Mεγάλη Iδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Eλλάδα (1830- 1880). (Aθήνα, Πολύπτυχο).

Tσαούσης, Δ.Γ. (1983) Eλληνισμός και Eλληνικότητα. Tο πρόβλημα της νεοελληνικής ταυτότητας στο: Tσαούσης, Δ.Γ. (επιμ.) Eλληνισμός- Eλληνικότητα: Iδεολογικοί και βιωματικοί άξονες της νεοελληνικής κοινωνίας. (Aθήνα, Eστία).

Tσουκαλάς,, K. (1987) Eξάρτηση και αναπαραγωγή. O κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Eλλάδα (1830- 1922). (Aθήνα, Θεμέλιο).

 

Ξενόγλωσση

 

Gellner, Ernest (1983) Nations and Nationalism: New Perspectives on the Past. (Oxford, Blackwell Publishers).

Herzfeld, M. (1982) Ours Once More: Folklore, Ideology and the Making of Modern Greece. (Austin, Univ. of Texas Press).

Smith, A.D. (1984) Ethnic Myths and Ethnic Revivals, Archives Europeennes de Sociologie, Vol. 25:2, pp. 283- 305.