Το προτυπο του ανθρωπου μεσα από ενα παιδικο περιοδικο
στο γυρισμα του 19ου και του 20ου αιώνα
Ηρακλής Ρερακης
Επ. Καθηγητής Α.Π.Θ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Μέσα από τη μελέτη του περ. «Η Διάπλασις των Παίδων» (1879-1948) γίνεται μια συνοπτική παρουσίαση των κοινωνικοπολιτισμικών, θρησκευτικών και των ηθικών προτύπων με μια παράλληλη κριτική αξιολόγησή τους. Από τις δράσεις του περιοδικού καθώς και από τις αντιδράσεις που υπήρχαν, αποδεικνύεται: α) Η ευρωπαϊκή κατεύθυνση του προτύπου του ανθρώπου, που προβάλλεται μέσα από τα περιεχόμενα του περιοδικού. β) Ο συνεχιζόμενος εκδυτικισμός της χώρας, ως αποτέλεσμα των επιδράσεων που ασκούσαν οι οπαδοί του Διαφωτισμού και οι ευρωπαίοι Μισσιονάριοι. γ) Η σταθερότητα της ελληνικής κοινωνίας στις ελληνοορθόδοξες παραδόσεις.
ΑBSTRACT
This paper
focuses on the study of the journal «Childrens’
Education [=Η Διάπλασις των Παίδων]» (1879-1948). It attempts to comprehensively present and critically
re-evaluate the social, cultural, religious and moral models adopted by the
journal. From the actions of the journal and the reactions that triggered, it
is shown that: a) the contents of the journal depict the european
orientation of the adopted role-model; b) the continuing westernisation
of the country, which was the result of the work of the supporters of the Enlightment and the european
missionaries; c) the steadfastness of the Greek people to their Greek Orthodox
tradition.
Α. H ιστορία του περιοδικού «Η Διάπλασις των Παίδων»
Η έκδοση και η κυκλοφορία του Περιοδικού «Η διάπλασις των Παίδων» συμπίπτει με την αναγνώριση και στην Ελλάδα της κρισιμότητας της παιδικής ηλικίας. Η λογοτεχνία για τα παιδιά απουσίαζε από την εν γένει ευρωπαϊκή λογοτεχνία μέχρι το 18ο αι., διότι δεν είχε ακόμη αναγνωριστεί στην ευρωπαϊκή κουλτούρα η ιδιαιτερότητα του παιδιού, το οποίο εθεωρείτο μέχρι τότε μικρογραφία του ενηλίκου και δεν αντιμετωπιζόταν διαφορετικά από αυτόν. Ορισμένοι παιδαγωγοί και φιλόσοφοι, βέβαια, ήδη από τον 17ο αιώνα, εξέφραζαν την ανάγκη προσαρμογής της εκπαίδευσης στις ανάγκες, στις ικανότητες και στα ενδιαφέροντα της παιδικής ηλικίας. (Πάτσιου, 10).
Στην Ευρώπη «τα παιδικά περιοδικά εμφανίζονται στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αι., ενώ στην Ελλάδα το πρώτο περιοδικό (Καρπόζηλου), η Παιδική Αποθήκη, εκδίδεται το 1836» (Πάτσιου, 13).
Μέσα σε αυτό το κλίμα εκδίδεται το Φεβρουάριο του 1879 η «Διάπλασις των παίδων», το μακροβιότερο, το μεγαλύτερο σε κυκλοφορία και το πιο διαβασμένο από όλα τα άλλα ελληνικά παιδικά περιοδικά την εποχή αυτή. Από την αρχή της κυκλοφορίας της, διακηρύσσει ότι θα παρέχει στους μικρούς αναγνώστες «ύλην ηθικήν και διδακτικήν συγκεκραμένην μετά του τερπνού» και ότι θα αναζητά την κατάλληλη γλώσσα, το ύφος και τον τρόπο για να απόσπά το ενδιαφέρον των παιδιών (Η Διάπλασις, τόμ. 1/1879, αρ. 1, 2). Πράγματι τόσο με την επιλογή της κατάλληλης και αρεστής στα παιδιά διατύπωσης όσο και με τα δημοψηφίσματα, την αλληλογραφία, το διάλογο με ψευδώνυμα, την αναφορά στην επικαιρότητα (Μόσχος, 515) και τη μεγάλη συμμετοχή των αναγνωστών στη διαμόρφωση των θεματικών ενοτήτων της, θέματα βέβαια για τα οποία θα υπάρξουν αργότερα και έντονες αντιδράσεις, προκαλείται το ενδιαφέρον των νέων -και όχι μόνον- αναγνωστών και το περιοδικό θα κερδίσει για επτά δεκαετίες την εμπιστοσύνη αρκετών νέων και κατά διαστήματα την πρωτιά σε κυκλοφορία.
Διευθυντής και εκδότης ήταν ο Νικόλαος Παπαδόπουλος και μετά το θάνατό του τη διεύθυνση ανέλαβε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ένας από τους πολυγραφότερους Έλληνες συγγραφείς.
Το περιοδικό δημοσιεύει αναγνώσματα για μικρά παιδιά, μυθιστορήματα σε συνέχειες, διηγήματα, ποιήματα, σκίτσα, μονολόγους, κωμωδίες, διαγωνισμούς, αλληλογραφία μεταξύ των συνδρομητών, στις οποίες απαντούν οι αναγνώστες, καθώς και ερωτήσεις, στις οποίες απαντούν τα παιδιά μέσω του περιοδικού, το οποίο βέβαια κρίνει και ορισμένες φορές απορρίπτει τις απαντήσεις, αν δεν συμβαδίζουν με τα πρότυπά του.
Σύμφωνα με τις ενδείξεις που δίνει το ίδιο το περιοδικό, οι συνδρομητές υπολογίζονται σε 3000 το 1879, ενώ το 1897 ανέρχονται στους 5000. Το 1902, η ίδια η Διάπλασις δίνει την πληροφορία ότι αγοράζεται κυρίως από παιδιά ευπόρων οικογενειών (Η Διάπλασις, τόμ. 11/1904, αρ. 21, 163). Τα άπορα αλλά επιμελή παιδιά είτε το δανείζονταν για να το διαβάσουν είτε το προμηθεύονταν μέσω του ταμείου υπέρ των απόρων παιδιών που είχε -με την παρακίνηση του περιοδικού- δημιουργηθεί στο περιοδικό από τα πλουσιότερα παιδιά (Η Διάπλασις, τόμ. 19/1891, αρ. 2, 30).
Β. Τα πρότυπα του περιοδικού «Η Διάπλασις των Παίδων»
Είναι χρήσιμο να λάβουμε υπόψη ότι κατά το τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. η Ελλάδα βρίσκεται σε μια κρίσιμη κατάσταση, λόγω των συνεχών πολέμων. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας, την αυτονομία της Κρήτης και αργότερα την ένωσή της με την Ελλάδα, καθώς και την κινητικότητα που υπήρξε στο βουλγαρικό θέμα με τους βαλκανικούς πολέμους, γίνεται πρασάρτηση των υποδούλων μέχρι τότε εδαφών στο εδαφικό δυναμικό της χώρας, που έκαναν την Ελλάδα να βγαίνει ανανεωμένη και γεμάτη αυτοπεποίθηση για το μέλλον της. Ταυτόχρονα δυναμώνει η προσπάθεια οικονομικοπολιτικής και κοινωνικής αναδιοργάνωσης, με αποτέλεσμα να υπάρξει εισροή ξένων κεφαλαίων, βιομηχανική ανάπτυξη, κατασκευή μεγάλων δημοσίων έργων και γενικά για να μπουν τα θεμέλια ενός ευνομούμενου και ισχυρού κράτους (Βακαλόπουλος, 307).
Η κυκλοφορία ενός νέου περιοδικού ήταν πολύ φυσικό να εντυπωσιάσει θετικά ή αρνητικά, όταν αυτό διέφερε τόσο πολύ από τα προηγούμενα ή τα σύγχρονα μ’αυτό περιοδικά, που είχαν κυρίως ηθικοθρησκευτική κατεύθυνση. Από τα πρώτα κιόλας τεύχη δηλώνεται ότι τα πρότυπά του θα είναι ευρωπαϊκά. Μεταφράζονται λογοτεχνικά κείμενα, άλλοτε διασκευασμένα και άλλοτε όχι, χωρίς να αναφέρεται πάντοτε το όνομα του συγγραφέα. Με τα κείμενα αυτά, εκούσια ή ακούσια μεταφέρονται και υιοθετούνται στην ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα στους νέους οι μορφές συμπεριφοράς και τα ηθικοθρησκευτικά πρότυπα, που προβάλλονται μέσα από τους ήρωες των ξένων μυθιστορημάτων (Πάτσιου, 69).
Τα μυθιστορήματα επιλέγονται από το περιοδικό, διότι η πλοκή και η δράση τους δημιουργεί αγωνία στα παιδιά. Βέβαια, η δημοσίευση μυθιστορημάτων δεν έμενε χωρίς αντιδράσεις (Η Διάπλασις, τόμ. 7/1900, αρ. 4, 341-342), διότι πολλοί αντιλαμβάνονταν ότι, πέραν της ευχαρίστησης και της ικανοποίησης που ένιωθαν τα παιδιά από την ανάγνωση τέτοιων κειμένων, συνέβαινε στον εσωτερικό τους κόσμο μια ταύτιση με τους ήρωες και τις ηθικές, κοινωνικές και πνευματικές στάσεις, που προβάλλονταν στη διηγηματική πλοκή των ξένων μυθιστορημάτων. Εκτός από αυτά, όμως, πολύ συχνά παρατηρείται να προβάλλεται στις σελίδες της Διαπλάσεως μια δυτικού τύπου ηθική, διαφορετική από εκείνη του ελληνικού πλαισίου, που γνώριζε ανέκαθεν ο λαός μέσα από την ελληνορθόδοξη παράδοσή του. Η κατεύθυνση αυτή φαίνεται ότι οφείλεται σε μια αλλοίωση των παραδοσιακών ελληνοκεντρικών κριτηρίων, που επήλθε λόγω της μακρόχρονης προσπάθειας αναμόρφωσης της ελληνικής κοινωνίας κατά τα δυτικά πρότυπα, που είχαν αναλάβει αφενός οι Ιεραπόστολοι των δυτικών ομολογιών και αφετέρου οι οπαδοί του Διαφωτισμού (Γιανναράς, 21-40 και 64-68). ΄Ηδη στην κατεύθυνση του εκδυτικισμού του λαού συνέβαλαν από την περίοδο της τουρκοκρατίας, κυρίως, όμως από την οθωνική περίοδο, οι Μισσιονάριοι της παπικής και της προτεσταντκής ομολογίας, οργώνοντας την Ελλάδα με κηρυγματική, φιλανθρωπική και προσηλυτιστική δράση, με τη λειτουργία σχολείων κ.ά.(Κογκούλης, 38-39, Περσελής, 30-32). Ως γνωστό, το έργο αυτών των Μισσιοναρίων ήταν ακριβώς η μετακίνηση του λαού, από το παραδοσιακό του ορθόδοξο χριστιανικό ήθος, σε ένα δυτικότροπο κοινωνικοπολιτικό μετασχηματισμό και μεσα από αυτόν η προώθηση του εκδυτικισμού του έθνους στο πεδίο της μάθησης, της θρησκευτικής και της κοινωνικής ζωής και με ευρύτερο στόχο τη θρησκευτική ομογενοποίηση των ορθοδόξων με τους Ευαγγελικούς ή τους Παπικούς και έπειτα την πολιτική, θρησκευτική και οικονομική εξάρτηση της χώρας στις χώρες και τις ομολογίες, που εκπροσωπούσαν (Μεταλληνός, 260-273, Κογκούλης, 102-103 και 116-117).
Με τις «προοδευτικές», εξάλλου, διακηρύξεις του κινήματος του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, που είχαν φτάσει από την εποχή του Κοραή στην Ελλάδα (Μεταλληνός, 149-190), αρχίζουν ήδη να φανερώνονται στους επιστημονικούς και πολιτικούς κύκλους δύο κατευθύνσεις ή τάσεις. Η μία ακολουθούσε τις αρχές του Διαφωτισμού, με κύριο γνώμονα την απεμπόλιση του παραδοσιακού τρόπου ζωής και την υιοθέτηση του διαφωτισμικού ορθολογικού προοδευτισμού (Μεταλληνός, 141-148, Κογκούλης, 21-28, Περσελής, 113-115). Η άλλη τάση ακολουθούσε πιστά την ελληνοκεντρικότητα και τις παραδόσεις του έθνους σε όλα της τα περιεχόμενα: την ορθόδοξη εκκλησιαστική και λαϊκή παράδοση, τη γλώσσα, τη δημοτική μουσική, την αρχιτεχτονική, τη ζωγραφική, τα ήθη, τα έθιμα, τις συνήθειες κ.ά. Πρόοδος γι’ αυτούς, δεν μπορούσε να υπάρξει παρά μόνον με παράλληλη διατήρηση των παραδοσιακών και πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων της χώρας.
Από στοιχεία που αναφέρονται στο περιοδικό, είναι εμφανές ότι το βασικό μέλημα του περιοδικού δεν ήταν η στήριξη των παραδόσεων, των προτύπων και των αξιών του λαού, αλλά η επιθυμία του να αυξηθεί η κυκλοφορία του σε όσο το δυνατόν περισσότερα αντίτυπα. Οι επιλογές του, επομένως, κινούνταν στην κατεύθυνση της αναζήτησης και της δημοσίευσης ελκυστικών κειμένων και άλλων περιεχομένων, που θα συντελούσαν στην επιτυχία του στοχου του, που ακολουθούσαν, όμως, το πάντοτε αρεστό στους νέους «μοντέλο» του μοντερνισμού, του εκσυγχρονισμού και του προοδευτισμού. ΄Αλλωστε είναι σαφές ότι η παρουσία του Ξενόπουλου στο περιοδικό σφραγίζει και τις επιλογές των προτύπων του, που, παρά τις προσπάθειες που κάνει για να φαίνεται ότι διακατέχονται και από κάποια ελληνοκεντρικότητα, είναι στην πλειοψηφία τους δυτικής προέλευσης και κατεύθυνσης και υπηρετούν τον εκδυτικισμό της ελληνικής κουλτούρας και κοινωνίας.
1. Κοινωνικοπολιτισμικά πρότυπα
Είναι σαφές ότι το ζητούμενο του περιοδικού, σύμφωνα με τις διακηρύξεις του, ήταν η προσωπική ευτυχία και αποκατάσταση του νέου «μέσα στην κοινωνική αρμονία» (Πάτσιου, 127). Ο τρόπος, όμως, που χρησιμοποιούσε για την παιδαγωγική του προβολή και εφαρμογή δεν ήταν συμβατός με το κοινωνικοπολιτισμικό ήθος της ελληνορθόδοξης παράδοσης.
Όταν, για παράδειγμα, επισημαίνονται οι συνέπειες του παραπτώματος της κλοπής, τονίζεται όχι η ηθική στάση έναντι του άλλου, του θύματος της κλοπής, ούτε η επισήμανση της διατάραξης των διαπροσωπικών σχέσεων του κλέφτη με το θύμα της κλοπής, αλλά με την προβολή σε πρώτο πλάνο του φόβου και της απειλής, ότι δηλαδή η κλοπή εγγράφεται «εις εν χονδρόν βιβλίον…εσφραγισμένον, το οποίον θα διατηρηθή επί αιώνας». Είναι χαρακτηριστικό το δίδαγμα που εξάγεται για τους αναγνώστες, και μάλιστα αυτής της ηλικίας, στις περιπτώσεις αυτές. Διότι η αποφυγή της κλοπής στην προκειμένη περίπτωση, δε συνδέεται με τις τραυματικές εμπειρίες, που υφίστανται και ο ίδιος ο δράστης και το θύμα του, αλλά και η κοινωνία στην οποία ζουν, ούτε με την παραβίαση και περιφρόνηση των ελληνορθοδόξων αληθειών και αρετών, αλλά με βάση και κριτήριο έναν ατομοκεντρικό στόχο ηθικιστικού χαρακτήρα: να μην εγγραφεί στο «Ποινικό Μητρώο» και να μείνει έτσι «ακηλίδωτον το παρελθόν» των παιδιών (Η Διάπλασις, τόμ. 1/1894, αρ. 23, 178).
Είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί η αριστοκρατική μορφή του περιοδικού, που συνδυάζεται με τη στροφή της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας την περίοδο εκείνη προς ένα μοντέλο αστικοποίησης, που ωθεί το περιοδικό στην τακτική να απευθύνεται κυρίως σε παιδιά υψηλής και αριστοκρατικής καταγωγής. Σε περιοδικό του 1922 σκιαγραφούνται τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του παιδιού, έτσι όπως το ήθελε η «Διάπλασις». Σύμφωνα με αυτά, το «Διαπλασιόπαιδο είναι παιδί καλής οικογενείας, που είτε πλούσιο, είτε εύπορο, είτε καμμιά φορά και φτωχό, ανατρέφεται με την μεγαλύτερη προσοχή και επιμέλεια… προβιβάζεται με άριστα ή με λίαν καλώς…δείχνει παντού την σεμνότερη και κοσμιώτερη συμπεριφορά…γίνεται λαμπρός επιστήμονας…διαπρεπής λόγιος…τίμιος τραπεζίτης, ένας τέλειος άνθρωπος του κόσμου μορφωμένος και καλαίσθητος, ένας καλός οικογενειάρχης, ένας χρήσιμος πολίτης» (Η Διάπλασις, τόμ. 29/1922, αρ. 33, 260). Είναι εμφανές ότι τα παραπάνω πρότυπα, προσδιορίζουν τον καλό και χρηστό πολίτη, τον άνθρωπο μια κοσμικής κοινωνίας, που εμφορείται από «προοδευτικά» πρότυπα ευρωπαϊκής προέλευσης.
΄Αξιο παρατήρησης είναι το γεγονός των σχέσεων και των διασυνδέσεων του περιοδικού με ανθρώπους και αξιωματούχους της υψηλής κοινωνίας, με θέσεις στα κυβερνητικά κλιμάκια, οι οποίοι, βέβαια, ήταν πολύ φυσικό να στηρίζουν ή ακόμα και να κατευθύνουν από πολιτικής πλευράς τις επιλογές του περιοδικού, με αποτέλεσμα τις όποιες εξαρτήσεις και επιρροές του από την εκάστοτε εξουσία και τη γραμμή που αυτή ακολουθούσε. ΄Ηδη από την αρχή της κυκλοφορίας του, συστήνεται με εγκύκλιο από το Υπουργείον των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως η εγγραφή των νέων ως συνδρομητών (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1879, αρ. 2, 32), ενώ αγγελίες για την έκδοση και την κυκλοφορία του στέλνονται στους δασκάλους, προκειμένου να εγγράψουν νέους συνδρομητές, όπου δεν υπήρχαν αντιπρόσωποι του περιοδικού. Ωστόσο, το περιοδικό με τη δύναμη που σταδιακά αποκτούσε, επενέβαινε, με κάποιες κριτικές παρεμβάσεις στη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος (Δ. Αντωνίου, 388-389), υποστηρίζοντας ότι το σχολείο μέχρι τότε προωθούσε τον εμπλουτισμό της διάνοιας των μαθητών και όχι την κρίση τους και ότι για το λόγο αυτό η γραμμή του περιοδικού είναι να δημοσιεύει ό,τι δεν διδάσκεται στο σχολείο, καλύπτοντας έτσι τα μορφωτικά κενά που υπάρχουν τόσο στη γλώσσα όσο και στο θέμα της διαπαιδαγώγησης (Η Διάπλασις, τόμ. 16/1909, αρ. 31, 260). Το ίδιο το περιοδικό, πάντως, ενώ κάνει λόγο για τον συμπληρωματικό μορφωτικό και παιδαγωγικό ρόλο που ήθελε να παίζει σε σχέση με το σχολείο και την οικογένεια, ισχυρίζεται ότι αποφεύγει τον υπερβολικό διδακτισμό και ότι ζητά απλώς «να διαπλάση τον παίδα ΄Ελληνα ιδία και άνθρωπον εν γένει» (Η Διάπλασις, τόμ. 5/1880, αρ. 15, 120).
Πολλοί πίστευαν στις προθέσεις του περιοδικού να συμβάλει στην παιδαγωγική καλλιέργεια και την ανάπτυξη του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του παιδιού. Ο τύπος της εποχής αναφέρεται συχνά με επαινετικά σχόλια στην ποικιλία του περιεχομένου, στην εικονογράφηση, αλλά και στο καινούργιο παιδαγωγικό πνεύμα του (Πάτσιου, 103).
Αντιδράσεις, ωστόσο, εξέφρασαν και πολλές πνευματικές προσωπικότητες της εποχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η στάση της Π.Σ. Δέλτα, η οποία θεωρεί το περιοδικό «πρόστυχο, σαχλό και κακορίζικο» (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1897, αρ. 14, 107), καθώς και ο Ηλ. Βουτιερίδης, που αναφέρεται στην επιζήμια για την παιδική ψυχή τακτική της «Διαπλάσεως» να διενεργεί δημοψηφίσματα για ποικίλους λόγους, όπως π.χ. για την ανάδειξη του καλύτερου ψευδωνύμου (Πάτσιου, 208).
Οι συντάκτες, όμως, του περιοδικού δε δέχονται κανενός είδους αντιρρήσεις και κριτικές, ιδιαίτερα από τους αναγνώστες τους: «Αντιρρήσεις και παράπονα ουδόλως λαμβάνονται υπ’ όψει, ούτε δίδεται εις αυτά καμμία απολύτως απάντησις» (Η Διάπλασις, τόμ. 9/1902, αρ. 35, 278). Άλλωστε κείμενα, που δε συμφωνούν με τα πνεύμα του περιοδικού ή που έρχονται σε αντίθεση με αυτό, δε δημοσιεύονται, με την επισήμανση ότι «δεν εκρίθησαν κατάλληλα να δημοσιευθούν» ( Η Διάπλασις, τόμ. 4/1882, αρ. 7, 110).
Ως προς τις στάσεις ζωής που προβάλλει το περιοδικό, προβληματίζει το γεγονός ότι σε πολλά θέματα έχει διπλή γραμμή και ηθική. Ενώ για παράδειγμα κάνει λόγο για εμμονή στα έθιμα και τις παραδόσεις του τόπου, έχει ταυτόχρονα την τάση να παίρνει συνεχώς απόστάσεις από το όλον του ελληνικού πολιτισμού. Στα διδακτικά μυθιστορήματα και τις διηγήσεις που δημοσιεύει το περιοδικό, τα παιδιά με ένα αυθαίρετο τρόπο διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: Τα καλά και τα κακά. Τα κακά παιδιά στην εξελικτική πορεία της διηγήσεως αλλάζουν και μετανοούν, όχι γιατί πείθονται από κάποιον ή γιατί διάβασαν ή άκουσαν κάτι σημαντικό και χρήσιμο, αλλά συνήθως μετά από ένα δυσάρεστο γεγονός ή ένα δυστύχημα που παθαίνουν, το οποίο πάντοτε χαρακτηρίζεται ως τιμωρία, που στέλνει ο Θεός για τα κακά παιδιά. Με όλα τα παραπάνω γίνεται εμφανές ότι για την καλλιέργεια του πολιτισμού και της κοινωνικότητας στις ψυχές των παιδιών χρησιμοποιείται ως μέθοδος από το περιοδικό, όχι η αγωγή της πειθούς, που υιοθετείται στη διδασκαλία και την πράξη της ορθόδοξης παράδοσης, με κατεύθυνση την εσωτερική αλλαγή του παιδιού, αλλά η τρομοκρατία του φόβου και της απειλής. Από την άλλη πλευρά πραγματοποιείται, επίσης, άλλη διαστρέβλωση και αλλοίωση του ελληνορθόδοξου ήθους, όταν στην πλοκή των διηγημάτων και των μυθιστορημάτων ή ακόμη και στη διατύπωση των διδαγμάτων του, προβάλλεται ο Θεός ως τιμωρός. Δε λαμβάνονται υπόψη, επίσης, οι εσωτερικές και ποιοτικές πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως είναι η ποιότητα των σχέσεων με τον άλλο ή η αίσθηση της χαράς για την αγάπη και την καλοσύνη του ενός προς τον άλλον που θα μπορούσε να δημιουργηθεί μετά από μια γνήσια μετάννοια του δράστη, αλλά η μετατροπή της απορριπτικής στάσεως των άλλων έναντι του «κακού» παιδιού σε στάση αποδοχής, καθώς και το υλικό συμφέρον, που θα προέλθει από αυτή την αλλαγή.΄Έτσι το περιοδικό προσφέρει στα παιδιά, που θεωρούνται ως ζωηρά ή κακά, ως κίνητρο, ως αντάλλαγμα και ως ανταμοιβή για την απόφασή τους να βελτιώσουν το χαρακτήρα τους, όχι μια εσωτερική και συνειδησιακή ή ψυχική χαρά και ικανοποίηση, αλλά την αγάπη και τον έπαινο αυτών που το ξέρουν, και την υλική ανταμοιβή, το χρηματικό όφελος και τη μακροχρόνια ευτυχία (Η Διάπλασις, τόμ. 19/1891, αρ. 8, 124-125). Η Π. Δέλτα, σε επιστολή της στα 1907, ασκεί αυστηρή κριτική στο περιοδικό ακριβώς για τα πρότυπα της ηθικής που καλλιεργούνται στην παιδική εσωτερικότητα από αυτό το ποινικό σύστημα ηθικής που προβάλλεται διά της Διαπλάσσεως, που αφενός διαχωρίζει τα παιδιά και αφετέρου επιβραβεύει τους καλούς και τιμωρεί τους κακούς, σύστημα που κατά τη γνώμη της δε στηρίζεται στη συνείδηση του ηθικού χρέους (Λευκοπαρίδης, 243-244). Η στάση, επομένως, του περιοδικού να μην προσέχει την ποιότητα των προτύπων, που προωθεί στο παιδικό αναγνωστικό του κοινό, αλλά να βγάζει τα Ελληνόπουλα έξω από το ηθικοπνευματικό παραδοσιακό τους πλαίσιο, δεν αποτελούσε ελληνοκεντρικό τρόπο διαπλάσεως και αγωγής.΄Ετσι δίνεται η εντύπωση ότι το περιοδικό, παράλληλα με κάποια θετικά στοιχεία που παρουσίαζε, στήριζε τελικά όχι το πρότυπο ενός «ηθικού» και «κοινωνικού» ανθρώπου, όπως διακήρυττε, αλλά το πρότυπο της υποκρισίας και του φαρισαϊσμού, ότι ήθελε, δηλαδή, το νέο να μάθει να δείχνει στους άλλους ότι είναι κάτι και όχι να είναι στην πραγματικότητα. Ενδεικτικό παράδειγμα απόκλισης από τις ελληνικές παραδόσεις, που συνδέεται άμεσα με την προβολή και τα συμφέροντα του περιοδικού, αποτελεί η εκμετάλλευση της πίστεως των παιδιών και της συμμετοχής στη λατρευτική ζωή. Σε τεύχος του 1906 δημοσιεύεται επιστολή νέου αναγνώστη, που γράφει ότι έλαβε το «Σήμα» του περιοδικού, «το εφόρεσε την Κυριακήν και πρώτα-πρώτα επήγε με αυτό εις την Εκκλησίαν, διά να ευχαριστήση τον Θεόν, που τον αξίωσε να είνε συνδρομητής της διαπλάσεως, να φορή Σήμα και να διακρίνεται από τα άλλα παιδιά», όχι βέβαια κατά το Σήμα αλλά κατά την ιδέα που συμβολίζει, προσθέτει το περιοδικό (Η Διάπλασις, τόμ.13/1906, αρ. 10, 79). Δεν χρειάζεται ίσως σχολιασμό το κείμενο αυτό, ως προς τη μορφή της θρησκευτικότητας που προβάλλει σε σχέση με τη συμμετοχή στη λατρευτική ζωή, όταν μοναδικό ενδιαφέρον του περιοδικού φαίνεται να είναι η διά μέσου της εκκλησιαστικής ζωής προβολή του κύρους και της αξιοπιστίας του και φυσικά η αύξηση των συνδρομητών και των κερδών του. Ως προς το πρότυπο της κοινωνικότητας, που εξάγεται σ’ αυτήν την περίπτωση, είναι σαφής, επίσης, η προβολή των κοινωνικών διακρίσεων, που εκφράζεται με την προκλητική παρουσίαση ως προτύπου του Διαπλασιόπαιδου έναντι όλων των άλλων παιδιών, που σίγουρα θεωρούνταν ότι βρίσκονταν σε κατώτερη και μειονεκτικότερη θέση. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη στα 1913, αντιλαμβανόμενη ίσως και από άλλες πιο κραυγαλαίες περιπτώσεις τις οικονομικές σκοπιμότητες της Διαπλάσεως, γράφει σε άρθρο της, μεταξύ άλλων, στο Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, κάτω από τον τίτλο: Τι διαβάζουν τα παιδιά μας, ότι στη «Διάπλασι» παραμελείται η εθνική ελληνική μόρφωση «σαν να ήταν όργανο προπαγάνδας για τη διάδοση ξένων ηθών και εθίμων». Υπογραμμίζει, μάλιστα, τη «συστηματική υφαρπαγή της παιδικής πεντάρας και τα άσχημα μέσα που βάζονται σ’ ενέργεια γι’ αυτό. Προς επιβεβάιωση όσων γράφει, παραπέμπει στα τεύχη της Διαπλάσεως και στις προτροπές που αναφέρονται προς τα παιδιά: «Δώσετε μια δεκάρα για ν’ αλλάξετε ψευδώνυμο…Δώσετε μια δεκάρα για να δημοσιευθή η φωτογραφία σας…για να δείτε τυπωμένο το διήγημά σας. Αν θέλετε να παρασημοφορηθήτε με το σήμα της Διαπλάσεως, φέρτε 2 φρ». Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «για την ώρα διδάσκεται το παιδί πως σ’ αυτόν τον κόσμο όλα αγοράζονται με το χρήμα… Βλέπομε στο γνωστότερο περιοδικό μας για παιδιά τα δικαιώματα του παρά και την υπεροχή του πλούτου» (Πάτσιου, 210-212).
΄Αλλωστε στο περιοδικό θεωρείται εντελώς φυσιολογικό φαινόμενο, ο διαχωρισμός των ανθρώπων σε πλούσιους και φτωχούς και των παιδιών σε πλούσια και φτωχά παιδιά, καθώς και η βοήθεια που πάντοτε προσφέρεται από τους πλουσίους στα τίμια επιμελή και εργατικά φτωχά παιδιά, προκειμένου να αποκατασταθούν (Η Διάπλασις, τόμ. 1/1894, αρ. 14, 109).
2. Τα Θρησκευτικά πρότυπα της «διαπλάσεως»
Το περιοδικό αναφέρεται σε ορθόδοξες χριστιανικές εορτές, όπως είναι τα Θεοφάνεια (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1882, αρ. 2,19), καθώς και στη μεγαλύτερη εορτή της Χριστιανοσύνης, το Πάσχα, την περίοδο του οποίου συνιστάται στους συνδρομητές να χαιρετιούνται με το «Χριστός Ανέστη» (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1897, αρ. 16, 121). Αναφορά γίνεται ακόμη και στην Αποκριά, με τη σημείωση, βέβαια, ότι δεν πρόκειται για χριστιανική εορτή, αλλά για θρησκευτικό έθιμο και για στοιχείο πολιτισμικό, που συνεχίζεται ανά τους αιώνες με την ανοχή της Εκκλησίας (Η Διάπλασις, τόμ. 11/1904, αρ. 6, 43).
Ο Θεός παρουσιάζεται ως προστάτης όλων των αδυνάτων (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 1, 5.) και η προς τον Θεόν πίστις παρουσιάζεται με θετικά σχόλια (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 9, 71). Σε πολλές περιπτώσεις βέβαια η πίστη βασίζεται στον προτεσταντικό ευσεβισμό, όπως όταν αναφέρεται με αυθεντία σε ποιες περιπτώσεις, ο Θεός βοηθά και σε ποιες αρνείται τη βοήθειά του!! (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 21, 167).
Ως πρότυπα χριστιανικού ήθους παρουσιάζονται οι μορφές των ορθόδοξων Αγίων, οι οποίοι, όμως, σε μια πλήρως εκκοσμικευμένη φανέρωση, όπως τους θέλει η Διάπλασις, λαμβάνουν κάποιες φορές και ρόλο μάρτυρα: «Υπόσχεσαι εις τον άγιον Νικόλαον να είσαι πάντα τίμιος άνθρωπος, όπως όλη σου η οικογένεια έως τώρα;» (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 52, 365).
Αρκετές φορές, επίσης, χρησιμοποιείται η δικαιοσύνη του Θεού, ως μέσο εκφοβισμού των άτακτων παιδιών: «τους εφάνη, ως να τους ετιμώρησε η δικαιοσύνη του Θεού. ΄Εγιναν καλά παιδιά καί τ’ αγαπούν τώρα όλοι» (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 28, 221). Ο Θεός, κατά τη «θεολογική» ερμηνεία της Διαπλάσεως, εμφανίζεται ως τιμωρός και σε άλλη συναφεια: «μωρά παιδιά, συλλογισθείτε τό έργον σας το πονηρόν, ο Πλάστης, όσο κι αν κρυφθείτε, το βλέπει, πανταχού παρών». (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 37, 290). Η λανθασμένη, ομολογουμένως, αυτή προσπάθεια θρησκευτικού πειθαναγκασμού και εκφοβισμού των παιδιών ώστε να φέρονται σωστά, δημιουργεί την εντύπωση αφενός ότι ο Θεός της αγάπης είναι γεμάτος πάθη, εκδικητικότητα και κακία και αφετέρου ότι το παιδί δεν θεωρείται ως «ελεύθερος συνομιλητής» Του σε μια «προσωπική συνάντηση» (Βασιλόπουλος, 97-99). Έτσι τα ίδια καλούνται να πειθαρχούν στις προσταγές Του, όχι από σεβασμό και αγάπη προς Αυτόν ή ακόμη για τη σωτηρία τους, αλλά για να μην τιμωρηθούν, προσλαμβάνοντας έτσι ως πρότυπο μια παρερμηνευμένη και κακοποιημένη πίστη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στα πρώτα της βήματα η Διάπλασις κατέκρινε ένα άλλο παιδικό περιοδικό θρησκευτικού χαρακτήρα, που είχε τον τίτλο Εφημερίς των παίδων, ότι παρέκλινε από το ορθόδοξο δόγμα και ήταν «Ευαγγελικό» και απαγορευμένο από την Ιερά Σύνοδο (Πάτσιου, 14).
Από τη «Διάπλασι», τέλος, δε λείπουν και οι επικρίσεις για τις άλλες θρησκείες. Οι όποιες αναφορές σ’ αυτές, όχι και τόσο συχνές, ομολογουμένως, συνοδεύονται με άσχημα σχόλια και μειωτικές κρίσεις (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 11, 168).
3. Τα πρότυπα της φιλοπατρίας
Μπροστά στα ανοικτά μέτωπα που είχε να αντιμετωπίσει την περίοδο αυτή το γένος, ήταν πολύ φυσικό όλοι οι ΄Έλληνες να ετοιμάζονται ψυχολογικά για νέες πολεμικές συγκρούσεις. Για το λόγο αυτό η χώρα βρισκόταν σε ένα γενικότερο κλίμα καλλιέργειας της φιλοπατρίας, που ήταν ένας συνδυασμός της θυσιαστικής ετοιμότητας προς χάριν της πατρίδος και της αγάπης προς ό,τι εθεωρείτο πως συμβάλλει προς αυτήν την κατεύθυνση. ΄Ισχυαν δηλαδή και σ’ αυτήν την περίπτωση οι διαχρονικές επιλογές του Ελληνισμού για καλλιέργεια της ενότητας, της ομοψυχίας, του αγωνιστικού φρονήματος και προπαντός για χαλύβδινη διάθεση αυτοθυσίας χάριν των δικαίων της πατρίδας. Προϋπόθεση της καλλιέργειας αυτών των αρετών ήσαν η εκμάθηση της γλώσσας και της ιστορίας, η βίωση της Ορθοδοξίας, η διατήρηση των ηθών, των εθίμων, των παραδόσεων, των συνηθειών, της παραδοσιακής μουσικής, των ελληνικών χορών και όλων γενικά των προτύπων, που έφερναν τον ελληνικό λαό να διαφέρει έναντι των άλλων λαών και των προτύπων τους και να αισθάνεται εθνική υπερηφάνεια και αυτοπεποίθηση για τις ιδιαιτερότητές του.
Αναφορές που αφορούσαν σε θέματα φιλοπατρίας, σύμφωνα και με τις αρχές που τέθηκαν εξ’ αρχής στο περιοδικό, γίνονταν στις σελίδες της «Διαπλάσεως». Αρκετά κείμενα κάνουν λόγο για την Ελλάδα και την αγάπη που οφείλουν να έχουν όλοι οι ΄Έλληνες προς αυτήν. Χαρακτηριστική είναι η φράση που συναντάμε σε περιοδικό του 1882: «περισσότερον και από την ζωήν σου, και από τον πατέρα σου και από την μητέρα σου αγάπα την Ελλάδα» (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1882, αρ. 8, 124). Αλλού η πατρίδα συγκρίνεται με τη μητέρα μας και βγαίνει κερδισμένη: «καμμία μήτηρ δεν κάμνει όσα κάμνει η πατρίς διά τα τέκνα της. Τα ανατρέφει, τα εκπαιδεύει, τα υπερασπίζει, τα έχει ελεύθερα και υπερήφανα» (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1897, αρ. 18, 141). Μνεία γίνεται και στον απόδημο Ελληνισμό, ο οποίος, σύμφωνα πάντα με την άποψη του περιοδικού, αγαπά την Ελλάδα περισσότερο από όσους Έλληνες που ζουν εντός αυτής (Η Διάπλασις, τόμ. 9/1902, αρ. 4, 27).
Εξίσου συχνές είναι και οι προτροπές προς τους άρρενες βέβαια συνδρομητές να υπηρετήσουν την πατρίδα τους και να θυσιαστούν γι’ αυτήν, όταν φτάσουν στην κατάλληλη ηλικία (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 13, 102).
Ήρωες, όμως, δεν είναι, κατά τις απόψεις του περιοδικού, μόνον αυτοί που θυσιάζονται γι’ αυτήν, αλλά και όσοι, αν και δεν πολεμούν, υποφέρουν για το καλό της (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1897, αρ. 39, 308). Η φιλοπατρία, άλλωστε, συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πρότυπα που προωθεί το περιοδικό, σύμφωνα με όσα το ίδιο ισχυρίζεται, προκειμένου να αυτόχαρακτηριστεί: «σημαίνω αγάπην και καλοσύνην, επιμέλειαν και πρόοδον, ευπείθειαν και χρηστότητα, φιλοπατρίαν και αυταπάρνησιν» (Η Διάπλασις, τόμ. 11/1904, αρ. 1, 6).
Και στην περίπτωση όμως της καλλιέργειας της φιλοπατρίας παρατηρείται, όπως είπαμε, μια αστάθεια και ασυνέπεια. Απουσιάζει, δηλαδή, μια ενιαία και αταλάντευτη στάση, απουσία που σίγουρα, από πλευράς παιδαγωγικής, επηρεάζει αρνητικά τους νεαρούς αναγνώστες και τους δημιουργεί σε κάθε εποχή αρνητικά πρότυπα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι σε τεύχος του περιοδικό του 1908 καταγγέλλεται μια «τάξις ανθρώπων από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, των οποίων το κυριώτερον χαρακτηριστικόν είνε η περιφρόνησις παντός ελληνικού». Ο λόγος αυτής της καταγγελίας δεν ήταν τόσο η ανησυχία του περιοδικού για την υποτίμηση του εθνικού φρονήματος από αυτήν την κοινωνική τάξη, όσο, όπως διευκρινίζεται στη συνέχεια, ότι τα παιδιά αυτής της τάξης αγόραζαν ξένα περιοδικά και δεν αγόραζαν τη «Διάπλασι» με το όνομα της οποίας και μόνον αηδίαζαν (Η Διάπλασις, τόμ.15/1908, αρ. 18, 143).
Η έλλειψη συνέπειας φαίνεται και σε άλλα σημεία του περιοδικού, όπως έχει ήδη επισημανθεί σε σχετική εργασία: Το 1901 πατριώτης για τη «Διάπλασι» είναι «όποιος εργάζεται με τιμιότητα». Το 1906 φιλοπατρία σημαίνει αγάπη προς τους συμπατριώτες, ενώ το 1911, λίγο πριν από τους βαλκανικούς πολέμους, το περιοδικό δημοσιεύει «δεκάλογο πατριωτισμού», στον οποίο αναφέρονται περίεργα πράγματα, όπως ότι η αγάπη της πατρίδας υποχωρεί, όταν έρχεται σε σύγκρουση με την αγάπη προς όλη την ανθρωπότητα! και ότι «πολύ μεγαλήτερη (sic) αγάπη για την πατρίδα από το να σκοτωθής γι’ αυτή, είνε να ζήσης γι’ αυτή». Το 1918, ωστόσο, αλλάζει πάλι γραμμή και διακηρύττει ότι το έθνος επαναπροσδιορίζεται στη Μεγάλη Ιδέα, που θέλει την Ελλάδα «κέντρο πολιτισμού, προορισμένο να ξαναφωτίσει όλο τον κόσμο». Αναφέρεται επίσης στους αλύτρωτους αδελφούς και στις ελληνικές χώρες που «στενάζουν εις την σκλαβιά» (Πάτσιου, 133-136).
Αν και υπήρχε μεγάλη αποδοχή των θέσεων περί της φιλοπατρίας που εξέφραζε το περιοδικό, υπήρξαν επίσης έντονες αντιδράσεις για τη στάση του τόσο έναντι των εθνικών θεμάτων, όσο και έναντι της εθνικής και ελληνοκεντρικής αγωγής, που ασκούσε με τα κείμενά του προς τους νέους. Η Γ. Καζαντζάκη αναφέρει ότι, ενώ κατά τη γνώμη της ο σκοπός ενός περιοδικού στην Ελλάδα έπρεπε να είναι εθνικός, αποσιωπούνται οι αγώνες, οι θυσίες και γενικά οι ιστορικές γνώσεις όλων των περιόδων του Ελληνισμού καθώς και τα βιώματα εκείνα, που θα μπορούσαν να εμπλουτίσουν τη φιλοπατρία των παιδιών. Γεμάτη απογοήτευση υπογραμμίζει ότι στη «Διάπλασι» ακολουθείται μια γραμμή, που δεν προσφέρει στα παιδιά τα στοιχεία της μόρφωσης, που θα τους τονώσει τη συναίσθηση πως είναι ΄Έλληνες «και την υπερηφάνεια που πηγάζει από αυτή την συναίσθηση… Πουθενά μια ελληνική παράδοση, ένα δημοτικό τραγούδι, μια ιστορία ελληνικής οικογένειας, μια ηρωϊκή πράξη ενός ελληνόπουλου. Την ιστορία του Μ. Ναπολέοντος διαδέχεται η ιστορία της Μαρίας Αντουανέτας. Τα μικρά μας γνωρίζουν τις αρχοντικές συνήθειες που έχουν οι παλιές οικογένειες της Αγγλίας, αλλά για τη μεγάλη μας Βυζαντινή Ιστορία και την Αγία Σοφία δεν έχουν είδηση». Στην ίδια συνάφεια αναφέρει η Γ. Καζαντζάκη τα χαρακτηριστικά ενός ιδανικού περιοδικού, που θα συνέβαλε στη νέα ελληνική αναγέννηση, τονίζοντας, κυρίως, ότι το υλικό ενός τέτοιου περιοδικού δεν πρέπει να αντλείται από ξένα περιοδικά και ότι ένα παιδικό περιοδικό θα πρέπει να προβάλει την τιμιότητα, την εργατικότητα, τη γενναιότητα, την αισιοδοξία, την ειλικρίνεια, την αγάπη της πατρίδας, την περηφάνεια, τα ήθη και τα έθιμα του ελληνικού λαού (Καζαντζάκη, 222-225).
Γ. Τα ηθικά πρότυπα της «Διαπλάσεως»
1. Τα Θετικά ηθικά πρότυπα
Το περιοδικό «Διάπλασις των παίδων» αποδεικνύει ήδη από τον τίτλο του την πρόθεσή του να φωτίσει και να διαπλάσει τη νεότητα της χώρας, σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής, τις αρχές του περιοδικού και τις απόψεις των συγγραφέων. Τα μυθιστορήματα, οι ποικίλες αφηγήσεις, τα ποιήματα, ακόμη και η αλληλογραφία περιέχουν ηθικά πρότυπα. Στο πλαίσιο ενός άρθρου δεν έχουμε τη δυνατότητα να τα αναλύσουμε και να τα σχολιάσουμε λεπτομερειακά. ΄Έτσι θα αναφερθούμε μόνο επιγραμματικά στα περισσότερα και θα μείνομε σε ένα ενδεικτικό σχολιασμό μόνον κάποιων από αυτά.
1) ΕΡΓΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: Η εργασία δίδει νόημα και σκοπό στη ζωή, αποτελεί πηγή ικανοποίησης και χαράς και αφορμή ηθικής ολοκλήρωσης. Η εργατικότητα είναι η αξία που επαινείται περισσότερο από κάθε άλλη (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1882, αρ. 2, 18-19).
Γίνεται αναφορά στην αμοιβή της εργασίας καθώς και στην αμοιβή των ανηλίκων, που ήταν συνήθως πενιχρή, χωρίς όμως αυτό να επικρίνεται ( Η Διάπλασις, τόμ. 9/1902, αρ. 52, 414), αφού άλλωστε η «Διάπλασις» απευθυνόταν κυρίως στα υψηλά κοινωνικά στρώματα (Η Διάπλασις, τόμ. 11/1904, αρ. 11, 163).
2) ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ: Η ορθή διαπαιδαγώγηση των παιδιών και εφήβων της εποχής επέβαλε, ανάμεσα στα άλλα πρότυπα, να προβληθεί και αυτό του φιλάνθρωπου προσώπου. Η εποχή μαστιζόταν από συχνούς πολέμους, που άφηναν πολλά παιδιά ορφανά, ενώ η οικονομία της χώρας δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η ανάγκη πολλών φτωχών ανθρώπων για βοήθεια, κυρίως υλική, αλλά και ηθική, καθώς η εξαθλίωση απλωνόταν σε όλα τα επίπεδα και όχι μόνο στο οικονομικό. Η «Διάπλασις» ωθεί τους πλουσιότερους συνδρομητές της να βοηθούν τα ορφανά και φτωχά παιδιά, πληρώνοντάς τους τη συνδρομή του περιοδικού, ενώ δημοσιεύει κείμενα που επαινούν τη φιλανθρωπία (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1882, αρ. 1, 22-23). Και εδώ, ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε την ιδιαίτερη φροντίδα που δείχνει το περιοδικό, προκειμένου κάποια εύπορα παιδιά να πληρώνουν το περιοδικό για λογαριασμό των φτωχών παιδιών και με απώτερο φυσικά σκοπό την αύξηση της κυκλοφορίας και το οικονομικό όφελος του περιοδικού. Δε διακρίνουμε όμως τον ίδιο ζήλο για την οργάνωση άλλων φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων μέσω του περιοδικού, προκειμένου να καλυφθούν άλλες βασικότερες βιοποριστικές ανάγκες αυτών ή άλλων παιδιών. Αντίθετα το οξύτερο πρόβλημα των φτωχών παιδιών, που «γνώριζε» ή αναγνώριζε το περιοδικό, ήταν ότι δεν είχαν την ευχέρεια να αγοράζουν το περιοδικό.
3) ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ: Συχνές είναι οι αναφορές σε κείμενα του περιοδικού στην οικογενειακή ζωή, ενώ επαινούνται τα παιδιά που τρέφουν αβίαστη αγάπη για τους γονείς τους (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 1, 13). Η αγάπη αυτή εκφράζεται και στη μοιρασιά των αγαθών: «εζούσαν αδελφικώτατα και εμοιράζοντο επίσης αδελφικότατα ό,τι καλά φαγώσιμα είχαν» (Η Διάπλασις, τόμ. 11/1904, αρ. 20, 154).
4) ΜΟΡΦΩΣΗ: Η «Διάπλασις» αναφέρεται συχνά στο παιδί που «αγρυπνεί τας νύκτας προ των βιβλίων», διότι «θέλει να προοδεύση, να προαχθή» (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 37, 294). Η επιβράβευση, μάλιστα, από το σχολείο αποτελεί αιτία επαίνου και από το περιοδικό: «δεν πιστεύει να υπάρχει καλλίτερον πράγμα από το να λαμβάνει άριστα εις όλα τα μαθήματα» (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1897, αρ. 11-12, 84). Τα βιβλία θεωρούνται ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1897, αρ. 35, 276), ενώ αξιέπαινοι θεωρούνται και οι καλοί δάσκαλοι, που προάγουν τις δυνατότητες των παιδιών (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1897, αρ. 47, 371). Δεν ξεχνά, ωστόσο, τις ευσεβιστικές του κατευθύνσεις, όταν προβάλλει την πειφρόνηση των ανθρώπων, έναντι των «κακοαναθρεμμένων» παιδιών: «Όταν ένα παιδίον είνε μορφωμένον και καλοαναθραμμένον, όλοι το αγαπούν, και θέλουν την συναναστροφήν του, αλλά το αμαθές και κακοανατεθραμμένον παιδίον εμπνέει αποστροφήν… κανείς δεν θέλει την σχέσιν του» (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 6, 226). Κατακρίνεται όμως από την άλλη πλευρά η άσκοπη χρήση της μόρφωσης ή η χρήση της για μη ηθικούς σκοπούς: «τι βγαίνει αν ξέρεις γράμματα που δεν τα ξέρουν άλλοι, αν για καλό δεν τα σκορπά το πλούσιο σου κεφάλι;» (Η Διάπλασις, τόμ. 9/1902, αρ. 34, 266). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον και εντύπωση δημιουργείται για την άποψη του περιοδικού, που σημειώνεται για πρώτη, ίσως, φορά στη «Διάπλασι», ότι η μόρφωση δεν πρέπει να επιτυγχάνεται καταναγκαστικά, αλλά με τη θέληση του παιδιού: «μελετούν όχι διότι έτσι έτυχε, όχι διότι τα στέλλουν οι γονείς των, αλλά διότι αυτά τα ίδια θέλουν κάτι να μάθουν και κάτι να γίνουν» (Η Διάπλασις, τόμ. 11/1904, αρ. 20, 156).
5) ΥΠΟΜΟΝΗ: Η υπομονή είναι η εσωτερική αρετή με την οποία εξουσιάζουμε τον εαυτό μας: «και όμως πόσα παιδιά δεν έχουν την υπομονή, δεν έχουν αυτήν την εξουσίαν εις τον εαυτόν των!» (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 7, 53). Με τη βοήθειά της ξεπερνιούνται ακόμα και οι πιο δύσκολες καταστάσεις (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 24, 191).
6) ΑΓΑΠΗ: Ένα από τα συναισθήματα που προβάλλονται αρκετά από τη «Διάπλασι» είναι η ανιδιοτελής και άδολη αγάπη? η αγάπη προς τους γονείς, το συγγενικό και φιλικό περιβάλλον, η αγάπη προς τους αδυνάτους και τους ενδεείς (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ.33, 260). Σε άλλο σημείο αναφέρεται η δυνατότητα της αγάπης να εξισώνει και να συνδέει τους πάντες, ανεξάρτητα από φυλή, κοινωνική κατάσταση και φύλο: «Η αγάπη μας συνδέει στενότατα και μας εξισόνει (sic)» (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1897, αρ. 15, 118). Ακόμη «η αγάπη μετριέται από την θυσία που κάνουμε για όποιον αγαπούμε» (Η Διάπλασις, τόμ. 9/1902, αρ.21, 162) και αποκλείεται κάθε είδος «αγάπης», που πηγάζει από το συμφέρον (Η Διάπλασις, τόμ. 9/1902, αρ. 51-52, 405).
7) ΦΙΛΙΑ: Η φιλία παρουσιάζεται στη Διάπλασι ως ένα από τα πολυτιμότερα αγαθά (Η Διάπλασις, τόμ. 11/1904, αρ. 33, 257). Έτσι γίνεται προσπάθει να οριοθετηθεί και να τεθεί σε κάποιες βάσεις: «Η αρχή της φιλίας εκείνης ήτο η αγαθότης και η συμπάθεια? τώρα εστηρίζετο επί βάσεων αδιασείστων, της εκτιμήσεως και της ευγνωμοσύνης» (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 40-41, 320). Η αγάπη μεταξύ φίλων «είνε ατελείωτη σαν είνε αληθινή» (Η Διάπλασις, τόμ. 11/1904, αρ. 36, 286). Όμως, οφείλουμε σε κάθε περίπτωση να ξεχωρίζουμε την υποκρισία και την κοροϊδία από την αληθινή φιλία (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 19, 147).
8) ΜΕΤΡΙΟΦΡΟΣΥΝΗ: Ένας αναγνώστης της «Διαπλάσεως» δεν θα μπορούσε να μην είναι μετριόφρων και σεμνός: «η μετριοφροσύνη και η αγαθότης ήσαν αι κυριώτεραι αρεταί» (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 25, 198). Χρησιμοποιείται, μάλιστα, παραφρασμένη η πολύ γνωστή ρήση του Ευαγγελίου: «πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται», έχοντας σκοπό να δείξει τη μεγάλη αξία της μετριοφροσύνης και της ταπεινότητας (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 27, 215).
9) ΜΕΤΑΜΕΛΕΙΑ- ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ: Η αναγνώριση των λαθών μας και η παραδοχή τους, αποτελεί βασικό άξονα για τη «Διάπλασι»: «μετενόησα διά το πρώτον μου πείραγμα και διά την πρώτην μου άδικον σκέψιν!» (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1897, αρ. 8, 59) και αλλού: «πάντοτε η μετάνοια είνε ωραία και ευπρόσδεκτος» (Η Διάπλασις, τόμ. 11/1904, αρ. 48, 379). Εξαιρετικά επαινετή αρετή είναι και η συγχώρεση: «σε έβλαψέ τις; Συγχώρεσέ τον» (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1882, αρ. 8, 124). Ακόμα μεγαλύτερη αρετή και σύμφωνη με τη χριστιανική πίστη παρουσιάζεται η συγχώρεση των εχθρών και η συμπαράσταση που θα τους προσφερθεί σε κάποια δύσκολη γι’ αυτούς στιγμή: «αν πεινά ο εχθρός σου, δος του να φάγη, αν διψά δος του να πιη» (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 9, 68).
10) ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ: Η αξιοπρέπεια παρουσιάζεται στο περιοδικό ως μια αρχή που δίνεται από την οικογένεια. Η μη τήρησή της επισύρει την επίπληξη της «Διαπλάσεως», με τον περίεργο σχολιασμό ότι προσβάλλεται η τιμή της οικογένειας, κάτι που δείχνει ότι το περιοδικό επιμένει να στηρίζει τα ηθικά του κριτήρια στις ευσεβιστικές βάσεις του «φαίνεσθαι» και όχι στις υπαρξιακές τού «είναι»: «δεν εκρατήσατε την αξιοπρέπειαν, την οποίαν σας επιβάλλει το όνομα της οικογενείας, διά το οποίον τόσον υπερηφανεύεσθε και εκάματε κακήν χρήσιν της ελευθερίας σας, μόλις ευρεθήκατε μόνος σας» (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 5, 38). Τονίζεται, ωστόσο, ότι χαρακτηριστικό του αξιοπρεπούς ανθρώπου είναι ότι δεν υποτάσσεται σε κανένα ταπεινό συμφέρον και ότι η αξιοπρέπεια δεν έχει καμία σχέση με τον πλούτο ή την κοινωνική θέση (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1897, αρ. 25, 195).
11) ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΗ-ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ: Η αυταπάρνηση είναι μια ακόμα αξία που προβάλλεται από τη «Διάπλασι»: «Ο Κωνσταντής δεν εσκέφθη διόλου ποίον ήτο το εδικόν του συμφέρον? μόνον την φωνήν της καρδίας του ήκουσε, και απεφάσισε να κοπιάση, να υποφέρη, να βασανισθή διά τόσας ψυχάς» (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1882, αρ. 1, 19). Αυταπάρνηση οφείλουν να δείχνουν τα παιδιά ιδιαίτερα προς τα μέλη της οικογενείας τους (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1882, αρ. 3, 37). Μαζί με την αυταπάρνηση συχνά έρχεται και η εγκράτεια, η οποία είναι: «η κορωνίς των αρετών» (Η Διάπλασις, τόμ. 11/1904, αρ. 4, 30).
12) ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ-ΤΙΜΙΟΤΗΤΑ: Η ειλικρίνεια και η τιμιότητα είναι αρετές που θεωρούνται αναγκαίες στον κοινωνικό βίο. Πολύ συχνά εκθειάζεται η ειλικρίνεια: «΄Ολοι τον ηγάπων και ήτο ειλικρινής, πιστός, αφοσιωμένος φίλος» (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1882, αρ. 8, 118). Η αστάθεια, ωστόσο, του περιοδικού επιδεικνύεται για μια ακόμα φορά, όταν γράφει ότι μερικές φορές δικαιολογείται το ψέμα και η ανειλικρίνεια, ιδιαίτερα βέβαια όταν πρόκειται για καλό σκοπό: «Επιτρέπεται καμμίαν φοράν να λέγη ο τίμιος ψεύματα» ( Η Διάπλασις, τόμ. 11/1904, αρ. 46, 364). Σε άλλη περίπτωση πάλι καταδικάζεται η έλλειψη της ειλικρίνειας και της τιμιότητας, με αφορμή την αποστολή ανωνύμων επιστολών, οι οποίες θεωρούνται δείγμα ατιμίας: «΄Οχι, ο τίμιος άνθρωπος δεν γράφει ανωνύμους επιστολάς» (Η Διάπλασις, τόμ. 11/1904, αρ. 5, 35).
13) ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ: Η πειθαρχία είναι πολύ αγαπημένη παιδαγωγική μέθοδος για τη «Διάπλασι»: «Πειθαρχία!, μου αρέσει πολύ η λέξις!» (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1897, αρ. 42, 335). Προτείνεται, μάλιστα, στους γονείς να είναι δεόντως αυστηροί με τα παιδιά τους, ώστε αυτά να σκληραγωγηθούν για να μπορέσουν αργότερα να αντιμετωπίσουν τη ζωή (Η Διάπλασις, τόμ. 11/1904, αρ. 31, 243). Βέβαια στην ίδια κατεύθυνση της σκληρότητας έναντι των παιδιών, που ακολουθεί το περιοδικό, προβάλλονται, εκτός από την πειθαρχία και τη σκληραγωγία ως μέσο συνετισμού των παιδιών και ανόητες δοξασίες και απειλές: «πολύ ορθά λέγει ότι τα μικρά παιδιά δεν μεγαλόνουν (sic), όταν κοιμούνται με τα ρούχα των» (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1882, αρ. 9, 142). Και εδώ, ωστόσο, διαπιστώνουμε ότι το περιοδικό δείχνει μια ασυνέπεια, αφού από τη μια παρουσιάζεται να προωθεί παιδαγωγικές αρχές στη σχέση των μεγάλων με τα παιδιά και από την άλλη προκρίνει την πειθαρχία, την αυστηρότητα, την σκληραγωγία και τις απειλές, ως μέσα παιδαγωγήσεως και συνετισμού τους.
2. Τα αρνητικά ηθικά πρότυπα
1) Η ΟΚΝΗΡΙΑ: Η οκνηρία είναι μια κατάσταση που καταδικάζεται από το περιοδικό σε αρκετά κείμενα και δημοσιεύσεις: «Είνε κακόν πράγμα να είμεθα οκνηροί? θα μείνωμεν αμαθείς εις όλην μας την ζωήν, και θα μας περιπαίζουν όλοι» (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1882, αρ. 6, 93). Όπως κατανοούμε η αντιμετώπιση αυτή ενός οκνηρού παιδιού είναι όχι μόνον αντιπαιδαγωγική και αντικοινωνική αλλά και μη ορθόδοξη. Αντί να επιδιώκεται η βελτίωση των οκνηρών παιδιών με πειστικά και παιδαγωγικά επιχειρήματα γεμάτα αγάπη, καλοσύνη και ενθάρυνση, προβάλλεται η μέθοδος της γελοιοποίησης, της διαπόμπευσης, της υποτίμησης και της περιφρόνησης.
3) ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ: ΄Οσες αρετές κι αν έχει κάποιος, δε θα πρέπει να περηφανεύεται γι’ αυτές και να γίνεται αλαζονικός: «Η αληθής αρετή δεν επαινεί τον εαυτόν της, διότι τότε θα μεταβληθή εις αλαζονείαν» (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1882, αρ8, 124). Άλλωστε, η αλαζονεία μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες συμφορές: «Η μεγαλαυχία γίνεται αιτία μεγάλων συμφορών εις τους αλαζόνας» (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 35, 279), όπως άλλωστε κάθε τι υπερβολικό στη ζωή μας.
4) ΕΓΩΙΣΜΟΣ- ΦΙΛΑΡΕΣΚΕΙΑ: Έλλειψη παιδείας και σωστής ανατροφής φανερώνει ο εγωισμός (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 5, 35). Ωστόσο δεν πρόκειται για μία συμπεριφορά μη αναστρέψιμη (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1882, αρ. 4, 51).
Προέκταση του εγωισμού αποτελεί και η φιλαρέσκεια, η οποία βέβαια, σύμφωνα με τη «Διάπλασι», παρατηρείται στις γυναίκες (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1897, αρ. 20,155). Η ομορφιά του σώματος αντιμετωπίζεται ως κάτι πρόσκαιρο και ανούσιο (Η Διάπλασις, τόμ. 9/1902, αρ. 1-2, 5), πολλές φορές, μάλιστα, και ως κάτι επικίνδυνο, όταν δεν συνοδεύεται από την ομορφιά της ψυχής: «κακός χαρακτήρ εις ωραίον σώμα, ομοιάζει με ωραίον πλοίον έχον κακόν κυβερνήτην» (Η Διάπλασις, τόμ. 9/1902, αρ. 22, 171).
5) ΘΥΜΟΣ: Η έλλειψη ψυχραιμίας και η αδικαιολόγητη επικράτηση του θυμού είναι αισθήματα απορριπτέα από τη «Διάπλασι» (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1882, αρ. 4, 59).
6) ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ: Η υποκρισία σίγουρα δεν ταιριάζει σε μικρά παιδιά και εφήβους γι’ αυτό και το περιοδικό εναντιώνεται στις εκδηλώσεις της (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 29, 231 και τόμ. 11/1904, αρ. 8, 57).
7) ΖΗΛΙΑ: Η ζηλοτυπία δηλητηριάζει την ευαίσθητη ψυχή των παιδιών (Η Διάπλασις, τόμ. 2/1895, αρ. 35, 276) και ταυτίζεται με την ανοησία και την ανωριμότητα (Η Διάπλασις, τόμ. 11/1904, αρ. 10, 77).
8) ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ: Η συκοφαντία θεωρείται ως ένα από τα κυριότερα ελαττώματα του ανθρώπου, το οποίο είναι υπεύθυνο για την αποξένωσή του από τους γύρω του (Η Διάπλασις, τόμ. 4/1882, αρ. 7, 106).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αντωνίου Δ., Τα Προγράμματα της Μέσης Εκπαίδευσης 1833-1929, τόμ. Α΄, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας γενιάς, Αθήνα 1987.
Βακαλόπουλου Απ., Νέα ελληνική ιστορία, Εκδ. Βάννια, Θεσσαλονίκη 1997.
Βασιλόπουλου Χρ., Ο Μαθητής ως κριτήριο του μαθήματος των θρησκευτικών, (Β΄ έκδ)., εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993.
Γιανναρά Χρ., Ορθοδοξία και Δύση, Η Θεολογία στην Ελλάδα σήμερα, εκδ. Αθηνά, Αθήνα 1972.
Η Διάπλασις των παίδων, περιοδ., τόμοι 1 (1879) κ.ε.
Λευκοπαρίδη Ξ. (επιμ.), Αλληλογραφία της Π.Σ. Δέλτα (1906-1940), Αθήνα 1956.
Καζαντζάκη Γαλ., «Τι διβάζουν τα παιδιά μας», Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, τόμ. 3 (1913).
Καρπόζηλου Μάρθ., Ελληνικός Νεανικός Τύπος (1836-1914), Καταγραφή ΙΑΕΝ 12, Αθήνα 1987.
Κογκούλη Ιω., Το μάθημα των Θρησκευτικών στη Μέση Εκπαίδευση (1833-1932). Συμβολή στην ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, (Β΄έκδ.), εκδ. Κυρακίδη, Θεσσαλονίκη 1993.
Μεταλληνού Γ., Παράδοση και Αλλοτρίωση, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1998.
Μόσχου Ε., «Το χρονογράφημα της Διαπλάσεως», Νέα Εστία, τόμ. 105 (1979).
Πάτσιου Β., Η Διάπλασις των Παίδων, Το πρότυπο και η συγκρότησή του, Αθήνα 1987.
Περσελή Εμμαν., Η χριστιανική Αγωγή και ο σύγχρονος κόσμος. Θέματα θεωρίας και πράξης της χριστιανικής αγωγής, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1994.