Ο ΒΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΣΤΙΣ ΗΠΑ ΤΟΥ ΜΑΚ ΚΑΡΘΙ

 

 

Σπ. Ρασης

Καθηγητής Π.Τ.Δ.Ε. – Α.Π.Θ.

 

 

 

Περιληψη

 

                Με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων, η Σοβιετική Ένωση αναδεικνύεται σε υπερδύναμη-ηγέτιδα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, που αμφισβητεί την ηγεμονία του καπιταλιστικού συστήματος. Η γοητεία την οποία ασκεί ο σοσιαλισμός ως ιδεολογία και πολιτικό σύστημα, σε συνδυασμό με μια σειρά περιπετειών που βιώνουν την ίδια εποχή οι Η.Π.Α. και επιτεύγματα που βλέπουν το φως στο αντίπαλο ιδεολογικο-πολιτικό στρατόπεδο, δημιουργούν ένα κλίμα πανικού και υστερίας στην καπιταλιστική υπερδύναμη εκφρασμένο με φυλακίσεις και διώξεις διανοουμένων, επιστημόνων και κρατικών υπαλλήλων, τους οποίους κατηγορούν για διαρροή επιστημονικών γνώσεων και κρατικών μυστικών καθώς και για διαφθορά της συνείδησης του αμερικανικού λαού προς όφελος των κομμουνιστών.

                Στο πλαίσιο αυτού του γενικευμένου κλίματος της παράνοιας, αρχιτέκτονας του οποίου αναδεικνύεται ο γερουσιαστής Μακ Κάρθι, πλήττονται -εκτός των άλλων- Πανεπιστήμια και πανεπιστημιακοί, για τους οποίους εγκαινιάζεται μια περίοδος αστυνόμευσης, τρομοκρατίας και βιασμού των ακαδημαϊκών ελευθεριών. Την κατάσταση που βιώνει η αμερικανική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση κατά την περίοδο του Μακαρθισμού, με όλες τις συνιστώσες και τις επιπτώσεις της στην πνευματική και πολιτική ζωή της χώρας, επιχειρεί να παρουσιάσει η παρούσα ανακοίνωση.

 

Abstract

 

After the end of World War II and the changes in the power game, the Soviet Union emerges as the leading superpower, in the socialist bloc, that can challenge the hegemony of the capitalist system. The fact that Socialism appeals to people both as ideology and political system, combined with a series of difficult situations that the US experiences during this period, as well as the scientific breakthroughs of the counter ideological—political bloc, create an atmosphere of panic and hysteria on the part of the capitalist superpower. This atmosphere is reflected in the imprisonments and persecutions suffered by intellectuals, scientists and state employees who get accused of leaking scientific data and state top secrets as well as corrupting the consciousness of the American people for the benefit of the communists.

 In this paranoid framework, orchestrated by senator McCarthy, policing, terrorism and violation of the academic freedom are inflicted, among others, on universities and academics. This paper critically examines all the aspects of the situation experienced by the American Higher Education during the period of McCarthyism and its consequences to the spiritual and political life of the country

 

 

                Μια από τις πολλές σκοτεινές όψεις της αμερικανικής πολιτικής ζωής του 20ου αιώνα, και σίγουρα η πιο μελανή της αμερικανικής ακαδημαϊκής, είναι η περίοδος του Ψυχρού πολέμου και του Μακαρθισμού (David Caute, 1978 - Richard Fried, 1990), καρπός των οξυμένων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι Η.Π.Α. σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικής τους ζωής με τη συγκρότηση, μεταπολεμικά, των δύο ιδεολογικο-πολιτικών συστημάτων και την ανάδειξη της Σοβιετικής Ένωσης, ως υπερδύναμης-ηγέτιδας του σοσιαλιστικού, σε ισχυρό αντίπαλο, αυστηρό κριτή και κατήγορο του καπιταλιστικού προτύπου κοινωνίας. Πρόκειται για μια περίοδο κατά την οποία, υπό το κλίμα του πανικού που είχε καταλάβει την καπιταλιστική υπερδύναμη εξαιτίας του, καλλιεργούμενου από -φιλελεύθερους και συντηρητικούς ταυτόχρονα- διανοούμενους, πολιτικούς και δημοσιογράφους, «Κόκκινου Φόβου», κρίθηκε στην πράξη η αμερικανική Δημοκρατία και οι αξίες τις οποίες ευαγγελιζόταν, αλλά και το πρότυπο του ηθικού, αξιοπρεπούς πολίτη που η αμερικανική κοινωνία μονοπωλούσε έως τότε. Το ίδιο διάστημα κατά το οποίο ένας μεγάλος αριθμός ατόμων αντιστάθηκε στις συστηματικά οργανωμένες πιέσεις της εξουσίας και των θεσμών της -κρατικών και παρακρατικών- που εκμηδένιζαν τον άνθρωπο και τον πολίτη, ένας ακόμη μεγαλύτερος υπέκυψε και συνεργάστηκε είτε γιατί δε διέθεταν την ηθική δύναμη και την αξιοπρέπεια των πρώτων είτε γιατί το ήθος του συμβιβασμένου πολίτη που δε διστάζει να μετατραπεί σε «δοσίλογο» αμειβόταν αδρά (Richard H. Pells,  1985, 265).

                Με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και υπό την επήρεια του σοσιαλισμού και της γοητείας που ασκεί ως ιδεολογία και πολιτικό σύστημα, πολλές αποικιακές χώρες εκδηλώνουν τάσεις ανεξαρτοποίησης από τη δυτική οικονομική και πολιτική κυριαρχία. Η έκδηλη πιθανότητα να συρρικνωθεί η ζώνη επιρροής των Η.Π.Α. λόγω της δυναμικής παρουσίας της Σοβιετικής Ένωσης στη διεθνή σκηνή και, κυρίως, ο ορατός κίνδυνος να απολεστεί η Κίνα, σε συνδυασμό με τα επιστημονικά επιτεύγματα του ανατολικού «στρατοπέδου» -κυριότερο των οποίων η κατασκευή ατομικής βόμβας- που πλήττουν την υπεροχική θέση του δυτικού, προκαλεί, όπως είναι φυσικό, αντικομμουνιστική υστερία και καλλιεργεί αντικομμουνιστικό μένος, συνοδό στοιχείο αυτής (John Lucacs, 1966, 1-103 - Walter La Faber, 1967, 1-36 - Lawrence S. Wittner, 1974, 86-110). Παράλληλα, γενικεύεται η καχυποψία και οργιάζει η συνομωσιολογία, η οποία εκφράζεται με διατύπωση κατηγοριών προς πάσα κατεύθυνση για διαρροή πολιτικών και στρατιωτικών μυστικών, αλλά και ενεργή συμμετοχή κρατικών υπαλλήλων σε πολιτικές οργανώσεις και κινήσεις ενάντια στα ζωτικά συμφέροντα της Αμερικής (Hellen Schrecker, 1998, 119-2000).

            Μέσα σ’ αυτό το κλίμα γενικευμένης ανασφάλειας και πανικού, το οποίο καλλιεργούν στην αμερικανική κοινωνία εκτός από τους πνευματικούς και πολιτικούς κύκλους και οικονομικοί, υποβοηθούμενοι από ισχυρούς «πατριωτικούς» συλλόγους που δρουν παρα-κρατικά, ο Πρόεδρος Truman υπογράφει το 1947 διάταγμα με το οποίο εξουσιοδοτούνται το F.B.I. και οι κατά Πολιτεία εισαγγελείς να ελέγχουν τη νομιμοφροσύνη όλων των κρατικών υπαλλήλων (Eleanor Bontecou, 1953 - Ralph S. Brown Jr, 1958 -Athan Theocharis, 1972, 242-268). Το διάταγμα αυτό, με το οποίο καθιερώνεται ο «Όρκος Νομιμοφροσύνης» των υπαλλήλων-μοναδικό παράδειγμα κυνικής φίμωσης της ελευθερίας των συνειδήσεων από την ηγέτιδα δύναμη του «ελεύθερου δημοκρατικού κόσμου», εγκαινιάζει επίσημα τη στυγνή αντικομμουνιστική εκστρατεία στη διοίκηση, αλλά και σ’ όλη γενικά την κοινωνική ζωή, η οποία συστηματοποιείται και επεκτείνεται με την εμπλοκή της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας σ’ αυτόν τον αγώνα εναντίον της κομμουνιστικής διείσδυσης (Telford Taylor,  1955 - Stanley I. Kutler, 1982). Έργο των δύο αυτών υπέρτατων ομοσπονδιακών οργάνων γίνεται, επί του προκειμένου, η συγκρότηση επιτροπών για την πρόληψη και καταστολή ενεργειών Αμερικανικών πολιτών με αντιαμερικανικό και υπονομευτικό για τα συμφέροντα της χώρας χαρακτήρα, που σε συνδυασμό με την επανενεργοποίηση του Νόμου Smith Act, θεσπισμένου το 1939 από το Roosevelt υπό την πίεση των συντηρητικών στοιχείων του Ρεπουμπλικάνικου  και Δημοκρατικού κόμματος, αναλαμβάνουν να κρίνουν και να «τιμωρήσουν» τα άτομα που επιδίδονται σε ανατρεπτικές του αμερικανικού πολιτικού συστήματος δραστηριότητες (Albert Fried, 1997, 10-15).

Πιο σημαντικές απ’ αυτές τις επιτροπές αναδεικνύονται η «Επιτροπή MacGarran» για την προστασία της εσωτερικής ασφάλειας των Η.Π.Α. και η «Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών» (H.U.AC.) (Robert K. Carr, 1952 - Walter Goodman, 1968), συγκροτημένες από τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων αντίστοιχα, στις οποίες προστίθεται το Φεβρουάριο του 1950 η «Υποεπιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών», περισσότερο δραστήρια και θορυβώδης από τις προγενέστερες, υπό την προεδρία του νεαρού γερουσιαστή του Wisconsin (ιστορική ειρωνεία για την πιο δημοκρατική, με τη μεγαλύτερη παράδοση προοδευτισμού Πολιτεία των Η.Π.Α.) Joseph McCarthy, οι πρακτικές του οποίου σφράγισαν αυτή την εποχή δίνοντάς της το όνομά του (Jack Anderson & Ronald W. May, 1952 - Ricard Rovere, 1960 - David Oshinsky, 1983 - Joseph McCarthy, 1952). Ο κύκλος των «υπερασπιστών της πατρίδας» έχει συμπληρωθεί, η αντικομμουνιστική εκστρατεία έχει νομιμοποιηθεί στο όνομα του κινδύνου που διατρέχει το καπιταλιστικό σύστημα από τα μόλις 40000 μέλη του κομμουνιστικού κόμματος των Η.Π.Α (Richard H. Pells, 1985, 263) και το κυνήγι των μαγισσών απλώνεται σ’ όλες τις αμερικανικές Πολιτείες εγκαινιάζοντας μια περίοδο τρόμου και παράνοιας στην αμερικανική ζωή. Άτομα από όλους τους επαγγελματικούς χώρους συγκεντρώνουν τα πυρά των επιτροπών χωρίς υποχρεωτικά να συγκαταλέγονται στα μέλη του Κομμουνιστικού κόμματος ή να αποτελούν, έστω, οπαδούς του. Οι «μαύρες λίστες» που βγαίνουν από τα αρχεία του F.B.I., το οποίο χρόνια ολόκληρα κρατούσε και ενημέρωνε ευσυνείδητα φακέλους με τα ιδεολογικά πιστεύω και τις πολιτικο-κοινωνικές δραστηριότητες Αμερικανών πολιτών (Athan Theoharis, 1978 - Kenneth O. Reily, 1983) και παραδίδονται στους δικαστικούς και τους πολιτικούς των διαφόρων επιτροπών προκειμένου να προβούν σε προγραφές, συμπεριλαμβάνουν επιπλέον «συνοδοιπορούντες» ή ακόμη και απλά συμπαθούντες.

            Πόσο γενικευμένο χαρακτήρα αποκτά αυτό το κίνημα διώξεων και τιμωριών των «αντεθνικώς» όχι μόνο δρώντων αλλά και απλά σκεπτόμενων Αμερικανών, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, ενώ στην πρώτη φάση καταπολέμησης του κομμουνιστικού κινδύνου -αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο- η αμερικανική ακαδημαϊκή ζωή παρέμεινε αλώβητη (Robert Marray, 1955 - Robert W. Iversen, 1959, 11-31), στη μεταπολεμική φάση του Ψυχρού Πολέμου δε γίνονται διακρίσεις. Στο στόχαστρο των κρατικών επιτροπών, των συγκροτημένων για τη σωτηρία του κεφαλαιοκρατικού συστήματος βρίσκονται όλοι και στον έλεγχο της νομιμοφροσύνης υπόκεινται και οι πανεπιστημιακοί οι οποίοι στο παρελθόν ή κατά τα ταραγμένα αυτά χρόνια διατύπωναν επιστημονικές ιδέες ή εξέφραζαν πολιτικές θέσεις αντίθετες με τη λογική του καπιταλισμού, όπως αυτός, αφτιασίδωτος,  αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια του οικονομικού κραχ και εξακολουθεί να κυριαρχεί.

Οι συγκεκριμένοι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι, διαθέτοντας επιστημονική εντιμότητα και πολιτικό ήθος δεν είναι διατεθειμένοι να υποχωρήσουν στις επίμονες πιέσεις που αρχίζει να δέχεται η αμερικανική κοινωνία από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 κάτω από το βάρος των κοινωνικο-πολιτικών αλλαγών οι οποίες συντελούνται σ’ αυτή την ιστορική συγκυρία. Έχοντας ενστερνιστεί τα κατοχυρωμένα από το Σύνταγμα των Η.Π.Α. δικαιώματα της πνευματικής ελευθερίας και της ελεύθερης έκφρασης των πολιτών, υπερασπίζονται σθεναρά τη συνδικαλιστικά κατακτημένη ακαδημαϊκή ελευθερία, η οποία είχε καθιερωθεί επίσημα το 1915 με τη συγκρότηση του συνδικαλιστικού οργάνου των Αμερικανών ακαδημαϊκών (Αμερικανική Ένωση Πανεπιστημιακών Καθηγητών [A.A.U.P.]) και τη δημοσίευση του πρωτοποριακού για τα τότε αμερικανικά δεδομένα κειμένου “General Declaration of Principles”, διανοητικού καρπού των φιλοσόφων John Dewey και Arthur O. Lovejoy (John Dewey - Arthur O. Lovejoy, 1915, 20-43). Κατά συνέπεια, αρνούνται να απεμπολήσουν τις ριζοσπαστικές κοινωνικές, πολιτικές και επιστημονικές αντιλήψεις τους, όπως αυτές διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια του οικονομικού κραχ, και συνεχίζουν να υποστηρίζουν θέσεις και να διαδίδουν ιδέες αντίθετες από τα συμφέροντα των πολιτικών και οικονομικών κέντρων εξουσίας (Ricard H. Pells, 1973, 69-150 - C. A. Bowers, 1969, 48-90).

                Στα τέλη, όμως, της δεκαετίας του ’40 οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Το δημοκρατικό κλίμα έχει ανατραπεί και ο ριζοσπαστισμός που χαρακτήριζε την αμερικανική κοινωνική και πνευματική ζωή στις αρχές της μεγάλης οικονομικής ύφεσης του πρώτου μισού του 20ου αιώνα και τον οποίο κομμουνιστές και αριστεροί μοιράζονταν από κοινού με προοδευτικούς φιλελεύθερους συναδέλφους τους, έχει υποστεί αλλοιώσεις και μετασχηματισμούς. Οι φιλελεύθερες κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις που είχε εισαγάγει ο Roosevelt, με την παράλληλη σταδιακή καθιέρωση του Κράτους Πρόνοιας και την ανόρθωση της οικονομίας που είχε επιτύχει δια της πολιτικής του New Deal, είχαν ικανοποιήσει σε μεγάλο βαθμό τους προοδευτικούς φιλελεύθερους ακαδημαϊκούς, ενώ η αποκάλυψη των σταλινικών διώξεων και εκτελέσεων στα μέσα της δεκαετίας του ’30 είχε μετατρέψει την όποια συμπάθειά τους προς το «σοβιετικό πείραμα» σε έντονη εχθρότητα προς τον κομμουνισμό, εγχώριο και ξένο. Την  εχθρότητα αυτή εξέφρασαν έμπρακτα με τη δημιουργία το 1939 του Committee for Cultural Freedom (Robert W. Iversen, 1959, 201-202), ενός οργάνου το οποίο αποτέλεσε τη βάση για να ενωθούν, με τη χρηματοδότηση της C.I.A., στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και μέσα στο κλίμα του Ψυχρού πολέμου και την υστερία του Μακαρθισμού φιλελεύθεροι, ακροδεξιοί και ανανήψαντες πρώην κομμουνιστές σε μια παγκόσμια σταυροφορία διανοουμένων για την υπεράσπιση της πνευματικής και πολιτισμικής ελευθερίας, την οποία κατηύθυνε η περίφημη οργάνωση Congress of Cultural Freedom. (Christopher Lasch, 1968, 63-114 - Μichael Harrington, Spring 1955, 114-122).

Την ίδια στιγμή, οι θέσεις και οι διεκδικήσεις των ριζοσπαστών διανοουμένων -ανάμεσα στους οποίους και εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων- ασκούσαν μεγάλη έλξη στην αμερικανική κοινή γνώμη, καθώς οι αναμνήσεις του οικονομικού κραχ και του κύματος εξαθλίωσης των κατώτερων κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων ήταν νωπές και ο φόβος για την επάνοδο της κρίσης γενικευμένος, γεγονός το οποίο τους καθιστούσε ιδιαίτερα επικίνδυνους για τη διατήρηση του status quo, πολύ περισσότερο που την εσωτερική αστάθεια επιδείνωναν τα μηνύματα της επερχόμενης πολεμικής σύγκρουσης. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, συντελείται η μεταστροφή της στάσης των φιλελεύθερων διανοούμενων απέναντι στους εμφορούμενους από αριστερές ριζοσπαστικές ιδέες συναδέλφους τους, τους οποίους, σε μια περίοδο κατά την οποία ο ολοκληρωτισμός εξαπλώνεται ταχύτατα στη Δύση απειλώντας τη δημοκρατία και την παγκόσμια ειρήνη, αντιμετωπίζουν ως περισσότερο ύπουλους και επικίνδυνους από τους φασίστες (Sidney Hook, 1939, 550-555)  Από το 1939, λοιπόν, οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι στρέφουν τα πυρά τους στους αριστερούς συναδέλφους τους και εξαπολύουν σφοδρή επίθεση εναντίον τους, η οποία έρχεται να προστεθεί στις μόνιμες επιθέσεις που δέχονται οι ριζοσπάστες διανοούμενοι και εκπαιδευτικοί από ακροδεξιά στοιχεία, τον ελεγχόμενο από το μεγάλο κεφάλαιο τύπο και την πλειονότητα των πολιτικών. Mόνο που η επίθεση αυτή έχει ιδιαίτερα βαρύνουσα σημασία, επειδή προέρχεται από τη φίλα, μέχρι πρότινος, προσκείμενη προς αυτούς πλευρά.

Τις αντικομμουνιστικές ενέργειες των φιλελεύθερων διανοούμενων αναστέλλουν προς στιγμήν η είσοδος των Η.Π.Α. στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και η πολιτική ανοχή η οποία επικρατεί αυτά τα χρόνια, για να τις επαναφέρουν στο προσκήνιο με μεγαλύτερη οξύτητα το ψυχροπολεμικό κλίμα και η υστερία του Μακαρθισμού, στα πλαίσια των οποίων γίνονται και οι ίδιοι στόχοι ακροδεξιών στοιχείων, που τους προσάπτουν την ετικέτα των συνοδοιπορούντων. Προκειμένου, λοιπόν, οι φιλελεύθεροι -διανοούμενοι και εκπαιδευτικοί- να αποδείξουν την επιστημονική τους ακεραιότητα, την πίστη τους στην αμερικανική δημοκρατία και το αίσθημα ευθύνης τους απέναντι στο αμερικανικό έθνος, αυτοανακηρύσσονται υπερασπιστές της πνευματικής και πολιτισμικής ελευθερίας (Mary Sperling McAuliffe, 1978) και αναλαμβάνουν δράση από κοινού με ακροδεξιούς και ανανήψαντες πρώην κομμουνιστές συναδέλφους τους σπεύδοντας να συνεισφέρουν μ’ όλες τους τις δυνάμεις σ’ αυτή την αντικομμουνιστική εκστρατεία, που επεκτείνεται και επικεντρώνει στα Πανεπιστήμια, ως χώρους διάβρωσης των συνειδήσεων των νέων, και τους πανεπιστημιακούς, ως διαφθορείς των χρηστών ηθών τους (Robert W. Iversen, 1959, 332-358).

Υπό τις συνθήκες αυτές, καθίστανται καθημερινή πρακτική η αστυνόμευση των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και ο εξευτελισμός των ακαδημαϊκών ως ατόμων, πολιτών και πνευματικών ταγών, εξαπολύεται κύμα γενικευμένων διώξεων των πανεπιστημιακών δασκάλων και εγκαινιάζεται κλίμα τρομοκρατίας, το οποίο θα κυριαρχήσει με αμείωτη ένταση στην αμερικανική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση οκτώ ολόκληρα χρόνια. Στο χρονικό διάστημα 1947-1955 εκατοντάδες ακαδημαϊκοί κλήθηκαν για ανάκριση σε μια από τις συσταθείσες από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία επιτροπές με τις κατηγορίες της αντεθνικής συμπεριφοράς και της υπονόμευσης των εθνικών συμφερόντων και υποχρεώθηκαν να αποκηρύξουν τα πολιτικά τους πιστεύω και να καταδώσουν συναδέλφους τους με τους οποίους μοιράζονταν τις ίδιες πολιτικές και κοινωνικές ιδέες προκειμένου να αθωωθούν και να γλιτώσουν τις προβλεπόμενες για την περίσταση κυρώσεις (Hellen W. Schrecker, 1986).

Οι πολιτικές διώξεις δεν περιορίζονται στους δεδηλωμένους κομμουνιστές που είναι ή έχουν χρηματίσει σε κάποια περίοδο της ζωής τους ενεργά μέλη του αμερικανικού κομμουνιστικού κόμματος ή, έστω, οπαδοί του ούτε και στους συνεπείς μαρξιστές οι οποίοι δεν κρύβουν ότι ενστερνίζονται τις ιδέες της αριστεράς. Επεκτείνονται και σ’ όλους εκείνους για τους οποίους γεννάται η παραμικρή υπόνοια ότι διαφωνούν με τις πολιτικές επιλογές ή αντιδρούν στην υστερία και την παράνοια που κυριαρχεί στην αμερικανική κοινωνία σ’ αυτή την ιστορική συγκυρία. Αρκούν και μόνον οι φιλικές σχέσεις των πανεπιστημιακών με αριστερούς για να προκαλέσουν την «τιμωρία» τους ως συναναστρεφόμενων με υπονομευτές του αμερικανικού πολιτικού συστήματος και τρόπου ζωής [guilt by association] (Hellen W. Schrecker, 1998, 276) και να επισύρουν τις κυρώσεις της επίσημης εξουσίας, οι οποίες συνίστανται στο δημόσιο εξευτελισμό, την περιθωριοποίηση, την απόλυσή τους από το εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο εργάζονται -ακόμη κι αν έχουν κερδίσει τη μονιμότητά τους (tenure) χάρη στο επιστημονικό και διδακτικό τους έργο- και τη διαγραφή τους από την επιστημονική κοινότητα.

Εκείνο που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα αυτή τη σκοτεινή περίοδο της ιστορίας των Πανεπιστημίων δεν είναι τόσο η καταστρατήγηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας, που δεν είναι, εξάλλου, κάτι το καινούριο στην ιστορική πορεία της Ανώτατης αμερικανικής Εκπαίδευσης, αφού αυτή από την ίδρυση των πρώτων αποικιακών κολεγίων μέχρι τα μισά του 19ου αιώνα διάγει κάτω από τον ασφυκτικό εκκλησιαστικό έλεγχο με αποτέλεσμα οι λόγιοι δάσκαλοι να προσαρμόζουν τη σκέψη και τη διδασκαλία τους στις αρχές του ιδιαίτερου δόγματος που πρεσβεύει το ίδρυμα στο οποίο εργάζονται (Richard Hofstadter, 1961, 261-274 - Richard Hofstadter & Wilson Smith (eds) 1968, Α΄ τ., 398-474). Είναι ο κατάφωρος βιασμός της προσωπικότητας και  η  καταρράκωση της αξιοπρέπειάς τους, καθώς τα νέα ήθη που εισάγει το κίνημα του Μακαρθισμού τους οδηγούν στο έσχατο όριο κατάπτωσης και εξευτελισμού τους ως ατόμων, πολιτών και εκπαιδευτικών (Fred R. Simring, 1981). Γιατί, δε φτάνει που, κάτω από την πίεση των αλλεπάλληλων διώξεων και του γενικευμένου πολυδιάστατου φόβου, οι ακαδημαϊκοί αναγκάζονται να μετατραπούν σε δοσίλογους και καταδότες των συναδέλφων τους. Υποχρεώνονται, επιπλέον, να υποστούν τη δοκιμασία του «Όρκου Νομιμοφροσύνης», που είχε επιβληθεί στους κρατικούς υπαλλήλους και του οποίου την ισχύ επεκτείνουν τώρα οι επιτροπές αντικομμουνιστικού αγώνα στους ακαδημαϊκούς συναινούντων -αυτοβούλως ή υπό πολιτική, οικονομική και ιδεολογική πίεση- κατά πλειοψηφία των Προέδρων και των Διοικητικών Συμβουλίων των Πανεπιστημίων Νοτίων και Δυτικών, ως επί το πλείστον, περιοχών.

Το συγκεκριμένο μέτρο πολιτικού σωφρονισμού και ελέγχου των συνειδήσεων προκαλεί την αρχόμενη αντίδραση ενός μεγάλου τμήματος πανεπιστημιακών, οι οποίοι, υπεραμυνόμενοι της επιστημονικής τους συγκρότησης, της ατομικής τους αξιοπρέπειας και της πολιτικής τους οντότητας, αρνούνται να υποβληθούν σ’ αυτή την ταπεινωτική για την πνευματική και επαγγελματική τους ιδιότητα απαίτηση των διοικήσεων των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, συντελώντας με την «απείθειά» τους στη διόγκωση του κλίματος τρομοκρατίας που επικρατεί ήδη στους πανεπιστημιακούς κύκλους (David P. Cardner, 1967). Οι Πρόεδροι και τα Διοικητικά Συμβούλια των Πανεπιστημίων, υποστηρικτές ευθύς εξαρχής της επίσημης πολιτικής και αρωγοί στον εθνοσωτήριο αγώνα που έχουν αναλάβει οι επιτροπές πάταξης του κομμουνιστικού κινδύνου, συναινούν στην επέκταση των διώξεων και σ’ όλους εκείνους που με τη στάση τους αγωνίζονται να διατηρήσουν αλώβητες την ακεραιότητα, την αξιοπρέπεια και την πνευματική τους ευθύνη προσάπτοντάς τους την κατηγορία του κρυπτο-αριστερισμού και της συνοδοιπορίας Hellen W. Schrecker, 1986, 114-125 - Robert W. Iversen, 1959, 261-2888). Στις ενέργειές τους υποβοηθούνται και νομιμοποιούνται από τους φιλελεύθερους πανεπιστημιακούς -με την ενεργή συμμετοχή ή την ανοχή των τελευταίων- οι οποίοι αναδεικνύονται, στην προκειμένη περίπτωση, οργανικοί διανοούμενοι του συστήματος.

Οι εν λόγω πανεπιστημιακοί, κατά την ιδιαίτερα ταραγμένη αυτή εποχή διακριτό γνώρισμα της οποίας αποτελεί η πολιτική πόλωση, επαναφέρουν στην πανεπιστημιακή ζωή και ενσαρκώνουν με συνέπεια τις πολιτικές ιδέες του Sidney Hook, σημαντικού Αμερικανού φιλοσόφου, πρώην ενεργού μέλους του Κ.Κ. των Η.Π.Α., ο οποίος στα τέλη της δεκαετίας του ’30 κι ενώ το πρώτο κύμα του αντικομμουνισμού που είχε κατακλύσει την Αμερική μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο βρισκόταν στο ζενίθ του, είχε μετατραπεί σε σφοδρό πολέμιο του κομμουνισμού και ένθερμο θιασώτη του αμερικανικού οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Σύμφωνα μ’ αυτές, η ελευθερία είναι έννοια σύμφυτη με τη δημοκρατία, αποτελεί, κατά συνέπεια, κοινό, κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα, αγαθό, γεγονός που δεν επιτρέπει την κατάχρησή της σε βάρος του κοινωνικού συνόλου από εκπαιδευτικούς οι οποίοι δεν υπακούουν στη λογική της πολιτικής νομιμοφροσύνης και με το έργο τους, επιστημονικό και διδακτικό, επιτρέπουν και υποβοηθούν τη διείσδυση κομμουνιστικών ιδεών και πρακτικών στην πανεπιστημιακή κοινότητα διαβρώνοντας συνειδήσεις και υποσκάπτοντας τα θεμέλια της αμερικανικής κοινωνίας (Sidney Hook, 1939, 254-255). Επιβάλλεται, ως εκ τούτου, ο περιορισμός της ακαδημαϊκής ελευθερίας και των πολιτικών δικαιωμάτων των ακαδημαϊκών, πολύ περισσότερο που, εκτός των δεδηλωμένων -και συνεπώς- εύκολα αναγνωρίσιμων γι’ αυτό και περιθωριοποιήσιμων κομμουνιστών, υπάρχουν και οι συνοδοιπόροι, οι συμπαθούντες, οι οποίοι προκαλούν και τη μεγαλύτερη ζημιά στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, καθώς μέθοδός τους είναι η υποβολή των ιδεών και των θέσεών τους χωρίς να γίνονται αντιληπτά τα κίνητρά τους και να ανιχνεύεται η επιβολή και ο ιδεολογικός διαποτισμός που ασκούν στους φοιτητές (Sidney Hook, 27 February 1949, 7-8, 24-25,  28, Sidney Hook, 8 Oct. 1949, 329-339). Επομένως, η ακαδημαϊκή κοινότητα και γενικότερα η κοινωνία βρίσκονται εκτεθειμένες στα «σατανικά» σχέδια των επικίνδυνων αυτών πανεπιστημιακών δασκάλων, οι οποίοι απεργάζονται την άλωσή τους. Από τη δράση τους δεν μπορεί η πανεπιστημιακή κοινότητα να προστατευθεί με κρατική επέμβαση, μια και οι πολιτικοί δεν έχουν τις απαιτούμενες γνώσεις για να ανατρέψουν τις επιστημοφανείς θεωρίες τους, στη βάση των οποίων ασκούν κριτική στην αστική κοινωνία και επιστήμη νομιμοποιώντας, παράλληλα, τις θέσεις τους, ούτε μπορούν να τους απομονώσουν καθιστώντας τους ακίνδυνους. Το  έργο αυτό οφείλουν να αναλάβουν οι φιλελεύθεροι ακαδημαϊκοί, οπαδοί και υπερασπιστές του δημοκρατικού πολιτεύματος, οι οποίοι, υποκινούμενοι από επιστημονική ακεραιότητα και βαθύ αίσθημα ευθύνης απέναντι στην αμερικανική κοινωνία, έχουν  καθήκον να περιθωριοποιήσουν τα αριστερά στοιχεία που έχουν παρεισφρήσει στους ακαδημαϊκούς κύκλους προβαίνοντας στην αναίρεση των ψευδοεπιστημονικών θεωριών τους και την αποκάλυψη των μεθόδων τους, όπως εκφράζεται επίσημα από την Αμερικανική Ένωση Πανεπιστημιακών στην ετήσια έκθεσή της του 1948. (American Association of University Professors, Spring 1948, 124-128 - American Scholar, 18, Summer 1949).

Τις προτάσεις των φιλελεύθερων ακαδημαϊκών, οι οποίοι στο όνομα της αυτοπροστασίας των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων διαφωνούν με την επέμβαση εξωθεσμικών παραγόντων στην πανεπιστημιακή ζωή, δεν αποδέχονται οι διοικήσεις των Πανεπιστημίων. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν στα πλαίσια της εξάπλωσης του Μακαρθισμού αρχίζουν οι ανακρίσεις και οι διώξεις των πανεπιστημιακών, τα Διοικητικά Συμβούλια των Πανεπιστημίων στέκονται -στην πλειονότητά τους- στο πλευρό των επιτροπών, γεγονός το οποίο αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας η στάση των Προέδρων τους στην ετήσια συνάντηση της Ένωσης Αμερικανών Πανεπιστημιακών τον Οκτώβριο του 1951, όταν αρνούνται να εγκρίνουν το προσχέδιο που κατέθεσε ο Robert M. Hutchins, Chancellor του Πανεπιστημίου του Σικάγου, για την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας και τη μη επέμβαση των πολιτικών στους πανεπιστημιακούς χώρους. (Hellen W. Schrecker, 1986, 187). Με την άρνησή τους να αντιμετωπίσουν το θέμα σε επίπεδο ενδοπανεπιστημιακό, επιτρέπουν στην πολιτική ηγεσία να παραβιάσει το πανεπιστημιακό άσυλο και δίνουν το πράσινο φως για την επέκταση των ανακρίσεων και των ερευνών αφήνοντας έκθετους τους ακαδημαϊκούς στην αντικομμουνιστική μανία των εκφραστών του Μακαρθισμού. Μοναδική εξαίρεση αυτού του κανόνα αποτέλεσε ο Πρόεδρος του Πανεπιστημίου του Σικάγου Robert M. Hutchins, ο «τελευταίος γίγαντας Πρόεδρος» κατά το χαρακτηρισμό του Clark Kerr, υπό τη μακρά διοίκηση του οποίου (1929-1953) το Πανεπιστήμιο αρνήθηκε να επιτρέψει έρευνες και ανακρίσεις του ακαδημαϊκού προσωπικού του προστατεύοντάς το από τη μακαρθική υστερία και τις παρενέργειές της. (Mary Ann Dzuback, 1991, 200-203).

Όσο, όμως, κι αν οι Πρόεδροι και τα Διοικητικά Συμβούλια των Πανεπιστημίων τείνουν χείρα βοηθείας στις επιτροπές αντικομμουνιστικού αγώνα, έμμεσα μεν νομιμοποιώντας την εθνικόφρονα πολιτική τους – άμεσα δε επιτρέποντας την καταστρατήγηση της αποκτημένης με σκληρούς αγώνες και μεγάλες θυσίες ακαδημαϊκής ελευθερίας, ο πολλαπλασιασμός των πολιτικών διώξεων και η συνήθης, πλέον, πρακτική της άρσης της ακαδημαϊκής μονιμότητας αναδεικνύονται σε μείζονα κοινωνικά θέματα, τα οποία γίνονται αντικείμενο σφοδρών αντιδράσεων και έντονων συζητήσεων, αλλά και δικαστικών αγώνων. Η τεταμένη κατάσταση που επικρατεί, ως εκ τούτου, στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, υποχρεώνει τις Διοικήσεις τους να διαμορφώσουν κοινή τακτική για την αντιμετώπιση του προβλήματος -το οποίο, εκτός των παρενεργειών του στην αμερικανική πανεπιστημιακή και κοινωνική γενικότερα ζωή, προκαλεί δυσφημιστικά σχόλια για τα αμερικανικά Πανεπιστήμια στο εξωτερικό- προκειμένου να δικαιολογήσουν την υποταγή τους στις επιταγές της πολιτικής εξουσίας και να νομιμοποιήσουν το καθεστώς ερευνών, ανακρίσεων και απολύσεων που συνεπιφέρει στην ακαδημαϊκή ζωή.

Προς το σκοπό αυτό, στις αρχές Ιανουαρίου του 1953 η Ένωση Αμερικανικών Πανεπιστημίων (A.A.U.) συγκαλεί τους Προέδρους 37 μεγάλων Πανεπιστημίων σε σύσκεψη που πραγματοποιείται στο Πανεπιστήμιο του Princeton χωρίς, ωστόσο, να καταλήξει σε οριστική απόφαση και να δώσει κάποιες συγκεκριμένες λύσεις. Αντ’ αυτού, ανατίθεται στον Πρόεδρο του Πανεπιστημίου του Yale, Whitney Griswold η διαμόρφωση της επίσημης θέσης των Προέδρων των αμερικανικών Πανεπιστημίων απέναντι σ’ αυτά τα καίρια ηθικά, πολιτικά και εκπαιδευτικά ζητήματα (Sigmud Diamond, 1992, 216)

Όσο, όμως, κι αν οι Πρόεδροι και τα Διοικητικά Συμβούλια των Πανεπιστημίων τείνουν χείρα βοηθείας στις επιτροπές αντικομμουνιστικού αγώνα, έμμεσα μεν νομιμοποιώντας την εθνικόφρονα πολιτική τους – άμεσα δε επιτρέποντας την καταστρατήγηση της αποκτημένης με σκληρούς αγώνες και μεγάλες θυσίες ακαδημαϊκής ελευθερίας, ο πολλαπλασιασμός των πολιτικών διώξεων και η συνήθης, πλέον, πρακτική της άρσης της ακαδημαϊκής μονιμότητας αναδεικνύονται σε μείζονα κοινωνικά θέματα, τα οποία γίνονται αντικείμενο σφοδρών αντιδράσεων και έντονων συζητήσεων, αλλά και δικαστικών αγώνων. Η τεταμένη κατάσταση που επικρατεί, ως εκ τούτου, στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, υποχρεώνει τις Διοικήσεις τους να διαμορφώσουν κοινή τακτική για την αντιμετώπιση του προβλήματος -το οποίο, εκτός των παρενεργειών του στην αμερικανική πανεπιστημιακή και κοινωνική γενικότερα ζωή, προκαλεί δυσφημιστικά σχόλια για τα αμερικανικά Πανεπιστήμια στο εξωτερικό- προκειμένου να δικαιολογήσουν την υποταγή τους στις επιταγές της πολιτικής εξουσίας και να νομιμοποιήσουν το καθεστώς ερευνών, ανακρίσεων και απολύσεων που συνεπιφέρει στην ακαδημαϊκή ζωή.

Προς το σκοπό αυτό, στις αρχές Ιανουαρίου του 1953 η Ένωση Αμερικανικών Πανεπιστημίων (A.A.U.) συγκαλεί τους Προέδρους 37 μεγάλων Πανεπιστημίων σε σύσκεψη που πραγματοποιείται στο Πανεπιστήμιο του Princeton χωρίς, ωστόσο, να καταλήξει σε οριστική απόφαση και να δώσει κάποιες συγκεκριμένες λύσεις. Αντ’ αυτού, ανατίθεται στον Πρόεδρο του Πανεπιστημίου του Yale, Whitney Griswold η διαμόρφωση της επίσημης θέσης των Προέδρων των αμερικανικών Πανεπιστημίων απέναντι σ’ αυτά τα καίρια ηθικά, πολιτικά και εκπαιδευτικά ζητήματα (Sigmud Diamond, 1992, 216) η τρέχουσα αντιμετώπιση των οποίων στερείται συνταγματικής νομιμότητας, που υπό τον τίτλο The Rights and Responsibilities of Universities and their Faculties βλέπει, τελικά, το φως της δημοσιότητας το Μάρτιο του 1953 (Association of American Universities, 1953), ενώ την αρχική έκδοση των 15000 αντιτύπων της ακολουθεί ένα μήνα μετά μια δεύτερη 35000 αντιτύπων, την οποία χρηματοδοτεί το ίδρυμα Rockefeller (Hellen Schrecker, 1986 189).  Είναι χαρακτηριστικό ότι, με μόνη την εξαίρεση του Προέδρου  του Πανεπιστημίου του Wisconsin (Hellen Schrecker, 1986 - 189 - Sigmud Diamond, 1992, 225), οι προτάσεις του Griswold έχουν τύχει της κοινής αποδοχής όλων των Προέδρων, με τους οποίους αυτός βρισκόταν σε συνεχή επικοινωνία κατά το διάστημα των τριών μηνών επεξεργασίας τους. Τα Πανεπιστήμια έχουν, πλέον, τον καταστατικό χάρτη δράσης τους, ένα κείμενο που υπερασπίζεται την ακαδημαϊκή ελευθερία όσον αφορά στην επιστημονική έρευνα, καταδικάζει, όμως, την ελεύθερη διακίνηση «αιρετικών» πολιτικών και κοινωνικών ιδεών στους πανεπιστημιακούς χώρους ως επικίνδυνων για την ασφάλεια του έθνους και δίνει στα εκπαιδευτικά ιδρύματα το δικαίωμα να απολύουν τα μέλη του διδακτικού προσωπικού τους που χαρακτηρίζονται ως κομμουνιστές ή συνοδοιπόροι.

            Eκείνο το οποίο αξίζει ιδιαίτερης μνείας γι’ αυτή την περίοδο τρόμου και παράνοιας (1947-1955) που βιώνει η αμερικανική κοινωνία και η ακαδημαϊκή της κοινότητα, είναι ότι οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι ως όλο και το επίσημο συνδικαλιστικό τους όργανο, η «Αμερικανική Ένωση Πανεπιστημιακών Καθηγητών», τηρούν μια παθητική στάση απέναντι στις διώξεις των συναδέλφων τους και την καταστρατήγηση της πνευματικής τους ελευθερίας, καρπό ενός γενικευμένου πολυδιάστατου φόβου. Αυτή την παθητικότητα -που καλύπτεται υπό το πρόσχημα της «ακαδημαϊκής ουδετερότητας»- και την απουσία των πανεπιστημιακών από τα κοινωνικά τεκταινόμενα μπορούμε να επισημάνομε ξεφυλλίζοντας απλώς τους τόμους του επίσημου συνδικαλιστικού τους οργάνου, The American Association of University Professors Bulletin, που έχουν εκδοθεί κατά το χρονικό διάστημα 1947-1955, στους οποίους διαπιστώνουμε μια περίεργη αποσιώπηση γεγονότων και καταστάσεων που λαμβάνουν χώρα στην κοινωνία γενικά και τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα ειδικότερα. Ακόμη σαφέστερα, εναργέστερα και παραστατικά, όμως, αποτυπώνει την υπάρχουσα κατάσταση η μεγάλη έρευνα που αποτόλμησε, μεσούντος του Μακαρθισμού, ο διακεκριμένος Κοινωνιολόγος του Πανεπιστημίου Columbia, Paul Lazarsfeld (Paul Lazarfeld & Wagner Thielnes, 1958), τα συμπεράσματα της οποίας προκαλούν μεγάλη απορία και γεννούν έντονους προβληματισμούς για τη συμπεριφορά και το ρόλο των ακαδημαϊκών δασκάλων στην εποχή του «ελέγχου» των Πανεπιστημίων από τα οικονομικά συμφέροντα και την πολιτική εξουσία.

            Η συγκεκριμένη έρευνα διεξήχθηκε σε 165 κολέγια και Πανεπιστήμια και απευθύνθηκε σε 2400 Καθηγητές των Κοινωνικών Επιστημών, προκειμένου να διερευνηθούν οι θέσεις τους για την υπάρχουσα κατάσταση, οι απόψεις τους για τα αίτια που την προκαλούν και τα συναισθήματα που τους δημιουργούν η στυγνή αστυνόμευση της επιστημονικής τους δράσης, ο κυνικός βιασμός της πνευματικής τους ελευθερίας και η ωμή καταπάτηση της αξιοπρέπειάς τους. Τα αποτελέσματα ήταν αποκαλυπτικά. Σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες πανεπιστημιακούς εξέφρασαν φόβο για τη γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε στην πολιτική ζωή των Η.Π.Α., όπως αυτή εκφραζόταν από τα γεγονότα που συνέβαιναν στην Washington υπό την «αιγίδα» των επιτροπών, και για τον αντίκτυπο που είχαν στο εκπαιδευτικό και επιστημονικό τους έργο.

            Πιο συγκεκριμένα, οι φόβοι των ακαδημαϊκών εστιάζονταν πρωταρχικά στην επιλογή της βιβλιογραφίας που έπρεπε να συστήσουν στους φοιτητές τους, με δεδομένο το γεγονός ότι, αν τα περιεχόμενα σ’ αυτή βιβλία ενείχαν αξιολογικές και κριτικές θέσεις, θα μπορούσαν να αποτελέσουν αιτία παρεξηγήσεων που θα είχε δυσμενείς επιπτώσεις στη ζωή και τη δουλειά τους, αλλά και  στα κουτσομπολιά της κοινότητας καθώς και τις παραμορφωμένες ερμηνείες που δίνουν συχνά οι φοιτητές στα μαθήματα και τους καθηγητές τους. Εξίσου ισχυρός ήταν κι ο φόβος τους ότι υπήρχε πιθανότητα  η διοίκηση του Πανεπιστημίου να διατηρεί φακέλους για τη δράση, κοινωνική και επιστημονική, των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ενώ, όμως, οι πολύμορφοι αυτοί φόβοι, που δεν ήταν καθόλου ψευδαισθητικοί διότι εκπορεύονταν από τις οδυνηρές εμπειρίες και την έκρυθμη κατάσταση την οποία αντιμετώπιζαν επί σειρά ετών, θα έπρεπε, λογικά, να αποτελέσουν πηγή οργής και αγανάκτησης που θα οδηγούσαν νομοτελειακά τους πανεπιστημιακούς στην ανάληψη δυναμικής δράσης, ο Lazarsfeld διαπίστωσε εμπειρικά ότι όχι μόνο δεν προκαλούσαν τις αναμενόμενες, γι’ αυτές τις περιστάσεις, αντιδράσεις αλλά, τουναντίον, ωθούσαν σε περαιτέρω παθητικότητα, δουλικότητα και υποταγή (Paul Lazarfeld & Wagner Thielnes, 1958, 110-112). Και αποτελεί αδιαμφισβήτητης αλήθειας συμπέρασμα -και όχι μόνο για το μελετητή της Ανώτατης Εκπαίδευσης των Η.Π.Α.- ότι από τη στιγμή που πανεπιστημιακοί - Καθηγητές των Κοινωνικών Επιστημών- συναινούν στην τόσο βάναυση προσβολή της αξιοπρέπειας και του επιστημονικού κύρους των ακαδημαϊκών από το κράτος, τότε το Πανεπιστήμιο παρεκκλίνει του ουσιαστικού ρόλου του, που είναι μέσα από την έρευνα και τη διδασκαλία να διαπλάσει ολοκληρωμένες χειραφετημένες και ενεργά δρώσες προσωπικότητες, και αποβαίνει, απλά, μια επαγγελματική σχολή η οποία προετοιμάζει τεχνικούς γνώσεων, όπως είχε επισημάνει προφητικά δυο δεκαετίες νωρίτερα ο Robert S. Lynd (Robert S. Lynd 1939, 1).

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

American Association of University Professors, Report of Committee A΄ for 1947, Bulletin 34, Spring 1948

American Scholar, 18, Summer 1949.

Anderson, Jack & May, Ronald W.McCarthy: The Man, the Senator, the “ism”, Boston, Beacon Press, 1952.

Association of American Universities, The Rights and Responsibilities of Universities and their Faculties, Princeton, 1953.

Bontecou, Eleanor The Federal Loyalty-Security Program, Ithaca N.Y., Cornell University Press, 1953.

Bowers, C. A. The Progressive Educator and the Depression: The Radical Years, New York, Random House, 1969.

Brown, Ralph S. Jr, Loyalty and Security: Employment Tests in the United States, New Haven, Yale University Press, 1958.

Carr, Robert K. The House Committee on Un-American Activities, Ithaca N.Y., Cornell University Press, 1952.

Caute, David The Great Fear: The Anti-Communist Purge under Truman and Eisenhower, New York, Simon and Schuster, 1978.

Dewey, John – Lovejoy, Arthur O. General Declaration of Principles, The American Association of University Professors, Bulletin 1, 1915.

Diamond, Sigmud Compromised Campus: The Collaboration of Universities with the Intelligence Community 1945-1955, New York, Oxford University Press, 1992.

Dzuback, Mary Ann Robert M. Hutchins. Portrait of an Educator, Chicago, The University of Chicago Press, 1991.

Fried, Albert McCarthyism, the Great American Red Scare: A Documentary History, New York, Oxford University Press, 1997.

Fried, Richard Nightmare in Red: The McCarthy Era in Perspective, New York, Oxford University Press, 1990.

Gardner, David P., The California Oath Controversy, Berkley, University of California Press, 1967.

Goodman, Walter The Committee: The Extraordinary Career of the House Committee on Un-American Activities, New York, Farrar, Straus and Giroux, 1968.

Harrington, Μichael “Liberalism – A Moral Crisis: The Committee for Cultural Freedom”, Dissent, 2 Spring 1955.

Hofstadter, Richard Academic Freedom in the Age of the College, New York, 1961.

Hofstadter, Richard & Smith, Wilson (eds) American Higher Education: A Documentary History, Chicago, 1968.

Hook, Sidney “Academic Freedom and the Trojan Horse in American Education”, American Association of University Professors, Bulletin 25, Dec. 1939.

Hook, Sidney “ Should Communists Be Permitted to Teach?”, The New York Times Magazine, 27 February 1949.

Hook, Sidney “Academic Integrity and Academic Freedom: How to Deal with the Fellow Traveling Professor”, Commentary, 8 Oct. 1949.

Iversen, Robert W. The Communists and the Schools, New York, Harcourt, Brace and Co, 1959.

Kutler, Stanley I. The American Inquisition: Justice and Injustice in the Cold War, New York, Hill and Wang, 1982.

La Faber, Walter America, Russia and the Cold War 1945-1966, New York, John Willey, 1967. Lasch, Christopher “The Cultural Cold War: A History of the Congress of Cultural Freedom” στο, Christopher Lasch, The Agony of the American Left, New York, A Vintage Book, 1968.

Lazarfeld, Paul & Thielnes, Wagner The Academic Mind: Social Scientists in Times of Crisis, Glencoe, Free Press, 1958.

Lucacs, John A New History of the Cold War, New York, Anchor Books, 1966.

Lynd, Robert S. Knowledge for What?, Princeton, Princeton University Press, 1939.

Marray, Robert Red Scare: A Study in National Hysteria, Minneapolis, University of Minnesota Press, 1955.

McAuliffe, Mary Sperling Crisis on the Left: Cold War Politics and American Liberals, Amherst Mass. University of Massachusetts Press, 1978.

McCarthy, Joseph McCarthyism: The Fight for America, New York, Denin – Adair, 1952.

Oshinsky, David A Conspiracy so Immense: The World of Joe McCarthy, New York, Free Press, 1983.

Pells, Ricard H. Radical Vision and American Dreams: Culture and Social Thought in the Depression Years, New York, Harper & Row, 1973.

Pells, Richard H. The Liberal Mind in a Conservative Age: American Intellectuals in the 1940 & 1950’s , New York, Harper & Row, 1985. 

Reily, Kenneth O. Hoover and the Un-Americans; The F.B.I., H.U.AC. and the Red-Menace, Philadelphia, Temple University Press, 1983.

Rovere, Ricard Senator Joe McCarthy, New York, Meridian Book, 1960.

Schrecker, Hellen W. No Ivory Tower: McCarthyism and the Universities, New York, Oxford University Press, 1986.

Schrecker, Hellen Many Are the Crimes: McCarthyism in America, Boston, Little , Brown and Co, 1998.

Simring, Fred R. Academic Freedom and the Cold War: The Dismissal of Barrow Dunham from Temple University: A Case Study, Doctoral Dissertation, Teachers College, Columbia University, 1981. Taylor, Telford Grand Inquest: The Story of Congressional Investigations, New York, Simon and Schuster, 1955.

Theocharis, Athan “The Escalation of the Loyalty Program” στο Barton J. Berstein (ed.) Politics and Policies of the Truman Administration, Chicago, Quadrangle Books, 1972.

Theoharis, Athan Spying on Americans: Political Surveillance from Hoover to Huston Plan, Philadelphia, Temple University Press, 1978.

Wittner, Lawrence S. Cold War America: From Hiroshima to Watergate, New York, Praeger Publishers, 1974.