Πανεπιστημιο, πολιτικη και φοιτητικΕς παραταξεις:

Μεγαλα Παιχνιδια για μικρα παιδια;

 

 

Δημήτρης ΠΑΠΠΑΣ

Υπ. Δρ. Παν/μίου Κρήτης

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Σκοπός της ανακοίνωσής αυτής δεν είναι η απλή ιστορική αναδρομή του φοιτητικού κινήματος στην Ελλάδα ούτε μια μάλλον στείρα παράθεση των φοιτητικών παρατάξεων. Άλλωστε είναι κοινός τόπος η διαπίστωση πως, στη χώρα μας τουλάχιστον, τα κόμματα και εν γένει οι διάφοροι ιδεολογικοί χώροι, χρησιμοποιούν τις παρατάξεις αυτές προσπαθώντας να επιβάλλουν με έμμεσο αλλά αρκούντως ισχυρό τρόπο τις θέσεις τους για την οργάνωση και τη λειτουργία του πανεπιστημίου.

 Ο έμμεσος αυτός τρόπος αποτελεί και το αντικείμενο διαπραγμάτευσης της ανακοίνωσης. Τα εργαλεία που προσφέρει το πανεπιστημιακό σύστημα σε όποιον θέλει να το υποστηρίξει ή ακόμα – ακόμα και να το υπονομεύσει είναι όχι μόνο αρκετά, αλλά και πολύ ισχυρά. Μία πανεπιστημιακή πολιτική, θεωρητικά τουλάχιστόν, εκφράζει αλλά και εκφράζεται, είτε με την διατύπωση θέσεων και προτάσεων της εκάστοτε κυβέρνησης είτε με την υιοθέτηση από αυτήν ιδεολογικών απόψεων όπως αυτές διατυπώνονται μέσα στα όργανα συνδιοίκησης των πανεπιστημίων από τις κυρίαρχες φοιτητικές παρατάξεις. Συμβαίνει δε συχνά, οι επικρατούσες παρατάξεις να ταυτίζονται πλέον ιδεολογικά με τα λεγόμενα κόμματα εξουσίας. Αυτό είναι θετικό ή αποτελεί παράγοντα ανάσχεσης και συντήρησης;

 Τι πρέπει να αλλάξει – αν τελικά καταλήγουμε ότι πρέπει να αλλάξει - σε σχέση με τις συνιστώσες που διαμορφώνουν την πανεπιστημιακή πολιτική και κατ΄ επέκταση την πανεπιστημιακή κοινωνία; Μήπως πρέπει να αναθεωρήσουμε και να ξανασκεφτούμε την υψηλή δημοκρατικότητα που επικρατεί στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα; Μήπως πλέον το σύστημα έχει καταστεί όμηρος του εαυτού του;

Η παρούσα ανακοίνωση λοιπόν, αποτελεί μία προσπάθεια απάντησης στα ερωτήματα αυτά, φιλοδοξώντας να δώσει μία νέα πνοή και πρόταση στο ρόλο που είναι σε θέση να διαδραματίζουν οι φοιτητικές παρατάξεις στη χάραξη και διαμόρφωση πανεπιστημιακής πολιτικής.

 

ABSTRACT

 

The aim of this paper is not just an historical critical review of the student syndicalism in Greece. The ideological and social parties use this syndicalism in order to adopt and establish their political ideas about the university policy. The way that these ideas are established, the tools which the university system offers to anyone who wish to support it or to demolish it and most of all, the tips which the social parties, the authorities of the universities and each government use to control the student movement will be mentioned. It is certain, that the student movement must be leaded by people who are not party-spirited, who have the desire to work with a will, by students who keep clear in their minds the idea of syndicalism and the role which plays at the polity of a university. This paper offers a new frame in which the students will have the right to be represented without being hostages of the dean, the senate or their teachers, a frame by which the student movement and the higher education as well will keep their autonomy.

 

 

Η φύση του πανεπιστημίου αλλά και η σχετική ελευθερία διαχείρισης του χρόνου χωρίς άλλες σημαντικές δεσμεύσεις και περιορισμούς, συνθέτουν μία καθημερινή ζωή που συμβάλλει αποφασιστικά στη θεώρηση των φοιτητών ως μία διακριτή, κοινωνική ομάδα (Γάσιας Γ., 2004: 3) Οι φοιτητές λοιπόν, καθορίζονται ως ένα διαταξικό κοινωνικό σύνολο που είναι θέση να μετεξελίσσεται σε κοινωνική και πολιτική δύναμη επίδρασης. Υπερβαίνουν τις όψεις της εκπαιδευτικής τους πραγματικότητας, τις στενές οικονομικο-επαγγελματικές αναζητήσεις τους και προσανατολίζονται προς άμεσους πολιτικούς στόχους οι οποίοι αρκετές φορές αφορούν το σύνολο του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων. (Ρήγος Α., 1999:225 – 226). Η κοινωνική κατηγορία φοιτητές δύναται έτσι να μετεξελιχθεί σε δύναμη στήριξης ή πιο συχνά αμφισβήτησης των κυρίαρχων πανεπιστημιακών,  πολιτικών και ιδεολογικών δομών.

 

Ο νόμος πλαίσιο 1268 του '82 που διέπει την οργάνωση και τη λειτουργία των A.E.Ι. έβαλε τα πρώτα θεμέλια για την, καθιέρωση ενός αυτοτελούς -αυτοδιοικούμενου - Πανεπιστημίου. Η κατάργηση της "έδρας" του καθηγητή οδήγησε στην εγκαθίδρυση του Πανεπιστημίου των ομάδων, όπου όλοι οι φορείς του (Δ.Ε.Π. ΕΕΠ φοιτητές ΕΔΤΠ) αποκτούν δικαίωμα συμμετοχής στη διοίκηση και κατά συνέπεια στη διαμόρφωση των στρατηγικών επιλογών του Πανεπιστημίου.

 

Η συνδιοίκηση λοιπόν, όπως έχει καθιερωθεί να λέγεται, έφερε θεωρητικά τους φοιτητές σε μια πραγματικά υπεύθυνη θέση, με ισότιμο ρόλο στο γίγνεσθαι του Πανεπιστημίου και ταυτόχρονα τις φοιτητικές παρατάξεις στην ανάγκη να διαμορφώνουν προγράμματα-θέσεις, να ορίζουν κριτήρια για τις επιλογές τους. Στο πλαίσιο αυτό, οι φοιτητικές εκλογές έπαψαν να θεωρούνται απλώς μια καταγραφή των πολιτικών και κομματικών τάσεων που επικρατούν στη νεολαία – κάτι το οποίο άλλωστε τα τελευταία χρόνια αμφισβητείται*. Αντιμετωπίζονται και ως μία δυνατότητα των φοιτητών, μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, να επιλέγουν τα κατάλληλα πρόσωπα που μέσα από τους φορείς τους (δηλαδή τις φοιτητικές παρατάξεις) θα προωθούν στα όργανα διοίκησης την πολιτική τους για τα Α.Ε.Ι.

 

Η κατάργηση της έδρας και η δημιουργία των τεσσάρων βαθμίδων δημιούργησε πιο δημοκρατικές συνθήκες για την εκλογή των καθηγητών. Από την άλλη πλευρά, η συνδιοίκηση έκανε τους φοιτητές συμμέτοχους στην επιλογή των πανεπιστημιακών ηγεσιών και στην ίδια την άσκηση της εξουσίας. Αυτό στην πράξη σήμανε και μεγαλύτερη εξάρτηση των Πανεπιστημίων από τα κόμματα, τα οποία -ελλείψει αυτόνομου φοιτητικού κινήματος και δεδομένου ότι για τις εκλογές αποφασίζουν εκλέκτορες και όχι το σύνολο των φοιτητών- μπορούσαν πλέον να επιβάλλουν τους δικούς τους όρους.

 

Ο στόχος της Κυβέρνησης της Αλλαγής δεν ήταν άλλος παρά ο χειρισμός του διαμορφωμένου συσχετισμού δύναμης σε μία προσπάθεια σταθεροποίησης αλλά και ελέγχου του εκπαιδευτικού μηχανισμού μέσα από τρεις ευφυείς κινήσεις:

·      Την εντατικοποίηση των σπουδών

·      Την απόδοση της ιδιότητας  του ΔΕΠ στο σύνολο σχεδόν των διδασκόντων

·      Τη δημιουργία ενός συστήματος συνδιοίκησης.

Την κίνηση αυτή, η οποία παρουσιάσθηκε ως μία δημοκρατική κατάκτηση και ως τέτοια αντιμετωπίσθηκε από το σύνολο της ελληνικής αριστεράς μάλλον θα πρέπει να τη θεωρήσουμε ως μία κίνηση αστικού εκσυγχρονισμού(Κάτσικας Χ, 2003:2–3).Από τη μία προσπαθούσε να σταθεροποιήσει, αν όχι να ελέγξει θα επισημαίναμε, την ιδεολογική λειτουργία και από την άλλη πλευρά να ανακόψει την πολιτική δύναμη του Φοιτητικού Κινήματος.

 

Η αλήθεια είναι πως περιελάμβανε και σημαντικότατες παραχωρήσεις προς το φοιτητικό κίνημα. Ουσιαστικά επέτρεπε τη λειτουργία μίας ιδιότυπης κοινωνικής συμμαχίας υπέρ ενός σταθεροποιημένου, μαζικού, δημοσίου, μη απορριπτικού Πανεπιστημίου. Φοιτητική συνδικαλιστική γραφειοκρατία, κατώτερα μέλη ΔΕΠ και κάποια τμήματα του καθηγητικού κατεστημένου επένδυσαν στο σύστημα. Η ιδιότυπη αυτή συμμαχία επέβαλλε σημαντικές παραχωρήσεις προς τους φοιτητές, και από την άλλη, επέτρεπε την αμέριστη και απρόσκοπτη ανέλιξη και μονιμότητα των διδασκόντων. Με άλλα λόγια, η οργανωτική δομή ανέδειξε όλες τις πανεπιστημιακές ομάδες ως βασικούς φορείς της πανεπιστημιακής εξουσίας.

 

Παρατηρήθηκε ότι ο θεσμικός συσχετισμός δύναμης δημιουργούσε προβλήματα και αντιφάσεις τόσο με την υποχρεωτική διαπραγμάτευση – συναλλαγή με τους φοιτητικούς εκπροσώπους όσο και σε σχέση με τη βαρύτητα του κατώτερου ΔΕΠ. Οι αναπηρίες της πολιτικής ζωής μεταφέρθηκαν αυτούσιες στην ακαδημαϊκή. Η προσαρμογή όμως της δομής και της λειτουργίας των οργανωτικών σχηματισμών της ανώτατης εκπαίδευσης στηρίχθηκε και στη μεταβολή των κοινωνικών δεδομένων, στο σημείο βέβαια που η κοινωνία με την πολιτική της έκφραση καθορίζει την εκπαίδευση και η εκπαίδευση με τη σειρά της επηρεάζει τη μορφή της κοινωνίας. (Μιχαλόπουλος Α., 1993:167 – 168).

 

Ογδόντα λοιπόν τοις εκατό (80%) επί τού αριθμού των μελών τού διδακτικού προσωπικού είναι η συμμετοχή των φοιτητών στα εκλεκτορικά σώματα. Παγκόσμια ιδιαιτερότητα, όπως επισημαίνει ο Πρύτανης του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου κ. Μπαμπινιώτης, επινόηση τής πρώτης εμφάνισης τού πανελληνίου σοσιαλιστικού κινήματος στις αρχές τού '80. Ποιος αναλαμβάνει όμως το πολιτικό κόστος μιας λογικής ρύθμισης; Οι μικροομάδες εξουσίας μέσα στις φοιτητικές παρατάξεις, που ενεργούν για προσωπικό τους όφελος, ερήμην τής ηγεσίας τής παρατάξεως και τού ίδιου τού πολιτικού (κομματικού) χώρου όπου ανήκουν, πότε θα αντιμετωπισθούν; Που είναι λοιπόν το όραμα τού εκδημοκρατισμού στα Πανεπιστήμια; Η συμμετοχή και η ψήφος των φοιτητών είναι και σωστή και χρήσιμη. Αντί όμως για μία υγιή πανεπιστημιακή δημοκρατία, η οποία θα περιμέναμε να λειτουργεί υποδειγματικά και παραδειγματικά προς τους υπόλοιπους συνδικαλιστικούς χώρους, παρατηρούμε οι "εκλέκτορες φοιτητές" να ορίζονται από κάθε φοιτητική παράταξη βάσει των αποτελεσμάτων των τελευταίων φοιτητικών εκλογών και οι κατάλογοι των εκλεκτόρων να αποστέλλονται στις Σχολές από τις κομματικές φοιτητικές παρατάξεις και όχι από τον επίσημο σύλλογο της Σχολής. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι "εκλέκτορες φοιτητές" που θα ψηφίσουν για πρύτανη ή για πρόεδρο Τμήματος "εκλέγονται" από το σύνολο του φοιτητικού σώματος ή της παράταξης. Απλώς "διορίζονται" από την κάθε παράταξη, ανάλογα με... το κέφι του υπευθύνου της. Έχει μάλιστα συμβεί και το εξής εξωφρενικό: Μέσα σε διάστημα λίγων ημερών, στο ίδιο Πανεπιστήμιο, να διενεργηθούν δύο εκλογές: μία για πρύτανη και μία για πρόεδρο Τμήματος. Και να υπάρχει άλλο σώμα "εκλεκτόρων φοιτητών" για την εκλογή πρύτανη και άλλο σώμα "εκλεκτόρων φοιτητών" για την εκλογή προέδρου λίγες ημέρες αργότερα ( Κωστάκης Α., 2003: Ν69 ).

 

Οι φοιτητές οπωσδήποτε αποτελούν ρυθμιστικό παράγοντα μέσα στα πανεπιστήμια και για το λόγο αυτό συχνά καθίστανται άλλωστε και αντικείμενο εκμετάλλευσης από πανεπιστημιακούς που θέλουν να τους ζεύξουν στο άρμα των σκοπιμοτήτων τους. Αναμφισβήτητα υπάρχει και πρέπει να υπάρχει σχέση μεταξύ καθηγητών και φοιτητών. Το διάστημα όμως από τη σχέση αυτή μέχρι την συνδικαλιστική και πολιτική εκμετάλλευση είναι πολύ μεγάλο. Η εκμετάλλευση μπορεί να φθάσει σε άσχημο επίπεδο. Οι παρεμβάσεις ενδιαφερόμενων πανεπιστημιακών, με γνώμονα τον έλεγχο των φοιτητικών παρατάξεων, λαμβάνουν συχνά χώρα και μάλιστα κατά την περίοδο των φοιτητικών εκλογών, γεγονός το οποίο καταρρακώνει την αξιοπρέπεια των φοιτητών ως αυτόνομου μεγέθους μέσα στον πανεπιστημιακό χώρο αλλά και προσβάλλει την αξιοπρέπεια του πανεπιστημιακού λειτουργήματος.

 

Γενιές φοιτητών αγωνίστηκαν  σε δύσκολα και σκοτεινά χρόνια για να αποκτήσουν οι φοιτητές τη δική τους φωνή, να γίνουν κοινωνοί των διαδικασιών που αφορούν το Πανεπιστήμιο, να γίνουν μέτοχοι και συμμέτοχοι των αποφάσεων που ρυθμίζουν την εκπαίδευσή τους, να συμβάλλουν, δηλαδή οι ίδιοι στη διαμόρφωση των καταστάσεων κι όχι να καθίστανται απλοί  παθητικοί δέκτες των αυταρχικών πρακτικών του παρελθόντος. Ωστόσο υπάρχει μεγάλη απόσταση από το σημείο της συμμετοχής των φοιτητών στα δρώμενα μέχρι τη χάραξη της πολιτικής του κάθε ιδρύματος με την υπόδειξη μάλιστα των πολιτικών κομμάτων. Στην εκλογή των πρυτανικών αρχών η πλειοψηφική δυνατότητα ανήκει στις φοιτητικές παρατάξεις, οι οποίες δεν δρουν ανεξάρτητα κι αυτόνομα αλλά ποδηγετούνται από τα πολιτικά κόμματα. Έτσι, οι υποψήφιοι πρυτάνεις είναι συχνά οι εκλεκτοί των κομμάτων και όχι των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας. Καθώς οι προπτυχιακοί φοιτητές αντιπροσωπεύονται στο εκλεκτορικό σώμα σε αναλογία 80% των μελών ΔΕΠ και οι μεταπτυχιακοί με 5%, δηλαδή συνολικά 85%, δεδομένου δε ότι όλοι οι φοιτητές – εκλέκτορες ψηφίζουν εφόσον «οργανωμένα» οδηγούνται στην κάλπη, ενώ από τα μέλη ΔΕΠ απουσιάζουν και όσοι βρίσκονται σε εκπαιδευτική άδεια ­ και δεν αντικαθίσταται ­ και όσοι αδυνατούν να παραστούν για διάφορους λόγους την ημέρα των εκλογών, εύκολα γίνεται κατανοητό ότι οι φοιτητές, δηλαδή οι φοιτητικές παρατάξεις, δηλαδή τα πολιτικά κόμματα εκλέγουν τους πρυτάνεις.

 

Κάπου εδώ αρχίζει η συναλλαγή και ο έλεγχος της πολιτικής εξουσίας σ' έναν χώρο που θα 'πρεπε αυτονόητα να έχει τη δική του ανεξάρτητη έκφραση· ένα χώρο όπου τα κριτήρια εκλογής θα 'πρεπε να ήταν ακαδημαϊκά, διοικητικής και οργανωτικής ικανότητας, ήθους και κύρους στον κύκλο των ομοτέχνων των υποψηφίων και όχι πολιτικών συσχετισμών, πελατειακής υποστήριξης και ανταποδοτικής αντίληψης.

 

Η διαπλοκή των πολιτικών εξουσιών με τα ακαδημαϊκά ζητήματα δημιουργείται, ενισχύεται και συντηρείται από την υπάρχουσα νομοθεσία. Εμπειρίες ετών έδειξαν, ότι η διαπλοκή αυτή και η συναλλαγή ανέδειξαν στο πρυτανικό αξίωμα όχι πάντα τους καλύτερους και καταλληλότερους, όχι συχνά αυτούς που ενδιαφέρονται και εργάζονται για την ανάπτυξη και πρόοδο του ιδρύματος, αλλά εκείνους που θέτουν στις προτεραιότητές τους τα προσωπικά οφέλη και τη μεταπήδηση τους μετά την πρυτανεία σε άλλες υψηλότερες θέσεις της Πολιτείας. Είναι κοινός τόπος τα τελευταία χρόνια ότι η θέση του πρύτανη, μετά τη λήξη της θητείας ή τη συνταξιοδότηση του κατόχου της, επιφυλάσσει ένα άλλο αξίωμα, κρατικό ή ιδιωτικό. Καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες πρακτικών και συμπεριφορών που πού οδηγούν σιγά αλλά σταθερά τα δημόσια πανεπιστήμια στην παρακμή: Φοιτητές που δεν ενδιαφέρονται για τα πραγματικά προβλήματα του Πανεπιστημίου, συνδικαλιστές που συστηματικά απουσιάζουν από τα όργανα διοίκησης, όπου συζητούνται τα ουσιαστικά εκπαιδευτικά θέματα σπουδαστές που χωρίς καμιά αντίδραση, αδιάφορα, προσπερνούν καταγγελίες για νοσηρά φαινόμενα που παρουσιάζονται στον πανεπιστημιακό χώρο. Μέλη ΔΕΠ που απουσιάζουν από το διδακτικό τους έργο γιατί τους απορροφά η ιδιωτική επαγγελματική τους ενασχόληση, που προκειμένου να εξασφαλίσουν «ασυλία» για τις δικές τους παραλείψεις και παρανομίες επικροτούν πάντοτε τις εκάστοτε πρυτανικές επιλογές, που επιδίδονται στην άγρα προγραμμάτων από την Κοινότητα στοχεύοντας απλώς σε σημαντικό οικονομικό όφελος, κι άλλα τέλος που χρησιμοποιούν τους φοιτητές και τους κατευθύνουν προς συγκεκριμένες δικές τους επιλογές με το δέλεαρ της συμμετοχής σε κάποιο ερευνητικό έργο. Η διαπλοκή είναι ολοφάνερη.

 

Ένα επίσης αξιομνημόνευτο στοιχείο είναι, ότι εδώ και κάμποσα χρόνια τα πρυτανικά ψηφοδέλτια έπαψαν να μαγειρεύονται αποκλειστικά σε κομματικά γραφεία· έπαψαν επίσης να είναι μονοκομματικά. Τώρα σχηματίζονται ενδοπανεπιστημιακά, απέκτησαν πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα με κριτήριο επιλογής των υποψηφίων την ψηφοθηρική τους δεινότητα. Παράλληλα, οι εκλέκτορες, κυρίως των φοιτητικών παρατάξεων που πρόσκεινται σε κόμματα, κοινοβουλευτικά και εξωκοινοβουλευτικά, έπαψαν να ψηφίζουν αποκλειστικά με κομματικά κριτήρια. Η πολυκομματικότητα αυτή των πρυτανικών ψηφοδελτίων οδήγησε στην οργάνωση αντίστοιχων μηχανισμών εντός του Πανεπιστημίου. Όποιος έχει τη φιλοδοξία να κατακτήσει το αξίωμα, κυρίως αυτοί που το έχουν κατακτήσει και εννοούν να μην το εγκαταλείψουν, θυμίζουν πλέον τους παλιούς κομματάρχες που οργάνωναν τις πελατειακές σχέσεις.

 

Εδώ βρίσκεται το πρόβλημα. Στο Πανεπιστήμιο έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται εξουσιαστικές elites, ομάδες συμφερόντων, οι οποίες λειτουργούν με επαγγελματική συνείδηση εξουσίας πολιτικού τύπου. Πρόκειται για καταστρεπτική στρέβλωση που λίγοι την αντιλαμβάνονται: άλλο είναι ο καθηγητής του Πανεπιστημίου να έχει ακαδημαϊκή και επιστημονική συνείδηση και άλλο να έχει επαγγελματική συνείδηση· τα δύο υπακούουν σε διαφορετικούς κανόνες κοινωνικής ηθικής ( Κρεμμυδάς Β., 2003: Ν06).

 

Γενικά διαφθορά υπάρχει όπου υπάρχουν άνθρωποι, συνεπώς το μέγεθος της διαφθοράς εξαρτάται από τα μέτρα που λαμβάνονται από τις οργανωμένες κοινωνίες. Τέτοια μέτρα συνήθως ενσωματώνονται μέσα στο εκάστοτε θεσμικό πλαίσιο ώστε να υπάρχουν έλεγχος και ισορροπία. Ο νόμος-πλαίσιο 1268/82, μαζί με όλες τις αλλαγές και επί μέρους ρυθμίσεις που έχουν γίνει ως σήμερα, όχι μόνο δεν παρέχει δικλίδες ασφαλείας που να διατηρούν έναν υποτυπώδη έλεγχο και να κρατούν ισορροπίες αλλά ευνοεί την υποβάθμιση των σπουδών, τη συντεχνία και τη διαφθορά

 

Είναι περιττό να αναφερθεί ότι η κεφαλή του ιδρύματος όπως είναι ο πρύτανης νομιμοποιείται από το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο να έχει πελατειακές σχέσεις με φοιτητές και διοίκηση αφού έχουν την πλειοψηφία των εκλεκτόρων. Αυτό μάλιστα αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία και το αποτέλεσμα του ρεκόρ της διαφθοράς δεν πρέπει να είναι έκπληξη. Με τον ίδιο περίπου τρόπο εκλέγεται και ο πρόεδρος του τμήματος, με αποτέλεσμα τα προγράμματα σπουδών να έχουν ελάχιστες ελπίδες αναβάθμισης της ποιότητάς τους. Τα συλλογικά επίσης όργανα, όπως είναι η σύγκλητος και η γενική συνέλευση του τμήματος, είναι υποβαθμισμένα με τον ίδιο τρόπο. Τα παραδείγματα αυτά δεν έχουν τελειωμό. Η εύκολη απάντηση είναι ότι «ο λαός έτσι αποφασίζει». Το δύσκολο ερώτημα είναι πόσο ελεύθερα ψηφίζουν οι (προς εξέλιξη) λέκτορες και επίκουροι καθηγητές, πόσο απειλούνται και εκβιάζονται οι (επί πτυχίω) φοιτητές, πόσο εύκολα εξαγοράζονται συνειδήσεις (και με ευρωπαϊκά προγράμματα) και τελικά πόσο συμβατά είναι όλα αυτά με την ποιότητα της δημοκρατίας, την ακαδημαϊκή δεοντολογία και το ήθος των δημοσίων λειτουργών.

 

Το θεσμικό πλαίσιο επίσης ευνοεί την κατάληψη πρυτανικών θώκων από συντεχνίες αφού επιτρέπει μόνο σε πακέτο πρυτανικών αρχών και όχι σε μεμονωμένα άτομα να έχουν ψηφοδέλτιο. Το αποτέλεσμα της συντεχνιοποίησης των οργάνων διοίκησης του πανεπιστημίου δίνει επιπλέον το δικαίωμα σε εξωπανεπιστημιακά κέντρα να εκμεταλλεύονται τον αυθορμητισμό και τη δίψα για κοινωνική δικαιοσύνη που έχουν οι φοιτητές προς ίδιον όφελος προωθώντας ταυτόχρονα τη διαφθορά και υποβαθμίζοντας τις σπουδές.

 

Ασφαλώς δεν φταίει μόνο η Πολιτεία και οι νόμοι της. Όλοι έχουμε μερίδιο ευθύνης. Ωστόσο υπάρχει ελπίδα αν το νομικό πλαίσιο επιτρέψει στο Πανεπιστήμιο να απεμπλακεί από τον εναγκαλισμό των κομμάτων που το οδήγησε στον αποπροσανατολισμό του ρόλου του και ευνόησε την εμφάνιση εκφυλιστικών φαινομένων αναξιοκρατίας και ρευστότητας. Όταν οι φοιτητές συνειδητοποιήσουν την αποστολή τους. Όταν η συμμετοχή τους στα όργανα διοίκησης είναι σε λογικές αναλογίες και τα μέλη ΔΕΠ αφοσιωθούν στο έργο τους, τότε μπορούμε να ελπίζουμε ότι στο Πανεπιστήμιο θα κυριαρχήσουν κριτήρια ακαδημαϊκά κι όχι πολιτικά, πελατειακά και ατομικά.

 

Πρόκειται για μια δύσκολη αλλά όχι αδιέξοδη κατάσταση. Αυτό που χρειάζεται είναι η κατάκτηση της αυτοσυνειδησίας και της συνείδησης των νέων συνθηκών από διδάσκοντες και διδασκόμενους. Η χάραξη νέων προοπτικών που θα περιλαμβάνουν τις αξίες, την σχέση εξουσίας μέσα στα πανεπιστήμια καθώς και τις σχέσεις με την κοινωνία, την αγορά και το κράτος. Η επιβίωση και η πρόοδος του κλάδου των πανεπιστημιακών δεν είναι νοητή ή μάλλον είναι αυτονόητη μόνον μέσα από την αναζωογόνηση των θεσμών της Ανώτατης Παιδείας. Άλλωστε ας θυμηθούμε το άρθρο 114 του παλαιού συντάγματος το οποίο σημείωνε πως επαφίεται στον πατριωτισμό των φορέων της πανεπιστημιακής κοινότητας η προστασία και η ανάπτυξη θεσμών άμεσης και αποτελεσματικής δημοκρατίας ( Ρόκος Δ., 2003: 310) ’Ίσως τα παραπάνω να ακούγονται αυτονόητα. Μόνο όμως αν καταστήσουμε το αυτονόητο χρέος μας μπορούμε να ελπίζουμε.


 

 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Γάσιας Γιώργος (2004) Φοιτητές και φοιτητικό κίνημα στην Ελλάδα την περίοδο 1949-1974, Σεμιναριακή Εργασία στα Πλαίσια του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Νεώτερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Κάτσικας Χ. (2003), Η αναδιάρθρωση του ελληνικού πανεπιστημίου : από την Μπολόνια στην Πράγα και στο Βερολίνο, Αθήνα : Σαββάλας.

Κρεμμυδάς Β.,( 2003), «Επεφυλλίδα»,  ΤΑ ΝΕΑ , 18-06-2003 , σ..N06.

Κωστάκης Α (2003), «Για τον τρόπο εκλογής των διοικήσεων στα Πανεπιστήμια» Τα Νέα, 12 – 07 – 2003, σ. N69.

Μιχόπουλος Α. (1993), Η εκπαίδευση στο πλαίσιο της οργανωτικής θεωρίας, Αθήνα 

Ρήγος Α.( 1999), «Φοιτητικό κίνημα και δικτατορία», στο. Γ.Αθανασάτου, Ά. Ρήγος, Σ.Σεφεριάδης (Εισαγ.- Επιμ), Η Δικτατορία 1967-1974. Πολιτικές πρακτικές-Ιδεολογικός λόγος-Αντίσταση, Αθήνα: Καστανιώτης.

Ρόκος Δ. (2003),  Νόμος Πλαίσιο 1268/82 για την ανώτατη παιδεία: Πριν, Κατά και Μετά Είκοσι Έτη, Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις.


* Η έρευνα πάντως, που έκανε ο καθηγητής του Τμήματος Στατιστικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ) κ. Ι. Πανάρετος, δείχνει πως μόνο το 24,7% των φοιτητών προτίμησε την άλφα ή τη βήτα φοιτητική παράταξη, επειδή πρόσκειται στον πολιτικό του φορέα. Δείχνει όμως και κάτι άλλο, ότι το 44,56% των φοιτητών αποφασίζει τι θα ψηφίσει το τελευταίο δεκαπενθήμερο ή ακόμη και την ίδια την ημέρα των εκλογών.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Στατιστικής Τεκμηρίωσης Ανάλυσης και Έρευνας του ΟΠΑ στις 21 και 23 Μαΐου του 2001, σε δείγμα 957 φοιτητών από το ΟΠΑ.

Σύμφωνα με την έρευνα, τη μεγαλύτερη ταύτιση ψηφοφόρων μεταξύ φοιτητικής παράταξης και πολιτικού φορέα σημειώνουν οι ψηφοφόροι της ΔΑΠ, καθώς το 88,8% των φοιτητών που ψηφίζει Ν.Δ. ψηφίζει και στις φοιτητικές εκλογές ΔΑΠ. Το αντίστοιχο ποσοστό για το ΠΑΣΟΚ και την ΠΑΣΠ είναι 79,5% και για το ΚΚΕ και τις Πανσπουδαστικές Κινήσεις Συνεργασίας είναι 64,1%. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μερίδιο από τους σταθερούς ψηφοφόρους, από αυτούς δηλαδή που δήλωσαν ότι ψηφίζουν πάντα το ίδιο, φαίνεται να το έχει η ΠΑΣΠ με 43,52%. Η ΠΑΣΠ συγκεντρώνει επίσης και το μεγαλύτερο ποσοστό φοιτητών-ψηφοφόρων, που αποφασίζει τι θα ψηφίσει την ημέρα των εκλογών. Οι περισσότεροι φοιτητές, πάντως, δεν φαίνεται να εμπιστεύονται τις φοιτητικές παρατάξεις. ΤΑ ΝΕΑ, 19-04-2002 , Σελ.: N11