Ο εκπαιδευτικος λογος της Διδασκαλικης Ομοσπονδιας Ελλαδος

ως ομαδας πιεσης κατα την πρωτη μεταπολεμικη περιοδο (1946-1967) - Το παραδειγμα του «γλωσσικου προβληματος»

 

 

Δρ. Παναγιώτης Παπαδουρης

 

 

Περιληψη

 

Στην ανακοίνωση αυτή εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας στον εκπαιδευτικό λόγο της ΔΟΕ σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα την περίοδο από την επανίδρυσή της, το 1946, έως και το 1967. Ειδικότερα, αναδεικνύουμε τις θέσεις της ΔΟΕ για το γλωσσικό ζήτημα καθώς και τους παράγοντες που συνέβαλαν στην διαμόρφωση των θέσεων της και στη διεκδικητική τακτική της. Το πραγματολογικό υλικό της ανακοίνωσης αποτελούν πρωτίστως πρωτογενείς πηγές: «Διδασκαλικό Βήμα», πρακτικά Γενικών Συνελεύσεων και Διοικητικών Συμβουλίων της ΔΟΕ. Για την επεξεργασία των δεδομένων χρησιμοποιήσαμε το μεθοδολογικό εργαλείο της ανάλυσης περιεχομένου (ποσοτική και ποιοτική). Η εξαγωγή των συμπερασμάτων και η ερμηνεία τους έγινε με το θεωρητικό πλαίσιο που αφορά το σύστημα αντιπροσώπευσης συμφερόντων που κυριάρχησε την εξεταζόμενη περίοδο στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.

 

Abstract

 

In this statement we focus our interest on the DOE educational discourse with regard to the linguistic question during the period from its re-establishment, in 1946, up to 1967. More specifically, we discuss the opinions of  DOE on the linguistic question as well as the factors that contributed to the configuration of its ideas and in its tactics. The primary sources for the material for this statement come from: "Didaskaliko Vima", the formal newspaper of DOE, the transcripts of its General Assemblies and Administrative Councils. For the treatment of data we used the methodological tool of content analysis  (quantitative and qualitative). The conclusions and their interpretation were based on the theoretical frame that concerns the system of representation of interests that dominated the examined period in the Greek social shaping.

 

 

 

Το «γλωσσικό» αποτελούσε το κατ’ εξοχήν ζήτημα που δίχαζε και τον κλάδο των δασκάλων την πρώτη περίοδο λειτουργίας της ΔΟΕ (1921-1936). Στην ανακοίνωση αυτή θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στον εκπαιδευτικό λόγο της ΔΟΕ σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα την περίοδο από την επανίδρυσή της, το 1946 έως και το 1967. Ειδικότερα, θα διερευνήσουμε:

·        ποιες ήταν οι θέσεις της ΔΟΕ για το γλωσσικό ζήτημα και πώς αυτές εξελίσσονται στην πορεία του χρόνου,

·        ποιοι παράγοντες συμβάλλουν στην διαμόρφωση των θέσεων της και στη διεκδικητική τακτική της.

 

Τα σημαντικότερα στοιχεία για την ανασύνθεση της εικόνας του εκπαιδευτικού λόγου της ΔΟΕ  κατά την περίοδο 1946-1967 προέρχονται από πρωτογενές αρχειακό υλικό της συνδικαλιστικής οργάνωσης των δασκάλων-νηπιαγωγών, της ΔΟΕ, και από το Υπουργείο Παιδείας, που είναι το αρμόδιο όργανο της πολιτείας για την άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Ειδικότερα:

Το πρωτογενές αρχειακό υλικό από το οποίο προκύπτει η εξέλιξη του εκπαιδευτικού λόγου της ΔΟΕ προέρχεται:

α) από τις σελίδες του Διδασκαλικού Βήματος (ΔΒ), του επίσημου δημοσιογραφικού οργάνου της ομοσπονδίας των δασκάλων.

β) από τα επίσημα πρακτικά των ετήσιων Γενικών Συνελεύσεων της Ομοσπονδίας.

γ)   από τα επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων των εκάστοτε Διοικητικών Συμβουλίων της·

           

Η  επεξεργασία των δεδομένων έγινε με το μεθοδολογικό εργαλείο της ανάλυσης περιεχομένου (ποσοτική και ποιοτική). Ανάλυση περιεχομένου ορίζουμε τη  συστηματική και αξιόπιστη  μέθοδο με την οποία συμπυκνώνουμε πολλές λέξεις ενός κειμένου σε λιγότερες κατηγορίες περιεχομένου βασισμένες σε σαφείς νόμους κωδικοποίησης.

Η νομιμοποίηση χρήσης της μεθόδου «ανάλυσης περιεχομένου» στην παρούσα έρευνα πηγάζει από τα εξής στοιχεία που στοιχειοθετούν το περιεχόμενό της:  α) οι πηγές μας είναι γνωστές και αξιόλογες· β) μας ενδιαφέρει να επισημάνουμε εσωτερικά στοιχεία των κειμένων που εξετάζουμε (επί του προκειμένου τον λόγο της ΔΟΕ για το γλωσσικό ζήτημα) και όχι κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά τους· γ) από την ανάλυση των κειμένων στοχεύουμε στην ανάδειξη και αξιολόγηση των χαρακτηριστικών του περιεχομένου του εκπαιδευτικού λόγου της ΔΟΕ, με βάση προεπιλεγμένες κατηγορίες ανάλυσης.

Για την ανάλυση του ερευνητικού μας υλικού θα χρησιμοποιήσουμε τόσο την ποσοτική όσο και την ποιοτική ανάλυση περιεχομένου, καθώς θεωρούμε τις δύο αυτές μορφές της μεθόδου συμπληρωματικές και αλληλένδετες μεταξύ τους. Ο O. Holsti αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι δύο αυτές μορφές της μεθόδου αλληλοτροφοδοτούνται και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ο ερευνητής με τη μία γίνονται βάση για περαιτέρω έρευνα μέσω της δεύτερης (Holsti, 1969, σσ. 598-600). Και οι δύο μαζί συνυπάρχουν οργανικά και μας επιτρέπουν να αποκαλύψουμε το σύνολο των χαρακτηριστικών του ερευνητικού μας υλικού (Berelson, 1952, σ. 116). Ειδικότερα, ποσοτική ανάλυση, δηλαδή καταμέτρηση της συχνότητας εμφάνισης του εκπαιδευτικού θέματος «γλώσσα εκπαίδευσης» σε όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου και στατιστική του επεξεργασία, εφαρμόζουμε στα δημοσιεύματα του ΔΒ. Βέβαια, το αποτέλεσμα της ανάλυσης αυτής δεν μπορεί παρά να είναι καθαρά περιγραφικό.[1]   Στην εργασία μας, όμως, δεν ενδιαφερόμαστε μόνο για ποσοτική ανάλυση, για  την καταμέτρηση απλώς της συχνότητας με την οποία προβάλλεται κάθε στοιχείο, αλλά και για ποιοτική ανάλυση, «για την παρουσία ή απουσία των σημαντικών στοιχείων τα οποία περιέχονται ή δεν περιέχονται» (Λαμπίρη-Δημάκη, 1990, σ. 116) στο ερευνητικό μας υλικό, και τη διερεύνηση σχέσεων, απόψεων, πολιτικών και αντιλήψεων. Αυτό που ο Holsti ονομάζει «ανάγνωση πίσω από τις γραμμές» (Holsti, 1969, σ. 12), για να οδηγηθούμε με βάση και το θεωρητικό πλαίσιο σε απαντήσεις των ερωτημάτων της έρευνας, σε κατανόηση και ερμηνεία. Με την ποιοτική ανάλυση θα αναδειχθούν τα βαθύτερα νοήματα του περιεχομένου, «μέσα από έναν γενικότερο ερευνητικό σχεδιασμό που επιτρέπει την ανεξάρτητη επιβεβαίωση αυτών των νοημάτων με συμπληρωματικά στοιχεία» (Κυριαζή, 2000, σ. 293).

 

Η εξαγωγή των συμπερασμάτων και η ερμηνεία τους θα γίνει με το θεωρητικό πλαίσιο που αφορά το σύστημα αντιπροσώπευσης συμφερόντων που κυριάρχησε την εξεταζόμενη περίοδο στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Η άντληση στοιχείων από το ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο της εποχής που εξετάζουμε είναι αναγκαία λόγω και της φύσης των δεδομένων της έρευνάς μας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους Miles και Huberman τα δεδομένα μιας ιστορικής έρευνας βρίσκονται στο δικό τους εννοιολογικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο. Η αξιολόγησή τους μπορεί να γίνει, μόνο εάν είναι γνωστό το ίδιο  το  πλαίσιο  και οι σχέσεις  που αναπτύσσονταν  σ’ αυτό  μεταξύ των συλλογικών υποκειμένων (Miles-Huberman, 1991, σ. 29).[2]

 

Όπως έχει υποστηριχθεί, στην περιφέρεια του καπιταλισμού το κράτος λειτουργεί στη θέση της κυρίαρχης τάξης και συγκροτεί απευθείας τις κοινωνικές ομάδες με διορισμούς εκ των άνω και έντονα προστατευτικές πολιτικές (Βεργόπουλος, 1985, σσ. 32-47). Αυτό σημαίνει ότι μεταπολεμικά ο έλεγχος της ελληνικής κοινωνικοοικονομικής δομής από το κράτος ήταν κυρίαρχος, αν όχι απόλυτος. Οι διάφορες ομάδες συμφερόντων ήταν καχεκτικές, σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από την κρατική εξουσία, ενώ η τελευταία λειτουργούσε ως γενικός συντονιστής ολόκληρου του κοινωνικού σχηματισμού. Επέβαλλε την κυρίαρχη «αντικομουνιστική» ιδεολογία, απέδιδε συγκεκριμένο ρόλο στα οργανωμένα συμφέροντα και με τις άμεσες επενδύσεις και τον έλεγχο που ασκούσε στο χρηματιστικό κεφάλαιο επηρέαζε την ελληνική οικονομία (Μουζέλης, 1978, σσ. 294-295, Τσουκαλάς, 1981, σσ. 333-343).

 

Η ίδια η κρατική διοικητική μηχανή ήταν «άκρως κομματικοποιημένη και είχε ελάχιστη αυτονομία έναντι των κομματικοκρατικών μηχανορραφιών» (Μουζέλης, 2003) και της κομματικής ασυδοσίας.  Το κράτος καθόρισε αυστηρά τα όρια της συνδικαλιστικής δράσης. Εφάρμοσε όλα τα έκτακτα διοικητικά μέτρα του εμφυλίου και επέκτεινε τον έλεγχο της νομιμοφροσύνης και του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων ως απαραίτητου στοιχείου προκειμένου ένας εργαζόμενος να θέσει υποψηφιότητα για μέλος ΔΣ μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης. Επιπλέον, με τους περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος του «συνέρχεσθαι» και του δικαιώματος της απεργίας, την παρακολούθηση και την αστυνομική καταστολή της συνδικαλιστικής κίνησης που «εκτρεπόταν» εκτός των «εθνικοφρόνων» πλαισίων, η συνδικαλιστική δράση δεν ήταν μόνο περιορισμένη, αλλά και απόλυτα ελεγχόμενη από την κρατική εξουσία, τουλάχιστον όσον αφορά την ιδεολογική «καθαρότητά» της. Το περιοριστικό πλαίσιο λειτουργίας που επέβαλλε το κράτος στον ελληνικό συνδικαλισμό ήταν τόσο ασφυκτικό, ώστε δίκαια το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα χαρακτηρίστηκε ως ένας «ιδιότυπος κρατικός θεσμός» (Κουκουλές, 1984, σσ.  82-83).[3] 

Οι παραπάνω βασικές συνιστώσες του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού (κράτος, κοινωνία, οικονομία, συνδικαλιστικό κίνημα) προσιδιάζουν στον ιδεότυπο του κρατικού κορπορατισμού, κατά τον οποίο οι ομάδες συμφερόντων υπόκεινται στην ασφυκτικό έλεγχο του κράτους, τόσο για τη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών τους όσο και για τον έλεγχο των διεκδικήσεών τους, και μετατρέπονται σε εξαρτήματα της δημόσιας γραφειοκρατίας (ο.π., σσ. 19-26).

 

 

Όπως παρατηρούμε στο γράφημα 1, οι σχετικές αναφορές στο ΔΒ για το πρόβλημα της  «γλώσσας» της δημοτικής εκπαίδευσης κατά την εξεταζόμενη περίοδο ήταν ελάχιστες και περιορίζονται στην αρχή και προς το τέλος της περιόδου που εξετάζουμε. Από το 1950-51 έως και το 1961-62 υπάρχουν μόνο δύο αναφορές. Από το ΟΕ 1962-63 εμφανίζονται και πάλι σχετικές αναφορές στο ΔΒ, οι οποίες αυξάνονται τα επόμενα δύο ΟΕ και κορυφώνονται το ΟΕ 1964-65, για να ακολουθήσει και πάλι πλήρη εξαφάνιση του θέματος από τις σελίδες του ΔΒ.

 

Γράφημα 1.: Εξέλιξη του αριθμού εμφάνισης μονάδων καταγραφής στο ΔΒ που αφορούν την γλώσσα της εκπαίδευσης ανά ΟΕ

 

 

Από την ποιοτική ανάλυση και επεξεργασία του πραγματολογικού υλικού της έρευνας προκύπτουν τα εξής:

Στην ΙΘ΄ ΓΣ της ΔΟΕ (1947) η άποψη που κυριάρχησε ήταν να μην συζητηθεί εκτενώς το θέμα της γλώσσας του Δ.Σ. Εκφράστηκε απλώς η ευχή ως γλώσσα του Δημοτικού σχολείου να καθιερωθεί η Δημοτική και έγινε αναφορά στις προηγούμενες σχετικές αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων (Πρακτικά ΙΘ΄ ΓΣ ΔΟΕ, σ. 206). Την ίδια περίοδο εγκύκλιος του Υπουργείου Παιδείας ορίζει, ότι

Η ΔΟΕ διερωτάται σχετικά:

Τον Ιούνιο του 1948 το Διοικητικό Συμβούλιο της ΔΟΕ μιλά για απουσία μόνιμης εκπαιδευτικής πολιτικής, ανάμεσα στα άλλα και για το γλωσσικό θέμα του Δημοτικού σχολείου. Αναφέρεται στην ύπαρξη προσωπικών πολιτικών από τους εκάστοτε Υπουργούς Παιδείας,

και σημειώνει ότι δεν εισακούγονται οι απόψεις που εκφράζουν οι δάσκαλοι για το θέμα. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους το ΔΒ δημοσιεύει την είδηση-σχόλιο ότι η εφημερίδα

Αλλά και τον επόμενο μήνα απασχολεί την ΔΟΕ και το ΔΒ «ο Πολιτικός»:

 

Οι αναφορές αυτές καταδεικνύουν την απροκάλυπτη στάση της ΔΟΕ υπέρ του δημοτικισμού.

            Τον Μάιο του 1949, η Διοίκηση της ΔΟΕ, με κύριο άρθρο της στο ΔΒ, απαντά στα επιχειρήματα του καθηγητή του Παν/μίου Αθηνών Λογοθέτη ο οποίος σε διάλεξή του με θέμα «Ιδανικά κα Παιδεία» κατηγόρησε την πολιτεία ότι παρέδωσε το σχολείο στους δημοτικιστές, οι οποίοι μέσω της διαφθοράς της γλώσσας το μετέβαλαν σε κέντρο του κομμουνισμού. Η Διοίκηση αντιτάσσει ότι δεν μπορεί να κατηγορούνται όλοι οι δημοτικιστές ότι είναι κομμουνιστές, ενώ για το θέμα της γλώσσας υποστηρίζει ότι ο κλάδος έχει σαφή θέση και δεν επιθυμεί να ανοίξει και πάλι το ζήτημα (ΔΒ 108, σ. 1).

            Τον Φεβρουάριο του 1950 το ΔΒ δημοσιεύει την υπ. αριθμ. 8631/1950 εγκύκλιο του Υπουργού Παιδείας Γ. Οικονόμου προς τους εκπαιδευτικούς, στη οποία εμμέσως γίνονται συστάσεις για την χρησιμοποίηση της καθαρεύουσας στα σχολεία. Η εγκύκλιος καταλήγει:

 

            Εν’ όψει της ΚΕ΄  ΓΣ  (1953) η Διοίκηση της ΔΟΕ, υπογραμμίζει την αντίθεσή της στην διδασκαλία της καθαρεύουσας στο Δημοτικό σχολείο:

 

            Τον Σεπτέμβριο του 1957, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΔΟΕ υπέβαλε στην Επιτροπή Παιδείας  τις προτάσεις του και για το θέμα της «γλώσσας» του Δημοτικού σχολείου:

 

Οι παραπάνω απόψεις της Διοίκησης αποτέλεσαν την εισήγησή της για την συζήτηση του θέματος στην Λ΄ Γενική Συνέλευση του κλάδου από την οποία έγιναν αποδεκτές. Επίσης, η Λ΄ Γενική Συνέλευση αποφάσισε η γλώσσα των αναγνωστικών βιβλίων να είναι μέχρι την Δ΄ τάξη η δημοτική και στις δύο τελευταίες η απλή καθαρεύουσα (ΔΒ 383, σ. 11).

            Στις αποφάσεις της ΛΔ΄ Γενικής Συνέλευσης της ΔΟΕ (1962) περιλαμβάνεται η πρόταση

Τον Σεπτέμβριο του 1962 σχόλιο της ΔΟΕ αναφέρεται στον Γενικό Επιθεωρητή Μέσης Εκπαίδευσης Θεσσαλονίκης, ο οποίος απαντώντας σε ερώτημα δημοσιογράφου εξέφρασε

Η ΔΟΕ αντέτεινε με καυστικότητα, ότι διγλωσσία υπάρχει,

 

            Η ΛΕ΄ ΓΣ (1963), μετά από σχετική εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ομοσπονδίας (ΔΒ 514, σ. 3),  αποφάσισε να διεκδικηθεί από το νέο Διοικητικό Συμβούλιο της ΔΟΕ, η γλώσσα όλων των σχολικών βιβλίων του Δημοτικού σχολείου να είναι υποχρεωτικά η δημοτική» (ΔΒ 521, σ. 14).

Τον Απρίλιο του 1964, η Διοίκηση της ΔΟΕ αναφερόμενη στα νέα μέτρα για την παιδεία που εξήγγειλε απ’ το ραδιόφωνο ο πρόεδρος της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου και σε σχέση με την εξαγγελία για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας σ’ όλες τις τάξεις του Δημοτικού σχολείου, θεωρεί χρέος της να εκφράσει τις ζωηρότατες ευχαριστίες του κλάδου προς την κυβέρνηση,

Στην εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΔΟΕ για το θέμα της ΛΣΤ΄ Γενικής Συνέλευσης,

            Στην έκθεση πεπραγμένων του Διοικητικού Συμβουλίου της ΔΟΕ στην ίδια Γενική Συνέλευση, χαιρετίζεται με ικανοποίηση η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στο Δημοτικό σχολείο:

Στην έκθεση του Εποπτικού Συμβουλίου της ΔΟΕ για το 2ο εξάμηνο του ομοσπονδιακού έτους  1963-64  σημειώνεται χαρακτηριστικά, ότι η

           

            Το ΟΕ 1964-65, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΔΟΕ δεν παραλείπει, κάθε φορά που αναφέρετε στον νέο νόμο για την εκπαίδευση, να υπογραμμίσει  ότι η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στο Δημοτικό σχολείο ήταν ανάμεσα στις σημαντικότερες καινοτομίες του (ΔΒ 551, σ. 1, ΔΒ 554, σ. 9, ΔΒ 557, σ. 1). Στην έκθεση πεπραγμένων του Διοικητικού Συμβουλίου για το ομοσπονδιακό έτος 1964-65 κατά την ΛΖ΄ Γενική Συνέλευση (1965) γίνεται αναφορά στην προσφορά του ΝΔ 4379/64 και, μεταξύ άλλων, σημειώνεται:

 

 

Αξιολόγηση-Συμπεράσματα

 

Το γλωσσικό ζήτημα ενώ την πρώτη περίοδο λειτουργίας της ΔΟΕ (1922-36) αποτέλεσε κυρίαρχο θέμα του εκπαιδευτικού της λόγου, κατά την περίοδο 1946-1967 η ΔΟΕ απέφυγε σκόπιμα την ενασχόλησή της μ’ αυτό.

Η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας αποτελούσε σταθερή θέση της κατά την μεταπολεμική περίοδο. Το γλωσσικό ζήτημα, που είχε προπολεμικά πυροδοτήσει έντονα πάθη, αποφασίστηκε να μην ανακινηθεί στις πρώτες Γενικές Συνελεύσεις μετά την επανίδρυση της. Ωστόσο όταν τίθεται, από άλλους φορείς ή πρόσωπα περιορίζεται να εκφράζει την ευχή καθιέρωσης της δημοτικής γλώσσας σε όλες τις τάξεις του Δημοτικού σχολείου και εναντιώνεται στην απόπειρα σύνδεσης του δημοτικισμού με τον κομμουνισμό. Στις προτάσεις της προς την Επιτροπή Παιδείας το 1957 προτείνει η γλώσσα των αναγνωστικών να είναι η δημοτική για τις τέσσερις πρώτες τάξεις του Δημοτικού σχολείου  και η καθαρεύουσα για τις υπόλοιπες.

Από το 1962 και μετά το γλωσσικό θέμα επανέρχεται στον εκπαιδευτικό της λόγο. Το 1962 και 1963 οι Γενικές Συνελεύσεις της αποφάσισαν τη διεκδίκηση καθιέρωσης της δημοτικής γλώσσας σε όλα τα βιβλία του Δημοτικού σχολείου. Ωστόσο, τα εκάστοτε Διοικητικά Συμβούλια δεν προχώρησαν σε άλλες ενέργειες για να προβάλουν τη θέση αυτή. Η άρση της διγλωσσίας με την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας σε όλες τις τάξεις του Δημοτικού σχολείου, που επέφερε η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, χαιρετίστηκε με θερμά λόγια από την Ομοσπονδία. Το μέτρο αυτό δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ήρθε ως αποτέλεσμα συνδικαλιστικής παρέμβασης της ΔΟΕ, αφού η Ομοσπονδία δεν ασκούσε στο προηγούμενο διάστημα ιδιαίτερη πίεση προς την κατεύθυνση αυτή. Επρόκειτο για πολιτική απόφαση του Γ. Παπανδρέου, που απλώς ταυτιζόταν με την πάγια θέση της ΔΟΕ. Σε κάθε ευκαιρία στο εξής, η ΔΟΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για την κατάληξη του γλωσσικού θέματος. Φαίνεται ότι το πολιτικό κλίμα της περιόδου της έδωσε την ευκαιρία να εκφράσει την προσήλωση του κλάδου στη «γλώσσα του λαού».

 

Η δυνατότητα της ΔΟΕ να προωθήσει τις επιδιώξεις της είναι προφανές ότι εξαρτάται κάθε φορά από τα όρια της συλλογικής δράσης που επιφυλάσσει στα οργανωμένα συμφέροντα το  κορπορατιστικό σύστημα διαμεσολάβησης συμφερόντων στη μεταπολεμική Ελλάδα. Και τα περιθώρια αυτά στο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της εξεταζόμενης περιόδου ήταν περιορισμένα.  Το μοντέλο κρατικής διοίκησης που κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου υπήρξε συχνά αυταρχικό, αντιδημοκρατικό, πατερναλιστικό και άκρως συγκεντρωτικό. Η ελλειμματική, καθότι «αστυνομευόμενη» δημοκρατία τροφοδότησε την αυταρχικότητα των εξουσιαστικών δομών του κράτους. Στα πλαίσια αυτά οι διάφορες ομάδες συμφερόντων ήταν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από την κρατική εξουσία. Υποχρεώνονταν, εκ των πραγμάτων να προσαρμοστούν στο συγκεκριμένο ρόλο που τους είχε ανατεθεί και να αποδεχθούν αυστηρώς περιορισμένα όρια στη συλλογική τους δράση και ιδιαίτερα στην ελεύθερη διεκδίκηση των εκπαιδευτικών τους αιτημάτων. Το κράτος επιφύλαξε στα οργανωμένα συμφέροντα ένα ασφυκτικό νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας και ιδεολογικής χειραγώγησης, που αποσκοπούσε κυρίως στον αποκλεισμό της «αριστεράς» από το συνδικαλιστικό κίνημα. Γι’ αυτό και τα εκάστοτε Διοικητικά Συμβούλια της ΔΟΕ απεκήρυσσαν τον κομμουνισμό με ιδιαίτερη ένταση και συχνότητα τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Στα επίσημα κείμενά τους διακήρυσσαν την πίστη τους στις αξίες του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού και καταδίκαζαν κάθε «αριστερή» απόκλιση μεμονωμένων εκπαιδευτικών.

 

Στα πλαίσια του φορτισμένου ιδεολογικοπολικού κλίματος της μεταπολεμικής Ελλάδας η άρθρωση εκπαιδευτικού λόγου με αιτήματα όπως η καθιέρωση δημοτικής γλώσσας, και κυρίως, η δυναμική διεκδίκηση της υιοθέτησής τους από την κρατική εξουσία, ενείχε τον κίνδυνο στιγματισμού της ΔΟΕ με την κατηγορία της αριστερής παρεκτροπής. Και το διακύβευμα στην περίπτωση αυτή θα ήταν η απώλεια της διαπραγματευτικής δυνατότητας που είχε η Ομοσπονδία μέσα στο ήδη βεβαρυμένο γι αυτήν κλίμα δυσπιστίας που υφίστατο ανάμεσα σε αυτήν και στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις. Κοινός παρανομαστής ήταν το γενικότερο, περιοριστικό για τα οργανωμένα συμφέροντα πλαίσιο του κρατικού κορπορατισμού.  Το πλαίσιο αυτό, καθώς και η ανάγκη της ΔΟΕ να επιτύχει την ικανοποίηση των γενικότερων επαγγελματικών της διεκδικήσεων, στις οποίες και έδινε προτεραιότητα, την οδήγησε σε μια μετριοπαθή αμυντική διεκδικητική τακτική για την προώθηση των θέσεών της  σε ένα ζήτημα με βεβαρημένο ιστορικό φορτίο όπως το γλωσσικό.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Βεργόπουλος, Κ. (1985) Το κράτος στον περιφερειακό καπιταλισμό, στο: Βεργόπουλος κ.α., Το κράτος στον περιφερειακό καπιταλισμό (Αθήνα, Εξάντας), 17-49.

Berelson, Β. (1952) Content analysis in the Communication Research (New York, Falmer Press).

Holsti, O. (1969) Content Analysis for the Social Sciences and Humanities (Philadelphia, Addison-Wesley Publishing Co).

Κουκουλές, Γ. (1984) Ελληνικά Συνδικάτα: Οικονομική Αυτοδυναμία και Εξάρτηση, 1933-1984 (Αθήνα, Οδυσσέας).

Κουκουλές, Γ. (1994) Για μια ιστορία του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος. Εισαγωγή στην παιδαγωγική της ιστορικής έρευνας (Αθήνα, Οδυσσέας).

Κυριαζή, Ν. (2000) Η κοινωνιολογική έρευνα. Κριτική επισκόπηση των μεθόδων και των τεχνικών (Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα).

Λαμπίρη-Δημάκη, Ι. (1990) Η κοινωνιολογία και η μεθοδολογία της (Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας).

Μαυρογορδάτος, Γ. (1988) Μεταξύ Πιτυοκάμπτη και Προκρούστη. Οι επαγγελματικές οργανώσεις στη σημερινή Ελλάδα (Αθήνα, Οδυσσέας).

Miles, M.-Huberman, M. (1991) Qualitative data analysis. A sourcebook of new methods (London, Sage Publications).

Μουζέλης, Ν. (1978) Νεοελληνική κοινωνία: Όψεις υπανάπτυξης (μτφ. Τ. Μαστοράκη), (Εξάντας).

Μουζέλης, Ν. (2003) Γιατί αποτυγχάνουν οι μεταρρυθμίσεις, εφ. «Το Βήμα», 29 Ιουνίου

Τάτσης, Ν. (1995) Κοινωνιολογία. Ιστορική Εισαγωγή και Στοχαστικές θεμελιώσεις, τ. Α΄ (Αθήνα, Οδυσσέας).

Τσουκαλάς, Κ. (1981) Κοινωνική ανάπτυξη και κράτος. Η συγκρότηση του δημόσιου χώρου στην Ελλάδα (Αθήνα, Θεμέλιο).

 

 

ΠΗΓΕΣ

 

«Διδασκαλικόν Βήμα» της ΔΟΕ. Τεύχη:

αρ. φ. 51, 10-9-47.

αρ. φ. 80, 30-6-48.

αρ. φ. 89, 10-11-48.

αρ. φ. 94, 30-12-48.

αρ. φ. 108, 20-5-49.

αρ. φ. 130, 10-2-50.

αρ. φ. 229, 30-6-53.

αρ. φ. 355, 30-9-57.

αρ. φ. 383, 30-7-58.

αρ. φ. 495, 10-8-62.

αρ. φ. 496, 5-9-62.

αρ. φ. 514, 30-4-63.

αρ. φ. 521, 10-8-63.

αρ. φ. 540, 20-4-64.

αρ. φ. 545, 6-7-64.

αρ. φ. 551, 10-10-64.

αρ. φ. 554, 20-11-64.

αρ. φ. 557, 31-12-64.

αρ. φ. 571, 5-7-65

Πρακτικά ΙΘ΄ Γενικής Συνέλευσης ΔΟΕ (1947).

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

[1] Αυτό υποστηρίζει ο Ν. Τάτσης υπογραμμίζοντας: «Δεν είναι δυνατόν με τη μέθοδο αυτή να αποκαλυφθούν πιο ουσιαστικά πράγματα που απαιτούν κριτική διάσταση και ανάλυση της λανθάνουσας σημασίας κάποιου κειμένου» (Τάτσης, 1995, σ. 272). Και η Ν. Κυριαζή σημειώνει, επίσης, ότι η ποσοτική μέθοδος αποσκοπεί στην ανάδειξη γενικών τάσεων του φαινομένου που εξετάζεται (Κυριαζή, 2000, σ. 327).

[2] Ο Γ. Κουκουλές σημειώνει ότι με τη γνώση του πολιτικού και κοινωνικοοικονομικού συγκείμενου αποκτάται μια ικανοποιητική εικόνα των γενικών τάσεων εξέλιξης της νεοελληνικής ιστορίας (Κουκουλές, 1994, σσ. 114-115).

[3] Για την εξάρτηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων τόσο στην οργάνωση όσο και στην άρθρωση των αιτημάτων τους από το κράτος βλ. Κουκουλές, 1984, σσ. 25-83. Επίσης, Μαυρογορδάτος, 1988, σσ. 91-99.