Αποπειρα προσεγγισης των θεσμων συμμετοχης και κοινωνικου ελεγχου

του ελληνικου εκπαιδευτικου συστηματος. Η περιοδος 1974 ως σήμερα

 

 

Γεώργιος Π. Μπουριτσας

Εκπαιδευτικός Δ.Ε. – Υπ. Δρ. Δημοκριτείου Παν/μίου Θράκης

 

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η εργασία πραγματεύεται το θέμα των οργάνων κοινωνικού ελέγχου και δημοκρατικού προγραμματισμού [σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο] του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος για το χρονικό διάστημα από το 1974  έως σήμερα.

Η ανάλυση αφορά τα όργανα του Εθνικού Συμβουλίου Ανώτατης Παιδείας [Ε.Σ.Α.Π.] από το οποίο δημιουργήθηκαν το Συμβούλιο Ανώτατης Παιδείας [Σ.Α.Π.] και το Συμβούλιο Τεχνολογικής Εκπαίδευσης [Σ.Τ.Ε.] και του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας [Ε.ΣΥ.Π.]

 

Η ανάλυση είναι το αποτέλεσμα :

1.      Της συστηματικής καταγραφής των τεκμηρίων που αφορούν τα όργανα αυτά και είναι οι σχετικές εισηγητικές εκθέσεις, οι νόμοι , τα Προεδρικά Διατάγματα, οι Υπουργικές Αποφάσεις και τα Πρακτικά των Συνεδριάσεων των Οργάνων αυτών.

2.      Της προσπάθεια κριτικής προσέγγισης των τεκμηρίων με ερμηνευτικές αναφορές στις ιδεολογικές, κοινωνικοπολιτικές παραμέτρους

3.      Της προσέγγισης του ρόλου τους σε σχέση με:

·         τις αρμοδιότητές τους και τη σύνθεσή τους

·         τις παρεμβάσεις τους στο επιστημονικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο στη διαμόρφωση, τον σχεδιασμό  και την παραγωγή  εκπαιδευτικής πολιτικής

·         τον προγραμματισμό, τη λήψη αποφάσεων και την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος.

·         το επίπεδο, το εύρος και την ποιότητα της συμμετοχής των φορέων που συμμετέχουν σε αυτά.

4.      Της ποσοτικής συσχέτισης παραμέτρων αξιολόγησης των οργάνων ως προς την αποτελεσματικότητά τους, την παραγωγικότητά τους και την αποδοτικότητά τους.

 

Η ανάλυση αναδεικνύει ζητήματα που αφορούν :

·        την συνευθύνη, τη συλλογικότητα στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής

·        την  προβληματική για την οργάνωση των κανόνων συμμετοχής και των διαδικασιών διαλόγου των κοινωνικών εταίρων

·        την πολιτική, κοινωνική  και τυπική νομιμοποίηση 

·        την αναγκαιότητα των υποδομών και μηχανισμών τεκμηρίωσης

που ουσιαστικά προσδιορίζουν και το θεωρητικό πλαίσιο της προσέγγισης που θα επιχειρηθεί.    

 

SUMMARY

 

The project deals with the issue of the organs of social control and democratic programming [in central and regional level] of the Greek educational system for the period 0f the time from 1974 since today.

The analysis relates to the organs of the National Council of the Higher Education from which came up the Council of the Higher Education, the Council of Technological  Education and the National Council of Education.

The analysis is the result of:

1. The systematic registration of the documentation concerning these organs and are the relating introductory reports, the laws, the Presidential Decrees, the Ministerial Decisions and the Records of the meetings of these organs.

2. The attempt of critical approaching of the documentation with interpretative reports in the ideological social-political parameters.

3. The approach their role relating to:

·  their  competence and their composition

·  their  interventions in scientific, social and political level in the formation, the planning and the production of  educational policy.

·  the  planning decision making and the evaluation of the educational system

·  the level, the width and the quality of the participation of the organs that take place in these.

4.      The quantitative  correlating of parametres  of the evaluation of the organs concerning their effectiveness, their productivity and their efficiency.

The analysis shows topics that relate to:

·  The co-responsibility, the  collectivity in the carving of the educational policy

·  The problematic about the organization of the participation rules and the dialogue proceedings of the social associates.

·  The political, social and typical legalization

·  The necessity of foundation and documentation mechanisms which substantially define also the theoretical approach that will be attemted.

 

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

 

Η εργασία αναφέρεται στην περίοδο 1974 έως σήμερα,  η οποία ανήκει στο μεγαλύτερο μέρος της στο παρελθόν και η οποία επέδρασε σημαντικά στη διαμόρφωση του σημερινού συστήματος της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Η βασική ερευνητική μέθοδος που ακολουθήθηκε είναι η ιστορικο- διερευνητική.

Η ιστορικο- διερευνητική  ακολουθεί την εξής πορεία [Ευαγγελόπουλος Σπ.].: Διερεύνηση – καταγραφή – ανάλυση – ερμηνεία- σύνθεση – συμπεράσματα- προτάσεις Η ιστορικο – διερευνητική  μέθοδος σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση από τους  Hill και  Kerber (1967) των πλεονεκτημάτων που ερευνητικά προσφέρει :

1.      δίνει τη δυνατότητα να αναζητούνται στο παρελθόν λύσεις σε σύγχρονα προβλήματα .

2.      ερμηνεύει - «φωτίζει» τάσεις του παρόντος και μελλοντικές εξελίξεις

3.      επιτρέπει την επανεκτίμηση των δεδομένων

Μια άλλη σημαντική λειτουργία της μεθόδου αυτής είναι ότι δίνει τη δυνατότητα διερεύνησης σύγχρονων εκπαιδευτικών προβλημάτων  στην προοπτική  να διασαφηνιστούν ιστορικοεξελεγκτικά, να ερμηνευτούν και να αξιολογηθούν. Τα πορίσματά της εφαρμόζονται στη συνέχεια στην  πράξη με σκοπό τη βελτίωση των εκπαιδευτικών  πρακτικών – πολιτικών. [Τσουράκης Δημ.(1981)]  

 

 

H ποσοτική προσέγγιση  και στατιστική επεξεργασία παραμέτρων που αντλούνται από τα τεκμήρια [θεματολογία, παρεμβάσεις συμμετεχόντων, ανάλυση αποφάσεων, συμμετοχή μελών] οδηγεί σε πρόσθετα συμπεράσματα για τη λειτουργία των συμμετοχικών οργάνων διότι τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν:

·        έχουν το στοιχείο της αμεροληψίας

·        οι εξεταζόμενες μεταβλητές έχουν άμεση συνάφεια με το εξεταζόμενο θέμα

·         ο σχεδιασμός της  επεξεργασίας των μεταβλητών διέπεται από κανόνες σαφήνειας και ακρίβειας

 

σε σχέση με τα ερωτήματα και τις υποθέσεις που τίθενται.[Καραγεώργος Δ. (2002)]

 

Η προτεινόμενη πρόσθετη διερεύνηση του θεσμού με:

·        την εξέταση του ρόλου εκείνων που έπαιξαν και παίζουν ρόλο στα θέματα που αφορούν την εκπαιδευτική πολιτική στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης θα μπορεί να αναδείξει  αντιφάσεις ανάμεσα στα γραπτά τεκμήρια, τις εφαρμοσμένες πολιτικές ιδιαίτερα όταν αναφερόμαστε σε πρόσωπα που ταυτίζονται με τα τεκμήρια και τις πολιτικές.  Η προσέγγιση με τη μέθοδο της ερευνητικής συνέντευξης ίσως σε αυτή την εποχή είναι και η πλέον πρόσφορη προκειμένου να  ανιχνευθούν διαθέσεις που δεν  αποτυπώνονται ξεκάθαρα στα υπάρχοντα τεκμήρια [κείμενα, εισηγητικές εκθέσεις κλπ] ή δεν μπορούν να διερευνηθούν από την μη τοποθέτηση αυτών που έχουν συμβάλλει στην διαμόρφωση των εξεταζόμενων πολιτικών στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης.

·        την μεθοδολογία της Ανάλυσης του Περιεχομένου [content analysis] θα αναδείξει τη σχέση που υπάρχει μεταξύ του «περιεχομένου» γραπτών κειμένων και του «στόχου» που στην περίπτωσή μας είναι η ανάδειξη στοιχείων  που αφορούν τη λειτουργία των συμμετοχικών οργάνων κοινωνικού ελέγχου   και η ερμηνεία θεμάτων που αφορούν την ανώτατη εκπαίδευση για την εξεταζόμενη περίοδο [Berelson Bernard (1971)].

 

Η ανάλυση δεν αναφέρεται και στο θεσμό του Συμβουλίου Τεχνολογικής Εκπαίδευσης [ΣΤΕ] για τον οποίο προτείνεται μια παράλληλη μελέτη και συγκριτική συσχέτιση των συμπερασμάτων με αυτά του ΕΣΑΠ-ΣΑΠ.

 

ΤΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

 

1.      Η  θεσμοθέτηση των συμμετοχικών οργάνων κοινωνικού ελέγχου είναι το αποτέλεσμα των πιέσεων του λαϊκού παράγοντα για συμμετοχική παρέμβαση στο επίπεδο λειτουργίας των θεσμών

2.      Η ποιότητα της συμμετοχής και η αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων σχετίζονται με τη παρουσία στη λειτουργία των οργάνων, την παρουσίαση  συγκεκριμένων  θέσεων και προτάσεων, την κριτική και ενεργή συμμετοχική παρουσία στις διαδικασίες λειτουργίας των οργάνων, τις παρεμβάσεις στην κατεύθυνση αναβάθμισης της λειτουργίας των  στοιχείων που κατά κανόνα αντανακλούν το επίπεδο λειτουργίας των συμμετοχικών θεσμών.

 

Η περίοδος  μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου σηματοδοτείται από ριζικές αλλαγές στο χώρο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης που αφορούν :

·  τη δομή και τη λειτουργία των πανεπιστημίων

·  την αναθεώρηση των προγραμμάτων σπουδών

·  τη διεύρυνση των γνωστικών πεδίων της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης

·  την αλλαγή της εκπαιδευτικής φιλοσοφίας και

·  τη μαζικοποίηση της πανεπιστημιακής παιδείας.

[Ανδρέα Α. Κιντή.(1980]

Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην χώρα μας δε φαίνεται να  είναι σε θέση να μπορεί να ακολουθήσει τη διεθνή πραγματικότητα και τα αίτια είναι κυρίως πολιτικά που σχετίζονται με τη μετεμφυλιακή ελληνική πραγματικότητα που δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστο το ελληνικό πανεπιστήμιο αναφορικά με θέματα που σχετίζονται  με την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών και την προέλευση τόσο του διδακτικού προσωπικού όσο και   των φοιτητών.

Η απόπειρα μεταρρυθμίσεων που επιχειρήθηκε από την Κυβέρνηση της Ενώσεως Κέντρου ανακόπηκε βίαια από το καθεστώς της επτάχρονης δικτατορίας.

Έτσι τα προβλήματα και οι αδυναμίες της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης αφορούσαν:

·  την οργανωτική δομή και τη λειτουργία των Α.Ε.Ι. που στηρίζονταν στο νόμο 5343 του 1932

·  το γεγονός ότι η ελληνική ανώτατη εκπαίδευση οργανώθηκε γύρω από τέσσερις σχολές τη Θεολογική – Φιλοσοφική, τη Νομική , τη Φυσικομαθηματική και την Ιατρική  με πόλο διαφορετικότητας το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.

·  το περιεχόμενο και την ποιότητα της πανεπιστημιακής παιδείας να ανταποκριθεί στις εξελίξεις της επιστήμης και τις κοινωνικές ανάγκες.

·  Τα αναχρονιστικά χαρακτηριστικά της πανεπιστημιακής παιδείας αναφορικά με τη διδακτική μεθοδολογία και την εφαρμοζόμενη εκπαιδευτική φιλοσοφία

·  Τις ελλείψεις σε υλικοτεχνική υποδομή.

·  Θέματα που αφορούν την ποσοτική ανεπάρκεια και την ποιοτική σύνθεση του διδακτικού προσωπικού.

·  Τη συγκέντρωση του  φοιτητικού πληθυσμού κατά 60% στην Αθήνα και 30% στη Θεσσαλονίκη με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις σε θέματα περιφερειακής ανάπτυξης της χώρας.

·  Θέματα που αφορούσαν την εντατικοποίηση και βελτίωση των σπουδών

·  Την αδυναμία του πανεπιστημιακού συστήματος να ανταποκριθεί σε απαιτήσεις για συνεχή εκπαίδευση

·  Την έλλειψη οργανωμένων μεταπτυχιακών σπουδών και ουσιαστικής επιστημονικής έρευνας.

 

Η ανάγκη για εκδημοκρατισμό έθεσε επί τάπητος το θέμα του   εκσυγχρονισμού της Ανώτατης Εκπαίδευσης γεγονός που ανέδειξε θέματα όπως:

·  Τη δημιουργία νέου θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της Ανώτατης Εκπαίδευσης

·  Την αντικατάσταση του θεσμού της έδρας

·  Τον αναπροσανατολισμό του συστήματος σπουδών

·  Τη δημιουργία νέων επιστημονικών κλάδων

·  Την ίδρυση νέων και ολοκληρωμένων πανεπιστημίων

·  Την αναβάθμιση των υλικοτεχνικών υποδομών

·  Την ίδρυση τμημάτων μεταπτυχιακών σπουδών και οργάνωση και ενίσχυση της επιστημονικής έρευνας

·  Την αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού και την ανακατανομή του μεταξύ των επιστημονικών κλάδων.

 

Η προβληματική για την Ανώτατη Εκπαίδευση ευαισθητοποίησε την πρώτη μετά τη δικτατορία κυβέρνηση εθνικής ενότητας και παρά το γεγονός ότι τα πανεπιστήμια δεν φημίζονταν για τη δημοκρατική τους λειτουργία και διάρθρωση και το υψηλό επιστημονικό τους κύρος με έντονη την πίεση  της νεολαίας για εκδημοκρατισμό της παιδείας, αποφάσισε ανάμεσα στα άλλα τη συγκρότηση μιας αρκετά αντιπροσωπευτικής –για τα μέτρα της εποχής εκείνης επιτροπής- που θα μελετούσε το πρόβλημα της Ανώτατης Παιδείας.

 

Η εισήγηση που ετοιμάστηκε διαβιβάστηκε με μια σπάνια δημοκρατική ευαισθησία που οφείλονταν στον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας και στην έντονη συμμετοχική και διεκδικητική παρέμβαση των λαϊκών δυνάμεων, στο  Επιστημονικό Διδακτικό Προσωπικό [Ε.Δ.Π.]  και τους φοιτητές για να υποβάλλουν τις προτάσεις τους.

 

Έτσι για πρώτη φορά οι ενδιαφερόμενοι φορείς μέσα από πρωτόγνωρες διαδικασίες εφαρμογής στην πράξη των αρχών του δημοκρατικού προγραμματισμού εκφράσανε με ωριμότητα  ένα συνολικό πλέγμα προτάσεων που αποτύπωναν τη συνισταμένη:

·  Ιδεολογικών και κοσμοθεωρητικών απόψεων

·  Της εμπειρίας για τις συνθήκες, τη λειτουργία και τη δομή των Ανώτατων .Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων [Α.Ε.Ι.]

 

ως  ένα ελάχιστο κοινό πρόγραμμα που έκφρασε μια πρωτόγνωρη για τη νεώτερη πολιτική ιστορία της χώρας  «..Εθνική Ομοφωνία και διάθεση δημιουργικής συμβολής όλων των ενδιαφερόμενων κοινωνικών φορέων που αντικειμενικά οριοθετούσε τις  ευθύνες της κυβέρνησης να το αξιοποιήσει, ως ένα μοναδικής ποιότητας , αποτέλεσμα δημοκρατικής διαδικασίας και συμμετοχής του λαού»  [Δ. Ρόκος.(1982)]

Οι κοινές αυτές θέσεις κωδικοποιούνται στα ακόλουθα σημεία:

·  Το θεσμικό πλαίσιο για την Ανώτατη Παιδεία  πρέπει να είναι ανοικτό στις εξελίξεις, στην προοπτική του εκδημοκρατισμού

·  Ο Νόμος Πλαίσιο πρέπει  :

o να κατοχυρώνει την αυτοτέλεια των Α.Ε.Ι. , να ρυθμίζει τα γενικά ζητήματα διάρθρωσής τους και να επιτρέπει τη ρύθμιση από τους πανεπιστημιακούς και τους κοινωνικούς φορείς των επιμέρους προβλημάτων

o  να προβλέπει τη συγκρότηση του Εθνικού Συμβούλου Ανώτατης Παιδείας [Ε.Σ.Α.Π.] με τη συμμετοχή  των δασκάλων και των φοιτητών, των κομμάτων και των κοινωνικών φορέων.

o  να κατοχυρώνει:

Ø       τις ακαδημαϊκές ελευθερίες , την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, τη δημοτική γλώσσα, το δημοκρατικό διάλογο, τον ελεύθερο συνδικαλισμό των δασκάλων και των φοιτητών και το Πανεπιστημιακό Άσυλο.

Ø      την  παροχή ίσων ευκαιριών και δυνατοτήτων για εκπαίδευση για όλον το λαό.

Ø      την  κατάργηση του φεουδαρχικού θεσμού της έδρας και την οργάνωση των Α.Ε.Ι. σε τομείς (βασική ακαδημαϊκή μονάδα μιας γνωστικής ενότητας)

Ø      την ενοποίηση του φορέα των διδασκόντων με στόχο την εξάλειψη της παραδοσιακής αναχρονιστικής και αναιτιολόγητης ιεραρχίας

Ø      την ισότιμη συμμετοχή στη διοίκηση των Α.Ε.Ι. διδασκόντων και διδασκομένων, κι ακόμα να καθορίζει ότι μέλη των Α.Ε.Ι. είναι οι διδάσκοντες και διδασκόμενοι με οριζόντια δημοκρατικοί λειτουργία στην Πανεπιστημιακή ζωή, στην έρευνα και τη διδασκαλία (κατάργηση του μονόλογου, υπεύθυνη συμμετοχή όλων των διδασκόντων στο διδακτικό και ερευνητικό έργο του τομέα, σεμιναριακές μορφές διδασκαλίας κλπ.)

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει  να αναφερθεί η  σημαντική παρέμβαση για πρώτη φορά των ενδιαφερόμενων φορέων για καθιέρωση  ενός παράλληλου θεσμικού πλαισίου για την  θεσμοθέτηση της έρευνας και των μεταπτυχιακών σπουδών στη χώρας μας με πρωτοβουλία του Συλλόγου Μεταπτυχιακών Σπουδών Ηλεκτρονικής Φυσικής Φ.Μ.Σ. του Πανεπιστημίου Αθήνας που για πρώτη φορά από το 1978 κινητοποιεί τους μεταπτυχιακούς φοιτητές των Ελληνικών Α.Ε.Ι. , συμμετέχει ενεργά στο φοιτητικό κίνημα ως μέλος της ΕΦΦΕ και με πρωτοβουλία του γίνονται αποφάσεις Πανσπουδαστικού Συνεδρίου της ΕΦΦΕ οι συγκεκριμένες θέσεις και προτάσεις και διατυπώνεται συγκεκριμένο σχέδιο νόμου για τις μεταπτυχιακές σπουδές, το οποίο αποτελούσε αναπόσπαστο συμπλήρωμα των θέσεων των κοινωνικών φορέων για το προτεινόμενο θεσμικό πλαίσιο των Α.Ε.Ι. με πιο ολοκληρωμένη μορφή. Η πρόταση ήταν τόσο πρωτοποριακή ώστε το θέμα των μεταπτυχιακών σπουδών και της έρευνας συστηματικά τέθηκε τόσο από την Πανεπιστημιακή Κοινότητα και την Πολιτεία τα τελευταία χρόνια. Φαίνεται ότι την εποχή εκείνη δεν ήταν τόσο ώριμες οι συνθήκες και το βάρος των παρεμβάσεων μονοπωλούσε το θέμα του Νόμου Πλαισίου με τις γενικόλογες αναφορές στο θέμα των Μεταπτυχιακών Σπουδών.

Η πρωτοποριακή εκείνη πρόταση προέβλεπε σαν λειτουργικό πλαίσιο των Μεταπτυχιακών Σπουδών:

o       Το Εθνικό Συμβούλιο Μεταπτυχιακών Σπουδών

o       Τα Α.Ε.Ι. και

o       Τα Ερευνητικά Κέντρα

 

Οι συγκεκριμένες αναφορές για το ρόλο του Εθνικού Συμβουλίου Μεταπτυχιακών Σπουδών  αποτελούν πρότυπη προσέγγιση μιας ενεργούς συμμετοχικής παρέμβασης των ενδιαφερομένων φορέων με βάση της αρχές του δημοκρατικού προγραμματισμού.

 

Οι προβλέψεις για  το Συμβούλιο Μεταπτυχιακών Σπουδών :

o Καθορίζει τους γενικούς στόχους των μεταπτυχιακών σπουδών , τις προϋποθέσεις για την ίδρυση και λειτουργία τμημάτων Μ.Σ.

o Είναι ο φορέας του κρατικού προγραμματισμού. Εισηγείται στην κυβέρνηση σχέδιο που καθορίζει αιτιολογημένα τις κατευθύνσεις της έρευνας και των Μ.Σ. και υπολογίζει τις απαιτούμενες δαπάνες

o Συμμετοχή  των Α.Ε.Ι., των Ερευνητικών Κέντρων, της Τεχνικής Εκπαίδευσης, των κόμματων της Βουλής, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης , των τεχνικών, επαγγελματικών και επιστημονικών επιμελητηρίων.

[Μπουρίτσας Γ,(1979)][Αλυσσανδράκης Κ., Αντωνίου Ν., Γλέζος Ν., Κουτρουμάνου Ε., Μπουρίτσας Γ.*(1980)]

 

Η δυναμική αυτή του λαϊκού κινήματος που είχε αναπτυχθεί στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης με μεθοδικές κινήσεις του πανεπιστημιακού κατεστημένου και των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας οδήγησαν σε εκφυλισμό τις προτεινόμενες αλλαγές στα Α.Ε.Ι.

Έτσι τα τριάμισι χρόνια που ακολούθησαν την μεταπολίτευση οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας προσπάθησαν να ευνουχίσουν την όποια προσπάθεια για δημοκρατική αλλαγή στα Πανεπιστήμια .

Όμως και οι διορισμένες επιτροπές «ειδικών» από τις κυβερνήσεις της εποχής απροσπέλαστες για τους εκπροσώπους των κοινωνικών φορέων δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για υλοποίηση ακόμα και για την υφιστάμενη κοινωνική οργάνωση αστικοδημοκρατικού τύπου τις όποιες αλλαγές στο χώρο του «Φεουδαρχικού ακόμα Ελληνικού Πανεπιστήμιου».

Παράλληλα και οι προοδευτικές δυνάμεις ενώ διαμόρφωσαν μέσα από μακροχρόνιες και επώδυνες διαδικασίες κοινές θέσεις δεν κατόρθωσαν να χρησιμοποιήσουν σωστά τη δύναμη της ορθότητας των απόψεων τους και την ενότητα στη δράση σε μια προοπτική αποτελεσματικής παρέμβασης στους θεσμούς.

 

Η απεργία των 100 ημερών του ΕΔΠ, οι καταλήψεις στα πανεπιστήμια και η μη εφαρμογή ποτέ του ν. 815 αποτέλεσαν εκείνη  την  εποχή την κυβερνητική ομολογία της χρεοκοπίας των πολιτικών διατήρησης της υφιστάμενης κατάστασης στο χώρο των Α.Ε.Ι.

 

Έτσι φτάσαμε στην κυβερνητική αλλαγή του 1981 και την ψήφιση του Ν.1268/82 «για τη δομή και λειτουργία των Α.Ε.Ι.» ο οποίος άλλαξε τα πάντα στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση και υιοθέτησε αρχές :

·  Της κατοχύρωσης στην πράξη της αυτοδιοίκησης των Α.Ε.Ι. και του κοινωνικού ελέγχου και του δημοκρατικού προγραμματισμού με τη σύσταση του ΕΣΑΠ

·  Της κατοχύρωσης των ακαδημαϊκών ελευθεριών , της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών , του δημοκρατικού διαλόγου, της δημοτικής γλώσσας, τον ελεύθερο συνδικαλισμό των δασκάλων και των φοιτητών και το πανεπιστημιακό άσυλο

·  Της παροχής ίσων ευκαιριών και δυνατοτήτων για εκπαίδευση για όλο το λαό

·  Της κατάργήσης του φεουδαρχικού θεσμού της έδρας και της δημιουργίας του τομέα ως της βασικής ακαδημαϊκής μονάδας μιας γνωστικής ενότητας

·  Τη δημιουργία ενιαίου φορέα διδασκόντων

·  Την ισότιμη συμμετοχή στη ζωή και λειτουργία των ΑΕΙ διδασκόντων και διδασκομένων

·  Τον καθορισμό μιας οριζόντιας δημοκρατικής λειτουργίας στην πανεπιστημιακή ζωή , στην έρευνα και τη διδασκαλία μεταξύ πανεπιστημιακών δασκάλων και φοιτητών

·  Την κατοχύρωση της ελευθερίας στην έρευνα και στη διδασκαλία για όλα τα μέλη των Α.Ε.Ι.

·  Την κατοχύρωση της συμμετοχής των άλλων φορέων των εργαζόμένων στα ΑΕΙ στα θέματα που τους αφορούν

 

Η θεσμοθέτηση του ΕΣΑΠ το οποίο αποτελείται από εκπροσώπους της Κυβέρνησης , των Πολιτικών Κομμάτων, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης , των Πανεπιστημίων, των επιστημονικών, κοινωνικών φορέων και των παραγωγικών τάξεων αποσκοπούσε στην εξασφάλιση του κοινωνικού ελέγχου και του δημοκρατικού προγραμματισμού σε σχέση με τη σχεδίαση αλλά και τη λειτουργία των ελληνικών πανεπιστημίων. Ήταν το όργανο μέσα από το οποίο θα εξασφαλιζόταν το δέσιμο της παιδείας με την παραγωγή στα πλαίσια κάλυψης των αναγκών για εθνικά ανεξάρτητη , σύμμετρη, αυτοδύναμη οικονομική, κοινωνική, τεχνολογική και πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου

Το ΕΣΑΠ ήταν το όργανο το οποίο θα αποτελούσε τον υπεύθυνο σύμβουλο της πολιτείας σε μια σειρά από κυρίαρχης πολιτικής σημασίας  θέματα όπως η ίδρυση νέων ΑΕΙ , σχολών , τμημάτων ή η κατάργηση ή συγχώνευση παλιών, ο καθορισμός των βασικών κατευθύνσεων της έρευνας που πραγματοποιείται στα ΑΕΙ , η κατανομή των κονδυλίων των ΑΕΙ , ο καθορισμός του αριθμού των εισακτέων κάθε χρόνο στα ΑΕΙ και ακόμα η ένταξη των ΑΕΙ στο σύστημα της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης του λαού κλπ.

 

Η λειτουργία του ΕΣΑΠ το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε ΣΑΠ μετά την ίδρυση του αντίστοιχου οργάνου για τα ΤΕΙ  του ΣΤΕ  με την ψήφιση του ν. 1404/1983 από την  4.4.1983 ως την 11.2.1994  μπορεί να αποτυπώσει μια κατάσταση η οποία εξηγεί εν πολλοίς την κατάσταση που επικρατεί στα ελληνικά πανεπιστήμια και που έχει οδηγήσει στο να αρχίσουν να ακούγονται όλο και συχνότερα «εισηγήσεις» για αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο που τα διέπει.

Ακολουθεί η ίδρυση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας [ΕΣΥΠ] με το νόμο 2327/1995 και η κατάργηση του ΣΑΠ και ΣΤΕ με τον ίδιο νόμο. Το ΕΣΥΠ όμως έμελλε ποτέ να μην λειτουργήσει.

Με το νόμο 2817/2000 ιδρύεται το Συμβούλιο Τριτοβάθμιας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης [ΣΤΠΕ] που λειτουργεί στο πλαίσιο του ΕΣΥΠ το οποίο δεν λειτουργεί ποτέ και τέλος  με το νόμο 3149/2003 μετονομάζεται σε Συμβούλιο Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης που συνέρχεται σε «πανηγυρική» συνεδρίαση λίγο πριν τις εκλογές του 2003 για να ενταφιάσει ουσιαστικά το θεσμό του κοινωνικού ελέγχου στα πανεπιστήμια στο πλαίσιο των κομματικών , των προσωπικών και όχι μόνο σκοπιμοτήτων.

 

Η πρώτη περίοδος του ΕΣΑΠ-ΣΑΠ μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν μια προσπάθεια λειτουργίας του θεσμού γεγονός που μπορεί να αποδοθεί τόσο στην θέληση της κυβέρνησης για ενίσχυση των συμμετοχικών διαδικασιών, όσο και των φορέων της πανεπιστημιακής κοινότητας να συζητήσουν θέματα μέσα στο πλαίσιο όμως της δυναμικής που το ΥΠΕΠΘ προκαθορίζει.

Έτσι η προσπάθεια τακτικής σύγκλισης , η σχολαστική ενημέρωση των μελών για τα θέματα των συνεδριάσεων, η προσπάθεια για δημιουργία υποδομών τεκμηρίωσης [στατιστικών στοιχείων και τεκμηρίων ]μέσα και από την έκδοση του Δελτίου του Συμβουλίου δίνουν μια εσφαλμένη εικόνα για την αποτελεσματικότητα του οργάνου.

 

Η προσεκτική μελέτη και ανάλυση των θεμάτων των ημερησίων διατάξεων, των αποφάσεων και των πρακτικών  των συνεδριάσεων του ΕΣΑΠ- ΣΑΠ:

·  οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το 95% των θεμάτων τίθεται από το ΥΠΕΠΘ και ελάχιστα από τους συμμετέχοντες φορείς και αφορούν εξειδικευμένα ή ανώδυνα πολιτικά θέματα.

·  Τα θέματα που συνήθως θέτουν τα ΑΕΙ  αφορούν οικονομικά ζητήματα του στενού ενδιαφέροντος των ιδρυμάτων και ποτέ δεν θέτουν  θέματα πολιτικής όχι μόνο για τα οικονομικά θέματα αλλά και για τα λοιπά θέματα για τα οποία ασχολείται το συμβούλιο.

·  Η μελέτη των αποφάσεων που έχουν ληφθεί είναι γενικόλογες και διευκολυντικές για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής γεγονός που καταδεικνύει ένα πολιτικό συμβιβασμό των ΑΕΙ με το ΥΠΕΠΘ που οφείλεται κύρια στην απολαβή παροχών που όμως δεν εντάσσονται σε μια στρατηγική ανάπτυξης των ΑΕΙ.

·  Οι κοινωνικοί φορείς αλλά και τα πολιτικά κόμματα φαίνεται ότι ολίγον ενδιαφέρονται για την εφαρμογή στην πράξη των αρχών του δημοκρατικού προγραμματισμού. Έτσι παρατηρείται μειωμένο ενδιαφέρον αναφορικά με τη συμμετοχή τους. Ελάχιστη έως μηδενική συμμετοχή με θέσεις και προτάσεις και με πρόταση θεμάτων για συζήτηση.

·  Κοινωνικοί εταίροι όπως επαγγελματικά επιμελητήρια, οι εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης , η ΓΣΕΕ και η ΠΑΣΕΓΕΣ μόνιμα απουσιάζουν ή ουδέποτε έχουν ουσιαστική παρέμβαση στο θεσμό για τον οποί υποτίθεται ότι διεκδίκησαν και απαίτησαν τη συμμετοχή τους.

·  Η συμμετοχή της ΕΦΦΕ ουσιαστικά είναι προέκταση της συμμετοχής των κομμάτων αφού το όργανο είναι αδρανοποιημένο.

·  Οι   παρεμβάσεις όπως αυτές αναφέρονται  στα πρακτικά είναι άνευ ουσίας και εστιάζονται  κύρια σε αυτές των εκπροσώπων των πανεπιστημίων και επιστημονικών φορέων.

·  Ουσιαστική συμμετοχή και έκφραση απόψεων παρατηρείται σε επίπεδο προσώπων που έχουν συμμετοχή στη θεσμοθέτηση του οργάνου και  έχουν συνδεθεί πολιτικά και συνδικαλιστικά με καθιέρωση πολιτικών που σχετίζονται με την εφαρμογή στην πράξη του δημοκρατικού προγραμματισμού

·  Οι αποφάσεις για τον καθορισμό των εισακτέων στα ΑΕΙ αποτελεί την απόδειξη του συμβιβασμού που οδηγεί σε φραστική διαφοροποίηση αναφορικά με την εκάστοτε πολιτική του ΥΠΕΠθ αλλά αποδοχή πάντοτε της πρότασης του υπουργείου.

 

Η κατάσταση αυτή όπως προκύπτει όχι μόνο από την ιστορικοερμηνευτική προσέγγιση του θέματος αλλά και από την ανάλυση των ποσοτικών στοιχείων οδήγησε:

·  Στην αδρανοποίηση του οργάνου και την αυτοκατάργηση του χωρίς να υπάρξουν αντιδράσεις ούτε και από τα κόμματα της παραδοσιακής αριστεράς που κατά τεκμήριο έχουν ως βασική αρχή της πολιτικής τους τη συμμετοχή και το δημοκρατικό προγραμματισμό.

·  Στην μη αντίδραση στην πολιτική του ΥΠΕΠΘ που ουσιαστικά χρησιμοποιεί το ΕΣΑΠ- ΣΑΠ  για νομιμοποίηση της πολιτικής του [όχι κατά ανάγκη εσφαλμένης]

·  Στην διαχρονική μεταβολή του νόμου πλαισίου με την έκδοση υπουργικών αποφάσεων ή ερμηνευτικών υπουργικών αποφάσεων

 

Είναι φανερό ότι η προηγηθείσα ανάλυση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι  σοβαρή ευθύνη για την κατάσταση αυτή φέρουν και  οι κοινωνικοί εταίροι που συμμετέχουν στο όργανο.

 

Από την άλλη πλευρά ο προγραμματισμός για θέματα που αφορούν την Ανώτατη Εκπαίδευση «ανατίθεται» σε σχήματα επιπέδου επιτροπών του ΥΠΕΠθ που αφορούν το σχεδιασμό της ανώτατης εκπαίδευσης , την χωροταξική κατανομή της  που ουσιαστικά αφορούν θεωρητικές προσεγγίσεις ερήμην των ενδιαφερομένων οι οποίοι όμως δεν είναι σε θέση να συμβάλλουν με τη παράθεση θέσεων [ιδιαίτερα λυπηρή είναι η εικόνα που παρουσιάζουν τα ΑΕΙ που υποτίθεται ότι μπορούν να συνεισφέρουν ερευνητικά και όχι μόνο στο θέμα της λειτουργίας της ανάπτυξης της ανώτατης εκπαίδευσης]. Επίσης η μελέτη των τεκμηρίων που αφορούν την εφαρμογή στην πράξη της κυβερνητικής πολιτικής  αναδεικνύει ζητήματα που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έχουν  αναιρεθεί σημαντικά σημεία που αφορούν τη φιλοσοφία του νόμου πλαίσιο αναφορικά με τις συμμετοχικές διαδικασίες , το δημοκρατικό προγραμματισμό ακόμα και τις εισηγήσεις και μελέτες επιτροπών, αναφορικά με τα θέματα  που αφορούν:

·  Τη χωροταξική ανάπτυξη και κατανομή των πανεπιστημίων

·  Τις διαδικασίες ίδρυσης νέων τμημάτων

·  Την κατανομή πόρων και θέσεων ΔΕΠ και λοιπού προσωπικού

·  Τις διαδικασίες αξιολόγησης των ιδρυμάτων

·  Τη θεσμοθέτηση οργάνων και διαδικασιών  συγκέντρωσης επεξεργασίας και διάθεσης στοιχείων τεκμηρίωσης που αφορούν τους δείκτες της παιδείας.

 

Όμως οι υπουργικές αποφάσεις , και οι  νομοθετικές ρυθμίσεις ουσιαστικά αναιρούν προτάσεις πολιτικής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον μελετητή,  αφορά το στοιχείο ότι οι παρατηρούμενες αντιφάσεις αφορούν ενέργειες που ταυτίζονται με συγκεκριμένα  πρόσωπα που εκφράζουν  αυτή την αντιφατική πολιτική που διακρίνεται για ασυνέπεια αναφορικά με τη θεωρητική προσέγγιση που κατά καιρούς επιχειρούν  και την εφαρμοσμένη πολιτική. Η μελέτη των τεκμηρίων οδηγεί στην επισήμανση ότι η απομάκρυνση των προσώπων αυτών από τις κυβερνητικές θέσεις αρμοδιότητας άσκησης πολιτικής για την ανώτατη εκπαίδευση συνοδεύεται πάντοτε από δημοσιοποίηση {αρθρογραφία] αυτοκριτικών επισημάνσεων ή προτάσεων πολιτικής για την ανώτατη εκπαίδευση που δεν  εφαρμόστηκαν  κατά το χρονικό διάστημα άσκησης της πολιτικής. [Κλάδης Δ. ,Πανούσης Ι. (1989), (2004)]

 

Συμπερασματικά ο ευνουχισμός της εφαρμογής του δημοκρατικού προγραμματισμού αναφορικά με τη λειτουργία των οργάνων συμμετοχής και κοινωνικού ελέγχου οδήγησε στην «αναστολή» της λειτουργίας των οργάνων αυτών. Τα αίτια πολλά και οι ευθύνες  όλων των κοινωνικών εταίρων σημαντικές.

 

Μπορεί κανείς να παραθέσει ορισμένους από τους λόγους που οδήγησαν στην αναστολή της λειτουργίας των οργάνων αυτών:

·  Οι κακώς εννοούμενες  κυβερνητικές παρεμβάσεις και η μη υιοθέτηση της συνευθύνης και συλλογικότητας   στην χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής

·  Οι δυσλειτουργίες που παρατηρήθηκαν εξαιτίας του πολυπληθούς  της σύνθεσής των και των  συντεχνιακών λογικών που αναπτύχθηκαν

·  Η μη ύπαρξη υποδομών και μηχανισμών τεκμηρίωσης του έργου των

·  Η μη κατάθεση τεκμηριωμένων [εκτός εξαιρέσεων] και συγκεκριμένων προτάσεων-λύσεων από πλευράς των πολιτικών κομμάτων , των συνδικαλιστικών φορέων και της ακαδημαϊκής κοινότητας  και

·  Η μη διάθεση διαλόγου ουσίας επί των εκπαιδευτικών θεμάτων που πραγματικά επιζητούσαν λύσεις που έπρεπε να στηρίζονται στην εφαρμογή αυτονόητων και μονοσήμαντων πολιτικών λύσεων που υπήρξαν  μερικά από τα αίτια που οδήγησαν στην αδρανοποίησή  των και τη μη έναρξη λειτουργίας ποτέ του Ε.ΣΥ.Π. παρά τις κατ΄ επανάληψη νομοθετικές απόπειρες επαναδραστηριοποίησής του.

 

Ο ευνουχισμός της λειτουργίας των οργάνων συμμετοχής  οδήγησε στην ανάδειξη ψευτο- διλημμάτων που αποβλέπουν σε αλλαγές που θα αποδιοργανώνουν την ανώτατη εκπαίδευση στην πατρίδα μας  και θα θέσουν υπό αμφισβήτηση βασικούς άξονες και προσανατολισμούς των ελληνικών πανεπιστημίων όπως:

 

·        Ο δημόσιος χαρακτήρας του ελληνικού πανεπιστημίου

·        Οι  βασικές αρχές για την πανεπιστημιακή έρευνα  αναφορικά με τους όρους διεξαγωγής της και τη σύνδεσή της με τις μεταπτυχιακές σπουδές

·        Η αναδιάρθρωση των δομών και η εδραίωση της αυτονομίας του πανεπιστημίου

·        Το θέμα του πανεπιστημίου και των άλλων βαθμίδων της εκπαίδευσης

·        Το πανεπιστήμιο ανάμεσα στην «κοινωνία της εργασίας» και την «κοινωνία της κουλτούρας»

·        Η διεθνής διάσταση του πανεπιστημίου

·        Το πανεπιστήμιο και η τοπική κοινωνία

·        Ο πανεπιστημιακός ως διανοούμενος

 

Ενώ τα ουσιαστικά προβλήματα του ελληνικού πανεπιστημίου δεν τίθενται γιατί ίσως  δημιουργούν προβλήματα στην «νέο κατεστημένο» που έχει επικρατήσει σε  αυτά. Είναι αυτά που ο Κ. Σοφούλης [2000] επισημαίνει  «….το σύστημα της ανώτατης εκπαίδευσης σε αποφασιστικό βαθμό έχει ξεφύγει της αποστολής του … έχει εκφυλιστεί και μάλιστα σε τέτοιο σημείο, ώστε στην πραγματικότητα να επιτελεί κατά κύριο λόγο σκοπούς που ουσιαστικά ανήκουν σε άλλα υποσυστήματα του πολιτειακού συμπλέγματος……

·  Αντί για εκπαίδευση παρέχει εύσχημη συγκάλυψη της ανεργίας

·  Αντί αξιοκρατίας και παιδαγωγικού ορθολογισμού, το σύστημα αναπαραγάγει μια επιλογή και κατανομή τυπικών «επαγγελματικών προνομίων»

· Αντί προγραμματισμένης εκπαίδευσης, το σύστημα αναπαραγάγει άναρχες ατομικές τακτικές διδασκόντων και άλλων ενδοπανεπιστημιακών επαγγελματικών και μη ομάδων

·  Το σύστημα παράγει σε ελάχιστο βαθμό επιστήμη, πολύ λιγότερη από εκείνη που επιβάλουν οι συνθήκες της χώρας στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού

·  Το σύστημα σε μεγάλη έκτασή του έχει εκφυλιστεί σε γραφειοκρατία αντί να αποτελεί θεσμό αριστείας, όπως από τη φύση του έπρεπε να είναι

·  Το σύστημα έχει χάσει τη δυνατότητα αυτοδιόρθωσης και αυτοπροσαρμογής του στις απαιτήσεις της αποστολής του»

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Αλυσσανδράκης Κ., Αντωνίου Ν., Γλέζος Ν., Κουτρουμάνου Ε., Μπουρίτσας Γ.*

    [Ομάδα εργασίας του Συλλόγου Φυσικών Έρευνας και Εφαρμογών , του Συλλόγου  

    Μεταπτυχιακών Σπουδών Ηλεκτρονικής Φυσικής Φ.Μ.Σ. Πανεπιστημίου  Αθηνών

    και του Συλλόγου Μεταπτυχιακών Σπουδαστών  Ελλάδας (1980), Μεταπτυχιακές

    Σπουδές στην Ελλάδα. Πρακτικά Β΄ Πανελληνίου Συνεδρίου Φυσικής. Μυτιλήνη

    18-21 Σεπτέμβρη 1980: Ένωση Ελλήνων Φυσικών. Σελ. 151-153.

Ανδρέου Α., Παπακωνσταντίνου Γ., (1994 ). Εξουσία και οργάνωση –διοίκηση του

    εκπαιδευτικού  συστήματός. Αθήνα: Νέα Σύνορα – Α.Α.  Λιβάνη.

Berelson Bernard (1971),Content Αnalysis in Communication research. A division of

    Macmillan Publishing Co Inc New York

Ευαγγελόπουλος Σπ., Πειραματική παιδαγωγική με στοιχεία στατιστικής, Εκδόσεις

    Δανιά.

 Hill J.E. and Kerber A.,(1967) Methods and Analytical Procedure in Educational

    Research (Wayne State University Press, Detroit.

Καραγεώργος Δ,. (2002), Μεθοδολογία έρευνας στις επιστήμες της αγωγής .Μια

    διδακτική προσέγγιση. Αθήνα: Εκδόσεις Σαββάλας. Σελ. 223-228

Κίνηση Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία (20040, Τα Ελληνικά Πανεπιστήμια στην

   Κοινωνία της Γνώσης. Μια συμβολή στην υπέρβαση της κρίσης. Αθήνα.

Κιντή Ανδ.(1980), Η ανώτατη παιδεία στην Ελλάδα , αυτονομία, σκέψεις για την

   αναδόμησή της. Αθήνα: GUNTEMERG. Σελ.23-28

Κλάδης Δ., Πανούσης Ι. (1984), Ο Νόμος Πλαίσιο για τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά

    Ιδρύματα. Αθήνα: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα.

Κλάδης Δ., Πανούσης Ι., (1989), Η κρίση στα ΑΕΙ «Mea culpa”, Εφημερίδα «ΤΟ

    ΒΗΜΑ» 17.9.1989.

Κλάδης Δ., (1991), Προβληματισμοί για Θέματα Παιδείας, Αθήνα.

Κλάδης Δ., Πανούσης Ι. (2004), Πανεπιστήμια χωρίς σύνορα. Εφημερίδα «ΤΟ

    ΒΗΜΑ» 3,5,6.10.2004.

Louis Coben, Lawrence Manion (1997).  Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας.

   ΑΘΗΝΑ: Έκφραση- Εκπαιδευτική Βιβλιοθήκη, σελ.72

Μπουρίτσας Γ, (1979) Μερικές σκέψεις και υποδείξεις για τις Μεταπτυχιακές

    Σπουδές στην Ελλάδα, Γ. Οικονομικός Ταχυδρόμος, τ.33, 16.8.1979, σελ.23

Μπουρίτσας Γ,  Αντωνίου Ν., Γλέζος Ν.,  Κουτρουμάνου Ε., Αλυσσνδράκης Κ.(1981).Οι Μεταπτυχιακές Σπουδές και η Έρευνα στην Ελλάδα, , Ελευθεροτυπία,

    24.4.1981 [α΄ μέρος] σελ. 10, 25.4.1981 [β’ μέρος] σελ.8.

Μπουρίτσας Γ,  Αντωνίου Ν., Γλέζος Ν.,  Κουτρουμάνου Ε., Αλυσσνδράκης

    Κ.(1981).Πως πρέπει να οργανωθούν η Έρευνα και οι  Μεταπτυχιακές Σπουδές στην Ελλάδα, Οικονομικός Ταχυδρόμος, τ.24, 16.7.1981, σελ.16-18.

Ρόκος Δ. (1982), Αλλαγή στην παιδεία, παιδεία για αλλαγή. Αθήνα: Εκδόσεις

   παρατηρητής. Σελ.154-156

Ρόκος Δ.( 2003), Νόμος Πλαίσιο 1268/82 για την Ανώτατη Παιδεία .Πριν, κατά και

   μετά είκοσι έτη. Αθήνα:  Εναλλακτικές Εκδόσεις.

Σοφούλης Κ (2000)., Για το σύγχρονο δημόσιο πανεπιστήμιο. Κριτική και ένα σχέδιο..

   Αθήνα: Εκδόσεις Τυπωθήτω. Γ. Δαρδανός. Σελ.29,31-32

Σύλλογος Βοηθών Επιμελητών Φ.Μ.Σ. Πανεπιστημίου Αθήνας, Πρακτικά Συνεδρίου

   για την Ανώτατη Παιδεία. Αθήνα 22-26 Απρίλη 1975.

Τσίτος Απ. (1991), Ελληνικά Πανεπιστήμια. Δομή και Λειτουργία. Αθήνα: Εκδόσεις

    «Τελεθριον».

Τσουράκης Δ..(1981) Σύγχρονη Παιδαγωγική, Αθήνα.

ΥΠΕΠΘ, (2000α ), Πρόταση διαλόγου για τη θεσμοθέτηση του Εθνικού Συστήματος

   Αξιολόγησης της Ποιότητας της Ανώτατης Εκπαίδευσης.

ΥΠΕΠΘ, (2000β ), Τελικό κείμενο της Ομάδας Στρατηγικού και Χωροταξικού  

    Σχεδιασμού της

ΥΠΕΠΘ, (1983), Ο νόμος 1268/82 για τη δομή και λειτουργία των Ανώτατων

   Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, Αθήνα : Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων.

Κίνηση Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία (20040, Τα Ελληνικά Πανεπιστήμια στην

   Κοινωνία της Γνώσης. Μια συμβολή στην υπέρβαση της κρίσης. Αθήνα.

YΠΕΠΘ (6.1983-2.1994), Δελτιο ΕΣΑΠ [ΣΑΠ]. τ.1-19. Αθήνα:ΟΕΔΒ

ΥΠΕΠΘ (5.1994-5.1989), Δελτιο ΣΤΕ, τ1-7, Αθήνα:ΟΕΔΒ

ΥΠΕΠΘ (1984), Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Ένας χρόνος μετά….,

    Αθήνα::ΟΕΔΒ.