Η κριτικΗ του ΚΚΕ  και της ΕΔΑ  για την εκπαιδευτικΗ πολιτικΗ της EPE (1956-1963)

 

 

Μαρία Μποντίλα

Καθηγήτρια – Δρ. Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ.

 

 

ΠερΙληψη

 

Το  ΚΚΕ το οποίο μετά τη λήξη του εμφυλίου βρίσκεται και δραστηριοποιείται εκτός των ελληνικών συνόρων και  η ΕΔΑ, ως το κόμμα που εκφράζει την αριστερή ιδεολογία στην Ελλάδα, ασκούν έντονη κριτική στην εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης Καραμανλή κατά την πρώτη επταετία της (1956-1963). Την κριτική αυτή, όπως εκφράστηκε μέσα από τον επίσημο λόγο των δύο κομμάτων, προσπαθεί να παρουσιάσει και να ερμηνεύσει η παρούσα εργασία.

 

Abstract

The Greek Communist Party after the end of the civil war 1945-1949 is transported outside the Greek borders. The EDA (United Democratic Left) is the only party that expresses the left ideology in Greece. GCP and EDA practise an intense criticism in the educational policy of government Karamanlis, at the first 7 years of his governing (1956-1963). The present work tries to present and interpret this criticism, as it was expressed through the official discourses of the two parties.

 

 

Μετά τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα το Κόμμα του Ελληνικού Συναγερμού, που ανέλαβε την εξουσία, αδρανεί όσον αφορά τα εκπαιδευτικά θέματα. Προσπαθώντας να διατηρήσει αλώβητο τον ιδεολογικό προσανατολισμό της εκπαίδευσης στρέφει την προσοχή του στη λύση κάποιων καθαρά λειτουργικών ζητημάτων  και δεν προχωρεί σε θέματα ουσίας. Ούτε όμως και τα υπόλοιπα κόμματα έχουν ως πρωταρχικό τους στόχο την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις εκλογές του 1956  η εκπαιδευτική πολιτική δεν απασχολεί ουσιαστικά τα πολιτικά κόμματα  και ούτε αποτελεί σημείο βασικής πολιτικής αντιπαράθεσης. Παρόλο που παρατηρείται μια σειρά αλλαγών στον οικονομικό τομέα με την εισροή ξένων ιδιωτικών κεφαλαίων ήδη από το 1953 καθώς και αύξηση της βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής, οι ντόπιες οικονομικές δραστηριότητες λειτουργούν ως επί το πλείστον παρασιτικά με αποτέλεσμα να μην εκδηλώνονται έντονες απαιτήσεις για  ανακαινιστικές παρεμβάσεις στην εκπαίδευση.

Η εκπαιδευτική πολιτική γίνεται το επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλων, μόνο όταν η κυβέρνηση της ΕΡΕ ανακοίνωσε τον Ιούλιο του 1956 ότι μελετάει την αύξηση των εκπαιδευτικών τελών.  Με αφορμή το αντιλαϊκό αυτό μέτρο όλα τα αντιπολιτευτικά κόμματα,  διάφορες οργανώσεις και σωματεία καθώς και οι οργανώσεις της νεολαίας συσπειρώνονται, διαμαρτύρονται έντονα  και επεκτείνουν τη συζήτηση για την παιδεία και σε άλλα θέματα, όπως είναι η αύξηση των εκπαιδευτικών δαπανών, το γλωσσικό θέμα, η τεχνικοεπαγγελματική παιδεία ( Δ. Χαραλάμπους, 1990, 132 ).

 Η κάτωθεν πίεση, η συνεχώς αυξανόμενη ανεργία, η μελλοντική ένταξη της Ελλάδας στην Κοινή Αγορά, η σύγκριση με την Ευρώπη, καθώς και το Σπούτνικ σοκ είναι κάποιοι από τους λόγους που οδηγούν την ελληνική κυβέρνηση στην απόφαση να προβεί σε μια σειρά από μεταρρυθμιστικά εκπαιδευτικά μέτρα. Για το λόγο αυτό στις 14-6-1957 συστήνει την Επιτροπή Παιδείας με ρόλο γνωμοδοτικό ( Σ. Μπουζάκης 2002). Να μελετήσει δηλαδή την υπάρχουσα κατάσταση και να προβεί σε προτάσεις. Η Επιτροπή Παιδείας αποτελούμενη από ειδικούς σε θέματα παιδείας (Αλέξης Δημαράς 1974, 229) μετά από 53 συνεδριάσεις στο χρονικό διάστημα από 24-7-1957 έως 10-1-1958 παρέδωσε την εισηγητική της έκθεση  στον πρωθυπουργό, Κωνσταντίνο Καραμανλή,  ο οποίος υπόσχεται διακομματική συνεργασία για την διαμόρφωση σταθερής εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής.

Ενάμισυ σχεδόν χρόνο μετά την κατάθεση των πορισμάτων από την Εκπαιδευτική Επιτροπή, τον Ιούνιο του 1959,  η κυβέρνηση καταθέτει προς ψήφιση οκτώ νομοσχέδια που αφορούν την εκπαίδευση και  για τα οποία ασκήθηκε έντονη κριτική προερχόμενη και από το χώρο της αντιπολίτευσης αλλά και από τον κυβερνητικό χώρο

Στη σημερινή μας εισήγηση θα περιοριστούμε στη μελέτη της  κριτικής και των θέσεων όσον αφορά τη συγκεκριμένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που ανέπτυξαν τα 2 αριστερά κόμματα,  η ΕΔΑ, η οποία στις εκλογές του 1958 ανέβασε εντυπωσιακά τα ποσοστά της, έγινε αξιωματική αντιπολίτευση και ήρθε δεύτερη με 25% των ψήφων και 78 βουλευτές, και το ΚΚΕ, το οποίο, αν και παράνομο από το 1947  και εκτός Ελλάδος, ενδιαφέρεται για την ελληνική πραγματικότητα.

Ο Γ. Αθανασιάδης (Μ. Μποντίλα 2004, 33), ένας από τους υπεύθυνους του Κομμουνιστικού Κόμματος για θέματα Παιδείας, δημοσιεύει μια σειρά άρθρων στο περιοδικό Νέος Κόσμος, που αποτελούσε το επίσημο όργανο έκφρασης του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της αναγκαστικής του υπερορίας. Στα άρθρα αυτά ο Αθανασιάδης ασχολείται συγκεκριμένα με τα εκπαιδευτικά μέτρα που εξαγγέλλει ή παίρνει η κυβέρνηση της ΕΡΕ και κάνοντας κριτική παρουσιάζει συγχρόνως και τις πολιτικές τους θέσεις όσον αφορά την εκπαίδευση. Στην προκειμένη περίπτωση δηλαδή πρόκειται για έναν παιδαγωγικό και συγχρόνως πολιτικό-ιδεολογικό  εκφερόμενο λόγο που έχει συγκεκριμένο ακροατήριο και στοχεύει στην όσο γίνεται μεγαλύτερη διάχυση και αποδοχή των προτάσεών του (Ν. Παπαδάκης, Ε. Πυργιωτάκης 1998, 853-858, Τερζής 2002).

 Τα περιορισμένα περιθώρια της εργασίας αυτής δεν μας επιτρέπουν να προβούμε σε εκτενή παρουσίαση των 7 πολυσέλιδων άρθρων του Αθανασιάδη που δημοσιεύτηκαν από το 1958 έως το 1963. Ενδεικτικά θα αναφερθούμε μόνο σε κάποια θέματα που θίγει στα γραπτά του και τα οποία φανερώνουν για μια ακόμη φορά ότι η ιδεολογία παραμένει ο κύριος υποβολέας της εκπαιδευτικής πολιτικής.

Στο άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέος Κόσμος τον Οκτώβριο του 1958 με τίτλο Οι προθέσεις και τα έργα της Κυβέρνησης Καραμανλή ( Γ. Αθανασιάδης 1958, 31-41) ξεκινά από τη θέση ότι παρόλο το θόρυβο στον τύπο για την εκπαίδευση και τα προβλήματά της, η κυβέρνηση δεν προέβη σε κανένα σοβαρό μέτρο, «γιατί είναι ξενόδουλη και αντιλαϊκή». Όσον αφορά τη σύσταση της Επιτροπής Παιδείας αμφισβητεί τις αγαθές προθέσεις της κυβέρνησης και υποστηρίζει ότι έγινε για δύο λόγους. Πρώτον «σαν παραπλανητική διέξοδος μπροστά στη λαϊκή πίεση» για να κερδίσει χρόνο η κυβέρνηση, όπως ακριβώς έκανε και παλιότερα με τη σύσταση άλλων επιτροπών και δεύτερον « να περιβάλει με το κύρος των ειδικών ορισμένες αντιλαϊκές και αναχρονιστικές απόψεις για να τις θέσει σε εφαρμογή ευκολότερα».

  Εκ πρώτης όψεως, υποστηρίζει ο Αθανασιάδης, διαβάζοντας κάποιος τα πορίσματα της Επιτροπής σχηματίζει την εντύπωση ότι έκαναν σωστές διατυπώσεις αλλά στην πραγματικότητα πίσω από τη «θετική πρόσοψη με δυσκολία σκεπάζονται οι αντιλαϊκές θέσεις» που αφορούν την οργάνωση της παιδείας, τον ιδεολογικό προσανατολισμό της, τους σκοπούς, το περιεχόμενο και τα προγράμματα σπουδών. Θεωρεί απαράδεκτη την πρόταση της Επιτροπής για τη διαίρεση της Mέσης Eκπαίδευσης σε δύο κύκλους, γιατί μεγαλώνει ακόμα περισσότερο το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Στη φτώχεια, στα δίδακτρα και στις υποχρεωτικές «εισφορές» προστίθεται τώρα και ο αποκλεισμός από την Aνώτερη Eκπαίδευση.  Ο πρώτος κύκλος των σχολείων της Mέσης που αναγκαστικά θα ακολουθήσουν τα παιδιά των φτωχών ούτε ουσιαστικά ούτε τυπικά είναι ισότιμος με τα άλλα γυμνάσια, ούτε φυσικά αυτοτελής, αφού αυτά τα σχολεία δεν ετοιμάζουν τους αποφοίτους για την προσαρμογή τους στη ζωή, από τη στιγμή που θα επικρατεί και σε αυτά ο ιστορικοφιλολογικός κύκλος των μαθημάτων. Οι απόφοιτοι αυτών των σχολείων δεν θα έχουν πρόσβαση στην Aνώτερη Eκπαίδευση παρά μόνο στις «ανύπαρχτες επαγγελματικές και τεχνικές σχολές».

Όσον αφορά τα 250 γυμνάσια του β΄ κύκλου που προτείνει η Επιτροπή « η προσκόλληση στο ψευτοκλασικό ιδανικό αποτελεί τον κύριο γνώμονα». Ακόμη και τα μαθηματικά, που με τα κλασικά κείμενα κρίθηκαν ότι «είναι ο ευρύχωρος και υψηλόφρων ανθρωπισμός, ο οποίος αξίζει να εμπνέει την εθνικήν μας εκπαίδευσιν», περιορίστηκαν στα ολιγάριθμα γυμνάσια του δευτέρου τύπου. Ο Αθανασιάδης τονίζει ότι δεν αρνείται την αξία των ανθρωπιστικών σπουδών - που εξάλλου δεν είναι μόνο τα αρχαία κείμενα αλλά και η νεώτερη προοδευτική λογοτεχνία, ελληνική και παγκόσμια -  αλλά σήμερα επιβάλλεται αυτές να ιδωθούν κάτω από ένα προοδευτικό πρίσμα για να μπορέσουν να ετοιμαστούν οι νέοι για τις ανάγκες της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.

Μετά  την κριτική στα πορίσματα  της Επιτροπής Παιδείας περνάει στην κριτική των έργων της κυβέρνησης για την παιδεία, παρουσιάζοντας με οικονομικά στοιχεία την ολιγωρία της όσον αφορά το κτιριακό, την υλικοτεχνική υποδομή, το θέμα του προσωπικού και της μισθοδοσίας του, τον αριθμό των μαθητών ανά τάξη. Παρόλα τα συσσωρευμένα προβλήματα η κυβέρνηση Καραμανλή δεν προχωράει σε λύσεις. Οι δαπάνες για τον σημαντικό αυτό τομέα της κοινωνικής και εθνικής  ζωής δεν θεωρούνται απλώς περιττές μα και επικίνδυνες. «Οι ξένοι υποδουλωτές και τα όργανά τους στην Ελλάδα θέλουν να κρατούν σε χαμηλό επίπεδο την τεχνική και την πνευματική απόδοση του λαού. Ελπίζουν ότι θα δέχεται αδιαμαρτύρητα την εκμετάλλευση, την ξένη κυριαρχία, θα γίνεται καλύτερα θύμα στις φιλοπόλεμες επιδιώξεις και τα αρπαχτικά σχέδια των ιμπεριαλιστών».( Γ.Αθανασιάδης 1958, 37).

Το άρθρο κλείνει με μια σειρά διεκδικήσεων του ελληνικού λαού (συμβουλευτικούς σταθμούς, βρεφοκομεία, παιδικούς σταθμούς και νηπιαγωγεία, εξάχρονη υποχρεωτική φοίτηση, ανάπτυξη της κατώτερης Eπαγγελματικής και Mέσης Tεχνικής Eκπαίδευσης, ενίσχυση της ανώτατης παιδείας, ίδρυση τρίτου Πανεπιστημίου )

που ενδιαφέρεται και αγωνίζεται για το μέλλον των παιδιών του.

Στο δεύτερο άρθρο του ο Αθανασιάδης ένα χρόνο αργότερα, πάλι στον Νέο Κόσμο με τίτλο Τα νέα εκπαιδευτικά νομοθετήματα και η ανασυγκρότηση της Παιδείας (Αθανασιάδης 1959,41-51) υποστηρίζει για μια ακόμα φορά ότι στις επιλογές των μεταρρυθμιστών διακρίνονται ταξικές θέσεις και  συμφέροντα. Ενώ η ανασυγκρότηση της παιδείας είναι αίτημα όλων, η κυβέρνηση Καραμανλή δεν λαμβάνει στην ουσία καμιά πρόνοια παρά μόνο «σκηνοθετεί» ένα ενδιαφέρον, πάντα λίγο πριν την έναρξη της σχολικής χρονιάς,προς εντυπωσιασμό. Για παράδειγμα τον Αύγουστο του 1958 οργανώθηκαν συσκέψεις και διεξοδικές συζητήσεις με τη συμμετοχή εκπροσώπων του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας και του Πολυτεχνείου για την Τεχνική Εκπαίδευση. Αν και οι απόψεις και οι προτάσεις που διατυπώθηκαν ήταν σωστές, δεν περιέχεται ούτε ίχνος τους στα 8 νομοθετήματα της κυβέρνησης για την παιδεία.  Την ίδια τύχη είχαν και μερικά θετικά πορίσματα της Επιτροπής Παιδείας.

Ο Αθανασιάδης σ’ αυτό του το άρθρο αρχίζει την κριτική του από τα νομοσχέδια που αφορούν την Ανώτατη Εκπαίδευση «επειδή σ’ αυτήν θα στηριχτεί η οργάνωση και των άλλων εκπαιδευτικών βαθμίδων». Τα ζητήματα που θέτει είναι η διεύρυνση και η αναδιάρθρωση της Ανώτατης Παιδείας, η εξύψωση της επιστημονικής στάθμης και ο εκδημοκρατισμός της. Διεύρυνση κατά τον Αθανασιάδη σημαίνει δημιουργία νέων ιδρυμάτων, ινστιτούτων, πανεπιστημιακών σχολών, συμπλήρωση και ίδρυση νέων εδρών σε συνάρτηση με τη δημιουργία νέων κλάδων στη βιομηχανία και την αγροτική οικονομία ή  για ενίσχυση των παλιών. Διεύρυνση σημαίνει επίσης αύξηση του αριθμού των εισαγομένων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αποφευχθεί η εκπαιδευτική μετανάστευση των 9000 φοιτητών που σπουδάζουν στο εξωτερικό.

Επιβάλλεται η αναδιάρθρωση και ο προσανατολισμός της παιδείας προς κλάδους θετικούς για να βοηθηθεί η οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας. Η οργάνωση της Ανώτατης Παιδείας έμεινε στο επίπεδο του περασμένου αιώνα. Παρατηρείται τρομερή ανεπάρκεια σε προσωπικό. Ο τεχνικοεπιστημονικός εξοπλισμός των σχολών είναι ανεπαρκής και παμπάλαιος, τα διδακτήρια  ακατάλληλα και τα συγγράμματα πανάκριβα. Η έλλειψη βιβλιοθηκών, ο τρόπος εισαγωγής, οι εγγραφές, τα φροντιστήρια, τα δίδακτρα, τα εξέταστρα, οι υποτροφίες, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τα φοιτητικά συσσίτια, η φοιτητική στέγη, η χορήγηση εισιτηρίων κυκλοφορίας, η πρόνοια για τους εργαζόμενους φοιτητές είναι τομείς για τους οποίους η κυβέρνηση πρέπει να προνοήσει. Επιβάλλεται επίσης να εκλείψουν οι οικονομικοί και κοινωνικοί φραγμοί και η αστυνόμευση μέσα στις σχολές.

Αμέσως μετά περνάει στις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης ξεκινώντας από το σημαντικότερο, όπως χαρακτηρίστηκε νομοθέτημα το «Περί τεχνικής και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, οργανώσεως της μέσης εκπαιδεύσεως και διοικήσεως της παιδείας». Υποστηρίζει ότι παρά τις εξαγγελίες της κυβέρνησης δεν πρόκειται για τη δημιουργία νέων σχολών αλλά για την ανασύσταση τεχνικών σχολών που καταργήθηκαν το 1955 με το αιτιολογικό της μη καλής λειτουργίας τους. Επρόκειτο για τις 7 Σχολές Υπομηχανικών ΣΥΠ στη θέση των οποίων θα λειτουργήσουν 2 δημόσιες Ανώτερες Τεχνικές Σχολές  και 6 Μέσες Τεχνικές Σχολές. Τα χρήματα όμως που προβλέπεται να διατεθούν είναι πολύ λίγα. Με 9.375.000 δρχ. η κυβέρνηση προτίθεται να λύσει το θέμα της Τεχνικής Εκπαίδευσης, γεγονός που προδικάζει την αποτυχία της.

Επιπλέον οι σχολές αυτές είναι απρόσιτες για την εργατική τάξη, γιατί για τις 2 Ανώτερες  Τεχνικές Σχολές χρειάζεται πεντάχρονη φοίτηση στο Γυμνάσιο. Αποκλείονται δηλαδή οι απόφοιτοι του α΄ κύκλου του διχοτομημένου Γυμνασίου.

Για τις Μέσες Τεχνικές Σχολές είναι απαραίτητη η φοίτηση στα Γυμνάσια επί 3 χρόνια. Όταν όμως ένα παιδί πάρει έστω και ψευτοκλασική παιδεία στο μικρό Γυμνάσιο για 3 χρόνια, είναι δύσκολο μετά να προσανατολιστεί επαγγελματικά προς την Τεχνική Εκπαίδευση. Η κυβέρνηση παραπλανά λοιπόν τον κόσμο ότι οι 8 αυτές Σχολές θα βοηθήσουν στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και στην καταπολέμηση της ανεργίας και της μετανάστευσης.

Ο Αθανασιάδης στο τρίτο του άρθρο στον Νέο Κόσμο τον  Νοέμβριο του 1960 με τίτλο Συνταγματικές υποχρεώσεις του κράτους για την παιδεία( Γ. Αθανασιάδης 1960,51-58) ξεκινάει με την κριτική του στην Δημοτική Εκπαίδευση που αποτελεί τη βάση της εκπαίδευσης όλου του λαού. Eνώ λοιπόν το Σύνταγμα καθορίζει ότι «τα έτη της υποχρεωτικής φοιτήσεως δεν δύνανται να είναι ολιγώτερα των εξ» - το κατώτατο όριο της Ευρώπης- στην ουσία η υποχρεωτική εκπαίδευση παραμένει τετράχρονη γιατί υπάρχουν πολλές διαρροές κατά τη διάρκεια της φοίτησης, κυρίως παιδιών από φτωχές οικογένειες, με την ανοχή του κράτους που θεωρεί την εξάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση «δυσβάστακτα για τον προϋπολογισμό βάρη» αλλά και συμφέρουσα γιατί το κατώτατο όριο του μεροκάματου των εργαζομένων ανήλικων στη βιομηχανία είναι το 1\2 από το κατώτατο όριο των ενηλίκων. Τα αυστηρότατα μέτρα που κατά καιρούς έχουν θεσπιστεί για την υποχρεωτική φοίτηση δεν λύνουν το πρόβλημα, που στην ουσία είναι η ανεργία των γονέων και η πείνα που μαστίζει αμέτρητα παιδιά, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι εκπαιδευτικές αλλαγές δεν επιτυγχάνονται μόνο με μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά απαιτούνται και κοινωνικές αλλαγές.  Στην Ελλάδα, ενώ ο όρος δωρεάν παιδεία υπάρχει στο Σύνταγμα και επαναλαμβάνεται σε όλες τις υπουργικές   αποφάσεις, οι εισπραττόμενες εισφορές κάθε άλλο παρά  δωρεάν παιδεία εξασφαλίζουν. Όλα τα έξοδα του σχολείου καλύπτονται από τις εισφορές των μαθητών και πολλές φορές το κράτος για την ίδρυση ενός σχολείου προσφέρει μόνο την ιδρυτική πράξη.  Ένας από τους παράγοντες απομάκρυνσης των παιδιών από τα σχολεία  είναι και το περιεχόμενο των μαθημάτων. Το Δημοτικό είναι μεν σχολείο γενικής μόρφωσης, αλλά δεν προετοιμάζει τη νέα γενιά για τη ζωή. Ακολουθεί μία κριτική παρουσίαση με συγκεκριμένα παραδείγματα από τα σχολικά βιβλία, όπου φαίνεται τι είδους πολίτες προετοιμάζει το ελληνικό κράτος. « Ο όρος ελληνοχριστιανικός πολιτισμός μετατράπηκε σε ολοφάνερες  εθνοπροδοτικές διαθέσεις και πράξεις που κύριο σκοπό έχουν την εθελοδουλεία και την υποταγή»(Γ. Αθανασιάδης, ό.π.,54). Ακόμη και το καινούριο μάθημα τα Αγωγής του Πολίτου που από τη φετινή χρονιά θα εισαχθεί στην Τρίτη Γυμνασίου «προσπαθεί να πείσει τους μαθητές ότι ο δυτικός κόσμος είναι ελεύθερος, ωραίος, αγγελικά πλασμένος!».

Ο αριθμός των εφήβων στην Ελλάδα είναι 900 χιλιάδες περίπου και από αυτές μόνο οι 250.000 φοιτούν στη Mέση Eκπαίδευση και στα Mέσα και Eπαγγελματικά Σχολεία Οι 650.000 χιλιάδες βγαίνουν στη ζωή χωρίς κανένα εφόδιο. Για να υλοποιηθούν τα προγράμματα οικονομικής ανασυγκροτήσεως που συντάσσει η κυβέρνηση πρέπει να αναπτυχθεί η τεχνική εκπαίδευση και η γενική παιδεία να προσαρμοστεί στις ανάγκες της εποχής. Ακολουθούν στοιχεία από την στατιστική υπηρεσία όσον αφορά τον επαγγελματικό προσανατολισμό των παιδιών και την ειδίκευση των εργατών.

 Ο Αθανασιάδης στο άρθρο του αυτό αναφέρεται και σε ένα μέτρο που σκόπευε να λάβει η κυβέρνηση και το οποίο σήκωσε πολλές αντιδράσεις στο χώρο της αντιπολίτευσης. Στο επίσημο κείμενο του Προγράμματος Οικονομικής Αναπτύξεως 1960 –1965 στα κεφάλαια 5 και 6 που έχουν τίτλο Επαγγελματική Μετεκπαίδευση και Ξένη Τεχνική Βοήθεια  αναφέρεται ότι θα δημιουργηθούν κέντρα επαγγελματικής εκπαιδεύσεως που θα έχουν ως αποστολή την προπαρασκευή των εργαζομένων οι οποίοι «κατευθύνονται προσωρινώς ή μονίμως προς τας χώρας ιδία της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης επιτρέπουσαν ούτω εις τους μετανάστας  να επιτυγχάνουν καλύτερον και να χρησιμοποιούνται αποδοτικότερον…» ( Γ. Αθανασιάδης, ό.π., 56 ) Ο Αθανασιάδης τονίζει ότι η κυβέρνηση ξεπουλάει κατ’ αυτόν τον τρόπο τα ελληνικά νιάτα,. Τα εκπαιδεύει με δικά της χρήματα και τα στέλνει έξω ως φθηνότερους εργάτες και σε κάποιες περιπτώσεις όργανά τους ενάντια στην ντόπια εργατική τάξη.

 Θα αναρωτηθεί κανείς σε ποιους απευθυνόταν ο Αθανασιάδης,  ποιοι αποτελούσαν δηλαδή το αναγνωστικό κοινό αυτών των άρθρων ( Γ. Αθανασιάδης 1962,1963 ) και πόσο μεγάλη ήταν η εμβέλεια της επιρροής τους.  Όπως ήδη αναφέρθηκε στην αρχή ο Νέος Κόσμος αποτελούσε το επίσημο όργανο έκφρασης του κομμουνιστικού κόμματος και όλες οι δημοσιεύσεις σ’ αυτό  περνούσαν από αυστηρό κομματικό έλεγχο. Το περιοδικό κυκλοφορούσε  σε όλες τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπου φιλοξενούνταν έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες αλλά και σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης για τους Έλληνες μετανάστες και τους διανοούμενους που διέμεναν σε αυτές. Τεύχη του περιοδικού έφταναν παράνομα και διαβάζονταν και στην Ελλάδα. Είναι γνωστή εξάλλου   η σχέση του ΚΚΕ  με την ΕΔΑ (Πρακτικά της 8ης Ολομέλειας του 1958 και της 9ης Ολομέλειας του 1959 ) και η αλληλεπίδραση των απόψεων, για να μην πω η ταύτιση σε πολλές περιπτώσεις.

 Η κοινή αυτή πλεύση φαίνεται καθαρά στην κριτική που ασκούν σε θέματα παιδείας στην κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία δεν είναι τυχαία ούτε απλώς κινείται  στο πλαίσιο μιας αντιπολιτευτικής πολιτικής. Μέσα από την κριτική που ασκούν οι δύο αυτοί αριστεροί πολιτικοί  χώροι καταδεικνύουν και την πολιτική τους συγγένεια ή καλύτερα την ιδεολογική τους σύμπλευση.

Και η ΕΔΑ δέχεται ότι τα μέτρα της κυβέρνησης Καραμανλή είναι αντιλαϊκά, ότι η μόρφωση ανήκει σε όλους, η οικονομική πρόοδος συνδέεται με την Επιστήμη και την Τεχνική και ότι απαιτείται το λιγότερο 6ετής υποχρεωτική φοίτηση. Κάνει επίσης και αυτή  αυστηρή κριτική στο ΝΔ 3971/59  «Περί τεχνικής και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, οργανώσεως της μέσης εκπαιδεύσεως και διοικήσεως της παιδείας» και καταγγέλλει τον στείρο κλασικισμό και την αρχαιολατρία που επικρατεί στα προγράμματα της γενικής παιδείας. Τα δύο αριστερά κόμματα καταγγέλλουν  επίσης την ίδρυση του Διεθνούς Μορφωτικού Ινστιτούτου Ελλάδος και τη συνεργασία του με το Ελληνοαμερικανικό Ινστιτούτο, όπως και τις προτάσεις που ακούστηκαν κατά την Ελληνοϊταλική Συνάντηση Εκπαιδευτικών όσον αφορά την ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής ιδέας και τον περιορισμό  της καλλιέργειας εθνικών συνειδήσεων  στα παιδιά.( Ρ. Ιμβριώτη 1966, 226-229, 230-233).

Οι προτάσεις και των δύο κομμάτων έχουν περάσει πια από το επίπεδο της συνθηματολογίας και του ουτοπικού οραματισμού που τους χαρακτήριζε παλιότερα σε μια πιο σοβαρή και εμπεριστατωμένη θέση, τονίζοντας  συνεχώς ότι είναι ρεαλιστικά εφικτές και αποκαλύπτοντας τα βαθύτερα αίτια της μη υλοποίησής τους. Η  ΕΔΑ μάλιστα κατεβάζει μία δική της ολοκληρωμένη εκπαιδευτική πρόταση. Πρόκειται για το εκπαιδευτικό της πρόγραμμα.( Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της ΕΔΑ 1966, 198-220 ).

 Υπάρχουν όμως και διαφοροποιήσεις που σχετίζονται με τη φύση των 2 κομμάτων και το χώρο μέσα στον οποίο το καθένα ενεργοποιείται. Επειδή η ΕΔΑ ζει από κοντά το πρόβλημα της παιδείας και σε καθημερινή βάση είναι υποχρεωμένη να παίρνει θέση σε προτάσεις και δημοσιεύματα μέσα στον ελλαδικό χώρο, ασχολείται έντονα με κάποια ιδιαίτερα θέματα, όπως είναι αυτό της εθνικής παιδείας. της καλλιέργειας του πατριωτισμού και της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών και της κλασικής μόρφωσης.  Η ΕΔΑ δεν απορρίπτει τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών από όλους τους τύπους των σχολείων της Μέσης Εκπαίδευσης, αλλά κινούμενη  στο πλαίσιο του δημιουργικού ιστορισμού του Γληνού, προτείνει να διδάσκονται από μετάφραση στη δημοτική γλώσσα και να γίνεται μια πιο ουσιαστική προσέγγιση των κειμένων, εμμένοντας στο περιεχόμενο και όχι στη μορφή. Τονίζει σε κάθε ευκαιρία την αξία της ανθρωπιστικής μόρφωσης σαν να φοβάται ότι θα της προσάψουν την κατηγορία του ανθελληνισμού. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι τόσο η ΕΔΑ όσο και το ΚΚΕ κατά τη διάρκεια του εμφυλίου  και μετά, προβάλλουν υπέρμετρα την εθνική τους συνείδηση και την εθνικοφροσύνη τους, επικαλούμενοι τη δράση τους στην κατοχή, με την οργάνωση και καθοδήγηση της εθνικής αντίστασης.

Ενώ το συντηρητικό εκπαιδευτικό ρεύμα μέσω της διδασκαλίας των αρχαίων έχει ως στόχο του την ανάπτυξη του πατριωτισμού για να προστατεύσει τους νέους από την κομμουνιστική ιδεολογία, το αριστερό εκπαιδευτικό ρεύμα μέσω της κλασικής παιδείας θέλει να εξασφαλίσει τους νέους από τη διείσδυση της δυτικοευρωπαϊκής και αμερικάνικης ιδεολογίας. Η ΕΔΑ παίζει το ρόλο του εθνικού θεματοφύλακα και αναπτύσσει  μια παράξενη αριστερή εθνικιστική ρητορεία (Ρ. Ιμβριώτη1966, 230-233), διακρίνοντας  παντού απειλές και κινδύνους εκ μέρους των δυτικών, ενώ το ΚΚΕ κρατάει μια πιο αποστασιοποιημένη και κριτική στάση απέναντι στο συγκεκριμένο θέμα. Η ΕΔΑ δεν μπόρεσε επίσης να εκτοπίσει ή δεν θέλησε την ελληνοχριστιανική ιδεολογία. Υπερασπίζεται ακόμη και τον όρο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός, υποστηρίζοντας ότι ο χριστιανισμός προωθεί την ισότητα και την αγάπη μεταξύ των λαών.   

 Το ερώτημα που τίθεται στην προκειμένη περίπτωση είναι το από πού πηγάζει η θέση της αυτή. Προσπαθεί να  συνδυάσει και τις δύο τάσεις για να μην τρομάξει τους ψηφοφόρους της ή παραπαίει ανάμεσα στη συντήρηση και την πρόοδο, τον παρελθοντικό προσανατολισμό και την νεωτερικότητα,  λόγω έλλειψης ξεκάθαρου ιδεολογικού προσανατολισμού, κάτι που δεν συμβαίνει στο ΚΚΕ, το οποίο από παλιά διέθετε ιδεολογική καθαρότητα και μια ξεκάθαρη και σαφώς οριοθετημένη ταυτότητα και το οποίο επιπλέον ζώντας και αντλώντας διδάγματα και εμπειρίες από τις ανατολικές χώρες έχει διαμορφώσει άλλες αρχές και αξίες;

 Ο αγώνας, για παράδειγμα, όλος της ΕΔΑ είναι να υποστηρίξει ότι η τεχνική κατάρτιση δεν είναι αντίπαλος της ανθρωπιστικής μόρφωσης (Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της ΕΔΑ 1966, 201), ενώ το ΚΚΕ το θεωρεί δεδομένο και υπάρχει μόνο μια αναφορά σ’ αυτό το θέμα στα κείμενα του Αθανασιάδη. Η ΕΔΑ τάσσεται ανοιχτά υπέρ της ΤΕΕ αλλά από την άλλη, μη μπορώντας να ξεπεράσει τα παραδοσιακά κοινωνικά εμπόδια, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε μια γενική παιδεία προσκολλημένη λίγο ή πολύ στον ελληνοκεντρισμό και σε μια παιδεία ικανή να υπηρετήσει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Δέχεται δηλαδή και επιμένει στον ελληνοκεντρισμό,  μπολιασμένο όμως με τις σύγχρονες αντιλήψεις και την επιστήμη. Η κυρίαρχη αστική κουλτούρα ( Μ. Κασσωτάκης 1986,  20-44) όσον αφορά την αξία και την υπεροχή του κλασικά μορφωμένου ανθρώπου είχε υιοθετηθεί και από τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα τα οποία για αυτόν το λόγο και στάθηκαν, αν όχι  απορριπτικά, σίγουρα επιφυλακτικά  σε κάθε ιδέα τεχνοκρατισμού που θα έβαζε σε κίνδυνο τον ανθρωπισμό, όπως οι ίδιοι τον εννοούσαν. Η ΕΔΑ, ίσως λοιπόν, ως αποδέκτης αυτών  των μηνυμάτων ( Ι. Παπαθανασίου 1995, 21-63)  μέσα στον ελλαδικό χώρο,  μη μπορώντας να ξεφύγει  από το αξιολογικό σύστημα της εποχής και προσπαθώντας να εξασφαλίσει κάποια κομβικά σημεία επαφής με την ελληνική κοινωνία και την κομματική της βάση, αναγκάζεται να προσαρμόσει ανάλογα τις θέσεις της, πράγμα που δεν συμβαίνει με το ΚΚΕ. Ίσως επίσης οι θέσεις της αυτές να οφείλονται στο ΕΔΑϊτικο πνεύμα το οποίο εκφράζει τη νέα ταυτότητα της κομμουνιστικής αριστεράς.και το οποίο  αναπτύχθηκε στους κόλπους του κόμματος κατά τη διεργασία της ιδεολογικής της συγκρότησης και την αναζήτηση της ιδεολογικής της ταυτότητας. Το πνεύμα αυτό «ερμηνεύτηκε άλλοτε ως ‘αναγκαστική συνέπεια που άφησε η ήττα του 1949 στην ψυχολογία των ανθρώπων’ και άλλοτε ως ‘δεξιά απόκλιση’, ‘αδυναμία αφομοίωσης των αρχών και μεθόδων του ΚΚΕ» ( Ι. Παπαθανασίου 1995, 40).

Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με το ερμηνευτικό πλαίσιο του Αθανασιάδη, τα αίτια των μη αποτελεσματικών μέτρων για την παιδεία εκ μέρους της κυβέρνησης βρίσκονται στην ταξική δομή της ελληνικής κοινωνίας και στο ρόλο της άρχουσας τάξης, η οποία προσπαθεί να εξασφαλίσει τον κοινωνικό έλεγχο για να διαφυλάξει την εξουσία της. Μια άρχουσα τάξη, δηλαδή, η οποία, υπερασπιζόμενη τα συμφέροντά της, συνωμοτεί εναντίον του λαού. Υποστηρίζει ότι η Ελλάδα εξαρτάται από τα κέντρα του διεθνούς καπιταλισμού και  ως στόχο της έχει την παραγωγή ημιμορφωμένου και ημιειδικευμένου προσωπικού για την εξασφάλιση πιο φτηνών εργατικών χεριών. Άρα η εκπαιδευτική αλλαγή δεν θα έρθει ως το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης κοινωνίας και σχολείου αλλά ως το αποτέλεσμα των αγώνων του ελληνικού λαού. Παρά την έντονη κριτική όμως που ασκούν και τα δύο  κόμματα και παρά  την κομματική ξύλινη γλώσσα του ΚΚΕ, οι  προτάσεις τους δεν είναι ριζοσπαστικές και ρηξικέλευθες, όπως θα περίμενε κάποιος από το επαναστατικό παρελθόν τους. Αν και διατυπώθηκε η άποψη ότι η μετριοπαθής στάση της ΕΔΑ οφείλεται στις αποφάσεις του 20ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ (1956 ) σύμφωνα με τις οποίες επιδιώκεται η ειρηνική συνύπαρξη των κρατών με διαφορετικό πολιτικό σύστημα, αυτό δεν φαίνεται να ισχύει όσον αφορά την εκπαιδευτική πολιτική της. Η ΕΔΑ, κυρίως, κάνει αυστηρή κριτική και στρέφεται εναντίον των δυτικών επιρροών και του δυτικού τρόπου ζωής, διαβλέποντας έναν άμεσο κίνδυνο για τα ελληνόπουλα από την επαφή τους με τη Δϋση. Σε άλλους  μάλλον λόγους πρέπει να αναζητηθούν τα αίτια των μη ριζοσπαστικών προτάσεων. Η ΕΔΑ, δρώντας στο πλαίσιο του κοινοβουλευτισμού και αδυνατώντας να προσδιορίσει την κοινωνική της βάση, δεν μπορούσε να αναπτύξει ένα πρόγραμμα που θα στόχευε στη ριζική  αλλαγή των παραγωγικών διαδικασιών και ως εκ τούτου και του εκπαιδευτικού συστήματος. Περιορίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο όσον αφορά τα εκπαιδευτικά θέματα λίγο πολύ στο πλαίσιο που όρισε το φιλελεύθερο εκπαιδευτικό ρεύμα.( Α. Προβατά 2002, 84-88). 

Η κριτική φυσικά του αριστερού ελληνικού χώρου προς την εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης Καραμανλή δεν μπορεί να εξεταστεί μέσα στα στενά όρια της συγκεκριμένης εισήγησης. Τα θέματα που ανοίγονται είναι πάρα πολλά, η μελέτη και η ερμηνεία των οποίων θα βοηθήσει ουσιαστικά στην κατανόηση των πολιτικών και ιδεολογικών διεργασιών καθώς και του συσχετισμού των πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων της εποχής όσον αφορά τα εκπαιδευτικά πράγματα και θα καταδείξει την πολιτική διάσταση της παιδείας

 

                                

                              

ΒιβλιογραφΙα

 

1.    Αθανασιάδης ΓιώργοςΟι προθέσεις και τα έργα της Κυβέρνησης Καραμανλή,  Νέος Κόσμος, Οχτώβρης 1958, σελ. 31-41.

2.    τ.ί., Τα νέα εκπαιδευτικά νομοθετήματα και η ανασυγκρότηση   της Παιδείας, Νέος Κόσμος, Νοέμβρης  1959, σελ. 41-51.

3.    τ.ί.,  Συνταγματικές υποχρεώσεις του κράτους για την παιδεία, Νέος Κόσμος, Νοέμβρης 1960, σελ. 51-58.

4.    τ.ί., Το ενδιαφέρον του ΝΑΤΟ για την εκπαίδευση στην Ελλάδα, Νέος  Κόσμος, Μάρτιος 1962, σελ. 67-69.

5.    τ.ί., Τα νέα εκπαιδευτικά νομοσχέδια, Νέος Κόσμος, Οχτώβρης 1962, σελ. 49-53.

6.    τ.ί., Η διεύρυνση και η αναδιάρθρωση της ελληνικής παιδείας, Νέος Κόσμος, Απρίλης 1963, σελ. 17-26.

7.    τ.ί., Η εκπαίδευση και το γλωσσικό ζήτημα, Νέος Κόσμος, Ιούλης 1963, σελ. 41-51. 

8.    Δημαράς Αλέξης, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Ερμής, Αθήνα 1974, τόμος Β΄.

9.    Ιμβριώτη Ρόζα, Το ξέφραγο αμπέλι στο Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, συζητήσεις, κρίσεις, απόψεις 1956-1965, Προοδευτική Παιδεία, Αθήνα 1966, σελ. 230-233.

10.τ.ί , Και εκπαιδευτικό ΝΑΤΟ; ό.π. σελ. 226-229.

11.Κασσωτάκης, Μιχάλης Η προσπάθεια ανάπτυξης της μέσης τεχνικής- επαγγελματικής εκπαίδευσης κατά την περίοδο 1950-1980 και η αποτυχία της: μια ερμηνευτική προσέγγιση στο Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα,  Ρέθυμνο 1986. σελ. 20-44.

12.Μποντίλα Μαρία, « Πολύχρονος να ζεις, μεγάλε  Στάλιν», Μεταίχμιο, Αθήνα 2004. 

13.Μπουζάκης Σήφης, Εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, Τόμος Β΄ Gutenberg, Αθήνα 2002.

14.Παπαδάκης Ν. Ε.,   Πυργιωτάκης Ε., Ερευνητική Μέθοδος και έρευνα γύρω από την εκπαιδευτική πολιτική και μεταρρύθμιση, στο Ελληνική  Παιδαγωγική  και Εκπαιδευτική Έρευνα, Ναύπακτος 1998, σελ. 853-858 .

15.Παπαθανασίου Ιωάννα, Όρια και δυναμική της ένταξης στην προδιδακτορική ΕΔΑ στο Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τ. 86, 1995, σελ. 21-63. 

16.Πρακτικά της 8ης Ολομέλειας του 1958 και της 9ης Ολομέλειας του 1959.

17.Προβατά Ανθή, Ιδεολογικά ρεύματα πολιτικά κόμματα και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση (1950-1965), Gutenberg, Αθήνα 2002.

18.Τερζής Ν., Εκπαιδευτική πολιτική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, Εκδοτικός Οίκος Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2002.

19.Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της ΕΔΑ στο Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, συζητήσεις, κρίσεις, απόψεις 1956-1965, Προοδευτική Παιδεία, Αθήνα 1966, σελ. 198-220.

20.Χαραλάμπους Δημήτρης, Εκπαιδευτική πολιτική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα (1950-1974), Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη 1990.