Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

ΤΩΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ

ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ : ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

ΔΥΟ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ (1917 ΚΑΙ 1997)

 

 

 Σοφία ΜΠΑΛΤΑ

Δρ. Φιλοσοφίας Παν/μίου Αθηνών

Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων Ν. Φθιώτιδος

 

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Τα παιδαγωγικά περιοδικά, φορείς επικοινωνίας, γνώσης και επιμόρφωσης για τους εκπαιδευτικούς, συντάκτες και αναγνώστες τους, προσφέρονται ως πηγή μελέτης του συγκεκριμένου θέματος, όπως καταχωρείται στην αρθρογραφία τους.  Κινούμενοι από τα παιδαγωγικά περιοδικά του παρελθόντος σ΄αυτά του παρόντος διερευνούμε το θέμα «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» στοχεύοντας στην ανάδειξη του τρόπου που οι συντάκτες αναλύουν, υποστηρίζουν ή επικρίνουν τις πρωτοβουλίες της εκπαιδευτικής πολιτικής. Συγκεκριμένα εστιάζουμε σε δύο εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, του 1917 και του 1997, στην αρχή και το τέλος του 20ού αιώνα, με τις οποίες οι εισηγητές τους φιλοδόξησαν να φέρουν μια «άλλη πνοή» στην εκπαιδευτική διαδικασία και επιχειρούμε τη διερεύνησή τους. Στηριγμένοι σε ενδεικτικό αριθμό εντύπων της εποχής, Δελτίο Εκπαιδευτικού Ομίλου, Εκπαιδευτικό Ερευνητή, Εκπαιδευτική Επιθεώρησι, για το παρελθόν και Νέα Παιδεία, Τα Εκπαιδευτικά, Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης για το παρόν, έχουμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε την ανάπτυξη προβληματισμού των συντακτών τους, τα επιχειρήματά τους υπέρ ή κατά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και με βάση αυτά προσεγγίζουμε  τη στάση των προσώπων και το ρόλο των εντύπων. 

 

 

Η τάση της σύγχρονης ιστορικής έρευνας για την εκπαίδευση σχετικά με την αξιοποίηση πρωτογενών και δευτερογενών εκπαιδευτικών πηγών και τεκμηρίων δικαιολογεί και αναμένει, μεταξύ άλλων και τις πρωτοβουλίες καταγραφής των παιδαγωγικών εντύπων.(Δημαράς 1994, σ. 27-28, Μπουζάκης 1994,σ.13-14). Τέτοιες έρευνες επιτρέπουν να αναζητηθούν  και στη συνέχεια να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας εκείνα τα άρθρα που, εκτός των άλλων θεμάτων τα οποία κατά κανόνα περιλαμβάνονται σ΄ ένα παιδαγωγικό περιοδικό, αναλύουν, διερευνούν, συγκρίνουν  και σχολιάζουν την εκπαιδευτική πολιτική επικαιρότητα, κυρίαρχο μέρος της οποίας συνιστά  πάντα μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.

Η μεταρρύθμιση, όπως ο Αλ. Δημαράς στο κλασικό έργο του Η Μεταρρύθμιση που δεν έγινε  σημειώνει, δεν είναι η νομοθετική αντικατάσταση μιας διδακτικής μεθόδου με μιαν άλλη, ούτε το χτίσιμο σχολικών κτιρίων, ούτε η αύξηση των αποδοχών των δασκάλων, ούτε ακόμη η μεταβολή του ωρολογίου και του αναλυτικού προγράμματος. Αυτά, όσο σημαντικά και αν είναι, μπορεί να αποτελούν στοιχεία μιας μεταρρύθμισης ή να είναι απλές αλλαγές στα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός συστήματος που στην ουσία του μένει αμετάβλητο. Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι κάτι βαθύτερο: είναι η αλλαγή προσανατολισμού, είναι η κυριάρχηση ενός νέου πνεύματος. (Δημαράς 1974, Α΄, σ. κ΄)

Από τις μεταρρυθμίσεις που έχουν θεσπιστεί και εφαρμοστεί στο ελληνικό κράτος θα σταθούμε σε δύο που πραγματοποιήθηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, στην αρχή και το τέλος του 20ού αιώνα. Πρόκειται για τη μεταρρύθμιση του 1917, έργο της κυβέρνησης του Ελ. Βενιζέλου,  από την οποία μας χωρίζουν ογδόντα επτά χρόνια και για τη μεταρρύθμιση του 1997, έργο αυτή της κυβέρνησης του Κ. Σημίτη, από την οποία οι μνήμες είναι νωπές:

Στην εργασία μας αυτή στρέφοντας την προσοχή μας  στα παιδαγωγικά περιοδικά του 1917 όσο και στα σύγχρονα του 1997 θα επιχειρήσουμε, μέσα από τη διερεύνησή τους, να ανιχνεύσουμε τη στάση της εκπαιδευτικής κοινότητας στα εκπαιδευτικά μέτρα των κυβερνήσεων που ανέλαβαν τη μεταρρύθμιση. Προσφέρονται τα έντυπα για μια τέτοια "επιστημονική περιδιάβαση". Σ' αυτά ανέκαθεν κατέφευγαν οι εκπαιδευτικοί για να προβάλλουν τις απόψεις τους για τα εκπαιδευτικά θέματα της επικαιρότητας, να επιχειρηματολογήσουν υπέρ ή κατά της εφαρμοζόμενης εκπαιδευτικής πολιτικής, να αναπτύξουν παιδαγωγικές θεωρίες ή να παρουσιάσουν εκπαιδευτικά συστήματα. Με εμπιστοσύνη καταφεύγουν σ΄ αυτά και οι αναγνώστες τους διότι βρίσκουν στις σελίδες τους υλικό για την επιστημονική τους επιμόρφωση και ενημέρωση αλλά και για τις πρακτικές ανάγκες της διδακτικής πράξης.

Η έρευνα στο σύνολο των παιδαγωγικών περιοδικών που κυκλοφορούσαν τις

δύο χρονικές περιόδους που επιλέξαμε για την εργασία μας, μάς έδειξε ότι για τη μεταρρύθμιση του 1917 υλικό μπορούμε να αντλήσουμε από αρκετά έντυπα (Μπαλτά, 2000). Ανάμεσά τους ξεχωρίσαμε το Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου (Μπαλτά, 2000 σ. 180-194) το οποίο παραμένει στο προσκήνιο από το 1911, έτος της πρώτης κυκλοφορίας του. Εκτός από το ΔΕΟ αξιοποιούμε τον Εκπαιδευτικό Ερευνητή (Μπαλτά, 2000 σ. 209-217) του δάσκαλου Χ. Κυριακάτου, περιοδικό που αναφέρεται στη μεταρρύθμιση του 1917 κατά τη δεύτερη περίοδο της κυκλοφορίας του (1919-1920), και την Εκπαιδευτική Επιθεώρηση του Ζ. Ζαμάνη, (Μπαλτά, 2000 σ. 218-225) η οποία το 1917 διανύει το πρώτο έτος της δικής της τριετούς διαδρομής. Παράλληλα ανατρέχουμε και στον Ερμή (Μπαλτά, 2000 σ. 236-248) του Α. Καραγιάννη, έντυπο λίγο μεταγενέστερο, εξαιρετικά μακρόβιο και ιδεολογικά αντίθετο προς τα προηγούμενα, διότι σ΄ αυτό αναπτύσσεται ο βασικός αντίλογος προς τη βενιζελική μεταρρύθμιση. Όσο για το 1997, όταν ανακοινώθηκε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που συνδέεται με τον υπουργό παιδείας Γ. Αρσένη κυκλοφορούν ευάριθμα περιοδικά από τα οποία, ενδεικτικά, επιλέγουμε ορισμένα που διατηρούνται ως σήμερα, με διαφορετική το καθένα χρονολογία ίδρυσης και ιδεολογικό προσανατολισμό. Πρόκειται για τη Νέα Παιδεία, Τα Εκπαιδευτικά και τα Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης. Στο καθένα από αυτά οι αρθρογράφοι προσεγγίζουν, όπως είναι αναμενόμενο, με τη δική τους οπτική τα εκπαιδευτικά θέματα, η μελέτη των οποίων επιτρέπει σ΄ έναν επαρκή αναγνώστη και συγκριτικό ερευνητή των περιοδικών της εκπαίδευσης να συλλαμβάνει την πραγματικότητα μέσα σ΄ όλες της τις διαστάσεις.

Ø      Η Μεταρρύθμιση του 1917

Το Δελτίο, με τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο Το γλωσσικόν ζήτημα και η εκπαιδευτική μας αναγέννηση, του γιατρού Φ. Φωτιάδη, ιδρυτικού μέλους του Εκπαιδευτικού Ομίλου, σηματοδοτεί τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917 στον 7ο τόμο του, ο οποίος εκδίδεται στην Αθήνα το 1919 και καλύπτει την περίοδο 1917-1919:

Ø      Τρία στάδια έχει η εκπαίδευση μας: κάτω, κατωτέρα και κατωτάτη, συγχύζει εις το  πρώτον, σκοτίζει εις το δεύτερον και σκοτώνει εις το τρίτον.

Ø      Την σπουδήν της αρχαίας πρέπει να χωρίσουμε από την σπουδήν της εθνικής μας γλώσσας εντελώς, δηλ. χειρουργικώς.

Ø      Η ιδέα ότι η μητρική μας γλώσσα θα υψωθεί εις εθνικήν και θα φωτίζει τον νουν όλων μας από την κούνια έως τας ακρωρείας όπου θα φτάνει, η μεγαλοφυία αυτή είναι ιδέα φωτεινή και ζεστή όπως ο ήλιος.

Η προμετωπίδα αυτή είναι αρκετή για τα μέλη του Ομίλου, τους αναγνώστες και συνδρομητές του περιοδικού για να αντιληφθούν τη σύμπλευση του εντύπου υπέρ της μεταρρυθμιστικής απόπειρας του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου. Οι αναγνώστες γνώριζαν ότι από το 1911, έτος της πρώτης κυκλοφορίας του περιοδικού, ο Όμιλος (Χαραλάμπους 1987) είχε θέσει ως σκοπό του να αγωνιστεί  για την ίδρυση ενός προτύπου δημοτικού σχολείου στο οποίο θα διδασκόταν η  δημοτική γλώσσα, στόχο όμως που στην πορεία εγκατέλειψε. Η διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας, θέμα επίμαχο και πάντα επίκαιρο για τους δημοτικιστές εκπαιδευτικούς και διανοούμενους (Λαμπράκη - Παγανός, 1994)), δεν κατοχυρώθηκε νομοθετικά, αν και τα μέλη του Ομίλου το περίμεναν κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος από τους Φιλελεύθερους το 1911 (Φραγκουδάκη, 1977). Ούτε τα Εκπαιδευτικά Νομοσχέδια του Τσιριμώκου ψηφίστηκαν το 1913,  από την ίδια κυβέρνηση, την εισηγητική έκθεση των οποίων είχε γράψει το άλλο γνωστό μέλος του Ομίλου, ο Δημ. Γληνός. Έτσι η ικανοποίηση είναι μεγάλη για τους συνιδρυτές του περιοδικού και μέλη του ιστορικού σωματείου  όταν ο Βενιζέλος από τη Θεσσαλονίκη όπου βρέθηκε, με την προσωρινή κυβέρνηση, το Μάιο του 1917, ανέθεσε πάλι στο Δ. Γληνό, ως πρόεδρο του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου αυτή τη φορά τη σύνταξη των σχετικών Διαταγμάτων, που επικυρώθηκαν αργότερα από τη Βουλή των Ελλήνων  σύμφωνα με τα οποία "τα αναγνωστικά των πρώτων τάξεων του δημοτικού σχολείου οφείλουσι να είναι γραμμένα εις την κοινήν ομιλουμένην γλώσσαν απηλλαγμένην παντός αρχαϊσμού ή ιδιωτισμού". Η απόφαση αυτή ισοδυναμούσε επιτέλους με την κατοχύρωση της διδασκαλίας της δημοτικής γλώσσας στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου.

            Με δεδομένη την άποψη των μελετητών ότι εκπαιδευτική μεταρρύθμιση συντελείται όταν επιχειρείται η εξωτερική και εσωτερική αλλαγή της φυσιογνωμίας και του περιεχομένου του σχολείου (Τερζής, 1983 σ. 13-24) δεν πρέπει να θεωρήσουμε μονομερή τη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση, επειδή φαίνεται αποκλειστικά στραμμένη σ΄ ένα στόχο, τη διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας. Η είσοδος της δημοτικής στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου συνιστά, όπως οι πρωταγωνιστές της μεταρρύθμισης τόνιζαν σε κάθε ευκαιρία αλλά και τα επερχόμενα γεγονότα έδειξαν, μετά την ήττα του Βενιζέλου το 1920 και την επάνοδο των φιλοβασιλικών κυβερνήσεων που επέβαλαν την άμεση κατάργηση των βενιζελικών διαταγμάτων, πράξη δυναμική, ρηξικέλευθη, ουσιαστική μεταρρύθμιση. Για τους συντελεστές της μεταρρύθμισης και βασικούς συνεργάτες του συγκεκριμένου περιοδικού τα νομοθετήματα αυτά ισοδυναμούν με  "Εκπαιδευτική Αναγέννηση". Αυτό ακριβώς τονίζουν τόσο ο Δελμούζος όσο και ο Τριανταφυλλίδης στα ομότιτλα άρθρα τους που καταχωρούνται στον 7ο τόμο του Δελτίου αμέσως μετά τη σύντομη εισαγωγή με το χαρακτηριστικό τίτλο "Νίκη". Τα κείμενα αυτά αποτελούν τις εισηγήσεις που έκαναν οι δυο τους, ως Ανώτεροι Επόπτες, στους δασκάλους των Αθηνών παρουσία του ίδιου του Βενιζέλου. 

Για πρώτη φορά, σημειώνει ο Δελμούζος, το ελληνικό κράτος εκτιμά τη σημασία και την κατάσταση της παιδείας και σπάζοντας μεσαιωνικές προλήψεις ζητεί να θεμελιώσει το σχολείο στη νεοελληνική πραγματικότητα.  Και σε μια προσπάθεια σύνδεσης των προηγούμενων νομοσχεδίων του Τσιριμώκου με τη μεταρρύθμιση υπενθυμίζει την καταληκτική κρίση του συντάκτη της εισηγητικής τους έκθεσης, Δ. Γληνού: ¨Από τον ελληνικό λαό έλειψε το φως, διότι αληθή Δημοτικήν Εκπαίδευσιν δεν ηδυνάμεθα να είπωμεν ότι απέκτησεν ακόμη". Οι αναφορές αυτές δίνουν στο Δελμούζο την ευκαιρία να σημειώσει επιγραμματικά τα χαρακτηριστικά της νέας νομοθετικής ρύθμισης: Τα σχολεία μας οργανώνονται σε βάση φιλελεύθερη και δημοκρατική, έτσι που να υπηρετούν όλους τους Έλληνες και όχι μόνον τ΄ αγόρια αλλά και την ολωσδιόλου παραπεταμένη Ελληνίδα, και η κάθε κοινωνική τάξη να παίρνει τη μόρφωση που της χρειάζεται. [...] Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που δε θα χτυπούσε στη ρίζα τα κακά του παρελθόντος ήταν αδύνατο να γίνει. Δυστυχώς όμως η ρίζα του κακού ήταν το διαβόητο γλωσσικό ζήτημα, που είχε ζυμωθεί στη νεοελληνική φαντασία με ολόκληρο σωρό από προλήψεις [....] Ύστερα από αιώνα ολόκληρο τώρα μόλις ανοίγεται ο δρόμος που μπορεί να μας φέρει στο δικό μας το αληθινά εθνικό σχολείο του μέλλοντος".

 Στην ίδια κατεύθυνση ο Τριανταφυλλίδης στο δικό του  άρθρο στο Δελτίο τονίζει: "Η γλωσσική μεταρρύθμιση δεν είναι μόνο αξίωση γλωσσική μα μεταρρύθμιση που αποβλέπει γενικότερα στην πνευματική ζωή του έθνους, προορισμένη να το οδηγήσει με την παιδεία, την πολιτική ή άλλα μέσα στο δρόμο της σύγχρονης ζωής και τη δημιουργία πολιτισμού νεοελληνικού".

Τα αποσπάσματα που προαναφέραμε και όσα άρθρα δημοσιεύονται στο Δελτίο την περίοδο της εφαρμογής της μεταρρύθμισης αποκαλύπτουν τις βασικές της κατευθύνσεις και προθέσεις. Οι συντάκτες τους, πρωταγωνιστές στην εκπαιδευτική πολιτική σε καίριες εποπτικές θέσεις με ρόλο εμψυχωτή, επιμορφωτή, αληθινού δασκάλου περνούν από τη θεωρία στην πράξη: Το Δελτίο με τα δημοσιεύματά του λειτουργεί για τους αναγνώστες του ως σχολείο, διευρύνει τις γνώσεις, εμβαθύνει στις αρχές που διέπουν τη μεταρρύθμιση, εκλαϊκεύει θεωρίες διατηρώντας συγχρόνως το υψηλό επίπεδο στο περιεχόμενο των άρθρων του. Στα δημοσιεύματα αυτά αναπτύσσονται επιχειρήματα για τη σημασία της διδασκαλίας της δημοτικής γλώσσας (Τριανταφυλλίδης, ΔΕΟ, 7, σ. 21-43 και 86-195),  δίνεται η ιστορική ανασκόπηση του γλωσσικού ζητήματος (Τριανταφυλλίδης, ΔΕΟ, 6, σ.33-120 και 8, σ. 49-99) και συγχρόνως παρουσιάζονται οι βασικοί άξονες της νέας παιδαγωγικής αντίληψης, του σχολείου εργασίας, (Παπαμαύρος, ΔΕΟ, 8, σ. 100-115) που διεκδικείται σε γενικές γραμμές.

Το πνεύμα της αρθρογραφίας του Δελτίου δε συναντάται στα άλλα περιοδικά που μας απασχολούν. Η μεταρρύθμιση διαπερνά ασφαλώς την αρθρογραφία τους γιατί οι συντάκτες  νιώθουν την ανάγκη να αναφερθούν σ΄ αυτήν υπέρ ή κατά. Ο Δ/ντής του Εκπαιδευτικού Ερευνητή, Χ. Κυριακάτος σε άρθρο του με τίτλο "Τα εγκριθέντα αναγνωστικά της Γ΄ τάξεως και η γλώσσα των σημειώνει: Διαφωνούμε λοιπόν άντικρους προς τους φρονούντας ότι γλώσσα του δημοτικού σχολείου πρέπει να είναι μόνον η δημοτική, αλλά και σεβόμεθα την γνώμην των η οποία ημπορεί να αποδειχθεί και η ορθοτέρα. Διατί όχι; Δεν έχομεν το εγωισμόν να νομίζομεν ότι μόνον αι ιδικαί μας και όσαι άλλαι προς ταύτας συμφωνούν παρατηρήσεις και μελέται είναι αλάνθαστοι....Θα αποδειχθεί δι αυτού του πειράματος πλέον τίνες οι ευρισκόμενοι εν τω ορθω και θα δοθεί η θετική απόκρισις εις ταύτα τα ερωτήματα: Είναι αληθές ότι η καθαρεύουσα είναι εμπόδιον εις τον φωτισμόν και την πρόοδον της νεότητας; Είναι ευκολοτέρα η διδασκαλία της δημοτικής ή είναι δυσκολοτέρα; (Εκπαιδευτικός Ερευνητής, τχ. 31, 15/1/1919, σελ. 6-8).

Σε άλλα δημοσιεύματα οι αρθρογράφοι στον Εκπαιδευτικό Ερευνητή και την Εκπαιδευτική Επιθεώρηση εμφανίζονται άλλοτε  αμήχανοι και άλλοτε νιώθουν την υποχρέωση να συμπορευτούν αναγνωρίζοντας την προσπάθεια των υπευθύνων να διαφωτίσουν τον εκπαιδευτικό κόσμο για τις αλλαγές. Ο Δελμούζος και Τριανταφυλλίδης από τη θέση του Ανώτερου Επόπτη, ο Γληνός και αρκετοί Επιθεωρητές διατρέχουν τη χώρα, διδάσκουν, εξηγούν. Στα έντυπα που εξετάζουμε υπάρχουν ανταποκρίσεις από τα μαθήματα των Εποπτών και φυσικά γίνεται η αξιολόγησή τους. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά: Η ατομική μας λοιπόν  γνώμη είναι, ότι το έργον τούτο θα παράσχη πολλάς και μεγάλας ωφελείας εις την λαϊκήν εκπαίδευσιν. Τούτο λέγοντες δεν παύομεν βεβαίως να διαφωνούμεν εις σημεία τινά του ζητήματος της εισαγωγής της δημοτικής γλώσσης εις το δημοτικόν σχολείον, διότι ως προς την βάσιν, ως προς τον σκοπόν, ον επιδιώκει η γλωσσική αύτη καινοτομία, δεν υπάρχει αντίρρησις. Φυσικά, όταν τεθή ως σκοπός, ότι ο διδάσκων πρέπει να είναι ευχερώς νοητός εις τους διδασκομένους, ότι τα εις χείρας των ελληνοπαίδων διδόμενα βιβλία, πρέπει να παύσουν να είναι μαρτύριον διδασκόντων και διδασκομένων, όπως μέχρι τούδε εγίνετο, δεν θα υπάρχη, υποθέτομεν, διδάσκαλος υπ΄ ουρανόν, ήκιστα ο διευθύνων το παρόν φύλλον, να έχη όρεξιν να φέρη αντιρρήσεις.  Και λίγο παρακάτω: "Έγινε μία καλή αρχή να αναπτυχθούν μεταξύ του διδασκαλικού κόσμου και του Κέντρου και άλλης φύσεως σχέσεις  εκτός των υπηρεσιακών ή -ας το είπωμεν καθαρά- γραφειοκρατικών. Να αναπτυχθούν σχέσεις επιστημονικαί, να αρχίση κάποια πνευματική κίνησις και να λείψη η μούχλα της ακινησίας. Να συζητούν οι διδάσκαλοι, να γνωματεύουν επί των αφορώντων το έργον των, να φαίνωνται, να ακούωνται, να κινούνται"      

 Από όσα εντοπίσαμε στα περιοδικά γίνεται κατανοητό ότι οι μάχιμοι εκπαιδευτικοί δυσκολεύονταν να ακολουθήσουν το νέο πλαίσιο εργασίας. Συνηθισμένοι σε μια διαφορετική πορεία δουλειάς έβρισκαν απαιτητικό το νέο μοντέλο. Τους ήταν πιο εύκολο να το επικρίνουν. Τον αγώνα πάντως κατά της μεταρρύθμισης δεν κρατούν τα δύο περιοδικά που διερευνούμε, φανερά τουλάχιστον. Τον αγώνα κατευθύνει και συντονίζει ο Γ. Χατζιδάκις  και άλλοι πανεπιστημιακοί με τη δική τους αρθρογραφία σε εφημερίδες και άλλα έντυπα. Ο Κυριακάτος, Βρούτος κατά τον καθηγητή,  νιώθει κάποια στιγμή την ανάγκη να απολογηθεί για όσα εκείνος του προσάπτει: Πράγματι είμαι και εγώ εκ των φρονούντων ότι η "εκπαιδευτική αναγέννηση" περιορίζεται μόνον εις την γλώσσαν. Αν και άλλοι θεάρεστοι σκοποί, όπως ο του μπολσεβικισμού, επιδιώκονται, ομολογώ δεν το γνωρίζω. Εκ των μαθημάτων των κ. κ Δελμούζου, Τριανταφυλλίδη  και Γληνού, τα οποία παρηκολούθησα εις Πειραιά και εις Αθήνας κατά το συνέδριον των επιθεωρητών δεν μου εγεννήθη η υπόνοια ότι δυνατόν να κρύπτωνται και άλλοι σκοποί..[...] Τοιαύτην υπόνοιαν ούτε η ανάγνωσις των "Ψηλών Βουνών" μου εγέννησε, διότι γνωρίζω ότι η παιδαγωγική έχει τας αντιρρήσεις της, ότι δηλ. η έννοια της πατρίδος είναι ανωτέρα της αντιληπτικής δυνάμεως των παιδαρίων της γ΄ τάξεως."(Εκπαιδευτικός Ερευνητής, τχ. 68, 15 Σεπτεμβρίου 1920)   

 Από την κριτική και συγκριτική θεώρηση της αρθρογραφίας στα περιοδικά που μας απασχολούν και συμπίπτουν με τη διακυβέρνηση του Βενιζέλου στα έτη 1917-1920 γίνεται φανερό ότι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση υπαγορεύτηκε από φιλελεύθερους διανοούμενους και δημοτικιστές εκπαιδευτικούς των οποίων τις απόψεις ενστερνίστηκε ο πρωθυπουργός το 1917 όταν επιδίωξε τον αστικό εκσυγχρονισμό της χώρας. "Ο Βενιζέλος, σημειώνει η Φραγκουδάκη, παίρνει μέτρα ριζικά τόσο για το πρόβλημα της γης, που η σημασία του είναι κυρίως κοινωνική και οικονομική, όσο και για το πρόβλημα της γλώσσας που το βάρος του είναι κυρίως ιδεολογικό, τη στιγμή που η κρίση με το παλάτι τον ωθεί προς επαναστατική πρακτική". (Φραγκουδάκη, 1983, σ. 40). Η εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας μόνη της δε λύνει το εκπαιδευτικό ζήτημα αλλά ήταν η προϋπόθεση για τα άλλα εκπαιδευτικά μέτρα που, μετά τις εκλογές του 1920, έπρεπε να νομοθετηθούν. Άλλωστε στην αναδημοσίευση της σχολιασμένης από το Γληνό συνέντευξης του Βενιζέλου που δημοσιεύεται στον Εκπαιδευτικό Ερευνητή σημειώνεται μεταξύ άλλων: "Αι κύριαι γραμμαί των σκέψεων του κ. Πρωθυπουργού δια τας εκπαιδευτικάς μεταρρυθμίσεις που αποβαίνουν ακόμη επιτακτικώτεραι με το νέον μεγάλωμα του Κράτους και την αναμενόμενην αποκατάστασιν νέων σημαντικών τμημάτων του έθνους είναι: 1. Προσαρμογή της εκπαιδεύσεως εις νέα συστήματα και νέας ανάγκας. 2. Διαρρύθμισις των ετών της εκπαιδεύσεως. 3. Πρακτικωτέρα, επιστημονικωτέρα, δημοκρατικωτέρα παροχή και κατανομή της εκπαιδεύσεως, εις τρόπον ώστε να παύσουν θυσιαζόμεναι αι εκπαιδευτικαί ανάγκαι των τάξεων του λαού εις τας ανάγκας ανωτέρας μορφώσεως των ανωτέρων τάξεων της κοινωνίας, εις τας οποίας εδούλευε και δουλεύει έως τώρα εις την Ελλάδα η όλη εκπαίδευσις του λαού. Διότι εις την Ελλάδα σήμερον έχομεν κοινήν δι όλας τας τάξεις την εκπαίδευσιν, θυσιάζοντες εις το 5% των μαθητών που θα παρακολουθήσουν Πανεπιστημιακάς σπουδάς τας ειδικάς ανάγκας όλων των λοιπών κοινωνικών τάξεων. (Εκπαιδευτικός Ερευνητής, τχ. 45, 15 Αυγούστου 1919)

Ο Βενιζέλος δεν αναδείχτηκε νικητής στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920. Η μεταρρύθμιση κατέρρευσε. Τα αναγνωστικά αποσύρθηκαν. Στα έντυπα καταγράφονται αντιδράσεις. Έκπληξη και απογοήτευση στο Δελτίο. Ο Τριανταφυλλίδης στο Δελτίο στο κείμενό του "Πριν καούν" δηλώνει για την απόφαση της Επιτροπείας να καούν τα νέα αναγνωστικά: Να το διανοηθούν αυτό και να το συνυπογράψουν έξι Έλληνες, έξι σοφοί, έξι ανώτεροι εκπαιδευτικοί λειτουργοί, να το τυπώσουν σ΄ επίσημη έκθεση προς το υπουργείο Παιδείας: Ποιος θα το πίστευε;" Ο Εκπαιδευτικός Ερευνητής, που το Δεκέμβριο του 1920, σταματά την έκδοσή του συνιστά μετριοπάθεια και σημειώνει χαρακτηριστικά. Λέγεται ότι τα εν χρήσει αναγνωστικά θα αντικατασταθούν μετ΄ ολίγον διά των παλαιών εγκεκριμένων, τα οποία ίσως χρησιμοποιηθούν και κατά το επόμενον σχολικόν έτος, διά τον λόγον ότι δεν δίδεται καιρός να συνταχθεί πρόγραμμα, προκηρύξεως διαγωνισμού, έγκρισις κτλ. Αν η πληροφορία μας είναι ακριβής, πολύ φοβούμεθα ότι τούτο θα βλάψη καιρίως τον γλωσσικόν αγώνα. Τα βιβλία εκείνα ακριβώς ως αμέθοδα και στρυφνά  και ανούσια κατεβασάνιζον τους διδασκάλους και εγένησαν δικαίως την δυσφορίαν των. Αλλ΄ αν τότε τα βιβλία ταύτα ήταν βασανιστικά και ανωφελή, πολύ περισσότερον θα είναι τοιαύτα σήμερον, ότε οι μαθηταί είναι εντελώς ανεξοικείωτοι με την καθαρεύουσαν αφού επί τέσσερα ήδη έτη διέκοψαν πάσαν μετ΄ αυτής σχέσιν. Θα προκύψουν λοιπόν πολύ περισσότεραι δυσκολίαι ή όσον πρότερον. (Εκπαιδευτικός Ερευνητής, τχ. 75, 31 Δεκεμβρίου 1920)

Δεν είναι γνωστό αν κάηκαν τελικά τα βιβλία της μεταρρύθμισης.  Είναι όμως βέβαιο ότι η εμπάθεια των νέων πολιτευτών δεν επέτρεψε στη μεταρρύθμιση να δοκιμαστεί σε βάθος χρόνου και να συμβάλει στη διαμόρφωση "χρηστών πολιτών" που θα επάνδρωναν τους αναγκαίους τομείς για τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας. Η μεταρρύθμιση αυτή, αναμορφωμένη, θα ψηφιστεί από τη νέα κυβέρνηση του Βενιζέλου, στο τέλος της δεκαετίας, το 1929. Θα έχουν όμως χαθεί τόσα χρόνια!

Ø      Η Μεταρρύθμιση του 1997

Η εξαγγελία και η νομοθέτηση της μεταρρύθμισης του 1997, τελευταία μιας σειράς μεταρρυθμίσεων μετά τη μεταπολίτευση (Κάτσικας - Θεριανός 2004, σ. 178-242),  η οποία συνδέεται με την υπουργική θητεία του Γ. Αρσένη στην πρώτη κυβέρνηση του Κ. Σημίτη αποτυπώνεται στην αρθρογραφία των τριών περιοδικών που αποτελούν το ερευνητικό μας πεδίο. Όσο και αν είναι νωπά τα γεγονότα από την τελευταία  αυτή μεταρρύθμιση που γνώρισε ο χώρος της εκπαίδευσης και η χρονική απόσταση που μας χωρίζει από αυτήν δεν εγγυάται τη νηφαλιότητα γύρω από την προβληματική της νέας μεταρρύθμισης θα επιχειρήσουμε μια πρώτη καταγραφή της σχετικής αρθρογραφίας προκειμένου και πάλι να παρακολουθήσουμε τη στάση της εκπαιδευτικής κοινότητας προς αυτήν.

Τα Εκπαιδευτικά σε μορφή σύντομων σημειωμάτων στις πρώτες σελίδες τους και η Νέα Παιδεία στη Σχολιογραφία της αντιμετωπίζουν τη νέα κατάσταση κριτικά, θετικά ή επιφυλλακτικά: Σημειώνει η Δ/νση της Νέας Παιδείας στο τχ. 83/1997 προτείνοντας στον εκπαιδευτικό αναγνώστη της τήρηση θετικής αναμονής "είναι πικρή αλήθεια: η ελληνική εκπαίδευση έχει καθίσει, έχει βαλτώσει! Όλοι οι παράγοντες και οι φορείς έχουν ένα μέρος ευθύνης γι αυτό.. Αυτή τη στιγμή κάτι κινείται. Η πολιτεία φαίνεται πως έχει αποφασίσει μια ουσιαστική και συνολική παρέμβαση για την ανόρθωση της εκπαίδευσης, τον εκσυγχρονισμό και την προσαρμογή της στα νέα δεδομένα του τόπου και του καιρού. Έτσι γίνεται πιο εύκολα το πέρασμα στο επόμενο άρθρο που υπογράφει ο τότε πρόεδρος του Π.Ι., Θ. Εξαρχάκος. Ο συντάκτης μετά από μια αναδρομή στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις του 20ού αιώνα, ανολοκλήρωτες μέχρι το 1974, έρχεται στην τελευταία απόπειρα με την οποία η κυβέρνηση επιχειρεί να εξασφαλίσει τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό. Παρουσιάζει τις επικείμενες κυβερνητικές παρεμβάσεις που συνιστούν τους πόλους της μεταρρύθμισης και αφορούν 1) Την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, 2) τη διαμόρφωση του ενιαίου πλαισίου προγράμματος σπουδών από το δημοτικό στο λύκειο, 3) το ολοήμερο σχολείο, 4) την ενισχυτική διδασκαλία, 5) την εισαγωγή συστήματος αξιολόγησης και 6) πρόγραμμα επιμόρφωσης. Όπως είναι φυσικό το συγκεκριμένο άρθρο λειτουργεί ως κυβερνητική εξαγγελία και στη βάση αυτού ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει και άλλα άρθρα που δημοσιεύονται στο ίδιο περιοδικό με τα οποία επιχειρείται η ενημέρωσή του μέσα σ΄ ένα πνεύμα κριτικής  αποδοχής. Στο επόμενο τεύχος του περιοδικού, τχ. 84/1997 ο πρώην Ειδικός Γραμματέας του Υπ. Παιδείας, Β. Βουκουβαλίδης, σε "Κριτική του Νόμου για το Ενιαίο Λύκειο, την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και άλλες διατάξεις", μετά από εξέταση βασικών παραμέτρων της μεταρρύθμισης καταλήγει στο παρακάτω συμπέρασμα: "Ο μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται από το κλίμα ρευστότητας και αβεβαιότητας που δημιουργείται στους μαθητές και τις οικογένειές τους. Οι ασάφειες, οι παλινδρομήσεις, οι αντικρουόμενες δηλώσεις, οι μεταβάσεις των σχολείων στο ενιαίο Λύκειο, η αξιολόγηση του μαθητή, η αντικειμενικότητά της, οι αστοχίες στο σύστημα αξιολόγησης θα ενισχύουν συνεχώς αυτό το κλίμα. Από τη μια το  τέλμα που είχε επιβάλει η αδράνεια στο περιεχόμενο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έπρεπε να σπάσει, όμως η γρήγορη μετάβαση μόνο σε επίπεδο Λυκείου και οι επιστημονικές και πολιτικές αστοχίες ενέχουν σοβαρή πιθανότητα οπισθοδρόμησης και όχι προόδου".      

Την ίδια εποχή Τα Εκπαιδευτικά περιλαμβάνουν στα περιεχόμενά τους αρθρογραφία που επιχειρεί άλλοτε να εξετάσει συνολικά τις ελληνικές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις από το 1982 μέχρι το 1997 εντάσσοντάς τες στον ανοιχτό διεθνή χώρο των εκπαιδευτικών αλληλεπιδράσεων και άλλοτε να προειδοποιήσει τους υπεύθυνους με την κατάθεση απόψεων για τη θεσμοθέτηση των νέων εκπαιδευτικών σχημάτων που ετοιμάζουν. Στην πρώτη περίπτωση ανήκει το άρθρο του Χρ. Δούκα, "Εκπαιδευτικές πολιτικές στην παγκόσμια σφαίρα: Η προβληματική των μεταρρυθμίσεων" (Τα Εκπαιδευτικά , τχ. 44-45, σ. 155-161) και στη δεύτερη  το δημοσίευμα του Γ. Πυργιωτάκη, "Ενιαίο Λύκειο, αλλά πώς, βασικές διαπιστώσεις-απόψεις πριν τη θεσμοθέτησή του" (Τα Εκπαιδευτικά, τχ. 44-45, σ. 151-154).

Πέρα από το είδος της συγκεκριμένης αρθρογραφίας η Νέα Παιδεία και τα Εκπαιδευτικά ενώ παρακολουθούν σταθερά την εκπαιδευτική επικαιρότητα που διακρίνεται από έντονες αντιπαραθέσεις λόγω, κυρίως, των κινητοποιήσεων των μαθητών, σταδιακά προσαρμόζουν τα περιεχόμενά τους στο νέο πνεύμα, όπως καθορίζεται από το πλαίσιο του νόμου και δίνουν παραδείγματα για τη θεωρία και την πράξη της διδασκαλίας όλων των διδασκόμενων μαθημάτων ή παρουσιάζουν αποτελέσματα ερευνών σχετικά με προβλήματα μαθησιακά και θέματα παιδαγωγικού ενδιαφέροντος. Αργότερα και κυρίως μετά τις αντιδράσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας γενικά στο πνεύμα της μεταρρύθμισης και ειδικά στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων μαθημάτων, ο αντιρρητικός λόγος γίνεται οξύτερος και στα δύο έντυπα.

Αν τα συγκεκριμένα περιοδικά ακολουθούν την εκλογικευμένη κριτική, Τα Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης αντιμετωπίζουν διαφορετικά τα πράγματα. Αφιερώνουν τεύχος ολόκληρο στη μεταρρύθμιση, προβαίνουν σε διεισδυτική ανάλυση των κατευθύνσεων του νέου νόμου  και εξαπολύουν μια σκληρή κριτική προς την  πολιτική που εφαρμόζεται.   Ο αναγνώστης του περιοδικού εξοικειωμένος με τις μελέτες που δημοσιεύονται στις σελίδες των Αντιτετραδίων από την εποχή της ίδρυσής τους, βρίσκει  εδώ εκείνα τα άρθρα που προσφέρουν επαρκή και τεκμηριωμένα στοιχεία για την αποκάλυψη των προθέσεων και των στόχων των κυβερνητικών αποφάσεων. Το ειδικό τχ. 47/ 1997 με τα τρία αφιερώματα  - "αλλαγές στην εκπαίδευση", "κρίση του σχολείου και εκπαιδευτική αναδιάρθρωση", "ταξικοί φραγμοί στη μόρφωση"- στις πρώτες σελίδες του κάτω από τον τίτλο  "φωτογραφικές ρυθμίσεις" αντιπαραβάλλει αποσπάσματα από έκθεση εμπειρογνωμόνων του ΟΟΣΑ για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα με παραγράφους από κείμενο του ΥΠΕΠΘ  "Εκπαίδευση 2000" για να αναδειχθεί η ταύτιση και η τάση ευθυγράμμισης που προφανώς, κατά τους αρθρογράφους, χαρακτηρίζει τις κυβερνητικές εξαγγελίες και ρυθμίσεις. Ακολουθεί το εκτεταμένο δημοσίευμα των Κάτσικα και Αθανασίου με τίτλο "Η αντιμεταρρύθμιση ....που έγινε" στο οποίο γίνεται ανάλυση όλων των παραμέτρων του νόμου της μεταρρύθμισης και επιχειρείται μια τεκμηριωμένη κριτική αντιμετώπιση μέσα σ΄ έναν τόνο καυστικής αμφισβήτησης. Με επιλεγμένα ποιητικά ή πεζά αποσπάσματα από γνωστούς ποιητές και διανοούμενους σηματοδοτείται η κριτική των αρθρογράφων για τις πολλαπλές εξετάσεις, την αξιολόγηση των μαθητών και των εκπαιδευτικών, το μύθο του ενιαίου σχολείου, το ολοήμερο δημοτικό, τις ρυθμίσεις που μένουν στα χαρτιά. Ακολουθούν σελίδες αφιερωμένες στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, η οποία, κατά τους συντάκτες Καββαδία και Τσιριγώτη, αποβλέπει στη δημιουργία "χειραγωγήσιμων και απασχολήσιμων εργαζόμενων στο σχολείο της αγοράς".  Τα επόμενα άρθρα του συγκεκριμένου τεύχους διερευνούν τις αιτίες κατάργησης της επετηρίδας ("Γιατί καταργούν την επετηρίδα;"), αφήνουν τους αριθμούς να μιλήσουν προκειμένου να αποκαλύψουν τις οικονομικές πηγές για την πραγματοποίηση της νέας μεταρρύθμισης, παραθέτουν σχολιασμένα τα πρακτικά της Βουλής με θέμα την επεξεργασία και εξέταση του Νόμου και τέλος αναπτύσσουν τους "ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση", άρθρο κάπως παλιό αλλά κατά τους συντάκτες του, Καββαδία, Μακρίδη, Μπαλάσκα, επίκαιρο αφού "αναλύει με σαφήνεια πως η κοινωνική προέλευση των μαθητών διαπλέκεται με τους φανερούς και αφανείς μηχανισμούς επιλογής και απόρριψης τους".

 

Σε μια προσπάθεια βαθύτερης κατανόησης του πνεύματος που διέπει την τελευταία μεταρρύθμιση, πέρα από τη συγκριτική ανάγνωση των προηγούμενων άρθρων με τις όποιες διαφοροποιήσεις στις εκτιμήσεις τους για τα πράγματα, έχουμε τη δυνατότητα να λάβουμε υπόψη περισσότερα  στοιχεία από γενικότερες μελέτες για το θέμα που μας απασχολεί:

Προανάκρουσμα μεταρρύθμισης θεωρήθηκε το κείμενο "Εκπαίδευση 2000: Για μια παιδεία ανοιχτών οριζόντων" που δόθηκε στη δημοσιότητα από το ΥΠΕΠΘ τον Ιούλιο του 1997.  Σ΄ αυτό αναπτύσσονταν τα επιχειρήματα για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που σχεδιαζόταν και αυτά δεν ήταν άλλα από τη διεθνοποίηση της οικονομίας και του πολιτισμού καθώς και την επανάσταση στη χρήση και διάδοση των πληροφοριών στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες αγοράς. Έχει διαπιστωθεί ότι στο πλαίσιο αυτό κινούνται οι νόμοι  2525/97 και 2640/98 που επιχείρησαν να θεσμοθετήσουν τη μεταρρύθμιση στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Για τους μελετητές όμως των εκπαιδευτικών θεμάτων  (Κάτσικας - Θεριανός 2004), οι άξονες της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης είναι προσαρμοσμένοι στις κατευθύνσεις που καθορίζονται στα επίσημα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Πρόκειται για τη Λευκή Βίβλο: Ανάπτυξη, Ανταγωνιστικότητα, Απασχόληση. Οι προκλήσεις και η αντιμετώπισή τους για τη μετάβαση στον 21ο αιώνα, και για τη Λευκή Βίβλο για την Εκπαίδευση και την Κατάρτιση: Διδασκαλία και Μάθηση: Προς την κοινωνία της γνώσης. Παράλληλα θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και τους κοινοτικούς πόρους που στάθηκαν μια πρόσθετη πηγή χρηματοδότησης για το εκπαιδευτικό σύστημα με όλες τις εξαρτήσεις που αυτό συνεπάγεται για τη φυσιογνωμία του και τη διάρθρωσή του. 

Αν στα παραπάνω δεδομένα προσθέσουμε και την τοποθέτηση της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας όπως εκφράστηκε κατά την ελληνική Προεδρία της Ε. Ε. την Άνοιξη του 2003 ότι "το ζητούμενο είναι να μετασχηματίσουμε τα εκπαιδευτικά μας συστήματα ώστε να γίνουν ικανά: να αποτελέσουν τη βάση της οικονομικής ανάπτυξης συλλαμβάνοντας τη δυναμική της νέας οικονομίας" θα έχουμε με αρκετή ασφάλεια το κλειδί για μια ερμηνεία της μεταρρύθμισης του 1997. (Κάτσικας - Θεριανός 2004, σ. 233) Σύμφωνα με αυτήν η προοπτική της παγκόσμιας αγοράς θα επηρεάσει και το σχολείο. Για πολλούς η επίδραση θα είναι θετική. Θα έχουμε αύξηση του μέσου επιπέδου εκπαίδευσης όλων των μαθητών, νέα αναλυτικά προγράμματα και διδακτικά βιβλία, νέες μεθόδους διδασκαλίας εισαγωγή και διάδοση νέων τεχνολογιών, διά βίου εκπαίδευση, επιμόρφωση και αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Για άλλους εξίσου πολλούς η επίδραση θα είναι αρνητική. Αυτοί θα βρεθούν εκτός σχολείου διότι αυτό δεν θα έχει μπορέσει, με τους μηχανισμούς που αναπτύσσει, τις επαναλαμβανόμενες εξετάσεις, να άρει τις ανισότητες και να γίνει πραγματικά ανοιχτό σε όλους.   

Η κατάθεση των σχετικών νομοθετημάτων προκάλεσε, όπως αναμενόταν για την κατεύθυνση που έπαιρνε η μεταρρυθμιστική διαδικασία, αντιδράσεις που εμφανίστηκαν στα έντυπα ημερήσια και περιοδικά Η καινοτομία, αν μπορούμε στην προκειμένη περίπτωση να χρησιμοποιούμε έναν τέτοιο όρο, δε βρίσκεται στο γόνιμο διάλογο που θα μπορούσε να προκαλέσει στους ενδιαφερόμενους το σύνολο της μεταρρύθμισης. Δε βρίσκεται ούτε  στον τρόπο που αντιμετώπισε το θέμα το συνδικαλιστικό κίνημα των εκπαιδευτικών, πράγμα που θα αναμενόταν. Εντοπίζεται  στις οξείες και πολυήμερες κινητοποιήσεις των μαθητών. Οι κινητοποιήσεις αυτές οδήγησαν σε αλλαγή υπουργού και σε διαδοχικές τροποποιήσεις των νομοθετικών ρυθμίσεων.

 

Η Ιστορία δεν είναι υπόθεση εφημερίδων, κινείται με αδημοσίευτες σκέψεις και πράξεις, σημειώνει η Ρέα Γαλανάκη στο πρόσφατο μυθιστόρημά της  "Αιώνας των λαβυρίνθων" (Γαλανάκη, σ. 306) και δε θα διαφωνούσαμε. Όσο όμως και αν τα έντυπα δεν διαμορφώνουν την ιστορία, την παρακολουθούν και την καταγράφουν.   Πεδία ιδεολογικής αντιπαράθεσης και πηγές εκπαιδευτικής και παιδαγωγικής ενημέρωσης τα περιοδικά συνιστούν πόλους συσπείρωσης των εκπαιδευτικών και κάτοπτρα της δυναμικής τους. Στο παρελθόν αλλά και στο παρόν όσοι συγκροτούν τον πυρήνα δημιουργίας ενός εντύπου επιλέγουν έναν ανοιχτό τρόπο προβολής των απόψεών τους για να δοκιμαστούν οι ίδιοι και να δεχτούν τον αντίλογο. Τα περιοδικά προσέφεραν και προσφέρουν στον εκπαιδευτικό διάλογο και ανέβασαν τον πήχη της εποικοδομητικής συζήτησης και της δημιουργικής αναζήτησης  μέσα στην εκπαιδευτική κοινότητα.

Η μεταρρύθμιση του 1917 φιλοδόξησε να θεραπεύσει την κακοδαιμονία του εκπαιδευτικού συστήματος εισάγοντας για πρώτη φορά τη διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας μέσα από μια σειρά νέων βιβλίων που επιχειρούσαν να περάσουν ένα άλλο πνεύμα, μια άλλη αντίληψη μια νέα ιδεολογία στο μαθητικό κόσμο. Ο Γληνός σε μια αυστηρή κριτική του προς τη μεταρρύθμιση αυτή το 1929 τη θεώρησε μισή όχι προς το συμφέρον του απλού λαού. Έχει όμως υποστηριχθεί (Φραγκουδάκη, 1983) πως είναι άδικη η κριτική αυτή γιατί αδικεί τη μεταρρύθμιση που επιχείρησε να θεμελιώσει το σχολείο, το προσανατολισμένο στις ανάγκες του λαού.

Η μεταρρύθμιση του 1997 επικαλέστηκε τον εκσυγχρονισμό, υιοθέτησε τίτλους και εξαγγελίες όπως Ενιαίο Λύκειο, κατάργηση εισιτηρίων εξετάσεων, άρση ανισοτήτων,  αλλά δεν έπεισε ούτε τους μαθητές ούτε τους εκπαιδευτικούς για τη στοχοθεσία της, μετέτρεψε το Λύκειο σ΄ ένα εξεταστικό κέντρο και  του αφαίρεσε τη δημιουργική του διάσταση.

Μια συγκριτική διερεύνηση της αρθρογραφίας στα έντυπα του απώτερου ή του πρόσφατου παρελθόντος μπορεί να ωφελήσει πολλαπλά. Επανεξετάζει δεδομένα, αποκαλύπτει νέα στοιχεία, διευρύνει προβληματισμούς, οδηγεί σε νέα ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Με δεδομένη την εμπειρία του παρελθόντος γνωρίζουμε ότι στη χώρα μας οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις κρατούν λίγο. Η μεταρρυθμιστική προσπάθεια του 1917 καταργήθηκε με βίαιο τρόπο. Τα βιβλία δεν κάηκαν αλλά η επαναφορά των προηγούμενων σήμανε την οπισθοδρόμηση. Η μεταρρύθμιση Αρσένη κάτω από την πίεση των κινητοποιήσεων και των αντιδράσεων τροποποιήθηκε. Η τελευταία πολιτική αλλαγή από τις εκλογές του Μαρτίου 2004 έχει συνοδευτεί από εξαγγελίες διακομματικού διαλόγου προκειμένου να αντιμετωπιστεί και πάλι η εκπαιδευτική πραγματικότητα. Οι μεταρρυθμίσεις του 20ού αιώνα έχουν χαρακτηριστεί σισύφειες Ο προσδιορισμός αυτός θα συνοδεύσει τις νέες μεταρρυθμίσεις και στα χρόνια που έρχονται;

 

ΠΗΓΕΣ

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου,  1911-1927.

Εκπαιδευτικός Ερευνητής,  β΄ περίοδος, 1919-1920.

Εκπαιδευτική Επιθεώρησις, 1917-1920.

Ερμής, 1920-1946

Νέα Παιδεία, 1977- σήμερα

Τα Εκπαιδευτικά, 1985 - σήμερα

Αντιτετράδια της εκπαίδευσης, 1988 - σήμερα

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Δημαράς Α. Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, τ. Α (1821-1894) και Β (1895-1967), Νέα ελληνική βιβλιοθήκη, Ερμής, Αθήνα 1973 και 1974.

Δημαράς Α., Εκπαιδευτικός Όμιλος, Κατάλογος μελών 1910-1927- Σύνθεση, περιγραφή, Εκτιμήσεις, , Εταιρεία Σπουδών Ν.Π.Γ.Δ , Αθήνα 1994.

Δημαράς Α. "Η εκπαίδευση 1909-1922. Μεγάλα εκσυγχρονιστικά σχέδια και αντιδράσεις", στο Ιστορία του νέου Ελληνισμού, τ. 6ος, τχ. 11-12, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 163-178.

Δημαράς Α., "Η εκπαίδευση 1974-2000, εκσυγχρονισμός και επιβίωση προβλημάτων" στο Ιστορία του νέου Ελληνισμού, τ. 10ος, τχ. 11-12, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 163-182.

Κάτσικας Χ.- Θεριανός Κ.,  Ιστορία Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι το 2004, Σαββάλας, Αθήνα 2004.

Λαμπράκη-Παγανού Α. - Παγανός Γ., Ο εκπαιδευτικός δημοτικισμός και ο Κ. Παλαμάς, Πατάκης Αθήνα 1994.

Μπαλτά Σ., Τα Ελληνικά Παιδαγωγικά Περιοδικά (1898-1930), από την ¨Εθνική Αγωγή" στη "Νέα Αγωγή" και το "Σχολείο Εργασίας", διδακτορική διατριβή, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Φ.Π.Ψ., Αθήνα 2000.

Μπουζάκης Σ. Νεοελληνική εκπαίδευση 1821-1985, Gutenberg, Αθήνα 1986.

Μπουζάκης Σ., Εκπαιδευτικές Μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, Μεταρρυθμιστικές προσπάθειες 1913-1929, τ. Α΄, Gutenberg, Αθήνα 1994.

Παπανούτσος Ε. Π., Α. Δελμούζος, Η ζωή του-Επιλογή από το έργο του, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1978.

Τερζής Ν., "Απόψεις για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση - εξωτερική - εσωτερική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, π. Φιλόλογος, τχ. 23, Ιανουάριος 1981, σ. 272-281

Τερζής Ν. Εκπαιδευτική Πολιτική και Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση: Πρόγραμμα και πραγματικότητα - πράγματα και πρόσωπα, Α/φοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2002. 2η έκδοση. 

Φραγκουδάκη Ά, Ο εκπαιδευτικός δημοτικισμός και ο γλωσσικός συμβιβασμός του 1911, Ιωάννινα 1977.

Φραγκουδάκη Ά, Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και φιλελεύθεροι διανοούμενοι. Άγονοι αγώνες και ιδεολογικά αδιέξοδα στο μεσοπόλεμο, Κέδρος, Αθήνα 1983, 3η έκδοση.   

Χαραλάμπους Δ.,  Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος: η ίδρυσή του,  η δράση του για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η διάσπασή του, Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1987.