Η “ΑΚΑΔΗΜΙΑ” ΤΟΥ ΟΘ. ΡΟΥΣΣΟΠΟΥΛΟΥ:
ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΤΗΣ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΡΟΛΟ ΤΗΣ
Έλενα Α. ΜανιΑτη
Δρ. Ιστορίας των Επιστημών Παν/μίου Αθηνών
Περιληψη
Το 1894 ιδρύεται από τον χημικό Όθ. Ρουσσόπουλο και τον φυσικό Ι. Γεράκη η “Βιομηχανική και Εμπορική Ακαδημία” ως μέση τεχνική σχολή, με σκοπό την παροχή πρακτικής μόρφωσης με στοιχεία θεωρητικών γνώσεων.
Η “Ακαδημία” θα εξελιχθεί σε σημαντική εκπαιδευτική μονάδα, στην οποία διδάσκουν καθηγητές υψηλού επιστημονικού κύρους και η οποία διαθέτει πολύ καλή οργάνωση σπουδών και εντυπωσιακό για την εποχή εργαστηριακό εξοπλισμό. Το 1905 μάλιστα, με έκδοση Β. Διατάγματος αναγνωρίζεται ως “ίδρυμα ανωτέρας τεχνικής εκπαιδεύσεως”, τίθεται υπό την εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας και καθίσταται ουσιαστικά ισότιμη σχολή με Πολυτεχνείο.
Στην ανακοίνωση αναδεικνύονται οι παράγοντες εκείνοι που διαμορφώνουν τους όρους λειτουργίας της “Ακαδημίας” και καθορίζουν την εκπαιδευτική της φυσιογνωμία σε συνάρτηση με την τεχνολογική πραγματικότητα της χώρας. Συγχρόνως διερευνάται και το σύνολο των αιτημάτων που διατυπώνονται, στα τέλη του 19ου αι., σε σχέση με την εκπαίδευση και την πορεία ανάπτυξης της οικονομίας.
Τα τεκμήρια για την κατανόηση και την ερμηνεία της ευρύτερης εκπαιδευτικής λειτουργίας της “Ακαδημίας” προέρχονται φυσικά από τη σχετική βιβλιογραφία, αλλά και το Δελτίον της Βιομηχανικής και Εμπορικής Ακαδημίας, το οποίο εκδίδεται από το 1895, καθώς και από τα αντίστοιχα επιστημονικά περιοδικά της περιόδου.
Abstract
The “Industrial and
The “Academy” developed into a significant education
unit, where professors of high scientific prestige were teaching, and which had
very good organization of studies and impressive for that period laboratory
equipment. And in 1905, with a royal decree, the “Academy” was recognized as an
«Institution of higher technical education”, placed under the supervision of
the Ministry of Education and essentially became equivalent to the
In the present article the factors that formed the
operation conditions of the “Academy” and determined its educational
physiognomy in connection with the technological actualities of the country,
are elucidated. At the same time, all of the demands formulated in the late
19th century concerning the education and the progress of the economy, are
investigated.
The evidences for the conception and the explanation
of the wider education function of the “Academy” come from the related
literature, and also from the “Bulleting of the Industrial and
ΕισαγωγΗ
Στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, αν και εμφανίζεται πολύ νωρίς η ιδέα και η ανάγκη της ενίσχυσης και διάδοσης μιας πρακτικής εκπαίδευσης, εν τούτοις η αποσαφήνιση του χαρακτήρα της, οι εσωτερικές ιεραρχήσεις και οι συγκεκριμένες υλοποιήσεις σε θεσμούς, αρχίζουν να διαφαίνονται μετά το 1880, στο πλαίσιο των προσπαθειών για συνολική ανόρθωση, πρόοδο και οικονομική ανάπτυξη της χώρας από τον Τρικούπη (Τζόκας, 1999). Από τα πρώτα χρόνια του Όθωνα ήδη, όταν οι ανάγκες για πρακτική εκπαίδευση και βελτίωση, τελειοποίηση και εκσυγχρονισμό των παραδοσιακών τεχνικών τέθηκαν επιτακτικότερα με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, επιλέγεται η αποστολή υποτρόφων στα τεχνικά σχολεία που είχαν αρχίσει να λειτουργούν στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γερμανία. Γερμανικής έμπνευσης ήταν άλλωστε και η ίδρυση του Σχολείου των Τεχνών, του σημερινού Πολυτεχνείου. Ωστόσο για ένα σημαντικό διάστημα το Σχολείο αναστέλλει τον καθορισμό της εκπαιδευτικής του φυσιογνωμίας και μόλις προς το τέλος του 19ου αι. (κυρίως μετά τη μεταρρύθμιση του 1887) μέσα από υπαναχωρήσεις και λοξοδρομήσεις αρχίζει να εξελίσσεται σιγά-σιγά σε πολυσχιδή σχολή πρακτικού χαρακτήρα (Τσοκόπουλος, 1989).
Την ίδια περίπου εποχή, τη δεκαετία του 1880, αρχίζουν να λειτουργούν και οι πρώτες ιδιωτικές τεχνικές σχολές, κυρίως στον Πειραιά (Σαπουνάκη – Δρακάκη, 1886), καταγράφοντας έναν διαφορετικό προσανατολισμό της εκπαίδευσης: υποχώρηση της θεωρητικής κατεύθυνσης και ανάδειξη της πρακτικής γνώσης με στόχο την προσέγγιση της νέας κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας του τόπου. Ωστόσο, αν και την περίοδο αυτή πολλαπλασιάζονται οι εκδηλώσεις μιας αντίληψης που πριμοδοτεί την πρακτική εκπαίδευση ως φορέα του τεχνικού εκσυγχρονισμού της Ελλάδας, εν τούτοις το αυξανόμενο ενδιαφέρον δεν φαίνεται να ξεπερνά τα όρια μιας δευτερεύουσας στροφής στα εκπαιδευτικά δρώμενα, αφού ο κύριος προσανατολισμός του εκπαιδευτικού συστήματος προς τα κλασικά γράμματα και τις ερμηνευτικές επιστήμες παρέμενε σταθερός.
Από την άλλη μεριά το χαμηλό επίπεδο εκβιομηχάνισης, το είδος και το μέγεθος των επιχειρήσεων και η αδυναμία του Κράτους να αναπτύξει μία ευνοϊκή σχέση με τη βιομηχανία, διατήρησαν ασθενές το ενδιαφέρον για τόνωση της πρακτικής εκπαίδευσης.
Στο πλαίσιο αυτό, μελετάται η απάντηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας απέναντι στην ανασταλτική αδράνεια του ελληνικού κράτους ως προς τον σχεδιασμό και την ενίσχυση της τεχνικής εκπαίδευσης. Η περίπτωση της Εμπορικής και Βιομηχανικής Ακαδημίας είναι χαρακτηριστική για το πώς η αστική τάξη στη βάση της εκπεφρασμένης πίστης ότι είναι αναγκαία η προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος σε ένα νέο αξιολογικό περιεχόμενο με έμφαση στην πρακτική γνώση (Σούτσος, 1866), συμβάλλει στη διαμόρφωση νέων κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Συγχρόνως διερευνάται και η αντίδραση του Κράτους απέναντι σε τέτοιου είδους δραστηριότητες και πρωτοβουλίες.
Εξ άλλου το σταδιακό πέρασμα από την εμπειρική μάθηση στην οργανωμένη εκπαίδευση αποτελεί μία ενδιαφέρουσα, αλλά και συγχρόνως σύνθετη περιοχή έρευνας, η οποία παραπέμπει άμεσα σε ζητήματα κοινωνικά και ιδεολογικά, όπως αυτά αποκρυσταλλώνονται με τρόπο σαφή και εύγλωττο στο πλαίσιο άσκησης της εκπαιδευτικής πολιτικής.
Η Ιδρυση και η λειτουργΙα της ΑκαδημΙας
Το ζήτημα της κατάρτισης των τεχνικών στελεχών στην Ελλάδα του 19ου αι. σε συνδυασμό με την έλλειψη διαθέσιμων εργατικών χεριών, θίγει σαφώς έναν από τους καίριους παράγοντες στη διαδικασία ανάπτυξης της βιομηχανίας, ο οποίος και προσδιορίζει τον ρυθμό εξέλιξης των παραγωγικών σχέσεων. Οι βιομήχανοι και οι τεχνοκράτες της εποχής καταγγέλλουν όχι μόνον την έλλειψη οικονομικής πολιτικής και προγραμματισμού, αλλά και την έλλειψη τεχνικών και επαγγελματικών σχολών καθώς και την έλλειψη ειδικευμένων σπουδών. Όταν βέβαια διαπιστώνουν ότι οι κρατούσες πολιτιστικές αντιλήψεις τονίζουν άλλου είδους δραστηριότητες, αναλαμβάνουν οι ίδιοι την εκπαίδευση των εργατών και υπαλλήλων τους πλάι σε ξένους τεχνίτες που εργάζονται στην Ελλάδα ή πλάι σε έμπειρους Έλληνες που εκπαιδεύτηκαν εμπειρικά και θεωρητικά σε εργοστάσια της Ευρώπης (Αγριαντώνη, 1988).
Μερικοί μάλιστα πρωτοστατούν στην ίδρυση επαγγελματικών σχολών, όπως ο Όθων Ρουσόπουλος ο οποίος μαζί με τον φυσικό Ιωάννη Γεράκη ιδρύουν τη Βιομηχανική και Εμπορική Ακαδημία. Ο Ρουσόπουλος, διδάκτωρ των φυσικομαθηματικών του Εθνικού Πανεπιστημίου, με σπουδές Χημείας και πανεπιστημιακή πείρα στη Γερμανία, ιδρύει το 1894 στον Πειραιά την πρώτη εμπορική σχολή στην Ελλάδα με πολλά βιομηχανικά τμήματα. Σκοπός της ήταν η θεωρητική εκπαίδευση και η πρακτική άσκηση στελεχών παραγωγής και εργαζομένων και η κατάρτιση εμπόρων και εμπορικών ή τραπεζιτικών υπαλλήλων. Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι ο πρώτος της ενισχυτής ήταν ο βιομήχανος Θεόδωρος Ρετσίνας, δήμαρχος του Πειραιά, ο οποίος ενίσχυσε με υποτροφία τη φοίτηση στη σχολή δέκα νεαρών Πειραιωτών. Η ενίσχυση αυτή υπήρξε και η μόνη εκδήλωση συμπαράστασης ενός επίσημου οργανισμού στην εκπαιδευτική καινοτομία του Ρουσόπουλου.
Γεγονός πάντως είναι ότι η Βιομηχανική Εμπορική Ακαδημία ιδρύεται σε μία εποχή κατά την οποία η οικονομία της Ελλάδας μόλις είχε αρχίσει να κάνει τα πρώτα της βήματα για να ξεφύγει από τη στενή μορφή της κλειστής αγροτικής και βιοτεχνικής παραγωγής και πολύ γρήγορα η ακτινοβολία της ξεπέρασε τα στενά όρια της χώρας για να φτάσει παντού, όπου υπήρχαν έλληνες.
Οι ΣχολΕς – Τα ΠρογρΑμματα
Αρχικά η Ακαδημία, από την οποία λίγο αργότερα αποχώρησε ο Ιωάννης Γεράκης, διέθετε ένα διετή κύκλο σπουδών, κοινό για όλους τους σπουδαστές (Προπαιδευτικόν Σχολείον) και στη συνέχεια οι σπουδαστές επέλεγαν για τις περαιτέρω σπουδές τους τη Βιομηχανική ή την Εμπορική Σχολή, όπου η φοίτηση ήταν επίσης διετής. Στο καταστατικό της Ακαδημίας όμως, το οποίο συμπληρώνεται μετά τη λήξη του πρώτου έτους λειτουργίας της, στο άρθρο 1 αναφέρεται ότι: «Ιδρύεται εν Αθήναις και εν Πειραιεί Ακαδημία επωνομαζομένη «Βιομηχανική και Εμπορική Ακαδημία», σκοπούσα την εν Ελλάδι θεωρητικήν εκπαίδευσιν και πρακτική εξάσκησιν των βιομηχάνων και χημικών βιομηχάνων, εν γένει, ειδικώς δε: α) των ζυμοτεχνών (οινοποιών, οινοπνευματοποιών, ποτοποιών, οξοποιών, ζυθοποιών κ.λ.π.), β) των ελαιουργών (σαπωνοποιών, αρωματοποιών κ.λ.π.), γ) ζωοτεχνικών (τυροκόμων, κτηνοτρόφων, μεταξοπαραγωγών, μελισσοκόμων κ.λ.π.) δ) των εμπόρων (εμποροϋπαλλήλων, τραπεζικών υπαλλήλων κ.λ.π.) (Δελτίον Βιομηχανικής και Εμπορικής Ακαδημίας, 1895-1896).
Από τα τέσσερα τμήματα, τα μεν τρία πρώτα λειτουργούσαν ως μία σχολή, υπό την επωνυμία «Βιομηχανική Σχολή», το δε εμπορικό τμήμα, λειτουργούσε ξεχωριστά ως «Εμπορική Σχολή». Μετά την κατάργηση της προκαταρκτικής φοίτησης και την εισαγωγή στο πρόγραμμα σπουδών ορισμένων κοινών μαθημάτων, η φοίτηση ορίστηκε σε διετή, ενώ καταρτίστηκε πρόγραμμα σπουδών το οποίο χαρακτήριζε η πληθώρα των εξειδικευμένων πρακτικών μαθημάτων σε συνδυασμό με τα μαθήματα των απαραίτητων θεωρητικών γνώσεων (Δελτίον Βιομηχανικής και Εμπορικής Ακαδημίας, 1897-1898:72).
Από τον Σεπτέμβριο του 1899 προστέθηκε και τρίτη σχολή στην Ακαδημία, η Γεωργική Σχολή, που περιελάμβανε και ειδική κτηνιατρική έδρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η σχολή αυτή ιδρύθηκε μία εποχή κατά την οποία η όλη φροντίδα των γεωργικών πραγμάτων της χώρας είχε ανατεθεί σε ένα Γραφείο στο Υπουργείο Εσωτερικών. Στη Σχολή δίδασκαν κυρίως επιστήμονες γεωπόνοι και τα μαθήματα τόσο τα γενικά όσο και τα ειδικά σκόπευαν στην κατάρτιση όσων ασχολούνταν με τη γεωργία (Δελτίον Ακαδημίας, 1900-1901:17).
Κατά το έτος 1900-1 ιδρύθηκε και νέο τμήμα το «Σιδηροδρομικόν». Τα μαθήματα του τμήματος πρώτη φορά διδάσκονταν στην Ελλάδα και είχαν σκοπό να καταρτίσουν σιδηροδρομικούς υπαλλήλους. Η καινοτομία για τα ελληνικά δεδομένα είναι προφανής, αν αναλογιστεί κανείς ότι η αντίστοιχη Σχολή στη Γαλλία ιδρύεται και λειτουργεί το 1950 ως τμήμα της Ecole d’Organisation Scientifique.
Ένα χρόνο αργότερα (1901-2) ιδρύεται η Μεταλλευτική Σχολή με έναν πολύ ενδιαφέροντα κύκλο μαθημάτων. Η χρησιμότητα της Σχολής αυτής αναγνωρίστηκε αμέσως και συνέπεσε με το ενδιαφέρον και τη γενικότερη τάση που επικρατούσε στην ελληνική κοινωνία για την έρευνα και εκμετάλλευση του ελληνικού υπεδάφους ως κερδοφόρας πηγής. Η Μεταλλευτική Σχολή σύντομα πλουτίστηκε με μηχανουργείο και συλλογή ορυκτών μεταλλοφόρων.
Το 1903 ξεκινάει η λειτουργία της Μηχανουργικής Σχολής και το 1904 της Ναυτικής Εμπορικής Σχολής. Είναι η εποχή κατά την οποία η Ακαδημία βρίσκεται σε μεγάλη ακμή με έξι σχολές, ιδιόκτητα εργαστήρια και αγροκτήματα για την πρακτική εξάσκηση των φοιτητών.
Οι εγκαταστΑσεις και τα εργαστΗρια της ΑκαδημΙας
Η Ακαδημία λειτούργησε στον Πειραιά για δύο μόνο χρόνια. Το 1896 μετέφερε την έδρα της στην Αθήνα όπου και λειτούργησε μέχρι το 1923, ένα χρόνο δηλαδή μετά τον θάνατο του Όθ. Ρουσόπουλου (28 Μαΐου 1922).
Στις νέες εγκαταστάσεις της Ακαδημίας λειτούργησαν από το πρώτο έτος πρότυπα χημικά εργαστήρια, εξοπλισμένα με όλα τα σύγχρονα για την εποχή επιστημονικά όργανα. Πολλά από αυτά κατασκευάζονταν καθ’ υπόδειξη του Ρουσόπουλου και πάνω σε δικά του σχέδια από ειδικά γερμανικά εργοστάσια (Παπαϊωάννου, 1950).
Ο ίδιος ο Ρουσόπουλος έδινε ιδιαίτερη προσοχή στις πρακτικές εφαρμογές όσων διδάσκονταν οι σπουδαστές και ενδιαφερόταν για την τέλεια λειτουργία των ειδικών εργαστηρίων. Έτσι τον Δεκέμβριο του 1899 γίνονται επίσημα τα εγκαίνια του νέου ατμοκίνητου σαπωνοποιείου και ελαιουργείου και ένα χρόνο μετά, το 1900, άρχισε να λειτουργεί στην Ακαδημία το νέο γαλακτοκομείο. Την ίδια χρονικά εγκαινιάζεται το οινοποιείο της Ακαδημίας και το 1905 η Ακαδημία αποκτά ιδιόκτητο γεωργικό και ανθοκομικό σταθμό, καθώς και ζωοτεχνικό και πτηνοτροφικό κέντρο εκπαίδευσης (Βοβολίνης, 1958).
Η ίδρυση και η λειτουργία των εργαστηρίων μαρτυρεί αφ’ ενός την προσπάθεια κατάρτισης των σπουδαστών με πρακτική εφαρμογή στις δυνατότητες της βιομηχανικής δραστηριότητας και αφ’ ετέρου προσδίδει επιστημονική διάσταση στην τεχνική παιδεία. Ήδη στην Ευρώπη η ορμητική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια του 19ου αι, είχε κάνει αισθητή την ανάγκη καθιέρωσης μιας επιστημονικής γνώσης, η οποία θα ήταν ικανή όχι μόνο να ερμηνεύει τον κόσμο και τη φύση, αλλά και να χρησιμεύει ως άμεση βάση στην πρακτική δράση και στη διάδοση της τεχνικής καινοτομίας. Κι ενώ στα προβιομηχανικά στάδια η διάδοση της καινοτομίας ήταν σχεδόν αποκλειστικά αποτέλεσμα της μετακίνησης των ανθρώπων και της εμπειρικής εκμάθησης, τώρα πλέον με τη σύζευξη επιστήμης και τεχνικής καθίσταται αναγκαία η δημιουργία μιας νέας πρακτικής εκπαίδευσης στα εργαστήρια ως κύριας έκφρασης του νέου επιστημονικού λόγου.
Έτσι, η επιστημονική γνώση διεκδικεί το προνόμιο της εγκυρότητας και όταν η τεχνική εκπαίδευση αποκτά συνάφεια με αυτήν, τότε αναβαθμίζεται. Εξ άλλου, όσο το υπόβαθρο παραμένει καθαρά εμπειρικό, τόσο και η ενεργός κοινωνική ζήτηση για τεχνική εκπαίδευση είναι αναιμική. Αντίθετα το ενδιαφέρον αυξάνεται από τη στιγμή που η τεχνική δεξιότητα συνδέεται με την αξιοποίηση και εφαρμογή της επιστημονικής γνώσης.
Η προσωπική συμβολή του Ρουσόπουλου στην κατεύθυνση αυτή είναι καθοριστική. Ο ίδιος συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά του δημιουργικού και πρωτοπόρου αστού, ο οποίος έχοντας σπουδάσει στο Βερολίνο – και μάλιστα πλάι στον Hofmann – υπήρξε αποδέκτης των νέων θεωριών περί πρακτικής αξιοποίησης της επιστημονικής γνώσης. Αυτό σημαίνει ότι επηρεάστηκε και επικέντρωση το επιστημονικό του ενδιαφέρον σαφώς προς μία τέτοια κατεύθυνση, η οποία συν τοις άλλοις εξυπηρετούσε σε μεγάλο βαθμό τα θεσμικά, επαγγελματικά και κοινωνικά συμφέροντα των τεχνιτών αλλά και των τεχνικών – επιστημόνων.
Στην προσέγγιση των φορέων που συνέβαλαν στην ενδυνάμωση και προώθηση μιας ποιοτικής επαγγελματικής εκπαίδευσης στο πλαίσιο λειτουργίας της Ακαδημίας, θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας και στην παρουσία των πανεπιστημιακών καθηγητών οι οποίοι διδάσκουν ή συνεργάζονται με την Ακαδημία. Έτσι λοιπόν συναντάμε τον Τιμολέοντα Αργυρόπουλο, τον Νικ. Γουναράκη, τον Γεώργιο Κρίνο, τον Κων/νο Μαλτέζο, των Κων/νο Μητσόπουλο, τον Θεόδωρο Χελδράιχ κ.ά. Πολλοί από αυτούς αρθρογραφούν και στο Δελτίον της Εμπορικής και Βιομηχανικής Ακαδημίας που εκδίδεται από το 1895 πάνω σε θέματα επιστημονικά και οικονομικά.
Αν και πρόκειται για ολιγομελές σώμα το οποίο προσδιορίζεται κυρίως μέσα από το λειτουργικό πεδίο της πανεπιστημιακής κοινότητας, εν τούτοις προσδίδει στην Ακαδημία το στίγμα της οργανωμένης επιστημονικής εκπαίδευσης βελτιώνοντας την εικόνα της και γενικότερα την κοινωνική δεκτικότητα απέναντι στην επαγγελματική παιδεία.
Η διαμΑχη με τον ΠολυτεχνικΟ ΣΥλλογο
Η πολύ καλή ομολογουμένως οργάνωση σπουδών, ο εντυπωσιακός εργαστηριακός εξοπλισμός και το υψηλής στάθμης διδακτικό προσωπικό, έχουν ως αποτέλεσμα η Ακαδημία σύντομα να εξελιχθεί σε μία σημαντική εκπαιδευτική μονάδα. Είναι χαρακτηριστική η αξιολογική κρίση του βουλευτή Αττικής και βιομήχανου Θεόδωρου Ρετσίνα το 1900 σε αγόρευσή του στη Βουλή σχετικά με τη λειτουργία της Ακαδημίας: «... φρονώ ότι δυνάμεθα, ως φυτώρια δια τα τεχνικά μαθήματα, να μεταχειρισθώμεν την Εμπορικήν και Βιομηχανικήν Ακαδημίαν του κυρίου Ρουσόπουλου, η οποία σας ομολογώ ότι έδωκεν αρίστους καρπούς.» (Νεολόγος, 13/12/1900). Η πληθώρα των επιστημονικών και τεχνικών μαθημάτων φέρει, εκτός από τους πανεπιστημιακούς, και διάφορους μεγαλοβιομήχανους να διδάξουν εκεί ως ειδικοί στον τομέα τους Παρ’ όλα αυτά δεν παύει να είναι μία μέση τεχνική σχολή διετούς φοίτησης, που παρέχει πολύ καλή πρακτική μόρφωση και χαίρει και της εκτίμησης του Υπουργείου Παιδείας. Ωστόσο το γεγονός ότι έδινε τη δυνατότητα να εγγραφούν σε αυτή και όσοι δεν είχαν απολυτήριο Γυμνασίου, καθώς επίσης και το ότι κανέναν έλεγχο δεν ασκούσε η Πολιτεία στον τρόπο λειτουργίας της – αφού ούτως ή άλλως απουσίαζε ένα πάγιοι θεσμοθετημένο πρόγραμμα τεχνικής εκπαίδευσης – αυτομάτως έγινε ο στόχος επικρίσεων εκ μέρους των φορέων του Πολυτεχνείου, του επίσημα θεσμοθετημένου ιδρύματος πρακτικής εκπαίδευσης, σε μία προσπάθεια ενίσχυσης αφ’ ενός του κύρους του Ιδρύματος αυτού ως μοναδικού ανώτερης επαγγελματικής εκπαίδευσης και αφ’ ετέρου των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων του.
Η κατάσταση στις σχέσεις Πολυτεχνείου και Ακαδημίας οξύνθηκε το 1905, όταν ο Διευθυντής της Ακαδημίας πετυχαίνει την έκδοση Διατάγματος, σύμφωνα με το οποίο η Ακαδημία αναγνωρίζεται ως “ίδρυμα ανωτέρας τεχνικής εκπαιδεύσεως” (Διάταγμα 12 Νοεμβρίου 1905, Εφημερίς της Κυβερνήσεως, τχ. Α΄, αρ. 224, 15 Νοεμβρίου 1905), περνώντας υπό την εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας, το οποίο μάλιστα και επικύρωνε τα διπλώματα. Αυτό είχε ως συνέπεια οι απόφοιτοι να διαθέτουν τα τυπικά προσόντα για να απορροφώνται από τις κρατικές τεχνικές υπηρεσίες και να σταδιοδρομούν με τις ίδιες προϋποθέσεις που σταδιοδρομούσαν και οι απόφοιτοι του Πολυτεχνείου.
Ο Πολυτεχνικός Σύλλογος, ως το επίσημο σωματείο των αποφοίτων του Πολυτεχνείου, πήρε θέση σαφώς υπέρ των μελών του και με βάση την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε τόσο μέσα από τα δημοσιεύματα στον Αρχιμήδη («Πρακτικά της Συνεδριάσεως του Πολυτεχνικού Συλλόγου κατά την συζήτησιν “επί της αναγνωρίσεως της ιδιωτικής Βιομηχανικής Ακαδημίας ως ανωτέρας τεχνικής σχολής”», Αρχιμήδης, ΣΤ΄, 8 (1905), σελ. 61-66), όσο και με υπόμνημα προς τον Υπουργό των Εσωτερικών, πέτυχε την ανάκληση του Διατάγματος, δεκαπέντε μόλις μέρες μετά την έκδοσή του (Διάταγμα «Περί καταργήσεως του από 12 Νοεμβρίου 1905 Β.Δ.», Εφημερίς της Κυβερνήσεως, τχ. Α΄, αρ. 238, 26 Νοεμβρίου 1905).
Όλα αυτά συμβαίνουν την ίδια στιγμή που “καταγγέλλεται” από το σώμα των τεχνικών επιστημόνων και μηχανικών –είτε αυτοί έχουν την ιδιότητα του κρατικού λειτουργού είτε του πανεπιστημιακού είτε του βιομήχανου-μηχανικού– η έλλειψη επιστημονικού προγραμματισμού της τεχνολογικής εκπαίδευσης, η έλλειψη υποδομής, η έλλειψη τεχνικών και επαγγελματικών σχολών, η έλλειψη εξειδικευμένων σπουδών. Κι ενώ η ιδεολογία της προόδου και του εκσυγχρονισμού υποστηρίζεται στις μελέτες, στα βιβλία, στα άρθρα και στα συνέδρια που οργανώνουν, όλα μοιάζουν να υποχωρούν και να υποτάσσονται σε συντεχνιακά επαγγελματικά συμφέροντα, κάτι που μπορεί να είναι θεμιτό, ενοχλεί όμως όταν αποκαλύπτει την ασυνέπεια ανάμεσα στον θεωρητικό λόγο και στην πράξη. Τα μέλη τα οποία συμμετείχαν στη συζήτηση «Επί της αναγνωρίσεως της ιδιωτικής Βιομηχανικής Ακαδημίας ως ανωτέρας τεχνικής σχολής» ήταν: Γ. Ραζέλος (μηχανουργός - εργοστασιάρχης του Μετσοβίου Πολυτεχνείου και καθηγητής της Ακαδημίας), Κ. Βελλίνης (μηχανικός), Π. Ζαχαρίας (βιομήχανος, Δρ. των Φυσικών Επιστημών), Κονοπισόπουλος (μηχανικός - καθηγητής Πολυτεχνείου), Π. Ζήζηλας (μηχανικός του Δημοσίου). Η σύνθεση είναι ενδιαφέρουσα από την άποψη ότι η ιδιότητα όσων συμμετείχαν καλύπτει σχεδόν ολόκληρο το φάσμα των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του τεχνικού κόσμου, οπότε και οι απόψεις τους μας οδηγούν σε κάποια ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με τη γενικότερη τοποθέτησή τους σε αντίστοιχα ζητήματα (Αρχιμήδης, ΣΤ΄, 8 (1905), 62-65).
Επίλογος
Η Ακαδημία του Όθωνα Ρουσόπουλου λειτουργεί έως το 1923. Ανιχνεύοντας την ιστορική της πορεία θα διαπιστώσουμε ότι η λειτουργία της αντικατοπτρίζει τις πρωτοβουλίες της αστικής κοινωνίας απέναντι στην έλλειψη οικονομικής πολιτικής και προγραμματισμού, καθώς και στην έλλειψη ειδικευμένων σπουδών και αντίστοιχων τεχνικών και επαγγελματικών σχολών.
Η συχνότητα με την οποία εμφανίζονται τα αιτήματα για ενίσχυση της τεχνικής εκπαίδευσης και προσαρμογής της στο σύστημα των αναγκών της νεοελληνικής κοινωνίας είναι ένας δείκτης ανίχνευσης της αδράνειας του Κράτους από τη μια μεριά και της ανάπτυξης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από την άλλη. Είναι αλήθεια ότι το Κράτος επέδειξε αδυναμία να συμβάλει στην επιτυχή αντιστοίχιση της τύχης της χώρας με εκείνη των αναπτυγμένων χωρών της Δύσης, με αποτέλεσμα την παρατεταμένη κρίση, μία κρίση μετάβασης από έναν παραδοσιακό τύπο κοινωνίας και κράτους σε ένα σύγχρονο ανάπτυγμα οικονομικοπολιτικών σχέσεων. Τα αίτια είναι πολλά και κυρίως ανάγονται στην έλλειψη μακρόπνοου σχεδιασμού για τη δημιουργία ενός σύγχρονου αστικού θεσμικού πλαισίου, σε σαφώς καθορισμένες κοινωνικές και οικονομικές βάσεις και προγραμματικές αρχές.
Έτσι στην Ελλάδα δεν παρατηρήθηκε το αντίστοιχο φαινόμενο της Δύσης όπου η αποδοχή της τεχνικής εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες υπήρξε πιο σαφής και οι εργαζόμενοι στην παραγωγή εξασφάλιζαν την υποστήριξη των κυβερνήσεων και την επαγγελματική τους κατοχύρωση. Αντίθετα υιοθετήθηκε όπως στην περίπτωση της Ακαδημίας η τακτική της περιστασιακής ενίσχυσης και των προσωπογαγών προνομίων ή μεμονωμένων κινήσεων που εξέφραζαν κάποιο ενδιαφέρον.
Απέναντι στο περιορισμένο ενδιαφέρον του Κράτους που τεκμαίρεται από τον ελλιπή τρόπο οργάνωσης σχολείων επαγγελματικής κατεύθυνσης και τη δυσκολία ένταξης στα ισχύοντα αναλυτικά προγράμματα των σχολείων παραδοσιακού τύπου τεχνογνωστικών και εφαρμοσμένων μαθημάτων, η ιδιωτική πρωτοβουλία πρωτοστατεί σε μία προσπάθεια αυτοοργάνωσης και αυτορύθμισης των αιτημάτων της. Ωστόσο υπάρχει σαφής συνείδηση ότι χωρίς την ανταπόκριση και τη θετική αποδοχή της Πολιτείας τα αιτήματά της δεν είναι δυνατόν να ευοδωθούν. Έτσι περνά σε μία διαδικασία συνεχούς κινητοποίησης και απαιτεί από το κράτος την ανάληψη των σχετικών λειτουργιών.
Μπροστά σε αυτές τις πρωτοβουλίες, το Κράτος αρχικά αντιδρά, αγνοώντας τις. Η περίπτωση της Ακαδημίας είναι χαρακτηριστική. Ιδρύεται με ιδιωτικά κεφάλαια και το κράτος δεν προβαίνει σε καμία χρηματοδότηση καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας της ούτε δείχνει να ενδιαφέρεται για το τι διδάσκεται εκεί.
Η επόμενη αντίδραση είναι να την καταπολεμήσει. Το προσωποπαγές προνόμιο που εξασφάλισε ο Ρουσόπουλος με την αναγνώριση της Ακαδημίας ως ίδρυμα ανωτέρας τεχνικής εκπαιδεύσεως αίρεται, αφού ξεσηκώνει θύελλα αντιδράσεων τόσο των φοιτητών, όσο και των καθηγητών του Πολυτεχνείου και των μελών του Πολυτεχνικού Συλλόγου. Επιπλέον η μεγάλη δωρεά του Μαρασλή για την ανέγερση κτιρίου στο οποίο θα στεγαζόταν και θα λειτουργούσε η Ακαδημία δεν αποδόθηκε τελικά λόγω των αντιδράσεων που είχαν προκληθεί εκείνη την εποχή από τον Πολυτεχνικό Σύλλογο εναντίον του Ρουσόπουλου. Η υπόθεση μάλιστα της δωρεάς Μαρασλή και η διαφορά του Ρουσόπουλου με το Κράτος θα συνεχιστεί για πολλά χρόνια αργότερα, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα (Βοβολίνης, 1958).
Μία τρίτη, και ίσως η πιο ουσιαστική και ενδιαφέρουσα αντίδραση του Κράτους είναι να μιμηθεί την ιδιωτική πρωτοβουλία ή να την ενσωματώσει στα ήδη υπάρχοντα εκπαιδευτικά σχήματα. Έτσι το 1917 ιδρύεται στο Πανεπιστήμιο το τμήμα Χημείας, το 1920 λειτουργεί η Γεωπονική Σχολή και η Ανωτέρα Εμπορική, ενώ το 1943 λειτουργεί η Σχολή Μεταλλειολόγων στο Ε.Μ.Π. Όλες αυτές οι Σχολές είχαν λειτουργήσει – τηρουμένων των αναλογιών – ως τμήματα της Ακαδημίας μέσα στην πρώτη ήδη δεκαετία από την ίδρυσή της. Γράφει χαρακτηριστικά ο Στρ. Παπαϊωάννου: «Με όλη τη λυσσασμένη αντίδραση το Κράτος μιμείται την Ακαδημία και ιδρύει μέσες δημόσιες εμπορικές σχολές στην Αθήνα, την Πάτρα, την Κέρκυρα, τα Κύθηρα. Δυστυχώς δεν αντιγράφει το νεωτεριστικό πρόγραμμα της Ακαδημίας και σύντομα οι δημόσιες αυτές σχολές καταντάνε γυμνάσια που ψευτοεμπορίζουν ...» (Παπαϊωάννου, 1950).
Πάντως, τα νέα δεδομένα είχαν αφήσει πίσω τους την περίοδο της ερασιτεχνικής ενασχόλησης με τις τεχνικές επιστήμες, ενώ οι πολλαπλές αναγκαιότητες προβάλλουν νέους τρόπους θεσμικής οργάνωσης της τεχνικής εκπαίδευσης. Αν οι τρόποι αυτοί δεν απέδωσαν, και τα σχετικά αιτήματα επανέρχονται επιτακτικότερα, αν η τεχνική εκπαίδευση δεν απετέλεσε πόλο έλξης με υψηλή κοινωνική ζήτηση κι αν στην κλίμακα των κοινωνικών αξιών βρισκόταν χαμηλά, οι αιτίες θα πρέπει να αναζητηθούν στο συνολικό πλαίσιο των συνθηκών που διαμορφώνουν το τελικό αποτέλεσμα και που είναι, όπως πάντα, ένα πλαίσιο συγκρούσεων και αντιφατικών ροπών.
Καμιά τους δεν προδιαγράφει από μόνη της το τελικό αποτέλεσμα ούτε, ασφαλώς, οι ατομικές προθέσεις.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ