ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
ΤελετΕς του ΠανεπιστημΙου ΑθηνΩν κατΑ την οθωνικΗ περΙοδο
Άννα ΜανδυλαρΑ
Διδάσκουσα Ε.Α.Π.
Ερευνήτρια: Ιστορικό Αρχείο Πανεπιστημίου Αθηνών
Παναγιώτης ΚιμουρτζΗς
Διευθυντής Ιστορικού Αρχείου Πανεπιστημίου Αθηνών
ΠερΙληψη
Η παρούσα εργασία αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης έρευνας η οποία μελετά την Συμβολική Εξουσία των Δημοσίων Τελετών κατά την Οθωνική περίοδο. Εδώ θα μας απασχολήσουν ειδικότερα, οι Τελετές του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά την εν λόγω περίοδο. Οι επέτειοι της ίδρυσης του Πανεπιστημίου, οι ορκωμοσίες των καθηγητών, η καθιέρωση της εορτής των Τριών Ιεραρχών και η εθνική επέτειος της 25ης Μαρτίου θα εξετασθούν τόσο ως διαμεσολαβημένα πεδία πολιτικής, εκπαιδευτικής και πολιτισμικής εξουσίας, όσο και ως αυτόνομες τελετουργίες ενός κεντρικού εκπαιδευτικού ιδρύματος του νεοσύστατου ελληνικού βασιλείου, ικανές να παράγουν νοήματα και να θεσμοθετούν.
Summary
This paper is part of a broader
research plan, which studies the Symbolic Power of Public Ceremonies during
King Otto’s regime. The paper deals in particular with the
Ποιες θα ορίζαμε ως Δημόσιες Τελετές του Πανεπιστημίου; Και ποια κριτήρια θα εφαρμόζαμε για να τις κατηγοριοποιήσουμε, ώστε να τις αναλύσουμε; Στην μέχρι τώρα μελέτη μας, μας φαίνεται πρόσφορη η έννοια «τελετή εγκατάστασης» που χρησιμοποίησε ο P.Bourdieu για να ονομάσει και να αναλύσει ένα σημαντικότατο κοινωνικό φαινόμενο: τον τρόπο με τον οποίο πράξεις «κοινωνικής μαγείας», τόσο διαφορετικές όσο η περιτομή, η απονομή βαθμών ή τίτλων, η ανακήρυξη του ιππότη, η επιβολή μιας προσωπικής βούλας, μπορούν να επιτύχουν την επικύρωση, την καθιέρωση, τον καθαγιασμό τους. Με ποιο τρόπο, δηλαδή, οι τελετές αυτές έχουν την δύναμη να επενεργούν στο πραγματικό, επενεργώντας στην παράσταση του πραγματικού.
Και με τα λόγια του ίδιου του P.Bourdieu «΄Οταν μιλάμε για τελετή εγκατάστασης, υποδηλώνουμε ότι κάθε τελετή επιδιώκει να καθιερώσει ή να νομιμοποιήσει ένα αυθαίρετο όριο, δηλαδή να μας κάνει να το παραγνωρίσουμε ως αυθαίρετο και να το αναγνωρίσουμε ως νόμιμο, φυσικό ˙ ή πράγμα που καταλήγει στο ίδιο, να διενεργήσει πανηγυρικά, δηλαδή με τρόπο θεμιτό και έκ-τακτο, έξω από τα συνηθισμένα, μια παραβίαση των συστατικών ορίων της κοινωνικής τάξης και της νοητικής τάξης, τα οποία η ίδια πρέπει πάση θυσία να διαφυλάξει... . Σηματοδοτώντας πανηγυρικά τη διάβαση μιας γραμμής που εγκαθιδρύει μια θεμελιακή διαίρεση της κοινωνικής τάξης, η τελετή τραβάει την προσοχή του παρατηρητή προς τη διάβαση (οπότε και η έκφραση διαβατήρια τελετή), ενώ το σημαντικό είναι η γραμμή» (Bourdieu, 1999: 170).
Ας δούμε ένα τέτοιο παράδειγμα μιας εναρκτήριας πράξης, την ορκωμοσία των καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά την διάρκεια της τελετής των εγκαινίων.
Ποια είναι εδώ η διάβαση και ποια η γραμμή για την οποία μιλάει ο Bourdieu; Ένα πριν και μετά, βεβαίως, του ίδιου του υποκειμένου, του καθηγητή σε αυτή την περίπτωση που ενώ ήταν άνθρωπος των γραμμάτων, γενικά, τώρα γίνεται και επαγγελματίας καθηγητής. Διαβαίνει το κατώφλι των καθηγητών. Κάτι άλλο όμως σημαντικότερο είναι η γραμμή ανάμεσα στο σύνολο των καθηγητών και σε όσους δεν θα γίνουν ποτέ καθηγητές. Το μείζον, επομένως, αποτέλεσμα της τελετής είναι ακριβώς εκείνο που συνήθως περνάει απαρατήρητο: το «κρυφό» σύνολο των καθηγητών σε σχέση με το οποίο προσδιορίζεται η «εγκατεστημένη ομάδα». Η τελετή καθιερώνει την διαφορά, την εγκαθιστά, την θεσμίζει και την κάνει υπαρκτή ως κοινωνική διαφορά που την αναγνωρίζουν το υποκείμενο και όλοι οι άλλοι. Στο σημείο αυτό, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς αν είναι αποτελεσματική μια τέτοια διαδικασία και αν πράγματι ο όρκος κάνει τους καθηγητές, καθηγητές! Αν, με άλλα λόγια, αυτό το συμβολικό πραξικόπημα εδράζεται στην πραγματικότητα. Όπως όμως μας έχει δείξει ο Μαρξ ο κληρονόμος που σέβεται τον εαυτό του θα συμπεριφερθεί ως κληρονόμος και θα κληρονομηθεί από την κληρονομιά του. Το σώμα των καθηγητών το οποίο ορκίστηκε στις 3 Μαϊου 1837 μπροστά σε θεό, βασιλιά και ανθρώπους, ήταν υποχρεωμένο να συμμορφωθεί προς την παράσταση του καθηγητή που διενεργούσε η τελετή των εγκαινίων.
Εάν στο παράδειγμά μας εντοπίσαμε την γραμμή που χαράσσεται μέσα από το τελετουργικό της «διάβασης», οφείλουμε να αναρωτηθούμε εάν η εξουσία που την χαράσσει, την χαράσσει: α. έντονα, β. όσο έντονα για την υπόλοιπη κοινωνία, το ίδιο έντονα και ως προς τον εαυτό της, γ. μόνιμα.
Διαφωτιστικός ως προς τα ερωτήματα αυτά, είναι ο όρκος που δίνουν οι πρώτοι καθηγητές. Επειδή πρόκειται για κείμενο μικρό, αλλά και ελάχιστα μελετημένο, αξίζει –νομίζουμε- πριν το σχολιάσουμε, να το διαβάσουμε:
υπακοήν εις τους νόμους του Βασιλείου της Ελλά-
δος, να εκπληρώ με ζήλον, προθυμίαν και ευσυνει-
δησίαν όλα τα καθήκοντα του επαγγέλματός μου
αποβλέπων μόνον εις το κοινόν καλόν, χωρίς καμ-
μίαν εκ πλαγίου σκέψιν. Ορκίζομαι δε περιπλέον
ότι ούτε είμαι ούτε θέλω είσθαι μέλος μυστικής
αγνώστου εις την Κυβέρνησιν εταιρίας.[”]
Ο όρκος είναι ένα τυπικό κείμενο, το οποίο καθόλου δεν προβάλλει τον σύνθετο ρόλο που αναμενόταν να διαδραματίσει ο θεσμός. Ίσως μάλιστα, ακριβώς επειδή θα ήταν σύνθετος ο ρόλος του Πανεπιστημίου, προτιμήθηκε το κείμενο να μην γίνει μακρύ με σχόλια που θα χρειάζονταν πίσω τους διευκρινιστικές παρατηρήσεις.
Είναι ένας όρκος "δημοσιοϋπαλληλικός". Όχι επειδή απαιτεί πίστη στον βασιλιά και υπακοή στους νόμους˙ ούτε επειδή ζητάει "κοινές" συμπεριφορές: ζήλο, προθυμία, ευσυνειδησία˙ κυρίως επειδή, τελείως αναντίστοιχα προς την φιλολογία της εποχής, καθορίζει τα καθηγητικά καθήκοντα ως επαγγελματικά. Ξενίζει η επιλογή της λέξης επάγγελμα μέσα στο κείμενο, εφόσον ληφθούν υπόψη όσα ηχηρά περιλήφθηκαν στο ίδιο το ιδρυτικό Βασιλικό Διάταγμα, τόσο για το Πανεπιστήμιο, όσο και για τους καθηγητές του. Διαφαίνεται από την λέξη αυτήν, μία προσπάθεια να δειχθεί προς τους καθηγητές, ότι όλα όσα δηλωτικά του κύρους τους γράφονται και λέγονται, είναι παραδεκτά, αλλά προσκρούουν σε ένα άνω φράγμα, το οποίο ορίζουν ο βασιλιάς και το κράτος. Επίσης ο όρος, στεγνός, κυριολεκτικός, θεσμικός/κρατικός, έχει το προτέρημα ότι τρέφει τον ζήλο ενώ συγχρόνως λειτουργεί και ως προειδοποίηση κινδύνου. Οι καθηγητές εύκολα θα καταλάβαιναν ότι για να μην λογίζεται η καθηγεσία ως απλό επάγγελμα, έπρεπε αυτό να πιστοποιηθεί εμπράκτως˙ αλλά επιπλέον θα καταλάβαιναν ότι υπήρχε κίνδυνος, εάν λειτουργούσαν νωθρά ως προς την νέα τους ιδιότητα, να εκπέσουν στην κοινωνική αντίληψη και να θεωρηθούν τυπικοί επαγγελματίες.
Η βαυαρική πείρα και στιβαρότητα στην διοίκηση, μεταφερόταν κατά μεγάλο μέρος στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.[1] Αλλά και οι έλληνες κρατικοί υπάλληλοι, έχουμε από πολλές αφορμές την ευκαιρία να πειθόμαστε, ότι έγραφαν με σημασίες και σκόπιμες/πολύσημες ασάφειες˙ πάντως, δεν έγραφαν καθόλου διεκπεραιωτικά.
Εκπέμπει το κείμενο τις φοβίες της βασιλικής εξουσίας, για την ιδεολογική –ενδεχομένως ανατρεπτική- ισχύ των καθηγητών; Εκ πρώτης όψεως έτσι φαίνεται: εκτός από την προειδοποίηση ότι απαγορεύεται να είναι μέλη άγνωστης μυστικής εταιρίας, οι καθηγητές ελέγχονται έως τον βαθμό να μην κάνουν καμία "εκ πλαγίου σκέψιν". Παραλλήλως όμως, χρειάζεται να σκεφτούμε ότι η βασιλική εξουσία δεν επιτρέπει στον εαυτό της να φοβάται τόσο πρόδηλα. Μία ικανοποιητική απάντηση/σύνθεση, μας προσφέρει η Ευρώπη του φωτισμένου δεσποτισμού: φοβίες, ενδεδυμένες τον μανδύα της κυβερνητικής σοφίας και πρόνοιας.
Ερχόμαστε τώρα σε ένα άλλο στοιχείο των Τελετών, στους Λόγους. Λόγοι, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εκφωνήθηκαν πολλοί. Έχουμε επομένως, ένα προνομιακό πεδίο μελέτης. Οι Λόγοι που αναλύονται στην παρούσα εργασία είναι οι Πανηγυρικοί από το 1837, έτος ιδρύσεως του Οθώνειου Πανεπιστημίου, μέχρι το 1862, έτος έξωσης του Όθωνα και μετονομασίας του Πανεπιστημίου σε Εθνικόν.
Οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών αποκτούν σημαίνουσα θέση ανάμεσα στους πνευματικούς αρχηγέτες του νεοϊδρυθέντος ελληνικού κράτους και επηρεάζουν την συγκρότηση ενός νέου πεδίου διανόησης αλλά και συμπεριφοράς. Ιδιαίτερα, μέσα από τους Πρυτανικούς και άλλους λόγους – εναρκτήριους, απολογιστικούς και εορταστικούς - οι καθηγητές έχουν την ευκαιρία να απευθύνονται, συχνά, σε ένα ευρύ ακροατήριο και να «αναπαράγουν» καθώς και να «δημιουργούν» εκ του μηδενός έννοιες, ιδεολογίες και συμπεριφορές με πολιτικό, εκπαιδευτικό και πολιτιστικό, πρωτίστως, αντίκτυπο. Δεν είναι, όμως, «ελεύθεροι» να εκφραστούν κατά βούληση. Ενταγμένοι σε έναν κοινωνικό και συμβολικό περιβάλλον «αναπαράγονται» και «δημιουργούνται» και οι ίδιοι από ιδεολογικά, πολιτικά, επιστημονικά ή αισθητικά προτάγματα. Τελικώς, με τους Λόγους τους οι καθηγητές αναφέρονται σε τρεις διαφορετικούς χρόνους: στο παρελθόν, το οποίο ανακαλούν και του δίνουν μορφή συμπυκνωμένης και επίσημης μνήμης· στο παρόν, προσπαθώντας να δημιουργήσουν νέα γνώση· στο μέλλον, θεωρώντας ότι η γνώση που δημιουργούν θα διαχυθεί, θα διεκδικήσει "αντικειμενικότητα" και, τελικώς, θα διαμορφώσει στοιχεία ταυτότητας. Νομίζουμε ότι με τις επισημάνσεις αυτές είναι φανερό ότι διαχωρίζουμε τον έλεγχο της αυθεντικότητας των πηγών μας, από τις μαρτυρίες που περιέχουν και από τις πολλαπλές κρυμμένες λειτουργίες που επιτέλεσαν· και θεωρώντας τα δύο πρώτα επίπεδα δεδομένα, προβαίνουμε σε εργασία πάνω στο τρίτο.
Συχνά, οι Πανηγυρικοί και οι διάφοροι Πρυτανικοί λόγοι, έχουν χαρακτηρισθεί ως ρητορικές επιδείξεις που συνήθως αποκρύπτουν –εκούσια ή ακούσια- την πραγματικότητα. Εδώ, μας ενδιαφέρει να προσδιορίσουμε την λειτουργία τους και την συμβολική τους δύναμη ως ιδιαίτερων τελετών θέσπισης, καθιέρωσης και νομιμοποίησης συγκεκριμένων ιδεολογιών, μακροπρόθεσμης πολιτικής γραμμής με πολιτικό, εκπαιδευτικό και πολιτιστικό αντίκτυπο για την νεοελληνική κοινωνία. Και μάλιστα με όχημα την γλώσσα, τον λόγο, όχι ως αυτόνομο και κλειστό κύκλωμα, αλλά σε σχέση με ένα κοινό στο οποίο, εν μέρει, όφειλε την ύπαρξή της και τις πλέον ειδοποιούς ιδιότητές της. Με άλλα λόγια, οι Πρυτανικοί λόγοι θα αναλυθούν ως μία συμβολική εξουσία η οποία μπορεί να καταστεί μια εξουσία συγκρότησης ακόμη και με την πολιτική έννοια.
Οι επετειακές τελετές της ιδρύσεως του Οθώνειου Πανεπιστημίου σχεδιάστηκαν ώστε να εορτάζονται την ημέρα των βασιλικών γενεθλίων (20 Μαϊου π.η.).[2] Η τακτική αυτή, χρησιμοποιήθηκε στο εξής και σε άλλες εκδηλώσεις, προκειμένου να ταυτιστεί το Στέμμα με τις έννοιες της επιείκειας και της πολιτικής ικανότητας (Petropulos, 1985: 202). Όπως, άλλωστε και όλες οι τελετές, (Ozouf, 1988 – Κουλούρη, 1995 - Λεονταρίτης, 1998 - Μαργαρίτης, 1989 - Εξερτζόγλου, 2001 – Γαζή, 2004), ήταν πράξεις επικοινωνίας, όμως ιδιάζοντος τύπου: γνωστοποιούσαν, κατά κάποιο τρόπο, στους Έλληνες στοιχεία της ταυτότητάς τους (γλώσσα, θρησκεία, Παιδεία) και ταυτόχρονα τους επέβαλαν τα στοιχεία αυτά. Και η επιβολή αυτή (των στοιχείων που θα αναλύσουμε στο εξής), εδραζόταν στην πίστη των ομάδων που συνήθως συνέρεαν σε πανηγυρικές εκδηλώσεις, στα στοιχεία αυτά, δηλαδή, στις κοινωνικά κατεργασμένες διαθέσεις τους να γνωρίζουν και να αναγνωρίζουν τμήματα ή το σύνολο των στοιχείων αυτών. Εντάσσονταν δηλαδή και ενδυνάμωναν ένα "κύμα μνήμης", για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του J.Revel (Revel, 2003).
Ο Κ.Θ.Δημαράς, αναφερόμενος στο σύντομο αλλά σημαντικότατο «λογίδριον» (σύμφωνα με την ορολογία της εποχής) του πρώτου Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κ.Δ.Σχινά, υπογραμμίζει ότι «άνοιξε ολάκαιρο το ριπίδι των ιδεολογημάτων όσα εφιλοδόξησαν τότε να προοιωνισθούν –ή να προετοιμάσουν – την μοίρα του μεταγενέστερου ελληνισμού» (Δημαράς, Κ.Θ., 1987: 43). Και εμείς θα προσθέταμε, ότι τα ιδεολογήματα αυτά περνούν άνετα μέσα στις ομιλίες διότι δεν παρουσιάζονται ως θέματα υπό συζήτηση, αλλά ως καθιερωμένες έννοιες, που δεν πρόκειται να σκανδαλίσουν κανέναν, αφού είναι κοινά αποδεκτές.
Με άλλα λόγια, οι συγκεκριμένοι καθηγητές του Πανεπιστημίου, μεταμορφώνονταν σε εκπροσώπους λόγου, εφοδιασμένοι με την πλήρη εξουσία να μιλούν και να ενεργούν στο όνομα του σώματος των Καθηγητών που μόλις συγκροτούνταν υπό τον, υψηλής αξίας, συμβολισμό, που τους προσέδιδε το Στέμμα· συνέβαλαν, δε, στην διάπλαση της δομής του νεοελληνικού κράτους και μάλιστα τόσο βαθύτερα όσο ευρύτερα αναγνωρισμένη ήταν η συμβολική εξουσία τους, δηλαδή έγκυρη. Και παραλλήλως κατασκεύαζαν την εθνική ιστορία του κράτους, που ρόλος της ήταν "να υπακούει στους κανόνες της ιστορίας και συγχρόνως να τροφοδοτεί μία εθνική πολιτική αστικής συνείδησης, δηλαδή να παράγει στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και για άλλους λόγους και όχι μόνο για την γνώση" (Revel, 2003).
Θα δούμε αναλυτικότερα τώρα, ποιος ακριβώς είναι ο καθηγητής που ανεβαίνει στο βήμα για να εκφωνήσει έναν τέτοιο Επετειακό Λόγο· με ποια κριτήρια επιλέχθηκε και με τι διάθεση αναλαμβάνει το καθήκον αυτό. Θα δούμε επίσης, τι του έχει ανατεθεί να κάνει με τον Λόγο αυτόν, σε δύο επίπεδα: τι του έχει ανατεθεί να κάνει εκείνη την στιγμή και τι ιστορικό βάρος παρακολουθεί την ανάβασή του στο βήμα. Τέλος, θα διερωτηθούμε τι αναμένεται από το ακροατήριο του συγκεκριμένου Καθηγητή να ακούσει. Και επειδή οι απαντήσεις γίνονται σχηματικές εάν τις συνδέσουμε με καθένα από τα ερωτήματα, τις ενοποιούμε.
Στο διάστημα από την έκδοση του Β.Διατάγματος με το οποίο εντέλεται η καθιέρωση ετήσιου εορτασμού για την ίδρυση του Πανεπιστημίου και η σύνδεσή του με τα γενέθλια του Όθωνος, έως την διακοπή της θεσμοθέτησης αυτής, εκφωνούνται 19 επετειακοί λόγοι. Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου ορίζει κάθε φορά εγκαίρως, δύο-τρεις μήνες νωρίτερα, τον ομιλητή. Υπάρχει μία έκδηλη φροντίδα να αναλάβουν το έργο Καθηγητές από όλες τις Σχολές. Και μάλιστα κατά τρόπο που πλησιάζει στην κυκλική ανάθεση ανάμεσα στις τέσσερις Σχολές, εάν αφήσουμε στην άκρη την πρώτη τριετία, οπότε και ανατίθεται η υποχρέωση αποκλειστικώς σε Καθηγητές της Φιλοσοφικής σχολής.[3] Η τελική εικόνα που παράγεται από την εξέταση των 19 Λόγων είναι ότι τους εκφώνησαν 4 φορές θεολόγοι, 5 φορές νομικοί, 4 φορές ιατροί και 6 φορές φιλόλογοι και φιλόσοφοι Καθηγητές. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι για την Σύγκλητο που αναθέτει την εκφώνηση του Λόγου, δεν λαμβάνεται υπόψη η αριθμητική σύνθεση κάθε Σχολής και έτσι, ακόμη και η ολιγομελέστατη Θεολογική αναλαμβάνει 4 φορές το καθήκον αυτό· άλλο ζήτημα είναι ότι για να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή της αυτήν, ο Κ.Κοντογόνης εκφωνεί τρεις φορές επετειακό λόγο (τον άλλον ο Π.Ρομπότης), την ίδια στιγμή που των άλλων σχολών τις αναθέσεις τις μοιράζονται διαφορετικοί Καθηγητές κάθε φορά. Επομένως, το γεγονός ότι οι Λόγοι τελικώς εκφωνούνται από 17 διαφορετικά άτομα, ενισχύει την αξία του δείγματος που επιλέγουμε να εξετάσουμε και περιορίζει κάπως το ελάττωμά του, ότι δηλαδή αποτελείται από όμοιας κατηγορίας Λόγους (παρότι αξιοποιούνται σποραδικώς, λόγοι και άλλων κατηγοριών: Πρυτανικοί, ανάληψης πρυτανικών καθηκόντων, τριών ιεραρχών).
Για τέτοια επίσημη περίσταση, η οποία μάλιστα αφορά και στον Βασιλιά, η επιλογή γίνεται πάντοτε από τους καθηγητές που είναι καλά εδραιωμένοι στις καθηγητικές τους θέσεις: έχουν διοριστεί στο Πανεπιστήμιο τουλάχιστον μία τετραετία νωρίτερα, αποτελούν δηλαδή ήδη σημαντικούς και αναγνωρίσιμους εκπροσώπους του θεσμού.[4]
Δύο τελευταίες, σημαντικότατες, όμως, επισημάνσεις. Η πρώτη: οι 17 Καθηγητές είναι στην πλειονότητά τους προσκείμενοι στο Στέμμα· όχι μόνον υπό γενική έννοια, δηλαδή υποστηρικτές του βασιλικού θεσμού, που είναι σχεδόν όλοι οι καθηγητές, αλλά συχνά και με ειδικές σχέσεις με την Αυλή· σχέσεις που συχνά τους επέτρεψαν να έχουν εκτεταμένη παρουσία στην δημόσια ζωή, μέσα από άλλες κρατικές θέσεις (χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις: Φ.Ιωάννου, Γ.Πρινάρης, Ν.Κωστής). Η δεύτερη επισήμανση: τα θέματα των Λόγων αυτών, έχουν έναν κυρίαρχο άξονα. Αυτός είναι η αρχαία Ελλάδα. Ακόμη και όταν ο Λόγος δεν είναι από το θέμα του στραμμένος στην κατεύθυνση αυτήν (ενδεικτικώς και σε χρονολογική έκταση που καλύπτει όλη την εξεταζόμενη: Βάμβας 1844- "Περί προόδου και πτώσεως της Αρχαίας Ελλάδος", Κουμανούδης 1853- "Περί της πολιτικής ενότητος των Ελλήνων", Ι.Α.Σούτσος 1858 – "Περί Πολιτείας Αθηναίων") περιέχει εκτενή αναφορά σε επιμέρους ζητήματα που η προσέγγισή τους γίνεται σε βάθος χρόνου τέτοιο, ώστε η αρχαία Ελλάδα να εμφανίζεται πάντοτε και έντονα. Και όπου εμφανίζεται η αρχαία Ελλάδα οι αναφορές και οι συγκρίσεις με τα μεταγενέστερα, περιέχουν συχνά την Ευρώπη, την Δύση.
Από τις πρώτες φράσεις των Λόγων αυτών, οι οποίοι συχνά αναφέρουν ότι στην δημοσιευμένη τους μορφή αποτελούν ανεπεξέργαστη τύπωση του εκφωνηθέντος, προκύπτει ότι με μεγάλη επιθυμία αναλαμβάνουν οι Καθηγητές την υποχρέωση αυτήν. Επιθυμία από την μία πλευρά· αλλά και αρκετή συστολή, που δείχνει ότι αν και είχαν πρόθυμη διάθεση, στο άκουσμα της ανάθεσης ένοιωσαν χρέος και μεγάλη ευθύνη· και ότι, επομένως, ανέλαβαν μεν το καθήκον αλλά το διεκπεραίωσαν με πολλές αναστολές, δυσκολίες και αμφιβολίες για τις δυνάμεις τους. Εάν αφαιρέσουμε ότι κατά ένα μέρος έτσι ήταν και έτσι παραμένει η επιστημονική δουλειά, και κατά ένα άλλο τον ακκισμό του επιστήμονος την στιγμή που έρχεται σε άμεση επαφή με την δημόσια σφαίρα, παραμένει η απορία: πόση αλήθεια απομένει στις προεισαγωγικές αυτές διατυπώσεις; Απομένει, αρκετή. Μας την υποδεικνύουν:
το ίδιο το τελετουργικό βάρος που φέρει ο εορτασμός, όπως είναι καθορισμένος
η επιβάρυνση του τελετουργικού από την σταθερή επανάληψή του, που του προσδίδει χρονιά με την χρονιά, ακόμη μεγαλύτερη αξία· πρόκειται άλλωστε για παράγοντα που αναγκάζει τον εκάστοτε νέο ομιλητή να λάβει υπόψη τους προηγούμενους, αλλά και να διαφοροποιηθεί απ΄ αυτούς
§ η σύνθεση του ακροατηρίου, που αποτελείται μεν από την πανεπιστημιακή "κοινότητα" με την οποία ο ομιλητής είναι εξοικειωμένος ("των καθηγητών τον αξιότιμον σύλλογον και την φιλομαθή νεότητα"), αλλά περιλαμβάνει και όλους τους λοιπούς ακροατές (πολλούς επισήμους, αλλά και τους "ζηλωτάς των γραμμάτων πολίτας").[5] Αποτέλεσμα, η οικειότητα να διαθλάται μέσα στην επισημότητα και την αναφορά στο ευρύ, άγνωστο ακροατήριο. Και τελικώς, ο Λόγος να συντίθεται έτσι, ώστε να αναφέρεται σε ακροατήριο ανάμεικτο: οικείο και ανοίκειο, πολλών μορφωτικών επιπέδων, πολλών κοινωνικών προελεύσεων, επίσημο και συγκυριακό.
η αναφορά στον Τύπο για την εκδήλωση και ο ολιγόλογος, αλλά ενίοτε υπεραρκετός για να διαμορφώσει εντυπώσεις (επιστημονικές, κοινωνικές, πολιτικές) σχολιασμός του Λόγου. Το έθιμο, τέλος, της δημοσίευσης του Λόγου, που ανταποκρίνεται στην επιθυμία του Κράτους να δημιουργήσει την εθνική κληρονομιά, να κατασκευάσει "το αρχείο του αύριο", να μνημειώσει έναν επιλεγμένο Λόγο.[6] Έθιμο, που έδινε στα δημοσιευμένα φυλλάδια των πανεπιστημιακών τελετών και έναν ακόμη επιτελεστικό σκοπό: να λειτουργήσουν σε ρόλο πρεσβευτικό, καθώς αποστέλλονταν στα πανεπιστήμια του εξωτερικού για λόγους εθιμοτυπίας · βέβαια ένας αντίλογος εδώ είναι ότι είχε σταματήσει η αρχική πρόθεση κάποιοι από τους Λόγους του Πανεπιστημίου να τυπώνονται σε δύο και τρεις γλώσσες, ώστε να χρησιμεύουν γι΄ αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Όμως ακόμη και μόνον στα ελληνικά, ενίοτε επιτελούσαν αυτήν την λειτουργία · και έτσι, η αγωνία του ομιλητή για την κρίση του απόμακρου στον γεωγραφικό χάρτη αρχαιοελληνιστή συναδέλφου, σύγχρονου ή πολύ κατοπινού, θα πρέπει να ήταν άλλη μία βάσανος.
Συμπερασματικά, οι Δημόσιες Τελετές του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά την οθωνική περίοδο, αποτελούν ένα προνομιακό πεδίο για να αναλυθεί ένας κεντρικός θεσμός εν τω γεννάσθαι και μάλιστα, των στοιχείων του εκείνων που θα μας οδηγήσουν στην μελέτη της «θεσμοποίησης της μοναρχικής εξουσίας», για να χρησιμοποιήσουμε μία επιτυχημένη έννοια από την εργασία του Κ.Κωστή για την διαμόρφωση του ελληνικού κράτους, The formation of the State in Greece, 1830-1919, στο συλλογικό έργο Disrupting and Reshaping. Early stages of nation-building in the Balkans. Με άλλα λόγια, οι Τελετές αυτές, επειδή αποτελούν συμβάντα δημόσιου χαρακτήρα μέσα στα οποία εκδιπλώνεται η σχέση της εξουσίας με την κοινωνία που την περιβάλλει, διευρύνουν την προβληματική μας από την μελέτη των θεσμών (ως δεδομένων και εν πολλοίς γνωστών) στις διαδικασίες μέσω των οποίων η πολιτική εξουσία θεσμοποιήθηκε και κατέληξε να γίνει ο θεσμός που γνωρίζουμε.
Οι ερμηνείες για την άσκηση της μοναρχικής εξουσίας, έως σήμερα, έχουν χρησιμοποιήσει τα γνωστά σχήματα της μεταφοράς προτύπων είτε/και της προσαρμογής των προτύπων αυτών στα χαρακτηριστικά και τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας. Βασική μεθοδολογική παραδοχή μας, είναι ότι δεν συνέβη απολύτως ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Ούτε δηλαδή αυτούσια μεταφορά, ούτε αυτόματη προσαρμογή (Κιμουρτζής, 2003) ˙ και πως θα ήταν δυνατόν άλλωστε, προκειμένου για κοινωνικές διεργασίες να συμβεί κάτι αυτόματα ή αυτούσια, όπως θέλει ο παραδοσιακός ιστοριογραφικός μας λόγος, ο οποίος όμως ενίοτε επιβιώνει και έως τις ημέρες μας. Ορίσαμε την μεθοδολογική μας παραδοχή κατά τρόπο αποφατικό: τι δεν δεχόμαστε. Τι δεχόμαστε τότε; Δεχόμαστε ότι οι θεσμοποιήσεις στο νέο κράτος, γίνονταν μέσα από σύνθετες διαδικασίες εξοικείωσης με τα παραδείγματα που προέρχονταν από τις έξω κοινωνίες και επάλληλες πολιτισμικές διεργασίες για την διαμόρφωσή τους ώστε να λάβουν ελληνική υπόσταση.
ΒιβλιογραφΙα
[Λόγοι εκφωνηθέντες εν τω ελληνικώ Πανεπιστημίω κατά την επέτειον της καθιδρύσεως αυτού εορτήν της 20 Μαϊου 1842 έως 1861]:
Βενθύλος, Ι (1842), Βάμβας, Ν. (1844), Ιωάννου, Φ. (1845), Ράλλης, Γ.Α. (1846), Κωστής, Ν. (1847), Κοντογόνης, Κ. (1848), Αργυρόπουλος, Π. (1850), Πρινάρης, Γ. (1851), Κουμανούδης, Στ. (1853), Παπαρρηγόπουλος, Π. (1854), Μακκάς, Γ.Α. (1855), Κοντογόνης, Κ. (1856), Παπαρρηγόπουλος, Κ. (1857), Σούτσος, Ι.Α. (1858), Πάλλης, Αλ. (1859), Ρομπότης, Π. (1860), Ραγκαβής, Αλ. Ρ. (1861).
Bourdieu, Pierre (1999)
Γλώσσα και Συμβολική Εξουσία, Α.Καρδαμίτσα, Αθήνα.
Γαζή, Έφη (2004)
Ο δεύτερος βίος των Τριών Ιεραρχών. Μία γενεαλογία του «Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού», Νεφέλη, Αθήνα.
Γεραγάς, Κ. (1948)
Σελίδες από την διοικητικήν ιστορίαν της Ελλάδος, Αθήνα.
Δημαράς, Κ.Θ. (1987)
Εν Αθήναις τη 3 Μαϊου 1837, Εκδόσεις του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα.
Εξερτζόγλου, Χάρης (2001)
"Πολιτικές Τελετουργίες στην Νεώτερη Ελλάδα. Η Μετακομιδή των οστών του Γρηγορίου Ε΄ και η Πεντηκονταετηρίδα της Ελληνικής Επανάστασης", Μνήμων 23, Αθήνα, 153-182.
Hartog, François
(2003)
"Histoire, Temporalité, Mémoire"
[δακτυλόγραφο διάλεξης στο Ερευνητικό Σεμινάριο Κοινωνικών Επιστημών που συνδιοργανώνουν το Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών και η École des Hautes Études en Sciences Sociales]
Κιμουρτζής, Παναγιώτης (2003)"Τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια ως πρότυπα: η ελληνική περίπτωση (1837)", Νεύσις 12 (Καλοκαίρι 2003), 129-149.
Κουλούρη, Χριστίνα (1995)
Μύθοι και Σύμβολα μιας εθνικής επετείου. Πανηγυρικός Λόγος στον επίσημο εορτασμό της 25ης Μαρτίου, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Κομοτηνή.
Kostis, Kostas
P. (2002)
"The formation of the state in
Λεονταρίτης, Γεώργιος (1998)
"Ο συμβολισμός του πανηγυρικού και ο ιστορικό λόγος" [Ομιλία στον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου 1940], στο: [Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών], Επίσημοι Λόγοι, τ. 30 (μέρος Β΄: 1990), Αθήνα, 747-752.
Μακρυδημήτρης, Αντώνης (2002)
"Η διάρθρωση του κυβερνητικού μηχανισμού κατά την περίοδο της απολυταρχίας", στο: Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αλέξανδρος (επιμ.), Η Οθωνική Ελλάδα και η συγκρότηση του ελληνικού κράτους, Οδυσσέας, Αθήνα, 57-76.
Μαργαρίτης, Γιώργος (1989)
"Πανεπιστήμιο και Ηρωϊκός Θάνατος (1897-1919). Ιδεολογία, Συμβολισμοί, Τελετουργίες", στο: Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και Παιδεία. Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, ΓΓΝΓ/ΙΑΕΝ, Αθήνα, τ. Α΄, 277-288.
Ozouf, Mona (1988)
Festivals and the French
Revolution,
Παππά, Αμαλία (2002)
"Οργάνωση γραφείων και γραφειοκρατία στην Οθωνική περίοδο: καταγωγή και αρχαιολογία του ελληνικού δημοσίου εγγράφου", στο: Παπαγεωργίου-Βενετάς, Αλέξανδρος (επιμ.), Η Οθωνική Ελλάδα και η συγκρότηση του ελληνικού κράτους, Οδυσσέας, Αθήνα, σ. 77-87.
Petropulos, John (1985)
Πολιτική και Συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843), M.I.E.T., Αθήνα.
Revel, Jacques (2003)
"Histoire, Temporalité, Mémoire"
[δακτυλόγραφο διάλεξης στο Ερευνητικό Σεμινάριο Κοινωνικών Επιστημών που συνδιοργανώνουν το Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών και η École des Hautes Études en Sciences Sociales]
[1] Αυτή η βαυαρική πείρα και στιβαρότητα, δεν ισοδυναμεί με προσπάθεια εγκαθίδρυσης επείσακτων "βαυαρικών" διοικητικών ρυθμίσεων, όπως πολλές φορές σημειώνεται στις γενικές εργασίες για την οθωνική εποχή. Πρόκειται για εμπειρία και στιβαρότητα σφυρηλατημένες από τον ανταγωνισμό ή/και την συνεργασία των ευρωπαϊκών κρατών: "Η διαίρεσις [σε νομούς και επαρχίες] εγένετο κατά τας από Γαλλίας (τω 1790 γενομένας διαιρέσεις και οργανώσεις των departements, districts και communes) εις την Βαυαρίαν και άλλα γερμανικά κράτη εισαχθείσας διαιρέσεις", (Γεραγάς, 1948: 61). Παρά τις σποραδικές –και πάλι όμως γενικότατες- επισημάνσεις, όπως η προηγούμενη, πολλά θέματα της διοικητικής οργάνωσης στις απαρχές του κράτους και των "προτύπων" από τα οποία επηρεάστηκαν, παραμένουν ανεξέταστα. Σχετικώς: (Μακρυδημήτρης, 2002), (Παππά, 2002).
[2] Δηλοποίησης. Περί μεταθέσεως της προς σύστασιν του Πανεπιστημείου τελουμένης μνήμης, από τας 3 εις την 20 Μαϊου. Το κείμενο της Δηλοποίησης (Εφημερίς της Κυβερνήσεως, αρ. 19: 22 Μαϊου 1838):
"Η επί των Εκκλησιαστικών Γραμματεία της Επικρατείας
Δηλοποιεί, ότι
Κατά πρότασιν της Ημετέρας επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Γραμματείας της Επικρατείας εγκρίνομεν να καθιερωθή εις το εξής η μνήμη της συστάσεως του Πανεπιστημείου, μεταφερομένης της εορτής ταύτης από της 3 εις την 20 Μαϊου.
Χάρις δε τούτου θέλει γίνεσθαι εις το Πανεπιστημείον αυτό αρμόδιος τελετή παρά του αρχιερέως, παρόντων του επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματέως, του Διοικητού, του Δημάρχου και όλου του συλλόγου των διδασκάλων και μαθητών.
Εν Αθήναις, την 29 Απριλίου (11 Μαϊου) 1838.
Ο επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματεύς της Επικρατείας
Γ.Γλαράκης ".
[3] Η κυκλική ανάθεση την οποία εντοπίζουμε αποκρύπτει βέβαια ένα θέμα: ότι κανένας από τους Καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής που διδάσκουν στο Φυσικομαθηματικό Τμήμα της, δεν κλήθηκε να εκφωνήσει επετειακό λόγο.
[4] Μοναδική εξαίρεση ο Π.Ρομπότης της Θεολογικής ο οποίος, όταν του ανατίθεται ο Λόγος του 1860, έχει, ασυμπλήρωτα ακόμη, δύο χρόνια παρουσίας στο Πανεπιστήμιο. Αλλά όπως είπαμε, για την Θεολογική Σχολή είχε ήδη μιλήσει τρεις φορές ο Κ.Κοντογόνης. Και με την πρώτη διαθεσιμότητα χρειαζόταν αυτή η μονοτονία να διακοπεί, διότι εξέθετε το Υπουργείο Παιδείας, καθώς αναδείκνυε την ισχνή καθηγητική σύνθεση της Θεολογικής Σχολής, την οποία σχολίαζαν συνεχώς όσοι αναφέρονταν στις ελλείψεις του Πανεπιστημίου.
[5] Από παρόμοιες διατυπώσεις που περιέχουν οι Λόγοι, χρησιμοποιώ τις εκφράσεις του Κ.Κοντογόνη (1848: 1).
[6] Βρισκόμαστε ακόμη στην εποχή που το κράτος διαχειρίζεται με συγκριτική –ως προς τις επόμενες εποχές- ευκολία την διαμόρφωση της εθνικής κληρονομιάς. Αντίθετα, κατά τον 20ο αιώνα, όπως επισημαίνει ο Fr.Hartog (2003) που διαπραγματεύεται το θέμα "κληρονομιά – μνήμη – ταυτότητα ": "από την στιγμή που η κληρονομιά γίνεται όλο και πιο σημαντική, η έννοια, η κατηγορία του ιστορικού μνημείου τίθεται όλο και περισσότερο σε αμφιβολία".