«ΜεταρρΥθμιση και ΣυντηρητικοΙ ΠαιδαγωγοΙ:

Τα εκπαιδευτικΑ ΝομοσχΕδια του 1928»

 

 

Χρήστος ΜαναριΩτης

Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε

Πανεπιστήμιο Πατρών Π.Τ.Ν.

 

                                                                                                    

Στον Δ. Α.

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Το 1928 με υπουργό Παιδείας τον Θ. Νικολούδη, επιχειρείται μια απόπειρα συμβιβασμού στο χώρο της εκπαίδευσης. Ο Γ. Παλαιολόγος, συντάκτης των νομοσχεδίων, αναφέρει ότι γίνεται απόπειρα εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης «δυναμένη να θεωρηθή ως καινοτόμος και συγχρονισμένη». Τα νομοσχέδια, που  δεν υποβάλλονται στη Βουλή λόγω της κυβερνητικής μεταβολής, αφορούν τη "Δημοτική" και "Μέση" Εκπαίδευση, την οργάνωση των διδασκαλείων της "Δημοτικής" Εκπαιδεύσεως, την αποκέντρωση της εκπαίδευσης  με την ίδρυση των ανωτέρων εποπτικών συμβουλίων, την προστασία των απόρων μαθητών, τη σχολική υγιεινή και τη σωματική αγωγή των νέων.

Στόχος της εισήγησής μας είναι, μέσα από τη μελέτη των νομοσχεδίων, αλλά και τη μελέτη πρωτογενών πηγών (κείμενα, εκπαιδευτικά περιοδικά, τύπος), να δοθούν οι παιδαγωγικές αντιλήψεις των «Συντηρητικών Παιδαγωγών» της περιόδου,

§ για την ιδέα του Έθνους, 

§ και την εικόνα του δασκάλου της εποχής. 

 

ABSTRACT

 

In 1928 when minister of Education was Th. Nikoloydis, an effort of compromise is made in the field of education. G. Palaiologos, editor of the bills, reports that an effort of educational reform "is made, able to be considered as innovating and simultaneous". The bills, that are not submitted to the Parliament because of the governmental change, concern on "Municipal" and "Medium" Education, the formation of teachers’ school for "Municipal" Education, the decentralisation of education by establishing supervisory boards, the protection of poor students, the hygiene of the schools and the bodily education of young persons.

This proposal aims, through the study of bills, but also the study of primary sources (texts, educational magazines), to give the pedagogic perceptions of "Conservative Educators of" period, as far as:

§ the idea of Nation, 

§ and the picture of schoolteacher of season are concerned. 

 

Εισαγωγή

 

Στην εισήγησή μας παρουσιάζουμε την απόπειρα του εκπαιδευτικού συμβιβασμού που επιχειρείται το 1928 από τον Θ. Νικολούδη. Τα νομοσχέδια, που δεν   υποβάλλονται στη Βουλή λόγω της κυβερνητικής μεταβολής, αφορούν τη "Δημοτική" και "Μέση" Εκπαίδευση, την οργάνωση των διδασκαλείων της "Δημοτικής" Εκπαιδεύσεως, την αποκέντρωση της εκπαίδευσης  με την ίδρυση των ανωτέρων εποπτικών συμβουλίων, την προστασία των απόρων μαθητών, τη σχολική υγιεινή και τη σωματική αγωγή των νέων.

Από πολιτική άποψη, η περίοδος από το 1924 (η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δέχεται ισχυρά πλήγματα και προοδευτικά εγκαταλείπεται) μέχρι το 1928 (επιστροφή του βενιζελισμού και του Βενιζέλου), μπορεί να χαρακτηριστεί ως περίοδος των γκρεμισμένων ονείρων, της στασιμότητας και της «αντίδρασης» σε κάθε μεταρρυθμιστικό μέτρο.

Δύο πολιτικά γεγονότα σημαδεύουν την περίοδο: Η επιβολή της δικτατορίας του Πάγκαλου και ο σχηματισμός «Οικουμενικής Κυβέρνησης» μετά τις εκλογές στις 7/11/1926.  

Στόχος της εισήγησής μας είναι, μέσα από τη μελέτη των νομοσχεδίων και πρωτογενών πηγών (κείμενα, εκπαιδευτικά περιοδικά, τύπος), να δοθούν οι παιδαγωγικές αντιλήψεις των «Συντηρητικών Παιδαγωγών» της περιόδου, για την ιδέα του Έθνους και την εικόνα του δασκάλου. 

Επιλέγουμε τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο διότι, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και ο εκπαιδευτικός δημοτικισμός βρίσκονται στο στόχαστρο εκείνων των δυνάμεων που υψώνουν τα λάβαρα της καθαρότητας της γλώσσας, της ηθικής και της πατρίδας.  

Τα βασικότερα γεγονότα που σημαδεύουν την περίοδο είναι το Εθνικό Συνέδριο (23 Απριλίου 1925) που συγκαλεί η «Εταιρεία του Ελληνισμού», με σκοπό την «καταπολέμησιν των εχθρών και διαθφορέων της θρησκείας, της γλώσσης, της οικογένειας, της ηθικής, της ιδιοκτησίας, της εθνικής συνειδήσεως και της πατρίδος». Τα "Μαρασλειακά",  η τελευταία μάχη που έδωσαν και έχασαν ο Δελμούζος μαζί με το Γληνό και τα «Διδασκαλειακά» που μπορεί μεν να κατέληξαν στην αθώωση του Κουντουρά, το εγχείρημα όμως στο Διδασκαλείο Θηλέων Θεσσαλονίκης για τη μεταρρύθμιση του ελληνικού σχολείου σταμάτησε οριστικά.

Στο χώρο του εκπαιδευτικού δημοτικισμού την ίδια περίοδο έχουμε τη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου και τη διάσπαση τη Διδασκαλικής Ομοσπονδίας (1927).

Το 1928 με υπουργό Παιδείας τον Θ. Νικολούδη, επιχειρείται μια απόπειρα συμβιβασμού στο χώρο της εκπαίδευσης. Ο Γ. Παλαιολόγος, συντάκτης των νομοσχεδίων, αναφέρει ότι γίνεται απόπειρα εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης «δυναμένη να θεωρηθή ως καινοτόμος και συγχρονισμένη». Τα νομοσχέδια  δεν υποβάλλονται στη Βουλή λόγω της κυβερνητικής μεταβολής που θα οδηγήσει στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929.

Η εργασία και η επιχειρηματολογία αρθρώνονται σε τρία διακριτά αλλά συνεχή επίπεδα. Σ’ ένα πρώτο μέρος παρουσιάζεται αδρομερώς η δομή του εκπαιδευτικού συστήματος και του σκοπού του σχολείου όπως προβλέπονται από τα παραπάνω νομοσχέδια. Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι αντιλήψεις των «Συντηρητικών Παιδαγωγών» της περιόδου, για την ιδέα του Έθνους και την εικόνα του δασκάλου της εποχής. Τέλος καταλήγουμε σε κάποια συμπεράσματα

 

Τα Νομοσχέδια του Θ. Νικολούδη

 

Ι.1. Η δομή του εκπαιδευτικού συστήματος

Σύμφωνα με τα νομοσχέδια, που τελικά δεν κατατέθηκαν στη Βουλή, λόγω της πτώσης της κυβέρνησης, η δομή του εκπαιδευτικού συστήματος αναδιαμορφώνεται ως εξής: Η "Στοιχειώδης" εκπαίδευση θα ήταν εξαετής ενώ η "Μέση" εκπαίδευση περιλάμβανε: α) τα "τριτάξια πρακτικά" σχολεία για τους μαθητές και των δύο φύλων που δεν ήθελαν να ακολουθήσουν ανώτερες σπουδές.  Οι απόφοιτοι των πρακτικών σχολείων θα μπορούσαν να φοιτήσουν στις "Μέσες επαγγελματικές σχολές". β) "σχολεία ανωτέρας γενικής μορφώσεως" για μαθητές που ήθελαν να φοιτήσουν στο Πανεπιστήμιο ή σε άλλες Ανώτερες σχολές. Οι μαθητές που θα ακολουθούσαν αυτόν τον κύκλο σπουδών που οριζόταν οκταετής, μπορούσαν μετά το τέλος της δ΄ τάξης του δημοτικού να εισαχθούν στην α΄ τάξη του κατώτερου τριετούς κύκλου της Μ. Εκπαίδευσης ("τριτάξιο προγυμνάσιο") και μετά να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο "πεντατάξιο γυμνάσιο". Αυτό θα μπορούσε να διαιρεθεί από την γ΄ τάξη σε δύο τμήματα: (φιλολογικο-ιστορικό και φυσικο-μαθηματικό). Επίσης οριζόταν διετής επαγγελματική διδασκαλική μόρφωση μετά από ολοκληρωμένες γυμνασιακές σπουδές.

 

 

 

Διάγραμμα 1:  Η δομή  του εκπαιδευτικού συστήματος, σύμφωνα με τα εκπαιδευτικό νομοσχέδιο του Θ. Νικολούδη

 

 

 

Ι.2. Ο σκοπός του σχολείου

Οι περισσότεροι παιδαγωγοί της εποχής που εξετάζουμε, συμφωνούν με την υποταγή του σχολείου στο σκοπό του Κράτους και παράλληλα εκφράζουν την επιθυμία η κάθε κοινωνική τάξη ανάλογα με το ρόλο που προορίζεται να παίξει μέσα στο κοινωνικό σύνολο να τύχει και της ανάλογης παιδείας. Κυριαρχεί η ιδέα ότι η εκπαίδευση δεν πρέπει να είναι η ίδια προς όλους, αλλά να είναι τόση και τέτοια, ώστε η κάθε κοινωνική τάξη να προετοιμάζεται για να επιτελέσει αποδοτικότερα το έργο που προορίζεται να δώσει. Έτσι όταν περιγράφουν το σκοπό του σχολείου, δίνουν παράλληλα και την αντιστοίχηση που πρέπει να έχουν οι κοινωνικές τάξεις με τη σχολική διάρθρωση και κατεύθυνση.

Το 1928 ο Γ. Παλαιολόγος γράφει στο βιβλίο του "Σκέψεις τινές περί οργανώσεως της Εκπαιδεύσεως", ότι κάθε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση θεωρείται πετυχημένη, όταν θεραπεύει τα τρωτά του συστήματος και ικανοποιεί τις νέες απαιτήσεις που έχουν δημιουργηθεί. Ο χαρακτήρας της Εκπαίδευσης οφείλει να είναι: α) "γενικά μορφωτικός (εθνικο-ανθρωπιστικός)", β) "ειδικώτερον επιστημονικός και ρεαλιστικός".

Ονομάζει το δημοτικό, σχολείο "του λαού", διότι ναι μεν φοιτούν σ' αυτό οι μαθητές όλων των φύλων, στην ουσία όμως είναι το σχολείο των παιδιών της "λαϊκής" τάξης, τα οποία αφού δεν πρόκειται να πάνε σε σχολείο άλλης βαθμίδας, οφείλουν να λάβουν σ' αυτό "εθνικήν και ηθικήν παίδευσιν", "επαρκή προς ευδόκιμον εν τω βίω σταδιοδρομίαν (…) όθεν, σκοπός του δημοτικού σχολείου είναι το μεν η ανάπτυξις των πνευματικών και σωματικών δεξιοτήτων του παιδός, όπως ούτος, εν τω μέτρω των δυνάμεών του, καταστή ενεργόν μέλος της πολιτιστικής δημιουργίας του Έθνους, το δε η διάπλασις αυτού εις ηθικήν προσωπικότητα, έχουσαν συναίθησιν των προς τον πλησίον και την πατρίδα υποχρεώσεών της".  Για να πετύχει το σκοπό του το σχολείο πρέπει να στηριχτεί στα στοιχεία του εθνικού πολιτισμού, δηλαδή στη γλώσσα, τα ήθη και έθιμα, τις παραδόσεις, στην εθνική τέχνη και στις θρησκευτικές πεποιθήσεις. (1928:10-11)

Στη συνέχεια ο Παλαιολόγος, προχωρά στον διαχωρισμό των μαθητών. Αυτοί που δεν έχουν τα πνευματικά προσόντα και οι γονείς την οικονομική δυνατότητα, πρέπει να εγκαταλείψουν σχολείο μετά από τετραετή φοίτηση. Επειδή προορίζονται να ασκήσουν χειρωνακτικά βιοποριστικά επαγγέλματα, μπορούν να συμπληρώσουν τις γνώσεις τους στα "σχολεία της μετεκπαιδεύσεως" ή "συμπληρωματικής παιδεύσεως". Τέτοια σχολεία μπορούν να ιδρυθούν στα μεγάλα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα, η φοίτηση να είναι διετής επί 4-5 ώρες την εβδομάδα. Οι άλλοι που έχουν τα απαραίτητα προσόντα να φοιτήσουν στα σχολεία της ανώτερης εκπαίδευσης και να αποτελέσουν την πρωτοπορία των πνευματικών εργατών του Έθνους, πρέπει να φύγουν μόλις συμπληρώσουν "τετραετή ευδόκιμον εν αυτώ μαθητείαν" και να ακολουθήσουν τον κύκλο της εκπαίδευσης που επιθυμούν.

Με τον διαχωρισμό των μαθητών συμφωνεί και ο Ν. Εξαρχόπουλος (εφημ. "Νέα Ελλάς", 30-12-1913) που πιστεύει οι μαθητές που προορίζονται να φοιτήσουν στο γυμνάσιο, δεν έχουν τίποτα να ωφεληθούν από τις δύο τελευταίες τάξεις του εξαταξίου δημοτικού. Υπάρχει η απαίτηση "όπως ήδη από του σχολείου λαμβάνηται φροντίς προς επαγγελματικόν προσανατολισμόν του παιδός, και άμεσον ενίσχυσιν αυτού δια τον βιοτικόν αγώνα ως και προς κοινωνικήν αυτού αγωγήν ικανήν να τον διαφωτίση περί των καθηκόντων και δικαιωμάτων το πολίτου" ("Ερμής", έτος Ι΄, αρ. φ. , 15-6-1929, σ.99).

 

ΙΙ. 1. Η Ιδέα του Έθνους στα κείμενα και τις αντιλήψεις των «Συντηρητικών»

Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το ιδεολογικό κενό που προκλήθηκε, τείνει να καλυφθεί από τον εξορκισμό του ταξικού εχθρού. Η αστική τάξη καταφεύγει στον αντικομμουνισμό και τον εθνικιστικό ιδεαλισμό, για να διαφυλάξει το κοινωνικό οικοδόμημα που απειλείται από τη δημιουργία συνδικαλιστικής και πολιτικής οργάνωσης, η οποία μιλάει στο όνομα της εργατικής τάξης και αμφισβητεί τη δομή και οργάνωση της κοινωνίας.

Οι ιδεολόγοι των δύο παρατάξεων του αστικού κόσμου στρέφονται εναντίον του κοινού, κοινωνικού εχθρού, δικαιολογούν τη νόμιμη εξόντωσή του και αναζητούν τα εννοιολογικά «όπλα» που θα τον πολεμήσουν. Ένα από τα όπλα που επιστρατεύτηκαν στον αγώνα αυτό είναι το γλωσσικό ζήτημα. Εδώ η αστική τάξη φαίνεται διασπασμένη αρχικά, αλλά ο στόχος είναι κοινός: η προστασία της κοινωνίας, του Κράτους και, ιδιαίτερα, της νεότητας από τον κομμουνισμό.

Σύμφωνα με τη Φραγκουδάκη (1992:124), «την περίοδο αυτή οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι λειτουργούν σκεπτόμενοι κατεξοχήν με επίκεντρο την αξία του έθνους. Συχνότατη  είναι και η χρήση του όρου εθνικός που κάνουν: εθνική γλώσσα, εθνική πρόοδος, εθνικό μέλλον, εθνική παιδεία, εθνική και όχι πολιτική τοποθέτηση, το σχολείο στην υπηρεσία του έθνους. Το έθνος-κράτος δεν κινδύνευε (…) (οι συνθήκες) δεν επέτρεπαν τη διαμόρφωση κανενός αιτήματος εθνικού, δηλαδή διαταξικού».

Το ίδιο και οι "συντηρητικοί" επικαλούνται με επιμονή τον όρο «έθνος» ή «εθνικός» για να χαρακτηρίσουν ως «αντεθνικό» ή ως «μη-νομιμόφρονα» κάθε άτομο που δεν συμμερίζεται τις απόψεις τους. Κάνουν την ίδια χρήση του όρου εθνικός με τους φιλελεύθερους διανοούμενους, θέλουν να σώσουν την εθνική συνοχή από την κοινωνική αναρχία και πλάθουν την ιδέα του υπερβατικού έθνους. Στόχος τους η συντήρηση της ιδεολογικής κυριαρχίας της άρχουσας τάξης. Κάτω από αυτό το πρίσμα, ο όρος «εθνικός» τείνει να ταυτιστεί  με τον όρο "συντηρητικός".

Η περίοδος από το 1922 ως το 1929, χαρακτηρίζεται από τη διαμάχη μεταξύ "Συντηρητικών" και Φιλελευθέρων για τον ορισμό της έννοιας του Έθνους και ποιοι είναι τελικά "περισσότερον εθνικισταί". Οι "Συντηρητικοί" πιστεύουν στην ακατάλυτη συνέχεια του Έθνους, στις ηθικές και εθνικές αξίες που κινδυνεύουν από την εμφάνιση του κομμουνισμού, την "ανηθικότητα και την έκλυση των ηθών" που αυτός συνεπάγεται. Οι Φιλελεύθεροι μιλούν και αυτοί για το έθνος, ως ζωντανή πραγματικότητα, που τα μέλη του πρέπει να αποκτήσουν "εθνική μόρφωση" θεμελιωμένη στο δημοτικισμό. Και οι δύο στρέφονται τελικά εναντίον των κομμουνιστών και ειδικότερα οι "συντηρητικοί-δημοτικιστές", επίσημα μετά το 1927, χρονιά διάσπασης του Εκπαιδευτικού Ομίλου.

Οι "συντηρητικοί" παιδαγωγοί λειτουργούν σκεπτόμενοι κατεξοχήν με επίκεντρο την αξία του έθνους. Μιλούν για τον "εθνικό πολιτισμό" που πρέπει να αποτελεί τον πυρήνα κάθε εκπαιδευτικής προσπάθειας. Γι' αυτούς "εθνικός πολιτισμός" είναι ο κλασικός, "και ο εν συνεχεία τούτου μεσαιωνικός και νεοελληνικός πολιτισμός". Ο κλασικός πολιτισμός αποτελεί για τους "συντηρητικούς", ουσιώδες μορφωτικό στοιχείο.

Η αντεπίθεση των «συντηρητικών» στον εκπαιδευτικό χώρο ξεσπάει μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Σοφούλη to 1924. Πρωταγωνιστούν παιδαγωγοί, όπως ο Καλλιάφας, που μέσα από τις στήλες του «Ερμή» και της «Εστίας» καταγγέλλουν τις ακολουθούμενες πρακτικές στην Παιδαγωγική Ακαδημία και το Μαράσλειο. Το «φάντασμα» του κομμουνισμού και οι κίνδυνοι της ανηθικότητας αρχίζουν, με υπονοούμενα εναντίον των συνεργατών του Δελμούζου να έρχονται στο επίκεντρο της πολεμικής.

Η αντίδραση από την πλευρά των «συντηρητικών» σε κάθε «μεταρρύθμιση» ή «νεωτερισμό» γίνεται για το καλό του έθνους: «Αποκρούει ταύτας (τις μεταρρυθμίσεις) η ολότης σχεδόν του έθνους. Οι τεταγμένοι λοιπόν υπ’ αυτού δια την ρύθμισιν των εκπαιδευτικών πραγμάτων, δεν πρέπει να παρίδουν την πανταχόθεν εκφραζομένην θέλησιν του έθνους». Για «την καταπολέμησιν των εχθρών και διαφθορέων της θρησκείας, της γλώσσης, της οικογένειας, της ηθικής, της ιδιοκτησίας, της εθνικής συνειδήσεως και της πατρίδος», διεξάγεται και το «Εθνικό Συνέδριο» στις 23 Απριλίου 1925, που δίνει τα όπλα και τη δύναμη που χρειάζονται οι «συντηρητικοί» προκειμένου να εντείνουν την πολεμική τους. Κατηγορούν τους μεταρρυθμιστές για υπονόμευση της πατρίδας και του Έθνους με στοιχεία παρμένα από το έργο τους. Έτσι όταν ο Γληνός γράφει για «σάπια και μωρά ιδανικά», και ανάμεσα  σ’ αυτά περιλαμβάνει και το εθνικό ιδανικό, στα οποία δεν πιστεύει πια η «λαϊκή ψυχή», αυτό θεωρείται ως ομολογία αντεθνικής συμπεριφοράς εκ μέρους του. (Αναίρεσις…, 1926:14-15)

Οι "παραδοσιακοί" διανοούμενοι προσπαθούν να αποδείξουν την ακατάλυτη συνέχεια του Έθνους και ο Γ. Χατζηδάκις χαρακτηρίζει αντεθνική και τυραννική την απόπειρα εισαγωγής της δημοτικής γλώσσας στα σχολεία, «ως να ήμεθα όλως νέον, βάρβαρον έθνος, άνευ τινός παρελθόντος». Κατηγορούν τους μεταρρυθμιστές ότι περιφρονούν την αθάνατη προγονική κληρονομιά του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, ενώ αντίθετα όλα τα πολιτισμένα έθνη ανταγωνίζονται μεταξύ τους ποιο θα πάρει τα περισσότερα διδάγματα απ’ αυτόν. Κατά τη γνώμη τους, αυτή η περιφρόνηση έχει ως συνέπεια οι δάσκαλοι που φοιτούν στα ιδρύματα των μεταρρυθμιστών να είναι "αμαθείς και να εμπνέονται από υλικά συμφέροντα και όχι από ηθικές και εθνικές  αξίες".

Στις συζητήσεις που γίνονται στη Βουλή το 1928 εγείρεται ζήτημα «έθνους».

Ο Νικολούδης στην αγόρευσή του επικαλείται λόγους «υπερτάτης εθνικής ανάγκης» που τον ώθησαν να καταθέσει τα παραπάνω νομοσχέδια. Ο Γ. Αθανασιάδης- Νόβας κάνει λόγο για το «Εθνικόν Σχολείον» που θα εμψυχώσει και θα διαφωτίσει τη νέα γενιά. Η εμψύχωση θα επιτευχθεί με την αναζωπύρωση του θρησκευτικού και πατριωτικού αισθήματος και η διαφώτιση με την απόδειξη της αλήθειας ότι δεν υπάρχει άλλος πολιτισμός ανώτερος από τον ελληνικό (ΕτΣ της Βουλής, συν..ΙΔ΄,  5-12-1927, σ.191).

Στις αγορεύσεις των βουλευτών συνδέεται η δημοτική με τον κομμουνισμό, και προτείνεται να τεθεί αυτός εκτός νόμου όπως γίνεται σε άλλα κράτη. Πρέπει το κράτος να φροντίσει να υπάρξουν δάσκαλοι με αισθήματα και ιδεολογία σύμφωνα με την πλειοψηφία του έθνους. Αναφέρεται το παράδειγμα των γειτονικών χωρών, Σερβίας, Αλβανίας και Τουρκίας στις οποίες σφύζει ο εθνικισμός. Οπότε καθήκον των πολιτικών είναι να μορφώσει μια γενιά πρόθυμη και που να θεωρεί υποχρέωσή της την υπεράσπιση της πατρίδας.

Στις 27 Απριλίου 1928 στην εφημερίδα "Αλήθεια" διαβάζουμε: «Είναι πλέον κοινόν μυστικόν ότι το Ελληνικόν Έθνος εγλύτωσε μεν από τας πολυτίμους υπηρεσίας των περιβοήτων αναμορφωτών (…) Δελμούζου και Γληνού» πρέπει όμως να σταματήσει και η δράση της «τρομεράς μαφίας των». Η ιδεολογία τους χαρακτηρίζεται ως «εθνοκτόνος» και το «ταλαίπωρον έθνος ως να μην είχε τόσα δεινά, έρχονται επιπροσθέτως οι φίλοι της Μόσχας και του Βίνεκεν να κόψουν ριζηδόν κάθε ικμάδα ζωής του».

Η εθνικιστική έξαρση εκδηλώθηκε σε πολλά επίπεδα. Η πολιτική του ΚΚΕ για ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη, θέση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, χρησιμοποιείται για να διωχθούν αρκετοί εκπαιδευτικοί από τις θέσεις τους, κατηγορούμενοι ως «εθνοπροδότες».[1]Η ελληνική αστική τάξη χρησιμοποιεί το εθνικιστικό μίσος και το ενσταλάζει μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα στη νέα γενιά, προβάλλοντας και τον ελληνοκεντρισμό ως το ύψιστο ιδεώδες. Στις παραινέσεις προς τους νέους προβάλλεται συνεχώς η «ελληνική πραγματικότητα» ως πανάκεια και απορρίπτονται οι μοντερνισμοί που έρχονται από τη Δύση. [2]

 

ΙΙ. 2. Η εικόνα του δασκάλου μέσα από τα κείμενα των "Συντηρητικών"

 

Για τον Γ. Παλαιολόγο (1928:22-29) εμπνευστή των εκπαιδευτικών νομοσχεδίων του 1928, οποιαδήποτε αλλαγή και αν γίνει στο εκπαιδευτικό σύστημα, θα είναι εξωτερική, αν δεν συνοδεύεται από τη δημιουργία διδακτικού προσωπικού "εμπνευσμένου, αρτιώτατα καταρτισμένου και ποθούντος την διάπλασιν μιας νέας, κατά πάντα ανωτέρας γενεάς". Υπεύθυνη για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί είναι η Πολιτεία.

Προτείνεται η δημιουργία "τελειοτέρου" Διδασκαλείου, ώστε οι απόφοιτοι να ανταποκρίνονται στις ανάγκες του εξατάξιου δημοτικού σχολείου και έξοδο από την υπηρεσία όσων δεν έχουν τα απαραίτητα προσόντα, με παράλληλη συνταξιοδότησή τους. 

Ο δάσκαλος είναι αυτός που θα εξυψώσει το λαϊκό σχολείο και για το λόγο αυτό πρέπει να γίνει "εμπνευσμένος κήρυκας και προπαγανδιστής του". Εκτός από την ενδοσχολική δραστηριότητα, πρέπει ν' αναπτύξει ακαταπόνητη και ενθουσιώδη, εξωσχολική δράση, με διαλέξεις, συγκεντρώσεις, εορτές, τελετές και ό,τι είναι δυνατόν να κινήσει το ενδιαφέρον των μαθητών και των κηδεμόνων για το λαϊκό σχολείο.

Οι δάσκαλοι, πρέπει να ασχολούνται με τα καθήκοντά τους και να μην αναμειγνύονται στους γλωσσικούς αγώνες, καθώς επίσης πρέπει "να κινώνται ψυχικώς εντός του πλαισίου του αστικού Κράτους". Από την άλλη, "είναι προτιμώτερον να καταργήσωμεν τους στρατηγούς και τους ναυάρχους, να επαυξήσωμεν δε και να βελτιώσωμεν τους διδασκάλους".

Για τον Θ. Νικολούδη, οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί, πρέπει να ασχολούνται με τα καθήκοντά τους και να μην αναμειγνύονται στους γλωσσικούς αγώνες, καθώς επίσης πρέπει "να κινώνται ψυχικώς εντός του πλαισίου του αστικού Κράτους" (ΕτΣ της Βουλής, συν. ΙΓ΄, 2-12-1927, σ.186).

Στις συζητήσεις στη Βουλή, επί των εκπαιδευτικών νομοσχεδίων του Θ. Νικολούδη, δεν έλειψαν οι αναφορές στον κομμουνιστικό κίνδυνο που προέρχεται από μεγάλη μερίδα δασκάλων που "κομμουνίζει και κομμουνίζει ελληνιστί δηλ. αναρχικά, μη υποτασσομένη εις κανέν καθήκον".

Αναγνωρίζουν βέβαια ότι το έργο των δασκάλων είναι δύσκολο και η Πολιτεία πρέπει να σταθεί δίπλα τους αρωγός. Είναι ανάγκη να ενισχυθούν οικονομικά, διότι υπάρχουν οικογενειάρχες που "πένονται" και ο "πενόμενος άνθρωπος δεν έχει ουδένα ενθουσιασμόν εν τη εξασκήσει του έργου του". Ο δάσκαλος στο χωριό πρέπει να είναι ανώτερος όλων για να επιβάλλεται. Ακόμα και η εξωτερική του εμφάνιση παίζει σημαντικό ρόλο.

Επί πλέον πρέπει, να βελτιωθεί το διδακτικό προσωπικό, να μην αναζητείται στα "τρίστρατα" και να σταματήσουν οι Ιερατικές Σχολές να βγάζουν "ερμαφρόδιτους δάσκαλους" επιζήμιους για την εκπαίδευση. Η Πολιτεία πρέπει να αγκαλιάσει στοργικά το δάσκαλο, ώστε να γίνει ικανός να αντεπεξέλθει "κατά του παρασίτου της μεγάλης κοινωνικής πληγής, του κομμουνισμού, όστις δυστυχώς εισέδυσεν και εις αυτόν τον κρατικόν οργανισμόν". Όταν η Πολιτεία ανυψώσει το δάσκαλο, τότε η Ελληνική φυλή θα μεγαλουργήσει ξανά και " η μυροβόλος αύρα της ελευθερίας θα θωπεύση και πάλιν τα αιματοβαφή Μικρασιατικά πεδία και η γαλανόλευκος θα κυματίση και πάλιν εις την νύμφην του Αιγαίου, την Σμύρνην (…)" ("Ερμής", έτος Ι΄, αρ. φ. 363, 29-7-1929, σ.143).

Οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί πρέπει να είναι ενήμεροι της σύγχρονης εκπαιδευτικής κίνησης, ώστε να είναι αποτελεσματικότεροι στο έργο τους. Ειδικότερα, πρέπει να είναι ανοιχτοί στην κοινωνία και να μην κλείνονται στο κέλυφος της πατροπαράδοτης σχολικής τακτικής, αποξενωμένοι αυτοί και το σχολείο από την πραγματικότητα.

 

ΙΙΙ. Συμπεράσματα

 

Οι «συντηρητικές» πνευματικές δυνάμεις της εποχής, συντίθενται σε γενικές γραμμές από τέσσερις ομάδες: τους "συντηρητικούς" διανοούμενους της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, της νεοσύστατης Ακαδημίας Αθηνών αλλά και των άλλων παραδοσιακών οχυρών, τους επίσημους εκκλησιαστικούς κύκλους, τους δημοσιογράφους σε εφημερίδες και τον περιοδικό τύπο και τέλος, στελέχη της κρατικής μηχανής και παραγωγούς της κρατικής ιδεολογίας.

Γι αυτούς:

§   Ο εθνικός πολιτισμός, που πρέπει να αποτελεί τον πυρήνα κάθε εκπαιδευτικής προσπάθειας, είναι ο κλασικός, "και ο εν συνεχεία τούτου μεσαιωνικός και νεοελληνικός πολιτισμός". Στο δίλημμα εθνισμός ή διεθνισμός, η απάντηση είναι η διατήρηση της εθνικής φυσιογνωμίας, πίστη στα εθνικά ιδανικά, συνέχιση, εξέλιξη και προαγωγή του εθνικού πολιτισμού, δηλαδή ο εθνισμός άρα το κράτος πρέπει να κατευθύνει την παιδεία, διότι αυτή πρέπει να είναι  εθνική.

§  Ο δάσκαλος είναι αυτός που θα εξυψώσει το λαϊκό σχολείο και για το λόγο αυτό πρέπει να γίνει "εμπνευσμένος κήρυκας και προπαγανδιστής του". Ακόμα πρέπει να είναι, "εμπνευσμένος, αρτιώτατα καταρτισμένος και ποθών την διάπλασιν μιας νέας, κατά πάντα ανωτέρας γενεάς".

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

[1] Η εφημερίδα «Εστία» σε άρθρο της είχε προτείνει τη διάλυση «του διδακτικού συγκροτήματος» και τη δημιουργία νέου «σύμφωνον προς το εθνικόν συμφέρον». 10 Μαΐου 1928.

2 «Μη δίνετε προσοχήν εις εκείνους, οίτινες εισηγούνται διάρρηξιν παντός δεσμού προς το ένδοξον ημών παρελθόν κατηγορούντες ημάς επί προγονοπληξία. Πάσχουσιν αυτοί από βαρυτάτην ασθένειαν την φλύκταιναν της ξενοπληξίας. Το άκρον του πολιτισμού είνε η εσωτερική ημέρωσις και η ψυχική ευγένεια εκδηλουμένη εις αρετάς οικογενειακών δεσμών και φιλοξενίας και φιλανθρωπίας κα φιλοπατρίας και θεοσεβείας». Εφημερίδα «Νέα Αλήθεια», 14-12-1928, Εναρκτήριος Περ. Βιζουκίδου, κοσμήτορος της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

 

Αναίρεσις των Μαρασλειακών του Αρεοπαγίτου κ. Γ. Αντωνακάκη, (1926), εκ του τυπογραφείου Αλ. Βιτσικουνάκη,. Εν Αθήναις.

"Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής- Γερουσίας",

συν..ΙΔ΄,  5-12-1927, σ.191).

συν. ΙΓ΄, 2-12-1927, σ.186).

Εφημερίδα "Νέα Ελλάς", 30-12-1913)

Εφημερίδα «Νέα Εστία», 10-5-1928

Παλαιολόγος Γ., (1928), Σκέψεις τινές περί οργανώσεως της εκπαιδεύσεως, εκδ.ΟίκοςΔ.&Π.Δημητράκου, Εν Αθήναις.

Περιοδικό "Ερμής", έτος Ι΄, αρ. φ. , 15-6-1929, σ.99 και  έτος Ι΄, αρ. φ. 363, 29-7-1929, σ.143).

Φραγκουδάκη Άννα, (1992), Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση και Φιλελεύθεροι Διανοούμενοι, εκδ. Κέδρος, Αθήνα.