ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΗΣ
τ. ΕΣΣΔ (1917-1991)
Θεοφάνης ΜΑΛΚΙΔΗΣ
Λέκτορας στο Δημοκρίτειο
Πανεπιστήμιο Θράκης
Κωνσταντίνος ΚΑΡΑΤΖΑΣ
Απόφοιτος του Τμήματος Γλώσσας,
Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξεινίων Χωρών
του Δημοκρίτειου
Πανεπιστήμιου Θράκης
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η Σοβιετική Ένωση,
αποτελούσε μία χώρα η οποία προσπάθησε να χρησιμοποιήσει το εκπαιδευτικό της
σύστημα ώστε να επιλύσει τα κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά της προβλήματα και
να οικοδομήσει το πολιτικό της σύστημα. Η άνοδος του καθεστώτος το 1917 είχε
σαν αποτέλεσμα τον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας των φυλετικών ομάδων της
Σοβιετικής επικράτειας. Οι Έλληνες της Ένωσης Σοβιετικής Σοσιαλιστικώ
Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ), οι οποίοι ορισμένοι είχαν την ελληνική και κάποιοι
άλλοι τη σοβιετική υπηκοότητα, ακολουθώντας τη διακήρυξη του Β.Ι. Λένιν για «Ελευθερία της μητρικής γλώσσας», ίδρυσαν
ελληνόφωνα σχολεία, προωθώντας μάλιστα την ποντιακή διάλεκτο, η οποία
ήταν κατανοητή και ομιλούταν από τους
περισσότερους Έλληνες. Το 1937, ο Ι. Στάλιν, τερματίζει αυτή την
προσπάθεια απαγορεύοντας τα ελληνόφωνα σχολεία, επιδιώκοντας την σοβιετοποίηση των περισσότερων φυλετικών ομάδων, αλλά
και την «ισχυροποίηση» των συνόρων του Σοβιετικού κράτους με την εκτόπιση
πληθυσμών και την αντικατάσταση τους από τους «Σοβιετικούς» λαούς.
Η ιδέα του Σοβιετικού
πολίτη, ήταν αυτή με την οποία η Ε.Σ.Σ.Δ. προσπάθησε και κατάφερε
να γαλουχήσει τους πολίτες της. Κάθε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, στη μετασταλινική εποχή των Χρουτσώφ
και Μπρέζνιεφ και στην περίοδο της «επανοικόδομησης» του Γκορμπατσώφ,
στόχευε στην παιδεία, αφού ενεργούσε ως καταλύτης στη
σοβιετική ταυτότητα του πολίτη. Οι Έλληνες βέβαια δεν ήταν δυνατόν να
αποτελέσουν εξαίρεση στην πολιτική του σοβιετικού κράτους, η
οποία είχε σαν στόχο την αφομοίωση των πολλών και διαφορετικών λαών και
εθνοτήτων και την ενσωμάτωση τους κάτω από το σοβιετικό ιδεώδες.
Η εισήγηση διερευνά όψεις
της εκπαίδευσης και της κοινωνίας των Ελλήνων της ΕΣΣΔ, σε μία προσπάθεια να
αναλυθεί η πορεία τους εντός του σοβιετικού κράτους. Αναλύεται η πρώτη περίοδος
(1917- 1937), η μετασταλινική και η περίοδος μέχρι
και την διάλυση του σοβιετικού κράτους το 1991. Η εισήγηση αποτελεί συμβολή
στην επιστημονική συζήτηση και το διάλογο που έχει ξεκινήσει τόσο
στην Ελλάδα όσο και στις δημοκρατίες που προέκυψαν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ, για
την ιστορική πορεία των Ελλήνων του σοβιετικού κράτους και ειδικότερα για την
παιδεία τους, την εκπαίδευσή τους και τα προβλήματα που αυτή αντιμετώπισε.
ABSTRACT
The
The rise of arrangement in 1917 had as result the redefinition of
identity of racial teams of Soviet territory.
The Greeks of USSR, that certain had Greek and certain other the Soviet
citizenship, following the statement of V. Lenin for «Freedom of
maternal language», they founded Greek-speaking schools, promoting in deed the pontiak dialect, which was comprehensible and speaks from
most Greeks. In 1937, I. Stalin, terminates the effort prohibiting the
Greek-speaking schools, seeking the «sovietism» of
most racial teams, but also the «strengthening» of borders of
Soviet state with the deportation of populations and their replacement by
more «Soviet» populations.
Each educational reform, after Stalin period, Hroytsof
and Breznief and in the «reconstructing»
of Gorbatsof, it aimed in the
education, after it acted as catalyst in the Soviet - national identity of
citizen. Greek certain it was not possible they constitute exception in the
policy of Soviet state, who aimed at
as the assimilation of different populations and their incorporation
under Soviet ideal.
The report investigates aspects of education and society of Greeks
of
1. Εισαγωγή
Ο ποντιακός Ελληνισμός
συνδέθηκε με τη γη της βορειοανατολικής Μ. Ασίας από τον 8ο
π.χ. αιώνα. Η ίδρυση αποικιών από τις ελληνικές πόλεις-κράτη, έχουν σαν
αποτέλεσμα τη σταδιακή διαμόρφωση τους σε σημαντικά εμπορικά κέντρα,
δημιουργώντας ταυτόχρονα και μια δυναμική αγροτική ενδοχώρα. Η ιστορική
συνέχεια των Ελλήνων στην περιοχή τονίζεται από το γεγονός ότι η πόλη της
Κριμαίας, στην Αζοφική θάλασσα, ήταν ελληνική από τον
8ο π.χ. αιώνα μέχρι και τον 13ο μ.Χ. αιώνα, όποτε
καταλαμβάνεται από τους Τατάρους. Η παρουσία των
Ελλήνων σε περιοχές κυρίως στη περιοχή του Εύξεινου
Πόντου ήταν συνεχής για πάνω από 2500 χρόνια. (Bruneau,
2000, 78)
Η Οκτωβριανή επανάσταση και
η αρχή της σοβιετικής εποχής το 1917, βρίσκει τους Έλληνες του Πόντου να
αποτελούν μέρος του εθνολογικά πολυδιάστατου χώρου της Ε.Σ.Σ.Δ. Οι
Πόντιοι (και οι υπόλοιποι Έλληνες) εγκατεστημένοι σε συμπαγείς ομάδες αναπτύσσουν
τις οικονομικές τους δραστηριότητες σε τέτοιο βαθμό ώστε να εντοπίζονται σε όλη
την αχανή ρωσική- σοβιετική επικράτεια. Ο αριθμός τους το 1914 φτάνει τους
650.000 και συναντώνται σε 34 πόλεις, κυρίως στις
παράλιες περιφέρειες του Εύξεινου Πόντου (Σαρίκαμις, Καγισμάν, Καρς, Αρνταχάν, Βατούμ, Τυφλίδα, Κουταΐδα, Πότι, Σοχούμ, Σότσι,
'Αντλερ, Τουαψέ, Νοβοροσσίσκι, Κρίμ-σκαγια, Απίνσκαγια, Αικατερινοντάρ, Ανάπα, Μαϋκώπ, Ροστόβ, Ταϊγάν, Βλαδικαυκάζ, Γρόζναν, Κερτς, Θεοδοσία, Συμφερούπολη, Σεβαστούπολη, Γιάλτα, Χερσώνα,
Οδησσό, Κίεβο, Χάρκοβο, Μόσχα, Πετρούπολη). Σ' αυτές
τις πόλεις συγκροτούνται συμπαγείς ελληνικές κοινότητες, με Ελληνικά σχολεία
και εκκλησίες.
Εκτός όμως από τις παραπάνω
πόλεις, όπου συναντιέται μεγάλη και συγκροτημένη ελληνική παρουσία, υπάρχει
εγκατάσταση Ελλήνων και στις κυριότερες πόλεις της βόρειας και ανατολικής
Ρωσίας, στη Μαντζουρία και στη Σιβηρία. Ακόμα και στους περισσότερους σιδηροδρομικούς
σταθμούς της ρώσικης επικράτειας, είναι έκδηλη η
ποντιακή παρουσία καθώς και η προσπάθεια του να οργανωθεί σε κοινότητες.
Στην Οκτωβριανή Επανάσταση, οι Πόντιοι συμμετέχουν ενεργά (περίπτωση Πασσαλίδη), επανάσταση η οποία έχει ως άμεσο αποτέλεσμα να
εξαλειφθεί η αστική τάξη από τη σοβιετική πλέον κοινωνία.
Οι Έλληνες αστοί ακολουθούν
τη μοίρα της υπόλοιπης τάξης τους, ενώ το μεγαλύτερο πλήθος των Πόντιων που
είναι αγρότες, προσμένουν να δουν τα αποτελέσματα της επανάστασης. Αν και
αρχικά η ανακατανομή της γης στον αγροτικό πληθυσμό τους δίνει την ελπίδα για
μια καλύτερη ζωή, η επιλογή της δημιουργίας κρατικών γαιοκτημάτων
(κολχόζ), σε συνδυασμό με τον εμφύλιο πόλεμο, ρίχνουν το λαό στην ανέχεια .Η
ονομασία των ιδιωτικών γαιοκτημάτων σε «γαιοκτήματα με σοβιετική σημαία» δεν απέφερε κανένα
αποτέλεσμα αφού ουσιαστικά χειροτέρεψε την κατάσταση.
Το φθινόπωρο του 1920 για
να εξομαλύνει η εκρηκτική κατάσταση, να αντιμετωπιστούν οι παράνομες αγορές, να
επιτευχθεί ο επισιτισμός του λαού και να δημιουργηθεί μια ουσιαστική παραγωγική
γραμμή, εφαρμόζεται το σχέδιο της «Νέας Οικονομικής Πολιτικής» (Ν.Ε.Π) Η Ν.Ε.Π. προσπάθησε
να εντάξει στην παραγωγή το σημαντικότερο τμήμα του σοβιετικού πληθυσμού, τους
αγρότες, το 80% δηλαδή του σοβιετικού πλέον λαού. Η αντικατάσταση της
κατάσχεσης από τη φορολογία σε είδος, η θέσπιση φορολογικών ελαφρύνσεων, η ελευθέρια
της εμπορίας του πλεονάσματος καθώς και η έμφαση στην ιδιωτική επιχείρηση και
όχι στις οργανωμένες από το κράτος μορφές συλλογικής καλλιέργειας, είναι οι
βάσεις για τη δημιουργία της αγροτικής παραγωγικής γραμμής.
Η εποχή της εφαρμογής της Ν.Ε.Π. χαρακτηρίζεται ως η πιο ευημερούσα περίοδος για την
περιοχή στις πρώτες τέσσερις δεκαετίες του 20ου αιώνα,
περίοδος η οποία βρίσκει του Έλληνες να αναπτύσσονται οικονομικά και
καταφέρνουν να γίνουν μέρος μιας νέας, οικονομικά εύρωστης ελίτ
2. Το ελληνικό σχολείο μετά την Οκτωβριανή επανάσταση.
Ο ηγέτης του νέου
σοβιετικού κράτους ο Β. Ι. Λένιν, προσδοκώντας στην εξομάλυνση των
σχέσεων και την ειρηνική συνύπαρξη όλων των φυλών του εθνολογικού μωσαϊκού της
Σοβιετικής Ένωσης, στο έργο του «Το δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση», γράφει
χαρακτηριστικά: «Το δημοκρατικό κράτος πρέπει οπωσδήποτε να αναγνωρίσει την
πλέρια ελευθερία των διαφόρων γλωσσών και να απορρίψει κάθε προνόμιο για μια
απ' τις γλώσσες. Το δημοκρατικό κράτος δεν θα επιτρέψει να καταπνίγεται καμιά
εθνότητα από μια άλλη ή να μπαίνει σε κατώτερη μοίρα απ
' αυτήν, σε κανένα τομέα ή κλάδο των κοινωνικών υποθέσεων. Η εκπαιδευτική
πολιτική των εργατών όλων των χωρών είναι ενιαία: Ελευθερία της Μητρικής
Γλώσσας». (Φωτιάδης, 2003, 56).
Η διακήρυξη αυτή αποτέλεσε
την αρχή για μια μεγάλη και επίπονη διαδικασία ίδρυσης, κατοχύρωσης και
στελέχωσης των σχολείων σε όλες τις περιοχές όπου υπήρχαν ελληνικές κοινότητες.
Η άποψη της σοβιετικής ηγεσίας ότι το σχολείο είναι το μέσο της δημιουργίας σοβιετικών
πολιτών, διαφαίνεται από την αρχή ενώ θα συνεχιστεί μέχρι και την λήξη της
σοβιετικής περιόδου. Τα σχολεία είναι ο φορέας της γνώσης έτσι ώστε να
δημιουργηθούν όπως έλεγαν οι σοβιετικοί «νέου τύπου πολίτες».Απαγορεύεται η
διδαχή των θρησκευτικών, ενώ επιλέγονται δάσκαλοι με κριτήριο την απόλυτη
ιδεολογική τους ταύτιση με το καθεστώς. Τα σχολεία χρησιμοποιούνται για να
πατάξουν κάθε είδους αντιπολιτευτική και αντεπαναστατική κίνηση μέσω της
επιμόρφωσης επάνω στη νέα τάξη πραγμάτων. Είναι χαρακτηριστική η σημασία
που έπαιζε η ιδεολογική καθοδήγηση αφού απαγορευόταν οι συμμέτοχοι σε
παιδιά και έφηβους, σε «πιονέρους» όπως χαρακτηρίζονταν, σε οποιαδήποτε
θρησκευτική τελετή ενώ κάτι τέτοιο τονίζεται από το γεγονός ότι οι μαθητές της
τελευταίας τάξης, της 7ης ,υποχρεούνταν να γίνουν μέλη της Κομψομόλ, όπως ονομαζόταν η κομμουνιστική νεολαία, αν
επιθυμούσαν την περαιτέρω συνέχιση των σπουδών σε ανώτερα και ανώτατα ιδρύματα.
Η δομή της ελληνικής εκπαίδευσης ήταν αντίστοιχη της σοβιετικής. Ο πρώτος
κύκλος υποχρεωτικής φοίτησης έγινε 7ετης. Τα σχολεία διακρίνονταν σε
«αρχικά» με τέσσερις τάξεις, σε «μη πλέρια» ή «μη συμπληρωμένα» με 7 τάξεις και
σε «πλέρια» ή «μεσαία» με 10 τάξεις. Οι απόφοιτοι του μη συμπληρωμένου σχολείου
είχαν δικαίωμα έγγραφης στα τεχνικά σχολεία, τα «τέχνικουμ»,
ενώ οι απόφοιτοι των μεσαίων στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Τα εννέα
μαθήματα που διδάσκονταν στις τέσσερις τάξεις του αρχικού σχολείου ήταν:
μαθηματικά, μουσική, μητρική γλώσσα, φιλολογία, φυσιογνωσία, γεωγραφία, κόπος,
ζωγραφική και φυσική αγωγή .Επίσης υπήρχαν μαθήματα για το σοβιετικό
σύνταγμα και το στρατό.
Ένα πολύ σημαντικό ζήτημα ήταν η έλλειψη διδακτικού προσωπικού. Η ανάγκη για
δασκάλους καταρτισμένους στην διδαχή της ελληνικής γλώσσας ήταν τέτοια ώστε
αναγκαστικά εφαρμόστηκε η μέθοδος του διορισμού στη θέση του δάσκαλου ,ανθρώπων
με γνώση ελληνικής γραφής και ανάγνωσης, ενώ σε μικρό χρονικό διάστημα
υιοθετήθηκε η διαδικασία επάνδρωσης των σχολείων με δάσκαλους που είχαν επιμορφωθεί σε σεμινάρια διάρκειας μόλις τριών έως
έξι μηνών.
Η λύση ήταν η ίδρυση Παιδαγωγικών Ακαδημιών. Οι δάσκαλοι που έρχονταν από την
Ελλάδα, για να στελεχώσουν τα σχολεία όσο και αν τύγχαναν μεγάλης αναγνώρισης,
λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων, δεν ήταν αρκετοί ώστε να καλύψουν ούτε ένα
μικρό μέρος από τις υπάρχουσες θέσεις.
Η πρώτη ελληνική ακαδημία ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1924 στο Κρασνοντάρ, στη συνέχεια ακολούθησε η ίδρυση των ακαδημιών
στην Μαριούπολη, στο Σοχούμι
και στην Τσάλκα. Χαρακτηριστική είναι η προσπάθεια
στην ακαδημία της Μαριούπολης, όπου με το
τριετές πρόγραμμα φοίτησης, εκπαίδευε δάσκαλους για τα ελληνικά χωριά της Αζοφικής, οργάνωνε σεμινάρια για τους Κομσομόλους,
ενώ γίνονταν προσπάθειες για μετάφραση εγχειριδίων για τα ελληνικά σχολεία από
την ουκρανική γλώσσα.
Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα των ελληνικών διδασκαλιών ήταν η έλλειψη έμπειρων
παιδαγωγών. Οι επιλογές όλων γίνονταν κυρίως με βάση την υποταγή τους στο
κόμμα- κράτος, αφού ο σοβιετικός παρεμβατισμός ήταν τέτοιος σε
βαθμό που η διδασκαλία δεν αφορά πλέον στην κατάρτιση και τη γνώση, αλλά
στην κομματοποίηση και στην υποταγή στα σοβιετικά ιδεώδη
Επίσης πρόβλημα ήταν η αδυναμία εξασφάλισης εγχειριδίων στους μαθητές .Το
ελληνικό κράτος δεν έχει τη δυνατότητα να καλύψει των
αυξημένο αριθμό σχολικών βιβλίων, αλλά δυσκολεύεται να μεταφέρει το
υλικό λόγω απόστασης αλλά κυρίως λόγω γραφειοκρατικών κωλυμάτων, που
προέκυψαν από τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας- ΕΣΣΔ. Ωστόσο ως λύση αποφασίστηκε
να ανατεθεί σε τοπικούς εκδοτικούς οίκους η έκδοση των εγχειριδίων. Ταυτόχρονα
σε κάποιες περιοχές όπως αυτή της Αμπχαζίας
προωθήθηκε η διαδικασία κρατικοποίησης της εκπαίδευσης με ταυτόχρονη ένταξη
όλων των Ελλήνων δασκάλων των κοινοτικών σχολείων στον κρατικό προϋπολογισμό, η
εξασφάλιση βιβλίων, η οργάνωση μαθημάτων για την επιμόρφωση των δασκάλων και η
προώθηση καθορισμένου αριθμού Ελλήνων στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ένα ακόμα κυρίαρχο πρόβλημα αυτό της έλλειψης κτιριακών
εγκαταστάσεων, λυνόταν με την άμεση συνεισφορά των
Ποντίων, αφού στα ελληνικά χώρια τα κτίρια είτε χτίζονταν με κοινοτικά κεφαλαία
είτε με χρήματα που συγκεντρώνονταν από κοινωφελής εκδήλωσης.
3. Το γλωσσικό πρόβλημα
Από το 1925 μέχρι το τέλος
της δεκαετίας του 1930, διεξάγεται μια μεγάλη σταυροφορία για τη μόρφωση του
Ελληνισμού. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των Ελλήνων της Ε.Σ.Σ.Δ.,
είναι η έλλειψη δασκάλων και το γλωσσικό. Οι Έλληνες της Ε.Σ.Σ.Δ. μιλούν
δύο ουσιαστικά διαλέκτους τα ποντιακά και τα μαριουπολίτικα.
Με τον όρο «Μαριουπολίτικη διάλεκτος» εννοούμε
την κυριότερη από τις συγγενείς ελληνικές διαλέκτους της νότιας Ουκρανίας, ενώ
θεωρείται ως ένα από τα ισχυρότερα ελληνικά ιδιώματα με πλήθος δανείων. Στη
διάλεκτο της Μαριούπολης συναντούνται,
άλλοτε ξεκάθαρα και άλλοτε λιγότερο καθαρά στοιχεία ποντιακής. Ένα μικρό μέρος
των Ελλήνων της Νότιας Ουκρανίας είναι τατταρόφωνο,
ενώ ένα μικρό μέρος των Ελλήνων του Καυκάσου είναι τουρκόφωνο ( χωριά της Τσάλκας στη Γεωργία). Ένα πολύ μικρό μέρος του ελληνικού
πληθυσμού της Ε.Σ.Σ.Δ. μιλά τη δημοτική, και είναι εγκατεστημένο στην Κριμαία
και στο Σοχούμι, στο Ροστόβ
και την Τιφλίδα. Παρ' ότι ο σοβιετικός
ελληνισμός δεν είναι ομοιογενής γλωσσικά, εν τούτοις η μεγάλη του πλειοψηφία μιλά την ποντιακή.
Το πρόβλημα της
πολυγλωσσίας δημιούργησε μια μεγάλη σύγκρουση που διήρκεσε περισσότερο
από δώδεκα χρόνια. Οι περισσότεροι Έλληνες που ήταν αγρότες
μιλούσαν τα ποντιακά, στις κατά τόπους περιοχές ομιλούνταν
η τουρκική γλώσσα, η τατταρική, η μαριουπόλιτικη διάλεκτο. Ουσιαστικά η δημοτική γλώσσα
παρέμενε μια γλώσσα ξένη. Ακόμα και στις ελληνικές παιδαγωγικές Ακαδημίες,
όπου η διδασκαλία γινόταν στη δημοτική, οι φοιτητές μεταξύ τους μιλούσαν την
ποντιακή. Το γεγονός ότι, σχεδόν μέχρι το 1926, η γλώσσα της ελληνικής
εκπαίδευσης ήταν η καθαρεύουσα επέτεινε τη σύγχυση. Αρχικά ο προβληματισμός
εντοπίστηκε στο ζήτημα της αντικατάστασης της καθαρεύουσας από τη δημοτική
καθώς και της απλοποίησης του αλφάβητου. Η αντιπαράθεση επεκτάθηκε στο θέμα της
επιλογής της μορφής, της ελληνικής γλώσσας και της αντικατάστασης της
δημοτικής από την ποντιακή. Επίσης, εξετάστηκε και το ζήτημα της χρήσης της μαριουπολίτικης διαλέκτου. Η αντιπαράθεση επεκτάθηκε όταν
μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών, που συμφωνούσε με την αντικατάσταση της
καθαρεύουσας, αντέδρασε στην εισαγωγή της ποντιακής στην εκπαίδευση. Για τη
μελέτη του σύνθετου αυτού γλωσσικού ζητήματος δημιουργήθηκε η Πανενωσιακή Κεντρική Επιτροπή του Νέου Αλφάβητου (ΠΚΝΑ), με μέλη Έλληνες διανοούμενους και Ρώσους ελληνιστές.
Η αρχική άποψη της επιτροπής, για την επίσημη γλώσσα της ελληνικής εθνότητας
της ΕΣΣΔ, ευνοούσε τη δημοτική. Επεσήμανε το γεγονός ότι η δημοτική
χρησιμοποιούνταν από περιορισμένο αριθμό Ελλήνων, αλλά τόνιζε ότι η ποντιακή αποτελούταν από διάφορα ιδιώματα, παρουσιάζοντας με βάσει
αυτές τις απόψεις, την ποντιακή ως διάλεκτο που χαρακτηρίζεται από ασυνέχεια σε
σχέση με την ενιαία χρήση και την ομοιομορφία της δημοτικής γλώσσας.
Στις 10 Μαΐου 1926 στην Πανενωσιακή Σύσκεψη των Ελλήνων διανοουμένων στη Μόσχα, η
οποία ονομάστηκε "Πανσυνδεσμιακή Σύσκεψη",
αποφασίστηκε η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στη θέση της καθαρεύουσας και η
αντικατάσταση του εικοσιτετραγράμματου αλφάβητου από
το εικοσιγράμματο. Με την απόφαση αυτή: καταργήθηκαν
οι δίφθογγοι, διατηρήθηκαν μόνο το "ι" και το "ο", στη θέση
του "ου" καθιερώθηκε το "υ", στη μικρογράμματη γραφή
παρέμεινε μόνο το "ς", ενώ καταργήθηκε το "σ", τα διπλά
σύμφωνα γράφονταν αναλυτικά (δηλαδή το "ξ" ως "κς" και το "ψ" ως "πς")
και καθιερωνόταν το ενωτικό στις κτητικές αντωνυμίες. Η Σύσκεψη αποδέχτηκε την
πρόταση της Κεντρικής Επιτροπής του Νέου Αλφάβητου για την επισημοποίηση της
δημοτικής γλώσσας και την αντικατάσταση της ιστορικής ορθογραφίας από τη
φωνητική. Όσον αφορά στον τονισμό των λέξεων, καταργήθηκε ο τόνος στις μονοσύλλαβες
λέξεις και σε όσες τονίζονταν στη λήγουσα. Στην απόφαση της Σύσκεψης προτάθηκε
η αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού με την έκδοση βιβλίων στις τοπικές ελληνικές
διαλέκτους. Αυτό που αποτέλεσε καθοριστικής σημασίας στοιχείο, είναι ότι η επιτροπή
επηρεάστηκε καθοριστικά από τις απόψεις των διανοουμένων για τη φωνητική
ορθογραφία. Με βάση αυτήν την άποψη επιβαλλόταν η κατάργηση των
θεωρούμενων περιττών στοιχείων, που επιβίωναν στο ελληνικό αλφάβητο από την
αρχαιότητα και την προσαρμογή του γραπτού λόγου στον προφορικό. Οι απόψεις
αυτές είχαν ωριμάσει στους διανοούμενους που κατοικούσαν κυρίως στη Γεωργία,
ενώ πλήθος από βιβλία, θεατρικά, και λογοτεχνικά είχαν ήδη εκδοθεί στη φωνητική
γραφή. Η πρώτη περίοδος λοιπόν χαρακτηρίζεται από την εφαρμογή της λενινιστικής εθνικής πολιτικής που προκάλεσε μια ουσιαστική
άνοδο τόσο του εθνικού πολιτισμού των Ποντίων του Καυκάσου όσο και υπόλοιπων
Ελλήνων των άλλων περιοχών της Σοβιετικής Ένωσης.
Η ανάπτυξη της ελληνικής
εκπαίδευσης έγκειται στο γεγονός της συνεχούς αύξησης του αριθμού των
ελληνικών σχολείων καθώς και στην κατάρτιση εκπαιδευτικών για τα σχολεία της
κατώτερης και της μέσης εκπαίδευσης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η
εξέλιξη των σχολείων στη Γεωργία. Ενώ το 1924 τα ελληνικά σχολεία όλης της
Γεωργίας είναι 33, το 1927 μόνο στην Αμπχαζία φτάνουν τα 54, αποτελώντας
περίπου το 25% των σχολείων της περιοχής. Το 1938 στην δημοκρατία της Γεωργίας
λειτουργούσαν 140 ελληνικά σχολεία. Στα μέσα της δεκαετίας
του 1920 στην Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας λειτουργούν 60 ελληνικά σχολεία.
Το ποσοστό των μορφωμένων Ελλήνων της Σοβιετικής Ρωσίας ανέρχεται το 1926 στο
50%, από το οποίο το 60,4% αφορά τον ανδρικό πληθυσμό ενώ το 42,1% το
γυναικείο. Στην περίοδο 1923-1924 το ίδιο ποσοστό δεν ξεπερνούσε το 32-35%.
4. Η σταλινική περίοδος
Η δημιουργία σημαντικού
ελληνικού εκπαιδευτικού μηχανισμού, η ενότητα και η επικοινωνία των ελλήνων της ΕΣΣΔ καθώς και η ανάπτυξη της πολιτιστικής
δράσης υλοποίησε σε μεγάλο βαθμό το αίτημα για σεβασμό της αυτοδιάθεσης τους. Η
ιστορική και πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα που εντοπίζεται σε συμπαγείς
ελληνικούς πληθυσμούς σε διάφορες περιοχές είχε σαν αποτέλεσμα την ανακήρυξη
της ελληνικής γλώσσας σε κύρια γλώσσα εκ παράλληλου με τη ρωσική και τη γλώσσα
της δημοκρατίας. Η περιοχή της Αμπχαζίας ήταν η πρώτη
στην οποία θεσπίστηκε η χρήση της ελληνικής γλώσσας σε έξι περιφέρειες της
περιοχής κατέχοντας κυρίαρχο ρόλο αφού η ρωσική θεσπίστηκε σε πέντε, η
γεωργιανή σε τέσσερις και η αρμενική σε μια. Η απόφαση αυτή ήταν η αφορμή για
τη δημιουργία αναγνωρισμένων Εθνικών Περιοχών, εκεί όπου ο συμπαγής ελληνικός
πληθυσμός αποτελούσε την πλειοψηφία και έως το 1938
είχαν δημιουργηθεί τέσσερις αυτόνομες ελληνικές περιοχές στην ΕΣΣΔ (νότια
Ουκρανία, στο Ντονιετσκ και στη Μαριουπολη,
Αικατερινοντάρ -Κρασνοντάρ).
Το κοινωνικό σύστημα της
ΕΣΣΔ που εγκαθιδρύεται τη σταλινική περίοδο δεν αφήνει περιθώρια στο δικαίωμα
αυτοδιάθεσης των λαών. Ο «ασιατικός τρόπος παραγωγής», δηλαδή η ανάδειξη της
κρατικής εξουσίας ως μοναδικό και υπέρτατο ιδιοκτήτη γης, η γραφειοκρατία,
ο δεσποτισμός και η κολεκτιβοποίηση δημιουργεί μια αφόρητη κατάσταση
πείνας και ταυτόχρονων αιματηρών διωγμών με θύματα τουλάχιστον 17 εκατομμύρια
σοβιετικούς πολίτες. Οι Έλληνες που χάθηκαν αυτό το διάστημα υπολογίζονται σε
47000 άτομα. (Χαραλαμπίδης- Φωτιάδης, 2004, 32) Στα
μέσα του 1929 ο Στάλιν επιταχύνει τους ρυθμούς της κολεκτιβοποιήσεις στέλνοντας
χιλιάδες πράκτορες στη ρωσική ύπαιθρο για να επιβάλουν στους αγρότες την
πολιτική των κολχόζ. Ο διαχωρισμός της αγροτικής τάξης σε κουλάκους, μεσαίους
αγρότες και φτωχούς επιδεινώνει την κατάσταση και αυτό γιατί οι αναφερόμενοι ως
«προνομιούχοι» κουλάκοι είναι όσων η αγροτική περιουσία ανέρχεται σε μια
αγελάδα και ένα χοίρο. Κάτι τέτοιο δείχνει τον τεράστιο αριθμό αγροτών οι οποίοι
ονομαζόμενοι ως κουλάκοι εκδιώχθηκαν, βασανίστηκαν και θανατώθηκαν. Την
υπάρχουσα κατάσταση έρχεται να επιδεινώσει το κύμα διωγμών που εξαπολύεται το
1930 κατά της εκκλησίας καταπατώντας τις διακηρύξεις της Οκτωβριανής
Επανάστασης για ελευθερία της θρησκευτικής λατρείας και περί ανεξιθρησκίας,
και σύντομα απαγορεύεται ρητά η εκδήλωση του θρησκευτικού συναισθήματος.
(Fitzpatrick, 1999, 123)
5. Ταυτότητα και εκπαίδευση
Η ελληνική εθνότητα
αποτέλεσε από την αρχή της Επανάστασης αναπόσπαστο τμήμα της νέας σοβιετικής
κοινωνίας. Παρά τις δυσκολίες εγκαθίδρυσης του νέου κοινωνικού μοντέλου του
οποίου μέτοχοι ήταν όλοι οι λαοί και κατ’ επέκταση και οι Έλληνες, παρατηρήθηκε
σεβασμός του εθνικού πολιτισμού ενώ ενισχύθηκαν οι τάσεις για αυτόνομη πολιτική
και πολιτισμική έκφραση. Οι απόψεις μεγαλορωσικού
σωβινισμού που εμφανίζονται από το 1930 και μετά μέσα στο κόμμα προωθούν μια
στυγνή πολιτική με βάση την οποία τα έθνη πρέπει να συγχωνευτούν σε ένα ενιαίο
σύνολο και οι εθνικές τους γλώσσες να γίνουν μια εθνική γλώσσα. Χαρακτηριστική
είναι η άποψη του Στάλιν ότι στις παραμεθόριες περιοχές πρέπει να είναι
εγκατεστημένοι οι γηγενείς πληθυσμοί των σοβιετικών δημοκρατιών και όχι
εκπρόσωποι των εθνών, που έχουν αυτοτελή κράτη στο εξωτερικό, πράγμα που τους
καθιστά αναξιόπιστους.
Οι μαζικές διώξεις εντείνονται στα τέλη του 1936 και κορυφώνονται το 1937 και
1938. Με κριτήριο την εθνική ταυτότητα και με πρόσχημα ενίοτε την κομματική αφοσίωση
εξαπολύονται εκκαθαρίσεις εναντίον μικρών λαών του εθνολογικού μωσαϊκού της
σοβιετικής ένωσης, τμήμα του οποίου φυσικά είναι και οι Έλληνες. Οι διωγμοί για
τους Έλληνες παίρνουν διαστάσεις γενοκτονίας. Χιλιάδες Έλληνες εκτελούνται με
την κατηγορία του «εχθρού του λαού». Ολόκληρη η ελληνική ηγεσία και η πλειοψηφία των ενήλικων Ελλήνων συνελήφθη
και εξοντώθηκε. Μεγαλύτερη βιαιότητα από το καθεστώς εντοπίζεται στη νότια
Ρωσία, ενώ πραγματοποιήθηκαν τέσσερα διαδοχικά κύματα μαζικών διώξεων (
Οκτώβριος 1937, Φεβρουάριος και Ιούλιος 1938 και Φεβρουάριος του 1939). (Αγτζίδης, 1995, 45) Ταυτόχρονα απαγορεύεται η λειτουργία
όλων των ελληνικών ιδρυμάτων και θεσμών με πρώτες τις σχολικές μονάδες. Πρέπει
να σημειωθεί ότι το 1937 εκδόθηκε διαταγή με την οποία επιτρεπόταν η σύλληψη ως
όμηρων των συγγενών των κατηγορούμενων αλλά και η σύλληψη παιδιών έως 12
ετών και την καταδίκη τους ακόμα και με τις βαρύτερες ποινές, με απώτερο σκοπό
τη διευκόλυνση της εξόντωσης των παιδιών των «εχθρών του λαού». Τα παιδία που
συλλαμβάνονταν αναγκάζονταν να αλλάξουν το όνομα τους αρνούμενα
τους κατάδικους γονείς τους. Η γενοκτονία συνεχίστηκε με την εκτέλεση χιλιάδων
Ελλήνων ή με την εξορία τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Σιβηρίας.
Τον Αύγουστο του 1938 έκλεισαν όλα τα ελληνικά σχολεία ενώ η διδασκαλία άρχισε
να γίνεται στη ρωσική γλώσσα και κάποιες φορές και στη γλώσσα της δημοκρατίας
στην οποία ζούσαν. Η προπαγανδιστική διδασκαλία εφαρμόζεται κατά γράμμα ενώ η
σύνθεση των μαθητών είναι πολυεθνική με σκοπό τον «εκσοβιετισμό»
των νέων πολιτών. Αντίστοιχη κατάληξη είχαν και οι εκκλησίες οι οποίες όσες δεν
κατεδαφίστηκαν μετατράπηκαν σε κοινόβια, στάβλους, γυμναστήρια και αποθήκες. Οι
διώξεις έφτασαν σε τέτοιο βαθμό ώστε κινδύνευσε ο πλήρης αφανισμός του
Ελληνισμού από τα εδάφη στα οποία διέμενε επί 2.500 χρόνια. Άμεσο αποτέλεσμα
της πολιτικής αυτής που συνδυάσθηκε με πιέσεις για εγκατάλειψη της ΕΣΣΔ από τις
αρχές ήταν η δημιουργία ενός πολύ μεγάλου μεταναστευτικού κινήματος προς την
Ελλάδα. (Μουρατίδου, 2001, 56)
Ένα νέο κύμα εκτοπίσεων των ελλήνων άρχισε με την
έναρξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου αφού ολόκληροι λαοί θεωρήθηκαν ύποπτοι για
προδοσία. Όσοι επέζησαν εκδιώχθηκαν προς την ασιατική Σοβιετική Ένωση στις
περιοχές του Ουζμπεκιστάν, του Καζακστάν και στη Νότια Σιβηρία. Οι Έλληνες των
παραλίων περιοχών εκτοπίστηκαν προς την ενδοχώρα, και τις κατοικίες τους
κατέλαβαν οι γηγενείς πληθυσμοί των δημοκρατιών.
6. Η μετασταλινική εποχή
6.1. Η περίοδος Χρουτσώφ
Η περίοδος που ακολουθεί το
θάνατο του Στάλιν, χαρακτηρίζεται από την έντονη διαμάχη για τη
διαδοχή. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας έφερε τον Ν. Χρουτσώφ
στο προσκήνιο και στη θέση του αρχηγίας του κράτους, μετά από τρεις δεκαετίες
δικτατορικής διακυβέρνησης από τον Ι. Β. Στάλιν. Η ανάγκη εύρεσης
άμεσων λύσεων από το νέο ηγέτη, είχε σαν αποτέλεσμα την αλλαγή της αντιμετώπισης
των αγροτών από το κράτος. Παραχωρούνται προνόμια και προωθείται μία νέα
οικονομική πολιτική με βάση την οποία οι υπεραυξημένη φορολογία που
κατέπνιγε τον αγροτικό πληθυσμό, καταργούνται. Οι τιμές διάθεσης των προϊόντων
των κολχόζ αυξάνονται με ευεργετικά αποτελέσματα στη ζωή των αγροτών, αφού ήταν
η πρώτη φορά μετά από αρκετές δεκαετίες όπου τα προϊόντα της αγροτικής
παραγωγής διατίθενταν με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε
να επωφεληθούν και οι αγρότες. Η πολιτική της αρπαγής των αγροτικών προϊόντων
από τον κρατικό μηχανισμό καταργείται ενώ γίνεται προσπάθεια για την εφαρμογή
ευνοϊκότερης οικονομικής πολιτικής. Για πρώτη φορά θίγεται δημόσια το
θέμα των εκτοπίσεων των εθνικών ομάδων. Ο ίδιος ο Χρουστσόφ στην εισήγηση του
στο 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ, το 1956
αναφέρεται εκτεταμένα στους παράνομους μαζικούς διωγμούς που είχε διατάξει ο
Στάλιν και στα βασανιστήρια στα οποία είχαν υποβληθεί πολλοί κρατούμενοι. Παρ' όλες τις απελευθερώσεις των κρατουμένων μετά το 1953,
το Φεβρουάριο του 1956 βρίσκονται εκατομμύρια ακόμα πολιτικοί κρατούμενοι
στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της σοβιετικής επικράτειας. Το
άμεσο αποτέλεσμα αυτής της εισήγησης είναι η μαζική αποφυλάκιση των
εξόριστων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και η σταδιακή επανεγκαθίδρυση
τους στις πατρίδες τους. Αν και η αποσταλινοποίηση
έφερε αλλαγές ωστόσο μεγάλος μέρος των Ελλήνων εξόριστων παρέμεινε στην
Κεντρική Ασία. Το δικαίωμα της ελεύθερης πολιτιστικής και πολιτισμικής έκφρασης
συνεχίζει να απαγορεύεται. Η άφιξη το 1949 των 15.000 πολιτικών προσφύγων
στην Ε.Σ.Σ.Δ., (Charalambidis, 2004, 34), οι οποίοι
εγκαθίστανται κυρίως στην πρωτεύουσα των Ουζμπεκιστάν, στην Τασκένδη, έχει
ευεργετικά αποτελέσματα για τους εξόριστους Πόντιους. Το πληθυσμιακό βάρος της
ελληνικής διασποράς αυξάνει, ενώ η σχετική ελευθερία που τους παραχωρεί η
σοβιετική εξουσία, τους επιτρέπει να ανοίξουν αρκετά ελληνικά σχολεία και να
εκδώσουν εφημερίδες. Ωστόσο άλλη μια απαγόρευση έρχεται να επισκιάσει
ένα ευχάριστο γεγονός. Το προνόμιο της φοίτησης στα ελληνικά σχολεία της
Τασκένδης δεν μπορούν να το απολαύσουν οι εξόριστοι Πόντιοι, γιατί ο
συντριπτικός όγκος του πληθυσμού κατοικεί στα χωριά της περιφέρειας της Τασκένδης,
και απαγορεύεται η μετεγκατάσταση τους στην πόλη.
6.2. Η περίοδος Μπρέζνιεφ
Το 1964 είναι η χρoνι;a που η εξουσία περνά στα χέρια του Λ. Μπρέζνιεφ. Οι προσπάθειες ανανέωσης και εκδημοκρατισμού,
είχαν σαν αποτέλεσμα οι συντηρητικότεροι υποστηρικτές του σοβιετικού
καθεστώτος, που βρίσκονταν στην Κεντρική επιτροπή του κομμουνιστικού
κόμματος να συσπειρωθούν εναντίον του Χρουτσώφ, με
άμεσο αποτέλεσμα την αντικατάσταση του από τον Μπρέζνιεφ.
Με τον Μπρέζνιεφ
στην εξουσία, αρχίζει η περίοδος, η οποία θα ονομαστεί «περίοδος
στασιμότητας». Αυτό είναι αποτέλεσμα της πολιτικής η οποία ακολουθώντας μια
απόλυτη στάση απέναντι στις αντίθετες από την εξουσία απόψεις, επιβάλλει
ένα νέο ολοκληρωτισμό. Περιορίζονται οι ελευθερίες, ενώ η διαφθορά και η
στασιμότητα επικρατούν σε όλες σχεδόν τις πλευρές της κοινωνικοοικονομικής και
πολιτιστικής ζωής. Ταυτόχρονα επιχειρείται μια εκστρατεία σπίλωσης της
προσωπικότητας του Χρουστσόφ και το όνομα του εξαφανίζεται από τα βιβλία και
την ιστορία. Ένα παράδειγμα που αποδεικνύει το χαρακτήρα της δικτατορικής
διακυβέρνησης που έφτασε σε σημείο να παραποιήσει την ιστορία για να αποδείξει
την ορθότητα της πολιτικής της. Ένα ακόμα στοιχείο που δείχνει την αλαζονεία
του καθεστώτος είναι η δημιουργία έργων εντυπωσιασμού, παραμελώντας τους
πολίτες και αγνοώντας επιδεικτικά τις πραγματικές ανάγκες των σοβιετικών
πολιτών.
Από τα μέσα όμως της
δεκαετίας του 1970 αρχίζουν να εμφανίζονται συχνές οικονομικές κρίσεις
άμεσο αποτέλεσμα της πτώσης της παραγωγικότητας. Η γενίκευση της αδιαφορίας
και της οικονομικής αδυναμίας καθώς και η ουσιαστική έλλειψη τεχνολογικής
υποδομής στη παραγωγή, επιδείνωσαν την κατάσταση.
Το 1965 αρχίζει η αναχώρηση
των εξόριστων Ποντίων για την Ελλάδα. Οι Έλληνες Πόντιοι, εξαιτίας
της πιεστικής κοινωνικής κατάστασης και της οικονομικής δυσκολίας
αρχίζουν ένα νέο περιορισμένο κύμα μετανάστευσης προς την μητέρα πατρίδα.
Ενώ όμως έχοντας βιώσει τόσες κακουχίες αλλά και την παντελή έλλειψη
ενδιαφέροντος από την πλευρά του ελληνικού κράτους για δεκαετίες, βρίσκονται
αντιμέτωποι με την αδιαφορία και κάποιες φορές και την εχθρότητα των ελληνικών
αρχών.
Το 1972 το καθεστώς στα
πλαίσια προώθησης μιας ευνοϊκότερης κοινωνικής πολιτικής προς τους και εν μέρει
αίρονται τα μέτρα της πλήρους απαγόρευσης των πολιτιστικών δραστηριοτήτων των
Ελλήνων της Ε.Σ.Σ.Δ. Σε μια σειρά Δημοκρατίες της Υπερκαυκασίας
αρχίζουν να επαναλειτουργούν ελληνικά τμήματα στα θέατρα και στα μουσεία. Δεν
επιτρέπεται όμως να ξαναρχίσει η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας
αποδεικνύοντας ότι οι Έλληνες αντιμετωπίζονται, σε όλη την μπρεζνιεφική
περίοδο, σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
7. Η εποχή της περεστρόικα και η κατάρρευση της ΕΣΣΔ
Το έτος 1985 αποτελεί ορόσημο στη σοβιετική ιστορία, επειδή στην εξουσία ανέρχεται
ο ηγέτης που έμελλε να θέσει το τέλος του 70χρονης κομμουνιστικής-σοβιετικής
διακυβέρνησης του Μ. Γκορμπατσόφ. Ο Γκορμπατσόφ είναι ο εμπνευστής της
διαδικασίας ανασυγκρότησης της σοβιετικής οικονομίας, της γνωστής ως
περεστρόικα. Η ένταξη των πολιτών στις διαδικασίες αποσοβιετικοποίησης
και διαφάνειας της εξουσίας και των αποφάσεων, μέσα από μια πολιτική
δημοκρατία, ορίζεται σαν στόχος της ανοικοδόμησης. (Γκορμπατσώφ,
1987, 67)
Τα δημοκρατικά δικαιώματα
που παραχωρεί στην κοινωνία και η εξουσία βρίσκουν την ιδεολογική τους
κατοχύρωση στις απόψεις του Λένιν. Η ριζοσπαστική κριτική του Γκορμπατσόφ και
οι αναπόφευκτες παραχωρήσεις προς την κοινωνία, οδηγούν την Σοβιετική Ένωση σε
μια νέα εποχή ανατροπών και μεταρρυθμίσεων. Έτσι μπαίνει από την ηγεσία το
ζήτημα της ριζικής μεταρρύθμισης του πολιτικού συστήματος με
αποτέλεσμα να συζητάτε ανοιχτά πια το ζήτημα του μετασχηματισμού του
συστήματος σε μια δημοκρατική κατεύθυνση. Αποκορύφωμα των δημοκρατικών
μεταρρυθμίσεων είναι η ελεύθερη εκλογή από τη βάση των αντιπροσώπων στο
συνέδριο των Σoβιέτ. Το συνέδριο των Λαϊκών
Βουλευτών, το Μάιο του 1989, χαρακτηρίζεται από την ελευθερία έκφρασης της
γνώμης, από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και την οργάνωση για πρώτη φορά των
πολιτικών τάσεων. Σ' αυτή την κατεύθυνση στις 28 Φεβρουαρίου 1990, το Ανώτατο
Σοβιέτ εξαγγέλλει μια από τις μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις που βάζουν ουσιαστικά
τέρμα στις σταλινικές αλλαγές της κολλεχτιβοποίηοης.
Ψηφίζει νόμο που προβλέπει ότι η γη θα ανήκει στον αγρότη, θα μεταβιβάζεται και
θα κληρονομείται.
Έτσι, μετά από 70 χρόνια
καταναγκαστικής κολλεχτιβοποίησης και απαγόρευσης της
μετακίνησης των αγροτών από τα χωριά, η Ε.Σ.Σ.Δ. περνά σε μια νέα
περίοδο και κάνει το αποφασιστικό βήμα προς την επίλυση του προβλήματος της
γης, προϋπόθεση για την αντιμετώπιση του επισιτιστικού προβλήματος. Στην ίδια
κατεύθυνση των αλλαγών εντάσσεται και η εγκαθίδρυση της Προεδρικής Δημοκρατίας,
αφού ο πρόεδρος της ΕΣΣΔ, θα εκλέγεται πλέον από το Συνέδριο των λαϊκών
βουλευτών. Ο νέος αυτός θεσμός βάζει οριστικό τέρμα στο μονοκομματικό σύστημα
και την απόλυτη κυριαρχία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Στην εκπαίδευση
γίνεται προσπάθεια για ριζικές αλλαγές. Ως προβλήματα που θα
αναφερθούν και θα προσπαθήσουν να αντιμετωπιστούν, είναι ο συντηρητικός
τρόπος διεύθυνσης σχολείων και οι αυθαιρεσίες των επιθεωρητών. Ακόμα
τίθενται στο στόχαστρο η ποιότητα της γνώσης, η ανάπτυξη νεωτεριστικών
ιδεών, η αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, η εισαγωγή υπολογιστών στα
σχολεία, ο εκδημοκρατισμός της δημόσιας εκπαίδευσης με τη δημιουργία
συμβουλίων και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, η οργάνωση συστήματος συνεχούς
εκπαίδευσης, η αυτοχρηματοδότηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είτε με δικές τους
οικονομικές δραστηριότητες είτε με συνεργασία τους με επιχειρήσεις.
Η νέα εποχή της περεστρόικα
,οικοδομεί ένα νέο σύστημα παιδείας, άμεσα
συνδεδεμένο με την κοινωνία και τους πολίτες. Η παιδεία παύει να είναι το
μέσο χειραγώγησης των νέων πολιτών και προωθούνται μεταρρυθμίσεις με σκοπό τη
σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Οι Έλληνες της χώρας
επωφελούνται από τις αλλαγές και επανασυγκροτούν την
ελληνική παιδεία.
8. Συμπερασματικά
Μετά τις μεγάλες
αλλαγές στην ανατολική Ευρώπη και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991, οι Έλληνες
των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών αναζητούν καταφύγιο στην Ελλάδα. Έτσι μετά από
μία μεγάλη περίοδο παραμονής στην πρώην Σοβιετική Ένωση, με προσφορά στην
οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή, οι Έλληνες καταφεύγουν στην
Ελλάδα, άλλοτε με τη θέλησή τους, άλλοτε αναγκαστικά ως πρόσφυγες αφού
διώκονται από την πλειονότητα. Οι Έλληνες που ήρθαν μετά το 1991 στην Ελλάδα
από την πρώην Σοβιετική Ένωση υπολογίζονται γύρω στις 150.000 και εξακολουθούν
να έρχονται με ρυθμούς όμως πολύ πιο αργούς πλέον. Τα μεγαλύτερα
προβλήματα που αντιμετώπισαν οι Έλληνες από την πρώην Σοβιετική Ένωση μετά την
εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, ήταν η εύρεση εργασίας, η γλώσσα, η
αναζήτηση οικίας, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, ο γλωσσικός, οικονομικός,
κοινωνικός και ο πολιτισμικός ρατσισμός, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η ενσωμάτωση
των παιδιών και των νέων, η γραφειοκρατία, η κρατική μέριμνα, το
εκπαιδευτικό σύστημα, η ποιότητα ζωής τους και το ζήτημα της ελληνικότητάς
τους. Την περίοδο που αυτά συμβαίνουν στην Ελλάδα, οι
εναπομείναντες Έλληνες στην ΕΣΣΔ δίνουν μεγάλο μέρος στην ελληνική παιδεία.
Ωστόσο η ελληνική εκπαίδευση συντηρείται με δυσκολία χάρη στις προσπάθειες του
ελληνικού κράτους, συλλόγων και φορέων. Έτσι η η
επόμενη περίοδος είναι μία πρόκληση για την επιβίωση των ελληνικών γραμμάτων
και θα αποδειχθεί εάν η παιδεία των Ελλήνων της ΕΣΣΔ που άντεξε σε
διωγμούς, θα αποτελέσει το έναυσμα αναγέννησης των ελληνικών πληθυσμών που
διαβιούν με μεγάλη δυσκολία σήμερα στις δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής
Ένωσης.
ΒιβλιογραφΙα
Asan, O, Ο πολιτισμός του
Πόντου, Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη, 1998.
Αγτζίδης, Β, Ποντιακός
Ελληνισμός-Από την γενοκτονία και το σταλινισμό στην Περεστρόικα,
Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη, 1995.
Αγτζίδης, Β, (επιμ.),
Οι άγνωστοι Έλληνες του Πόντου, Αθήνα, Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας,
1995.
Βαλαβάνης, Γ, Σύγχρονος γενική
ιστορία του Πόντου, Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη,
1986.
Βεργέτη, Μ. Από τον Πόντο στην
Ελλάδα. Διαδικασίες διαμόρφωσης μιας εθνοτοπικής
ταυτότητας, Θεσσαλονίκη, αφοί Κυριακίδη, 1994.
Βεργέτη, Μ, (επιμ.),
Ομογενείς από την πρώην Σοβιετική ένωση, Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη, 1998.
Bruneau, M, (επιμ.),
Η διασπορά του Ποντιακού Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη, Ηρόδοτος, 2000.
Γκορμπατσώφ, Μ. Περεστρόικα,
Αθήνα, Νέα Σύνορα- Λιβάνη, 1987.
Κεσσίδης, Θ, Η ιστορική πορεία
των Ελληνοποντίων. Το εθνικό ζήτημα και το μέλλον των
μικρών εθνών στην πρώην Σοβιετική ένωση, Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη, 1996.
Κοτσιώνης, Π, Λαοί και Πολιτισμοί
στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Η ελληνική παρουσία, Αθήνα, Τυπωθήτω-
Γ. Δαρδανός, 1999.
Μαυροειδής, Λ, Από το σταλινισμό
στην περεστρόικα, Αθήνα Θεμέλιο, 1988.
Μουρατίδου, Β, Εκατόχρονη Οδύσσεια,
Θεσσαλονίκη, 2001.
Πογκόσοβα, Ι, Οι Έλληνες στο
σύστημα των εθνικών σχέσεων στην ΕΣΣΔ, Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη, 2002.
Φωτιάδης, Κ, Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου,
Αθήνα, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη
Δημοκρατία, 2004.
Φωτιάδης, Κ, Ο Ελληνισμός της Ρωσίας και της
Σοβιετικής Ένωσης, Θεσσαλονίκη, Ηρόδοτος, 2003.
Χαραλαμπίδης, Ν. Φωτιάδης, Κ. Πόντιοι:
Δικαίωμα στη μνήμη, Αθήνα, Γόρδιος, 2004.
Charalambidis, M, The
Pontian Question in the United Nations,
Fitzpatrick,
S, Every day Stalinism. Ordinary Life in Extraordinary Times: Soviet