ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ
ΚΑΤΑ
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ (1830-1930)
Σταυρούλα ΛΥΚΙΑΡΔΟΠΟΥΛΟΥ
Yπ. Δρ.
Παν/μίου Αιγαίου
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η εξαγγελία
του Τανζιμάτ(1839) σηματοδοτεί μια νέα ιστορική περίοδο
που θα φέρει σημαντικούς μετασχηματισμούς στην κοινωνική και οικονομική ζωή της
Λέσβου. Πιο συγκεκριμένα η ανάπτυξη της μεσοαστικής τάξης, η αύξηση του
πληθυσμού της ελληνικής κοινότητας του νησιού και η εμφάνιση και καλλιέργεια
της ιδεολογίας του εθνισμού αποτελούν τρεις από τους σημαντικότερους παράγοντες
που καθόρισαν τη φυσιογνωμία της Λεσβιακής κοινωνίας κατά το 19ο
αιώνα και προετοίμασαν το έδαφος για τις επερχόμενες αλλαγές. Ο χώρος της
εκπαίδευσης αποτέλεσε το προνομιακό πεδίο μέσα από το οποίο επιχειρήθηκε να
συγκροτηθεί μια ομοιογενής και ισχυρή εθνική ταυτότητα, η οποία σε συνδυασμό με
μια σειρά άλλους παράγοντες, αποτέλεσε τον καταλύτη
για την επιτάχυνση των διαδικασιών που οδήγησαν στην τελική ενσωμάτωση της
Λέσβου στο Ελληνικό κράτος. Πρωτοπόροι στην προσπάθεια μεταλαμπάδευσης της
εθνικιστικής ιδεολογίας σε όλο και πλατύτερα στρώματα του ελληνόφωνου πληθυσμού
αναδείχθηκαν αρκετοί εκπαιδευτικοί, οι οποίοι συμμετείχαν στην πνευματική και
πολιτιστική ζωή του νησιού ποικιλοτρόπως. Την οργάνωση και εποπτεία των
σχολείων στην πόλη της Μυτιλήνης αναλαμβάνουν οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης
οι οποίοι, ύστερα από πρόταση του μητροπολίτη Μυτιλήνης ιδρύουν την Εφορεία των
Φιλανθρωπικών και Εκπαιδευτικών Καταστημάτων η οποία τελεί υπό τον έλεγχο της
δημογεροντίας. Η εξεύρεση πόρων για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών
αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι έχοντες την
ευθύνη της διοίκησης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Για το λόγο
αυτό αναγκάζονται να επιβάλλουν δίδακτρα, γεγονός που συχνά δημιουργεί τριβές
και προκαλεί την αντίδραση των πολιτών, συνιστά δε τον κύριο ανασταλτικό
παράγοντα για την ανάπτυξη της παιδείας στη Λέσβο κατά την Οθωμανική περίοδο.
SUMMARY
The declaration of the Tanzimat(reorganazation)
in 1839 starts a new historic period that brings about many important changes
to the social and economic life of
1.ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Το διάταγμα του Γκιουλχανέ (Ροδοκήπου), που
εξήγγειλε ο σουλτάνος Αβδούλ Μεζίτ
το 1839, σηματοδοτεί την έναρξη μιας σειράς νομοθετικών, διοικητικών και
στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων που είναι γνωστές με τον όρο Τανζιμάτ
(αναδιοργάνωση). Οι διεθνείς συνθήκες αλλά και η εσωτερική κατάσταση της
αυτοκρατορίας αποτέλεσαν τους σημαντικότερους παράγοντες που υπαγόρευσαν τις
αλλαγές με κύριο άξονα την «ιδέα ότι η εξωτερική ακεραιότητα της αυτοκρατορίας
περνά μέσα από την εσωτερική της αναδιάρθρωση»[1]. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές με τις
οποίες ο σουλτάνος υποσχόταν ισονομία και ισοπολιτεία στους υπηκόους του
συμπληρώθηκαν με τη διακήρυξη του Χάττ-ι Χουμαγιούν στις 18-2-1856. Μέσα από την προαγωγή της
ισοπολιτείας, της ελεύθερης θρησκευτικής λατρείας, της κατάργησης των τοπαρχικών μονοπωλίων και της πρόσβασης στα διοικητικά και
δικαστικά αξιώματα από τις υπόδουλες εθνότητες επιχειρήθηκε να ανακοπεί η
διαδικασία της αφύπνισης των εθνοτήτων που συγκροτούσαν το μωσαϊκό της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι νέες πραγματικότητες
που διαμορφώθηκαν, όμως, θα αποδεσμεύσουν τις διαδικασίες εκείνες που τελικά
οδήγησαν στην προγραμματική εκδήλωση του εθνικισμού των εμπόρων και των
μορφωμένων στρωμάτων της ελληνικής εθνότητας. Θα θέσουν, ακόμα τους
ψυχολογικούς όρους για τη συγκρότηση του τουρκικού εθνικισμού, κυρίως μέσα από
το χάσμα που δημιουργούσε η ευδιάκριτη γραμμή ανάμεσα στις δυο εθνότητες: την
ελληνική, που έλεγχε – τουλάχιστον στον ευρύτερο χώρο της Μικρασίας και του Αιγαίου – τους οικονομικούς μηχανισμούς
και την τουρκική, που μονοπωλούσε την πολιτική και τη στρατιωτική εξουσία. Η
έναρξη του Τανζιμάτ σηματοδοτεί τη μετάβαση του
Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και του Αρχιπελάγους προς
μια ιστορική φάση, στην οποία θα διασταυρωθούν ο αστικός μετασχηματισμός, η
παγίωση της εθνικής συνείδησης και η προσδοκία ενσωμάτωσης στο ελεύθερο
ελληνικό κράτος, την οποία τόνωσε η εισβολή του ελλαδικού εθνικισμού στο
βορειοανατολικό Αιγαίο και τη Μικρά Ασία[2].
Όσον αφορά στη Λέσβο η
επιβολή των ευεργετικών διατάξεων του Χάττ-ι Χουμαγιούν δε συνάντησε σημαντικές δυσκολίες, γεγονός που
οφείλεται, σύμφωνα με τον Προξενικό πράκτορα της Γαλλίας και διαχειριστή του
Αγγλικού Υποπροξενείου Μυτιλήνης Ch. Roboly, στην εγγύτητα της Λέσβου με την Κωνσταντινούπολη και
τη ύπαρξη μικρού αριθμού μουσουλμάνων στο νησί[3]. Το 1867
μπαίνει σε ισχύ ο νόμος για τη διοικητική διαίρεση, ο οποίος καθόριζε τη
διαίρεση της Αυτοκρατορίας σε βιλαέτια, σαντζάκια, καζάδες
και δήμους. Η Λέσβος αποτέλεσε ένα από τα σαντζάκια του βιλαετίου
Αρχιπελάγους[4].
Ο διοικητής του νησιού (μουτεσαρίφης), θα αποψιλωθεί
από τα εναπομείναντα μονοπωλιακά, φοροεισπρακτικά και
λοιπά προνόμια και έτσι η διοίκηση θα χωριστεί από την οικονομία, η οποία θα
ακολουθήσει την τροχιά της απελευθέρωσης και της ελεύθερης διακίνησης των
προϊόντων. Παράλληλα η θέσπιση των διοικητικών συμβουλίων με τη συμμετοχή και
των χριστιανών, θα περιορίσει την εξουσία του μουτεσαρίφη,
ενώ μέρος από τις δικαιοδοσίες της Εκκλησίας θα περάσει στους κοσμικούς θεσμούς
των εκκλησιαστικών επιτρόπων και εφόρων των εκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών
καταστημάτων[5].
Με τη μεταρρύθμιση του Τανζιμάτ ο θεσμός των κοινοτήτων ενισχύθηκε και καθιερώθηκαν
επίσημα σ’όλη την έκταση του κράτους οι
δημογεροντίες, στις οποίες μεταφέρθηκαν σημαντικές αρμοδιότητες. Η ένταξη των
τελευταίων στο ενιαίο διοικητικό σύστημα δε θα σβήσει πολλές από τις
παραδοσιακές πρακτικές: η σύνδεση της εκλογής των δημογερόντων με τη φοροδοτική
ικανότητα εκλογέων και υποψηφίων, συντηρεί την ανάμνηση των εξαγορασμένων,
σχεδόν, κοινοτικών αξιωμάτων[6].
Έτσι η δημοτική αρχή παρέμεινε στα χέρια λίγων οικονομικά ισχυρών οικογενειών
που πολλές φορές συνδέονταν με συγγενικούς δεσμούς και συχνά έκαναν κατάχρηση
εξουσίας μεταβαλλόμενοι σε «μικρούς δεσποτίσκους των
χωρίων και κωμοπόλεων»[7].
Άλλωστε τα συμφέροντά τους πολλές φορές ταυτίζονταν με εκείνα των ανώτερων
υπαλλήλων της οθωμανικής διοίκησης. Δεδομένου δε του ότι για να ισχύσει η
εκλογή ήταν απαραίτητη η έγκριση της τοπικής οθωμανικής αρχής, δεν είναι σπάνιο
το φαινόμενο της δωροδοκίας και του διορισμού άλλου προσώπου της αρεσκείας της
οθωμανικής διοίκησης[8].
Αναφέρονται πολλές περιπτώσεις παράνομων και υπέρογκων χρηματικών εισφορών,
κυρίως στην αγροτική τάξη, αλλά και παρεμβάσεις στα οθωμανικά δικαστήρια και
την οθωμανική διοίκηση προκειμένου να προωθήσουν τα συμφέροντα τους. Η δημογεροντία
ήταν υπόλογη απέναντι στην οθωμανική αρχή, στην οποία
απέδιδε τους φόρους και τον οικείο μητροπολίτη, όπου κατέβαλλε τις ετήσιες
χορηγήσεις, τα λεγόμενα «δεσποτικά»[9].
2.ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΡΩΜΑΤΩΣΗ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ 19ΟΥ ΑΙΩΝΑ
Κάτω από αυτές τις συνθήκες
συντελείται η οικονομική και κοινωνική απελευθέρωση
της ελληνορθόδοξης κοινότητας στη Λέσβο η οποία στα μέσα του 19ου
αιώνα ανέρχεται στις 60.000 κατοίκους, έναντι 20.000 που αριθμούσε η οθωμανική
κοινότητα[10].Την
ίδια εποχή (1852) «ο πληθυσμός της Μυτιλήνης υπολογίζεται στις 8.500 κατοίκους.
Οι Μουσουλμάνοι δεν υπερβαίνουν τις 2 χιλιάδες. 200-300 είναι ξένοι και προστατεύονται
από τα διάφορα Προξενεία».[11]
Τρία χρόνια αργότερα ο Boutan, μέλος της Γαλλικής σχολής
Αθηνών ανεβάζει τον πληθυσμό της Μυτιλήνης σε 12 με 14 χιλιάδες κατοίκους
επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι πρόκειται για υπολογισμό κατά προσέγγισιν
μια και «οι απογραφές στην Ανατολή είναι κάτι το
άγνωστο»[12].
Όσο προχωρούμε δε προς το τέλους του αιώνα παρατηρούμε μια σταθερή αύξηση του
συνολικού πληθυσμού του νησιού, η οποία οφείλεται αποκλειστικά στην αύξηση του
ελληνικού στοιχείου ενώ έχουμε μια σταδιακή μείωση του οθωμανικού πληθυσμού.
Έτσι σύμφωνα με την αθηναϊκή εφημερίδα «Ο Αγών» στα 1898 ο συνολικός πληθυσμός
του νησιού ανέρχεται σε 130.000, από τους οποίους 120.000 είναι Έλληνες, 8.000
- 9.000 Τούρκοι και 300 – 1.000 Δυτικοί[13].
Η κοινωνικο-οικονομική
κατάσταση των κατοίκων του νησιού περί τα μέσα του 19ου αιώνα δεν
παρουσιάζει κραυγαλέες διαφορές[14]. Υπάρχουν τα κατώτερα στρώματα τα οποία κυρίως
ασχολούνται με εργατο-αγροτικές εργασίες και οι
μικροεπαγγελματίες καθώς επίσης και αρκετοί κτηματίες και έμποροι: «Αι περιουσίαι είναι ούτως ειπείν διανεμημέναι ομαλώς, και η
ευπορία του βίου κοινή. Ούτε υπέρπλουτοι υπάρχουσιν εν τη νήσω, ούτε πάμπτωχοι, μικράς
διαφοράς απαντά τις μεταξύ των μεγάλων κτηματιών και των μετρίων.
Μεγάπλουτοι αμφιβάλλω αν δύνανται να ονομασθώσι μόλις τρεις ή τέσσαρες
των Λεσβίων, ων αι ενιαύσιοι πρόσοδοι φθάνουσι τας 20 ή 25 χιλιάδας δραχμών».[15]Είναι δε συχνό το φαινόμενο ένα
σημαντικό μέρος του πληθυσμού, κυρίως οι κάτοικοι του δυτικού τμήματος του
νησιού που είναι άγονο, «ν’αποδημώσι, προ πάντων εις Σμύρνην και τα πέριξ αυτής, όπου ασκούντες την οικοδομικήν, τεκτονικήν και πολλά
άλλα επιτηδεύματα και κερδίζοντες την επέτειον της οικογενείας αυτών δαπάνην,
επανέρχονται εις τας εστίας των».[16] Ακόμα αρκετοί κάτοικοι των παραλίων επιδίδονται
στο εμπόριο με τις πόλεις τις Μ.Ασίας, όπου διαμένουν
κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου «ως έμποροι ιδίως και παντοπώλαι»
και «ένθα αξιολόγους περιουσίας συγκροτούσι
και κτηματίαι καθίστανται ουχί
μικροί».[17]
Όσο πλησιάζουμε προς το
τέλος του 19ου αιώνα η δημιουργία μιας ισχυρής αστικής τάξης αρχίζει
να γίνεται ευδιάκριτη, η οποία οφείλει ένα μεγάλο μέρος της δυναμικής της στα
κέρδη που απέφεραν τα κεφάλαια τα επενδεδυμένα στο
εξωτερικό. Ένα μέρος από αυτά εισάγονται στο νησί για να χρησιμοποιηθούν κυρίως
στην ανέγερση πολυτελών δυτικού τύπου κατοικιών και τη διαμόρφωση ενός
εξευρωπαϊσμένου τρόπου ζωής. Όλο το εμπόριο και η βιομηχανία βρίσκεται στα
χέρια των Ελλήνων του νησιού, ενώ η εφεύρεση της τεχνολογίας του ατμού και η
πύκνωση των εμπορικών ατμόπλοιων που έφθαναν στο νησί τόνωσαν σημαντικά την
εμπορική κίνηση[18].
Με την αύξηση των λεσβιακών εισαγωγών και εξαγωγών αυξάνονταν παράλληλα και τα
κέρδη του οθωμανικού δημοσίου από τους δασμούς που επιβάλλονταν στη διακίνηση
των εμπορευμάτων, αλλά και από την αύξηση της λοιπής φορολογίας[19].
Παράλληλα οι ευνοϊκές
διατάξεις του Χάττ-ι Χουμαγιούν
σύμφωνα με τις οποίες οι Έλληνες απέκτησαν το δικαίωμα αγοράς γης χωρίς τους
περιορισμούς του παρελθόντος επέτρεψε στους εκπροσώπους της ανερχόμενης αστικής
τάξης να ιδιοποιηθούν το μεγαλύτερο μέρος της λεσβιακής γης, επενδύοντας έτσι
τα κέρδη που αποκόμιζαν από την ανάπτυξη του εμπορίου και τις εξαγωγές των
λεσβιακών προϊόντων που είχαν ως βάση το ελαιόλαδο. Είτε με τη μέθοδο της
τοκογλυφίας (προπωλήσεις της προσδοκώμενης παραγωγής ελαιολάδου) είτε με απ’ ευθείας αγορές το μεγαλύτερο μέρος
της λεσβιακής γης πέρασε από τα τουρκικά σε ελληνικά χέρια. Καταλυτική ήταν
προς την κατεύθυνση αυτή και η σύμπραξη των δημογεροντιών, τα μέλη των οποίων
επιλέγονταν από τις ισχυρές οικογένειες, παρέχοντας σημαντικές διευκολύνσεις
στην τυπική ολοκλήρωση της διαδικασίας των αγοραπωλησιών μέσα από την σχεδόν
αποκλειστική τους αρμοδιότητα για την ενημέρωση των κοινοτικών καταστίχων[20].
Η νέα αστική τάξη που
δημιουργείται κατέχει ταυτόχρονα και τα σημαντικότερα αξιώματα στους κόλπους
της ελληνορθόδοξης κοινότητας και μέρος από εκείνα της οθωμανικής εξουσίας,
ελέγχοντας παράλληλα ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης, οι συνθήκες
διαβίωσης και εργασίας της οποίας ήταν εξαιρετικά υποβαθμισμένες. Αποτέλεσμα
αυτών είναι και οι σκληρές κοινωνικές διαμάχες που θα προκληθούν στις
κωμοπόλεις της Αγίας Παρασκευής και της Βρίσας στη
δεκαετία του 1880-90 με αφορμή τη βαριά φορολογία και τον αποκλεισμό από τα
κοινοτικά αξιώματα[21].
Επίσης στην ίδια κατηγορία της κοινωνικής αντίδρασης θα μπορούσαμε να εντάξουμε
και τα περίφημα «Λειμωνιακά», που επί μια εικοσαετία
δίχασαν τη λεσβιακή κοινωνία και έθεσαν υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα του
Πατριαρχείου να ελέγχει και να διαθέτει κατά βούληση τις προσόδους από την
κτηματική περιουσία της Μονής Λειμώνος[22].
Παρ’
όλ’ αυτά, όπως επισημαίνει και ο Κ.Τσουκαλάς,
«οι Έλληνες προλετάριοι δεν αποκτούν ποτέ μαζική εργατική συνείδηση»[23]. Σημαντικό
ρόλο σ’ αυτό έπαιξαν μια σειρά από παράγοντες, ανάμεσα στους οποίους βαρύνουσα
σημασία κατέχει ο τρόπος δόμησης και οργάνωσης των κοινοτήτων. Αυτές αποτέλεσαν
το συνεκτικό κρίκο ανάμεσα στους ελληνόφωνους κατοίκους – οι οποίοι
προσδιορίζονταν περισσότερο από «τις συνιστώσες της εθνικής τους ταυτότητας
παρά από τις συνέπειες της ταξικής τους κατάστασης»[24] - των περιοχών εκτός του ελεύθερου
ελληνικού κράτους και συνέβαλαν σημαντικά στην άμβλυνση των κοινωνικών διαφορών
οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συγκρούσεις. Ακόμα η προσδοκία της
μεταπήδησης ενός σημαντικού τμήματος από αυτούς στη μικροαστική τάξη, η οποία
διευρύνεται σημαντικά στα πλαίσια της βαθμιαίας διείσδυσης του καπιταλισμού,
εμποδίζει την ανάπτυξη μιας ιδεολογίας του προλεταριάτου.
Η μελέτη των μαθητολογίων
των σχολείων της Μυτιλήνης – όπου καταχωρείται το «επάγγελμα πατρός» των
μαθητών - μας αποκαλύπτει ένα πλήθος επαγγελμάτων με τα οποία ασχολούνται τα
κατώτερα κοινωνικά στρώματα της πόλης αλλά και ένα συνεχώς αυξανόμενο μεσαίο
στρώμα που απαρτίζεται κυρίως από υπαλλήλους, εμπόρους και άλλα μεταπρατικά
επαγγέλματα. Η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών ανήκει
στην κατώτερη κοινωνική τάξη από τα μέλη της οποίας ένας μεγάλος αριθμός ασκεί
εργατικά επαγγέλματα (οι λεγόμενοι «μεροκαματιάρηδες»
όπως κτίστης, πετράς, κονιατής, ψαράς, αχθοφόρος, καρραγωγεύς, καφεψός, υπηρέτης, ποιμήν, γεωργός, μάγειρας, κηπουρός κλπ). Υπάρχει επίσης ένας σημαντικός αριθμός από
μικροεπαγγελματίες και μικρομαγαζάτορες οι οποίοι
προσπαθούν να επιβιώσουν εξυπηρετώντας τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων της
πόλης : βαρελοποιός, υποδηματοποιός, επιπλοποιός, εφαπλωματάς,
κηλεπιδεσματοποιός, ζαχαροπλάστης, σιγαροποιός,
αγαλματοποιός, τσαρουχάς, αρτοποιός, ράπτης, κουρεύς,
μανάβης, σαμαρτζής, παντοιοπώλης, κρεοπώλης,
ιχθυοπώλης, εφημεριδοπώλης, ταβερνάρης, μαχαιράς, σαλεπτζής, λεμβούχος
κλπ.
Τα μεσαία στρώματα – τα
οποία αυξάνονται με σημαντικούς ρυθμούς μετά το 1912 και την ολοένα και πιο
μεγάλη εξάρτηση του νησιού από την κεντρική διοίκηση – είναι αρκετά ευδιάκριτα
και κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας. Αποτελούνται
κυρίως από εμπόρους, μεταπράτες, μεσίτες, αργυραμοιβούς, κτηματικούς αλλά και
από ιερείς, διδασκάλους, μηχανικούς, πράκτορες και υπαλληλικό προσωπικό κάθε
είδους (γραμματεύς, δικαστικός κλητήρ, υπάλληλος δημαρχίας, τελωνοφύλαξ, φορολόγος, αγροφύλαξ,
υποκελευστής κλπ). Τέλος στα ανώτερα κοινωνικά
στρώματα, όπως αυτά εμφανίζονται μέσα από τη μελέτη των μαθητολογίων, ανήκουν
εκείνοι οι οποίοι ασκούν επαγγέλματα με υψηλό κοινωνικό κύρος (δικηγόρος,
ιατρός, φαρμακοποιός, ειρηνοδίκης, πρωτοδίκης, Διευθυντής Τράπεζας, τελωνιακός
ελεγκτής, επιθεωρητής σχολείων, διερμηνεύς) αλλά και ένας αριθμός ανθρώπων οι
οποίοι έχουν μεγάλη οικονομική επιφάνεια και είναι συνήθως
μεγαλέμποροι(λαδέμπορος, δερματέμπορος, καπνέμπορος), χρηματιστές, κτηματίες
και βιομήχανοι(παγοποιός, βυρσοδέψης).
Μπορούμε να πούμε ότι η
Λεσβιακή κοινωνία του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού
χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη αστικών σχηματισμών με κατεστημένες προ-αστικές
νοοτροπίες: από τη μια οι μεσοαστοί υιοθετούν νοοτροπίες και στάσεις ευρωπαϊκές
– στον τρόπο ζωής, το ντύσιμο, την κατοικία, τη διασκέδαση – ενώ τα κατώτερα
στρώματα ζουν μέσα στη φτώχεια και μετά δυσκολίας ανθίντανται
στις οθωμανικές πρακτικές[25].
Όπως αναφέρει ο Παντελής Αργύρης «θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τη Λεσβιακή
κοινωνία από το 1880 έως το 1912 στα σχετικά γνήσια αλλ’
ανολοκλήρωτα μοντέλα αστικού μετασχηματισμού. Από εκεί και πέρα, ο νέος
ιστορικός παράγων που θα προσδιορίσει τις εξελίξεις είναι το κράτος. Έως το
1912 η Λέσβος γνώρισε πολλές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές
μεταβολές, αλλά στο πλαίσιο ενός κυρίαρχου αλλοεθνούς κράτους, του οποίου ο
ρόλος περιοριζόταν στην είσπραξη της υπεραξίας μέσω των φόρων. Η ενσωμάτωση στο
ελεύθερο ελληνικό κράτος θα σημάνει την άρση της αναντιστοιχίας
ανάμεσα στην κοινωνία και τη διοίκηση, θα συμφιλιώσει το έθνος με το κράτος, θα
καταστρέψει όμως τον αυτοδιαχειριστικό χαρακτήρα
βασικών, όπως η εκπαίδευση και η κοινοτική αυτοδιοίκηση, τομέων της κοινωνικής
ζωής»[26].
3.ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ: ΑΠΟ ΤΗΝ PAX
OTTOMANICA ΣΤΗΝ ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΙΣΜΩΝ
Τουλάχιστον ως τα μέσα του
18ου αιώνα, η πολιτιστική ταυτότητα του ελληνισμού συγχεόταν με την
ελληνόφωνη χριστιανική ορθοδοξία, που ήταν συγκροτημένη γύρω από το
Πατριαρχείο. Η πνευματική – αλλά και κοσμική – εξουσία του Πατριαρχείου είχε
κατ’ εξοχή οικουμενικό χαρακτήρα και δε συνταυτιζόταν αποκλειστικά και μόνο με
τις γεωγραφικές περιοχές που είχαν ελληνικό πληθυσμό. Για το λόγο αυτό η επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία αντιμετώπισε με διφορούμενη
και συχνά εχθρική στάση, την εμφάνιση ενός «κοσμικού» ελληνικού εθνικισμού. Η
αόριστη ελπίδα της ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αναφέρεται
πρωταρχικά στην αναγέννηση μιας Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης, οικουμενικής και
πολυεθνικής υπό την αιγίδα της Εκκλησίας. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ήταν
αδύνατη η ανάπτυξη ενός αυστηρά «εθνικού» κινήματος, καθώς η διευθυντική
ελληνοχριστιανική τάξη, που αναπτύχθηκε κάτω από την άμεση προστασία της Πύλης,
παγίωνε την κυριαρχία της στην αναγνωρισμένη και επίσημη οικουμενική λειτουργία
της[27].
Η ανάπτυξη της εμπορικής
μεσοαστικής τάξης προαναγγέλλει μια νέα φάση, που αρχίζει να διαφαίνεται προς
τα μέσα του 18ου αιώνα και χαρακτηρίζεται από μια ταυτότητα
«κοσμική» που δεν μπορεί να αρκεστεί στη μονοπώληση
των εκκλησιαστικών υποθέσεων, αλλά οραματίζεται ένα ολοκληρωμένο εθνικό
πρόγραμμα και μια νέα μορφή πολιτικής οργάνωσης του χώρου. Η απελευθέρωση από
τον τουρκικό ζυγό – αν και αποτελεί προϋπόθεση – είναι μόνο η αρχή για τη
δημιουργία μιας «ευρωπαϊκού τύπου» αστικής κοινωνίας, που θα αποτελούσε εχέγγυο
για οικονομική ανάπτυξη και πολιτική απελευθέρωση. Δεν είναι τυχαίο το ότι
βασικός φορέας αυτής της ιδεολογίας ήταν τα εξευρωπαϊσμένα στρώματα της
μεσοαστικής τάξης.[28]
Με την ανακήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας, στην τρίτη δεκαετία του 19ου
αιώνα, και τη δημιουργία νέων εθνικών κρατών η ελληνική εθνική συνείδηση
εισέρχεται στην τρίτη και τελευταία φάση που χαρακτηρίζεται από τον έντονο ανταγωνισμό
ανάμεσα στις εθνότητες που συναπαρτίζουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη
διείσδυση της εθνικιστικής ιδεολογίας σε όλο και πλατύτερα στρώματα.
Έτσι έχουμε από τη μια
μεριά την εμφάνιση ενός κράτους-έθνους που περιλαμβάνει τα εδάφη της
μητροπολιτικής Ελλάδας και από την άλλη ένα πλήθος από ελληνόφωνες κοινότητες
διασπαρμένες σε όλα τα σημεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίες όμως δεν
παρουσιάζουν τις ίδιες δυνατότητες μελλοντικής ένταξης στο ανεξάρτητο Ελληνικό
κράτος. Όσον αφορά στη Λέσβο και τα απέναντι παράλια της Μ. Ασίας και
ειδικότερα η περιοχή της Σμύρνης, μπορούμε να πούμε ότι κυρίως λόγω του
συμπαγούς ελληνόφωνου πληθυσμού τους εντάσσονται στο σχέδιο εθνικής
αποκατάστασης. Τόσο στη Μακεδονία και στη Θράκη, όσο και στις περιοχές της Ανατολικής
Μεσογείου, η γενική ελληνική πολιτιστική «επίθεση» συμπίπτει με το νέο ρόλο που
οι μη μουσουλμανικές κοινότητες έλπιζαν να παίξουν στα πλαίσια των νέων
οικονομικών και πολιτικών συνθηκών που δημιουργούνται με την επέκταση των
καπιταλιστικών δομών. Οι τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα λοιπόν
χαρακτηρίζονται από πλήρη σύμπτωση των οικονομικών συμφερόντων της αστικής
τάξης με τα πολιτικά της συμφέροντα. Η πορεία προς τον αστικό μετασχηματισμό θα
σημαδευτεί από τη δημιουργία μιας νέας ιδεολογίας, της ιδεολογίας του εθνισμού
και του ενστερνισμού της Μεγάλης Ιδέας, των οποίων οι κύριοι φορείς και
αναμεταδότες είναι οι εκπρόσωποι της καινούργιας αστικής τάξης.
Το βασικό όμως ρόλο στην
προσπάθεια διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης και μεταλαμπάδευσης της εθνικιστικής
ιδεολογίας σε όλο και πλατύτερα στρώματα του ελληνόφωνου πληθυσμού κλήθηκε από
πολύ νωρίς να παίξει ο θεσμός της εκπαίδευσης, με κύριους φορείς τους δασκάλους[29]. Το
διάταγμα του Ροδοκήπου και το «Αυτοκρατορικόν
Αυτόγραφον» του 1856 μαζί με το σεβασμό στη
θρησκευτική αυτονομία, άφηναν περιθώρια για την ανάπτυξη του εκπαιδευτικού
θεσμού στις υπόδουλες εθνότητες, χωρίς βέβαια να συνοδεύεται από ανάλογη
υποχρέωση της οθωμανικής εξουσίας να καλύπτει οικονομικά τις ανάγκες των
σχολείων. Το ρόλο αυτό θα τον αναλάβουν οι κοινότητες και η εκκλησία με τη
συνδρομή των εύπορων αστών της λεσβιακής κοινωνίας. Όπως προκύπτει από τις
ιστορικές μαρτυρίες της εποχής - παρά το γεγονός ότι η συγκρότηση του
εκπαιδευτικού δικτύου παρουσίασε στη Λέσβο μια σημαντική καθυστέρηση
- οι προσπάθειες όλων αυτών των φορέων ήταν τελικά εξαιρετικά
επιτυχημένες[30].
Ένα παράδειγμα αποτελεί το
αφιέρωμα στη Λέσβο που δημοσίευσε στα 1899 η αθηναϊκή εφημερίδα «ο Αγών» όπου
διαπιστώνει ότι: « Το εθνικόν φρόνημα και επί της
ωραίας ταύτης ελληνικωτάτης
νήσου είναι ακμαιότατον» και σπεύδει λίγο παρακάτω να εξηγήσει: «Την τοιαύτην ανάπτυξιν του εθνικού
φρονήματος οφείλει η νήσος εις την ευρύτατα διαδεδομένην
εκπαίδευσιν, διαγωνιζομένη κατά τούτο προς τα μάλλον
κατά την παιδείαν προηγμένα μέρη του υπό την Τουρκίαν Ελληνισμού, αναμφισβητήτως
δε υπερτερούντα κατά τούτο πάσαν οιανδήποτε επαρχίαν του ελευθέρου βασιλείου»[31]. Αρκετά χρόνια πριν(1864) ο
Υποπρόξενος της Ελλάδας στη Μυτιλήνη Σ.Συρμακέζης σε
μια έκθεσή του προς το Υπουργείο Εξωτερικών εκφράζει την ανησυχία του γιατί οι
κάτοικοι του νησιού απορροφημένοι από τους ρυθμούς της ζωής και έχοντας
εξασφαλίσει τα μέσα της επιβίωσής τους «κατέστησαν επιλήσμονες των προς την
πατρίδα των καθηκόντων και ήττον συμπαθείς εις την εστίαν
του Ελληνισμού», διαπιστώνει όμως ότι η νέα γενιά των αστών της Μυτιλήνης, η
οποία συμπληρώνει τις σπουδές της στα Πανεπιστήμια της Αθήνας και της Ευρώπης «ήρχισεν ήδη να αισθάνηται τα ιερά
καθήκοντα απέναντι της πατρίδος της», γεγονός που σε ένα μεγάλο βαθμό
αποδίδεται στην ύπαρξη καλά οργανωμένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.[32] Έτσι ο
κύκλος των εκπαιδευτικών αποτέλεσε τον πυρήνα της πνευματικής κοινωνίας της
Λέσβου, ο οποίος ουσιαστικά συνετέλεσε στην
αποτελεσματική εγχάραξη της ιδεολογίας της Μεγάλης Ιδέας και της προοπτικής της
ενσωμάτωσης στο εθνικό κράτος ή ακόμα και της ανασύστασης της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας.
Ανάμεσα σ’αυτούς
ως πρωτοπόρο πρέπει να θεωρήσουμε το Βενιαμίν το Λέσβιο του οποίου οι ιδέες –
αν και δεν είχαν την τύχη να αποδώσουν καρπούς παρά τις επίμονες προσπάθειες
του ίδιου – αποτέλεσαν ωστόσο το έναυσμα και καλλιέργησαν το έδαφος για την
ανάπτυξη μιας παιδείας με έντονη εθνική φυσιογνωμία στηριγμένη στο ένδοξο
ιστορικό παρελθόν[33].
Σημαντική φυσιογνωμία που συντέλεσε ουσιαστικά στο χτίσιμο του σχολικού
μηχανισμού κατά τα πρώτα «δύσκολα» χρόνια είναι και ο Σταυράκης
Αναγνώστης. Η «Λεσβιάς Ωδή» του είναι ένα έργο το
οποίο μέσα από την εξιστόρηση του ένδοξου παρελθόντος της Λέσβου φιλοδοξεί να
αποτελέσει το πνευματικό εγερτήριο των μαθητών «οίτινες
θέλουν φιλοτιμείσθαι ίσως εις ζήλωσιν
και μίμησιν των ενδόξων προπατόρων των, και προοδεύειν θαρσαλέως και χαρμοσύνως εις την νοητικήν και ηθικήν των ανάπτυξιν και εκπαίδευσιν, βλέποντες, οποία ένδοξος και σοφή, και
πολυγράμματος και πολύμουσος, υπήρξεν
έκπαλαι η πατρίς των».[34]
Αλλά και ο Γ.Αριστείδης – Πάπης μαθητής και
συνεχιστής του έργου Σ.Αναγνώστη εργάστηκε πολλά
χρόνια για την οικοδόμηση του σχολικού δικτύου μη μπορώντας να αποδεχτεί ως
τετελεσμένο το γεγονός ότι «η Ελλάς η μήτηρ πάσης
σοφίας, η εξευρούσα και επί το παντέλειον
αγαγούσα πάντα τα είδη των γνώσεων, έμελλεν εν τω ατελευτήτω χρόνω ατελευτήτως να διατελή μεμυκεία τους οφθαλμούς
και αναίσθητος προς την εν τη Δύσει συμβαίνουσα τεραστίαν
διανοητικήν κίνησιν».[35] Η
προοδευμένη Ευρώπη αποτέλεσε από τα πρώιμα κιόλας χρόνια της πνευματικής
αφύπνισης των υπόδουλων το μέτρο σύγκρισης και ο πόλος έλξης πολλών νέων αστών
και όχι μόνο[36]
οι οποίοι πηγαίνουν «εις την Ευρώπην ίνα ποτισθώσι τα νάματα παιδείας τελειοτέρας
και υψηλοτέρας»[37].
Ωστόσο δεν παύει να ενσαρκώνει και τον κίνδυνο ο οποίος απειλεί να αλλοτριώσει
«τον νουν ημών από πάσης μελέτης των προγονικών θησαυρών» δεδομένου ότι «ο
χείμαρρος των ξενοζήλων παραδειγμάτων απειλεί να κατακλύση καθ’ολοκληρίαν τον εθνικόν ημών βίον».[38] Η αμφιθυμία
αυτή απέναντι στο ευρωπαϊκό, νεωτερικό πρότυπο ζωής[39] θα
αποτελέσει έκτοτε τον κυρίαρχο άξονα σε όλους «τους επίσημους και ανεπίσημους
λόγους για το έθνος που διαμόρφωσαν τις αναπαραστάσεις που έχει η εθνική ομάδα
για τον εαυτό της και τα άλλα έθνη».[40] Η επίκληση του ένδοξου παρελθόντος από
τη μία και η ανάγκη για πρόοδο και ανάπτυξη σύμφωνα με το δυτικό πρότυπο από
την άλλη θα οριοθετήσουν ένα πεδίο μέσα στο οποίο θα δοθούν πολλές μάχες για τη
φυσιογνωμία της εθνικής ταυτότητας[41]. Η εκπαίδευση δε ως ο κατ’ εξοχήν μηχανισμός
διαμόρφωσης της εθνικής ιδεολογίας θα βρεθεί στο επίκεντρο των
διαδραματιζόμενων διεργασιών και θα γίνει ο δίαυλος απ’ όπου θα διοχετευθούν
πολλές φορές αντιφατικά μηνύματα.
4. Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ. ΤΑ
ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ
Στο Ελληνικό κράτος από τα
πρώτα κιόλας χρόνια της ίδρυσής του η διοίκηση της εκπαίδευσης τέθηκε κάτω από
τον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας. Το ίδιο δεν συμβαίνει με τις ελληνικές
κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με το διάταγμα του Γιουλχανέ(1839)
και το διακηρυγμένο σεβασμό της θρησκευτικής αυτονομίας, οι υπόδουλες
εθνότητες της Αυτοκρατορίας προχωρούν με γρήγορους ρυθμούς στην αναδιοργάνωση
της εκπαίδευσης και την ίδρυση νέων σχολείων, την ευθύνη για τη λειτουργία των
οποίων φέρουν αποκλειστικά οι ίδιες. Στη Μυτιλήνη, με την οποία θα ασχοληθούμε
στην ανακοίνωσή μας αυτή, μέχρι το 1844 τη διοίκηση όλων των σχολείων ασκούσε η ανώτατη κοινοτική αρχή, δηλαδή η Δημογεροντία. Οι
ετήσιες δαπάνες για τη λειτουργία τους ανέρχονταν σε 40.000 γρόσια,
τα οποία προέρχονταν από τους φόρους που εισέπραττε από τους χριστιανούς
κατοίκους της Μυτιλήνης και 15.000 γρόσια από τα ελαιoκτήματα της Μητρόπολης. Το 1844, ύστερα από υπόδειξη
του Μητροπολίτη Μυτιλήνης Καλλίνικου, η Δημογεροντία αποφάσισε να υπαγάγει τα
σχολεία κάτω από τη διοίκηση της Εφορείας των Φιλανθρωπικών καταστημάτων
Μυτιλήνης με πρόεδρο τον εκάστοτε μητροπολίτη.[42]Σ’αυτή την
απόφαση βαρύνοντα ρόλο έπαιξε η προσπάθεια εξεύρεσης πρόσθετων πόρων για τις
ανάγκες λειτουργίας των σχολείων μέσα από την εκμετάλλευση της εκκλησιαστικής
περιουσίας. Ως αντάλλαγμα στην προσφορά αυτή η Δημογεροντία παραχώρησε τη θέση
του προέδρου στον εκπρόσωπο της εκκλησίας, η οποία έτσι διασφάλιζε το δικαίωμα
ελέγχου στην εκπαιδευτική διαδικασία κατοχυρώνοντας το ρόλο της ως φορέας
κοινωνικοποίησης των νέων μελών της ελληνικής εθνότητας.
Τα τρέχοντα ζητήματα
της διοίκησης των σχολείων αναλαμβάνει στο εξής να επιλύσει η Εφορεία, η δε
Δημογεροντία εξακολουθεί να έχει την υψηλή εποπτεία των εκπαιδευτικών
καταστημάτων κυρίως σε ότι έχει να κάνει με θέματα ιδιαίτερης βαρύτητας. Ο
κανονισμός του 1860 στο κεφάλαιο «Περί εφόρων», ορίζει ότι «η Εφορία των
Σχολείων και του Νοσοκομείου προσδιορίζεται επταμελής, είναι δε αχώριστος και ανανεούται κατά πάσαν διετίαν, ή ολόκληρος ή κατά πέντε μέλη διά κλήρου»[43]. Από το
1878 η επιλογή των μελών της Εφορίας γίνεται με εκλογές που διενεργούνται ανά
διετία και αυξάνεται ο αριθμός τους από επτά σε δώδεκα. Δικαίωμα ψήφου είχαν
όσοι πολίτες πλήρωναν ετήσιο φόρο(δημοτικά) πάνω από 100 γρόσια,
ενώ δικαίωμα εκλογής όσοι πλήρωναν 200 γρόσια. Η
ψηφοφορία είναι μυστική και γίνεται διά σφαιριδίων.[44] Τα καθήκοντα της Εφορείας είναι
πολλαπλά και καλύπτουν όλους τους τομείς της εκπαιδευτικής διαδικασίας: στέγαση
των σχολείων, οικονομική διαχείριση, εξεύρεση προσωπικού, έγκριση προγραμμάτων
σπουδών και κανονισμών λειτουργίας, εποπτεία και αξιολόγηση της εκπαιδευτικής
διαδικασίας. Όπως αναφέρει ο πρώτος κανονισμός λειτουργίας του Γυμνασίου(1848)
επί κεφαλής του σχολείου τίθεται ο Γυμνασιάρχης «όστις
θέλει συνεννοείσθαι περί όλων των πραγμάτων του
Γυμνασίου αμέσως με την Εφορείαν, εμμέσως δε δι’ αυτής με την Δημογεροντίαν
εάν η χρεία το καλέση».[45]Τα μέλη της Εφορείας
είναι υποχρεωμένα «κατά πάσαν εβδομάδα να
επισκέπτονται άπαξ τουλάχιστον το Γυμνάσιον και
τας παραδόσεις δια να πληροφορώνται περί των
αναγκών του και να παρατηρώσιν εάν οι διδάσκαλοι εκτελώσιν ευσυνειδήτως τα χρέη των». Με τη ρύθμιση αυτή η
άσκηση των διδακτικών καθηκόντων εκ μέρους των εκπαιδευτικών τίθεται υπό τον
έλεγχο των εκπροσώπων της ανώτερης αστικής τάξης, των οποίων οι παρεμβάσεις
κάποιες φορές ξεπερνούν τα όρια της ανοχής και γίνονται αιτία συγκρούσεων αλλά
και παραιτήσεων αρκετών διευθυντών αλλά και εκπαιδευτικών. Ακόμα η
εμπλοκή δύο αρχών(Εφορεία και Δημογεροντία) περιπλέκει τα πράγματα περισσότερο
και δημιουργεί επιπρόσθετες εντάσεις και τριβές οι οποίες έχουν
σημαντικές επιπτώσεις στην εν γένει λειτουργία των σχολείων.
Με το νέο κανονισμό του
Γυμνασίου (1864) οι αρμοδιότητες της Εφορείας ενισχύονται και
συγκεκριμενοποιούνται ακόμα περισσότερο, καθιστώντας τα μέλη της Εφορείας
άμεσους προϊστάμενους του προσωπικού των σχολείων, υπεύθυνους όχι μόνο για τα
οικονομικά και διοικητικά θέματα αλλά και ελεγκτές της επιστημονικής και
παιδαγωγικής κατάρτισης ακόμα και της διδακτικής ικανότητας των εκπαιδευτικών.
Έτσι κάθε Έφορος «επισκέπτεται, οσάκις θέλη, το Γυμνάσιον κατά τας ώρας των παραδόσεων και παρατηρεί, αν φυλάσσωνται ακριβώς οι περί διδασκαλίας και πειθαρχίας
νόμοι και αν οι διδάσκαλοι εκτελώσιν ευσυνειδήτως τα
χρέη των. Ούτε ο Διευθυντής ούτε άλλος των διδασκάλων δύναταί
ποτε να απομακρυνθεί του Γυμνασίου άνευ ρητής αδείας
της Εφορείας». Ακόμα η δικαιοδοσία της Εφορείας επεκτείνεται και έξω από το
χώρο του σχολείου καθώς αυτή έχει το δικαίωμα να «επιτηρεί την εκτός της σχολής
διαγωγήν των διδασκάλων και των μαθητών».
Ένα από τα σημαντικότερα
καθήκοντα της Εφορείας είναι η επιλογή του διδακτικού προσωπικού για όλα τα
σχολεία της δικαιοδοσίας της και η σύναψη με κάθε ένα διδάσκοντα του
συμφωνητικού εργασίας, μέσα στο οποίο περιέχονται οι υποχρεώσεις τις οποίες
αυτός αναλαμβάνει για όσο χρόνο διαρκεί η πρόσληψή του καθώς και το ποσό της
ετήσιας αμοιβής του Η διάρκεια της πρόσληψης είναι συνήθως ένας χρόνος όταν
πρόκειται για νέο εκπαιδευτικό και πάντως δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δυο
χρόνια. Η αμοιβή του κάθε δασκάλου είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την
Εφορεία η οποία σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνύεται ιδιαίτερα σκληρός
διαπραγματευτής όταν πρόκειται να περιφρουρήσει τα οικονομικά της συμφέροντα
αδιαφορώντας πλήρως για την τύχη των εκπαιδευτικών. Είναι συχνό το φαινόμενο,
κυρίως μετά το 1880 οπότε υπάρχει μεγαλύτερος αριθμός διαθέσιμων δασκάλων, να
μην ανανεώνονται τα συμφωνητικά τους για οικονομικούς κυρίως λόγους με σκοπό να
ασκηθούν πιέσεις και να συμμορφωθούν με την προτεινόμενη αμοιβή. Σε
αρκετές περιπτώσεις δε διστάζει να διακόψει συμβόλαια δασκάλων αρνούμενη να καταβάλλει την προβλεπόμενη αποζημίωση,
επικαλούμενη αθέτηση των όρων του συμβολαίου. Με τον τρόπο αυτό η Εφορεία
καθίσταται η εργοδοτική αρχή από την οποία εξαρτάται άμεσα η εκπαιδευτική
κοινότητα, με απεριόριστη ισχύ και δικαιοδοσία όχι μόνο επάνω στο παραγόμενο
εκπαιδευτικό έργο και τον έλεγχο της διδακτικής της ικανότητας αλλά και πάνω
στα δικαιώματα εργασίας της.
Σε μια προσπάθεια ενίσχυσης
του κύρους και της αξιοπιστίας της Εφορείας, ύστερα και από την αναγνώριση του
Γυμνασίου από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας(1875), η Δημογεροντία ανακηρύσσει το
λόγιο και πρώην καθηγητή Πανεπιστημίου Δημήτριο Βερναρδάκη στην αρχή επίτιμο
μέλος (1876) και δέκα χρόνια αργότερα (1886) επίτιμο πρόεδρο της Εφορείας.[46]Η επίδραση
του τελευταίου αλλά και μεταγενέστερα του αδελφού του Γρηγορίου Βερναρδάκη στη
φυσιογνωμία των σχολείων αλλά και την εν γένει πνευματική ζωή της Μυτιλήνης
είναι σημαντική και παρουσιάζει πολλές πτυχές που η μελέτη τους ξεπερνά τα όρια
αυτής της ανακοίνωσης.
5.ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΔΙΔΑΚΤΡΩΝ
Σημαντική παράμετρος αλλά
και ανασταλτικός πολλές φορές παράγοντας που έπαιξε καθοριστικό ρόλο, στην όλη
εξέλιξη της εκπαιδευτικού φαινομένου στην Οθωμανοκρατούμενη Μυτιλήνη ήταν η εξεύρεση των οικονομικών
πόρων για τη θεμελίωση και λειτουργία του σχολικού μηχανισμού μια και η
χρηματοδότησή του ήταν αποκλειστική ευθύνη της ελληνικής κοινότητας. Αυτή
στηρίχθηκε σε μεγάλο μέρος στις συνεισφορές της εύπορης αστικής τάξης μέσα από
την πληρωμή ειδικού φόρου, των δημοτικών, αλλά και στα έσοδα από κληροδοτήματα
και δωρεές επιφανών μελών της. Δεδομένου ότι το κόστος λειτουργίας των
εκπαιδευτικών καταστημάτων ήταν υπέρογκο, η Εφορεία κατέφυγε
στη θεσμοθέτηση διδάκτρων στην αρχή για τους μαθητές των σχολείων όλων
των βαθμίδων. Παράλληλα οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι
να καταβάλλουν ένα μικρό ποσό για δικαίωμα εγγραφής(εισιτήριο) καθώς και τα
δημοτικά τέλη ανάλογα με την οικονομική ικανότητα κάθε οικογένειας. Ακόμα το
σχολείο εισέπραττε τα σχολικά τέλη χάρτου μαζί με την έκδοση των ενδεικτικών,
απολυτηρίων και το χαρτί των εξετάσεων. Από όλα αυτά απαλλάσσονταν όσοι μαθητές
κρίνονταν ως άποροι.
Μέχρι το 1873 όλοι οι
μαθητές όλων των βαθμίδων πλήρωναν δίδακτρα. Το ποσό
των διδάκτρων καθορίζονταν ανάλογα με την αμοιβή του κάθε διδάσκοντα. Οι
εκπαιδευτικοί με καλύτερη κατάρτιση και εμπειρία αμείβονταν με υψηλότερους
μισθούς, γεγονός που επηρέαζε άμεσα το ποσό των διδάκτρων[47] και δημιουργούσε με τον τρόπο αυτό πρόσθετα
προβλήματα στους μαθητές από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Έτσι ο
αριθμός των μαθητών που τελικά καταφέρνει από το Γυμνάσιο είναι ιδιαίτερα
μικρός κάτι που δυσχεραίνει τις προσπάθειες αναβάθμισής του που από αρκετά
χρόνια είχε αναλάβει η Εφορεία και κορυφώθηκε με την αναγνώριση του από το
Πανεπιστήμιο Αθηνών και ήταν η σημαντικότερη διάκριση για τα εκπαιδευτικά
ιδρύματα του εκτός Ελληνικού κράτους ελληνισμού. Το 1873 ύστερα από πολλές
πιέσεις του Γυμνασιάρχη Χ.Λαίλιου[48] η Εφορεία κατάργησε τα δίδακτρα
μόνο για τους μαθητές των οποίες οι γονείς ήταν δημότες της πόλης της
Μυτιλήνης. Οι υπόλοιποι μαθητές που προέρχονταν κυρίως από τα χωριά της Λέσβου
αλλά και από τις πόλεις της Μ.Ασίας ή και άλλους
τόπους συνέχισαν να πληρώνουν δίδακτρα σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που
εξετάζουμε. Το γεγονός αυτό επηρέασε σημαντικά τη λειτουργία όλων των
εκπαιδευτικών βαθμίδων και κυρίως του Γυμνασίου, το
οποίο δέχονταν μαθητές από όλη τη Λέσβο μια και ήταν το μοναδικό Γυμνάσιο στο
νησί, δημιουργώντας συχνά τριβές και εντάσεις ανάμεσα στην Εφορεία και τους
γονείς των μαθητών οι οποίοι διεκδικούσαν την ελεύθερη πρόσβαση των παιδιών
τους σε όλα τα σχολεία. Η ένταση πήρε σημαντικές διαστάσεις κατά τα τελευταία
χρόνια της οθωμανικής περιόδου οπότε η Εφορεία κάτω από το βάρος των
δυσβάστακτων δαπανών κατέφυγε στην αύξηση του
εισιτηρίου για όλους τους μαθητές αλλά και στην επιβολή πολύ υψηλών διδάκτρων
για το νεοσύστατο εμπορικό τμήμα του Γυμνασίου και συχνά πήρε τη μορφή
οργανωμένης διαμαρτυρίας.
6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο 19ος αιώνας αποτέλεσε για
τη Λέσβο την κρίσιμη χρονική περίοδο κατά την οποία συντελέστηκαν
βαθιές αλλαγές στην οικονομική και κοινωνική δομή του νησιού. Αλλαγές που
δεν ήταν άσχετες με ότι συνέβαινε στον ευρύτερο χώρο
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και του νεοϊδρυθέντος Ελληνικού κράτους. Η
κήρυξη του Τανζιμάτ ήταν μια ακόμα πολιτική συγκυρία
που λειτούργησε καταλυτικά επιταχύνοντας τους μετασχηματισμούς που είχαν
αρχίσει να συντελούνται από τις αρχές του αιώνα σε
κάθε γωνιά του γεωγραφικού χώρου που εξετάζουμε. Όλα αυτά σε συνδυασμό με το
κίνημα του Ελληνικού Διαφωτισμού, δημιούργησαν το ιδεολογικό και υλικό υπόβαθρο
που επιτάχυνε τις διαδικασίες αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και
διαμόρφωσε τις συνθήκες μέσα στις οποίες εκδηλώθηκε το ιδεολόγημα του εθνισμού.
Η παροχή εκπαίδευσης μέσα
από οργανωμένους θεσμούς, τα σχολεία, είναι ένα φαινόμενο νεωτερικό
που αναπτύχθηκε παράλληλα με τη συγκρότηση και εξέλιξη της αστικής-βιομηχανικής
κοινωνίας. Η συγκρότηση των δομών της αστικής κοινωνίας και το πέρασμα από
μορφές προαστικής οικονομίας σε πρότυπα βιομηχανικής
ανάπτυξης, στη σπερματική της έστω μορφή, που εντάθηκε στη Λέσβο κατά το
δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη
δημιουργία ενός σημαντικού σχολικού δικτύου, η ανάπτυξη του οποίου συμβάδισε με
τη δημιουργία της νέας αστικής τάξης και υπηρέτησε ως ένα μεγάλο βαθμό τις κύριες επιδιώξεις και στόχους της.. Ουσιαστική συμβολή στην
όλη προσπάθεια έχει η ανερχόμενη νέα αυτή αστική τάξη της πόλης, η οποία με τη
βοήθεια πνευματικών ανδρών, πολλοί από τους οποίους εκπαιδεύτηκαν με δικές της
δαπάνες και μυήθηκαν στις αρχές του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, ανέλαβαν να
μεταλαμπαδεύσουν τα φώτα της παιδείας στα «τέκνα της πατρίδος τους» και να τα
καταστήσουν άξιους απόγονους και συνεχιστές της ιστορίας της Ελληνικής φυλής,
ώστε το νησί του Πιττακού και της Σαπφώς
να επανακτήσει τη θέση που του ταιριάζει ανάμεσα στα υπόλοιπα «ελληνικά έθνη».
Στη πραγματικότητα πρόκειται για μια σχέση αμφίδρομη και αλληλοτροφοδοτούμενη
στην οποία μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τόσο συμπτώσεις στους επιδιωκόμενους
σκοπούς όσο και αντιφάσεις, ρήξεις ή και συγκρούσεις
Η εκκλησία θεώρησε το
εγχείρημα αυτό – της πνευματικής καλλιέργειας και ηθικής τελειοποίησης των
παιδιών του λαού – από τα αρχικά κιόλας στάδια, ως «δική» της
υπόθεση, και ανέλαβε υπό την προστασίας της τα σχολεία όλων των βαθμίδων. Έτσι δημιουργήθηκε η Εφορία των Φιλανθρωπικών και
Εκπαιδευτικών Καταστημάτων με Πρόεδρο τον εκάστοτε Μητροπολίτη ο οποίος με τη
συμβολή εκλεγμένων αντιπροσώπων της αστικής τάξης της πόλης διοικεί τα σχολεία,
δίνοντας τις κατευθυντήριες γραμμές και ελέγχοντας κάθε πτυχή της εκπαιδευτικής
διαδικασίας από την πρόσληψη του εκπαιδευτικού προσωπικού και την εκπόνηση των
κανονισμών λειτουργίας των σχολείων μέχρι την κατάρτιση και υλοποίηση των
προγραμμάτων σπουδών. Η χρηματοδότηση αποτέλεσε ένα από τα προβληματικά
σημεία του όλου εγχειρήματος γεγονός που ανάγκασε την Εφορεία να εφαρμόσει την
πολιτική των διδάκτρων και κατέδειξε την αδυναμία της ελληνικής κοινότητας να
αναλάβει εξ ολοκλήρου τη διοίκηση και συντήρηση των σχολείων της πόλης
επιταχύνοντας έτσι την ανάγκη υπαγωγής τους σε ένα μεγαλύτερο και δυναμικότερο
φορέα που δεν ήταν άλλος από το Ελληνικό κράτος.
ΠΗΓΕΣ
Κώδιξ Ε΄Μητρόπολης
Μυτιλήνης
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αναγνώστης Σταυράκης, Η Λεσβιάς Ωδή,
Σμύρνη 1849.
Αναγνώστου Στρατής, Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και ο
αντίκτυπός του στη Λέσβο, Μυτιλήνη 1997.
Αναγνώστου Στρατής, «Η Λέσβος στα τέλη του 19ου αιώνα
σύμφωνα με ένα αφιέρωμα της Αθηναϊκής εφημερίδας ‘Ο Αγών’» στο Α.Κουτζαμάνη
Λεσβιακό Ημερολόγιο 2000, Μυτιλήνη 2000.
Αργύρης Παντελής, «Λέσβος.
Από την κατάκτηση (1462) στη σύγχρονη εποχή» στο Λέσβος η Αιολική,
Εκδόσεις Αστερισμός, Αθήνα 1995.
Αργύρης Παντελής, «Ο αντιδυτικός Δ.Βερναρδάκης και ο εισιτήριος πανεπιστημιακός του λόγος» στα Λεσβιακά,
τόμος ΙΑ, Μυτιλήνη 1987.
Αργύρης Παντελής, «Το λειμωνιακόν ζήτημα», Λεσβιακά, τόμος ΙΒ΄,
1989.
Αργύρης Παντελής, «Η εξανάστασις των φαυλοβίων. Δημοσιονομικό σύστημα και
ενδοκοινοτικές ρήξεις στη Λέσβο του 19ου αιώνα», στο περιοδικό Τα
Ιστορικά, τόμος Θ΄,
τεύχος 16, Ιούνιος 1992.
Αριστείδης-Πάππης Γεώργιος, Τετραλογία Πανηγυρική, Αθήνα 1863(φωτοτυπημένη επανέκδοση, εκδόσεις Πηγή, Αθήνα 1972).
Βαλέτας Γ., Ο Βενιαμίν,
οι μαθητές του κι η Λέσβος, Μυτιλήνη 1936.
Γκότοβος Αθανάσιος, Οικουμενικότητα,
ετερότητα και ταυτότητα, Ιωάννινα 2000.
Ελευθεριάδης Μίμης, «Ο τύπος και το πνεύμα στα χρόνια της σκλαβιάς», Λεσβιακά,
τόμος ΣΤ΄,Μυτιλήνη 1973.
Ιάκωβος Μητροπολίτης
Μυτιλήνης, «Τα Φιλανθρωπικά καταστήματα Μυτιλήνης και το Βοστάνειον
Ιερόν Γεν.Νοσοκομείον», στα Λεσβιακά, τόμος Η΄,
Μυτιλήνη 1982.
Καβαρνός Π.Κωνσταντίνος,
Η περί Παιδείας θεωρία του Βενιαμίν Λεσβίου,
Εκδόσεις «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήνα 1984.
Μουτζούρης Ιωάννης, Βενιαμίν ο
Λέσβιος. Οι κατήγοροι των ιδεών του και η Μεγάλη Εκκλησία, Αθήνα 1982.
Μουτζούρης Ιωάννης, Η Λέσβος και η
Ελληνική Επανάστασις, Μυτιλήνη 1955.
Παπαδέλλης Ραφαήλ, «Βοστάνειον Ιερόν Νοσοκομείον»,
στο Αιολικά Χρονικά, τόμος Γ΄, Μυτιλήνη 2001.
Παρασκευαϊδης Παναγιώτης, Οι περιηγηταί για τη Λέσβο, Αθήνα 1973.
Πατίλας Δημήτρης, «Χριστόφορος Λαίλιος(1814-1886). Η εκπαιδευτική του σταδιοδρομία. Ο
Πανδέκτης» στα Αιολικά Φύλλα, τόμος 7, 1992-93,
σελ.294-301.
Σακελλαρίου Νείλου, «Έκθεσις περί της εκπαιδευτικής καταστάσεως της Λέσβου», στο
Γενική Διοίκησις νήσων Αιγαίου. Διάφοροι μελέται περί των
νήσων. Α΄Λέσβος
1913.
Σαμάρα Παναγιώτη, Η εκπαίδευση
στη Λέσβο, Μυτιλήνη 1948.
Σιφναίου Ευρυδίκη, Λέσβος:
οικονομική και κοινωνική ιστορία(1840-1912), Εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα
1996.
Σύνδεσμος Φιλολόγων Λέσβου,
Ιστορία της Λέσβου, Μυτιλήνη 1996.
Τσουκαλάς Κώστας, Εξάρτηση
και αναπαραγωγή: ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην
Ελλάδα(1830-1922), Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα
1987.
Φραγκουδάκη Άννα – Δραγώνα
Θάλεια(επιμ.), Τι ειν’ η
πατρίδα μας; Εθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα
1997.
Τάξης.Γ.Σταύρος, Συνοπτική Ιστορία της
Λέσβου και Τοπογραφία αυτής, φωτ.ανατύπωση της
έκδοσης του 1874, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Μυτιλήνη 1996.
Τάξης.Γ.Οικονόμος, Συνοπτική Ιστορία και
Τοπογραφία της Λέσβου, Κάιρο 1909.
[1]
Παντελής Αργύρης, «Λέσβος. Από την κατάκτηση (1462) στη σύγχρονη εποχή» στο Λέσβος
η Αιολική, Αθήνα, 1995, σελ. 48.
[2]
Όπ.π., σελ. 49.
[3]
Στρ. Αναγνώστου, Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και ο αντίκτυπός
του στη Λέσβο, Μυτιλήνη, 1997, σελ. 16.
[4]
Όπ.π., σελ. 15.
[5]
Παντελής Αργύρης, όπ.π., σελ. 49.
[6]
Όπ.π., σελ. 49.
[7]
Σύνδεσμος Φιλολόγων Νομού Λέσβου, «Ιστορία της Λέσβου», 1998.
[8]
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του διορισμού του Βασίλη Βασιλείου στο
αξίωμα του δημάρχου Μυτιλήνης που αναφέρει ο Στρ. Αναγνώστου όπ.π σελ.27.
[9]
Παντελής Αργύρης, όπ.π., σελ. 49.
[10] Περισσότερες πληροφορίες για τη δημογραφία της
Λέσβου υπάρχουν στο βιβλίο της Ε.Σιφναίου Λέσβος:Οικονομική και κοινωνική
ιστορία(1840-1912), Εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1996 στο κεφάλαιο «Η
δημογραφική κίνηση» σελ.54-61. Επίσης αρκετές πληροφορίες για τον πληθυσμό της
Λέσβου αλλά και της Μυτιλήνης μας δίνουν οι περιηγητές. Βλέπε σχετικά το βιβλίο
του Π.Παρασκευαϊδη Οι περιηγηταί
για τη Λέσβο, Αθήνα 1973.
[11] Τα στοιχεία αυτά αναφέρει ο Charles
Newton, ο οποίος από το 1852 μέχρι το 1855 ήταν Υποπρόξενος της
Αγγλίας στη Μυτιλήνη, στο βιβλίο που εξέδωσε το 1865 στο Λονδίνο με τίτλο
«Ταξίδια και ανακαλύψεις στην Ανατολή». Ένα απόσπασμα
από το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει ο Π.Παρασκευαϊδης όπ.π., σελ.99..
[12] Όπ.π., σελ. 107.
[13] Στρ.Αναγνώστου, Η Λέσβος
στα τέλη του 19ου αιώνα σύμφωνα με ένα αφιέρωμα της Αθηναϊκής
εφημερίδας «Ο Αγών» στο Α.Κουτζαμάνη, Λεσβιακό
Ημερολόγιο, Μυτιλήνη 2000, σελ.163..
[14] «Πολύ πλούσιοι Μυτιληνιοί δεν υπάρχουν. Υπάρχει
μια αστική τάξη που έχει και κτήματα και εμπορεύεται το λάδι… Αυτή η εντόπια
αριστοκρατία υπερισχύει στην πόλη του Πιττακού κι
έχει ένα λείο ευχαριστημένο ύφος. Έχουν συνήθως το σπίτι τους στην πόλη κι ένα
εξοχικό με ευχάριστο κήπο, όπου καπνίζουν και μισοκοιμούνται στην καλοκαιρινή
ζέστη». Αυτές οι απόψεις ανήκουν στον C.Newton, Άγγλο Υποπρόξενο στη
Μυτιλήνη(1852-55) στο βιβλίο του Π.Παρασκευαϊδη, όπ.π., σελ.98.
[15] Γ.Αριστείδου, Πανηγυρική
Τετραλογία» Αθήνα, 1863, σελ.159.
[16] Στο ίδιο, σελ.160.
[17] Στο ίδιο, σελ.160.
[18] Στρ.Αναγνώστου, όπ.π., σελ. 32.
[19] Όπ.π., σελ. 34.
[20] Π. Αργύρης, όπ.π., σελ.
54.
[21] Παντελή Αργύρη, «Η επανάστασις
των φαυλοβίων», Τα Ιστορικά, τεύχος 16, Ιούνιος 1992.
[22] Παντελή Αργύρη, «Το Λειμωνιακόν
ζήτημα», Λεσβιακά, τόμος ΙΒ, 1989.
[23] Κώστας Τσουκαλάς, Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο
κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα, 1830-1922,
Θεμέλιο, 1987, σελ.344.
[24] Όπ.π., σελ.347.
[25] «Ξυπόλυτοι μυτιληνιοί
χαμάληδες, που δουλεύουν στο φόρτωμα και το ξεφόρτωμα των καϊκιών, μουλάρια και
γαϊδούρια που κυκλοφορούν στην αγορά, όπου δεκάδες από μικροτεχνίτες
ανακατεύονται με λιανοπωλητές και μαγαζάτορες, που φτιάχνουν επί τόπου χαλβάδες
και τυριά έξω απ’ τις στενόχωρες κατασκευές, διαφημίζοντας δυνατά το εμπόρευμα,
όλα αυτά συνθέτουν μια ανατολική, μεταπρατική εικονογραφία». Π.Αργύρης, «Λέσβος. Από την κατάκτηση (1462) στη σύγχρονη
εποχή» στο Λέσβος η Αιολική, Αθήνα, 1995, σελ.58. Ο Charles Newton,
Υποπρόξενος της Αγγλίας στη Μυτιλήνη(1852-55), περιγράφοντας τη Μυτιλήνη λέει: «Η
σύγχρονη Μυτιλήνη είναι ένα μεγάλο, βρώμικο χωριό. Τα σπίτια, σαν εκείνα της
Κωνσταντινούπολης, είναι ξύλινα ή τελείως ή έχουν το ισόγειο πέτρινο…Τα μαγαζιά
είναι αθλιότατα Μερικά ανοιχτά αυλάκια χρησιμοποιούνται για οχετοί κι η αποφορά τους αν δεν προκαλεί επιδημίες είναι δυσάρεστη για
μια Ευρωπαϊκή μύτη. Όλες οι συγκοινωνίες με το εσωτερικό γίνονται με μουλάρια
και σειρές απ’ αυτά φορτωμένα με κοφίνια ή τουλούμια με λάδι σπρώχνουν το
διαβάτη σε κάθε γωνιά του δρόμου. Τα τροχοφόρα είναι άγνωστα. Όλα τα προϊόντα
μεταφέρονται στις πλάτες των χαμάληδων». Στο Π.Παρασκευαϊδη,
Οι περιηγηταί για τη Λέσβο, Αθήνα 1973,
σελ.98.
[26] Όπ.π., σελ.60.
[27] Κώστας Τσουκαλάς, όπ.π.,
σελ. 34-45.
[28] Όπ.π., σελ. 44.
[29] Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πολύπλευρου ρόλου
που κλήθηκαν να διαδραματίσουν οι εκπαιδευτικοί είναι η πρωτοβουλία του Γ.Αριστείδη(διευθυντή του Γυμνασίου Μυτιλήνης) για την
ίδρυση του πρώτου αρχαιολογικού μουσείου Μυτιλήνης. Προς τον σκοπό αυτό ζήτησε
τη βοήθεια του Γκράνβιλ Μώρεϋ,
προσωρινού υποπροξένου της Αγγλίας, ο οποίος
προσέφερε το ποσό των 1.000 γροσίων. Ο Γ.Αριστείδης στα 1863 εξέδωσε την Πανυγηρική
τετραλογία όπου «συνοψίζει χωρίς να το επιδιώκει την ιδεολογία της
εκπαιδευτικής λογιοσύνης». Π.Αργύρη, όπ.π., σελ. 53.
[30] Σημαντικά στοιχεία για την ανάπτυξη του σχολικού
δικτύου στη Λέσβου μας δίνει ο Οικονόμος Σ.Τάξης στις
δύο «Ιστορίες» του το 1874 και το 1909. Ακόμα στατιστικά στοιχεία αλλά και
αξιολογικές κρίσεις για την κατάσταση στον εκπαιδευτικό χώρο κατά τα τελευταία
χρόνια της οθωμανικής περιόδου έχουμε από την έκθεση του πρώτου
Επιθεωρητή που τοποθετήθηκε από το Ελληνικό κράτος Νείλου Σακελλαρίου.
[31] Σ.Αναγνώστου, «Η Λέσβος
στα τέλη του 19ου αιώνα σύμφωνα με ένα αφιέρωμα της Αθηναϊκής
εφημερίδας ‘Ο Αγών’» στο Α.Κουτζαμάνη, Λεσβιακό
Ημερολόγιο, Μυτιλήνη, 2000, σελ. 163, 164
[32] Σ.Αναγνώστου, «Ο
ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και ο αντίκτυπός του στη Λέσβο», Μυτιλήνη
1977, σελ. 42.
[33] Για το Βενιαμίν το Λέσβιο υπάρχει μια μεγάλη
βιβλιογραφία. Ενδεικτικά παραθέτουμε τα: Μουτζούρη
Ιωάννη, Βενιαμίν ο Λέσβιος. Οι κατήγοροι των ιδεών και η Μεγάλη Εκκλησία, Αθήνα
1982 και Καβαρνού Κωνσταντίνου, Η περί παιδείας
θεωρία του Βενιαμίν του Λεσβίου, εκδόσεις
Ορθοδόξου Τύπου, Αθήνα 1984.
[34] Σ.Αναγνώστη, Η Λεσβιάς Ωδή, Σμύρνη, 1849, πρόλογος(φωτοτυπημένη
επανέκδοση, Πηγή, 1972).
[35] Γ.Αριστείδου, Τετραλογία
Πανηγυρική, Αθήνα, 1863, σελ.22 (φωτοτυπημένη
επανέκδοση, Πηγή, 1973)
[36] Ένα παράδειγμα είναι ο Χ.Λαίλιος
και Κ.Αγγελόπουλος που σπούδασαν στο Βερολίνο με
έξοδα της κοινότητας.
[37] Γ.Αριστείδου, όπ.π., σελ.24.
[38] Όπ.π., σελ.24.
[39] Χαρακτηρικότερο
παράδειγμα αυτού του τρόπου σκέψης είναι ο Δημήτριος Βερναρδάκης, σημαντική
φυσιογνωμία της εποχής, ο οποίος, προσπαθεί να συγκεράσει
έναν βαθύ αντιδυτικισμό με την αναγκαιότητα αποδοχής
της τεχνολογίας και της προόδου των επιστημών που έχουν αναπτύξει τα Ευρωπαϊκά
κράτη. Στο Π.Αργύρη, «Ο αντιδυτικός
Δ.Βερναρδάκης και ο εισιτήριος
πανεπιστημιακός του λόγος», Λεσβιακά, τόμος ΙΑ΄,
1987, σελ.130-145.
[40] Α.Φραγκουδάκη-Θ.Δραγώνα(επιμέλεια), Τι είν’
η πατρίδα μας; Εθνοκεντρισμός στην εεκπαίδευση, Εκδ.Αλεξάνδρεια, 1997.
[41] Ανάμεσα στις παραδοσιακές στρατηγικές στήριξης της
εθνικής ταυτότητας, ιδιαίτερα σε περιόδους που χαρακτηρίζονται από γοργές
μεταβολές των εξωτερικών και εσωτερικών δεδομένων της εθνικής κοινότητας είναι
η επιστροφή στις ρίζες και η κριτική στον κοσμοπολιτισμό. Για περισσότερα βλέπε
στο Α.Γκότοβος, Οικουμενικότητα, ετερότητα και
ταυτότητα: Η επαναδιαπραγμάτευση του νοήματος της παιδείας, Ιωάννινα 2001,
σελ.78-86.
[42] Μητροπολίτου Μυτιλήνης
Ιακώβου, «Τα φιλανθρωπικά καταστήματα Μυτιλήνης και το Βοστάνειον
Ιερόν Γενικόν Νοσοκομείον»,
στο Λεσβιακά, τόμος Η, σελ. 6-7.
[43] Ρ.Παπαδέλλη, «Βοστάνειον Ιερόν Νοσοκομείον»,
στα Αιολικά Χρονικά, τόμος Γ΄, Μυτιλήνη 2001,
σελ.53.
[44] Κώδιξ Ε΄, έτος 1878, αρ.999.
[45] Π.Σαμάρα, Η
εκπαίδευση στη Λέσβο, Μυτιλήνη 1948, σελ. 25.
[46] Κώδιξ Ε΄Μητρόπολης σελ. 235 και 261.
[47] Π.Σαμάρα, όπ.π., σελ.32.
[48] Πατίλα Δημήτρη,
«Χριστόφορος Λαίλιος(1814-1886). Η εκπαιδευτική του
σταδιοδρομία. Ο Πανδέκτης» στα Αιολικά Φύλλα, τόμος 7, 1992-93, σελ.
294-301.