ΕΠΙΤΕΛΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ  ΤΗΣ  ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ 1964-1994.

ΜΙΑ  ΙΣΤΟΡΙΚΗ  ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ : Η  ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ  ΤΟΥ  Κ.Ε.Μ.Ε.

 

 

 

 

Ειρήνη Κουμπουρη 

Εκπαιδευτικός - Υπ. Δρ. Παν/μίου  Αθηνών

 

 

 

 

Είναι  γνωστό, ότι η  εκπαίδευση αποτέλεσε, στην ελληνική πολιτική  πραγματικότητα, πεδίο  συχνών  αντιπαραθέσεων, όχι μόνο ανάμεσα  στα  πολιτικά  κόμματα, αλλά και ανάμεσα σε  φορείς και ομάδες  πίεσης, προκαλώντας  ταυτόχρονα  σύγχυση  και  διχογνωμία  στην  κοινή γνώμη. Ως  ένα  βαθμό, οι  αντιπαραθέσεις αυτές θα  μπορούσαν  να  θεωρηθούν  φυσιολογικές,  ως το αποτέλεσμα  πολιτικών  και  ιδεολογικών  αντιπαραθέσεων, γιατί, όπως  σημειώνει  και  ο  Ευάγγελος  Παπανούτσος  α -πολιτική  εκπαιδευτική  πολιτική  δεν  υπάρχει. Η  συχνότητα, όμως, και  η έντασή τους, δύσκολα  θα  μπορούσε  να  αποδοθεί μόνο  σε πολιτικο-ιδεολογικούς  παράγοντες. Ξεκινώντας μάλιστα από  τη  διαπίστωση  ότι  κατά  τη  μεταπολιτευτική  περίοδο, δύο  μεγάλα  κόμματα  άσκησαν  την  εξουσία διαδοχικά, επί  δύο  μεγάλες χρονικές  περιόδους, πολλοί  αναζήτησαν  την  εξήγηση  του  φαινομένου  στην  ασάφεια της  ίδιας  της  εκπαιδευτικής  πολιτικής του κάθε  κόμματος, όπως  αυτή  εκφράστηκε κατά  την  αλλαγή  κυβερνήσεων  αλλά  και   Υπουργών  Παιδείας.

Μια  τέτοια  ασάφεια, όπως  ήταν  φυσικό, περιόριζε, με  τη  σειρά  της, την  εκπαιδευτική  ταυτότητα  των  εκάστοτε  αλλαγών, αλλά  και  τη  δυνατότητα  ελέγχου  της  αποτελεσματικότητάς  τους, ενώ  φαίνεται  να  έρχεται  σε  αντίθεση  με  την  ύπαρξη ενός συγκεντρωτικού  συστήματος  διοίκησης, που  όπως  είναι  παραδεκτό χαρακτήριζε  τη χώρα μας, τουλάχιστον  μέχρι  πριν  από μερικά  χρόνια. Αν, δηλαδή, η  αλλαγή  κυβερνήσεων ή  Υπουργών  μπορεί  να προκαλέσει  ασυνέχειες ή να δικαιολογήσει  τις  ασυνέχειες, τότε  η  ύπαρξη ενός  συγκεντρωτικού  συστήματος  διοίκησης, θα  έπρεπε  να  λειτουργεί  ανασχετικά, αποκρούοντας  τις ανατροπές και  διασφαλίζοντας  τη  συνέχεια  και  τη συνοχή. Ειδικότερα, θα  περίμενε  κανείς, τα   όργανα  εκείνα  που  βρίσκονται  υπό  την  εποπτεία  του  Υπουργείου  ή  του Υπουργού και  είναι  υπεύθυνα  για  την εκπαιδευτική πολιτική  να  είναι  πλήρως  ελεγχόμενα  από  την  κορυφή, χωρίς  ουσιαστικές δυνατότητες  παρέκλισσης  και  με  κύρια  αποστολή  την  εξυπηρέτηση  των  πολιτικών  σκοπών  κάθε  ηγεσίας. Το ρόλο, λοιπόν, των οργάνων αυτών, σε συνάρτηση  με  τον  ισχυρό  και  πανταχού  παρόντα φορέα  εξουσίας, δηλαδή το  κράτος, και  συγκεκριμένα  το  Υπουργείο  Παιδείας, στη διαμόρφωση της ελληνικής εκπαιδευτικής πολιτικής, επιχειρούμε να διερευνήσουμε  στην  παρούσα  εισήγηση.  Ως  πεδίο  αναφοράς  επιλέγουμε  τα  επιτελικά  όργανα της εκπαίδευσης, που  ενεπλάκησαν  στη  χάραξη  της  εκπαιδευτικής  πολιτικής  της  χώρας  μας, από  το 1964  έως  το 1994, εστιάζοντας  στο  ρόλο  του  ΚΕΜΕ και  συγκριτικά με  αυτόν του  Παιδαγωγικού  Ινστιτούτου του 1964. 

Η  κύρια  ερευνητική  μας  υπόθεση  είναι ότι αν το συγκεντρωτικό μοντέλο διοίκησης, θεωρηθεί  ως  χαρακτηριστικό  της  ελληνικής  εκπαίδευσης, παρά  τις  όποιες  προσπάθειες  αποσυγκέντρωσης έχουν  γίνει, θα  πρέπει  να  αναμένουμε  ότι κυρίως το Κ.Ε.Μ.Ε. αλλά και ο προκάτοχός του, δηλαδή  το  Παιδαγωγικό  Ινστιτούτο  του  ’64,  θα εμφανίζεται να έχει  μειωμένες αρμοδιότητες  σε  θέματα  εκπαιδευτικής  πολιτικής, παρόλο που σε  αρκετές  περιπτώσεις, θεσμικά τουλάχιστον, θα  μπορούσε  να συμμετέχει  στη διαμόρφωσή  της. Έτσι, μοναδικός  αρμόδιος, θα είναι τελικά  η  ηγεσία  του  Υπουργείου  Παιδείας (αν  γίνεται λόγος για  προσωπικές  πολιτικές) ή  κατά  προέκταση  η  κυβερνητική  παράταξη (αν  γίνεται λόγος για  κατευθυνόμενη  πολιτική  “γραμμή” στην  εκπαίδευση), επιβεβαιώνοντας  τον  ασκούμενο έλεγχο  από  την  κορυφή  της   διοικητικής  πυραμίδας.

Ως  μέθοδος  χρησιμοποιήθηκε η συγκριτική αντιπαραβολή των εισηγήσεων που  έκανε  το  Κ.Ε.Μ.Ε. στο  Υπουργείο   Παιδείας  για  εκπαιδευτικές  αλλαγές, την  περίοδο 1975-1985, με  τους  τελικούς εκπαιδευτικούς  νόμους που  ψηφίστηκαν. Όσο  για  το  Παιδαγωγικό  Ινστιτούτο  του  ’64,  συμπεράσματα  μπορούμε να  εξάγουμε  μόνο  από  το  θεσμικό  πλαίσιο  και  κάποια  μεμονωμένα  στοιχεία, αφού δεν  κατάφερε  να  ολοκληρώσει  το έργο  του,  όπως  το  ΚΕΜΕ. Παρουσιάζει  όμως  ερευνητικό  ενδιαφέρον από  την  άποψη   ότι   μελετώντας  τη  σύντομή  του  πορεία, μπορούμε  να εξάγουμε  συμπεράσματα  για  το  βαθμό  εξάρτησής  του  από  την πολιτική  ηγεσία.  Οι  ερευνητικές  πηγές  που  χρησιμοποιήθηκαν, είναι  κυρίως στοιχεία από πρακτικά  συνεδριάσεων  του Κ.Ε.Μ.Ε, ενημερωτικά  έντυπα, νόμους, Προεδρικά διατάγματα, εισηγητικές   εκθέσεις  νόμων, άρθρα  εφημερίδων, περιοδικών, πρακτικά  της  Βουλής και  βιβλιογραφία.

Ήδη, από  τη  σύσταση  του  νέου  ελληνικού  κράτους   πρόβαλε επιτακτική  η  ανάγκη  ύπαρξης ενός ανώτατου  γνωμοδοτικού οργάνου που  να  εξειδικεύεται  στην  χάραξη  εκπαιδευτικής πολιτικής. Αυτό είναι  φανερό  από  τις  προσπάθειες  που  έγιναν  προς  την  κατεύθυνση  αυτή. Έτσι, στην πορεία  μας  στο χρόνο  συναντάμε  το  «Γνωμοδοτικό  Συμβούλιο»  του  1851 και του 1862, το  οποίο δε  συστάθηκε  ποτέ,  το  «Συμβούλιον»  του  1862,  το «Συμβούλιον  Εκπαιδεύσεως» του 1892, το «Εποπτικό  Συμβούλιο» του 1895,  το «Κεντρικό Εποπτικό  Συμβούλιο» του 1911, το  «Εκπαιδευτικό  Συμβούλιο»  του 1913. Ακολουθεί  το «Ανώτατο  Εκπαιδευτικό  Συμβούλιο» και το  «Εκπαιδευτικό  Συμβούλιο» του  1930, το «Ανώτατο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο» του 1959, με δύο τμήματα,  διοικητικό  και  γνωμοδοτικό,  και  το Παιδαγωγικό  Ινστιτούτο  του  1964, το  οποίο το διαδέχθηκε  το  ΚΕΜΕ (Κέντρο  Εκπαιδευτικών Μελετών και Επιμόρφωσης)  του  ’74  και  τέλος  το  Παιδαγωγικό  Ινστιτούτο  του ‘85. 

Η  ίδρυση  του  Παιδαγωγικού  Ινστιτούτου  του  ‘64, φαίνεται, ότι προέκυψε, κατ’ αρχήν από  την  ανάγκη να  υπηρετηθεί  αποτελεσματικά  ο  στόχος  της ανόρθωσης  της  Παιδείας, ενώ οι   προθέσεις του  νομοθέτη  και  προφανώς  της  πολιτικής  ηγεσίας  ήταν  η ίδρυση  ενός  οργάνου  που   θα ερχόταν  να καλύψει την  έρευνα  και τις  επιμορφωτικές  ανάγκες των  εκπαιδευτικών, οι  οποίες  είχαν  συσσωρευθεί, λόγω  της  απουσίας  συστηματικών  παιδαγωγικών σπουδών. Επίσης στόχος ήταν η  γνωμοδότηση  σε  σχέδια  νόμων  και η βελτίωση  της  αποτελεσματικότητας  της  διοίκησης, η  οποία  έπασχε  από  τον  κατακερματισμό των αρμοδιοτήτων ή από την ύπαρξη οργάνων που δεν λειτουργούσαν  αποτελεσματικά. Για  το  λόγο  αυτό, μέσα  στο  Π.Ι.  εντάχθηκαν οργανικά  και  οι  εξής  φορείς : το  Διδασκαλείο  της  Μέσης  Εκπαίδευσης, η  Σχολή  Μετεκπαίδευσης  Δημοδιδασκάλων του Πανεπιστημίου, η Σχολή  Εκπαιδευτικών Λειτουργών  Επαγγελματικής  και  Τεχνικής   Εκπαίδευσης, η  Υπηρεσία  Μελετών  και  το  Τμήμα  Λαϊκής  Επιμορφώσεως  του  Υπουργείου  Εθνικής  Παιδείας.»  με  σκοπό  να  δρουν  συντονισμένα  κάτω  από  την  αιγίδα   του  νέου  οργάνου.  Μια  τέτοια  κίνηση  συγχώνευσης, βέβαια, θα  μπορούσε  να έχει διττή σημασία: είτε στόχευε στην αύξηση  της αποτελεσματικότητας  του  συστήματος, υπηρετώντας έτσι  τους  σκοπούς  της  μεταρρύθμισης  είτε απέβλεπε  στην συγκέντρωση  όλων  των  αρμοδιοτήτων  στα  χέρια  ενός οργάνου,  με σκοπό  τον   μεγαλύτερο  και  ακριβέστερο κρατικό έλεγχο. Αυτό  έμελλε  να  αποτελέσει  ένα  από  τα  βασικά  μειονεκτήματα  του  Π.Ι., για  τα  οποία  κατηγορήθηκε.

Στην εισηγητική  έκθεση  δεν  παραλείπεται  η  αναφορά  στη  στελέχωση  του  νέου  αυτού  οργάνου, της  οποίας  η  σύνθεση  θα  εξυπηρετούσε  την  ανόρθωση  της  Παιδείας. Έτσι «θα  συγκεντρώνονταν, οι  εκλεκτότερες  επιστημονικές  και  οργανωτικές  δυνάμεις, τις  οποίες  διέθετε  το  εκπαιδευτικό  Σώμα  της  χώρας και  θα  προσκαλούνταν σε συνεργασία, διακεκριμένοι Ακαδημαϊκοί Διδάσκαλοι, θα χρησιμοποιούνταν μετεκπαιδευθέντες σε Πανεπιστήμια  του  εξωτερικού, εκπαιδευτικοί λειτουργοί και  επιστήμονες  περιωπής».  Είναι  φανερή  η  καταβολή, εκ  μέρους  της  Κυβέρνησης, κάθε  προσπάθειας ώστε  να  δοθεί  κύρος  και  αξιοπιστία  στο  νέο  δημιούργημα – μοχλό της  εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Οι  επιστήμονες από  το  εξωτερικό,  φαίνεται  να  προκαλούν  δέος  και  να  έρχονται, σαν  “από  μηχανής  θεός”, να  σώσουν  και  να  ανορθώσουν  την  ελληνική  εκπαίδευση.

Στο Νομοθετικό  Διάταγμα 4379, που  ακολούθησε, στο άρθρο  21,  κάνει  για  πρώτη  φορά  την  εμφάνισή  του  ο  όρος “καθοδήγηση”  και  ειδικότερα  η «καθοδήγησις  του  εποπτικού  προσωπικού  της  Εκπαιδεύσεως  εις  την  ορθήν  άσκησιν  των  καθηκόντων  του».  Η  καθοδήγηση  αυτή, βάζει  σε  δεύτερη μοίρα  το  έργο  της  γνωμοδότησης, που   ήταν  αρχικά  στις  προθέσεις  του  νομοθέτη και αναφέρεται «στην  ακριβή στάθμιση και  ικανοποίηση  των  αναγκών  των  σχολείων, στον  έλεγχο και  την ορθή κρίση των ικανοτήτων  και  των  επιδόσεων  διδασκόντων  και  διδασκομένων,  αλλά  και στην προετοιμασία  άξιων Προϊσταμένων  εκπαιδευτικών  υπαλλήλων».  Βέβαια  πουθενά  δεν  διευκρινίζεται   ποιο  είναι  το  περιεχόμενο  του  όρου  «άξιος»  ή  «ορθή κρίση»  ή  ακόμα  και  με ποιους  τρόπους  θα  γινόταν η  άτυπη  αυτή   αξιολόγηση.

 Όσον  αφορά  στο  προσωπικό,  αυτό  αποτελούνταν  από 52 θέσεις  Συμβούλων, Παρέδρων  και  Εισηγητών, ενώ τα  τμήματα  ήταν  τρία : Πρωτοβάθμιας, Δευτεροβάθμιας και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης. Τη  γνωμοδότηση, την  μετεκπαίδευση  και την  έρευνα,  την  μοιράζονταν τα  τρία  τμήματα  ανάλογα  με  τη  δικαιοδοσία  του  καθενός. Το  ίδιο  συνέβαινε  και  με  τα  διοικητικά  καθήκοντα. Βέβαια,  γεγονός  είναι  ότι  η  Ολομέλεια χειριζόταν  περισσότερα  θέματα  από  τα Τμήματα, ενώ  ερωτήματα  προκύπτουν τόσο για  το  θέμα  της  μετεκπαίδευσης, όπου  το  Π.Ι.  υποκατέστησε τους  φορείς  που μέχρι τότε  το  είχαν  αναλάβει, όσο  και  για  το  θέμα  της  έρευνας, όπου  δεν  υπήρξαν   συγκεκριμένες  κατευθύνσεις, παρά  μόνο  γενικές  αρχές.  Επίσης,  διαβάζοντας  το  Νομοθετικό  Διάταγμα  παρατηρούμε  ότι  κάθε  δραστηριότητα  είναι αυστηρά  οριοθετημένη, κάτι  που  μπορεί  να  θεωρηθεί  σαν  προσπάθεια  απόλυτου  ελέγχου  ενός  οργάνου  που  δημιουργήθηκε  για  να  στηρίξει  τη  μεταρρύθμιση  που τελικά δεν  έγινε.

Από  την  αρχή της  δημιουργίας  του, το  Παιδαγωγικό  Ινστιτούτο  προκάλεσε  ποικίλα  σχόλια, τόσο  για  τη  σύνθεση  όσο  και  για  την  οργανωτική  του  δομή, η οποία  μαρτυρά  την  άμεση  εξάρτησή  του από  την  ηγεσία..  Έτσι, ο  πρώην  γενικός  Γραμματέας  του  Υπουργείου  Παιδείας, το  χαρακτηρίζει  ως  το  περιεργότερο   δε, πλαστούργημα   το  οποίον  επιχειρεί  να  φέρει  εις  φως  η  επιχειρούμενη μεταρρύθμισις.», αλλά  και  ως «το  μέγα  ‘‘Συνέδριον’’  εκ  πεντήκοντα  προσώπων  με  την  αποστολήν  να  υποτάξη  υπό  την  μονοκρατορίαν  του, πάσας  τας  εκπαιδευτικάς  αρχάς  και  λειτουργίας». Στα  ίδια  επίπεδα  κυμαίνεται  η  άποψη  της  Ένωσης  γενικών  Επιθεωρητών  Μέσης Εκπαίδευσης, σύμφωνα  με  την  οποία  η  ανάθεση  τόσο ποικίλου και  πολυσχιδούς έργου, δημιουργεί  αμφιβολίες  ως  προς  την  δυνατότητα  επίτευξής του,  αφού  ο οργανισμός  αυτός  θα καταστεί  δυσδιοίκητος  και  δυσκίνητος.

Στην   ανακοίνωση,  της “Εταιρείας  Ελλήνων  Φιλολόγων”, αναφέρεται ότι η ίδρυση του Παιδαγωγικού  Ινστιτούτου είναι  μια  απροσάρμοστη   μεταφύτευση  στη  χώρα  μας, ξένου  εκπαιδευτικού  θεσμού,(δηλαδή  του  αντίστοιχου  γερμανικού  επιτελικού  οργάνου), ενώ  λόγος  γίνεται  και  για  τους  διάφορους  βαθμούς  των  στελεχών, σημείο  που, επίσης, προκάλεσε   καυστικά  σχόλια.. Έτσι, η   Ο.Λ.Μ.Ε., σε  σχετικό  της  υπόμνημα καυτηριάζει  τον  τρόπο  μετάβασης  από  τη  μία, στην  άλλη  βαθμίδα, αφού η  κατάληψη  θέσης  Εισηγητή, γίνεται  με  εξετάσεις, μετά  από 4ετή  υπηρεσία, αλλά  δεν  γίνεται  αναφορά  σε ευδοκιμότητα ή  ιδιαίτερα  προσόντα για  τον εξακοντισμό στην  ηγεσία, δεδομένου   ότι  κάποιος  από  τη θέση του  Εισηγητή  θα  μπορούσε  να  μεταπηδήσει  σε  θέση Παρέδρου ή  Γενικού Επιθεωρητή ή  ακόμα  και  Συμβούλου.

Όπως  είναι  φανερό, είχε  δημιουργηθεί  ένα άσχημο κλίμα γύρω  από  τη  δομή  και  λειτουργία  του   Παιδαγωγικού  Ινστιτούτου, το  οποίο  καταλάγιασε  λόγω   των  πολιτικών  εξελίξεων, οι  οποίες  ξεκίνησαν  από  τον  Ιούλιο  του  1964  (παραίτηση  Γ. Παπανδρέου)  και  κορυφώθηκαν   τον  Απρίλιο  του  1967 (κατάλυση  της  πολιτικής  εξουσίας  από  το  στρατό). Κατά  συνέπεια όσα  αναφέρθηκαν, αποτελούν  ενδείξεις  της  λειτουργίας  του, μια  και  δεν  πρόλαβε  να  διαψεύσει ή να επιβεβαιώσει  όσα  αρνητικά   του  καταλόγιζαν. Ο  λόγος  όμως  που  έγινε  γύρω  από το  όργανο  αυτό, αποτέλεσε  παράδειγμα  προς  αποφυγή, σε  ορισμένα  τουλάχιστον  σημεία, για  το διάδοχο  σχήμα, το  ΚΕΜΕ, που  θα  ακολουθούσε, 10  χρόνια  μετά, όταν  η χώρα  μπήκε  στον  άξονα του   εκδημοκρατισμού.  

          Μετά  τη  μεταπολίτευση, «το  καλοκαίρι  του  1974, παρατηρήθηκε  μια  έντονη  κίνηση  απ’ όλες   τις  παρατάξεις, για  μια  ουσιαστική  εκπαιδευτική  μεταρρύθμιση», γεγονός  που  θεωρήθηκε και ως  μια  αντίδραση  προς  την  επτάχρονη  στρατιωτική  δικτατορία  και  την  οπισθοδρόμηση  που  είχε  προκαλέσει  στην  ελληνική  εκπαίδευση, πέρα από τους άλλους λόγους, τους καθαρά εκπαιδευτικούς, που επέβαλλαν την  αναδιάρθρωση  της  εκπαίδευσης. 

Το  πρώτο   από   τα    τρία    Εκπαιδευτικά    Νομοσχέδια   που  έφερε   στη    Βουλή   για   ψήφιση η  νέα  Κυβέρνηση, τον  πρώτο  κιόλας  χρόνο  της  θητείας  της,  ήταν  αυτό  που  αφορούσε  το  Κέντρο  Εκπαιδευτικών  Μελετών  και  Επιμορφώσεως  (Ν. 186/75).

Ο  συντάκτης  της  Εισηγητικής  έκθεσης πρόβαλλε  ως   αναγκαία την  ανασυγκρότηση του  θεσμού, εκ βάθρων,  ώστε  να πάρει  τον οριστικό  του  προσανατολισμό, υπό μία βασική αρχή, που  θεσπιζόταν, σύμφωνα  με  το νομοθέτη, για πρώτη  φορά: “ότι  θα  είχε  ως  αποστολή  τον  προγραμματισμό  της  παιδείας, τη  διεξαγωγή  ερευνών  επί  εκπαιδευτικών  προβλημάτων  και  την  ανύψωση  του  επιστημονικού   και  παιδαγωγικού   επιπέδου, των  λειτουργών  της   γενικής  και  επαγγελματικής   εκπαίδευσης,  χωρίς  καμία   ανάμιξη  σε   θέματα    διοίκησης  προσωπικού ”.            

            Υπενθυμίζεται ότι  το  θέμα της  ανάμιξης του  Παιδαγωγικού  Ινστιτούτου  στη  διοίκηση της  εκπαίδευσης, υπήρξε  το  κύριο  σημείο   τριβής, κατά  την  ίδρυσή  του, το  1964, κάτι  που, όπως  φαίνεται, λήφθηκε  σοβαρά  υπ’ όψιν από  την  ομάδα  που  ανέλαβε   να  συντάξει  το  Σχέδιο  Νόμου, η οποία θέλοντας να  δώσει ένα  χαρακτήρα  άκρως  επιστημονικό   στο   νεοσυσταθέν   όργανο, που  να  μην  θυμίζει  το  Παιδαγωγικό  Ινστιτούτο  του ’64, διάλεξε  να  το ονομάσει ‘‘Κέντρο  Εκπαιδευτικών  Μελετών   και  Επιμόρφωσης’’, όπως αναφέρεται  στην  εισηγητική  έκθεση  του  Νόμου  186, “προς  εμφανή  διαδήλωση  της  αρχής  ότι  το  νέο  Σώμα, έχει  χαρακτήρα  καθαρώς  παιδευτικόν  και  ερευνητικόν”.  

Ο  σκοπός  του ήταν η χάραξη  κατευθύνσεων  και  ο  προγραμματισμός  της  Παιδείας», ο οποίος θα  βασιζόταν  σε  ειδικές  μελέτες  και  έρευνες, που θα  αναλάμβανε  να  διεξάγει   το  ΚΕΜΕ, συστηματικά  και  οργανωμένα, όπως  σε  όλες  τις  αναπτυγμένες   χώρες. Ένας  άλλος  τομέας  που  θα  αναλάμβανε  το  ΚΕΜΕ ήταν  η  επιμόρφωση  των  εκπαιδευτικών,αλλά  και  η  γνωμοδότηση σε κάθε πρόταση Νόμου ή σχεδίου κανονιστικού διατάγματος  ή  κανονιστικής απόφασης, αλλά  και  σε  κάθε  ερώτημα του  Υπουργού  Εθνικής  Παιδείας  και  Θρησκευμάτων, σχετικά  προς  το  αντικείμενο  των  αρμοδιοτήτων  του. Αν  αντιπαραβάλλει  κάποιος  τις  αρμοδιότητες  της  Ολομέλειας   στο  Κ.Ε.Μ.Ε.  και  στο  Παιδαγωγικό  Ινστιτούτο του  ‘64, θα  δει   ότι  στο  Κ.Ε.Μ.Ε.  υπάρχει  ένα  στοιχείο  που  λείπει  από  τον  κανονισμό  λειτουργίας  της  Ολομέλειας  του  Παιδαγωγικού  Ινστιτούτου: η  γνωμοδότηση  επί  κάθε  σχεδίου  Νόμου  ή  Προεδρικού  Διατάγματος  που  αφορά  στην  εκπαίδευση, το  οποίο του  δίνει, θεσμικά τουλάχιστον,  τη   δυνατότητα  να   εισηγείται   για  κάθε  εκπαιδευτικό  ζήτημα. Ενώ  στον  ιδρυτικό  Νόμο  του  Παιδαγωγικού  Ινστιτούτου   γίνεται   λόγος   για   γνωμοδότηση  σε  θέματα  Παιδείας, εντούτοις  αυτό  δεν  διευκρινίζεται  στον  κανονισμό  εσωτερικής λειτουργίας  που  ακολουθεί. Επίσης, υπάρχει  ένα  καινούργιο  στοιχείο, που  διαφοροποιεί  το  Κ.Ε.Μ.Ε.  από  το  Παιδαγωγικό  Ινστιτούτο, το  οποίο  είναι  η  σαφής  αναφορά  σε “χάραξη  κατευθύνσεων” στην  εκπαίδευση. Το  επιτελικό  αυτό  όργανο, δεν  εμφανίζεται  μόνο  ως  γνωμοδοτικό  ή  ερευνητικό, αλλά   και  ως  όργανο  χάραξης  κατευθύνσεων  στην  εκπαίδευση, άρα  εκπαιδευτικής  πολιτικής, κάτι  που  αμέσως παρακάτω  θα  δούμε αν πραγματοποιήθηκε ή  όχι.

Επίσης, το  Κ.Ε.Μ.Ε., χαρακτηρίστηκε ως  ανεξάρτητη  δημόσια  υπηρεσία, υπαγόμενη   απευθείας   στον  Υπουργό  Εθνικής   Παιδείας  και  Θρησκευμάτων  και  όχι  στο  Υπουργείο, όπως είχε  γίνει  με  το  Παιδαγωγικό  Ινστιτούτο, κάτι  που  μπορεί  να  ερμηνευτεί  ως προσπάθεια  άσκησης  αμεσότερου ελέγχου  από  το  ίδιο  το πρόσωπο  του  Υπουργού. Το  γεγονός  αυτό, προϋπόθετε, από  την  πλευρά  του ΚΕΜΕ, ότι   θα  συντάσσει και  θα υποβάλλει  στον  Υπουργό  εκθέσεις  σχετικά  με  τα πεπραγμένα  του  και την κατάσταση  της  εκπαίδευσης, αλλά  και  ότι  θα  εκδίδει  δελτίο  με   πρόσφατες παιδαγωγικές  μελέτες, πορίσματα  ερευνών και  ειδήσεις, το οποίο  θα  διανέμονταν  δωρεάν  σε  όλα  τα σχολεία. Βέβαια, ο νομοθέτης, δεν  παραλείπει να  επισημάνει στα  πρώτα  άρθρα  του  νόμου, τον  αμιγώς  επιστημονικό  χαρακτήρα  του  Κ.Ε.Μ.Ε., ορίζοντας ότι τα  μέλη  του (στο  άρθρο 3) απέχουν  παντός  έργου  που  αφορά  την διοίκηση  της εκπαίδευσης. Αν  ρίξει  κάποιος  μια προσεκτική  ματιά και  στην  εισηγητική  έκθεση, αλλά  και  στο  ίδιο  το  κείμενο  του  νόμου, θα  δει  ότι  υπάρχουν  αρκετές “διαβεβαιώσεις” για  τη  μη-ανάμιξη  των  μελών   του  Κ.Ε.Μ.Ε.  στη  διοίκηση  της  εκπαίδευσης. Αυτή  η  αλλαγή, βέβαια, δεν  το  εμπόδισε, όπως  θα  δούμε,  να  έχει  άμεση  εξάρτηση  από  την πολιτική  ηγεσία  του  Υπουργείου Παιδείας.

Η  εσωτερική  δομή, τώρα, του  νέου οργάνου, η  οποία ορίστηκε  ύστερα  από  πρόταση  της  Ολομέλειας  του  Κ.Ε.Μ.Ε., τον  Ιούλιο  του  1976, ήταν  η εξής:

*      Υπήρχε  το  βασικό  όργανο, που   ήταν   η  Ολομέλεια  και  αποτελούνταν   από 7  Συμβούλους  Α΄ και   20 Συμβούλους   Β΄ και  (στο συνολικό προσωπικό περιλαμβάνονταν  και 11  Εισηγητές)

*      Τα  Τμήματα, τα  οποία  ήταν   πέντε:

*      Τμήμα  Γενικού   Προγραμματισμού  και  Συντονισμού το  οποίο  ήταν  υπεύθυνο για : τη χάραξη  των  κατευθύνσεων και  τον προγραμματισμό της Παιδείας, δίνοντας την εντύπωση ότι σαν Τμήμα έχει  αποφασιστικό  ρόλο  στη  διαμόρφωση  εκπαιδευτικής  πολιτικής, δυνατότητα, που δεν  είχε  δοθεί  στο  Παιδαγωγικό  Ινστιτούτο. Επίσης  μπορούσε να  αποφασίζει  πάνω  στην  εφαρμογή των  προγραμμάτων  ταχύρυθμης  επιμόρφωσης, που  συντάσσονταν από  τα   άλλα Τμήματα   και να ρυθμίζει  το συντονισμό  των  επιμέρους  έργων του  ΚΕΜΕ, ιεραρχώντας τις  ανάγκες  και ασκώντας  επιστημονική  εποπτεία. Εδώ  βλέπουμε  και  την  αντικατάσταση του  όρου «εποπτεία», που  χρησιμοποιούνταν  στο  Π.Ι.  από  την  ηπιότερη  έννοια  της  «επιστημονικής  εποπτείας».

*      Τμήμα  Δημοτικής  Εκπαίδευσης

*      Τμήμα   Μέσης  Γενικής  Εκπαίδευσης

*      Τμήμα  Τεχνικής - Επαγγελματικής   Εκπαίδευσης

*      Τμήμα  Ερευνών   και   Τεκμηρίωσης

Το  Κ.Ε.Μ.Ε.  δεν  είχε  την  τύχη  του  Παιδαγωγικού  Ινστιτούτου  του  1964, από  άποψη  λειτουργίας, παρόλο  που  ο  ιδρυτικός  του  Νόμος  εκδόθηκε  το  1975, εκείνο  επανδρώθηκε στις  αρχές  του  1976  και  η  πρώτη  συνεδρίαση  της Ολομέλειάς  του  έγινε  την  1η  Μαρτίου  του  1976. Σ’ αυτή   την  πανηγυρική  συνεδρίαση, η  οποία  σήμανε  και  την  επίσημη   έναρξη  των  εργασιών  του  Κ.Ε.Μ.Ε.  παρέστησαν  εκτός  από  τα  μέλη  της  Ολομέλειας,  ο  Υπουργός  Παιδείας   Γ. Ράλλης, ο   πρώην   Υπουργός    Παιδείας Παν. Ζέπος, ο Υφυπουργός  Παιδείας  Χρυσοστ. Καραπιπέρης   και  άλλα  στελέχη  του  Υπουργείου, της  Δ.Ο.Ε.   και  της  Ο.Λ.Μ.Ε., άτομα, δηλαδή που  συμμετείχαν  και  στο  Παιδαγωγικό  Ινστιτούτο  του  1964.  Όλοι οι  ομιλητές  έκαναν   ελπιδοφόρες  αναφορές   για  την  επιτυχή  λειτουργία   του  νέου  οργάνου και  δεν  παρέλειψαν  να  το  διαχωρίσουν   από  τον  προκάτοχό του, τονίζοντας ότι  αποτελούσε  καινοτόμο σχήμα για τα τότε δεδομένα  τη  εκπαίδευσης. Είναι  φανερό  ότι   η νέα  κυβέρνηση   ήθελε  να  παρουσιάσει  το  ΚΕΜΕ  σαν  δικό της  επίτευγμα, αποδεσμεύοντάς  το  από  όποια  σκιά  του παρελθόντος, στη  συνείδηση του  λαού. Αυτό  οδηγούσε και  τον  Γ.Ράλλη  να  διακηρύττει  ότι «το  νομοσχέδιον  φέρει  την  σφραγίδα   της  Νέας   Δημοκρατίας» και  δεν  είναι  καθόλου   υπερκομματικό, παρά  το  γεγονός ότι  οι  βασικοί   νόμοι  των  δύο  μεταρρυθμίσεων  προέβλεπαν   παρόμοιες  αλλαγές. Η  βασική  διαφορά  έγκειται  στο  γεγονός ότι στο ΚΕΜΕ αποφεύχθηκε  ο  διοικητικός  σκόπελος  που  στοίχισε   στο  Παιδαγωγικό  Ινστιτούτο  την  ονομασία  του, χωρίς  όμως να  γίνει  και  το  ίδιο  στο  ποσοστό  εξάρτησής  του από  την κορυφή  της  πυραμίδας .

Ενώ, όπως ήταν  εύλογο, τα  στελέχη  του ΚΕΜΕ, η  κυβέρνηση   και  μια μερίδα  του Τύπου (η Καθημερινή) έπλεκαν  εγκώμια  για  το  νέο  αυτό  επιτελικό   όργανο, δεν  έλειψαν  και  οι  αρνητικές  φωνές (Ελευθεροτυπία), οι  οποίες    παρουσίασαν  το  Κ.Ε.Μ.Ε  ως   σκοταδιστικό   και  αντιδραστικό όργανο. Χαρακτηριστικό  είναι  ένα  δημοσίευμα  που  αναφέρεται  σε  καταγγελία  των  Κοσμητόρων  της Θεολογικής, Φιλοσοφικής και Φυσικομαθηματικής Σχολής του  Πανεπιστημίου  Αθηνών, στην  οποία  αναφερόταν ότι το  Κ.Ε.Μ.Ε.  αντέδρασε  στην εφαρμογή του  προγράμματος μετεκπαίδευσης  και  Επιμόρφωσης   των   17.000   καθηγητών  Μέσης Εκπαίδευσης, του  Δημοσίου. Μάλιστα  στη   Συνεδρίαση  της  Συγκλήτου  τονίστηκε  ότι  η πρώτη  δουλειά  των  μελών  του  Κ.Ε.Μ.Ε., ήταν  να  τορπιλίσει  μια  μεγαλόπνοη  προσπάθεια (εννοώντας το  πρόγραμμα επιμόρφωσης που  προτάθηκε). Αυτό  βέβαια, θα  μπορούσε  να  ερμηνευτεί  ως  αντίδραση  στον  τρόπο  με  τον  οποίο  σχεδιαζόταν  να  παρασχεθεί  η  επιμόρφωση ή  στο είδος  του  φορέα, δηλαδή  η  παροχή  της  από  μια  δημόσια  υπηρεσία. Κάτι  ανάλογο   είχε  γίνει  και  την  εποχή  του  Παιδαγωγικού  Ινστιτούτου, όταν  είχε  αφαιρεθεί  το  δικαίωμα  από  τα  Πανεπιστήμια  να  επιμορφώνουν τους  εκπαιδευτικούς. Με  τον  τρόπο  αυτό  το  κράτος  έλεγχε και τον  τομέα  της  επιμόρφωσης, χρησιμοποιώντας ως όργανο το Π.Ινστιτούτο και  το ΚΕΜΕ αντίστοιχα.

Από  την  πλευρά  πάντως  της  πολιτικής  εξουσίας   και δια  στόματος του  Γ.  Ράλλη, εκφράστηκε  η  πεποίθηση ότι  το έργο  του  Κ.Ε.Μ.Ε.  είναι  άμεσα  συνδεδεμένο  με  την  εκπαιδευτική  μεταρρύθμιση  και  ότι  αν  αποτύγχανε, τότε  η  εκπαιδευτική   μεταρρύθμιση, παρά  τον  άρτιο  νόμο  που  τη  συνόδευε, θα  έμενε   γράμμα  κενό. Αυτό  δηλώνει  και  έναν  από  τους  λόγους, για  τους  οποίους  ιδρύθηκε  το  Κ.Ε.Μ.Ε., ο  οποίος  ήταν  η  στήριξη  της  εκπαιδευτικής  μεταρρύθμισης  και  κατά  πρέκταση  της  πολιτικής βούλησης του  κυβερνώντος  κόμματος.

Όσον  αφορά   στο   έργο, που  φαίνεται  από  τις πηγές,  ότι  επιτέλεσε  μπορούμε  να  πούμε  ότι  ήταν  η  γνωμοδότηση  σε  Σχέδια  νόμων, Προεδρικών  Διαταγμάτων  ή  Υπουργικών   αποφάσεων   και   η  μέριμνα  για  την οργάνωση  της  επιμόρφωσης  των  εκπαιδευτικών, σε  επίπεδο  ΣΕΛΔΕ και  ΣΕΛΜΕ. Επίσης, ασχολήθηκε  αρκετά   με  διοικητικά  θέματα, όπως  προαγωγές, μεταθέσεις κ.α., αλλά  και  κατά  διαστήματα  με  θέματα  διδακτικού  υλικού. Παρόλ’ αυτά, απουσιάζουν  από   τις   ημερήσιες  διατάξεις  των  συνεδριάσεων  της  Ολομέλειας  θέματα  που  έχουν  σχέση   με  μορφωτικά  προγράμματα  για  τους  μαθητές, με  ομάδες  εργασίας  που  θα  ασχολούνταν  με  εκπαιδευτικά  και  ερευνητικά  θέματα  ή  με  επιλογή  εκπαιδευτικών  για ειδίκευση  στο  εξωτερικό, όπως  προέβλεπε  το  θεσμικό πλαίσιο. Στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του παρουσιάστηκαν προοδευτικές  θέσεις, όπως  η  εισαγωγή  του  μονοτονικού   συστήματος, κάτι    που    δεν    έγινε  δεκτό  από  το  Υπουργείο  Παιδείας. Βέβαια  εδώ  πρόκειται  για  πρωτοβουλία  του Κ.Ε.Μ.Ε.  και  όχι  για  παραγωγή  έργου  κατά  παραγγελία  του  Υπουργείου. Ίσως  μια  τέτοια  θέση  να  ήταν  πολύ  τολμηρή για  την  εποχή  εκείνη, όταν  μάλιστα  δεν  είχε καταλαγιάσει ο θόρυβος  γύρω  από  το  γλωσσικό  ζήτημα  και  υπήρχε  η περίπτωση  να  δημιουργηθεί  πολιτκή  ασυμφωνία  με  τη, γενικά, συντηρητική  στάση  της  κυβέρνησης.

Επίσης, το  Κ.Ε.Μ.Ε.  επεξεργάστηκε, τους  πρώτους  μήνες  της  ίδρυσής  του,  το  σχέδιο  Νόμου για  τις  Παιδαγωγικές  Ακαδημίες, το  οποίο είχε καταρτιστεί με  εντολή  του  Υπουργείου  από  αρμόδια  επιτροπή, κατόπιν  αιτήματος  των  καθηγητών  των  Παιδαγωγικών  Ακαδημιών. Για  την  επεξεργασία  του, μάλιστα, αφιέρωσε 28  συνεδριάσεις, αφού  το  θέμα χαρακτηρίστηκε  επείγον  από  τον  τότε  Υφυπουργό Παιδείας. Η  εντολή  δόθηκε, η  επεξεργασία   άρχισε  και  ολοκληρώθηκε   μετά  από   μαραθώνιες  συνεδριάσεις, εντούτοις   η  γνωμοδότηση  για  τις  Παιδαγωγικές  Ακαδημίες, έμεινε για  καιρό στο  συρτάρι  κάποιου  γραφείου.

Ενδεικτικό στοιχείο  για  τις δραστηριότητες  του  ΚΕΜΕ  είναι  το  γεγονός  ότι  τον  πρώτο  χρόνο  παρατηρούμε  τον  μεγαλύτερο  αριθμό  συνεδριάσεων, έναν  αριθμό  που  μειώνεται, ολοένα  και  περισσότερο, κυρίως  τα  τελευταία χρόνια  πριν  την  κατάργησή  του, φτάνοντας σε σημείο  να  υπολειτουργεί. Αυτό  τουλάχιστον  το  συμπέρασμα  βγαίνει  όταν  ο  αριθμός  των  συνεδριάσεων  της  Ολομέλειας  περιορίζεται  σε   2  συνεδριάσεις  το  χρόνο. Ήδη, από  την  αποδελτίωση  των  πρακτικών  φαίνεται  ότι  δεν  παραπέμπονται  σχέδια  νόμων  για  γνωμοδότηση, τα  τελευταία  χρόνια  της  λειτουργίας  του, ούτε  γίνεται  κάποια   συζήτηση   για  θέματα  επιμόρφωσης, προγραμμάτων και  μελετών  παρά μόνο  για  εσωτερικά  θέματα.

Το  θέμα  της μεθοδικής παροχής επιμόρφωσης, αποτέλεσε  “μήλον της  έριδος”  ανάμεσα  στο  Κ.Ε.Μ.Ε.  και  στα  Πανεπιστήμια, όπως αναφέρθηκε  και  παρόλο  που  ιδρύθηκαν  οι  ΣΕΛΔΕ  και  ΣΕΛΜΕ, η  επιμόρφωση  που  παρεχόταν   απευθυνόταν   σε   μια    μικρή    μερίδα   εκπαιδευτικών, αφού  δεν  ήταν  δυνατόν  να  καλυφθεί  ο μεγάλος  αριθμός  των  εκπαιδευτικών  που ζητούσαν  επιμόρφωση.  Επίσης  το  εκπαιδευτικό  δελτίο, που  θα  ήταν  ένα εργαλείο  για  όλους τους εκπαιδευτικούς, ώστε  να  ενημερώνονται  πάνω  στις  τελευταίες  εξελίξεις της  επιστήμης, δεν  εκδόθηκε, παρά  πολύ  μετά, από   το  Παιδαγωγικό  Ινστιτούτο του  νόμου  1566/85.  Όσο  για  τις μελέτες, δεν  υπάρχει   καταγεγραμμένο  κάτι  που  να  μας  οδηγεί  στο  συμπέρασμα   ότι  το  Κ.Ε.Μ.Ε. λειτούργησε  και  υπό  την  ιδιότητα  του  ερευνητικού  κέντρου, παρόλο  που  κάτι  τέτοιο  προβλεπόταν  από  το  νόμο.

Η  μοναδική  φορά  που  η  Ολομέλεια  του  Κ.Ε.Μ.Ε.  συνεδρίασε  με  θέμα  τον  απολογισμό  του  έργου  του, ήταν  το  1977.  Αυτός  ο  απολογισμός, βέβαια, ίσως να  έγινε  μόνο  για  να  δημοσιοποιηθεί  η  δραστηριότητα  του  Κ.Ε.Μ.Ε.  τον  πρώτο  χρόνο  λειτουργίας  του, ώστε  να  σταματήσουν  τα  δυσμενή  σχόλια  και  να φανεί  ότι  εργάζεται  με  γνώμονα  την  επιτυχία  των  σκοπών  της  μεταρρύθμισης

Επίσης, μελετώντας  τις  γνωμοδοτήσεις   που  έκανε  επί  σχεδίων  νόμων  και  τους  τελικούς  νόμους, φαίνεται  καθαρά  ότι  το Υπουργείο  δεν  αποδέχτηκε ουσιαστικές  αλλαγές, αλλά  φραστικές  χωρίς  ιδιαίτερη  σημασία, από  πλευράς εκπαιδευτικής πολιτικής ή  αλλαγές  που  αποσκοπούσαν στο να έχουν  την  αντιστροφή  του αρνητικού κλίματος  που  είχε  δημιουργηθεί  για  το  ΚΕΜΕ. Ενδεικτικά αναφέρουμε  τα σχέδια  των  Προεδρικών Διαταγμάτων  127/77, 339/79 και 298/81, που  αφορούσαν τη  ΣΕΛΜΕ  και  τις Πανελλήνιες εξετάσεις αντίστοιχα, τα οποία  αποτέλεσαν  αντικείμενο  επεξεργασίας σε τρεις  διαφορετικές, για  το  ΚΕΜΕ, περιόδους.  Στην  πρώτη  περίπτωση,  έγιναν  δεκτές  οι  12  από  τις  14  εισηγήσεις  αλλαγών, μέσα  στις  οποίες   αφηνόταν  μια δίοδος  στους  Καθηγητές  των  Πανεπιστημίων, όσον  αφορά  στην  επιμόρφωση, κάτι  που  όμως  ερχόταν  σε  αντίθεση  με  το  νόμο 186, που  δεν  ανέφερε  τη  συμμετοχή  τους.  Η  ερμηνεία   αυτής  της  κίνησης   ήταν   ο  εξευμενισμός  των  ακαδημαϊκών  κύκλων, που  είχε αντιδράσει   στην  ανάληψη  της  επιμόρφωσης από  το  ΚΕΜΕ. Έτσι, με  το  τέχνασμα  αυτό, έγινε  προσπάθεια από το  Υπουργείο, να  αντιστραφεί   το  άσχημο  κλίμα που  είχε  δημιουργηθεί, από  την   αρχή, κιόλας, της λειτουργίας του  ΚΕΜΕ.

Όσον  αφορά  στο  δεύτερο  σχέδιο, το  ΚΕΜΕ  εισηγήθηκε  να   διατυπωθεί  το  Προεδρικό  Διάταγμα  στη  Δημοτική, κάτι  που  το  Υπουργείου  απέρριψε. Μια  τέτοια  στάση  προκάλεσε  ερωτηματικά, τη  στιγμή  μάλιστα   που  η  εισαγωγή  της  Δημοτικής  γλώσσας  αποτελούσε  κεντρικό  σημείο  της  μεταρρύθμισης. Από  τις  υπόλοιπες  35  εισηγήσεις, έγιναν  αποδεκτές μόνο  οι  14, κυρίως  φραστικές. Μερικές από  αυτές  που  υιοθετούνταν, εκφράζονταν  κυρίως  από  Συμβούλους  Β΄, μια  εποχή  που   είχε  ξεσπάσει  το  σχετικό  θέμα  με  τις προαγωγές των  Συμβούλων, όπως  θα  δούμε. Έτσι, η  κυβέρνηση  έδειχνε ότι  δεν  τους έβαζε   σε δεύτερη  μοίρα, αλλά  αντίθετα  υιοθετούσε  τις  απόψεις  τους, ακόμα  κι  αν  εξέφραζαν  τη  μειοψηφία.

Στην  τελευταία  περίπτωση που  αφορούσε   πάλι  τις  Πανελλήνιες  εξετάσεις, τώρα  πια το 1981,  κατά  την  έναρξη  της  συζήτησης  ο  Πρόεδρος  της  Ολομέλειας  ζήτησε  να  μην   επεκταθεί  η  όλη  διαδικασία  σε  γενικότερα  θέματα, αλλά  μόνο  στα  επιμέρους άρθρα. Επίσης  δήλωσε  πως  θα  μετέφερε  στη  Διοίκηση  τις  όποιες  αντιρρήσεις  επί  του  σχεδίου, αν  του  υποβάλλονταν  γραπτώς, ανακόπτοντας  κάθε διάθεση  διαλόγου. Έγιναν  9  μόνο  εισηγήσεις  αλλαγών, από  τις  οποίες έγιναν  δεκτές  οι   7, οι  οποίες  πάλι  περιορίζονταν  σε  θέματα  διατύπωσης. Είναι  φανερό   ότι  σε κάθε  μια  από  τις παραπάνω  περιπτώσεις  αντικατοπτρίζεται  τόσο  η  διάθεση  του  Υπουργείου  απέναντι  στο  ΚΕΜΕ, όσο  και  το  γενικότερο  κλίμα που  επικρατούσε. 

Ένα  βασικό  σημείο που  οδήγησε  στη  δημιουργία  αρνητικής εικόνας  για  το  ΚΕΜΕ  ήταν αυτό  της  σύνθεσής  του. Αν και διέθετε  λιγότερο  προσωπικό, σε  σύγκριση  με  το  Παιδαγωγικό   Ινστιτούτο, εντούτοις  οι  27  Σύμβουλοι  ήταν  ένα  σημείο στο  οποίο  στηρίχθηκαν  κακές κριτικές.  Η  αιτιολογία  ήταν   ότι  από   τη  στιγμή  που  το  Κ.Ε.Μ.Ε. δεν  είχε  καμία   ανάμιξη  σε   διοικητικά   θέματα, δεν  χρειαζόταν  τόσο  προσωπικό.  Η   άποψη   που    εκφράστηκε,  ήταν   ότι  με  την  πολυμελή  σύνθεσή  του, ο  οργανισμός του  Κ.Ε.Μ.Ε.  πολύ   δύσκολα   θα   μπορέσει  ν’ αποδείξει   ότι   δεν   είναι  συνέχεια  των  διάφορων   εκπαιδευτικών   συμβουλίων του  παρελθόντος. Ο  συγκεντρωτικός   χαρακτήρας  του  οργανισμού  και  η  πολυμελής  σύνθεση, είναι  μια  αδιάψευστη  μαρτυρία. Βλέπουμε  ότι  οι  κριτικές   αφορούν   τα  ίδια  σχεδόν  θέματα  που  προκάλεσαν  σχόλια  και στην  περίπτωση  του  Παιδαγωγικού  Ινστιτούτου.

 Έτσι δεν  απουσιάζει  ούτε  το  θέμα  του προσωπικού και  ειδικά το  θέμα  των  Συμβούλων  Α΄ και  Β΄.  Πράγματι, η  διάκριση  των  Συμβούλων  σε  δύο  κατηγορίες, χωρίς  ουσιαστικές  διαφορές  στα  προσόντα, προκάλεσε  πολλά  ερωτηματικά, για  τη σκοπιμότητα του  διαχωρισμού  αυτού, ο οποίος  άρχισε  να  γίνεται  εντονότερος  κατά  τη  διάρκεια  λειτουργίας  του  Κ.Ε.Μ.Ε.. Έτσι, παρατηρήθηκε  κώλυμα στο  θέμα  της  προαγωγής  Συμβούλων  Β΄ στο  βαθμό του  Συμβούλου  Α΄, σε  περιπτώσεις  που  ήταν  αναγκαίο  να πληρωθούν  θέσεις  Συμβούλων  Α΄. Αυτό  είχε  ως  αποτέλεσμα  να  μην   μπορεί  να  λειτουργήσει  η  Ολομέλεια, με  τα  εναπομείναντα  μέλη. Η  μείωση  των  μελών  της  Ολομέλειας  είναι στοιχείο  εμφανές  στα  Πρακτικά  των  συνεδριάσεων, ενώ  μερικά  χρόνια  μετά την  ίδρυση  του  Κ.Ε.Μ.Ε.  το  πρόβλημα  διογκώθηκε, μέχρι  που  κατέληξε  σε  αδιέξοδο. Βέβαια  η  πρόβλεψη για προαγωγές, υπήρχε  στο  νόμο, αλλά  φαίνεται ότι εκεί ο  νόμος  δεν  εφαρμόστηκε. Δεν  υπήρχαν  Σύμβουλοι  Β΄ ικανοί, ώστε  να  προαχθούν  σε  Συμβούλους Α΄  ή  μήπως   η  αδράνεια  αυτή  είχε  σκοπό  την  αχρήστευση του  νόμου  186/75  και  την  τροποποίησή  του με  τον  νόμο 967/79,που υποτίθεται  πως  θα έλυνε  τα προβλήματα ;  

Στην  πραγματικότητα, η  κατάσταση  που  είχε   δημιουργηθεί, όσον  αφορά  το  κύριο  προσωπικό, καταδίκαζε  το  Κ.Ε.Μ.Ε. σε  αδράνεια, αφού  δεν  ήταν  δυνατόν  να  επιτελέσει  το  έργο  του, με  τους  λίγους  Συμβούλους  Α΄ που  είχαν  μείνει.  Μετά  την  αποχώρηση, λόγω  ορίου  ηλικίας  2  Συμβούλων  Α΄, την  παραίτηση  ενός   άλλου   και  το  θάνατο  ενός  τετάρτου, υπηρετούσαν  στο  Κ.Ε.Μ.Ε.  μόνο  2  Σύμβουλοι  Α΄ . Βέβαια, υπήρχαν  και  οι  Σύμβουλοι  Β΄, αλλά  χωρίς  τον  απαραίτητο  αριθμό Συμβούλων  Α ΄  που  οριζόταν  σε  3, δεν  υπήρχε απαρτία  της  Ολομέλειας. Ούτε, όμως  προήχθη  κάποιος  Σύμβουλος  Β΄ σε  Σύμβουλο Α΄, για να  καλυφθεί  το  κενό, όπως  όριζε  ο  νόμος, με  αποτέλεσμα να  είναι  αδύνατη  η   λειτουργία  της  Ολομέλειας, άρα  και  του  Κ.Ε.Μ.Ε. . 

Αυτό  όμως  ήταν  μόνο  η  κορυφή  του  παγόβουνου. Γιατί  το  σημείο  στο  οποίο  ασκήθηκε   αρκετά  σκληρή  κριτική, κατά  τη  συζήτηση  του  σχεδίου  νόμου  στη  Βουλή, ήταν  ο  λόγος  για  τον οποίο  το  Κ.Ε.Μ.Ε.  αφέθηκε   να  φτάσει  σε  αυτό  το  σημείο. Στη  σχετική   συζήτηση   στη  Βουλή,  αναφέρθηκε  από  τον Εισηγητή  της  Πλειοψηφίας (Χρήστος  Γραμματίδης)  ότι  το  Κ.Ε.Μ.Ε.  δεν  απέδωσε  επαρκώς   το  έργο, στην   επιτέλεση    του    οποίου     ετάχθη,  διότι   δεν    μπόρεσε    να  λειτουργήσει  επαρκώς. Ο λόγος  για  τον  οποίο  δεν  λειτούργησε   επαρκώς   ήταν  η  έλλειψη  προσωπικού.  Το  ερώτημα   που, εύλογα, τέθηκε  στη  Βουλή, από  την πλευρά  της  Αντιπολίτευσης, αλλά δεν  απαντήθηκε,  ήταν  για  ποιο  λόγο  δεν  γινόταν  πλήρωση  θέσεως  κάθε  φορά  που μία έμενε  κενή.  Θα  μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι  οι Σύμβουλοι  Α΄ ήταν  μια  τάξη  “εκλεκτών,  στην  οποία  δεν  μπορούσε  να  εισχωρήσει  κάποιος  από  κατώτερη  βαθμίδα. Οι  Σύμβουλοι Α΄, έχοντας ως  μοναδική  διαφορά  από  τους  Συμβούλους Β΄, 3  χρόνια περισσότερη  προϋπηρεσία, μπορούσαν  να  διοικούν  και  να  κατευθύνουν  όλο  το  μηχανισμό  του  Κ.Ε.Μ.Ε., αφού το  τμήμα  Προγραμματισμού  και  Συντονισμού,  που  αποτελούσε  το  κέντρο  επιχειρήσεων του  ΚΕΜΕ   απαρτιζόταν  μόνο  από  Συμβούλους  Α΄.

Η  άποψη που κυριάρχησε ήταν  το ότι  η  ίδια  η   Κυβέρνηση   άφησε  “στο  έλεος”  το  ίδιο  της  το  δημιούργημα, αφού δεν  μπόρεσε  να  την  βοηθήσει  και   να  δικαιώσει  τις  προσδοκίες  της. Αρκεί  να θυμηθούμε  τα  λόγια  του  Γ. Ράλλη,  με  τα  οποία   συνέδεσε  άμεσα  το  Κ.Ε.Μ.Ε.  με  την  επιτυχία  ή  την  αποτυχία  της  μεταρρύθμισης

Πάντως, από  πολλές  πλευρές  ήταν   διάχυτη   μια  δυσαρέσκεια, όχι   για  αποτυχία  του  έργου  του  Κ.Ε.Μ.Ε. από  δική  του  υπαιτιότητα, αλλά  εξαιτίας της  κρατικής  παρέμβασης, η  οποία  οδήγησε  στην  αδράνειά  του. Πιο  συγκεκριμένα  η  πλευρά  της  Αντιπολίτευσης (με  εισηγητή  τον  Ιωσήφ  Μιχελογιάννη) εξέφρασε  ένα “σκληρό”, όπως  το  χαρακτήρισε, ερώτημα, το  οποίο  παρατίθεται  όπως  ειπώθηκε  στη  Βουλή:  “Είπε  η  Κυβέρνηση   ότι  το  Κ.Ε.Μ.Ε. δεν  δικαίωσε  τις  προσδοκίες  του  ελληνικού  λαού....Υπάρχει   και  σ’ αυτό  το  σημείο, κ. Υπουργέ, ένα σκληρό  ερώτημα. Και  όταν  ποτέ  δούλεψε  το  Κ.Ε.Μ.Ε., το   εισακούσατε; ...... Μην  λέτε, λοιπόν, ότι  το  Κ.Ε.Μ.Ε.  δεν  λειτούργησε  ή  απογοήτευσε  τον  ελληνικό    λαό. Σεις  το  εμποδίσατε  να δουλέψει  και  προχωρείτε   τώρα  στην  πλήρη  καταστροφή  του, με  τον  παρόντα  νόμο”.

Μάλιστα, με  τις  νέες  ρυθμίσεις  που  εισήγαγε  ο  Ν. 967/79, προκλήθηκαν  περισσότερες  αντιδράσεις, αφού  σύμφωνα  με  όλους  τους  ομιλητές  της  Αντιπολίτευσης, ενισχυόταν  ο  έλεγχος  και  ο συγκεντρωτισμός. Δηλαδή προστέθηκε  μια  θέση  Αντιπροέδρου, 1 θέση  Συμβούλου Α’ , 2 θέσεις Συμβούλων  Β΄ και  10 θέσεις  Εισηγητών. Επίσης, έγινε  για  πρώτη  φορά λόγος  για  αποσπάσεις εκπαιδευτικών, ενώ με  απόφαση  του  Υπουργού μπορούσαν  να  ανατεθούν   καθήκοντα  Προέδρου  και  Αντιπροέδρων  του  Κ.Ε.Μ.Ε.   σε   Έλληνες  καθηγητές  Α.Ε.Ι. Αυτό  το  τελευταίο  σημείο  προκάλεσε   αρκετές  αντιδράσεις  από τη πλευρά  της  Αντιπολίτευσης, γιατί  θεωρήθηκε  ότι  οι  καθηγητές  των  Α.Ε.Ι.  είναι  μακριά  από  τα προβλήματα  της  Ελληνικής  Εκπαίδευσης. Επίσης  θεωρήθηκε  “ύποπτη”   η  τοποθέτηση  συγκεκριμένων  προσώπων  σε  αυτές  τις  θέσεις, με  απόφαση  του  Υπουργού. Άρα, πάλι  γίνεται  λόγος  για  άσκηση  ελέγχου   και  συγκεντρωτισμό  του  Υπουργείου  Παιδείας, το  οποίο, ως  φαίνεται, ήθελε  να  είναι  ο  μόνος  φορέας  εξουσίας. 

            Με  τον  νόμο  αυτό, έληξε, ουσιαστικά  η  περιπλάνηση  του  Κ.Ε.Μ.Ε., το   οποίο, όμως,  λειτούργησε   μέχρι    το   1985, οπότε   ήρθε  και  η  οριστική  κατάργησή  του, με το  νόμο  1566, ο  οποίος  επαναφέρει  το  Παιδαγωγικό  Ινστιτούτο, για  λόγους ιστορικής  αποκατάστασης. Είναι  γεγονός   ότι  το  Κ.Ε.Μ.Ε.  δέχτηκε  τα  πυρά  της  αντιπολίτευσης, παρά  τις  ευοίωνες  προβλέψεις   της  τότε ηγεσίας  του  Υπουργείου  Παιδείας και   της  κυβερνώσας παράταξης. Η  σύνθεσή  του, έφερε  στην  επιφάνεια  οργανωτικές  αδυναμίες, ενώ  η  εύνοια  που  έδειξε  το  Υπουργείο  προς  συγκεκριμένη  μερίδα  μελών  του  Κ.Ε.Μ.Ε., οδήγησαν  το όργανο  αυτό  σε  δυσλειτουργία, η  οποία  “αποκαταστάθηκε”  το  1979  με  ενίσχυση  του  ελέγχου, τόσο  ως  προς  τα  άτομα, όσο  και  ως  προς  τα   έργα που  θα  αναλάμβανε  το  Κ.Ε.Μ.Ε. Η  αλλοίωση  της  αποστολής  του  Κ.Ε.Μ.Ε.  και  η  μετατροπή  του  σε  όργανο, διά του  οποίου  επιβλήθηκε  μια συγκεκριμένη  εκπαιδευτική  πολιτική  και   μεταρρύθμιση, οδηγούν  στο  συμπέρασμα  ότι, ο  έλεγχος  του  Υπουργείου  Παιδείας  προς  το όργανο  αυτό, όπως και  στον  προκάτοχό  του, ήταν  γεγονός  αδιαμφισβήτητο, επιβεβαιώνοντας  την  αρχική  μας  υπόθεση. Κάποιος, θα  μπορούσε  να  ερμηνεύσει  την  προσπάθεια  του  Υπουργείου  να  ασκεί  όλο και  πιο  ασφυκτικό  έλεγχο, ως  απόρροια  της  προσπάθειας  διατήρησης  ισορροπίας  στο  όλο  σύστημα. Ένα  επιτελικό όργανο, που  θα  είχε  πιθανόν  ριζοσπαστικές  ιδέες, για  την  εποχή, θα  αποτελούσε  σίγουρα  μια  απειλή  για  την  ισχύ  και  τη  σταθερότητα  της  ίδιας  της  κυβέρνησης.

Συμπερασματικά, θα  μπορούσε  να  πει  κανείς  ότι  το  Κ.Ε.Μ.Ε., όπως  φαίνεται   μέσα  από  τα  πρακτικά    της  Ολομέλειας, προσπάθησε  να  επιτελέσει  το  έργο  για  το  οποίο  είχε  δημιουργηθεί, κάτι  που  κατάφερε  μόνο  τα  πρώτα  χρόνια  λειτουργίας  του. Στην  ουσία, το  Κ.Ε.Μ.Ε. δεν μπόρεσε να λειτουργήσει παραγωγικά  και  δημιουργικά, αφού  όπως  είδαμε  οι  πρωτοβουλίες του  δεν  έγιναν δεκτές από το  Υπουργείο. Όσον  αφορά  στο  Παιδαγωγικό  Ινστιτούτο, φάνηκε ότι   τα  σημάδια  ήταν  δυσοίωνα  από  την  αρχή  της  βραχύβιας  ύπαρξής  του και  ίσως  να  είχε  παρόμοια  τύχη.  Σε γενικές  γραμμές  τα  δύο  όργανα - μοχλοί  των  τότε  μεταρρυθμίσεων  δέχτηκαν  παρόμοιου  ύφους  κριτικές,  κάθε  φορά  από  την αντιπολίτευση, πνευματική  ή  πολιτική,  παρόλο  που   ήταν  δημιουργήματα   διαφορετικών, τυπικά, κομμάτων.

Έτσι, λοιπόν, είναι  εύλογα  θα  μπορούσε  κανείς  να  καταλήξει στο  συμπέρασμα  ότι  η  εκπαιδευτική  πολιτική  στην  Ελλάδα, τουλάχιστον  μέχρι   πριν  μια εικοσαετία, ήταν  δέσμια   της  άνωθεν  εξουσίας, η  οποία  προσπαθούσε με  κάθε  τρόπο   να  διατηρήσει  τα κεκτημένα, δίνοντας  τυπικά  προνόμια  στα  επιτελικά  της  όργανα, τα  οποία  στην  ουσία  χρησιμοποιούσε, ως  προπέτασμα  καπνού, με  σκοπό  να  ενισχύσει  τη  θέση  και  την  παντοδυναμία  της

 

Πηγές

 

1.      Γέρου, Θεόφραστος  / Εκπαιδευτική  πολιτική   1975-1981 - Γιατί  το  Παιδαγωγικό  Ινστιτούτο   τους  ενοχλεί;/ Αθήνα 1981/

2.      Γέρου, Θεόφραστος  /  Προβληματική  στην   εκπαίδευση / Αφοί  Τολίδη / Αθήνα   1978

3.      Γεωργούλη ,Κ.Δ. / Τρία  άρθρα  του  κ. Κ.Δ. Γεωργούλη, τέως  διευθυντού  του  Διδασκαλείου Μέσης  Εκπαιδεύσεως  και  Γενικού  Γραμματέως του Υπουργείου  Παιδείας - Εφημερίς  Καθημερινή  της  4,5  και  6-8-64 /  Περιοδικό  “Πλάτων” / Έκτακτο  αυτοτελές  παράρτημα  (ΙΙΙ)  /Ι. Σιδέρης Αθήναι  1964

4.      Δημαράς, Α. / Η  μεταρρύθμιση  που  δεν  έγινε / Ερμής / Αθήνα  1984

5.      Εισηγητική  Έκθεση Ν.Δ. 4379 / Κώδιξ  Νομικού  Βήματος  1964

6.      Εισηγητική  Έκθεση  Ν. 186 / 75 

7.      Εισηγητική  έκθεση  του  Ν. 967/79  / Κ.  Σιφναίου - Πανδέκται  νόμων  και  διαταγμάτων / τόμος  ΝΔ΄/ σελ 607 

8.      Ένωσης  Γενικών  Επιθεωρητών  Μέσης  Εκπαίδευσης / Περιοδικό  “Πλάτων” / Έκτακτο  αυτοτελές  παράρτημα  (ΙΙΙ)  / Ι. Σιδέρης / Αθήναι  1964

9.      Εφημερίδα “Η  Καθημερινή” / 6-3-76 / “Λειτουργεί  ήδη  το  πιο  νευραλγικό  επιτελικό  όργανο  της  Παιδείας  - Το  Κέντρο   Εκπαιδευτικών Μελετών  και  Επιμορφώσεως  - Ο  σκοπός, οι  αρμοδιότητες, το  προσωπικό

10.   Εφημερίδα “Ελευθεροτυπία”  / 6-3-76 / Καταγγέλλεται  για  σκοταδιστική  πολιτική   το  Κ.Ε.Μ.Ε. - Από  τη  Σύγκλητο  του  Πανεπιστημίου

11.   Εφημερίδα “Η  Καθημερινή”  / 20-3-76 / Το  Κ.Ε.Μ.Ε.   θα  επεξεργαστεί  το  νομοσχέδιο   περί  Παιδαγωγικών  Ακαδημιών

12.   Κώδιξ  Νομικού  Βήματος   1965 / Νομοθετικό   Διάταγμα   4379

13.   Παπαμανώλης, Κ.  /  Η  εκπαιδευτική  μεταρρύθμιση  του  1976 / περιοδικό “Σύγχρονο  Σχολείο” / τ. 16 /  Ιούλιος - Αύγουστος  1993

14.   Παπαμανώλης, Κ. Ν.  / Οι  μεταρρυθμίσεις  στην   μεταπολεμική  Ελλάδα  / Διατριβή   για  διδακτορία   που  υποβλήθηκε  στην  Πάντειο  Σχολή / Πειραιάς   1989

15.   Πρακτικά  Ολομέλειας  ΚΕΜΕ - Πράξη 8/77

16.   Πρακτικά  Βουλής / Συνεδρίαση  ΙΘ΄/ Πέμπτη  9  Αυγούστου  1979

17.   Ράλλης,  Γ.  / Άρθρα, λόγοι, συνεντεύξεις / Αθήνα  1977

18.   Σύνταγμα  της  Ελλάδος /  Φ.Ε.Κ. 111, τεύχος  Α’ , 9  Ιουνίου  1975

19.   Υ.Α.  64682 / 76 - Φ.Ε.Κ.  874 -  Τεύχος  Δεύτερο  - 3  Ιουλίου  1976

20.   Χατζηστεφανίδης, Θ. Δ.  / Ιστορία  της  νεοελληνικής  εκπαίδευσης (1821-1986)  / Δ.Ν. Παπαδήμας /  Αθήνα  1986