ΜοναστηριακΑ αντιγραφικΑ και καλλιγραφικΑ εργαστΗρια

στην ιστορικΗ πορεΙα της παιδεΙας στην ΚρΗτη κατΑ την πρΩιμη ΤουρκοκρατΙα.

ΣυγκριτικΗ παρουσΙαση ανΕκδοτων χειρογρΑφων της μονΗς ΑπανωσΗφη.

 

 

Πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος Ε. ΚωστΑκης

Δρ. Θ.- Διδάσκων στο Π.Τ.Δ.Ε. του Δ.Π.Θ.

 

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

 Η αντιγραφική και καλλιγραφική παράδοση της Κρήτης, που ακμάζει στις ελληνικές σπουδές την περίοδο της Βενετοκρατίας, υποβαθμίζεται με την τουρκική κατάκτηση (1669 κ. ε.), πλην όμως δε σβήνει, όπως μαρτυρούν τα ελάχιστα διασωθέντα έργα

Η συμβολή μεγάλων κρητικών μονών στον τομέα αυτό της παιδείας θεωρείται σημαντική, εφόσον συνέχισαν, σύμφωνα με τις δυνατότητες που διέθεταν, να υπηρετούν τον ελληνικό λόγο, ιδιαίτερα μέσα από τις εκκλησιαστικές, μοναστηριακές, λατρευτικές και μορφωτικές τους ανάγκες.

Η μονή του αγίου Γεωργίου Απανωσήφη φαίνεται να προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στον τομέα αυτό κατά την πρώιμη Τουρκοκρατία, όπως μαρτυρούν  τρία ανέκδοτα χειρόγραφα, προϊόντα του βιβλιογραφικού εργαστηρίου της την περίοδο αυτή.

Μέσα από τη μελέτη των χειρογράφων αυτών, τα οποία χρονολογούνται από το 1724 – 1795, μας παρέχεται η δυνατότητα να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της γραφής, να παρατηρήσουμε τη σταδιακή βελτίωση του ελληνικού γραπτού λόγου, να διαπιστώσουμε την ύπαρξη μορφωτικού ανθρώπινου δυναμικού, να σημειώσουμε στοιχεία που φανερώνουν την ύπαρξη και τον εμπλουτισμό της αντιγραφικής και καλλιγραφικής παράδοσης στη συγκεκριμένη μονή, να αντλήσουμε πληροφορίες που αφορούν τη λατρευτική πράξη και τις δυνατότητες που παρέχονται στους χριστιανούς για συμμετοχή σ’ αυτήν και να δούμε τον περίτεχνο ή τον απλούστερο μέχρι και λιτό τρόπο καλλιτεχνικής έκφρασης της διακοσμητικής και καλαίσθητης πλευράς των χειρογράφων της μονής Απανωσήφη. Έτσι, από τα στοιχεία αυτά μπορούμε να συμπεράνουμε τη συμβολή της στην ιστορική πορεία της ελληνικής παιδείας στο 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα.

Η ιστορική έρευνα με τον εντοπισμό, την καταγραφή, την προσέγγιση και την ειδική μελέτη άγνωστων χειρογράφων και μάλιστα χρονικών περιόδων πτωχών σε αρχειακό υλικό, είναι ακόμη ένας δρόμος, που ανοίγεται μπροστά τόσο στις διαστάσεις του ελληνικού πολιτισμού, όσο και στις διάφορες πλευρές, που συνθέτουν την πορεία της ελληνικής μας παιδείας.

 

Summary

 

          The monastic and calligraphy tradition of Crete, flourishing in the Greek studies during the Venetian domination is downgraded due to the Turkish conquest ( 1669   ) although it is not effaced as few remaining artifacts testify.

            The contribution of big monasteries in Crete to this sector of education is considered important as they continued according to their potential to serve the Greek speech, particularly through their church, monastery, worship and educational needs.

            The monastery of St George Apanosifi is thought to hare offered considerable service in this sector during the early Turkish domination as it is testified in three unpublished manuscripts products of the bibliographic laboratory of this period.

            Studying these manuscripts, dating in 1724 – 1795, we are offered the potential to observe the evolution in writing, to notice the gradual improvement of the Greek written speech, to realize the existence of educated people, to record elements which show the existence and enrichment of the copy transcript and calligraphy tradition in this specific monastery, to collect information as regard the act of worship and the potential offered to Christians in order to participate and to see the complicated or simpler and even plain way of the artistic expression of the decorative and aesthetic side of the monastery Apanosifis manuscripts. Thus, we can conclude the contribution to the historic process of the Greek education in the 18th and in the early 19th century.

            The historic research along with the tracing buck and the recording, the approach and the study of unknown manuscripts and especially of eras poor in filing material is also a pathway opening up not only to the extent of the Greek civilization but also to the several aspects composing the process of our Greek education.

     

Ι. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ

 

            Η κωδικογραφία αποτελεί σημαντικό μέρος της ελληνικής παιδείας, καθότι διακινεί το γραπτό λόγο και μάλιστα σε εποχές που η τυπογραφία ή δεν υπήρχε, ή δεν ήταν δυνατή και εύκολη η προέκτασή της, μεταδίδει τις ιδέες της παιδείας, διασώζει την ελληνική κληρονομιά, διευρύνει  τη φιλολογική γνώση, αλλά και τεκμηριώνει ιστορικά τη σύνδεση και σχέση με τις επόμενες γενιές.

            Η φήμη της Κρήτης ως κέντρου των ελληνικών σπουδών, ιδιαίτερα κατά τον 15ο, 16ο και 17ο αι.(Ν. Παναγιωτάκης, 1988, σ. 169) συνδέεται ιστορικά και με την κωδικογραφική παραγωγή. Το βυζαντινό πνευματικό υπόβαθρο βαθιά ριζωμένο στην ελληνική παιδεία  (ό.π. σ. 166) και στο χώρο της Κρήτης διαφυλάσσεται ανόθευτο μπροστά στους Άραβες αλλά και μετά το 1204 στους Βενετούς κατακτητές.

Η προσφορά και η συμβολή ικανού αριθμού λογίων (βλ. Θ. Δετοράκης ,1986, σ. 232, Μ. Παρανίκας, 1867, σ 153 και Ν. Ζαχαρόπουλος 1983,σ.52–56) δημιουργεί δυναμικότητα στην ελληνική παιδεία και ένα μεγάλο εξελληνιστικό ρεύμα, που φθάνει κυρίως στο 16ο και 17ο αι. σε άνθιση και σε ακμή (βλ.Τ.Ευαγγελίδη.,1936,σ.150–160). Η ανάπτυξη, επίσης, των ορθόδοξων κρητικών μονών, οι οποίες γίνονται παιδευτικά κέντρα με βιβλιοθήκες και εργαστήρια αντιγραφής και σχολιασμού αρχαίων ελλήνων συγγραφέων και εκκλησιαστικών κειμένων, σύμφωνα με τον αριθμό των διασωθέντων κρητικών χειρογράφων, (βλ. Ν. Παναγιωτάκης, 1988 σ. 189/169) είναι ακόμη ένα αποδεικτικό στοιχείο της ακμής της ελληνικής παιδείας κατά τη Βενετοκρατία στην Κρήτη (βλ .Ν.Τωμαδάκης.,1965, σ. 10,  Μ. Μανούσακας.1966, σ. 1510–1511 και Ν. Ζαχαρόπουλος, 1983. σ. 57).

            Όμως, η ακμή και η άνθιση αυτή των ελληνικών γραμμάτων υφίσταται στα 1645 – 1669 με τον Κρητικό πόλεμο βαρύ πλήγμα και η τουρκική κυριαρχία στο νησί επιφέρει την ανακοπή της πνευματικής καρποφορίας της ελληνικής παιδείας (πρβλ. τους στίχους στο, Χ. Ν.  Πέτρου-Μεσογείτης, 1939, σ. 349, στρ. 7-10 και Α. Νενεδάκης, 1987).

 Η αναπόφευκτη φυγή των λογίων (βλ. Κ. Κριτοβουλίδης 1859, σ. α-ιβ) στα Επτάνησα, την Ιταλία, την Ευρώπη, το Άγιον Όρος και το Σινά γίνεται αιτία μεταφοράς της ελληνικής παιδείας στους τόπους μετοίκησής τους είτε για τις πληρώσεις πατριαρχικών και επισκοπικών θρόνων, είτε για τις εκδόσεις, διορθώσεις και μεταφράσεις συγγραμμάτων, είτε για τις συνθέσεις λογοτεχνικών κειμένων, οι περισσότεροι με σταθερότητα στα πατρώα δόγματα, αλλά και κάποιοι που αδυνατούν να αποφύγουν την αφομοίωση του δυτικού πνεύματος (βλ. Κ. Κωστάκης, 1996, σ. 74-77).

Η έλλειψη, επίσης, λογίων στον κρητικό χώρο, με εξαίρεση μεμονωμένες περιπτώσεις επισκόπων και κληρικών ( ό.π σ. 77-81), εφόσον ο κλήρος αποτελούσε τον κύριο φορέα της παιδείας κατά την ανοχική τουρκική πολιτική, αφαιρεί το έμψυχο πνευματικό δυναμικό, που είναι απαραίτητο για την καλλιέργεια της ελληνικής παιδείας. Εκτός από αυτά, οι ενδεικτικές και περιορισμένες ιστορικές πληροφορίες μας, εξαιτίας της έλλειψης πηγών στην προεπαναστατική αυτή περίοδο, μαρτυρούν αν όχι την ανυπαρξία, τουλάχιστον την αβάσιμη στις πηγές οργανωμένη παιδεία μέχρι το τέλος του 18ου αι. και τη συμβολή της Εκκλησίας και ιδιαίτερα των μονών σε κάποια μορφή υποτυπώδους παιδείας. Μόνο στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αι. συναντούμε την ίδρυση και λειτουργία περιορισμένων σχολείων στις τρεις μεγάλες κρητικές πόλεις, την παρουσία κάποιων ιδιωτικών δασκάλων και αλληλοδιδασκάλων και τον ελάχιστο και ασταθή αριθμό μαθητών, ως αποτέλεσμα της έσχατης οικονομικής και φιλοπάτριδας ενέργειας απόδημων και εύπορων κρητών εμπόρων ή ελληνικών οικογενειών. Όμως, όλα αυτά θα συνδεθούν με την εθνική εξέγερση και θα καταλήξουν στην ανακοπή της ελληνικής παιδείας στην Κρήτη ( Κ. Κωστάκης, 1996 σ. 82-101).

 

ΙΙ. ΑΝΤΙΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΙΚΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ

 

          Αν και η ανυπαρξία οργανωμένης παιδείας ή η πολύ περιορισμένη παρουσία της στις αρχές του 19ου αι. τελικά καταπνίγεται από την τουρκική λαίλαπα, η έστω υποτυπώδης διατήρηση, διακίνηση και καλλιέργεια του γραπτού ελληνικού λόγου δεν αφανίζεται εντελώς από τον κρητικό χώρο. Βέβαια, ο έντυπος ελληνικός λόγος, τον οποίο υπηρετεί ικανός αριθμός κρητών, κυρίως στη Βενετία με την παραγωγή ελληνικών εκδόσεων και η δυνατότητα διακίνησής του στο χώρο της Κρήτης έρχεται αντιμέτωπος τόσο με την αρνητική στάση των κατακτητών στην εφεύρεση της τυπογραφίας (Χ. Πατρινέλης, 1989, σ. 19), όσο και με την αρνητική τους στάση απέναντι στην ελληνική παιδεία. Αν δε συνδέσουμε το θέμα αυτό και με τη δεινή οικονομική κατάσταση γενικά του κρητικού πληθυσμού, εύκολα μπορούμε να συμπεράνουμε τις ανυπέρβλητες δυσκολίες, που ακόμη περισσότερο περιορίζουν τα πράγματα. Είναι γνωστές οι κατά καιρούς προσπάθειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου την περίοδο αυτή για ιδρύσεις και ανασυστάσεις τυπογραφείων με σκοπό να υπηρετήσει τη μάθηση και την παιδεία  (Β. Σταυρίδης ,        σ. 806 και Χ. Πατρινέλης 1989 σ. 24-27) και στο χώρο της Κρήτης (βλ. την επιστολή του Ηρακλείας Μελετίου προς τον Κρήτης Μάξιμο στο Ευμ. Φανουράκης 1950, σ.231, υπ.203).

            Ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούσε να διακινηθεί, έστω και εντελώς περιορισμένα, ο ελληνικός λόγος ήταν τα χειρόγραφα. Η παράδοση, βέβαια, της χρήσης αντιγράφων και χειρογράφων ήταν παλαιότερη, όπως μαρτυρείται από τους υπάρχοντες κώδικες (βλ. Δ. Ζακυθηνός, 1938,σ. 505-526, Θ. Δετοράκης 1977-1978, σ. 188-227 και Μ. Παπαδάκης, 1981, σ. 42) και μάλιστα από χειρόγραφα με διδακτικό περιεχόμενο, όπως είναι τα διδακτικά εγχειρίδια του Γερασίμου Βλάχου του κρητός, που βρίσκονται στη Ρουμανική Ακαδημία ( A. CamarianoGioran, 1974, σ. 16-28).

            Η αντιγραφική και καλλιγραφική κρητική παράδοση αυτή με την τουρκική κατάκτηση πλήττεται βαθιά και υποβαθμίζεται αρκετά, αλλά δε σβήνει. Ονόματα πεπαιδευμένων επισκόπων, κληρικών και λαϊκών συνδέονται με την αντιγραφική ιδιότητα την προεπαναστατική αυτή περίοδο, όπως ιστορικά μαρτυρούν διασωθέντα αντίστοιχα έργα τους, όπως βλέπουμε στον παρακάτω πίνακα:

 

Κρήτες αντιγραφείς - καλλιγράφοι

 

 

Επίσκοπος Κυδωνίας Αρσένιος (περ. 1680 – 1705)

·        1256 – Ι 172 μουσικός κώδικας Μ. Λαύρας (Σ. Ευστρατιάδης – Σπυρίδων Λαυριώτης, 1925, σ. 209, πρβλ. Ν. Τωμαδάκης 1957, σ. 19-20 και Γ. Αμαριανάκης, 1988, σ. 321)

·        Δοξολογία σε μουσικό κώδικα Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου (Κώδικας Βικελαίας, f 68v, 69r  και Κ. Κωστάκης 1996, σ.316).

 

 Επίσκοπος Χερονήσου Γεράσιμος Καλογνώμων (μετά το 1752 – 1806)

·         672 κώδικας Ιστορικού Μουσείου Κρήτης Β΄ (Δ. Ζακυθηνός 1938, σ.505-526, Θ. Δετοράκης 1977-1978, σ. 210-211 και του ίδιου 1976, σ. 65-75).

 

 Μελέτιος ιερομόναχος σύγγελος Αυλοποτάμου  (1728)

·         Κώδικας Ι. Αρχιεπισκοπής Κρήτης – Μουσείο Αγ. Αικατερίνης (Θ. Δετοράκης 1977-1978, σ. 224-226).

 

Παύλος ιερέας Κλάδος ή Κλαδόπουλος

·         Κώδ  αρ. 21. του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου ( Θ. Δετοράκης 1977-1978, σ. 216-217)

·         Κωδ. αρ. 27 του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου (Θ. Δετοράκης 1977-1978, σ. 219)

·         Κωδ. αρ. 28 του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου (Θ. Δετοράκης 1977-1978, σ. 219-220)

 

Ιλαρίων Νικόλαος

·         Κωδ. αρ. 1146 Ιστορικού Μουσείου Κρήτης ( Θ. Δετοράκης 1977-1978, σ. 222-223)

 

Γεώργιος Νικολετάκης ιατρός

·         Κωδ. αρ. 672  Ιστορικού Μουσείου Κρήτης (Δ. Ζακυθηνός 1938, σ. 512-513, αρ. 15 και Θ. Δετοράκης 1977-1978, σ. 210-211, αρ. 15)

·         Κωδ. αρ. 673  (1786) Ιστορικού Μουσείου Κρήτης   (Δ. Ζακυθηνός, ό.π., αρ. 18 και Θ. Δετοράκης, ό.π., σ. 215, αρ. 18)

·         Κωδ. αρ. 674  (18ος αι.) Ιστορικού Μουσείου Κρήτης (Δ. Ζακυθηνός, ό.π., αρ. 17 και Θ. Δετοράκης, ό.π. σ. 214, αρ. 17)

·         Κωδ. αρ.  12   (1802) Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου (Δ. Ζακυθηνός, ό.π., αρ. 12 και Θ. Δετοράκης, ό.π., σ. 207-208, αρ. 12)

 

Ιωάσαφ ιερομόναχος από το χωριό Γωνιές

·         Κωδ. (1822)  Εγκωμιαστικός κανών της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Θ. Δετοράκης 1983, σ. 246)

 

Ο χώρος, όμως, ο οποίος συγκέντρωνε τις πιο ευνοϊκές προϋποθέσεις για την υπηρεσία της αντιγραφικής και καλλιγραφικής κρητικής παράδοσης ήταν οι ιερές μονές. Οι υπάρχοντες κωδικογράφοι εύρισκαν στο μοναστηριακό περιβάλλον κατάλληλο χώρο εργασίας αλλά και από την άλλη πλευρά το κωδικογραφικό έργο θεωρούνταν απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία των μονών ή για την κάλυψη αναγκών της μοναχικής και της λατρευτικής ζωής. Μέσα από τις ανάγκες αυτές αλλά και κάτω από την ανοχική τακτική των κατακτητών στην έστω ελεγχόμενη και υποτυπώδη παρουσία των μονών και του έμψυχου γενικά εκκλησιαστικού δυναμικού η αντιγραφική και καλλιγραφική δραστηριότητα συνεχίζεται, όπως τουλάχιστον μαρτυρούν τα διασωθέντα έργα. Ίσως, αν δεν συνέβαιναν οι μετέπειτα επαναστάσεις, στη διάρκεια των οποίων η κωδικογραφική παραγωγή έγινε παρανάλωμα του πυρός, θα διαθέταμε στοιχεία που μπορούσαν με περισσότερη πληρότητα να μαρτυρήσουν την έκταση της παράδοσης αυτής στην Κρήτη την εποχή αυτή. Ήδη στα πρώτα από την τουρκική κατάκτηση της Κρήτης χρόνια η καταστροφική λαίλαπα είχε φοβερή επίπτωση στον αφανισμό των χειρογράφων, όπως αναφέρει το 1730 ο υποπρόξενος της Γαλλίας στο Ηράκλειο Baume, ο οποίος με σκοπό την αναζήτηση χειρογράφων περιέρχεται κάποιες μονές και περιγράφει την κατάστασή τους, ιδιαίτερα της μονής Αρκαδίου (Κ .Γ. Κωνσταντινίδης 1956, σ. 92 και Μ. Μανούσακας 1966, σ.1512). Ο μοναστηριακός αυτός χώρος ήταν ο πλέον ιδανικός για τη διασφάλιση των κωδίκων αλλά και των εντύπων, αφού ιστορικά μαρτυρείται η λειτουργία βιβλιοθηκών με αντίστοιχα έργα περισσότερο στις μεγάλες κρητικές μονές ( Αρκαδίου, Βροντησίου, Τοπλού. Βαρσαμονέρου, Απανωσήφη, Γωνιάς, Αγκαράθου, Απεζανών κ.α.). Οι υπάρχουσες λιγοστές ιδιωτικές βιβλιοθήκες είτε, κυρίως, επισκόπων και κληρικών, είτε πεπαιδευμένων κρητών κατέληγαν ως αφιερώματα στις μονές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του μητροπολίτη Κρήτης Καλλινίκου, ο οποίος προσέφερε  τα βιβλία του στη μονή Γωνιάς, (Λελεδάκης Άνθ. 1913, σ.35) αλλά και του επισκόπου Κισάμου Παρθενίου Φαζάκη, ο οποίος προσέφερε χρήματα και θεολογικά, φιλοσοφικά, γλωσσικά και εγκυκλοπαιδικά βιβλία στην ίδια μονή για να μνημονεύεται το όνομά του (Ν. Τωμαδάκης – Σ. Βογιατζάκης 1931, σ. 6, σημ. 2 και Ν. Τωμαδάκης 1974, σ. 107).

            Έτσι, λοιπόν, σε αρκετές μονές φαίνεται να λειτουργούσαν αντιγραφικά και καλλιγραφικά εργαστήρια από τα οποία προήλθαν κάποια διασωθέντα σήμερα έργα, που αποτελούν πρωτογενές αρχειακό υλικό, απαραίτητο στη σύγχρονη ιστορική έρευνα. Κάποια από αυτά μπορούμε να δούμε στον παρακάτω πίνακα:

 

ΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕ ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥΣ

 

Αρκαδίου                                     Συμεών Χαλκιόπουλος (ηγούμενος)

*       1638 αρ. ΣΠΔ΄, Καλλιγρ. χειρόγραφο μονής Πάτμου «Περί ηγουμένων, πώς δει πομαίνειν και διδάσκειν τους υπ’ αυτών μοναχούς» (Μνεία του χειρογράφου στο, Ι. Σακκελίων 1890, σ. 144-145,αρ. ΣΠΔ΄, Μ. Μανούσακας 1966, σ. 1511 και Κ. Κωστάκης 1996, σ. 304-306)

 

Αρσανίου                                       Γεώργιος Μοάτζος

*       1796           κωδ. αρχείο μονής ‘Ευχολόγιο’ (Μ. Τρούλης1989, σ. 110-119, 114-115)

*       τελ 17ου αι .κωδ.  αρχείο μονής ‘Ιεροδιακονικόν’ (βλ. ό.π., σ. 101-110, όπου και περιγραφή)

 

Γωνιάς                                          Ιερέας Δημήτριος Σουρούμης

*       1691 κωδ. αρ. 1 αρχείο μονής ‘’Πράξεις των Αποστόλων’’ σε μετάφραση του Μαξίμου Καλλιπολίτη (Ν. Τωμαδάκης – Σ. Βογιατζάκης 1931, σ. 5)

*       1791   κωδ. αρ. 6 αρχείο μονής (βλ. ό.π., σ. 5 και Ν. Τωμαδάκης 1965, σ. 166)

*       1698   κωδ. αρ. 54  Σκιάθου

*       1696   κωδ. αρ. 762 (60) μονής Ξηροποτάμου

*       1659   κωδ. αρ. 1296 μονής Μεγίστης Λαύρας

*       1694   κωδ. αρ. 60 μονής Ξενοφώντος (Ν. Τωμαδάκης 1971, σ. 353-358 και Σπ. Λάμπρου 1966, Α΄, σ. 437 και σ. 68)

                                              Ιωάννης Γονάλης

*       1791   κωδ. αρ. 6 αρχείο μονής (Ν. Τωμαδάκης – Σ. Βογιατζάκης 1931, σ. 8-9, Άνθ. Λελεδάκης 1913, σ. 32 και Ν. Τωμαδάκης 1974, σ. 105)

                        

                                                   Στέφανος Στρατηγόπουλος

*       1800 κωδ. αρχείο μονής (Ν. Τωμαδάκης – Σ. Βογιατζάκης 1931, σ. 8)

                                                  Γεώργιος Αναγνώστης ’εκ κώμης Ροδοβάνι

*       1745 κωδ. αρ. 4 αρχείο μονής  ‘Ευχολόγιο διαβαστικό’ (ό.π., σ. 7-8)

                                                  Σωφρόνιος μοναχός

*       1712 κωδ. αρ. 2 αρχείο μονής ‘Θείον Νόμιμον’ (ό.π., σ. 6)

 

Απανωσήφη                              Γερόντιος μοναχός Καλαμαράς

*       1724 κωδ. αρ. 367 μονής Κουτλουμουσίου ‘Ακολουθία αγ. Γεωργίου’ (Σπ. Λάμπρου 1966, τ. Α΄, σ. 312, αρ. 3440)

                                                   Μελέτιος Καλλέργης

*       1774 κωδ. αρ. 55 μονής Παναγίας της Χάλκης ‘Ψαλμοί με ερμηνεία του Μ. Αθανασίου’ (Ν. Παναγιωτάκης 1963, σ. 13, σημ. 20)

                                                   Γεώργιος Γουνάλες

*       1794 κωδ. αρχείο μονής ‘Ακολουθία αγ. Γεωργίου’

*       1795 κωδ. Additional 41483 Βρεταννικού Μουσείου Λονδίνου ‘Ακολουθία αγ. Γεωργίου’

 

Αγίας Τριάδος Τζαγκαρόλων     Συμεών Βασιλείδης

*       1822 κωδ. αρ. 19 αρχείο μονής  (βλ. Ν. Τωμαδάκης 1957, σ. 28 και του ίδιου 1932, σ.347-348)

 

 

ΙΙΙ.  ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΑΠΑΝΩΣΗΦΗ

 

            Τόσο ο εντοπισμός και η καταγραφή όσο και η ειδική μελέτη των χειρογράφων ή αυτογράφων και καλλιγραφικών έργων της εποχής μπορεί να εμπλουτίσει την ιστορική γνώση σχετικά με τον κωδικογραφικό τομέα της ελληνικής κληρονομιάς, αλλά και να φωτίσει, ίσως, πολλές άγνωστες πτυχές της ιστορικής πορείας της ελληνικής παιδείας. Αν η καταστροφή από τις μετέπειτα επαναστάσεις – η βιβλιοθήκη λ.χ. της μονής Γωνιάς κάηκε ολοσχερώς στην επανάσταση του 1866 (βλ. Ν. Τωμαδάκης – Σ. Βογιατζάκης 1931, σ. 5, σημ. 2) - αφάνισε παντελώς τους πολύτιμους θησαυρούς της ελληνικής κληρονομιάς, όμως τα διασωθέντα, διασπαρθέντα ή μεταφερθέντα στις διάφορες βιβλιοθήκες ανά τον κόσμο χειρόγραφα αποτελούν τη μόνη ελπίδα για την αντικειμενική προσέγγιση της ιστορικής αλήθειας και το πρόσφορο έδαφος για τη σύγχρονη αρχειακή έρευνα της ιστορίας της παιδείας

Προς το σκοπό τούτο συμβάλλουσα η έρευνά μας αναζήτησε και εντόπισε τρία χειρόγραφα, προϊόντα του αντιγραφικού και καλλιγραφικού εργαστηρίου της μονής Απανωσήφη, τα οποία σε γενικές γραμμές και στη διάρκεια του περιορισμένου χρόνου της ανακοίνωσής μας αυτής θα παρουσιάσουμε

Πριν απ’ αυτό πρέπει να σημειώσουμε ότι η μονή αγίου Γεωργίου του Απανωσήφη, που ανήκει σήμερα στην ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης και η οποία φαίνεται να ιδρύθηκε κατά τα τελευταία χρόνια της Ενετοκρατίας (βλ. Ε. Πετράκης 1956, σ. 46-51), ανήκε στη χορεία των αξιολογοτέρων κρητικών μονών μέχρι και σήμερα. Ιδιαίτερα σημαντική θέση είχε στο τέλος του 18ου αι., οπότε παρουσιάζει τη μεγαλύτερη πνευματική και υλική ακμή της και άνθιση (βλ. ό.π., σ. 63,68,70). Έγγραφα από το Τουρκικό Αρχείο Ηρακλείου των ετών (1657 – 1765), που μετέφρασε ο Ν. Σταυρινίδης και εξέδωσε Η Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, επιβεβαιώνουν ιστορικά την άνθιση της μονής τότε, η οποία είχε και ικανό αριθμό μοναχών (βλ. Ξανθουδίδης 1913, σ. 77-78 και 81-83 και R. Pasley 1837, σ. 228). Η μεγάλη κτηματική περιουσία, που διέθετε, ο σύνδεσμος και η αφοσίωση των κατοίκων της περιοχής σ’ αυτήν ένεκα των θαυμάτων του αγίου Γεωργίου, όπως καταγράφονται στον κώδικα της ‘Διηγήσεως’, ο σεβασμός επιπλέον και ο φόβος των κατακτητών στον άγιο Γεώργιο, η διαμονή των επισκόπων Αρκαδίας στη μονή, εφόσον εκεί μαρτυρείται τους χρόνους αυτούς η έδρα της επισκοπής τους, το πλήθος των αφιερωμάτων, αλλά και ο όχι ευκαταφρόνητος σε σχέση με την εποχή αριθμός πεπαιδευμένων ηγουμένων, επισκόπων, μοναχών και ασματογράφων στη μονή, συμμαρτυρούν τη σημαντικότατη θέση της ιδίως στην κεντρική και νότια Κρήτη.

Επομένως, μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που διαθέτει η αντιγραφική και καλλιγραφική δραστηριότητα του έμψυχου ελληνικού δυναμικού της Κρήτης, υπηρετώντας τις θρησκευτικές, εκκλησιαστικές ή μοναστηριακές ανάγκες του υπόδουλου χριστιανικού πληθυσμού, η μονή Απανωσήφη καλλιεργεί την παράδοση αυτή και γίνεται αρωγός στον τομέα αυτό της ελληνικής παιδείας σε μια περίοδο που όλα τάσκιαζ’ η φοβέρα και τα πλάκων’ η σκλαβιά’.

Τρία ανέκδοτα χειρόγραφα της μονής, εκκλησιαστικά – λατρευτικά κείμενα της εποχής με Ακολουθίες του αγίου Γεωργίου, εφόσον και η μονή Απανωσήφη είναι αφιερωμένη στον άγιο Γεώργιο,  με τα οποία ασχολήθηκε η έρευνά μας, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, αφού στα φύλλα τους είναι αποτυπωμένη, θα λέγαμε, η όλη παιδευτική δυνατότητα του έμψυχου κρητικού δυναμικού σε μια εποχή της παιδείας βαριά και δύσκολη.

 

α. Το χειρόγραφο του αρχείου της μονής

 

Βρίσκεται σήμερα στο αρχείο της μονής Απανωσήφη και είναι χαρτώος κώδικας από 70 σελίδες διαστάσεων 25Χ16 με τα δύο πρώτα φύλλα κενά. Το κείμενο αρχίζει από τη σ. 5, είναι γραμμένο από το ίδιο καλλιγραφικό χέρι με ελάχιστες συντμήσεις σε μονόστηλη μορφή και με σπάνια ορθογραφικά αβλεπήματα, ενώ ο αριθμός των στίχων ανά σελίδα ποικίλλει από 24 – 26. Είναι διακοσμημένο με εξαιρετικά αρχικά γράμματα, κοσμήματα και μια μικρογραφία, που παριστάνει τον άγιο Γεώργιο με την παράσταση της ‘δρακοντοκτονίας’, στο κάτω μέρος της οποίας αναγράφεται ο σκοπός της καλλιγράφησης και το έτος 1794, ενώ το όνομα του αντιγραφέα Γεωργίου Γουνάλε του κρητός δηλώνεται στη σ. 70 του χειρογράφου: «Ετελειώθη η παρούσα βίβλος υπό ευτελούς Γεωργίου Γουνάλε του κρητός κατά μήνα Ιούλιον έτος το σωτήριον 1794». Μεταγενέστερα, φαίνεται, έχουν συρραφεί στον ίδιο κώδικα τρείς σελίδες (71, 72 και 73), έργο από άλλου καλλιγραφικού χεριού, ίσως, για την κάλυψη λειτουργικής ανάγκης στη μονή. Το όλο περιεχόμενο του χειρογράφου φαίνεται στον παρακάτω πίνακα:

 

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΙΣ 3 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

 

σ.  5 – 7   Μικρός Εσπερινός

σ.  8         Μικρογραφία αγ. Γεωργίου ‘δρακοντοκτονία’ σκοπός αντιγραφής

σ.  9 - 19 Μέγας Εσπερινός και Λιτή

σ. 19 - 50 Όρθρος

σ. 35 - 39 Βίος του αγ. Γεωργίου

σ. 53 -  67 Μακαριστάρια στον αγ. Γεώργιο

σ. 68 - 69 Ευλογητάρια στον αγ. Γεώργιο

σ. 69 - 70 Μεγαλυνάρια στον αγ. Γεώργιο

σ. 71 – 73 Μεταγενέστερα μακαριστάρια στον αγ. Γεώργιο

 

            β. Το χειρόγραφο του Βρετανικού Μουσείου του Λονδίνου

 

            Το Απανωσήφειο αυτό χειρόγραφο βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου και είναι χαρτώος κώδικας διαστάσεων 22,3Χ16,8 και αποτελείται από 49 φύλλα (πρβλ. Ν. Παναγιωτάκης 1963, σ. 7-15, όπου και τα πρώτα στοιχεία για το χειρόγραφο). Το κυρίως κείμενο αρχίζει από το f 4, τελειώνει στο f 46 και φέρει μεταγενέστερη, ίσως, αρίθμηση 1 – 43. Προηγούνται και έπονται τρία παράφυλλα , εκ των οποίων τα δύο (f βr και f στr) περιέχουν σημειώματα, χρήσιμα για τον προσδιορισμό της ιστορίας του χεορογράφου. Έτσι από την αναγραφή των χρονολογιών 1809 – 1817, 1818 και 1820 μαρτυρείται, ίσως, η παρουσία του στη μονή έως ότου, μάλλον, πωλείται το 1882 για να βρεθεί στην Αθήνα αγορασμένο από τον αναγραφόμενο Γρηγόριο Μπουρνιά και μετά από 45 έτη από το Βρετανικό Μουσείο. Είναι γραμμένο από το ίδιο καλλιγραφικό χέρι με ελάχιστα ορθογραφικά αβλεπήματα σε μονόστηλη μορφή και με ελάχιστες συντμήσεις, ενώ ο αριθμός των στίχων σε κάθε φύλλο ποικίλλει από 26 – 28. Στο f 42v δηλώνεται ο αυτός με το παραπάνω χειρόγραφο καλλιγράφος Γεώργιος Γουνάλες και το έτος 1795, ενώ στο f 43v αναγράφονται ιαμβικοί αφιερωματικοί στίχοι, συνθεμένοι, ίσως, από τον ίδιο, οπότε συμπεραίνουμε και τη μόρφωση, που διέθετε. Το χειρόγραφο αυτό έχει σημαντικότατη καλλιτεχνική αξία, ιδιαίτερα για τα πολύχρωμα κοσμήματα και τα περίτεχνα αρχικά γράμματα, καθώς και για τις δύο ολοσέλιδες μέτριας καλλιτεχνικής αξίας μικρογραφίες του αγ. Γεωργίου (μαρτύριο f 2v και δρακοντοκτονία f 28v), από τα οποία διαπιστώνει κανείς την επινοητικότητα και τη φαντασία του καλλιτέχνη με πηγή έμπνευσης κυρίως το φυτικό και το ζωικό κόσμο και σπάνια τα θρησκευτικά θέματα (θρησκευτικά θέματα στην όλη καλαίσθητη σύνθεση του χειρογράφου έχουμε: Άγγελος που σαλπίζει , γράμμα Τ, στο f 4v, άγγελος με άνθη, γράμμα Δ, στο f 4v, άγγελος με στεφάνια, γράμμα Ο, στο f 31v, εσταυρωμένος, γράμμα Τ, στο f 36r και Χερουβίμ με άνθη, γράμμα Τ, στο f 38v).

Το όλο περιεχόμενο του χειρογράφου φαίνεται στον παρακάτω πίνακα:

 

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ

 

f   1  - 2v  Μικρός Εσπερινός

f.   2v        Ολοσέλιδη μικρογραφία  (μαρτύριο αγ, Γεωργίου)

f.   3r – 7v Μέγας Εσπερινός – Λιτή

f.   7v – 20v Όρθρος και θ. Λειτουργία

f.  21r – 27r Μακαριστάρια

f.  27v – 28r Ευλογητάρια

f.  28v         Ολοσέλιδη μικρογραφία  (δρακοντοκτονία)

 

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΙΣ 23 ΑΠΡΙΛΙΟΥ

 

 f.       29r – 30 Μικρός Εσπερινός

f.       30v – 33 Μέγας Εσπερινός

f.       33v – 42v  Όρθρος και θ. Λειτουργία

f.       43r – 43 Μεγαλυνάρια

f.   43v  Στίχοι ιαμβικοί και ηρωελεγείοι  

 

 

γ. Το χειρόγραφο της μονής Κουτλουμουσίου

 

            Το χειρόγραφο αυτό, προερχόμενο, επίσης από τη μονή Απανωσήφη, βρίσκεται σήμερα στη βιβλιοθήκη της αγιορειτικής μονής Κουτλουμουσίου και είναι, επίσης χαρτώος κώδικας σχήματος 8ου. Αποτελείται από 85 φύλλα και το κείμενο αρχίζει από το f 1, τελειώνει στο f 85, ενώ ακολουθεί παράφυλλο, που ως είδος προχείρου περιέχει καταγραμμένες δοκιμές εκμάθησης αντιγραφής φράσεων, όπως: ‘μακαρίζομέν σε Θεοτόκε Παρθένε’, ‘Χριστός γεννάται’ κ.ά., ή κάποιων συμπλεγμάτων, αλλά και ακόμη εκτελέσεις αριθμητικών πράξεων σε άτακτη μορφή. Το κείμενο είναι γραμμένο από το ίδιο καλλιγραφικό χέρι σε μονόστηλη μορφή, με αρκετά ορθογραφικά σφάλματα πολλές και συνεχείς συντμήσεις, ενώ ο αριθμός των στίχων είναι σταθερός στους 22 εκτός από το τελευταίο f.85v, που έχει 24 στίχους, καθότι περιέχει και τη βιβλιογραφική σημείωση του αντιγραφέα: «1724 εν μηνί Οκτωβρίω κζ΄/ εγράφη η παρούσα εορτή εν τη σεβασμία μονή του μέγα Γεωργίου Απανωσήφι δια χειρός εμού Γεροντίου μοναχού του καλαμαρά και οι αναγιγνώσκοντες συγγνώμην ποιήσατε δια των πολλών μου σφαλμάτων».

Από πλευράς καλλιτεχνικής περιέχει εξαίρετα κοσμήματα, περίτεχνα αλλά και απλά μέχρι λιτά αρχικά γράμματα. Η χρήση από τον καλλιγράφο πολλής ποσότητας μελάνης σε κάποια σημεία έχει διαποτίσει το φύλλο με αποτέλεσμα να διακρίνονται αποσπασματικά μέρη από το αρχικό γράμμα στο πίσω μέρος του φύλλου. Το f 61 είναι διάτρητο σε κάποιο σημείο του κειμένου, εξαιτίας στρογγυλόσχημης οπής που έχει γίνει, ενώ από πλευράς περιεχομένου ο κώδικας παρουσιάζει κενό, εφόσον ελλείπει μέρος από το τέλος του Εσπερινού και την αρχή του Όρθρου, αν και η υπάρχουσα αρίθμηση, ίσως μεταγενέστερη, είναι συνεχής χωρίς να διακόπτεται. Το όλο περιεχόμενο του χειρογράφου αυτού φαίνεται στον παρακάτω πίνακα:

 

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΙΣ 23 ΑΠΡΙΛΙΟΥ

 

                 f 1r – 4v    Μέγας Εσπερινός

                 f 5r – 61v   Όρθρος (τμήμα)

                 f 11r – 56r   Γέννηση – ανατροφή και μαρτύριο

                 f 61v – 68v   Μακαριστάρια

                 f 69r – 69v   Ευλογητάρια

  f 70r – 71v   Θεία Λειτουργία ( αγιογραφικά αναγνώσματα)

                 f 72r – 76v   Εκλόγιο

                 f 77r – 85v   Προσόμοια κατ’ ήχον

                 f 86r         Σημειώματα

 

  .  

 

IV. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ

 

            Η ειδική μελέτη καθενός χειρογράφου παράλληλα με την αντιπαραβολή των περιεχομένων σ’ αυτά στοιχείων εμπλουτίζει τις ιστορικές, γλωσσικές, γραφολογικές, καλλιτεχνικές, υμνογραφικές, λειτουργικές κ.ά. πληροφορίες, πολύτιμες στη σταδιακή οικοδόμηση της ιστορικής αλήθειας της συγκεκριμένης εποχής. Βέβαια, τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στην παρούσα ανακοίνωση. Ελπίζουμε να παρουσιαστούν αναλυτικά με την έκδοση κάποιων από τα χειρόγραφα. Εντελώς γενικά και μέσα στα πλαίσια του χρόνου που μας απομένει θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τα παρακάτω:

            α) Στο αντιγραφικό και καλλιγραφικό εργαστήριο της μονής Απανωσήφη από τις αρχές μέχρι το τέλος του 18ου αι. και συγκεκριμένα από το 1724, χρονολογία αντιγραφής του χειρογράφου του Κουτλουμουσίου μέχρι το 1794 και 1795, χρονολογίες αντιγραφής των χειρογράφων  του αρχείου της μονής και του Λονδίνου, παρατηρούμε την εξέλιξη της γραφής από μια μορφή σύνθετη, που πλησιάζει περισσότερο τα γνωρίσματα των βυζαντινών χρόνων σε μια μορφή απλούστερη, που αγγίζει άμεσα το πρόσφατο ελληνικό παρελθόν μας αλλά και το παρόν.

            β) Στο μοναστηριακό αυτό χώρο, όπου καταβάλλονται οι υπάρχουσες για την καλλιέργεια του ελληνικού πολιτισμού δυνάμεις, μπορούμε να παρατηρήσουμε στη διάρκεια σχεδόν ολόκληρου του 18ου αι. μια σχετική πρόοδο, που διαπιστώνεται από τη μείωση των ορθογραφικών σφαλμάτων, αλλά και από την ύπαρξη δυνατότητας σύνθεσης ασματικών Ακολουθιών ή δημιουργίας πρωτότυπων ύμνων από εγγράμματους μοναχούς, όπως ο αναφερόμενος Συνέσιος.

            γ) Το παραγόμενο βιβλιογραφικό έργο στη μονή Απανωσήφη, θα λέγαμε, γίνεται η βάση και η δυνατότητα για δημιουργία νέου, περισσότερο εμπλουτισμένου, εφόσον από τη μια μεριά μεγάλα τμήματα της Ακολουθίας του 1724 ταυτίζονται με τα αντίστοιχα των Ακολουθιών του 1794 και 1795, και από την άλλη νέα τμήματα και δημιουργίες προστίθενται σ’αυτά.

            δ) Έχουμε τη γνώμη ότι το αντιγραφικό και καλλιγραφικό αυτό εργαστήριο δεν παρήγε μόνο λατρευτικά, αλλά και άλλα - αγιογραφικά, πατερικά, θεολογικά ίσως και φιλοσοφικά - όπως διαπιστώνουμε στο με αρ. 55 απανωσήφειο χειρόγραφο της μονής της Παναγίας της Χάλκης (μνεία του χειρογράφου στο Αθηναγόρας μητρ. 1935, σ. 49), που αντιγράφηκε από το Μελέτιο Καλλέργη στα 1774 και περιέχει τους ψαλμούς του Δαβίδ με την ερμηνεία του Μ. Αθανασίου.

            ε) Η παράθεση στο χειρόγραφο του Κουτλουμουσίου σε 46 ολόκληρα φύλλα και με τη μορφή θεματικής παραγραφοποίησης, του βίου και των θαυμάτων του αγίου Γεωργίου σε πεζό λόγο – πρέπει να σημειώσουμε ότι το κείμενο αυτό διαβαζόταν στη θεία λατρεία, όπως φανερώνει η θέση του αλλά και η αναγραφόμενη στο χειρόγραφο μαρτυρία -  και μάλιστα με τα  γλωσσικά χαρακτηριστικά της εποχής και του τόπου (π.χ.:’πρίν να ζηγοκτώf 44v, ‘κλάιματα’ f 46v, ‘κερά’ f 32r, ‘χοστά’ f32v, ‘αφίτεμεf 33r, ‘δώς της’ f 33v κ. ά.) για την ευκολότερη συμμετοχή και κατανόηση των πιστών, μας παρέχει τη δυνατότητα να αντλήσουμε πολύπλευρες και σημαντικές πληροφορίες.

            στ) Από πλευράς καλλιτεχνικής η καλαίσθητη εικόνα, που παρουσιάζουν και τα τρία χειρόγραφα αποδεικνύουν τις αντίστοιχες ικανότητες του υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού αλλά και την οργανωμένη υπόσταση της μονής στην παραγωγή ολοκληρωμένων χειρογράφων. Στο χειρόγραφο του Κουτλουμουσίου παρατηρούμε τα πιο αξιόλογα κοσμήματα (βλ. τα f:: 1r, 11r, 61v, 70r, 71v, 72r και 77r) στις αρχές των τμημάτων της Ακολουθίας με συνδυασμούς διάφορων ανθέων σε σχήμα σταυρού, σε σταυροειδή πλαίσια, ή σύνθεση ανθέων σε ανθοδοχεία, που φανερώνουν την εγγύτητα της τέχνης αυτής με τη βυζαντινή διακοσμητική παράδοση, ενώ στα δύο άλλα χειρόγραφα του Λονδίνου (βλ. τα f :  1r, 3r, 21r, 27v, 29r, 30v και 43r) και του αρχείου της μονής (βλ. τις σ: 5, 9, 53 και 68) διαπιστώνουμε την απλούστερη και μέτρια, μπορούμε να πούμε, μορφή των κοσμημάτων. Στο χειρόγραφο του Λονδίνου παρατηρούμε την εξαίρετη καλλιτεχνική αξία των αρχικών γραμμάτων, που είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής επινόησης και της ικανής φαντασίας του καλλιτέχνη, ο οποίος ως πηγή παραστάσεων χρησιμοποιεί το φυτικό και ζωικό κόσμο. Τα αρχικά αυτά γράμματα προσδίδουν στο χειρόγραφο υψηλή καλαισθησία, (πρβλ. Παναγιωτάκης 1963, σ. 13-15) αν και υπάρχουν όπως και στα άλλα δύο χειρόγραφα αρχικά γράμματα λιγότερο διακοσμημένα μέχρι και λιτά ή πολύ λιτά, ανάλογα με τα κείμενα που χρησιμοποιούνται. Βέβαια, σχετικά με τα αρχικά γράμματα μπορούμε να παρατηρήσουμε τη σχέση των χειρογράφων του Λονδίνου και του αρχείου της μονής, που είναι από το ίδιο καλλιτεχνικό χέρι, αλλά και κάποια περίτεχνα αρχικά του χειρογράφου του Κουτλουμουσίου, που αποτελούν βάση και πηγή των αντίστοιχων του Λονδίνου, όπως βλέπουμε στις διαφάνειες.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Αθηναγόρου Μητροπολίτου του από Μεγάλων Πρωτοσυγκέλλων,

              «Κατάλογος των χειρογράφων της εν Χάλκη μονής της Παναγίας»,

               Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, ΙΑ΄(1935), σ. 49.

Αμαριανάκης Γ., «Κρητική βυζαντινή και παραδοσιακή μουσική», Κρήτη:

               Ιστορία και πολιτισμός, τ. Β΄, Κρήτη 1988, σ. 319-332.

Δετοράκης Θ., Ιστορία της Κρήτης, Αθήνα 1986.

     ―    «Περιγραφικός κατάλογος των χειρογράφων των βιβλιοθηκών

              της πόλεως Ηρακλείου Κρήτης», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών

              Σπουδών, 43 (1977-1978), σ. 188-227.

     ―    «Γεράσιμος ο Καλογνώμων ποιητής Ακολουθίας εις τον άγιον

             Μύρωνα», Κρητολογία,2 (1976), σ. 65-75.

     ―    «Κρήτες μεταβυζαντινοί υμνογράφοι», Επιστημονική Επετηρίδα

             Φιλοσοφικής Σχολής Παν/μίου Κρήτης, ‘Αριάδνη’, Α΄(1983), σ.  

             236-271.

Ευαγγελίδης Τρ., Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας, τ. Α΄, Β΄, Αθήνα 1936.

-            «Σχολεία Κρήτης», Μύσων,Α΄ (1932), σ. 41-18.

Ευστρατιάδης Σ. – Σπυρίδων Λαυριώτης, Κατάλογος των κωδίκων της

            Μεγίστης Λαύρας, Paris, 1925.

Ζακυθηνός Δ., «Τα ιστορικά και μοναστηριακά Αρχεία της Κρήτης»,

          Επετηρίς Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, Β΄ (1938), σ. 505-526.

Ζαχαρόπουλος Ν., Η παιδεία στην Τουρκοκρατία, Θεσσαλονίκη 1983.

CamarianoGioran Α΄., «Κώδικες περιέχοντες διδακτικά εγχειρίδια

          Γερασίμου Βλάχου του κρητός εν τη βιβλιοθήκη της Ρουμανικής

          Ακαδημίας», Πεπραγμένα Γ΄Διεθνους Κρητολογικού Συνεδρίου, ΙΙ,

          Αθήναι, 1974, σ. 16-28.

Κριτοβουλίδης Κ., Απομνημονεύματα του περί της αυτονομίας της Ελλάδος

           πολέμου των Κρητών, εν Αθήναις 1859.

Κώδικας Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκς Ηρακλείου Κρήτης.f 68v, 69r.

Κωνσταντινίδης Κ.Γ., «Εκθέσεις και υπομνήματα από την αλληλογραφία

           του Γαλλικού Προξενείου Κρήτης», Κρητικά Χρονικά, 8 (1954), σ.

           323-365, 10(1956). Σ. 372-394, 14 (1960), σ. 109-146, 466-491.

Κωστάκης Κ., Η πνευματική κίνηση στον εκκλησιαστικό χώρο της Κρήτης

          κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας (1669-1821), Διδακτορική

          Διδακτορική διατριβή,Νέα Χριστιανική Κρήτη, 17, Ρέθυμνον 1996.

Λάμπρου Σπ. Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους

           ελληνικών κωδίκων, τ. Α΄, Β΄, Άμστερνταμ 1966.

Λελεδάκης Ανθ., «Περί της εν τη επαρχία Κισάμου της Κρήτης ιεράς

          σταυροπηγιακής μονής της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου,

          της κυρίας Οδηγητρίας της επικαλουμένης Γωνιάς», Χριστιανική

          Κρήτη, Β΄(1913), σ. 3-53.

Μανούσακας Μ., «Άγνωστα κεφάλαια της παλαιότερης ιστορίας του

          Αρκαδίου», Νέα Εστία,80 (1966), σ. 1503-1518.

Νενεδάκης Α., Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής, ο Κρητικός πόλεμος,Αθήνα

          1987.

Ξανθουδίδης Στ., «Κανονικά πεσκέσια μητροπολίτου Κρήτης», Χριστιανική

           Κρήτη,Β΄(1913), σ. 59-108.

Παναγιωτάκης Ν., «Η παιδεία κατά τη Βενετοκρατία», Κρήτη: Ιστορία και

          Πολιτισμός, τ. Β΄, Κρήτη 1988, σ. 165-195.

    ―  «Νέον χειρόγραφον της Μονής Απανωσήφη», Κρητικά Χρονικά, 17

          (1963), σ. 7-15.

Παπαδάκης Μ., «Η ιερά μονή Δισκουρίου», Προμηθεύς ο Πυρφόρος, 23

          (1981), σ. 35-46.

Παρανίκας Μ., Σχεδίασμα περί της εν τω ελληνικώ έθνει καταστάσεως των      

         γραμμάτων από αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως (1453 μ.Χ,) μέχρι των

         αρχών της ενεστώσης ΙΘ΄εκατονταετηρίδος, Κωνσταντινούπολις 1867.

Pasley R., Travels in crete, I-II, London 1837.

Πατρινέλης Χ., Το ελληνικό βιβλίο κατά την Τουρκοκρατία (1476-1820),

          Θεσσαλονίκη 1989.

Πετράκης Ε., «Ο άγιος Γεώργιος ο Απανωσήφης (Ιστορία μιας Μονής)»,

           Κρητικά Χρονικά, 10 (1956), σ. 29-100.

Πέτρου – Μεσογείτης Χ.Ν., «Κργτικοί στίχοι εκ παλαιών χειρογράφων της

          βιβλιοθήκης του Μουσείου Ηρακλείου», Επετηρίς Εταιρείας

          Κρητικών Σπουδών, Β΄, (1939), σ. 339-374.

Σακκελίων Ι., Πατμιακή Βιβλιοθήκη, Αθήνησιν 1890.

Σταυρίδης Β., «Οικουμενικόν Πατριαρχείον, εκκλησιαστική ιστορία από

          Της αλώσεως έως του 1923», Θρησκευτική και Ηθική

           Εγκυκλοπαιδεία, 9, 806.

Τρούλης Μ., «Δύο άγνωστα χειρόγραφα του 17ου και του 18ου αι. στη μονή

           Αρσανίου Ρεθύμνου», Νέα Χριστιανική Κρήτη, Α΄, τχ 1  (1989), σ.

           101-126.

Τωμαδάκης Ν., «Δημήτριος Σουρούμης ιερεύς εκ Κυδωνίας κωδικογράφος

            και ασματογράφος», Αθηνά, ΟΒ΄(1971), σ. 353-358.

     ―   «Επισκοπή και επίσκοποι Κυδωνίας», Κρητικά Χρονικά, 11 (1957),

           σ. 1-42.

     ―   «Η ιερά μονή Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων εν ακρωτηρίω

            Μελέχα Κρήτης», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, 9

            (1932), σ.289-350.

   ―    Ιστορία της Εκκλησίας Κρήτης επί Τουρκοκρατίας (1645-1898), τ. Α΄,

           Αι πηγαί, εν Αθήναις 1974.

   ―    Μεταβυζαντινά φιλολογικά, Αθήναι 1965.  

       Σύντομος ιστορία της Εκκλησίας Κρήτης,Αθήνα 1965.

Τωμαδάκης Ν. – Βογιατζάκης Ν., Σημειώματα εκ της ιεράς μονής Γωνιάς,

            Εν Χανίοις 1931.

Φανουράκης Ευμ΄., «Ανέκδοτα εκκλησιαστικά έγγραφα των χρόνων της

         Τουρκοκρατίας αποκείμενα εν τω Μουσείω Ηρακλείου», Κρητικά

         Χρονικά,1 (1947), σ. 155-172, 256-274, 487-504, 3 (1949), σ. 127-

         142, 351-362, 4 (1950), σ. 65-74, 214-232, 6 (1952), σ.321-350.