«Μια διαλεξη της Μαριας Αμαριώτου στο Βελιγραδι το Φθινοπωρο του 1932»

 

 

 

Γεώργιος Κοντομητρος

Φιλόλογος - Υπ. Δρ. στην Ιστορία της Εκπαίδευσης

Π.Τ.Δ.Ε. του Παν/μίου Θεσσαλίας

 

 

 

Περιληψη

 

Το φθινόπωρο του 1932 η Μαρία Αμαριώτου επισκέφτηκε το Βελιγράδι εκπροσωπώντας την Ένωση Ελληνίδων Επιστημόνων στις βαλκανικές εσπερίδες, που διοργανώθηκαν εκεί από την αντίστοιχη σερβική ένωση. Η βαλκανική συνάντηση των γυναικών επιστημόνων της Βαλκανι­κής αξιολογήθηκε θετικά από τη Μαρία Αμαριώτου, η οποία εξέφρασε την άποψη ότι τέτοιες πρωτοβουλίες συντελούν τουλάχιστον όσο και τα πολιτικά μέτρα στην αμοιβαία γνωριμία των λαών. Η ελληνίδα παιδαγωγός, μέλος τότε του Γνωμοδοτικού Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, ανέ­δειξε με τη διάλεξή της στην ελληνική εσπερίδα το ρόλο που μπορούν να παίξουν οι γυναίκες στη δημιουργία ενός ειρηνιστικού ιδεώδους «όταν μαζί με τη θέρμη της καρδιάς τους διαθέ­τουν και ένα φωτισμένο μυαλό». Με αφετηρία τη θέση ότι η ανάπτυξη της κατανόησης και του σεβασμού των ξένων πολιτισμών πρέπει να αρχίζει από το Δημοτικό σχολείο και αξιοποιώ­ντας τα αυθεντικά στοιχεία που είχε στη διάθεση της, παρουσίασε στο ακροατήριο της συνο­πτικά αλλά με σαφήνεια το σύνολο της ελληνικής εκπαιδευτικής πολιτικής των ετών 1928-1932 στα ποσοτικά και τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά: επρόκειτο για μια πολιτική ενταγμένη στον «φωτεινό δρόμο» που, σύμφωνα με τη διατύπωση της Μαρίας Αμαριώτου, «ξεκίνησε από το Βόλο και το Μαράσλειο με διευθυντή τον Αλ. Δελμούζο και το Διδασκαλείο θηλέων Θεσσαλονίκης με διευθυντή τον Μίλτο Κουντουρά». Έχει ενδιαφέρον η παρουσίαση των εκ­παιδευτικών γεγονότων της περιόδου αυτής στο εξωτερικό από μία πρωταγωνίστρια τους, η οποία, με την ένταξή τους στην υπηρεσία της ειρήνης προσέδωσε σ' αυτά μία επιπλέον διάσταση.

 

Abstract 

 

In the Automn of 1932 Maria Amariotou visited Belgrade representing the Greek Scientists Union in the Balcan Union. The Balcan meeting of women scientists of the Balcans was valuated positively by M.Amariotou, whose opinion was that initiatives like these contribute to the mutual understanding among nations as much as political actions. The Greek pedagogue, who was a member of the Consultative Board of Education at the time, showed with her lecture the importance of women in creating an ideal of peace "when they combine the warmth of their heart with a luminous, bright mind". Starting with the view that the development of the understanding and respect of foreign civilizations must start at the Elementary School and using reliable facts, she presented to her audience, briefly but clearly, the Greek educational policy of the years 1928-1932, referring to its qualitive and quantitative traits: it was a policy that followed the "bright road" which, according to M.Amariotou,"! began in Volos and the Maraslio ran by A.Delmouzos and the Girls College of Thessaloniki ran by M. Kountouras".It is very interesting that these educational events were presented abroad by a leading person because using them in the service of peace gave to them one more dimension.

 

 

 Η Μαρία Αμαριώτου το Φθινόπωρο του 1932[1] ταξίδεψε σιδηροδρομικώς στο Βελιγράδι,  προσκεκλημένη της Ένωσης Σερβίδων Επιστημόνων, και μίλησε εκπροσωπώντας την αντίστοιχη Ένωση των Ελληνίδων[2]. Η πρόσκληση πρέπει να έγινε στο πλαίσιο μιας βαλκανικής παιδαγωγικής εβδομάδας. Η υπόθεση αυτή θεμελιώνεται σε μία αναφορά σε χειρόγραφο κείμενο της Αμαριώτου, σύμφωνα με την οποία η διοργάνωση πέτυχε το στόχο της, αφού οι Σερβίδες εξασφάλισαν και από τον αντίστοιχο βουλγαρικό σύνδεσμο την αποστολή εκπροσώπου[3]. Άλλες πληροφορίες για τις υπόλοιπες συμμετοχές δεν υφίστανται στα σχετικά χειρόγραφα. Βέβαιο είναι ότι η εκπρόσωπος κάθε χώρας παρουσίαζε την ομιλία της στο πλαίσιο ολόκληρης εσπερίδας προς τιμήν της, που οργανώνονταν στη μεγάλη αίθουσα διαλέξεων του Λαϊκού Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου. Στην ελληνική βραδιά, κατά την οποία μίλησε η Αμαριώτου μέσα σε ένα εξαιρετικά φιλικό και θερμό κλίμα, μία πρωταγωνίστρια της όπερας του Βελιγραδίου τραγούδησε ένα μελοποιημένο ποίημα του Γεωργίου Δροσίνη, μία κυρία απήγγειλε ένα ποίημα  της Μαρίας Πολυδούρη και ένα του Ζαχαρία Παπαντωνίου μεταφρασμένα στα σερβικά και τέλος ένας σέρβος ποιητής διάβασε τις αναμνήσεις του από την Ελλάδα. Προβλήθηκαν επίσης φωτογραφίες ελληνικών διδακτηρίων και τοπίων.

Στην παρούσα εισήγηση το ενδιαφέρον θα εστιαστεί στα ακόλουθα σημεία: στη σκοπιμότητα της επίσκεψης της Αμαριώτου, στις εντυπώσεις της από αυτή και προπάντων στο περιεχόμενο του ίδιου του κειμένου της διάλεξής της.

Η κύρια σκοπιμότητα της επίσκεψης ήταν η προώθηση του ειρηνιστικού ιδεώδους. Σύμφωνα με την ελληνίδα παιδαγωγό μπορεί στο παρελθόν να σημάδεψαν κοινές τύχες τον ελληνικό και τον σερβικό λαό και να είχαν υπογραφεί πρόσφατα σύμφωνα φιλίας[4], όμως «κείνο που μας οδηγεί στη γνήσια και ειλικρινή συνεννόηση των λαών, είναι προ παντός η ατμόσφαιρα της αμοιβαίας συμπαθείας, που γεννιέται με τη γνωριμία των λαών, που η γυναίκα, μάλιστα η μορφωμένη είναι κατάλληλη να δημιουργήση»[5]. Έτσι η πρωτοβουλία των Σερβίδων Επιστημόνων θεωρήθηκε από την Αμαριώτου ως καλή αρχή, που θα μπορούσε να οδηγήσει τους βαλκανικούς λαούς στην αμοιβαία κατανόηση και τελικά στην παγίωση της ειρήνης στην περιοχή. 

Σε σχέση με το δεύτερο σημείο, τις εντυπώσεις που μετέφερε η Αμαριώτου στην Ένωση Ελληνίδων, το ενδιαφέρον εστιάστηκε πρώτα πρώτα στην κατάσταση των σερβικών σχολείων. Επισήμανε το γεγονός ότι συνάντησε εκεί επιθεωρήτρια, τη στιγμή που στην Ελλάδα καμία γυναίκα δεν είχε λάβει ως τότε τέτοια θέση. Εξέφρασε πάντως τη βεβαιότητα ότι σύντομα θα γινόταν και αυτό στη χώρα μας «οποιαδήποτε ενδιάμεση περίοδο κι αν διακόψη λίγο καιρό την  πρόοδο»[6]. Ακόμη αναφέρθηκε στο πολύπλευρο κοινωνικό έργο που επιτελούσαν οι Σερβίδες επιστήμονες, το οποίο σύμφωνα με την ελληνίδα παιδαγωγό εκινείτο στις ίδιες κατευθύνσεις με αυτό των Ελληνίδων. Επισήμανε κοινά χαρακτηρολογικά και πολιτιστικά στοιχεία δηλωτικά της αλληλεπίδρασης των δύο λαών και πρότεινε για την περαιτέρω γνωριμία τους μεταξύ άλλων τη μετάφραση χαρακτηριστικών λογοτεχνικών έργων στις δύο γλώσσες. Η προσπάθεια αυτή θα μπορούσε να ξεκινήσει πολύ σύντομα με τη μετάφραση από το έργο του Στράτη Μυριβήλη «Η ζωή εν τάφω» του κεφαλαίου του σχετικού με τη Σερβίδα μάννα[7]. Με την ανάγνωση του κεφαλαίου αυτού η Αμαριώτου πίστευε πως θα έβλεπαν οι Σέρβοι «με πόση ειλικρίνεια η ελληνική καρδιά χτυπά για την ειρήνη, για τον ανθρώπινο πόνο, πούναι παντού ο ίδιος, για την αλήθεια που έπρεπε να μας κυβερνά και που δεν ετολμούσε κανείς πριν από χρόνια να την πη, γιατί θα χαρακτηρίζονταν αφιλόπατρις». Αναφέρθηκε ακόμη και στην ελληνική κοινότητα του Βελιγραδίου, που αριθμούσε τότε περίπου τριακόσια πενήντα άτομα. Παρουσίασε την πρόοδό τους, αλλά και τη λαχτάρα τους για έλληνες δασκάλους και για τον εμπλουτισμό των βιβλιοθηκών τους με ελληνικά βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά[8].

Με τη διάλεξή της κατά την ελληνική εσπερίδα, η οποία έγινε στη γερμανική, η Αμαριώτου επιδίωξε δύο στόχους. Να παρουσιάσει τα όσα είχαν γίνει στον εκπαιδευτικό τομέα τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και να τονίσει το φιλειρηνικό πνεύμα που διέκρινε το ελληνικό κράτος και στον πολιτιστικό τομέα.

 

Απόσπασμα του ελληνικού σχεδίου της διάλεξης της Αμαριώτου

 

Σύμφωνα με την Αμαριώτου η εκπαίδευση ήταν το πεδίο για το οποίο το ελληνικό κράτος θα μπορούσε να επαίρεται εκείνη την εποχή πως ήταν κατ’ εξοχήν φιλειρηνικό. Επειδή κατά τη γνώμη της ο φιλειρηνισμός του πεδίου αυτού έμενε στην αφάνεια, στάθηκε στο σημείο αυτό αρκετά. Αρχικά πρόβαλε την άποψη πως «μια αληθινή ειρηνιστική εκπαιδευτική πολιτική στρέφει τα μάτια της πρώτα- πρώτα στην ανάπτυξη μιας βαθιά ριζωμένης αγάπης του παιδιού στον τόπο του και σ’ όλο τον ντόπιο του πολιτισμό κι από κει στην ανάπτυξη της κατανόησης και του σεβασμού και των ξένων πολιτισμών» για να περάσει στη συνέχεια στα πειστήρια, που διαβεβαίωναν τον φιλειρηνικό χαρακτήρα της ελληνικής εκπαιδευτικής πολιτικής των χρόνων εκείνων. Ως βασικό επιχείρημα χρησιμοποιήθηκε το περιεχόμενο των ελληνικών σχολικών εγχειριδίων. Η Αμαριώτου βεβαίωνε ότι τα χρόνια της τελευταίας βενιζελικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης δεν είχε εγκριθεί από το εκπαιδευτικό συμβούλιο κανένα σωβινιστικού περιεχομένου σχολικό βιβλίο. Αντίθετα πιο αγαπητό ήταν «να ζωγραφίζουν [οι μαθητές] με χρώματα ζωηρά και θερμά τη ζωή του τόπου μας, τον πολιτισμό του, την κάθε του εκδήλωση, τη ζωντάνια της γλώσσας του», έτσι που να αναπτύσσουν ένα πιο γερό και πιο συνετό πατριωτισμό. Περαιτέρω τόνιζε ότι ζητούνταν μεταφράσεις ξένων λογοτεχνικών έργων και «μέσα γνωριμίας της εκπολιτιστικής κίνησης των άλλων λαών, για να κατανοηθή καλύτερα η σχέση της γης μας με τον πολιτισμό του καθενός και η ομοιότητά μας, μια που είμαστε όλοι συνειδητά και ασυνείδητα εργάτες για μια ανθρωπότητα ανώτερη».

Σε σχέση με τον άλλο στόχο της διάλεξης, την παρουσίαση των όσων είχαν συμβεί στην Ελλάδα στον εκπαιδευτικό τομέα στα χρόνια της τελευταίας βενιζελικής διακυβέρνησης, τα όσα ελέχθησαν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι επρόκειτο ουσιαστικά για μία αποτίμηση ολόκληρης της μεταρρύθμισης των ετών 1929-1932, από ένα πρόσωπο που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτή.

Συγκεκριμένα αναφέρθηκε στο οξύτατο διδακτηριακό πρόβλημα στην Ελλάδα, που επιδεινώθηκε με τον ερχομό των προσφυγικών πληθυσμών και επιτάθηκε με την καθιέρωση ως υποχρεωτικού σε όλη την επικράτεια του εξατάξιου δημοτικού σχολείου στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του 1929. Για να δείξει τον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος αυτού κατά την περίοδο της υπουργίας του Γ. Παπανδρέου έδωσε τα ακόλουθα στοιχεία: από το 1845 μέχρι το 1910 ανεγέρθησαν στην Ελλάδα  444 σχολεία, από το 1910 μέχρι το 1920 54, από το 1920 μέχρι το 1928 976. Όλα αυτά τα σχολεία διευκρίνισε ότι χτίστηκαν από τις κοινότητες με τη συνδρομή του κράτους. Από το 1928 μέχρι το 1932  ανέφερε ότι χτίστηκαν ή βρίσκονταν στο στάδιο της αποπεράτωσης 3167 διδακτήρια. Αναφέρθηκε στο δάνειο του ενάμισυ δισεκατομμυρίου δραχμών, που είχε ληφθεί για το σκοπό αυτό, αλλά και στη συνδρομή των κοινοτήτων και των διδακτηριακών επιτροπών, που είχε ως αποτέλεσμα για τις 8.200 διακόσιες αυτές αίθουσες διδασκαλίας και τους υπόλοιπους διδακτηριακούς χώρους να διατεθούν από το κράτος μόνο 548 εκατομμύρια δραχμές. Επισήμανε το γεγονός ότι δεν υλοποιήθηκαν οι υποδειγματικοί τύποι διδακτηρίων, που προτάθηκαν από το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο και τη διεύθυνση της Σχολικής Υγιεινής εξαιτίας του μεγάλου κατασκευαστικού κόστους. Έτσι τα νέα σχολεία χτίστηκαν σε διάφορους αρχιτεκτονικούς συνδυασμούς, ώστε να ανταποκρίνονται στις παιδαγωγικές απαιτήσεις, αλλά και στις οικονομικές δυνατότητες της εποχής. Τα διδακτήρια αυτά η Αμαριώτου τα χαρακτήριζε «ευρύχωρα, ολόφωτα, αερινά με όμορφη θέα και όμορφα χρώματα». Ακόμη ανέφερε ότι εκτός από τις αίθουσες διδασκαλίας περιελάμβαναν χώρους για την αύλιση των μαθητών και για τους σχολικούς κήπους,  όπου υπήρχε η δυνατότητα, και ακόμη γυμναστήρια, λουτρά, κουζίνες και εστιατόρια. Η υγεία και η χαρά, που κατά την Αμαριώτου εξασφάλιζαν τα διδακτήρια αυτά, επανέφεραν στην έδρα του έναν αρχαίο και εθνικό πολιτισμό, πιο μορφωτικό από εκείνο που επιδιωκόταν να ενσταλαχθεί στους μαθητές με τη λογοκοπία κατά τη διδασκαλία πολλών μαθημάτων. 

Η Αμαριώτου αναφέρθηκε και στο θέμα των μαθητικών συσσιτίων της δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης δίνοντας την πληροφορία ότι αυτά λειτουργούσαν τη δεδομένη στιγμή σε 67 πόλεις. Η σκοπιμότητά τους δεν αφορούσε μονάχα την παροχή φαγητού, αλλά κατά κύριο λόγο τη δημιουργία μιας οικογενειακής ατμόσφαιρας και αληθινής κοινοτικής ζωής.

Εστίασε ακόμη την προσοχή της και στο πρόβλημα του αναλφαβητισμού παραθέτοντας στατιστικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία το 40,72% του ελληνικού πληθυσμού ήταν αναλφάβητοι. Το 23,47% των αναλφαβήτων ήταν άνδρες και το υπόλοιπο γυναίκες. Σημείωνε πάντως ότι παρατηρούνταν ετησίως μία σταθερή μείωση του υψηλού αυτού ποσοστού.

Το ύψος του μαθητικού πληθυσμού των δημοτικών σχολείων ανερχόταν στους 782.500 μαθητές, αν και κανονικά έπρεπε να φοιτούν περίπου 850000.

Έκανε λόγο για τη συνδιδασκαλία των μαθητών και των δύο φύλων, που είχε καθιερωθεί σε όλα τα δημοτικά σχολεία, επισημαίνοντας ότι δεν μπορούσε να γίνει ακόμη λόγος για ουσιαστική συνεκπαίδευση, παρά τα θετικά αποτελέσματα του θεσμού.

Ο αριθμός των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας ανερχόταν στους 12887 από τους οποίους οι 4940 ήταν γυναίκες, ενώ απασχολούνταν και 520 νηπιαγωγοί. Έδινε επίσης πληροφορίες για τον αριθμό των αδιόριστων δασκάλων, που ανερχόταν στις τρεις χιλιάδες περίπου, γεγονός που στάθηκε αφορμή για την κατάργηση εκείνο το σχολικό έτος της πρώτης τάξης των δώδεκα μικτών διδασκαλείων.

Η Αμαριώτου τόνισε ότι όσα μέτρα είχαν ληφθεί για τη βελτίωση των υλικοτεχνικών υποδομών δεν αρκούσαν για την υλοποίηση των σκοπών, αφού σε κάθε περίπτωση ο δάσκαλος είναι εκείνος «που θα δώση ζωή στα προγράμματα και θα κάμη τα παιδιά ναναπτύξουν όλες τους τις δυνάμεις σύμμετρα κι αρμονικά». Όμως τα προγράμματα των δημοτικών σχολείων δεν είχαν αλλάξει σημαντικά από το 1914 και για το λόγο αυτό επρόκειτο σύντομα να γίνουν σχετικές μελέτες. Αναφέρθηκε στα πεντατάξια διδασκαλεία, που είχαν τότε καθιερωθεί, στη μόρφωση των διευθυντών τους (μετεκπαίδευση στο εξωτερικό) και των καθηγητών τους (πανεπιστημιακό πτυχίο στην Ελλάδα). Στάθηκε θετικά απέναντι στο γεγονός ότι κατανοήθηκε η έλλειψη παιδαγωγικής κατάρτισης των εκπαιδευτικών της μέσης εκπαίδευσης, που οδήγησε σε υποχρεωτικές παιδαγωγικές σπουδές  των μελλόντων καθηγητών στα πανεπιστήμια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και στη λειτουργία του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαίδευσης για την παιδαγωγική τους μετεκπαίδευση. Αναφέρθηκε επί πλέον στους θεσμούς για τη μετεκπαίδευση των δασκάλων και την επιλογή των επιθεωρητών των δημοτικών σχολείων. Πάντως επισήμανε ότι η πολιτεία θα μπορούσε να καταρτίζει τους δασκάλους πληρέστερα «για να δημιουργήση σιγά-σιγά μια κίνηση ολότελα διαφορετική από την παλιά του σχολείου των δασκάλων και να δημιουργήση ένα σχολείο των μαθητών κυρίως, ένα σχολείο που νανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του σχολείου εργασίας». Ωστόσο δεχόταν ότι οι 74 επιθεωρητές της Δημοτικής εκπαίδευσης με τα μηνιαία και ετήσια συνέδρια που διοργάνωναν επιτελούσαν σχετικό έργο. Τόνισε ιδιαίτερα ότι το σχολείο εργασίας στην Ελλάδα ήταν στενά δεμένο με το δημοτικισμό. Τη σύνδεση αυτή τη θεμελίωσε στην άποψή της πως όλες οι φωτεινότερες παιδαγωγικές προσπάθειες που είχαν επιχειρηθεί στον τόπο μας στηρίχθηκαν στο δημοτικισμό, τον οποίο δεν το θεωρούσε απλά ως γλωσσικό ζήτημα, αλλά ως μία ανώτερη κοσμοθεωρία. Αναφερόμενη στις συγκεκριμένες αυτές προσπάθειες σημείωνε χαρακτηριστικά: «Από το Βόλο με τον Αλέξανδρο Δελμούζο, καθηγητή της Παιδαγωγικής στη Θεσσαλονίκη τώρα ως το Μαράσλειο και το Διδασκαλείο Θηλέων Θεσσαλονίκης με διευθυντή τον Μίλτο Κουντουρά, τώρα μέλος του Γνωμοδοτικού Εκπαιδευτικού Συμβουλίου τράβηξεν ο φωτεινός δρόμος»[9]. Χαρακτήριζε τις προσπάθειες αυτές «τόσο πολύ ειλικρινείς, τόσο πολύ αληθινές, τόσο πολύ αυτονόητες και τόσο ανώτερες, ώστε προκάλεσαν σχεδόν διωγμό, αντί να γίνουν συνθήματα για ένα ξεκίνημα». Ωστόσο επεσήμαινε ότι παρά τις βίαιες ανακοπές των προσπαθειών αυτών «δε χάθηκε καμιά ενέργεια». Ιδιαίτερα στάθηκε στο Διδασκαλείο Θηλέων Θεσσαλονίκης ως πρόσφατο παράδειγμα δημιουργικής προσπάθειας, που ανακόπηκε. Για αυτό έγραφε: «Στο Διδασκαλείο Θηλέων Θεσσαλονίκης μάλιστα διαμορφώθηκε μια σχολική πράξη με τη σφραγίδα ενός καλλιτεχνικού μεγαλουργήματος. Είναι θλιβερό πως πρέπει να ομολογήσω κάτι- η πολιτεία μας, η τόσο σε τόσα άλλα προοδευτική που ανοίγει δρόμους αυτή στους λειτουργούς της […] εδώ  ξεχάστηκε και κατάργησε σιγά-σιγά το Διδασκαλείο αυτό, συγχωνεύοντάς το σ’ ένα μικτό με το Διδασκαλείο Αρρένων. Κι όμως ίσως να είναι έτσι καλύτερα. Κάτι ωραίο να τελειώνη πανω στο άνθισμά του, πριν χλωμιάση η ομορφιά του σ’ άλλα λιγώτερο ικανά ή ακατάλληλα χέρια. Αμφιβάλλω μόνο αν τα ελατήρια του κράτους ήταν λόγοι… αισθητικοί[10]».

Η στάση αυτή της πολιτείας απέναντι στο Διδασκαλείο Θηλέων της Θεσσαλονίκης ήταν για την Αμαριώτου μία εξαίρεση, αφού αναγνώριζε πως η πολιτεία ενίσχυε το νέο πνεύμα, που έπνεε στα εκπαιδευτικά πράγματα και στο οποίο, όπως παρατηρούσε, κανείς δεν τολμούσε να αντιταχθεί φανερά. Αναφέρθηκε στα νομοθετήματα της εποχής και έκρινε γόνιμες τις διατάξεις τις σχετικές με τα σχολικά βιβλία και το πρόγραμμα του Γυμνασίου, οι οποίες, με την προϋπόθεση ότι θα κατανοούνταν και θα αφομοιώνονταν, θα ωφελούσαν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Η εισαγωγή της Δημοτικής γλώσσας στα γυμνάσια έδινε νέες δυνατότητες προσέγγισης του εθνικού και του παγκόσμιου πολιτισμού, ενώ η ελαστικότητα του προγράμματος, που προσέφερε την ελευθερία στους εκπαιδευτικούς να το προσαρμόζουν στις ανάγκες των μαθητών και του περιβάλλοντός τους, θα καθιστούσε αποτελεσματικότερη τη διδασκαλία. Αναφέρθηκε επίσης και στη σημασία, που είχε η καθιέρωση των ελεύθερων απογευμάτων. Οι ελευθερίες αυτές θα συντελούσαν στη δημιουργία της υπεύθυνης και ελεύθερης προσωπικότητας[11] και αυτό για την Αμαριώτου ήταν «μια ανομολόγητη μα θετική προσπάθεια για την ειρηνιστική μας κατεύθυνση, γιατί μόνο ο αληθινά ελεύθερος δε βάζει ποτέ χέρι στην ελευθερία του άλλου». Μεγάλες προσδοκίες είχε η ελληνίδα παιδαγωγός από τις σχολικές βιβλιοθήκες, οι οποίες θα οργανώνονταν μέσα από τις διατάξεις του νόμου για τα σχολικά βιβλία, αφού προέβλεπε πως σε δέκα με δεκαπέντε χρόνια θα προσέφεραν τέτοια ενημέρωση στους εκπαιδευτικούς, που θα άλλαζε το σχολείο. Έκανε λόγο για τη διάκριση των σχολικών βιβλίων σε Διδακτικά, Βοηθήματα και Ελεύθερα Αναγνώσματα και στη δυνατότητα συγγραφής Αναγνωστικών, που να απευθύνονται σε μαθητές ορισμένων περιφερειών, όπως και στη δυνατότητα των δασκάλων να διαρθρώνουν ελεύθερα το διδακτικό υλικό τους «ψυχολογημένα και παιδαγωγικά». Η Αμαριώτου προσδοκούσε πως τα Βοηθήματα σταδιακά θα καθιστούσαν τα Διδακτικά βιβλία περιττά, ενώ η αναμενόμενη ανύψωση της κριτικής ικανότητας των μαθητών, θα προσδιόριζε τις επιλογές των εγχειριδίων από τον δάσκαλο.

Η Αμαριώτου με το κείμενό της αυτό είχε συνείδηση του γεγονότος ότι βρισκόταν «με το ένα πόδι στον κόσμο της πραγματικότητας και με το άλλο στον κόσμο των εκπαιδευτικών μας ονείρων για το μέλλον». Ωστόσο, κι ενώ διαισθανόταν ότι σύντομα θα έπαιρναν ίσως νέα τροπή τα εκπαιδευτικά πράγματα με την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού που φαινόταν στον ορίζοντα, δήλωνε: «Όποια κι αν θάναι η τροπή της εκπαίδευσής μας… οι καινουργιοχαραγμένοι δρόμοι, πιο πλατιοί και πιο ανάλογοι στις ανάγκες μας δε θα εγκαταλειφθούνε και το πνεύμα το πλατιά εθνικό της Παιδείας μας θα επικρατήση ασφαλώς[12] και θα δημιουργήση μια γενιά πιο ευτυχισμένη από μας γιατί θανατραφή με το ιδανικό της αγάπης και της αναγκαίας συνεννόησης και κατανόησης των γειτονικών λαών πρώτα-πρώτα».

     Η διάλεξη της Αμαριώτου έγινε σε μία εποχή, που ευνοούσε την εμφάνιση και στην Ελλάδα μιας παιδαγωγικής της ειρήνης[13]. Η εμπειρία της μικρασιατικής καταστροφής και οι προσπάθειες για τη διευθέτηση εκκρεμών ζητημάτων στο χώρο της βαλκανικής υπήρξαν παράγοντες, που συνέβαλαν στη στροφή αυτή, η οποία πάντως συναντούσε αντιδράσεις[14].

    Πάντως εδώ πρέπει να επισημανθούν και τα ακόλουθα· πρώτα πρώτα η πρώιμη προσπάθεια των ελληνίδων επιστημόνων για συνένωση των δυνάμεών τους, ώστε να στρατευτούν στην υλοποίηση φιλόδοξων στόχων, όπως η καταλυτική συμβολή σε πεδία πολιτικής, που υπερέβαιναν τα όρια της χώρας. Πρόκειται ασφαλώς για μία από τις πρώτες εκδηλώσεις της αυτοσυνειδησίας τους, που ασφαλώς την τροφοδοτούσε και το γεγονός ότι τότε για πρώτη φορά μία γυναίκα, η Μαρία Αμαριώτου, κατέλαβε θέση στο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο. Δεύτερο το ειρηνιστικό υπόβαθρο, που συνιστούσε την αθέατη πλευρά της μεταρρύθμισης του 1929-1932. 

 


---

 

 

[1] Ο ακριβής χρόνος της διάλεξης δεν διακριβώθηκε και έτσι η χρονολόγηση έγινε εδώ με βάση «εσωτερικές μαρτυρίες», τις διάφορες αναφορές που έκανε η Αμαριώτου σε πρόσωπα και γεγονότα, τα οποία χρονολογούνται από άλλες πηγές. Έτσι από τα σχετικά χειρόγραφά της  διαπιστώνεται ότι  η διάλεξη έγινε επί κυβερνήσεως Βενιζέλου και επί υπουργίας στο Υπουργείο Παιδείας του διαδόχου του Γ. Παπανδρέου, δηλαδή του Π. Πετρίδη. Επομένως όριο ante quem είναι η 4η Νοεμβρίου του 1933, οπότε ανέλαβε τη διακυβέρνηση το Λαϊκό Κόμμα. Το γεγονός ότι στα κείμενα της ελληνίδας παιδαγωγού καταγράφηκαν στατιστικά στοιχεία, που αφορούσαν στο σχολικό έτος 1932-33 οδηγεί στην τοποθέτηση του ορίου post quem το Σεπτέμβριο του 1932. Άλλες παρόμοιες μαρτυρίες συγκεκριμενοποιούν περισσότερο το όριο post quem, τοποθετώντας το μετά τις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου του 1932. Επομένως η διάλεξη τοποθετείται χρονικά το Φθινόπωρο του 1932 και συγκεκριμένα τον Οκτώβριο. Κατά την παρούσα εισήγηση ελήφθησαν υπόψη δύο πρόχειρα σχέδια της ομιλίας της Αμαριώτου γραμμένα σε κόλλες του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου, του οποίου τότε ήταν ακόμη μέλος. Το ένα σχέδιο συντάχθηκε στην ελληνική και το άλλο στη γερμανική, στην οποία και μίλησε. Ελήφθη υπόψη ακόμη το γερμανικό κείμενο της ομιλήτριας, ένα επτασέλιδο πυκνογραμμένο χειρόγραφο. Επίσης ένα σχετικά καθαρογραμμένο κείμενο δεκατριών σελίδων προς το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης των Ελληνίδων Επιστημόνων, το οποίο και εκπροσώπησε στο Βελιγράδι, που εγράφη σε κόλλες αναφοράς και παρουσίαζε τις εντυπώσεις από την παραμονή της  ελληνίδας παιδαγωγού στη σερβική πρωτεύουσα. Χαρακτηριστικό είναι ότι το έγραψε σε μονοτονικό σύστημα. Τέλος ελήφθη υπόψη το καθαρογραμμένο επίσης ενδεκασέλιδο ελληνικό κείμενο της ομιλίας, που εγράφη ομοίως σε κόλλες αναφοράς. Και στην περίπτωση αυτή χρησιμοποίησε μονοτονικό σύστημα. Το κείμενο αυτό εγράφη για να τεθεί υπόψη της Ένωσης Ελληνίδων Επιστημόνων

[2] Η επωνυμία Ένωση Ελληνίδων Επιστημόνων χρησιμοποιήθηκε στα κείμενα της Μαρίας Αμαριώτου και φαίνεται ότι προκρίθηκε ως προσωρινή στη φάση της δημιουργίας της Ένωσης. Οι πρώτες αρχαιρεσίες πρέπει να έγιναν τον Μάιο ή τον Ιούνιο του 1933, οπότε η επωνυμία ήταν Σύνδεσμος Ελληνίδων Επιστημόνων. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Συνδέσμου που προήλθε από τις αρχαιρεσίες αυτές ήταν τα ακόλουθα:  πρόεδρος η Εύχαρις Πετρίδου, δικηγόρος, Αντιπρόεδρος η Μαρία Θανοπούλου, δικηγόρος, Γενική Γραμματέας η Εύα Δουκάκη, καθηγήτρια, Ταμίας η Ντίνα Περτουντζή, Δ.Ν., και μέλη η Πηλιάς Κούσκου, η Λία Φαρμακίδου, ιατροί, η Πετρούλα Τζαβάρα και η Μαρία Φλαμπουριάνη, δικηγόροι. Τα γραφεία στεγάστηκαν προσωρινά στην οικία της Φαρμακίδου (Βλ. περ. Η Ελληνίς, τχ. 6, Εν Αθήναις, Ιούνιος 1933).

[3] Η εξασφάλιση της βουλγαρικής συμμετοχής συνάντησε δυσκολίες, διότι, όπως πληροφορεί η Αμαριώτου, σε ανάλογη εκδήλωση στη Σόφια, που είχε προηγηθεί, το βουλγαρικό ακροατήριο είχε αποδοκιμάσει έντονα την σερβίδα εκπρόσωπο, η οποία αναγκάστηκε να διακόψει την ομιλία της.

[4] Η Αμαριώτου αναφερόταν προφανώς στις συνομιλίες ανάμεσα στο Βενιζέλο και τον σέρβο υπουργό εξωτερικών στο Παρίσι στις 28, 29 Σεπτεμβρίου και 3 Οκτωβρίου 1928 που οδήγησαν στην υπογραφή διμερούς πρωτοκόλλου στο Βελιγράδι στις 11 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, καθώς και στο οριστικό πρωτόκολλο της 17ης Μαρτίου του 1929 και το σύμφωνο φιλίας, συνδιαλλαγής και δικαστικού διακανονισμού, που υπογράφηκε λίγες μέρες αργότερα, στις 27 Μαρτίου του ίδιου έτους. Πάντως, καθώς οι βαλκανικές χώρες ρύθμιζαν σε εκείνη την περίοδο τις διαφορές τους με διμερείς συμφωνίες, οι σχέσεις τους ήταν ακόμη ρευστές και επηρεαζόμενες από τις διάφορες εξωτερικές πιέσεις, έτσι που είχε αρχίσει να φαίνεται αναγκαία μία πολυμερής βαλκανική συμφωνία.   

[5] Τα παραθέματα λαμβάνονται από το ελληνικό κείμενο, που η Αμαριώτου προόριζε, όπως προαναφέρθηκε, για το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Ελληνίδων Επιστημόνων. Ο καταλυτικός ρόλος, που θα μπορούσε να παίξει το γυναικείο φύλο στην υπόθεση της ειρήνης, τονίστηκε από την Αμαριώτου εμφατικά.

[6] Η Αμαριώτου αναφερόταν βέβαια στη διαφαινόμενη αποχώρηση της βενιζελικής παράταξης από τη διακυβέρνηση της χώρας, αφού το εκλογικό αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Σεπτεμβρίου του 1932 έδειχνε πρόθεση καταψήφισής της σε μία νέα εκλογική αναμέτρηση, που θα ακολουθούσε.

[7] Προφανώς η Αμαριώτου παρέπεμπε κυρίως στο κεφάλαιο «Οι μητέρες του πολέμου» (Βλ. Σ. Μυριβήλη, «Η ζωή εν τάφω», 25η έκδ., Ι. Κολλάρος, Αθήνα, 1956, σ. 288 κ.ε.).

[8] Το πρόγραμμα όλων των ημερών της παραμονής της Αμαριώτου στο Βελιγράδι είχε οργανώσει η Παυλίνα Albala, πρόεδρος της Ένωσης Σερβίδων Επιστημόνων. Ο χρόνος που αφιέρωσε η ελληνίδα παιδαγωγός στους έλληνες του Βελιγραδίου φάνηκε ίσως πολύς στις σερβίδες, αυτή δήλωνε όμως στη σχετική επιστολή της στην Ελληνική Ένωση ότι έτσι επιτελούσε διπλό σκοπό: «Και για τους Έλληνές μας εκεί, μα και για να δείξω πως δεν εμποδίζει καθόλου η αγάπη που νιώθει κανείς για τους ομοεθνείς του το να νιώθη μια επίσης δυνατή αγάπη κι εκτίμηση ειλικρινή και για τους άλλους και να νιώθη αληθινή τη χαρά για κάθε πρόοδό τους και για κάθε τους έστω και μικρό ή και μεγαλύτερο απ’ τα δικά μας βήμα προς τα εμπρός».

[9] Είναι χαρακτηριστικό για τη σεμνότητα της ελληνίδας παιδαγωγού το γεγονός ότι δεν αναφέρθηκε καθόλου στο εξίσου σημαντικό δικό της παιδαγωγικό έργο που επιτέλεσε στο Διδασκαλείο Θηλέων Σερρών, το οποίο δεν έχει προβληθεί ακόμη. Ακόμη δεν αναφέρθηκε ούτε στον τίτλο της (ήταν η πρώτη γυναίκα μέλος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου) ούτε στη δική της σημαντική συνεισφορά στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση των ετών 1929-1932. Σε σχέση με  την υποδοχή, που της έκανε μία αντιπροσωπεία των Σερβίδων Επιστημόνων στο σιδηροδρομικό σταθμό του Βελιγραδίου ανέφερε ότι οι γυναίκες αυτές έκρυβαν «τις πολλαπλές επιστημονικές ιδιότητές τους σεμνά και χαριτωμένα». Φαίνεται ότι πρόβαλε σε αυτές τη δική της σεμνή στάση. Πρόσθετη επιβεβαίωση της στάσης της αυτής πρέπει να θεωρηθεί και το επισκεπτήριό της, στο οποίο είχε τυπώσει τα ακόλουθα: «Μαρία Αμαριώτου. Κρήτη». 

[10] Η αμφιβολία αυτή στηρίχθηκε προφανώς σε ένα πικρό σχόλιο του Κουντουρά, που κατέγραψε η Αμαριώτου σε μία φράση κατά το ήμισυ στη γερμανική στην κόλλα του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου με το ελληνικό σχέδιο του κειμένου της. Το σχόλιο είχε ως εξής: «Koundouras. Nicht aus künstlerischen Bewegungen έκλεισε το Διδασκαλείο».

[11] Στο σημείο αυτό αναγνωρίζεται το πεδίο αντιλήψεων του Georg Kerschensteiner, από τον οποίο η Αμαριώτου επηρεάστηκε καταλυτικά, όπως συνέβη άλλωστε και με ένα μεγάλο αριθμό συμφοιτητών της στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ευρύτερα θα μπορούσε να λεχθεί ότι η επίσκεψή της στο Βελιγράδι και όλη η δραστηριοποίησή της εκεί αντιστοιχεί στην ανάλογη επίσκεψη, που με πρόταση του Eduard Spranger πραγματοποίησε ο Kerschensteiner στο Εδιμβούργο τον Ιούλιο του 1925, προκειμένου να λάβει μέρος στο παγκόσμιο παιδαγωγικό συνέδριο ως εκπρόσωπος του Συνδέσμου των Γερμανικών Πανεπιστημίων (Βλ. F. Walder, Georg Kerschensteiner als Hochschullehrer und Bildungstheoretiker, J. Klinkhardt, Bad Heilbrunn, 1992, σ. 173 κ.ε.). Το ταξίδι του  Kerschensteiner έλαβε το χαρακτήρα και της διπλωματικής αποστολής, όπως άλλωστε και της Αμαριώτου στο Βελιγράδι, η οποία εκεί συνεργάστηκε στενά και με τον έλληνα πρέσβη Λέοντα Μελά. Το 1925 η Αμαριώτου, όπως φαίνεται από τις σημειώσεις της, ήταν έντονα επηρεασμένη από τον Kerschensteiner. Αποκορύφωμα ήταν μία διάλεξη, που έδωσε ο γερμανός παιδαγωγός στο Μόναχο λίγο πριν αναχωρήσει για την πρωτεύουσα της Σκωτίας, την οποία παρακολούθησε και η Αμαριώτου. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του Kerschensteiner στο Εδιμβούργο η ελληνίδα παιδαγωγός στηριγμένη στις σημειώσεις από τα μαθήματά του και από τη διάλεξή του συνέθεσε ένα κείμενο, το οποίο αποτελεί και την πιο αυθεντική παρουσίαση του βίου και του έργου του γερμανού παιδαγωγού στην Ελλάδα. Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε σε συνέχειες στη «Νέα Εφημερίδα» του Ηρακλείου Κρήτης τον Αύγουστο του 1925 και λίγο αργότερα αναδημοσιεύτηκε στο παιδαγωγικό περιοδικό «Φως» της ίδιας πόλης (Η επιλογή των εντύπων αυτών για τη δημοσίευση του κειμένου εμφανίστηκε από την Αμαριώτου ως ένδειξη της αγάπης της για την ιδιαίτερή της πατρίδα, όμως απόλυτα δικαιολογημένοι, βαθύτεροι προσωπικού χαρακτήρα λόγοι εμπόδιζαν τη δημοσίευσή του στην πανελλήνιας εμβέλειας «Εργασία» του Παπαμαύρου, όπου θα ήταν η φυσική του θέση).   

[12] Η εξέλιξη των πραγμάτων πάντως όρθωσε μεγάλα εμπόδια, έτσι που εγκαταλείφθηκαν οι δρόμοι της μεταρρύθμισης.

[13] Μία τέτοια παιδαγωγική ήταν αδιανόητη πριν από τον α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Το σύνολο σχεδόν των γερμανών μεταρρυθμιστών παιδαγωγών είχε ωθήσει μεγάλο μέρος της γερμανικής νεολαίας στην εθελοντική κατάταξη στο στρατό και στη συμμετοχή στον πόλεμο των χαρακωμάτων. Ο φιλόσοφος και παιδαγωγός Friedrich Wilhelm Foerster (1869- 1966), που αντιπαρέθεσε την παιδαγωγική της ειρήνης, προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις των εθνικιστών φοιτητών, έτσι που εγκατέλειψε την έδρα του στο πανεπιστήμιο του Μονάχου και αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία. Τα βιώματα και οι αρνητικές εμπειρίες του α΄ παγκοσμίου πολέμου ευνόησαν κατά την περίοδο του μεσοπολέμου τη στροφή πολλών ευρωπαίων παιδαγωγών σε μία παιδαγωγική της ειρήνης.

[14] Χαρακτηριστική από την άποψη αυτή είναι η περίπτωση ενός άρθρου με τίτλο «Αφοπλισμός, Σοσιαλισμός και Αγωγή», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σοσιαλιστική Ζωή τον Ιούλιο του 1932 και αναδημοσιεύτηκε το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους στο περιοδικό Εργασία και Ζωή του διδασκαλείου Λαμίας, που τότε διευθυνόταν από τον Μ. Παπαμαύρο. Το αντιμιλιταριστικό και έντονα φιλειρηνικό περιεχόμενό του προκάλεσε αντιδράσεις, που συνέβαλαν στην απομάκρυνση του Παπαμαύρου από τη θέση του (Βλ. Χ. Χαρίτος, Ι. Κανδήλα, Γ. Κοντομήτρος, Τα διδασκαλεία Λαμίας και Καρπενησίου, Gutenberg, Αθήνα, 2002, σ. 216 κ.ε.).

 

Πηγες και βιβλιογραφια

 

1.                  Χειρόγραφα κείμενα της Μαρίας Αμαριώτου (Προσφορά του καθηγητή Μ.Ε. Μανόλη Αμαριώτη)

2.                  Περ. Η Ελληνίς

3.                  Περ. Σοσιαλιστική Ζωή

4.                  Περ. Εργασία και Ζωή

5.                  Περ. Το Φως

6.                  Σ. Μυριβήλη, «Η ζωή εν τάφω», 25η έκδ., Ι. Κολλάρος, Αθήνα, 1956

7.                  Α. Δημαράς, Μίλτος Κουντουράς, Κλείστε τα Σχολειά, Γνώση, Τόμ. Α΄, Αθήνα, 1985

8.                  Χ. Χαρίτος, Ι. Κανδήλα, Γ. Κοντομήτρος, Τα διδασκαλεία Λαμίας και Καρπενησίου, Gutenberg, Αθήνα, 2002

9.                  A. Flitner, Reform der Erziehung,  Piper, München, 1993

10.       F. Walder, Georg Kerschensteiner als Hochschullehrer und Bildungstheoretiker, J. Klinkhardt, Bad Heilbrunn, 1992